Από εκείνη τη στιγμή η ζωή της Τζέιν ακολούθησε μια εντελώς νέα κατεύθυνση, αν και σχεδόν τίποτα δεν άλλαξε εξωτερικά. Το περιεχόμενο, όμως, άλλαξε ριζικά – πρώτον, η κοπέλα έλαβε επίσημα το στάτους του δραπέτη, κάτι, που ανακοινώθηκε στις ειδήσεις μέσω εσωτερικής ιστοσελίδας, και αυτό της έδωσε αυτόματα την πρόσβαση στις πληροφορίες, τις οποίες παλιά της έδιναν απρόθυμα, εκτός από αυτό, «μπήκε στην πρώτη τάξη». Η λίστα με τα ονόματα των πρωτακιών, επίσης δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα, απαριθμούσε δώδεκα άτομα, μοιρασμένα σε δυο ομάδες με ίδιο αριθμό μελών, και παρόλο που αυτοί μπορούσαν ελεύθερα να ανταλλάζουν την πείρα και τις πληροφορίες μεταξύ τους, σπάνια το έκαναν – ήταν υπερβολικά ελάχιστος ο χρόνος, που τους έμεινε, για τις άσχετες συζητήσεις.
Η Φόσσα απαιτούσε από τους μαθητές της να κανονίζουν έτσι το πρόγραμμά τους, ώστε η δουλειά και οι σπουδές τους να μην υποστούν κανενός είδους αλλαγές. Εκείνο το νέο, το οποίο αυτή σκόπευε να φέρει στη ζωή των πρωτακιών, έπρεπε να εισαχθεί, να μπει ήρεμα στην κανονική ροή της ζωής. Ούτε να αντικαταστήσει κάτι, μα μόνο να προσθέσει, να δώσει τις νέες αποχρώσεις. Και η πρώτη αλλαγή ήταν η πρακτική των αποσπασμάτων.
– Έχετε ήδη τις γενικές αντιλήψεις για την Πρακτική της απομάκρυνσης των αρνητικών συναισθημάτων, των λανθασμένων θεωριών, μηχανικών επιθυμιών και δυσάρεστων αισθήσεων, – έλεγε η Φόσσα. – Επίσης, ξέρετε κάποια πράγματα για την πρακτική της καλλιέργειας των φωτισμένων αντιλήψεων. Το βιβλίο, στο οποίο εξηγούνται αυτές οι βασικές αρχές, δεν είναι πολύ μεγάλο, όμως, είναι πολύ πλούσιο σε ύλη, έτσι δεν θα υπάρχει τίποτε το παράξενο στο ότι θα το διαβάζετε κατά διάρκεια ενός χρόνου, ή ακόμα και δυο, ίσως και περισσότερο, προχωρώντας σταδιακά μια στο ένα ζήτημα, μια στο άλλο. Υπάρχουν τρεις δρόμοι, με τους οποίους οι άνθρωποι έρχονται εδώ, σε αυτό το μέρος. Ο πρώτος ξεκινάει στο αρχικό ενδιαφέρον – ο άνθρωπος βρίσκει το βιβλίο για την Πρακτική, ενθουσιάζεται, αρχίζει να ανταλλάζει μηνύματα με τις μουσούδες, και αν, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της αρχικής αλληλογραφίας, τον βρίσκουμε ενδιαφέρον, αρχίζει η περαιτέρω συναναστροφή, η οποία συμπεριλαμβάνει επίσης και την πρακτική αλληλεπίδραση, διότι ο άνθρωπος ανοίγεται καλύτερα απ` όλα σε μια πιο στενή επαφή. Έχουμε πολλές δυνατότητες για να εξασφαλίσουμε μια τέτοια ατομικά στοχευόμενη επικοινωνία. Για παράδειγμα, μπορούμε να προσλάβουμε τον άνθρωπο για δουλειά σε κάποιο από τα δικά μας ξενοδοχεία, όπου από την μια μεριά αυτός έχει τις άνετες συνθήκες για εργασία και για τη ζωή, και από την άλλη κάνει παρέα με τους συμπαθούντες (εμείς για συντομία τους φωνάζουμε συμπάτ) και τους δραπέτες. Η μπορούμε να τον προσλάβουμε στο εργαστήριο, όπου εκείνος έχει την δυνατότητα να συμμετέχει δραστικά στις έρευνες, να μελετάει έντονα τις επιστήμες και πάλι έχει την στενή επαφή με τους άλλους.
