Ελληνικα change

Error

×

Κεφάλαιο 9

Main page / Μάγια 3: Σκληρά ποτάμια, μαρμάρινος άνεμος / Κεφάλαιο 9

Περιεχόμενα

    Στην Μαλαισία ο Αντρέι στην αρχή δίδασκε γεωγραφία στο Κουάλα-Λουμπούρ, έπειτα – το σκάκι στο Κότα-Κινάμπαλου, και μετά η μοίρα τον πέταξε σε μια εντελώς μικρή κωμόπολη – στην Σεμπόρνα, όπου, ωστόσο, υπήρξαν αρκετά παιδιά. Στη Σεμπόρνα μαζεύονταν οι δύτες, που ήταν πιο δραστήριοι από τους άλλους ανθρώπους,  τους οποίους εκείνος είχε συναντήσει μέχρι τώρα. Η κατάδυση ήταν υπερβολικά ακριβή διασκέδαση, ασήκωτη για το δικό του πορτοφόλι, έτσι μέχρι στιγμής δεν κατάφερε να το κάνει, όμως,  κατάφερε να πιάσει την Κιμικο – μια απρόσμενα ψηλή Ιαπωνέζα,  ύψους τουλάχιστον ένα ογδόντα, με δυνατό θώρακα, την οποία εκείνος συνάντησε στο μπαρ για τους δύτες. Βλέποντας ένα τόσο ασυνήθιστο για τις Γιαπωνέζες πλάσμα, δεν πρόλαβε να καταλάβει ο ίδιος, πως ήρθε κοντά της. Σαν συμπλήρωμα σε όλα τα άλλα, η Κιμικο ακόμα είχε την χαμηλή φωνή και ελαφριά αντιμετώπιση για μια πιο στενή γνωριμία, έτσι περασανε μαζί  την πρώτη κιόλας νύχτα.

    Ήταν καταπληκτικό, πως μέσα της συνδυαζόταν η ετοιμότητα να ξαπλώσει στο κρεβάτι μαζί του με μια απίστευτη σεμνότητα. Η προσπάθεια του Αντρέι να μάθει – πως στα γιαπωνέζικα λέγεται το «μουνάκι» τελείωσε με απόλυτο φιάσκο – η κοπέλα επαναλάμβανε επίμονα, ότι  το ονομάζουν  «ασοκο», δηλαδή «εκεί», και αρνιόταν κατηγορηματικά να του πει κάποιες άλλες λέξεις. Πηδιόταν με πάθος, βογκούσε δυνατά χωρίς κανέναν ενδοιασμό, έτσι οι γείτονες στο ξενοδοχείο σίγουρα θα είχαν ακούσει τα πάντα, – προφανώς η ηθική της το επέτρεπε αυτό. Γνωρίζοντας αναπόφευκτα τους υπόλοιπους Ιάπωνες, που έκαναν καταδύσεις με αυτή την παρέα δυτών, ο Αντρέι απέκτησε την φήμη ενός σεμνού, άρα καλού ανθρώπου, και μερικές φορές εκείνοι τον έπαιρναν μαζί στο κότερο   χωρίς λεφτά, έτσι μπορούσε ολόκληρη την ημέρα να μαυρίζει στο κατάστρωμα ή στην παράλια, όσο η υπόλοιπη παρέα βουτούσε στα νερά γύρω από το επόμενο νησί. Το σνόρκελινγκ, δηλαδή, η κολύμβηση με μάσκα, βατραχοπέδιλα και αναπνευστήρα, ήταν καταπληκτικό εδώ, η θερμοκρασία τους νερού – κοντά στους τριάντα βαθμούς Κελσίου, έτσι μπορούσε πάρα πολύ εύκολα να περάσει τέσσερις ώρες στο νερό, κολυμπώντας ανάμεσα σε δεκάδες, αν όχι χιλιάδες, ψάρια, και δίπλα στις γιγαντιαίες χελώνες.

