Το καλό και το κακό δεν υπάρχουν πια! Υπάρχει μόνο το καλό, που μπορεί να είναι λίγο ή πολύ. Ένα τέτοιο απρόσμενο συμπέρασμα βγαίνει από τις πιο απλές παρατηρήσεις των ΦΑ και συνδεδεμένων με αυτές φαινομένων. Αν θέλεις πάρα πολύ να πιστεύεις στο παγκόσμιο κακό, στον διάολο, στην κόλαση, στους δαίμονες και στα τηγάνια τους, στις αιώνιους μετά θανάτου βασανισμούς, στο κακή κάρμα και σε κάποια άλλη παρόμοια σαβούρα, μην διαβάσεις αυτήν την παράγραφο! Αν και… εντάξει, διάβασε την. Τέλος πάντων – είναι τόσο ευχάριστο να ζήσεις στην κατάσταση μόνιμου φόβου και της ένοχης;
Είναι παράξενο – το πόσο σπάνια οι άνθρωποι παρατηρούν κάτι και ακόμη πιο σπάνια βγάζουν συμπεράσματα. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την επίπεδη Γη, για την ακρίβεια – την αντίληψη, ότι η Γη είναι επίπεδη. Δεν ξέρω, πότε εμφανίστηκαν οι πρώτες βάρκες – ίσως, δέκα χιλιάδες χρόνια πριν, ή εκατό; Όμως, όποια και να ήταν η εποχή της εμφάνισης τους, δεν θα έπρεπε να περάσει και τόσος καιρός, ώστε οι πρώτες βάρκες με τους ανθρώπους πάνω τους να αρχίσουν να παρασέρνονται με τα παράκτια ρεύματα, για τα οποία οι ίδιοι δεν είχαν ακόμα καμία ιδέα και να φεύγουν πέρα από τον ορίζοντα. Και τότε ο οποιοσδήποτε, που παρακολουθούσε την παρασυρόμενη με το ρεύμα βάρκα, όπως και οποιοσδήποτε άλλος πρωτόγονος θαλασσοπόρος, που με επιτυχία άφησε την ξηρά και γύρισε πίσω, δεν θα μπορούσε να μην παρατηρήσει ένα τέτοιο φαινόμενο, το οποίο, όπως διατύπωσε ο Πτολεμαίος τον δεύτερο αιώνα μ. Χ, συνίσταται στο ότι τα βουνά της ακτής υψώνονται από τη θάλασσα με έναν τρόπο, λες και προεξέχουν κατευθείαν από το νερό, και αυτό αναμφισβήτητα σημαίνει, ότι είναι μερικός κρυμμένα πίσω από τη μάζα του. Και από αυτό είναι εύκολο πια να βγάλεις το συμπέρασμα, ότι η Γη μας δεν είναι σε καμία περίπτωση επίπεδη. Μας μένει μόνο να απορήσουμε, το τι σκέφτονταν οι αρχαίοι Ινδοί, που τόσο εύκολη πρόσβαση στην άπλα των ωκεανών επινόησαν την θεωρία της Γης ως ενός επιπέδου δίσκου και την υποστήριζαν επί χιλιάδες χρόνια. Δεν θα μου κάνει ιδιαίτερη εντύπωση, αν θα αποκαλυφθεί, ότι και στις μέρες μας η αντίληψη για την επίπεδη Γη, στο κέντρο της οποίας βρίσκεται το βουνό Μερού, κυριαρχεί ακλόνητα στις αγροτικές περιοχές της Ινδίας – μπορούμε να το διαπιστώσουμε. Ωστόσο, το έτος 330 π. Χ. ο Αριστοτέλης επιβεβαίωσε τελικά το γεγονός, ότι το σχήμα της Γης είναι σφαιρικό, και παρόλο που οι αγράμματες λαϊκές μάζες συνέχιζαν για δυόμισι χιλιετίες να πιστεύουν σε διάφορους δίσκους, που στέκονται στις πλάτες των χελωνών, ο επιστημονικώς κόσμος το γνώριζε πάρα πολύ καλά από τότε. Παρά τις ευρέως γνωστές αντιλήψεις, ακόμα και η Εκκλησία από τον Μεσαίωνα επίσης δέχτηκε το γεγονός περί της σφαιρικότητας της Γης.
Μπορούμε να γελάσουμε με εκείνες τις πολυάριθμες και φαινομενικά απολύτως παράξενες και περίεργες αντιλήψεις για το σχήμα της Γης, οι οποίες κυριάρχησαν σε διάφορες εποχές και μέρη. Είναι και πολυώροφος κόσμος στα κλαδιά του τεράστιου δέντρου (των αρχαίων Σκανδιναβών), και ο κύλινδρος (αρχαίος Έλληνας Αναξίμανδρος, που ζούσε τριακόσια χρόνια πριν από τον Αριστοτέλη και υπήρξε εφευρέτης του νόμου περί της διατήρησης της ύλης, μεταξύ άλλων), και ο κώνος (αρχαίοι βουδιστές), ακόμα και ένα ορθογώνιο (!), καλυμμένο με ένα θόλο (ο Κοσμάς Ινδικοπλεύστης – γνωστός ταξιδευτής του 6 αιώνα). Μάλλον, υπήρξαν και τέτοιοι εκκεντρικοί, οι οποίοι φαντάζονταν τη Γη σαν ένα σκισμένο προφυλακτικό, όμως, η υπόθεση του Κοσμά έχει ενδιαφέρον με το ότι εξαπλώθηκε πολύ στην χριστιανική Ανατολή, και ολόκληροι λαοί (!) για πολύ καιρό πίστευαν, ότι η Γη – είναι ένα επίπεδο ορθογώνιο, στο κέντρο του οποίου βρίσκεται η ξηρά γη, βρεχόμενη με τα νερά του ωκεανού. Ο Ήλιος το βράδυ κρύβεται πίσω από το κωνικό βουνό στον Βορρά, ενώ τη νύχτα το ακολουθεί στην ανατολή, ώστε το πρωί να ανατείλει ξανά. Πάνω από τον όγκο του ουρανού με τη μορφή της διπλής αψίδας βρίσκεται ο παράδεισος, απ` όπου πηγάζουν τα μεγαλύτερα ποτάμια, ενώ το σχήμα ολόκληρου του κόσμου, κατά τη γνώμη τους, μοιάζει με μπαούλο.