– Ο δεύτερος δρόμος – είναι η δική σας περίπτωση, – η Φόσσα έγνεψε προς τη μεριά της Τζέιν και Αϊρίν. – Στην αρχή περνάτε από την γενική διαλογή, χωρίς να το γνωρίζετε οι ίδιοι, όμως, και προσλαμβάνεστε σε ένα από τα εργαστήρια μας. Μετά και πάλι αρχίζετε την κυκλοφορία στο περιβάλλον με τους δραπέτες, ουρές και μουσούδες, απορροφάτε την αρχική πληροφορία για την πρακτική. Και αν θεωρηθείτε άτομα με προοπτική, σας αφήνουμε. Ο δεύτερος δρόμος είναι πολύ πιο σπάνιος από τον πρώτο, κάτι, που φαίνεται, άλλωστε, από το ποσοστό τέτοιον ανθρώπων στο τρέχον σύνολο: μόλις δυο από εσάς – η Τζέιν και η Αϊρίν έφτασαν εδώ με δεύτερο δρόμο, ενώ οι δέκα υπόλοιποι είχαν το αρχικό ενδιαφέρον για την πρακτική, και έπειτα ξεκίνησαν να αναπτύσσουν και άλλα δικά τους ενδιαφέροντα.
– Και ο τρίτος δρόμος?
– Ο τρίτος – μέσω των σεμιναρίων μας για τα πιτσιρίκια. Από αυτούς τους δέκα οι έξι έχουν περάσει από τα μαθήματα μας, όντας παιδιά ακόμα. Κατά την ενηλικίωση, οι σπόροι, που είχαν ριχτεί μέσα τους, μεγάλωσαν, και το ενδιαφέρον για την πρακτική, που έσβηνε καμιά φορά για χρόνια ολόκληρα, ήταν για αυτούς κάτι σαν φως στο τούνελ, διότι οι αρχικές, θεμελιώδεις αντιλήψεις, τις οποίες είχαν λάβει στα σεμινάρια μας, για το πώς να ζήσεις συναρπαστικά, και πως να μην το κάνεις, απέδειξαν εξαιρετική αντοχή, ανταγωνίστηκαν επιτυχώς τον δογματικό, φανατικό τρόπο της αντίληψης του περιβάλλον κόσμου και της ίδιας δικής τους ζωής. Για αυτόν τον λόγο βρίσκονται εδώ, όμως, επειδή ο δικός τους δρόμος διαφέρει πάρα πολύ από τον δικό σας, εκπαιδεύονται σε μια ξεχωριστή, παράλληλη ομάδα.
– Μπορούμε, όμως, να κάνουμε παρέα, να ρωτάμε, τι κάνουν εκείνοι, και να τους λέμε – τι κάνουμε εμείς? – αναρωτήθηκε η Αϊρίν.
– Ναι, μπορείτε. Μόνο που θα έχετε και δικές σας αρκετές εργασίες, κατά τα άλλα, φυσικά και μπορείτε. Γενικώς, μπορείτε να πλησιάζετε οποιονδήποτε και να ρωτάτε οτιδήποτε, αν και αυτό, εννοείται, δεν σημαίνει, πως θα σας πούνε τα πάντα, και όχι μόνο λόγο κάποιας μυστικότητας, όμως, για να καταλάβετε, τι σας λένε, είναι αναγκαίο να έχετε αρκετή ποσότητα της σχετικής πείρας. Το πρωτάκι μπορεί να έρθει για μάθημα στην τρίτη λυκείου, δεν το εμποδίζει κανείς, όμως, τι θα καταλάβει εκεί?
