Όχι, δεν το λέω εγώ – σου το λέει η συνείδηση σου, και πριν από αυτήν χιλιάδες φορές το επανέλαβε η μητέρα, ο πατέρας, η γιαγιά σου και άλλοι τύραννοι. Εγώ σου λέω άλλο – μην κάνεις γενικώς τίποτα, που μπορείς να μην κάνεις. Μπορούμε να διατυπώσουμε αυτή την αρχή έτσι: “η αμφιβολία σημαίνει “όχι”. Αν αμφιβάλεις για κάτι – αν όντως πρέπει να πας επίσκεψη στην Σβέτκα – μην πας, και ας τσαντιστεί η γυναίκα σου. Αυτή είναι δική της επιλογή – να τσαντιστεί. Αν αμφιβάλεις – θέλεις να διαβάσεις το βιβλίο ή όχι – μην διαβάζεις.
Ας εξετάσουμε δυο πιθανές λύσεις στην κατάσταση, όταν δεν είσαι σίγουρος – κατά πόσο πολύ θέλεις να διαβάσεις το βιβλίο.
Πρώτη : εσύ σκέφτεσαι – εντάξει, νομίζω ότι θέλω λιγάκι, ας διαβάσω, ίσως θα μου αρέσει αργότερα. Ανοίγεις το βιβλίο, και πράγματι – είναι κάπως βαρετό, μα έχει και λίγο ενδιαφέρον, διαβάζεις, διαβάζεις… όχι, δεν θέλω πια, σίγουρα δεν το θέλω τώρα. Αφήνεις το βιβλίο και αισθάνεσαι κουρασμένος, δηλητηριασμένος – η πληρότητα της ζωής σου είναι στο μηδέν.
Δεύτερη: αποφασίζεις, ότι “εφόσον αμφιβάλλω, δεν θα διαβάσω”. Δεν ανοίγεις το βιβλίο, νιώθοντας κυματισμό της ανίας – και αυτή είναι συγκεκριμένα η ανία, που ήθελες να σκοτώσεις με την ανάγνωση του βιβλίου! Τώρα δεν πήγες να τη σκοτώσεις, και τελικά βγήκε ολοφάνερη, δυνάμωσε, έγινε αντιληπτή. Αμέσως παρατηρείς, ότι η πληρότητα της ζωής βρίσκεται πάνω από το μηδέν, και λίγα λεπτά αργότερα η ανία εξαφανίζεται, έρχεται η “δημιουργική απραξία”. Μπορούμε να ονομάσουμε αυτή την κατάσταση επίσης ως “δραστηριότητα αναζήτησης” – δεν κάνεις τίποτα ακόμα, αλλά ΑΚΡΙΒΩΣ ΓΙΑ ΑΥΤΟ δεν δηλητηριάζεσαι με την μηχανική κάλυψη της ανίας, έτσι και μετά από μια κρίση της ανίας, βρίσκεις τον εαυτό σου σε μια αρκετά ελκυστική κατάσταση – ίσως να είναι αδύναμης ή μεσαίας η υψηλής εντατικότητας, μα είναι αναμφισβήτητα ελκυστική – σαν ένα βέλος, που δονείται από ετοιμότητα να ξεφύγει και να τρέξει εκεί, όπου κείτεται η απόλαυση. Περνάς σε αυτή την απραξία ένα λεπτό μετά το άλλο, έτοιμος ανά πάσα στιγμή να κάνεις κάτι συναρπαστικό, και είναι ΩΡΑΙΟ. Νιώθεις προσμονή, αισθάνεσαι ενθουσιασμό ακόμα! Ναι, είναι δυνατόν να αισθάνεσαι τον ενθουσιασμό, χωρίς να κάνεις οτιδήποτε.
Ο μεγαλύτερος εχθρός του ανθρώπου, που επιδιώκει την γεμάτη ζωή, που θέλει να απελευθερωθεί από το βάρος των σκοτισμών που τον τραβάνε στον πάτο, δεν είναι τα αρνητικά συναισθήματα – η κακοήθεια τους είναι ολοφάνερη. Δεν είναι τα ηλίθια δόγματα – είναι εμφανέστατη η ηλιθιότητα τους. Ο μεγαλύτερος εχθρός είναι τα υποκατάστατα. Αυτά είναι ο πραγματικός εχθρός, και τον αντιμετωπίζεις, όταν προσπαθείς να ξεπεράσεις το εμπόδιο της επάρκειας ή τους κάκοσμους λάκκους των σκοτισμών.