(Έτσι μην δίνεις προσοχή στα επιχειρήματα του τύπου «εμείς έτσι το συνηθίζουμε», «ακόμα η προγιαγιά μου το έκανε έτσι», «εμείς σε όλη την Ρωσία…» και τα λοιπά. Όπως βλέπεις, η οποιαδήποτε βλακεία μπορεί να είναι συνηθισμένη κάπου…)
Μπορούμε να γελάσουμε με όλα ταύτα, όμως, το γέλιο θα σου κάτσει στο λαιμό, όταν θυμηθείς, ότι μέχρι και σήμερα δισεκατομμύρια (!!!) άνθρωποι πιστεύουν σε διάφορο βαθμό στον παράδεισο, στην κόλαση και άλλη θολούρα. Ακόμα και μορφωμένος, φαινομενικά, άνθρωπος, πιστεύει σε κάποια μοχθηρή δύναμη, η οποία, μαζί με την δύναμη του καλού, κυβερνά με περισσότερη ή λιγότερη επιτυχία αυτόν τον κόσμο και μάχεται για την εξουσία.
Έχεις αμφιβολίες για τη δήλωση μου σχετικά με τους μορφωμένους ανθρώπους; Εντάξει, μου αρέσουν πολύ τα απλά πειράματα, ας κάνουμε ένα. Πάρε μια κόλλα χαρτί και ένα χαρτονόμισμα των εκατό ρουβλιών [ εμείς, μάλλον, θα έπρεπε να πάρουμε πέντε ευρώ – παρατήρηση του μεταφραστή]. Στο χαρτί γράψε όμορφα: «Εγώ, ο υπογραφόμενος τάδε, πουλάω σύμφωνα με αυτό το συμβόλαιο την αθάνατη ψυχή μου με το δικαίωμα επόμενης μετάβασης της στον Διάβολο, για εκατό ρούβλια». Και πρότεινε σε κάποιον με δίπλωμα ανώτερης εκπαίδευσης να το υπογράψει. Νομίζω, ότι στις ενενήντα εννιά των περιπτώσεων το κατοστάρικο σου είναι ασφαλές μαζί σου. Έκανα αυτό το πείραμα με τους τελειόφοιτους ενός τεχνικού ΑΕΙ. Αποχωρίστηκα τα λεφτά μου μόνο, όταν έφτασα στον εικοστό η τριαντακοστό άνθρωπο.
Εγώ μελετάω τις ΦΑ, εκτελώ διάφορα πειράματα, βοηθάω τους άλλους ανθρώπους σε αυτό. Όμως, για να κάνεις πειράματα τέτοιου είδους, πρέπει να αρχίσεις τουλάχιστον να ξεχωρίζεις τις αντιλήψεις σου. Τώρα νιώθω εκνευρισμένος, την άλλη στιγμή – επαρκής, ύστερα – έχω την αίσθηση της ομορφιάς, προσμονή και ούτω καθεξής, Όποτε οι αντιλήψεις έχουν προσδιοριστεί και, κατά προτίμηση, ονομαστεί, τότε μπορεί να ξεκινήσει η «μηχανική των αντιλήψεων» – μπορώ ταυτόχρονα να βιώσω τον ενθουσιασμό και απόσπαση, για παράδειγμα, και να παρατηρήσω – πώς αυτά αλληλοεπηρεάζονται, ποια σύνολα των αντιλήψεων (δηλαδή – «καταστάσεις») εμφανίζονται πιο εύκολα, και ποια – με περισσότερη δυσκολία και τα λοιπά. Γενικώς – είναι πολύ απλά πειράματα και το πιο καταπληκτικό είναι, ότι μόλις αρχίσω να διακρίνω αυτό, που αισθάνομαι ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΑΚΡΙΒΩΣ στιγμή εμφανίζεται και ο αντίκτυπος με τις φωτισμένες αντιλήψεις.
Κάποτε έμεινα άναυδος με αυτό. Έτσι γίνεται καμιά φορά – κοιτάζεις σε κάτι, που είδες εκατό φορές ήδη και ξαφνικά συνειδητοποιείς, ότι αυτό είναι καταπληκτικό. Όταν έστρεψα την προσοχή των μουσούδων («μουσούδα» – άνθρωπος, που ασχολείται με την έρευνα των ΦΑ) σε αυτό το γεγονός, όπως και το περίμενα, δεν ξαφνιάστηκε κανείς – εντάξει, γνωρίζουμε εκ πείρας, ότι η διάκριση των ΦΑ προκαλεί αντίκτυπο με τις ΦΑ, είναι κανονικό πράγμα. Όμως, το «κανονικό» δεν σημαίνει «συνηθισμένο». Υπάρχουν πράγματα καταπληκτικά και ασυνήθιστα, όμως, υπάρχουν άλλα κανονικά, και όμως καταπληκτικά. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, το νερό – είναι εντελώς συνηθισμένη ουσία. Αλλά αν σκεφτούμε, ότι το νερό είναι, στην ουσία η «σταχτή, που έμεινε μετά από καύση του υδρογόνου», τότε εμφανίζεται η έκπληξη. Το νερό – είναι καμένο υδρογόνο, δηλαδή, το υδρογόνο, που μπήκε σε χημική αντίδραση με το οξυγόνο – μια τέτοια αντίδραση εμείς συνήθως ονομάζουμε «καύση». Όταν «καίγονται τα ξύλα», η κυτταρίνη μπαίνει σε χημική αντίδραση με το οξυγόνο. Οι χημικοί χρησιμοποιούν τον όρο «οξείδωση».
Ας φανταστούμε κάποιον αρχαίο χημικό. Προτού εμφανιστεί έστω κάποια χημεία, έπρεπε να διαχωρίσουν τις ουσίες σε στοιχεία και ύστερα να αναζητήσουν τις νομοτέλειες της αλληλεπίδρασης τους – ο, τι κάνω εγώ τώρα με τις ΦΑ. Ένα πράγμα – να βιώσεις κάτι «ευχάριστο» και τελείως διαφορετικό – να διαχωρίσεις αυτό το «ευχάριστο» σε στοιχεία των αντιλήψεων. Αν το συγκεκριμένο «ευχάριστο» υπήρξε για λίγο και χάθηκε, δεν σου μένει καμία κατανόηση αυτής της διαδικασίας. Στην περίπτωση όμως, που εσύ διακρίνεις τις ορισμένες αντιλήψεις, από τις οποίες αποτελείται αυτό το «ευχάριστο», αν γνωρίζεις τις νομοτέλειες, συνδεδεμένες με αυτές, τότε είναι στο χέρι σου αυτό το «ευχάριστο» και να το παρατείνεις και να το αναπτύξεις. Μάλλον, μοιάζει με πολύ απλή σκέψη και τόσο πιο παράξενο είναι, πόσο δυνατή απόρριψη, απέχθεια προκαλεί αυτή στους ίδιους επιστήμονες, που ασχολούνται επιτυχώς με τη φυσική ή την χημεία! Καμιά φορά πράγματι αισθάνομαι σαν ένας αρχαίος χημικός, ο οποίος αναγκάζεται να καταπολεμήσει την άγνοια και την στενομυαλιά της «σύγχρονης επιστήμης», η οποία επιδεικνύει με περιφρόνηση, ότι δήθεν η έννοια της «απόσπασης» δεν μπορεί να οριστεί συγκεκριμένα, και ουσιαστικά, δεν έχει κανέναν ορισμό, έχοντας υπ` όψιν, φυσικά, τα συνηθισμένα προς το παρόν μέσα του ορισμού του οποιαδήποτε πράγματος. Και όταν εγώ λέω, ότι ο ορισμός από μόνος του – είναι η προσεκτικά επιλεγμένη λεκτική περιγραφή, που προκαλεί αντίκτυπο με το φαινόμενο, εκείνοι σηκώνουν τις μύτες με κοροϊδευτικό ύφος – «στην επιστήμη δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα». Και βέβαια, δεν υπάρχει. Για την ακρίβεια – δεν υπήρξε. Ενώ τώρα – υπάρχει.