Η Φόσσα πήρε μια παύση και βημάτισε στο ξέφωτο.
– Η προκαταρκτική γνωριμία με την πρακτική, οι λίγο-πολύ συνεπείς προσπάθειες για την απομάκρυνση των αρνητικών συναισθημάτων (ΑΣ), με την ανάλυση των θεωριών, δημιουργία των φωτισμένων αντιλήψεων (ΦΑ) – όλα αυτά μπορούμε να τα θεωρήσουμε προσχολικό επίπεδο – επίπεδο, στο οποίο ο άνθρωπος δεν περνάει τόσο τις αρχές της πρακτικής στη ζωή του, όσο τις ψηλαφίζει, δοκιμάζει την λογική τους, θέτει στον εαυτό του τις ερωτήσεις, που αφορούν το νόημα της ζωής, και παρατηρεί – αν μπορεί να λάβει τις απαντήσεις, κοιτάζοντας τον κόσμο και τον εαυτό του μέσα από τον φακό της Πρακτικής. Η εισαγωγή στην πρώτη τάξη σημαίνει την μετάβαση από την καθαρά ερασιτεχνική αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων στην αντιμετώπιση επαγγελματική, όταν δεν είναι πλέον ικανοποιητικά τα ομιχλώδη και ακαθόριστα αποτελέσματα, όταν ο άνθρωπος εκτελεί τις πράξεις, τις οποίες του φέρνουν αν και αργές, όμως μόνιμες αλλαγές. Και το πρώτο, που θα μάθετε, θα είναι η «Πρακτική της συσσώρευσης των αποσπασμάτων». Για την ακρίβεια, δεν θα συσσωρεύετε οποία να` ναι αποσπάσματα, μα εκείνα, που προορίζονται για τα πρωτάκια.
Όσο η Φόσσα μίλαγε, η Τζέιν κοίταζε στα πρόσωπα των «συμμαθητών». Όχι, δεν γνώριζε κανέναν από αυτούς. Μάλλον, απίθανο να ζούσαν εδώ, δεν είχαν συναντηθεί ποτέ στον Λόφο – άρα, ήρθαν από τις άλλες περιοχές. Σε ξεχωριστή τριάδα κάθονταν δυο κοπέλες και ένα αγόρι. Όχι ότι κρατιόνταν απόμακρα επίσης από τους άλλους, μα φαινόταν από τον άνετο τρόπο, που αντάλλαζαν τους ψιθύρους, ότι γνωρίζονται μεταξύ τους εδώ και πολύ καιρό.
– Είμαι η Τζέιν, – είπε εκείνη χαμηλόφωνα, σπρώχνοντας ελαφρά το αγόρι με την παλάμη της. – Εσείς ποιοι είσαστε?
– Εγώ είμαι ο Τραππ, αυτή – η Μπέρτα, και εκείνη – η Σερένα.
Και οι τρεις κοίταξαν την Τζέιν, και εκείνη η νευρικότητα, την οποία εκείνη θα μπορούσε να περιμένει από τον εαυτό της, καταλαβαίνοντας, ότι την εξετάζουν τώρα, δεν εμφανίστηκε ποτέ. Ευχάριστα, ανοιχτά πρόσωπα, θα μπορούσε ακόμα να πει – τολμηρά. Ναι, ακριβώς, θα έλεγε κανείς, ότι τα πρόσωπα τους απέπνεαν το άρωμα της τολμηρότητας. Για άλλη μια φορά στην Τζέιν έκανε εντύπωση – πόσο ακριβής ήταν η επιλογή των μελών της ομάδας. Πόσο ξεκάθαρο, κρίνοντας απ` όλα, ήταν το μυαλό εκείνων, που τους επέλεξε, και τους έδωσε την ιδιότητα των δραπετών.