    Κοντά στο τέλος του μήνα, όταν τελείωνε πια η προθεσμία της διαμονής του χωρίς βίζα, στην Σεμπόρνα έφτασε η Γιόλκα – μια  εξαιρετικά δραστήρια κοπέλα ακαθόριστης ηλικίας. Θα μπορούσες να της δώσεις και τριάντα, κρίνοντας από την επιμονή και σοβαρότητα της, και δεκαοχτώ, όταν εκείνη άρχιζε να τρελαίνεται και να αναπηδάει, γεμάτη με κάποια συναισθήματα. Ο Αντρέι την παρατηρούσε με κάποιο ενδοιασμό, διότι ήταν η άμεση προϊστάμενη του  – κάτι σαν τον επικεφαλή μάνατζερ στο ίδρυμα, και από την δική της απόφαση εξαρτιόταν – αν το ίδρυμα θα πληρώσει την διαμονή, μετακίνηση και διατροφή του, ή αν θα τον αφήσει στη θέση του εθελοντή χωρίς μισθό. Τα σεμινάρια άρεσαν πολύ στον Αντρέι. Αυτά κατανάλωναν τρεις-τέσσερις ώρες την ημέρα, και όλος ο υπόλοιπος χρόνος ήταν δικός του. Στην αρχή με τίποτα δεν κατάφερνε να σταματήσει την νευρικότητα του, διότι δεν γύριζε η γλώσσα του να ονομάσει μάθημα τον τρόπο, με τον οποίο δίδασκε τα παιδιά. Ίσως, θα μπορούσε να το πει παιχνίδια ανάπτυξης… Καμιά φορά, μέσα σε τρεις-τέσσερις ώρες κατάφερνε να εξηγήσει στα πιτσιρίκια το περιεχόμενο μόλις δυο-τριών παραγραφών! Μαθαίνοντας κάτι ενδιαφέρον, τα παιδιά ξετρελαίνονταν αμέσως – άρχιζαν να μιλάνε, να εξιστορούν κάτι και να το αποδεικνύουν ο ένας στον άλλο, περνώντας με αυτόν τον τρόπο σε τόσο μάκρυνα θέματα, ότι ήταν δύσκολο ακόμα και να καταλάβει – πώς  ήταν δυνατόν να φτάσουν εκεί γενικώς. Το μερίδιο του λέοντος της εργασίας για τη μεταφράστρια δεν βρισκόταν στην μεταφορά των λέξεων του στα Μαλαισιανά, μα το αντίστροφο – στην μετάφραση της πολυλογίας τους στα αγγλικά για τον Αντρέι. Αυτό, βασικά, ήταν ωφέλιμο, διότι πάντοτε είχε την ευκαιρία να προσθέσει δική του λέξη, να αναπτύξει τη συζήτηση. Μετά, όμως, ηρέμησε, επειδή όλοι έμειναν ευχαριστημένοι – για τον ίδιο η δουλειά ήταν εντελώς απλή, τα παιδιά έλιωναν στην χαρά, οι αντιπρόσωποι του ιδρύματος τον διαβεβαίωναν, ότι έτσι και έπρεπε να είναι. Το πιο σημαντικό είναι – να κάνεις το παιδί να ενδιαφερθεί, και όχι να του δώσεις έστω ελάχιστα ολοκληρωμένες γνώσεις. Να το συναρπάσεις, να του δώσεις ώθηση, να σχηματίσεις μέσα του την χαρούμενη επιθυμία για γνώση,  η οποία θα εκδηλωθεί με τον καιρό. “Η εκμάθηση δεν προορίζεται για το σπρώξιμο με το ζόρι”, του έσπρωχναν με το ζόρι μια απλή, γενικότερα, σκέψη. Αν στον άνθρωπο ξυπνάει το ενδιαφέρον για τη γνώση, θα μάθει μόνος του ο, τι θέλει, χρησιμοποιώντας το διαδίκτυο, τα βιβλία, την συναναστροφή με τους άλλους ανθρώπους. Και αν το ενδιαφέρον αυτό δεν ξυπνάει, όλες οι προσπάθειες θα φύγουν άκαρπες, σαν το νερό μέσα στην άμμο.

    Αν το ίδρυμα θα άρχιζε κιόλας να πληρώνει τα έξοδα του… έτσι θα μπορούσε να ταξιδεύει για όλη τη ζωή ! Η σκέψη του φάνηκε τρελή, εξωπραγματική. Ίσως και να γίνεται έτσι, βεβαίως και γίνεται, όχι σε αυτόν, όμως. Κάποιος άλλος, κάποια Γιαπωνέζα η Καναδή – ναι, ενώ σε εκείνον – όχι, αδύνατον. Και όμως – ίσως! Και όταν η Γιόλκα τον διέταξε (ακριβώς διέταξε, και όχι προσκάλεσε) να δειπνήσει μαζί της, τον έπιασε άγχος, όπως πριν από τις εξετάσεις για την ηλεκτροτεχνική ή για τη σχεδίαση. «Σήμερα θα λυθούν όλα» – τρυπούσε τον εγκέφαλο του η σκέψη, στερώντας του την ηρεμία.

    Παρά τις προσδοκίες του, τίποτα το ασυνήθιστο δεν συνέβαινε στο δείπνο. Η Γιόλκα ήρθε με παρέα, φέρνοντας μαζί της δυο κοπελίτσες ακόμα – όλο το προσωπικό του ιδρύματος στην Σεμπόρνα. Παρήγγειλαν το φαγητό και άρχισαν να τρώνε. Μάλλον, η εξέταση για τη θέση του πληρωμένου δάσκαλου θα διέφερε εξίσου πάρα πολύ από τις αναμενόμενες διαδικασίες, όπως και η ίδια εκπαίδευση διέφερε από την συνηθισμένη για εκείνον.

    Στο διπλανό τραπέζι έτρωγε μια μεγάλη παρέα των Γάλλων, και η Γιόλκα τους πλησίασε, αντάλλαξε μερικές φράσεις, και μετά  είπε, ότι και οι τέσσερις μετακομίζουν στο δικό τους τραπέζι. Έβαλαν τα τραπέζια μαζί, και το δείπνο συνεχίστηκε.

    – Οι γνωστοί σου? – ρώτησε ο Αντρέι.

    – Πρώτη φορά τους βλέπω. Απλώς τουρίστες.

    – Γιατί τότε καθίσαμε μαζί τους;;

    – Υπομονή.