Όσο πρόχειρα και να είχαν οριστεί κάποιες φωτισμένες αντιλήψεις, αυτό είναι ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΑΠΟ ΑΡΚΕΤΟ για να αναπτύξεις την πρακτική δραστηριότητα για την καλλιέργεια και την ερευνά τους, για την ανταλλαγή της εμπειρίας ανάμεσα στις μουσούδες και τα λοιπά. Προς το παρόν αυτό είναι αρκετό για εμάς, όπως ήταν αρκετό σε εκείνους τους πρώτους χημικούς, οι οποίοι ήδη πέντε χιλιάδες χρόνια πριν (!) ήταν ικανοί να βγάζουν και να επεξεργάζονται τον χαλκό από διάφορες ενώσεις του (με τη βοήθεια του φυτικού κάρβουνου) και επίσης έλιωναν το άσημη και τον μόλυβδο. Οι σκεπτικοί και τότε μπορούσαν να φωνάζουν, όσο τραβάει η ψυχή τους, όμως αυτοί, που στόχευαν πρώτα απ` όλα σε ένα πρακτικό αποτέλεσμα, έκαναν τη δουλειά τους. 2500 χρόνια αργότερα αυτοί οι πραγματικοί βρήκαν τον τρόπο να αποσπάσουν υδράργυρο, θειάφι, φωσφόρο, διάφορα άλατα αυτών και συνεπώς η διαδικασία προχώρησε παραπέρα. Ακριβώς το ίδιο πράγμα θα γίνει και με τις αντιλήψεις – αυτό είναι απολύτως αναπόφευκτο. Στα μισά του 18 αιώνα ο Λομονόσοφ, υποστηρίζοντας την διατριβή για το ότι η χημεία – είναι μια επιστήμη, έγραψε: «Η Χημεία – είναι η επιστήμη των αλλαγών, που γίνονται σε ένα μεικτό σώμα, διότι είναι ανάμεικτο …». Δεν αμφιβάλλω καθόλου, ότι θα βρεθούν πολλοί, που θα θεωρήσουν αυτή την περιγραφή πρόχειρη, θα κατακρίνουν την απουσία των αρχών του διαχωρισμού, της ένωσης, της εκκαθάρισης και άλλων εκφράσεων, με τις οποίες είναι γεμάτα σχεδόν όλα τα χημικά βιβλία, όμως οι λιγάκι πιο διορατικοί θα παρατηρήσουν αμέσως, ότι οι προαναφερόμενες εκφράσεις, με τις οποίες πολλοί συγγραφείς της χημείας συνηθίζουν να επιβαρύνουν χωρίς καμία ανάγκη τις μελέτες τους, μπορούν να καλυφθούν με μια απλή λέξη: ανάμεικτο σώμα. Πράγματι, αυτός, που κατέχει την γνώση για το ανάμεικτο σώμα μπορεί να εξηγήσει όλες τις πιθανές αλλαγές του, συμπεριλαμβανόμενου και τον διαχωρισμό, και την ένωση και τα λοιπά». Τον ίδιο δρόμο ακολουθώ και εγώ, λέγοντας, πως ο, τι βιώνουν οι άνθρωποι – είναι «ανάμεικτες αντιλήψεις». Και αυτές οι αντιλήψεις, παρά τις διαβεβαιώσεις των υπεροπτικών εσωτερικών, μπορούν να διακριθούν, να βιωθούν μεμονωμένα, να αναμειχθούν, να μελετηθούν όπως στην ανάμεικτη, έτσι και στην ξεκάθαρη μορφή, να ανακαλυφθούν νέες. Και με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, όπως η χημεία των στοιχείων άλλαξε σε απίστευτο βαθμό τον δικό μας εξωτερικό κόσμο, έτσι και η «χημεία των αντιλήψεων» άλλαζε και θα αλλάξει τον δικό μας εσωτερικό κόσμο – την ψυχολογία μας, το σώμα μας, τις δυνατότητες του δικού μας ανθρώπινου είναι. Στα μισά του 18 αιώνα ακόμα και στις πιο αχαλίνωτες φαντασίες κανείς δεν θα μπορούσε να επινοήσει αυτό, που είναι προσιτό σε μας με τη βοήθεια των επιτευγμάτων της χημείας. 100-200 χρόνια αργότερα θα μπορέσουμε να πούμε το ίδιο και για την «χημεία των αντιλήψεων», μόνο (μια χάρη από τους απόγονους) – μην με φτιάχνετε στις απεικονίσεις σαν έναν ευυπόληπτο γερο με γκρίζα γενειάδα (αν θα έχω ποτέ τέτοια). Μην ξεχνάτε, ότι «Η επιλογή των ελκυστικών καταστάσεων» σχεδιάστηκε, όταν ήμουν ένας συνηθισμένος δραστήριος άνδρας 32 χρόνων, και ολοκληρώθηκε δέκα χρόνια αργότερα, όταν έγινα ακόμα πιο δραστήριος και συνέχισα να αγαπώ εξίσου έντονα το τρέκινγκ, σεξ, ντάιβινγκ και τα λοιπά και τα λοιπά. Όχι, αυτή είναι η σωστή σειρά: το σεξ, τρέκινγκ, ντάιβινγκ και τα λοιπά, και τα λοιπά.
Ας επιστρέψουμε στον χημικό. Για αυτόν η διαδικασία του διαχωρισμού των στοιχείων είναι μια προκαταρκτική δουλειά και δεν έχει καμία σχέση ουσιαστικά με την χημεία. Αυτό, όπως αποκαλύπτεται, δεν ισχύει για μας. Η ΙΔΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ της διάκρισης των αντιλήψεων ήδη έχει αντίκτυπο με τις ΦΑ!