– Από πού είστε? – και πάλι ρώτησε εκείνη.
– Τορόντο, – απάντησε η Μπέρτα.
– Υπάρχει και άλλος οικισμός εκεί?
– Τα ξενοδοχεία. Ένα συγκρότημα με μπανγκαλόους, δουλέψαμε εκεί τους τελευταίους έξι μήνες, και πριν από αυτό – σε διάφορα μέρη ο καθένας.
– Δώστε προσοχή τώρα, – διέκοψε τους ψιθύρους η Φόσσα.– Η πρακτική της συσσώρευσης των αποσπασμάτων είναι εξαιρετικά απλή. Απόσπασμα – είναι κάποιος μικρός όγκος προσπαθειών, που στοχεύουν στον σχηματισμό των επιθυμητών συνηθειών. Αδύνατον να αλλάξουμε αμέσως και ριζικά. Όμως, μπορούμε να αλλάξουμε σταδιακά, βήμα προς βήμα – σαν να τύπωνε της φράσεις η Φόσσα, κάνοντας παύσεις ανάμεσα στις προτάσεις. – Η συσσώρευση των αποσπασμάτων – είναι η εκτέλεση των βημάτων, που συνολικά οδηγούν στις μόνιμες αλλαγές, καταλάβατε? Βήμα προς βήμα, μόνο με αυτόν τον τρόπο.
Η Τζέιν πρόσεξε, ότι από την στιγμή, όταν η Φόσσα ξεκίνησε την εξήγηση της ύλης, η ματιά της άλλαξε. Έγινε… διαπεραστική, να το πει; Μια ασυνήθιστη σκληρότητα υπήρξε και στο βλέμμα, και στον τόνο της φωνής της – η σκληρότητα του ανθρώπου, που μιλάει για θανάσιμα σημαντικά πράγματα, η, καλύτερα – για πράγματα ζωτικής σημασίας..
– Για παράδειγμα, επί δεκαπέντε λεπτά μπορείτε ανά δέκα δευτερόλεπτα να δημιουργείτε κάποια φωτισμένη αντίληψη. Ένα τέτοιο δεκαπεντάλεπτο και θα θεωρήσουμε ως ένα απόσπασμα. Επίσης για ένα απόσπασμα μετράει μια ώρα τρεξίματος στο δάσος. Κατά κανόνα, η διάρκεια ενός αποσπάσματος ισούται με δεκαπέντε λεπτά, αν οι προσπάθειες καταβάλλονται αρκετά πυκνά σε αυτό το χρονικό διάστημα.
– Και πόσα τέτοια αποσπάσματα πρέπει να συσσωρεύουμε σε μια μέρα? – ρώτησε η Κάρεν, μια πολύ λεπτή κοπέλα περίπου δεκαοχτώ χρονών, αλλά αν θα έριχνες μια γρήγορη ματιά πάνω της, θα μπορούσε να περάσει και για δεκατετράχρονη.
– «Πρέπει»? – επανέλαβε η Φόσσα. – Τι είναι το «πρέπει»?
– Ε… εννοούσα, πόσα …
– «Εννοούσες»? – την διέκοψε η Φόσσα, – δηλαδή, θέλεις να πεις, ότι μίλησες με απόλυτη σαφήνεια, εννοώντας κάτι συγκεκριμένο, απλώς εγώ παραείμαι ηλίθια, για να καταλάβω κάτι από την πρώτη φορά, και εσύ αποφάσισες να το εξηγήσεις σε μένα, την χαζή?