    Η Γιόλκα έκανε ένα σημάδι με το χέρι σε μια από τις κοπέλες-εκπαιδευτικούς, και απομακρύνθηκαν μαζί στην τουαλέτα. Δυο λεπτά αργότερα επέστρεψαν, όμως, η κοπελίτσα αντί για παντελόνια, που φορούσε, όταν έφευγε, είχε πάνω της  πλέον τα  υπέρ-κοντά σορτσάκια. Νόμιζες, ότι τουλάχιστον το ένα τρίτο από τον ποπό της έβγαινε έξω από αυτά. Την θέση του κλειστού φανελακιού πήρε ένα τοπάκι, από το οποίο σχεδόν έπεφταν έξω τα στηθάκια της, και παρά τον χαμηλωμένο φωτισμό φαινόταν, πόσο πολύ εκείνη είχε κοκκινίσει από αμηχανία, αλλά η Γιόλκα, προφανώς, δεν της έδωσε την δυνατότητα να αρνηθεί.

    Ο Αντρέι είχε την εντύπωση, ότι η Γιόλκα επίτηδες οδηγούσε την κοπελίτσα αργά, κάνοντας κύκλους κοντά στα άλλα τραπέζια. Οι άντρες-Μαλαισιανοί, κρατώντας με τα χέρια τα σαγόνια τους, μαγεμένοι κουνούσαν τα κεφάλια πίσω τους, η βοή των συζητήσεων έσβησε, και οι Γάλλοι σταμάτησαν να μιλάνε επίσης. Φτάνοντας στο τραπέζι, η Γιόλκα της έριξε ένα χαστουκάκι στον ποπό. Η Γάλλοι κάθονταν, σαν υπνωτισμένοι. Πέρασαν περίπου δέκα δευτερόλεπτα μιας αμήχανης σιωπής, και κάποια ηλικιωμένη Γαλλίδα μουρμούρισε κάτι για τα σορτσάκια. Η Γιόλκα, που ξαφνικά έγινε πάρα πολύ ευγενική, σχεδόν λιώνοντας πάνω στο τραπέζι, ρώτησε – τι είπε. Η Γαλλίδα επανέλαβε, ότι, τα σορτσάκια δε είναι πάρα πολύ κοντά.

    – Ο, ναι! – με ένα  πολύ πλατύ χαμόγελο συμφώνησε η Γιόλκα. – Τα σορτσάκια είναι πολύ, πολύ κοντά, δεν είναι τέλειο?

    Η Γαλλίδα κούνησε το κεφάλι της με κατάκριση.

    – Ξέρετε, – άρχισε εκείνη, – σε αυτή την χώρα, στην Μαλαισία, υπάρχουν ορισμένοι κανόνες, και εμείς πρέπει να τους σεβόμαστε…

    Η Γιόλκα άκουγε την κάθε λέξη της γυναίκας και την υποστήριζε.

    – Σωστά, απολύτως σωστά τα λέτε όλα! Εδώ υπάρχουν ορισμένοι κανόνες, και εσείς θεωρείτε, ότι  η φιλενάδα μου θα έπρεπε να βάλει τα συνηθισμένα παντελόνια και φανελάκι, έτσι δεν είναι?

    Η Γαλλίδα, που δεν περίμενε μια τέτοια καθολική υποστήριξη, πήρε θάρρος.

    – Ναι-ναι, θα έπρεπε να ντυθεί.

    – Για ποιο λόγο, όμως?

    Τούτη η ερώτηση της Γιόλκα ακούστηκε σκληρά, καταστρέφοντας την κάθε ελπίδα για την συμφωνία όλων. Ουσιαστικά, η ερώτηση της φάνηκε απότομη ακόμα, και δημιουργήθηκε μια κατάσταση, στην οποία η Γαλλίδα βρέθηκε μπλεγμένη σε αυτή τη συζήτηση σχεδόν  παρά την θέληση της, και δεν υπήρξε περιθώριο να κάνει πίσω.

    – Πρέπει να καταλάβετε, ότι είμαστε σε μια χώρα, όπου υπάρχει μια ορισμένη κουλτούρα, έχουν δικά τους ήθη, και εμείς, ως καλεσμένοι, είμαστε υποχρεωμένοι να σεβόμαστε τα έθιμά τους. Κοιτάξτε, εδώ υπάρχουν πολλές γυναίκες-μουσουλμάνες με τα παιδιά, αυτές, μάλλον, νιώθουν προσβεβλημένες, όταν οι σύζυγοι τους κοιτάζουν τόσο απροκάλυπτα στην φιλενάδα σας.

    – Αφού αυτό είναι τόσο απλό – να φορέσει ένα παντελόνι, σωστά? – ρώτησε η Γιόλκα.

    – Σωστά, – με απορία απάντησε η Γαλλίδα,  που, προφανώς, δεν είχε καμία ιδέα για το τι συμβαίνει.

    – Αυτό είναι τόσο απλό, – επανέλαβε η Γιόλκα. – Μια και έξω, και τα παντελόνια είναι ήδη φορεμένα, μισό λεπτό θα πάρει, έτσι?

    – Ναι, φυσικά!

    – Όμως, μπορεί και να τα βγάλει παρά πολύ γρήγορα, σωστά? Το να βγάλεις ένα παντελόνι – είναι το ίδιο γρήγορο, όσο και να το βάλεις, συμφωνείτε?

    – Μα τι σχέση έχει αυτό?! – άρχισε να αγριεύει η Γαλλίδα.

    – Συμφωνείτε ή όχι?

    – Εγώ συμφωνώ, μα τι σχέση έχει αυτό με…

    – Αν εγώ θα προτείνω σε εκείνη την γυναίκα, που φοράει την μπούρκα να βγάλει τα δικά της παντελόνια, αυτή δεν θα το κάνει, έτσι δεν είναι? Παρά το ότι είναι πάρα πολύ απλό και εύκολο.