Εντάξει, κάθεσαι εκεί και ξαφνικά, μπαμ – ο κυματισμός της μιζέριας. Απλώς περίμενε να περάσει! Είναι ένας σπασμός, από αυτούς που τυχαίνουν σε άπειρους ταξιδιώτες. Είναι σαν μια ελαφριά κράμπα. Περίμενε. Και τότε, εκείνη τη στιγμή, ξανά – εμφανίστηκε κάποια επιθυμία – ας πούμε, να διαβάσεις το βιβλίο. Η ανία είναι δυσάρεστη, ενώ εδώ – επιθυμία! Και εσύ, σαν ένας άβγαλτος νέος που είσαι, χωρίς να διακρίνεις ιδιαίτερα τις αντιλήψεις σου, πιάνεσαι από αυτή την επιθυμία και αρχίζεις να την πραγματοποιείς, αλλά αυτή – η επιθυμία – δεν ήταν καθόλου χαρούμενη, βιάστηκες να τη πιάσεις και να καλύψεις τη μιζέρια με αυτήν. Είναι μια επιθυμία – υποκατάστατο. “Χαρούμενη επιθυμία β` διαλογής”, δηλαδή, δεν είναι χαρούμενη, αντιθέτως – χαλασμένη, και να την πραγματοποιείς είναι σαν να τρως πρασινισμένη φέτα. Και το αποτέλεσμα θα είναι ίδιο, που περιέγραψα παραπάνω. Η πληρότητα ζωής πέφτει ασυγκράτητα, κάθεσαι και σκέφτεσαι – τι φταίει; Αφού τα έκανα όλα, όπως είπε ο Μποντχ – βρίσκω χαρούμενες επιθυμίες και τις πραγματοποιώ… Όχι, μασάς τη σάπια ρέγκα και δεν πραγματοποιείς καμία χαρούμενη επιθυμία. Αυτό μπορεί να ονομαστεί ακόμα ως “παρασιτική δραστηριότητα”.
Για να μην βρεθείς υπό εξουσία των υποκατάστατων, απαιτείται αντοχή – για να αντιμετωπίζεις τους σπασμωδικούς κυματισμούς της ανίας και να διακρίνεις – τα υποκατάστατα από τις χαρούμενες επιθυμίες (χε). Όμως, υπάρχει ένας πάρα πολύ απλός τρόπος να ξεχωρίσεις το άχρηστο από το χρήσιμο: αν η χαρούμενη επιθυμία εκδηλώνεται την ώρα της ανίας – είναι υποκατάστατο. Πάρα πολύ απλό! Στην αρχή περίμενε την ύφεση της εντατικότητα της ανίας, βίωσε μια ελαφριά πληρότητα ζωής, και έπειτα σε αυτή την κατάσταση ανίχνευσε ακόμα και τις πιο αδύναμες επιθυμίες – αυτές συγκεκριμένα είναι κάτι, που χρειάζεσαι.
Καταπληκτικό – όσο περισσότερη είναι η ενέργεια, τόσο πιο ευχάριστο είναι να μην κάνεις τίποτα, τόσο πιο πολύ η απραξία γεμίζει με συναισθήματα! Μάλλον, οι συμπαθούντες με θεωρούν κάποιο τέρας, που ούτε ένα λεπτό δεν κάθεται ήσυχο. Δεν είναι έτσι, όμως. Στα βουνά, στη θάλασσα, απλώς κάνοντας βόλτες, πολύ συχνά δεν κάνω απολύτως τίποτα. Ναι, αρκετά συχνά. Καμία φορά περνάω την “δραστήρια απραξία”, δηλαδή κάνω κάτι σχετικά μονότονο, το οποίο απολαμβάνω, η απλώς είμαι “αφηρημένος” – για παράδειγμα, μου αρέσει να ασχολούμαι με κάτι στον Λόφο – την μουσουδο-συνοικία μας στα Ιμαλάια. Περιπλανιέμαι χωρίς σκοπό στις πλαγιές του, μετά παίρνω το φτυάρι και σκάβω έναν μεγάλο λάκκο για τη μελλοντική λίμνη – από το πρωί ως το βράδυ – μια μέρα, δυο, τέσσερις… όσο θέλω. Έπειτα το παρατώ και δεν σκάβω άλλο, ενώ τον λάκκο ολοκληρώνουν οι εργάτες.