Επαναλαμβάνω αυτή τη σκέψη μια φορά μετά την άλλη, κάθε φορά νιώθω ακραία έκπληξη και θυμάμαι τα λόγια του Ερικ Ρότζερς: “ο φυσικός, που δεν απολαμβάνει την παρατήρηση της πτώσης της ταυτόχρονα πεταγμένης βαριάς και ελαφριάς πέτρας — είναι ασυναίσθητος άνθρωπος”.
Σκέψου το, φαντάσου – από μόνη της η πράξη της διάκρισης των αντιλήψεων αντηχεί με τις ΦΑ. Μιλώντας πιο λεπτομερώς – όταν εγώ αισθάνομαι κάτι – ας είναι λίγο ευχάριστο, ή ουδέτερο ή λίγο δυσάρεστο, απλώς θα το νιώθω. Όμως, έρχεται η επιθυμία να καταλάβω – τι συγκεκριμένα αισθάνομαι; Αυτή η επιθυμία μπορεί να έρθει ως απλή περιέργεια, ή να εκδηλωθεί σαν αποτέλεσμα μιας διαφορετικής επιθυμίας – της θέλησης να αλλάξω με κάποιον τρόπο την κατάσταση, στην οποία βρίσκομαι τώρα – δεν έχει σημασία. Όμως, από τι στιγμή, που αυτή η επιθυμία θα εμφανιστεί, μπορεί να μείνει άκαρπη (δηλαδή, δεν θα την ακολουθήσει η πράξη της διάκρισης των αντιλήψεων) ή η διάκριση θα συμβεί τελικά. Και στην δεύτερη περίπτωση ακούσια – μόνες τους, δηλαδή – θα εκδηλωθούν έστω αδύναμες και θολές, αλλά ΦΑ.
Και αυτό είναι καταπληκτικό.
Διότι αυτό σημαίνει, ότι η «διάκριση των αντιλήψεων» δεν είναι κάτι άσχετο με τις ίδιες αντιλήψεις (συνέκρινε το με το ότι η διάκριση των χημικών στοιχείων είναι κάτι άσχετο με τις ίδιες χημικές αντιδράσεις, οι οποίες θα γίνουν, αν αναμειχθούν τα στοιχεία). Δηλαδή, μπορούμε να πούμε, ότι η πράξη της διάκρισης των αντιλήψεων αναμφισβήτητα αποτελεί ένα κομμάτι της ψυχικής μας ζωής (κάτι, που από μόνο του είναι αρκετά προφανές) και ότι ανήκει είτε στις ίδιες ΦΑ, είτε σε κάποια άλλη ομάδα των αντιλήψεων, οι οποίες παρόλο που δεν είναι ΦΑ, ωστόσο, αντηχούν με αυτές ξεκάθαρα και ορισμένα, και αυτό σίγουρα δεν είναι καθόλου προφανές, αν και παρατηρείται εύκολα την ώρα της εκτέλεσης των πιο απλών πειραμάτων.
Κάποτε μια κοπέλα μου έγραψε: «όποτε προσπαθώ να διαχωρίσω τις αντιλήψεις μου, αρχίζω να παρατηρώ και τους μικρούς κυματισμούς των ΦΑ. Σε στιγμές σαν κι αυτές μέσα μου σχηματίζεται η βεβαιότητα, ότι τις διέκρινα τώρα ξεκάθαρα και έρχεται έκπληξη μαζί με τις σκέψεις: πώς δεν τις είχα προσέξει νωρίτερα; Καμιά φορά την ώρα τέτοιων διακρίσεων εμφανίζεται η επιθυμία να βιώσω εκείνη την αντίληψη, την οποία παρατήρησα, πιο συχνά και πιο έντονα». Η κοπέλα αυτή έβγαλε το λανθασμένο συμπέρασμα – σκέφτηκε, ότι εκείνη τη στιγμή, που ξεκίνησε την διάκριση των αντιλήψεων της, ταυτόχρονα αρχίζει να παρατηρεί και τις ΦΑ, που υπήρξαν νωρίτερα, απλώς αυτή δεν τις πρόσεχε. Στην πραγματικότητα, όποτε εκδηλώνονται οι ΦΑ, δεν υπάρχει τρόπος «να μην το προσέξεις». Οι ΦΑ αυτής τη κοπέλας εμφανίζονταν ορισμένα λόγω του αντίκτυπου με την διάκριση.
Οι σύγχρονοι επιστήμονες – αν γνώριζαν για αυτήν την απλή πείρα του αντίκτυπου ανάμεσα στην διάκριση και στις ΦΑ, δεν θα είχαν κάνει τέτοια λάθη, όπως έκαναν, για παράδειγμα, ερμηνεύοντας την πείρα της Χελεν Κελλερ, την οποία αυτή περιέγραψε στο βιβλίο της, που εκδόθηκε στις αρχές του 20 αιώνα. Τον πρώτο ενάμιση χρόνο της ζωής της ήταν ένα συνηθισμένο παιδί, δηλαδή, ο εγκέφαλος της αναπτυσσόταν με τον ίδιο τρόπο, όπως και των άλλων βρεφών. Μετά όμως – είτε οστρακιά, είτε μηνιγγίτιδα της στέρησαν την όραση και την ακοή και άρχισε να μαθαίνει την γλώσσα εκ νέου μόνο μερικά χρόνια αργότερα, ενώ στην μοίρα της συνέπραξε ο ίδιος Αλέξανδρος Μπελ, που εκείνη την εποχή δούλευε με τους κωφούς ανθρώπους..
Η Χέλεν περιέγραψε τις πρώτες τις εντυπώσεις από την αρχή της αυτό-εκπαίδευσης της με αυτές τις λέξεις:
«Εκείνη [Αν Σάλιβαν – η εικοσάχρονη δασκάλα της] μου έφερε το καπέλο και εγώ κατάλαβα, ότι θα πάμε έξω, στη ζέστη του ήλιου. Αυτή η σκέψη, αν μπορούμε να ονομάσουμε σκέψη μια χωρίς λόγια αίσθηση, με έκανε να χοροπηδώ από τη χαρά μου.
Κατεβήκαμε το δρομάκι προς το πηγάδι, προσελκυσμένες με την ευωδιά του αιγοκλήματος, στη σκιά του οποίου αυτό βρισκόταν. Κάποιος έπαιρνε νερό, και η δασκάλα έβαλε το χέρι μου μέσα σε αυτό. Όταν τα δάχτυλα μου βρέθηκαν στην παγωμένη ροή, αυτή μου έκανε σινιάλο στο άλλο μου χέρι – τη λέξη «νερό». Εγώ στεκόμουν, φοβισμένη ακόμα και να κινηθώ, συγκεντρώνοντας όλη μου την προσοχή στην κίνηση των δάχτυλων της. Ξαφνικά ένοιωσα μια θολή αίσθηση από κάτι ξεχασμένο – τρεμάμενη ανησυχία από την σκέψη, που προέβαλε ίσα-ίσα στην συνείδηση μου, και ξαφνικά το μυστήριο της γλώσσας ανοίχτηκε μπροστά μου. Κατάλαβα, ότι το «νερό» σημαίνει εκείνο το καταπληκτικό, δροσερό κάτι, που κυλούσε στο χέρι μου. Αυτή η ζωντανή λέξη αφύπνισε την ψυχή μου, της έδωσε το φως, ελπίδα, χαρά, την απελευθέρωσε! Βέβαια, έμειναν αρκετά εμπόδια ακόμα, μα ήταν πια δυνατόν να τα ξεπεράσω.