    – Μα τι λέτε τώρα, δεσποινίς, – δεν άντεξε ένας από τους Γάλλους,  σεβάσμιος κύριος με μικρή γενειάδα.

    – Δεν θα τα βγάλει. Και όχι επειδή αυτό είναι δύσκολο, αλλά επειδή η κουλτούρα τους δεν το επιτρέπει, συμφωνείτε?

    – Ακριβώς!

    – Και δεν είναι δυνατόν να αλλάξεις την κουλτούρα σου μέσα σε μια μέρα, ούτε και μέσα σε έναν μήνα, μάλλον, ούτε και σε έναν χρόνο.

    – Και σε δέκα χρόνια αδύνατον, – φώναξε η γυναίκα.

    – Ακριβώς έτσι, – χαμογελώντας και πάλι, επιβεβαίωσε η Γιόλκα. – Με έχετε πείσει σχεδόν, ας σημειώσουμε, πού έχουμε φτάσει: εκείνη η γυναίκα με την μπουρκα δεν θα βγάλει τα παντελόνια της, αν και τεχνικά είναι απλό, για αυτό ας ξεχάσουμε εντελώς το θέμα της δυσκολίας. Η φράση του τύπου  «αφού αυτό δεν σας είναι δύσκολο» δεν έχει νόημα – σε όλους εμάς δεν είναι δύσκολο να κάνουμε πολλά πράγματα, τα οποία δεν θα κάνουμε ποτέ, διότι έχουμε μια ορισμένη κουλτούρα, και όπως καταλάβαμε, είναι αδύνατον να αλλάξουμε την κουλτούρα μας ούτε σε μια μέρα, ούτε σε δέκα χρόνια.

    Οι Γάλλοι έδειξαν χαλαρά χαμογελά ικανοποίησης.

    – Ωστόσο, κύριοι, θέλω να εστιάσω την προσοχή σας σε ένα επόμενο γεγονός, και συγκεκριμένα – ότι βρισκόμαστε εδώ!

    Εκείνη έκανε την παύση, διαπιστώνοντας, ότι κανείς δεν καταλαβαίνει γκρι – τι σχέση έχει το γεγονός, ότι όλοι βρίσκονται εδώ.

    – Και τι σημαίνει, ότι είμαστε εδώ, να μου επιτρέψετε την ερώτηση; αυτό σημαίνει, ότι η κυβέρνηση της Μαλαισίας μας έδωσε τις βίζες, και με τον ίδιο τρόπο συμφώνησε με την άφιξη μας εδώ.

    –  Μα όχι, πρέπει να καταλάβετε επιτέλους, – με μια ξαφνική επιθετικότητα μίλησε ο σεβάσμιος κύριος, – κανείς δεν λέει, ότι δεν έχετε το δικαίωμα να κυκλοφορήσετε έτσι. Φυσικά, δεν παραβιάζετε τον νόμο, όμως, μιλάμε για τον σεβασμό, καταλαβαίνετε μια τέτοια λέξη – «σεβασμός»?

    – Δεν προσπαθώ να γυρίσω την κουβέντα στο θέμα των δικαιωμάτων και νομών, – έφερε αντίρρηση η Γιόλκα, – μιλάω συγκεκριμένα για τον σεβασμό, ακριβώς για αυτό. Λοιπόν, η κυβέρνηση της Μαλαισίας μας εξέδωσε της βίζες. Ταυτόχρονα, αυτή αντιλαμβανόταν ξεκάθαρα, ότι είμαστε ξένοι? Ιδού η φίλη μου, που σας προκάλεσε τέτοιο σοκ, είναι από την Αγγλία. Τι λέτε, ο αξιωματικός, που της έδινε τη βίζα, καταλάβαινε, ότι είναι Αγγλίδα, και όχι Μαλαισιανή? Βεβαίως και το καταλάβαινε. Και έτσι αυτή – η Αγγλίδα, προσέξτε, και όχι Μαλαισιανή, ήρθε στην Μαλαισία με την άδεια της κυβέρνησης της Μαλαισίας, που καταλάβαινε, ότι αυτή – είναι μια Αγγλίδα.

    – Ο θεέ και Κύριε, γιατί μας λέτε όλο για το ίδιο πράγμα, για ποιο λόγο?

    – Και αν αυτή είναι μια Αγγλίδα, τότε είναι ο φορέας της αγγλικής κουλτούρας, σωστά?

    – Και τι με αυτό; Αφού ήρθε εδώ, πρέπει να σέβεται…

    – Ο, αναμφισβήτητα, όμως, ακούστε – είναι Αγγλίδα, και είναι  αντιπρόσωπος της αγγλικής κουλτούρας. Και ήρθε εδώ, λοιπόν, και της λένε – σε μας εδώ συνηθίζεται να κυκλοφορούν έτσι, με μακριά παντελόνια, να μας σέβεστε και να τα φορέσετε. Δηλαδή, της προτείνουν να κάνει κάτι, το οποίο σύμφωνα με τις δικές σας διατυπώσεις είναι αδύνατον – μέσα σε ένα λεπτό να προδώσει την δική της κουλτούρα.

    – Ο…

    Η αγανάκτηση κυριάρχησε σε όλο το τραπέζι των Γάλλων.