Τα υποκατάστατα είναι πολύ ύπουλα – ξέρουν να περάσουν απαρατήρητα… Όμως αυτό είναι ζήτημα εξάσκησης – να μάθεις να πιάνεις τον εαυτό σου από το χέρι και να ρωτάς – τι κάνω τώρα; Είναι σίγουρα μια χαρούμενη επιθυμία; Τι θα γίνει, αν πάρω ένα διάλειμμα από αυτό; Εμφανίζεται στέρηση, απότομος κυματισμός δυσαρέσκειας; Τότε βρίσκεσαι υπό εξουσία του υποκατάστατου. Το ότι το κατάλαβες, δεν σημαίνει ότι σταμάτησες. Δεν είναι απλό – να σταματήσεις και να το πετάξεις από πάνω σου. Απαιτείται πείρα – πείρα της παραμονής επί εξουσίας των υποκατάστατων. Και με τον καιρό θα μάθεις πιο καλά να ξεχωρίζεις τη σάπια ρέγκα από φρέσκο σολομό, ακόμα θα εμφανίζεται η επιθυμία να αφήσεις στην άκρη τη σαπίλα, με οποίο χρυσό πιάτο και να σου είχε σερβιριστεί.
Θέλω να φέρω ως παράδειγμα τις σημειώσεις μιας μουσούδας, οι οποίες ανήκουν στην περίοδο της έρευνας των υποκατάστατων της. Εκείνη το αποκαλεί “παρασιτική δραστηριότητα”:
«Συνειδητοποίησα – ποια λάθη έκανα την ώρα της παύσης της παρασιτικής δραστηριότητας. Διαφορετική σειρά των πράξεων:
1)
– σταματούσα (χρειάζεται όρος. Πράξεις κατά μια τέτοια στάση – παύση των σκέψεων, παύση των επιθυμιών άνευ κάποιας επεξεργασίας, διακρίσεις – μηχανικές ή όχι)
– καταλάβαινα, ότι νιώθω τέλεια, ότι αισθάνομαι κάτι ευχάριστο από την παύση
– σκέψεις “αν νιώθω κάτι ωραίο, τότε μπορώ να κάνω κάτι ευχάριστο”
– ξεκινούσα να κάνω κάτι
– η κατάσταση χειροτέρευε
– σκεφτόμουν λίγο, για ποιο λόγο χειροτέρευε, όμως δεν έβρισκα την αιτία
– αγνοούσα το γεγονός, ότι την ώρα της παύσης η κατάσταση μου καλυτερεύει απότομα και συνέχιζα την παρασιτική δραστηριότητα
2)
– σταματούσα
– καταλάβαινα, ότι νιώθω καλά
– καταλάβαινα, ότι δεν θέλω καμιά δραστηριότητα
– θυμόμουν, ότι από την διάκριση των αντιλήψεων και ειδικά από την διάκριση των ΦΑ η κατάσταση αλλάζει προς την καλύτερη πλευρά
– ξεκινούσα την διάκριση
– η κατάσταση άλλαζε προς το χειρότερο
– έψαχνα τις αιτίες για λίγο και δεν έβρισκα
3)
– σταματούσα
– καταλάβαινα, ότι νιώθω καλά
– έκοβα όλες τις σκέψεις και όλη την δραστηριότητα
– η κατάσταση άλλαζε προς το καλύτερο. Σχηματιζόταν κάποιο πυκνό, λαμπερό, με διάφορες αποχρώσεις καταστάσεων κενό (κενό – να βρω τον όρο). Έχει αντίκτυπο με τις λέξεις “δεν υπάρχουν επιθυμίες” (πάντα ταίριαζε με ΦΑ από το τμήμα της “ύπαρξης”)
– καταλαβαίνω, ότι συγκεκριμένα η επιθυμία να κάνω κάτι και επιθυμία να διακρίνω τις αντιλήψεις είναι τα αίτια της εξαφάνισης των ΦΑ
– έπειτα από κάμποσο καιρό την ώρα μιας τέτοιας αποκοπής άρχισαν να εμφανίζονται ερωτήσεις, θέληση να κάνω στον εαυτό μου ερωτήσεις και να ερευνήσω
– συνεχώς σταματούσα, μπορούσα να κάνω την ερώτηση και να μην απαντώ, ωσότου δεν έρθει η ξεκάθαρη επιθυμία να απαντήσω
– η επιθυμία να διακρίνω τις αντιλήψεις γινόταν πάρα πολύ ξεκάθαρη
– ξεχώρισε η επιθυμία να θέλω να διακρίνω τις αντιλήψεις, διότι η επιθυμία για διάκριση των αντιλήψεων συνοδεύεται με πολύ ευχάριστη κατάσταση
– κατά διάρκεια ολόκληρης της ημέρας διέκρινα την επιθυμία εκείνου του πυκνού κενού
Χρειάζονται όροι για:
– την επιθυμία των ΦΑ
– επιθυμία να διακρίνω τις αντιλήψεις
– «πυκνό κενό», «δεν υπάρχουν επιθυμίες» – το πιο πιθανόν απ` όλα είναι μόλις καταστάσεις, εμφανιζόμενες κατά τη διάρκεια των ΦΑ από το τμήμα της ύπαρξης (γίνεται μια τέτοια κατάσταση να εμφανιστεί και κατά διάρκεια της εκδήλωσης άλλων ΦΑ;)
– επιθυμία της παύσης, διακοπής όλων των επιθυμιών και δραστηριοτήτων
– προσπάθεια για την πραγματοποίηση της συγκεκριμένης επιθυμίας (την ίδια περίπου προσπάθεια καταβάλλω, για να αποσπάσω την ΦΑ από το αντικείμενο).