Ο τόνος της Φόσσας ήταν ήρεμος, και όμως, όλοι πάγωσαν. Η σοβαρότητα της ήταν ξαφνική και ασυνήθιστη. Εδώ, στους οικισμούς, οι άνθρωποι μεταξύ τους μιλούσαν με φιλικό-καλόκαρδο τρόπο, και η σοβαρότητα ακόμα ήταν φιλική. Εξαίρεση αποτελούσαν, μάλλον, οι στιγμές, όταν ο Άντι γινόταν πιο σοβαρός, απ` ότι συνήθως, και τότε στις εκφράσεις του προσώπου του και στην φωνή περνούσαν ίδιες νότες, οι οποίες εκδηλώθηκαν τόσο απειλητικά τώρα. Ίσως, μια τέτοια ικανότητα να εκφράζουν αυτή την ασυμβίβαστη σοβαρότητα ήταν το διακριτικό σημάδι του δρακακιού, σκέφτηκε η Τζέιν. Σε σύγκριση με αυτούς, οι άλλοι ήταν υπερβολικά… ανάλαφροι, αν και εξωτερικά αυτό δεν εκδηλωνόταν σε κάποιους ειδικούς μορφασμούς, και την ίδια στιγμή, φαινόταν σαν κάποια διάφανη επικάλυψη, ναι, θα μπορούσε να παρομοιώσει αυτή την σοβαρότητα με μια διάφανη στρώση, που κάλυπτε την επιφάνεια – αόρατη υπό κανονικές συνθήκες, μα κάποτε προδίδει την παρουσία της, και καμιά φορά λάμπει δυνατά στις ακτίνες του ήλιου.
Η Κάρεν συγχύστηκε και σιώπησε.
– Αν είπες μια βλακεία, μην λες, ότι «εννοούσες κάτι». Απλώς ακύρωσε τα λόγια σου και ξεκίνα ξανά από την αρχή. Μην εννοείς τίποτα, απλώς πες μόνο αυτό, που ήθελες να πεις.
– Το ακυρώνω. – είπε η Κάρεν. – Πόσα αποσπάσματα την ημέρα είναι ωφέλημα, για να είναι αυτή η πρακτική αποτελεσματική?
– Ο καθένας αποφασίζει μόνος του. – η Φόσσα κούνησε το κεφάλι της, αρνούμενη να δώσει μια πιο συγκεκριμένη απάντηση. – Με το πειραματικό τρόπο. Με τον όρο «λάπα» [ πατούσα ή κλαδί του δέντρου – παρατήρηση του μεταφραστή] εμείς ονομάζουμε εκείνη την ποσότητα των αποσπασμάτων, την οποία, σύμφωνα με την πείρα σου, είναι απαραίτητο να κάνεις κατά διάρκεια της μιας μέρας, για να γίνουν ουσιαστικές αλλαγές στην κατάσταση σου. Προτείνω να κάνετε όχι λιγότερα από δέκα αποσπάσματα την ημέρα, δηλαδή, μπορούμε να μετρήσουμε πρόχειρα, ότι η μια «λάπα» είναι περίπου δέκα αποσπάσματα.
– Δέκα αποσπάσματα την ημέρα…, – άρχισε ο Τραππ, – από δεκαπέντε λεπτά, δηλαδή, παραπάνω από δυο ώρες, και μαζί με τις αναπόφευκτες διακοπές, βγαίνει, ότι θα σπαταλάμε τρεις ώρες την ημέρα μόνο για τα αποσπάσματα. Δεν θα είναι εύκολο να βρούμε χρόνο για αυτό!
– «Να σπαταλάμε»? – με τον ίδιο τόνο, με τον οποίο ρωτούσε πριν την Κάρεν, επανέλαβε η Φόσσα. – Τι είναι η «σπατάλη»? Εμείς δεν «σπαταλάμε» τον χρόνο μας με τη βοήθεια της πρακτικής, εμείς τον βρίσκουμε, τον σώζουμε, τον επιστρέφουμε στη ζωή. Σας είχα πει ήδη, ατά τα αποσπάσματα δεν πρέπει να είναι «αντί» της υπόλοιπης ζωής, αυτά πρέπει να πηγαίνουν μαζί της, αν και στην αρχή, βεβαίως, όσο εσείς μαθαίνετε, πράγματι, καμιά φορά ο χρόνος σας θα αφιερώνεται μόνο στην εκτέλεση των αποσπασμάτων.