    – Μα τι ασυνεννοησίες μας λέτε…

    – Απίστευτη βλακεία…

    – Εμείς λέγαμε μόνο, ότι πρέπει να βάλει παντελόνι…

    – «Μόνο»? – επανέλαβε η Γιόλκα. – άρα, το ζήτημα δεν έχει και τόση σημασία; Τότε, βγάλτε, σας παρακαλώ, τα παντελόνια σας, αφού είναι  «μόνο».

    – Μα εμείς δεν ζητάμε να βγάλετε, αλλά να βάλετε, δεν  βλέπετε τη διαφορά?!

    – Ακριβώς. Την βλέπω. Για μένα – για τη δική μου κουλτούρα, – το να βγει μια νέα κοπέλα με μακρύ παντελόνι – είναι προσβλητικό. Με το ίδιο σαν να δηλώνει σε όλους – είμαι μια γριά κυρία, είμαι ψυχρή, τελειωμένη, δεν πιστεύω, ότι αξίζω την προσοχή των άλλων. Και η δική σας επιθυμία απαιτεί από εκείνη μια τέτοια ταπείνωση,  να προδώσει έτσι απλά την δική της κουλτούρα, δηλαδή, εκείνα τα στερεότυπα της συμπεριφοράς, τα οποία εκείνη μάθαινε είκοσι ολόκληρα χρόνια?

    – Ξέρετε, αν είναι τόσο προσβλητικό να φοράει τα μακριά παντελόνια, για ποιο λόγο τότε ήρθε εδώ; Ας γυρίσει πίσω στην χώρα της!

    – Αυτή ήρθε εδώ, γιατί την άφησαν να έρθει. Αν για τους Μαλαισιανούς θα ήταν τόσο σημαντικό να φοράνε οι ξένοι τα παντελόνια, θα έπρεπε να θέσουν έναν τέτοιο όρο στα σύνορα, και αν εκείνη θα είχε αρνηθεί, ας μην της έδιναν την βίζα – αυτό θα ήταν δίκαιο τότε. Έτσι τα παράπονα σας στην κυβέρνηση της Μαλαισίας, η οποία δεν σέβεται τους πολίτες της τόσο πολύ και δίνει τις άδειες εισόδου σε οποίους να` ναι.

    – Χαζομάρα, τι απόλυτη χαζομάρα!

    – Αυτό δεν είναι επιχείρημα, κύριοι μου. Μιλήστε μου επί της ουσίας.

    – Αυτή είναι μια βλακεία, τι να πούμε επί της ουσίας εδώ: Ο λόγος ήταν μόνο περί του σεβασμού για την χώρα, στην οποία ήρθες, απλώς να βάλεις ένα παντελόνι…

    – Προσέξτε ακόμα, ότι οι ίδιοι Μαλαισιανοί δεν έδειξαν σε μας την δυσαρέσκεια τους. Εδώ και έναν μήνα περπατάω εδώ με αυτά τα σορτς, αυτά είναι δικά μου, στην πραγματικότητα, και ακούω παρατηρήσεις μόνο από τις χοντρές τουρίστριες, ενώ οι Μαλαισιανοί απλώς με χαζεύουν και τους τρέχουν τα σάλια.

    Ξαφνικά η Γιόλκα σηκώθηκε και έκανε ένα σημάδι, και καλά,  «φεύγουμε». Τα παιδιά σηκώθηκαν και μετέφεραν πίσω το τραπέζι τους. Οι Γάλλοι συνόδευσαν την  «αποχώρηση» με αυξημένη φασαρία, ακόμα και με γιουχαΐσματα, επιφωνήματα και γέλια, το οποίο, κατά τη γνώμη τους,  έπρεπε να ακουστεί κοροϊδευτικά. Ο Αντρέι παρατηρούσε με έκπληξη το πρόσωπο της Γιόλκας, και δεν είδε σε αυτό τίποτα, απ` όσα θα περίμενε να δει – ούτε θύμο, ούτε απογοήτευση, ούτε αίσθηση υπεροψίας. Η ίδια ζωηρή, μαζεμένη έκφραση, όπως συνήθως.

    – Πώς σας φάνηκε αυτή η συζήτηση? – χωρίς να δίνει την παραμικρή προσοχή στους γείτονες πια, ρώτησε εκείνη.

    – Το καταπληκτικό είναι, ότι συμπεριφέρονται, σαν κωφοί, τους λες ορισμένα επιχειρήματα, και αυτοί δεν τα ακούν απλώς.