Ερωτήσεις:
1. Με τι συνοδεύεται η εμφάνιση της επιθυμίας για διάκριση των αντιλήψεων;
2. Με τι συνοδεύεται η εμφάνιση της επιθυμίας να θέλω να διακρίνω τις αντιλήψεις;
3. Υπό ποιες συνθήκες το δεύτερο μεταβάλλεται στο πρώτο;
4. Πώς εξαρτάται η επιθυμία για διάκριση των αντιλήψεων από την επιθυμία των ΦΑ;
5. Κατά τις άλλες ΦΑ είναι δυνατή η κατάσταση, που έχει αντίκτυπο με τις λέξεις “δεν υπάρχουν επιθυμίες”;
6. Τι σχέση με όλα τα αυτά έχει η επάρκεια;
7. Πώς αυτοί οι παράγοντες επηρεάζουν το “σημείο του παγώματος”;
8. Ποιες είναι οι ομοιότητες των καταστάσεων την ώρα της απόσπασης της ΦΑ από το αντικείμενο και του “κενού”; Νομίζω, ότι υπάρχουν ομοιότητες, θέλω να προσδιορίσω – ποιες συγκεκριμένα.
9. Πώς να κάνω πιο αποτελεσματικά τη προσπάθεια της απόσπασης (της λυσμονησης, της παύσης;) Μέχρι στιγμής το μόνο που πετυχαίνω είναι μια αδύναμη, θολή προσπάθεια.
Οι ΦΑ από το τμήμα της “Ύπαρξης” έχουν αντίκτυπο με τις λέξεις “δεν υπάρχουν επιθυμίες”. Νομίζεις, ότι υπό τέτοιες στατικές καταστάσεις θέλεις απλώς να υπάρχεις, να βιώνεις αυτό, που βιώνεις, όμως, την ίδια στιγμή δεν εμφανίζεται καμία ξεκάθαρη επιθυμία.
Εμφανίστηκε μια τέτοια κατάσταση, όταν νόμιζα, ότι δεν θέλω τίποτε άλλο πια, ούτε μια επιθυμία, ταυτόχρονα η πληρότητα ζωής είναι τόσο υψηλή, θα ήθελα απλώς να παραμείνω σε αυτή την κατάσταση και να την αισθάνομαι. Μάλλον, ήταν και η μοναδική επιθυμία – απλώς να συνεχίσω να βρίσκομαι εκεί και να νιώθω. Και ακόμα πιο ακαθόριστη – “να ξέρω, ότι υπάρχουν όλα αυτά γύρω μου, υπάρχω εγώ και υπάρχουν οι συναισθήσεις”.
Στην αρχή δεν κατάλαβα – πώς είναι – δεν υπάρχουν επιθυμίες; Καθόμουν, ρωτούσα τον εαυτό μου για αυτό. Έπειτα συνειδητοποίησα, ότι επιδιώκω τον ανταγωνισμό των επιθυμιών, κάτι, που στη δική μου αντίληψη ήταν το απαραίτητο αποτέλεσμα της πρακτικής – ο αυξανόμενος ανταγωνισμός των επιθυμιών. Χτες κατάλαβα, ότι δεν είναι παρά μια αντίληψη, και είναι λανθασμένη. Είναι δυνατόν να φτάσω σε μια πολύ πιο πλήρης κατάσταση και την ώρα, όταν δεν υπάρχει καμιά άλλη επιθυμία. Εμφανίστηκε κάποια αίσθηση της απελευθέρωσης από αυτή την αντίληψη, σαν να μου ανοιγόταν κάτι καινούριο. Η και αλλιώς – εμφανίστηκε η αντίληψη του κενού, το οποίο δεν θέλεις να γεμίσεις με τίποτα. Αντιθέτως – θέλεις να το πετύχεις, να το θέλεις. Η επιθυμία να μην έχεις καμία ξεκάθαρη ιδέα για το τι πρόκειται να συμβεί, ποια αποτελέσματα της πρακτικής θα έρθουν, πως θα αλλάζουν οι καταστάσεις.