– Και πόσα αποσπάσματα υπάρχουν?
– Όσα θέλετε. Ουσιαστικά, οποιαδήποτε πρακτική μπορεί να μετατραπεί σε σύνολο των αποσπασμάτων, όμως, για την πρώτη τάξη συνήθως προτείνουμε γύρω στα τριάντα. Να φτιάξετε μια λίστα των αποσπασμάτων, που εκτελείτε, και να προσθέτετε εκεί αυτά, που έχετε κάνει, ώστε ανά πάσα στιγμή να φαίνεται – πόσα αποσπάσματα συνολικά έχετε, στην κάθε πρακτική και όλα μαζί. Να διαχωρίσετε τις πρακτικές ανά κατηγορίες – ο τομέας της ανάπτυξης του φυσικού σώματος, ο τομέας της απομάκρυνσης των ΑΣ, τομέας της δημιουργίας των ΦΑ, έστω έτσι. Το πρώτο απόσπασμα ονομάζεται «υπέρ-άλμα».
Η κατάσταση θύμιζε μέχρι αστείου την πιο κανονική πρώτη τάξη, αν δεν υπήρξαν οι κορυφές των Ιμαλαΐων γύρω από το ξέφωτο και η λαμπερή υπό το φως του ήλιου λίμνη δυτικά.
– Για το υπεράλμα ταιριάζει ο οποιοσδήποτε φωτισμένος παράγοντας, για παράδειγμα, κάποια όμορφη πέτρα, που μπορεί πάντοτε να είναι πρόχειρη. – Η Φόσσα έβγαλε από την τσέπη ένα μικρό πέτρωμα. – Ας πούμε, ένας τέτοιος φλουορίτης, μου αρέσει πάρα πολύ.
Η Τζέιν χώθηκε μπροστά και πήρε την πέτρα στο χέρι της. Οι κρύσταλλοι με την μορφή των κύβων, στο χρώμα του τρυφερού-γαλαζοπράσινου θαλάσσιου κύματος συνωστίζονταν μεταξύ τους, σαν γατάκια. Τόσο διάφανα, ότι από μέσα τους φαινόταν εντελώς αναλλοίωτα και ξεκάθαρα το κομμάτι της πέτρας, στην οποία είχαν κολλήσει. Ήταν πράγματι πάρα πολύ ωραία πέτρα.
– Ποιες ΦΑ εμφανίζονται, – ρώτησε η Φόσσα.
Η Τζέιν άρχισε να σκέφτεται.
– Δεν υπάρχουν δεξιότητες της διάκρισης των ΦΑ – συμπέρανε η Φόσσα.
Εκείνη τη στιγμή πάνω στα φουντωτά πεύκα με μακριές, δεκαπεντάποντες βελόνες, που φύτρωναν στην άκρη του ξέφωτου, προσγειώθηκε ένα ολόκληρο σμήνος περίπου έξι παπαγάλων, με πορτοκαλί ράμφους και μακριές, σχεδόν ένα μέτρο μπλε ουρές με άσπρη κηλίδα στην άκρη, άσπρο στήθος και μαύρους λαιμούς. Όταν τα πουλιά προσγειώνονταν, με ανοιγμένες τις ουρές τους, από κάτω έδειχναν μαγευτικά όμορφα – τα μπλε -άσπρο-πορτοκαλί φτερά της ουράς τους ανακατεύονταν έτσι, ώστε να σχηματιστεί ένα πολύχρωμο μοτίβο.