    – Ακούνε. Ακούνε και καταλαβαίνουν, όπως καταλαβαίνουν επίσης, ότι τα επιχειρήματα είναι αδιάσειστα. Όταν παραδέχτηκαν, ότι είναι αδύνατον σε μια στιγμή να αλλάξεις την κουλτούρα σου, με το ίδιο έβγαλαν τη γη κάτω από τα πόδια τους, διότι και οι τουρίστες επίσης δεν μπορούν να το κάνουν. Παραδεχόμενοι, ότι να βγάλεις το παντελόνι είναι εξίσου εύκολο με το να το βάλεις,  ολοκληρωτικά στέρησαν από τον εαυτό τους την πιθανότητα να πουν κάτι λογικό. Όμως! Αυτό δεν σημαίνει, ότι ήταν έτοιμοι να αλλάξουν την γνώμη τους, επειδή η γνώμη τους – είναι το αποτέλεσμα της υιοθετήσεις του δόγματος, και όχι των συλλογισμών, όχι της ακολουθίας της κοινής λογικής. Μαθαίνουν αυτό το πράγμα στα παιδιά τους από μικρά με την μορφή της  «ελευθερίας των απόψεων». Στην πραγματικότητα στη Δύση δεν υπάρχει καμία ελευθερία των απόψεων και δεν μπορεί να υπάρξει εξ αρχής, τουλάχιστον επειδή κανένας δεν έχει άποψη, δεν είχε και δεν θα έχει. Για να σχηματίσεις μια άποψη, πρέπει να κάνεις κάποια διανοητική εργασία. Αυτοί έχουν την ελευθερία των δογμάτων. Στο σχολείο το παιδί μπορεί να διατυπώσει ένα δόγμα, ένα άλλο παιδί – το δεύτερο δόγμα, και κάποιο ακόμα – το τρίτο. Και είναι ικανοποιημένοι, θεωρώντας, ότι αυτή είναι και η ελευθερία των απόψεων. Εντωμεταξύ και οι τρεις «απόψεις» – είναι απλώς δόγματα, τα οποία τα παιδιά κόλλησαν από κάπου, και δεν θα κάνουν την παραμικρή νοηματική επεξεργασία αυτών μόνο και μόνο, επειδή δεν τους έμαθε κανείς να το κάνουν, και οι ίδιοι δεν ενδιαφέρονται για  τίποτε τέτοιο. Δείχνουν ευπαρουσίαστοι και ευγενικοί, σεμνοί. Όμως – είδατε – πώς έδειξαν τα δόντια τους, όταν τους στρίμωξα σε αδιέξοδο? Κοιτάξτε, πως ξέφυγαν από το λουρί με το γιουχάισμα τους. Άρα, όλον αυτόν το καιρό σάπιζαν στο μίσος τους – το αληθινό, μοχθηρό μίσος. Κάτω από τα σεμνά τους πρόσωπα κρύβουν το σάπιο μίσος.

    – Ίσως για αυτό είναι τόσο άσχημοι! –  ξέφυγε η κουβέντα του  Αντρέι.

    – Δεν αποκλείεται. Αυτό, που βιώνει ο κάθε άνθρωπος, κάνει τεράστια επίδραση στην εμφάνιση του. Μπορείς να έχεις ένα δυσανάλογο πρόσωπο, που δεν ταιριάζει με τους κανόνες τις ομορφιάς, και όμως, θα είναι όμορφο. Και  το αντίθετο γίνεται…  Για παράδειγμα, εσείς – θα μπορούσατε να δικαιολογήσετε την δική σας άποψη, όπως το έκανα εγώ?

    – Εγώ – σίγουρα όχι, – απάντησε αμέσως ο Αντρέι, όσο και οι δυο κοπέλες καθυστερούσαν με την απάντηση.

    – Επειδή δεν έχεις κιόλας τις δεξιότητες για συλλογισμό. Μπορείς να λύσεις εξισώσεις, να είσαι μαθηματικός ή μηχανικός, και ταυτόχρονα – να είσαι χαζός, σαν κούτσουρο. Αυτό, που εσένα μοιάζει αυτονόητο, δεν το αναλύεις, παραμένοντας στο επίπεδο του φορέα των δογμάτων. Και για αυτούς φαίνεται  «αυτονόητο» το ότι εγώ πρέπει να φορέσω μακριά παντελόνια. Σε αυτό δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ σας– είσαστε το ίδιο ηλίθιοι.

    Ξαφνικά ένα βάρος έφυγε από τον Αντρέι και ένιωθε αστεία.

    – Είμαι ηλίθιος.  – Είπε εκείνος. – Είμαι – ηλίθιος!:)

    – Τι νιώθεις τώρα?

    – Δεν ξέρω… χαρά, ελαφρότητα, σαφήνεια. Είμαι ηλίθιος:)

    – μάλλον, αισθάνεσαι χαρούμενος και ελαφρύς όχι επειδή κατάλαβες, ότι είσαι ηλίθιος, πόσο μάλλον επειδή συνειδητοποίησες, ότι τώρα μπορείς να βάλεις έναν στόχο για τον εαυτό σου – να σταματήσεις να είσαι ηλίθιος, και να φτάσεις σε αυτόν τον στόχο?

    – Πιθανόν… δεν είμαι σίγουρος. Πιθανόν.

    – Οι διαφορετικοί άνθρωποι αντιδρούν διαφορετικά, – κάπως πολυσήμαντα παρατήρησε η Γιόλκα…  – Θέλεις να κάνουμε άλλη μια συζήτηση?

    Και κάπως έτσι έγινε, ότι και οι δυο κοπέλες σαν να έπεσαν εκτός της ροής των γεγονότων. Η Γιόλκα απευθυνόταν τώρα μόνο στον Αντρέι, και εκείνος της απαντούσε πιο γρήγορα, απ` ότι οι γειτόνισσες του.

    – Θέλω!

    – Κοίτα – σε εκείνο το τραπέζι – ο πατέρας και το πιο πιθανόν απ` όλα, η κόρη του. Πάμε – του έγνεψε εκείνη.

    Σηκώθηκαν και οι δυο μαζί και πλησίασαν το τραπέζι σε μια μακρινή γωνία. Οι Γάλλοι, έχοντας παρατηρήσει αυτό, άρχισαν να μιλάνε δυνατά και χαχάνισαν περιφρονητικά.

    – Με συγχωρείτε, – κατευθείαν άρχισε η Γιόλκα και έσκυψε προς τον άντρα, – αυτή είναι η …

    – Κόρη μου, – βοήθησε εκείνος.