Έφευγα από το πηγάδι με έντονη θέληση να μαθαίνω. Αποκάλυψα, ότι τα πάντα έχουν το όνομα τους, και το κάθε νέο όνομα αφύπνιζε την νέα ζωή. Όταν εμείς επιστρέψαμε σπίτι, το κάθε πράγμα, που εγώ ακουμπούσα, έμοιαζε να αποπνέει ζωή. Αυτό συνέβαινε, επειδή τώρα εγώ τα έβλεπα όλα από μια νέα, απρόσμενη για μένα πλευρά».
Εδώ η Χέλεν περιγράφει ακριβώς αυτό, για το οποίο εγώ μιλούσα – τον αντίκτυπο ανάμεσα στην πράξη της διάκρισης και στις φωτισμένες αντιλήψεις. Διαχώρισε και διέκρινε ένα ορισμένο σύνολο των αντιλήψεων και έπειτα του έδωσε τον ορισμό «νερό». Ακριβώς η ίδια πράξη της διάκρισης την οδήγησε στην αναλαμπή των ΦΑ, και όχι κάποιες μυστικές ιδιότητες της «ζωντανής λέξης», όπως της φάνηκε τότε.
Με παρόμοιες λέξεις, ουσιαστικά ίδιες, όμως, με λιγότερα χρωματιστές εκφράσεις περιέγραφα και εγώ για μένα τις εντυπώσεις μου τη στιγμή, όταν συνειδητοποίησα για πρώτη φορά – είναι δυνατόν να διακρίνουμε τις φωτισμένες αντιλήψεις, να τις διαχωρίζουμε μεταξύ τους και από τις άλλες αντιλήψεις, και η κάθε μια από αυτές έπρεπε να αποκτήσει την δική της λέξη-ορισμό! Όταν διάβαζα την περιγραφή της Χέλεν, θυμήθηκα ξεκάθαρα εκείνες τις στιγμές, στις οποίες και εγώ έκανα την δική μου αποκάλυψη παρόμοιας μορφής – ήταν επίσης η ανακάλυψη ενός νέου κόσμου, πολύ πιο υπέροχου λόγω του ότι το αντικείμενο της διάκρισης ήταν οι φωτισμένες αντιλήψεις και σαν αποτέλεσμα αυτής της απομόνωσης από τις άλλες αντιλήψεις, και από τις άλλες ΦΑ, οι φωτισμένες αντιλήψεις γίνονται ακόμα πιο έντονες και διαπεραστικές.
Εννοείται, πως ακόμα και τα πιο απλά πειράματα στην χημεία και φυσική δεν μπορούν να γίνουν, αν δεν υπάρξει έστω ο πιο απλός, και όμως, απαραίτητος εξοπλισμός. Δεν θα πετάξεις μια πέτρα, αν δεν την έχεις, και δεν θα μετρήσεις την ώρα της πτώσης της, αν δεν έχεις ρολόι. (Οι πρώτοι φυσικοί μετρούσαν με τη βοήθεια του ίδιου του καρδιακού παλμού τους, μα τι να κάνεις, αν δεν έχεις καν παλμό;) Μάλλον, αυτή είναι η ερώτηση στη σύγκληση της φυσικής, φυσιολογίας και νεκρομαντείας – περίπλοκη, δηλαδή). Και εδώ τα πράγματα είναι ανάλογα. Για να εκτελέσεις ένα πείραμα με αντίκτυπο της διάκρισης και των ΦΑ, απαιτείται από τον πειραματιστή να βρίσκεται στην κατάσταση, όπου εκείνος, κατά προτίμηση, να βίωνε τον φωτισμένο φόντο ή, τουλάχιστον, να νιώθει επάρκεια, σε αντίθετη περίπτωση η επίδραση των αρνητικών συναισθημάτων (ΑΣ) και του αρνητικού φόντου (ΑΦ) θα καταστρέψει εντελώς την επίδραση της διάκρισης, μα και η ίδια διάκριση δεν μπορεί να γίνει αρκετά ξεκάθαρη υπό αυτές τις συνθήκες.
(Από το βιβλίο «Η επιλογή των ελκυστικών καταστάσεων»: «Φωτισμένο φόντο» («ΦΦ») – σύνολο των φωτισμένων αντιλήψεων αδύναμης έντασης. Δεν έχει ξεκάθαρα εκδηλωμένους κυματισμούς, παρατείνεται χρονικά, μπορεί να συνεχιστεί για λεπτά, ώρες, μήνες, για ολόκληρη τη ζωή. Είναι δύσκολο να διακρίνεις τις συγκεκριμένες ΦΑ στη σύσταση του ΦΦ. Πάνω στο φωτισμένο φόντο εμφανίζονται εύκολα οι αναλαμπές των φωτισμένων αντιλήψεων. Αν το ΦΦ είναι δυνατό, είναι πολύ εύκολη η εκδήλωση των ΦΑ, απόλαυσης, χαρούμενων επιθυμιών κ.τ.λ.)