Το απαραίτητο αποτέλεσμα της πρακτικής της καλλιέργειας της ΦΑ όντως είναι ο αυξανόμενος ανταγωνισμός των επιθυμιών, απλώς όλα τα αποτελέσματα – δεν είναι τελικά, αλλά ενδιάμεσα”.
Έτσι δείχνουν οι σημειώσεις των μουσούδων. Φαίνεται αρκετά ξερό, βέβαια:) αλλά ο σκοπός τους είναι η εργασία, και όχι ένα βιβλίο λογοτεχνίας.
Στην κοινωνία μας εκτιμούνται οι μεθοδευμένες γνώσεις, ενώ τα αποσπασμένα από εδώ και από εκεί κομμάτια – περιφρονούνται. Οι ερασιτέχνες γενικά αντιμετωπίζονται με υπεροψία. Θεωρείται, ότι είναι καλύτερο να μην ξέρεις τίποτα, πάρα να ξέρεις λίγα. Αυτή είναι μια τρομερή βλακεία. Το θέμα είναι, ότι δεν γίνεται να αποκτήσεις της συστηματικές γνώσεις παρά με δυο τρόπους: 1) αυτο-εξαναγκασμός, όπως αυτό συνηθίζεται σε όλο το κόσμο, έπειτα από τον οποίο όλο το ενδιαφέρον για τις επιστήμες, για τη ζωή, για την γνώση κατακαίγεται, λες και έχει περαστεί με ναπάλμ. Αυτός ο αυτοβιασμός μπορεί να προέλθει από ματαιοδοξία, ή κάποια ψυχοπάθεια, ή από απευθείας βία των γονιών και τα λοιπά. 2) ερασιτεχνικά αποσπάσματα από εδώ και από εκεί. Πιάνεσαι από κάτι, που σε ενδιαφέρει, το μελετάς ήρεμα και σταδιακά, το αναλύεις. Να κομμάτι μετά το άλλο. Και σταδιακά – πάρα πολύ σταδιακά – το ενδιαφέρον μπορεί να αυξηθεί τόσο, ότι κάποτε μέσα σου θα εμφανιστεί η επιθυμία να μελετήσεις το ζήτημα πλήρως και συστηματικά, και – όταν επιθυμία αυτή γίνεται σταθερή και δυνατή – σε ωθεί να ολοκληρώσεις κάποιο συστηματικό μάθημα, και σε όλη τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας να αισθάνεσαι απόλαυση, ενδιαφέρον, προσμονή. Ως εκ τούτου στην διαδικασία της μελέτης είναι επίσης άκρως απαραίτητο να φανερώνεις τις επιθυμίες-υποκατάστατα του τύπου “ας διαβάσω μέχρι το τέλος της παραγράφου, αφού ξεκίνησα”. Δεν είναι καθόλου απλό, διότι αναγκάζεσαι συνέχεια να πολεμάς με την ψυχοπάθεια, που παίρνει την αρχή της από το ίδιο “μην κάθεσαι άπραγος – τελείωσε το μάθημα σου!». Η τελειομανία εύκολα μπαίνει στη σύσταση αυτού του σωρού από σκοτισμούς.
Ο Φέινμαν είπε για τους ανθρώπους, που λαμβάνουν συστηματικές “γνώσεις”, αμελώντας το ερασιτεχνικό στάδιο: «Κακομοίρηδες! Έκαναν τόσο κόπο, και υιοθέτησαν τελικά αυτή την ανόητη, διαστρεβλωμένη άποψη για τα πράγματα, και κατάντησαν τη “μόρφωση” τους ανούσια, εντελώς ανούσια!”. Το υπάρχον σύστημα της εκπαίδευσης, κατά τη γνώμη του, έφτασε στην παράλογη μέχρι αηδίας κατάσταση, όταν “κάποιοι δίνουν εξετάσεις και έπειτα μαθαίνουν τους άλλους να δίνουν εξετάσεις”. Από τότε πέρασε μισός αιώνας. Δεν άλλαξε τίποτα.
Τεμπέλιαζε, κάθισε άπραγος, αναζήτησε τις χαρούμενες επιθυμίες, φανέρωνε και απομάκρυνε τα υποκατάστατα και μείνε ερασιτέχνης, που απολαμβάνει το ξεκαθάρισμα του κάποιου μικροί ζητήματος – δηλαδή, είναι όλα πολύ απλά.