    – Ο, δείχνετε τόσο νέος, ότι είχα τις αμφιβολίες, μήπως είναι η κοπέλα σας:)

    – Ο, θα ήταν πάρα πολύ ωραίο να έχω μια τέτοια κοπέλα, όμως, αυτή είναι η κόρη μου.

    – Βλέπω, ότι είστε άνθρωπος με αρκετά προχωρημένες απόψεις, – άρχισε να τον κολακεύει η Γιόλκα. – Τόσο γενναίες φράσεις παρουσία της κόρης σας… αναμφισβήτητα είστε άνθρωπος με πολλή αυτοπεποίθηση, και οπωσδήποτε πολύ έξυπνος.

    – Εντάξει… το ελπίζω, – δεν έφερε αντίρρηση εκείνος.

    – Ενώ εμείς…, – η Γιόλκα έκανε το σήμα στον Αντρέι να καθίσει και η ίδια πήρε την ελεύθερη καρέκλα, – με τίποτα. Ψάχνουμε τόσο καιρό, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Ξέρετε, ο Αντρέι – ο φίλος μου, είναι παθητικός ομοφυλόφιλος, και έχει πάρα πολύ καιρό να κάνει σεξ. Και εδώ βλέπουμε εσάς – έναν τέλειο άντρα, τόσο δυνατό και έξυπνο. Και σκέφτηκα, ίσως θα μπορούσατε να κάνετε τον φίλο μου ευτυχισμένο? Τι λέτε?

    Ο Αντρέι ένιωθε, σαν  να του κατεβασαν τα εσώρουχα δημόσια. Προσπάθησε να πει κάτι, που να  χαλάρωνε την ατμόσφαιρα, μα τώρα, σε αυτόν τον ρόλο πλέον, η οποιασδήποτε φράση του φαινόταν ασαφής ακόμα και πρόστυχη. Άνοιγε το στόμα του, σαν ψάρι έξω από το νερό, και το μόνο που έκανε ήταν να κοιτάζει αβοήθητα μια την Γιόλκα, μια την κόρη, χωρίς να τολμήσει καν να γυρίσει το κεφάλι του προς τη μεριά του άντρα.

    Εντωμεταξύ ο άντρας άλλαξε πολύ αισθητά. Έγινε σκυθρωπός, και κάπως ακαθόριστα-ερωτηματικά κοίταζε την Γιόλκα.

    – Βλέπετε, – μαζεύτηκε αυτός επιτέλους με τις σκέψεις του και ρίχνοντας τα βλέμματα στην κόρη, για την οποία προφανώς και προοριζόταν πρώτα απ` όλα το κήρυγμα, είπε – ο θεός μας έπλασε έτσι… η ας πούμε, όχι ο θεός, ας πούμε, η φύση – το ίδιο, δεν έχει σημασία, λοιπόν, είμαστε φτιαγμένοι έτσι, ώστε η συνουσία να προορίζεται για την διαιώνιση του είδους. Και εγώ θεωρώ, ότι…

    – Ξέρετε, αγαπητέ μου, λέτε τώρα την απόλυτη βλακεία, – η Γιόλκα και πάλι με ένα άλμα πέρασε στην σοβαρή, μεταλλική απόχρωση της φωνής της. – Επιδεικνύετε, πρώτον, την υποκρισία, οπωσδήποτε ενώνοντας το σεξ με τη συνέχιση του είδους, σαν να ξεχνάτε απολύτως, ότι το σεξ – είναι πρώτα από όλα η δυνατότητα να λάβεις τεράστια απόλαυση, με έρωτα ή και χωρίς αυτόν. Δεύτερον, μας δείχνετε την άγνοια σας. Να μάθετε λοιπόν, ότι η συνουσία και η αναπαραγωγή  – είναι δυο εντελώς διαφορετικά πράγματα, τα οποία μπορούν να συνδέονται ή όχι μεταξύ τους, όχι μόνο στους ανθρώπους, αλλά και παντού στη φύση. Η αναπαραγωγή – είναι η δημιουργία των νέων πλασμάτων, ενώ η συνουσία – είναι η δημιουργία των νέων γονιδιακών συνδυασμών, προερχόμενων από τα διαφορετικούς αντιπρόσωπους του είδους. Πολλά βακτηρία είναι  ικανά να μεταδίδουν τα γονίδια τους με τη βοήθεια, να το φανταστείτε αυτό, των πούτσων τους! Τα δικά τους διαφέρουν, φυσικά, από τον δικό σας, εννοείται. Είναι ειδικές γενετικές τριχούλες, που ονομάζονται «κροσσοί». Και αυτή η μετάδοση των γονιδίων, δηλαδή, η συνουσία, γίνεται ανεξάρτητα από την αναπαραγωγή. Αν βιώνουν απόλαυση από αυτό, ή όχι, δεν γνωρίζω ακόμα, αλλά ελπίζω, ότι την νιώθουν. Ξέρετε, για τους ανθρώπους είναι συνηθισμένο να είναι οι σκυθρωποί ηλίθιοι, που αρνούνται την απόλαυση στους εαυτούς τους, και ελπίζουν, ότι και όλοι οι άλλοι δεν αισθάνονται αυτή την απόλαυση.