Τι είναι όμως, η «πράξη της διάκρισης» ή πιο συγκεκριμένα, η «πράξη της διάκρισης των αντιλήψεων»; Ποιος το ξέρει! Εγώ δεν ξέρω – τι είναι. Δεν ξέρω επίσης, τι είναι το «συναίσθημα» και η “σκέψη” και θυμάμαι, ότι κάποτε με κατηγορούσαν για αυτή την άγνοια οι ξετρελαμένοι ψυχοπαθείς, οι οποίοι ήταν έτοιμοι, απ` ότι φαίνεται, να αρνηθούν το σεξ με μια όμορφη κοπέλα, αν δεν είχαν τον τρόπο να μάθουν το όνομά της. Δεν ξέρω, τι είναι το «συναίσθημα», αλλά αυτό δεν με εμποδίζει να το αναγνωρίσω, να το ελέγχω και να το ερευνήσω. Δεν γνωρίζω – τι είναι η «πράξη της διάκρισης», όμως, μπορώ να το κάνω – αυτό, που εγώ ονομάζω «διάκριση των αντιλήψεων» και ο, τι με κάποιον τρόπο το διαχωρίζω από όλα τα άλλα. Μπορώ να «νιώσω το συναίσθημα» και μπορώ να «βρω μια σκέψη» και παρά το ότι δεν ξέρω – τι είναι η «σκέψη», είμαι ικανός να την εκμεταλλευτώ – να πω σε έναν άλλο άνθρωπο, πώς να κτίσει τον συλλογισμό του και, βασιζόμενος σε αυτόν, να κάνει κάποια πράξη. Παρά το γεγονός, ότι εγώ δεν ξέρω – τι είναι το «συναίσθημα», μπορώ να το δυναμώσω ή να το αποδυναμώσω, ή ακόμα να σταματήσω να το αισθάνομαι τελείως, μπορώ να το ξεχωρίσω από τη σκέψη, μπορώ να περιγράψω τα χαρακτηριστικά του και να προβλέψω εκείνη την επίδραση, την οποία αυτό θα επιβάλλει στις δικές μου αντιλήψεις αυτή τη στιγμή και πως θα επηρεάσει και άλλες μου αντιλήψεις τώρα και μετά από κάποιο χρονικό διάστημα. Ίσως να μην ξέρω – τι είναι ο «χαλκός», μπορώ, ωστόσο, να περιγράψω τις ουσιαστικές διαφορές του, ας πάμε, από το «ξύλο» ή την «πέτρα», να ονομάσω τις ιδιότητες του, να χρησιμοποιήσω αυτές τις ιδιότητες και να φτιάξω ένα χάλκινο τσεκούρι, με το οποίο θα κόψω τα δέντρα και θα κτίσω ένα κατάλυμα, στο οποίο θα ζήσω και θα ξαπλώνω μέσα στο τζακούζι, απορώντας με εκείνους τους καλοκάγαθους, που κρυώνουν στην ψύχρα και στην υγρασία και δεν ακολουθούν το δικό μου παράδειγμα μόνο και μόνο επειδή στο μυαλό τους σχηματίστηκε ένας κλειστός κύκλος: «εγώ δεν ξέρω – τι πράγμα είναι αυτό, και αυτό σημαίνει, ότι αυτό το πράγμα δεν υπάρχει».
Τι γενικώς σημαίνει τούτη η ερώτηση – «τι είναι»; Μπορούμε να την διατυπώσουμε διαφορετικά, για παράδειγμα, στην ερώτηση «από τι αποτελείται». Είναι απολύτως σαφές, ότι αν εγώ δεν ξέρω, από τι αποτελείται ένα πλυντήριο ρούχων, αυτό δεν με εμποδίζει με τη μέθοδο της δοκιμής ή της έρευνας να μάθω να πλένω τα ρούχα μου σε αυτό. Κανείς από εμάς δεν έχει καν μια πρόχειρη ιδέα – από τι αποτελείται ένα κινητό τηλέφωνο η ένας ημιαγωγός – και αυτό δεν μας εμποδίζει να καλούμε τους άλλους. Οι φυσικοί πριν από τον Ράδερφορντ δεν ήξεραν – από τι αποτελείται το σωματίδιο και αυτό δεν τους εμπόδιζε να χειρίζονται αυτά το σωματίδια. Βέβαια, όποτε αυτοί έμαθαν έστω τα ελάχιστα – από τι είναι φτιαγμένα, αμέσως απέκτησαν περισσότερες δυνατότητες. Όμως, προφανώς, αργά η γρήγορα και οι δικές μας γνώσεις για το – «τι είναι το συναίσθημα» και «τι είναι η πράξη της διάκρισης» – θα εμπλουτιστούν και εμείς θα συνεχίσουμε τις έρευνες μας, θα συνεχίσουμε να αλλάζουμε.
Υπάρχει μια αστεία ιστορία, που έχει σχέση με αυτό, και που συνέβη με κάποιον διάσημο φυσικό – δεν θυμάμαι τώρα πια τα ονόματα. Λοιπόν, αυτός ο φυσικός ήταν τότε μεταπτυχιακός και πήγε σε μια εξέταση της φυσικής. Εκεί ο καθηγητής των ρωτάει: «τι είναι το ηλεκτρόνιο;» Ο φοιτητής σκέφτηκε λίγο και απάντησε – «δεν ξέρω». Το χέρι του καθηγητή ήδη ήταν πάνω από το χαρτί, για να του βάλει τον κακό βαθμό, όμως εκείνη τη στιγμή στην αίθουσα μπήκε είτε ο ίδιος ο Λαντάου, είτε κάποιος από τους μαθητές του και ενδιαφέρθηκε για την κατάσταση. «Τι είναι το ηλεκτρόνιο» – μουρμούρισε εκείνος, – «ούτε και εγώ ξέρω – τι είναι το ηλεκτρόνιο». Έτσι ο φοιτητής σώθηκε. Θα μπορούσε να σωθεί και μόνος του, αν θα είχε διαβάσει το βιβλίο του εξαιρετικού φυσικού Φέινμαν «Surely you’re joking, Mr. Feynman!», στο οποίο ο ίδιος εκφράστηκε έτσι; « το ηλεκτρόνιο είναι μια θεωρία, την οποία εμείς χρησιμοποιούμε».
Τι σχέση έχουν με όλα ταύτα με «το καλό και το κακό», που βρίσκονται στον τίτλο αυτού του κεφάλαιου; Δεν είναι παρά μια από τις πιο προφανείς συνέπειες, οι οποίες προέρχονται από το γεγονός, ότι η ίδια διάκριση των αντιλήψεων αντηχεί με τις ΦΑ – το αδύνατον της ύπαρξης κάποιου «αφηρημένου κακού», του «διαβόλου» και άλλων. Τι φαντάζονται οι αποβλακωμένοι με τη θρησκεία άνθρωποι, όταν μιλάνε για το «αρχικό κακό» ή για τον «διάβολο» και αλλά «ακάθαρτα» – από εδώ και στο εξής θα χρησιμοποιώ τη λέξη «διάβολος». Ποιους φαντάζονται, όταν φοβισμένοι, αρνούνται να υπογράψουν το χαρτί με το συμβόλαιο της πώλησης της ψυχής στον διάβολο; Προφανώς όχι τον αλήτη με μεγάλες μπουνιές και όχι την ανυπακοή κόρη, η οποία (τι αχάριστο καθίκι κιόλας) αρνείται να φάει τη κρέμα, με την οποία προσπαθεί να την γεμίσει η πονόψυχη γιαγιά. Εκείνοι φαντάζονται κάποιο ον, που άρχισε από την ανυπακοή στη γιαγιά του, συνέχισε κάπως χειρότερα και σταδιακά εξελίχθηκε σε ένα εντελώς τρομερό πλάσμα. Ο διάβολος – δεν είναι απλώς χούλιγκαν ή κακοποιός ή εγκληματίας. Είναι κάποιος, που συνειδητά, με σώας τας φρένας του, πήρε την απόφαση να επιλέξει κάποια απαίσια πλευρά, να καλλιεργήσει το μίσος, την επιθετικότητα, τη μνησικακία, και τα λοιπά.