– Καμιά φορά το αντικείμενο για το υπεράλμα βρίσκεται και μόνο του – έγνεψε προς τη μεριά των παπαγάλων η Φόσσα. – Εσύ δημιουργείς κάποια ΦΑ, όποια τώρα είναι η πιο προσιτή για σένα. Για παράδειγμα, την αίσθηση της ομορφιάς, όταν κοιτάς τη λίμνη, ή την αίσθηση του μυστηρίου και συμπάθεια, όταν βλέπεις, πως τα άγρια πουλιά πετάνε πολύ κοντά και περπατάνε δίπλα. Μπορείς να φωνάξεις κάποιον σκύλαρο και να παίζεις μαζί του, βιώνοντας την ζωηράδα. Η προσμονή για κάτι – δεν έχει σημασία. Ας κρατήσει αυτή η ΦΑ δέκα, δεκαπέντε δευτερόλεπτα. Έπειτα από αυτό τινάξου και μετέφερε πλήρως την προσοχή σου σε κάτι άλλο. Για παράδειγμα, γυμνάσου ή μαθέ κάποια λέξη από μια ξένη γλώσσα. Δέκα-δεκαπέντε δευτερόλεπτα μετά από μια τέτοια παύση βίωσε ξανά την ΦΑ.
– Την ίδια η οποιαδήποτε άλλη?
– Οποιαδήποτε, οποία θέλεις, αν και κατά κανόνα είναι πιο απλό να βιώνεις την ίδια ΦΑ, αφού ήδη έχεις συντονιστεί σε αυτήν, και έχεις πρόχειρο τον φωτισμένο παράγοντα για εκείνη. Και πάλι δέκα-δεκαπέντε δευτερόλεπτα της αίσθησης των ΦΑ, και πάλι παύση, μεταφορά της προσοχής.
– Σε τι διαφέρει αυτό από την κανονική δημιουργία των ΦΑ, όμως? – η Σερένα ξάπλωσε μπρούμυτα και έπαιζε με ένα χορταράκι.
– Με το ότι κατά το υπεράλμα οι παύσεις είναι υποχρεωτικές. Όταν εσύ δημιουργείς την ΦΑ, θέτεις στον εαυτό σου στόχο να την βιώσεις χωρίς παύσεις. Για έναν άπειρο άνθρωπο αυτό γρήγορα μπορεί να μετατραπεί στο «στύψιμο» των ΦΑ από τον εαυτό του, και όταν δεν πετυχαίνει πια να το βιώσει, αρχίζει να ζορίζεται, και αυτό καταντάει την κατάσταση ακόμα πιο ανέλπιστη. Μπορεί να εμφανιστεί απογοήτευση, η αίσθηση της αδιέξοδου. Ενώ εδώ σκόπιμα επιδιώκεις την διακοπή της αναλαμπής της ΦΑ, καταφέρνοντας το με τη βοήθεια της έντονης σωματικής ή νοητικής δραστηριότητας. Για να αποσπάσεις την προσοχή σου, μπορείς να χρησιμοποιήσεις κάποιο επιστημονικό βιβλίο – αυτά τα δεκαπέντε λεπτά του υπεράλματος είναι αρκετά για να σχηματίσεις και να σημειώσεις ένα απόσπασμα.
– Τα αποσπάσματα από τις επιστήμες είναι επίσης ένα μέρος της πρακτικής συσσώρευσης των αποσπασμάτων? Ε, τότε εγώ θα μαζέψω πολλά:) – γέλασε η Μπέρτα.
– Η μελέτη των επιστήμων σε αναπτύσσει, σε αλλάζει προς επιθυμητή κατεύθυνση?
– Βέβαια!
– Άρα, είναι και αυτό ένα κομμάτι της πρακτικής συσσώρευσης των αποσπασμάτων, όμως, ορίζουμε το μέγεθος ενός αποσπάσματος, υπολογίζοντας, πόσος κόπος πρέπει να καταβληθεί για την εκτέλεση του. Ας είναι, για παράδειγμα, τα πέντε αποσπάσματα από τις επιστήμες ίδια με ένα απόσπασμα της πρακτικής. Αν δεις, ότι δεν είναι αρκετό, ας ισοδυναμεί ένα προς δέκα. Αν η συσσώρευση των αποσπασμάτων είναι δύσκολη για σένα – πάρε τρία αποσπάσματα. Έτσι, είναι όλα πολύ απλά. Είναι μια πολύ απλή πρακτική – η συσσώρευση των αποσπασμάτων. Τέλος πάντων, φαίνεται να είναι τόσο απλή…
– Ενώ στην πραγματικότητα? – Ρώτησε η Σερένα.