    Η έκφραση του προσώπου του άντρα άλλαξε ξανά, εκείνος σταύρωσε τα χέρια στο στήθος του και έδειχνε πολύ ευχαριστημένος, κοιτάζοντας τη Γιόλκα με τα μάτια του μισόκλειστα πονηρά – μάλλον, κάτι σκέφτηκε!

    – Έτσι ακόμα και στον εικοστό αιώνα οι άνθρωποι δεν ήξεραν, αν τα θηλυκά των κυτών βιώνουν τον οργασμό, – συνέχιζε η Γιόλκα, χωρίς να δώσει την παραμικρή προσοχή στην αυξημένη σιγουριά του συνομιλητή της. – Ύστερα έμαθαν τελικά, ότι το βιώνουν. Βρήκαν τη κλειτορίδα στα θηλυκά. Θα την είχαν βρει προ πολλού, αν θα την αναζητούσαν.

    – Πρέπει να καταλάβετε, νεαρή μου, – άρχισε να βουίζει με βαρύτονο ο άντρας. – αυτή είναι η διαφορά των ανθρώπων από τα μαμουδάκια και τα βακτηρία, ότι δεν οδηγούμαστε από το απλό συναίσθημα και δεν συνουσιαζόμαστε με οποίον να` ναι όπου να` ναι.

    – Αυτή είναι μια ευρέως διαδεδομένη ηλιθιότητα, – αντέκρουσε  η Γιόλκα. – Βάζω στοίχημα, ότι αυτή την μπούρδα την ακούσατε από τον δικό σας μπαμπά ή από τον  παππού – και εκείνος – από τον δικό του. Οι ηλιθιότητες μπορούν να γυρίζουν επί χιλιετίες από τον έναν ηλίθιο στον άλλο. Δηλαδή, ο άνθρωπος διαφέρει από τα ζώα με το ότι γύρισε τον εαυτό του με πολλές απαγορεύσεις και περιορισμούς, οι οποίοι τον εμποδίζουν να απολαμβάνει τη ζωή όταν το θέλει και με οποίον το θέλει; Μόνο ένας σκοταδιστής και κάφρος θα μπορούσε να επινοήσει κάτι τέτοιο, και μόνο ένας κάφρος μπορεί να το επαναλαμβάνει.

    – Φύγαμε, – έγνεψε εκείνη στον Αντρέι, και αυτοί, αφήνοντας αμέσως τις καρέκλες, επέστρεψαν στο δικό τους τραπέζι, συνοδευόμενη με μια νέα κρίση του καυστικού γέλιου των Γάλλων.

    Ο Αντρέι ένιωθε, σαν να είχε πιει κάτι δυνατό με αλκοόλ και το παράκανε.  Εκστατική ελαφρότητα, παραζάλη, δυσκολία να μείνει στη θέση του.  Και τόσο πιο παράξενη ήταν για εκείνον η έκφραση στα πρόσωπα των δυο συνεργατισσών-εκπαιδευτικών – αυτές προφανώς έχουν πεθάνει στην πλήξη.

    – Τελειώσαμε!

    Η Γιόλκα σηκώθηκε, φώναξε τον σερβιτόρο, πλήρωσε για όλους, και χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά στις κοπέλες, τράβηξε έξω τον Αντρέι.

    Ήταν ήδη σκοτεινά, και ο αέρας από την θάλασσα τους δρόσισε ευχάριστα, αν και δεν μπορούσε να υπερνικήσει ολοκληρωτικά της συνέπειες την αποπνικτικής ζέστης της ημέρας.

    – Σε παίρνω, – είπε η Γιόλκα, και ο Αντρέι σκέφτηκε, ότι η φράση αυτή σημαίνει κάτι άλλο. – Το ίδρυμα θα πληρώνει τις μετακινήσεις σου, όσο χρειαστεί, την διαμονή και διατροφή σου. Μην περιμένεις ιδιαίτερη πολυτέλεια. Υπολογίζουμε, ότι θα σου φτάσουν χίλια πεντακόσια δολάρια το μήνα, έτσι όλα τα έξοδα παραπάνω θα τα αναλάβεις εσύ. Συμφωνείς?

    Ο Αντρέι έγνεψε, επειδή δεν μπορούσε να βρει τις λέξεις. Εκείνοι περπατούσαν στην παράλια, στα πόδια τους πλατσούριζε η θάλασσα, και εκείνος ήταν σε απόλυτη έξαρση.

    – Σου προτείνω να μετακόμισης στο Νεπάλ. Άκουσα, ότι ήθελες να πας εκεί, και εμείς έχουμε μια θέση – καταφέραμε να μαζέψουμε  άξια παιδιά ακριβώς για μια τάξη. Όσο θα ασχολείσαι με αυτά, θα βρούμε και άλλα. Συμφωνείς?

    Ο Αντρέι έγνεψε ξανά.

    – Δεν λυπάσαι να αποχωριστείς  το παρελθόν?

    Να αποχωριστεί; Γιατί; Στη μνήμη του γλίστρησαν οι εικόνες του  «σοφού» με την γυναίκα-υπηρέτρια, η Λένκα, ο Αντι… Αντι! Αν δεν ήταν αυτός, με τίποτα δεν θα είχε τώρα αυτή τη ζωή. Η ευγνωμοσύνη μέχρι δακρύων τον έπνιξε με μια απρόσμενη κρίση, και έσβησε σιγά-σιγά, διαλύοντας στο σύρσιμο των κυμάτων, που έβγαιναν στην αμμουδιά. Και μετά η Γιόλκα τον πήρε.