Και τώρα ας σκεφτούμε – με ποιον τρόπο θα μπορούσε να γίνει αυτό – η καλλιέργεια τέτοιων αντιλήψεων; Ας φανταστούμε τον διάολο άβγαλτο ακόμα πιτσιρίκι – εδώ κοιτάζει τα γυμνά ποδαράκια ενός κοριτσιού και νιώθει τρυφερότητα, και σκέφτεται «όχι, δεν θέλω, γαμώτο, να νιώθω τρυφερότητα, και θα πάψω την αίσθηση της, δηλαδή, θα την «απομακρύνω», όπως θα λέει ο Μπόντχι 12 δισεκατομμύρια χρόνια αργότερα, και θα νιώθω συνέχεια την κακία και την οξυθυμία. Επιλέγει λοιπόν να πάψει την αίσθηση της τρυφερότητας, και αρχίζει να νιώθει την κακία…
Τα πάντα σε αυτήν την περιγραφή δείχνουν να είναι εντάξει, εκτός από μια λεπτομέρεια: για να μπορέσει ο διάβολος να καλλιεργήσει τις επιθυμητές για αυτών αντιλήψεις, πρέπει πρώτα να τις… διακρίνει! Να τις ξεχωρίσει και να τις διακρίνει από τις ανεπιθύμητες. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να το κάνει; Δεν γίνεται αλλιώς. Αν εσύ θα βιώνεις απλώς την κακία, επιθετικότητα, υπεροψία, μνησικακία και άλλα επιθετικά αρνητικά συναισθήματα (ΕΑΣ), ποτέ δεν θα γίνεις διάβολος, το μόνο που θα πετύχεις είναι να μεταμορφωθείς σε εκείνη την γιαγιά, που κάθεται στο παγκάκι δίπλα στην είσοδο της πολυκατοικίας σου – ένα γερασμένο, ηλίθιο, κάκοσμο ερείπιο. Η θα γίνεις μπαμπάς σου – ηλίθιος, επιθετικός φωνακλάς. Κανένα ίχνος του διαβόλου δεν υπάρχει σε αυτό. Και θα τελειώσεις τη ζωή σου όχι βασιλεύοντας στις κοιλάδες της κολάσεως, αλλά με λουμπάγκο, έμφραγμα ή καρκίνο. Για να εξελιχθείς έστω με κάποιον τρόπο σε αυτά τα ΑΣ (αν μπορούμε καν να υποθέσουμε, ότι είναι δυνατή μια τέτοια εξέλιξη), πρέπει να διακρίνεις το επιθυμητό από το ανεπιθύμητο. Και εδώ – η πέτρα του σκανδάλου – το γεγονός, ότι η διάκριση ΑΝΤΗΧΕΙ με τις ΦΑ. Αδιέξοδος. Δεν θα υπάρξει καμία εξέλιξη, δεν θα γίνει κανείς διάβολος. Κατά τη διαδικασία της διάκρισης των αντιλήψεων ένας τέτοιος άτυχος διάβολος είτε θα αποκαλύψει, ότι η διάκριση τον οδηγεί στους κυματισμούς των ΦΑ, είτε απλώς θα πάψει να διακρίνει έστω κάτι (πράγμα, που τελικά γίνεται με τέτοιους ανθρώπους) και θα κολλήσει στην μιζέρια, ηλιθιότητα, ΑΣ και άλλες παθολογικές νεοπλασίες, οι οποίες θα καταστρέψουν ορμητικά και την ψυχική του υγειά, και το σώμα του.
Δεν υπάρχει κανένας διάβολος. Και δεν μπορεί να υπάρξει. Τώρα μπορείς να στείλεις στον διάβολο την γιαγιά, που χώνει στον λαιμό σου άλλη μια μερίδα φαγητού με ύφος του σωτήρα, και μπορείς να μαλώσεις με τη μαμά, που προσπαθεί να σου τις βρέξει για την ασέβεια προς τη γιαγιά. Μπορείς να κατουρήσεις την εικόνα και να χέσεις το σταυρουδάκι σου και – τι φρίκη – να βγεις βόλτα το χειμώνα χωρίς το κασκόλ σου. Κάτω από την πέτρα δεν κυλάει το νερό, ξέρεις. Μια φορά θα υπερασπίσεις τον εαυτό σου – τη δεύτερη εκείνοι δεν θα έχουν την όρεξη να σε πρήζουν. Οι επιθετικοί δειλοί αντιλαμβάνονται την αναποφασιστικότητα σου σαν παρακίνηση να συνεχίσουν τη βία τους – να το θυμάσαι αυτό. Να θυμάσαι, ότι έχεις δόντια, γροθιές, αποφασιστικότητα και ο αριθμός της υπηρεσίας της προστασίας των παιδιών από την οικιακή βία. Και αν κάποιος σου προτείνει να πουλήσεις την ψυχή σου για εκατό ρούβλια – πούλησε τη χωρίς κανένα ενδοιασμό – με εκατό ρούβλια μπορείς να αγοράσεις ένα νόστιμο παγωτό!
Ο Γκαίτε στο «Φάουστ» βάζει τέτοια φράση στα χείλη του διαβόλου: «Εγώ – είμαι ένα μέρος εκείνης της δύναμης, η οποία αιώνια επιθυμεί το κακό και αιώνια κάνει το καλό». Γενικώς, αυτό ταιριάζει με αυτά που έγραψα και εγώ – αν κάποιος θελήσει να υποστηρίξει τα αρνητικά συναισθήματα και επιδιώκοντας αυτόν τον στόχο θα αρχίσει μια τέτοια επιλογή των αντιλήψεων, με την οποία θα προσπαθήσει να απομακρύνει τις ΦΑ και να καλλιεργήσει τα ΕΑΣ, θα συναντήσει τις τρεις επιδράσεις: 1) η διάκριση των αντιλήψεων είναι ασύμβατη με τα ΕΑΣ και προκαλεί τον αντίκτυπο με τις ΦΑ, 2) είναι αδύνατον να απομακρύνεις τις ΦΑ – αυτό είναι επίσης ένα από τα αποτελέσματα, και είναι αρκετά μερικά απλά πειράματα, στα οποία ο ερευνητής προσπαθεί να απομακρύνει τις ΦΑ, εφαρμόζοντας τις ίδιες μεθόδους, με τις οποίες απομακρύνει τα ΑΣ του. Σαν αποτέλεσμα μιας τέτοιας απομάκρυνσης οι ΦΑ δυναμώνουν περισσότερα. 3) Όσο περισσότερο βιώνεις τις ΦΑ, τόσο περισσότερο θέλεις να τις βιώνεις. Πιθανόν ο Γκαίτε, προσπαθώντας να μπει στον χαρακτήρα του Μεφιστοφελή, μέσω των κρυφών του φόβων (εφόσον σχεδόν σίγουρα πίστευε στις «δυνάμεις» του κακού, ακόμα και αν ο ίδιος θεωρούσε, ότι δεν πιστεύει σε αυτές) προσπαθούσε να δοκιμάσει στον εαυτό του – πώς είναι – να καλλιεργήσεις το «κακό» και, σε αυτή την περίπτωση, αν εκτέλεσε αυτό το πείραμα τίμια και προσεκτικά, αναπόφευκτα αντιμετώπισε τις περιγραφόμενες παραπάνω επιδράσεις, τις οποίες έστω και θολά βίωσε και εξέφρασε με την ποιητική μορφή στο τσιτάτο, που ανέφερα. Πολύ πιθανόν να έγινε έτσι.
Είναι πολύ ενδιαφέρον η ανάλυση μιας ακόμα λογοτεχνικής μορφής του διαβόλου – του Voland από το βιβλίο του Μπουλγκάκοφ. Ολοφάνερα εξαιρετικά έξυπνος, δηλαδή – όχι απλώς χούλιγκαν ή σφάχτης, αν και σκοτώνει, η, τουλάχιστον, έχει σχέση με τις δυνάμεις, που προκαλούν τον θάνατο. Το αξιοσημείωτο είναι – ο Voland είναι προφανώς θετικός χαρακτήρας και οι πράξεις του βρίσκουν την έγκριση και την υποστήριξη των αναγνωστών, μα σε καμία περίπτωση εκείνων των αναγνωστών, που απολαμβάνουν τις ηλίθιες σατανικές λατρείες. Εκτός από αυτό – φαίνεται, ότι ο Voland έχει πολλά χαρακτηριστικά του Χριστού! Είναι και η ομοιότητες στην εξωτερική του εμφάνιση του Ιέσουα και του Voland – παραμορφωμένο αριστερό μάτι και η γωνία των χειλιών του, και η μορφή του Ιέσουα, σταυρωμένου κάτω από το καυτό ήλιο αντανακλά την περιγραφή του δέρματος στο πρόσωπο του Voland, το οποίο «σαν να το έχει κάψει για πάντα ο ήλιος». Ο Voland πριν από τον χορό είναι ντυμένος «μόνο σε ένα μακρύ νυχτερινό πουκάμισο, βρόμικο και ραμμένο στον αριστερό ώμο», και αυτό μας θυμίζει τον μετατρεπόμενο σε βρώμικα πανιά γαλάζιο χιτώνα του Ιέσουα. Αποκαλούν τον Ιησού μεσσία, ενώ τον Voland – μεσσίρ. Και το πιο σημαντικό – ο Voland στο μυθιστόρημα αντιπροσωπεύει το ύστατο δίκαιο – αυτό, που δεν κατάφερε να κάνει ο Ιησούς, μα το οποίο επικαλέστηκε να κάνει. Εδώ αντανακλάται και η προσωπική πείρα του Μπουλγκάκοφ, ο οποίος επίσης προσπαθούσε να δοκιμάσει στον εαυτό του – τι είναι να «καλλιεργήσεις το κακό» – «δύσκολο να πω».
Είναι συναρπαστικό, ότι και από την καθαρά χριστιανική άποψη η ύπαρξη του Διαβόλου, ή του Αντίχριστου, δεν υπονοεί κάποιες «πολυμήχανες δυνάμεις του κακού», αφού το συμπλήρωμα «αντί» δεν σημαίνει μόνο το «κατά» με την έννοια του «εχθρού», του «αντίπαλου», αλλά και του «αντικαταστάτη». Αναλόγως, θα ήταν ανόητο να σκεφτούμε, ότι ο «αντί-ναύαρχος» – είναι ο «αντίπαλος του ναύαρχου». Απλώς το πλοίο του πρώτου έπρεπε στην κατάταξη μάχης να κινείται απέναντι από το πλοίο του ναύαρχου, ως εκ τούτου και η ονομασία.
Μπορούμε ακόμα να θυμηθούμε, ότι σύμφωνα με τη Βίβλο, ο Ιησούς κάποτε έβρισε τον Πέτρο με τα λόγια «φύγε από εμένα, σατανά!», όταν εκείνος τον παρακαλούσε να μην πηγαίνει οικειοθελώς στην δίκη και στην αναπόφευκτη σταύρωση. Είναι παράξενο επίσης, ότι ο απόστολος Παύλος δήλωνε, ότι ο Σατανάς είναι ικανός να μεταμορφώνεται στον Άγγελο του Φώτος! Ένα από τα ονόματα του διαβόλου – Λουσιφερ – σημαίνει «εκείνος, που φέρνει το φως»! Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε αυτά τα παράξενα πράγματα? Το πιο πιθανόν απ` όλα, οι πρώτοι χριστιανοί κατανοούσαν τον «Σατανά» σαν οποιονδήποτε άνθρωπο, ή κάποιο άγγελο, ο οποίος απλούστατα εμποδίζει τα σχέδια του Ιησού, για παράδειγμα, λόγω της αγνοίας του, και όχι κάτι παραπάνω από αυτό, όμως αργότερα οι ιερείς επινόησαν και έβγαλαν από το μυαλό τους κάποιο Απόλυτο Κακό, για να έχουν ένα σκιάχτρο για τα αρνιά, που έρχονται στις λειτουργίες τους – όπως και στον Μεσαίωνα επινοήθηκε, πέρα από την κόλαση και τον Παράδεισο, ακόμα και Καθαρτήριο, με τον σκοπό να γλιτώσουν από σοβαρές λογικές αντιθέσεις στο θεολογικό δόγμα, που την καταντούσε προφανώς ανόητη στον καθένα. Σαν επιβεβαίωση της υπόθεσης, ότι ο «σατανάς» για τους πρώτους χριστιανούς δεν είναι παρά ένας «καμιά φορά όχι πολύ έξυπνος, αλλά καλός άνθρωπος» (ή πλάσμα), μπορούμε να υπενθυμίσουμε, ότι στο βιβλίο του Ιώβ ο Σατανάς προφανώς υποτάσσεται στον Θεό, και είναι στην ουσία ένας από τους υπηρέτες του, ή τους «Υιούς του θεού» ή σύμφωνα με αρχαία ελληνική εκδοχή, αγγέλου και – πολύ σημαντικό – δεν μπορεί να δράσει χωρίς την άδεια του Θεού! Και ποτέ στο κείμενο ο Σατανάς δεν παρουσιάζεται ως αντίπαλος του Θεού, πόσο μάλλον σχεδόν ίσος σε σύγκριση με το μεγαλείο του εχθρός.