– Στην πραγματικότητα – θα δούμε…
Η Σερένα έκανε την εντύπωση ενός εκρηκτικού, ενθουσιασμένου ανθρώπου, έτοιμου για δράση. Η Τζέιν εξεπλάγην, όταν είδε, ότι η Σερένα έχει ήδη μπροστά την ένα τετράδιο και κάνει κάποιες σημειώσεις σε αυτό.
– Πρέπει με κάποιον τρόπο να καταγράψω τις ΦΑ, που εμφανίζονται, η δεν χρειάζεται? – εκείνη ήδη είχε μια ερώτηση για την Φόσσα, την ώρα που οι άλλοι κάθονταν ακόμα, και άκουγαν με απλωμένα τα αυτιά!
– Όπως θέλεις. Το πιο σημαντικό στοιχείο στο υπεράλμα – είναι η δημιουργία των ΦΑ, η κατόπιν απόσπαση από αυτό, και μετά επιστροφή στην ΦΑ ξανά. Γύρω από αυτή την υποχρεωτική δομή μπορείς να κτήσεις οτιδήποτε άλλο ακόμα, όμως, δεν σου προτείνω να υπερφορτώνεις την πρακτική με λεπτομέρειες, και το πιο σημαντικό – μην ανακατεύεις το υποχρεωτικό με το προαιρετικό. Αν σε ενδιαφέρει, μπορείς να καταγράψεις την εντατικότητα των εμφανιζόμενων ΦΑ, αλλά αν κάποια στιγμή η γραπτή σημείωση της εντατικότητας θα είναι άβολη, ή αν ακόμα δεν θα υπάρξει καν επιθυμία να καταγράψεις την εντατικότητα, – μην κάνεις τίποτα, διότι δεν είναι το βασικό σημείο αυτής της συγκεκριμένης πρακτικής.
Η Φόσσα μεταφέρθηκε πιο κοντά στην Σερένα, σαν να έδειχνε με αυτόν τον τρόπο, ότι αυτή τι στιγμή εκείνη είναι το πιο ενδιαφέρον άτομο στην παρέα, που όχι μόνο ακούει, μα αμέσως κάνει κάτι, δοκιμάζει, κάνει διευκρινίσεις.
– Μπορείς απλώς να βάζεις σηματάκια, που θα καταγράφουν, ότι μόλις εκτέλεσες μια ακόμη πράξη της δημιουργίας των ΦΑ – είπε η Φόσσα, κοιτάζοντας στο τετράδιο της Σερενας.
Η Τζέιν παρατήρησε, ότι μέσα της ξύπνησε κάτι σαν ζήλια. Αμέσως εμφανίστηκε επιθυμία να ρωτήσει και εκείνη κάτι από την Φόσσα, όμως, τίποτα δεν της ερχόταν στο μυαλό.
– Πόσο σημαντικό είναι να κρατάμε ορισμένα τα δεκαπέντε δευτερόλεπτα?
Τώρα η Αϊρίν απευθύνθηκε με την ερώτηση – επίσης με το τετράδιο στα χέρια. Ναι, η Αϊρίν είναι δραστήριο κορίτσι, σίγουρα θα ανταγωνιστεί την Σερένα! Και επίμονη. Η Τζέιν το ήξερε με σιγουριά, κρίνοντας από την μικρή πείρα της ζωής μαζί της, – γυρνώντας από το τρεκ γύρω του Έβερεστ, εκείνες εγκαταστάθηκαν μαζί στο ίδιο δωμάτιο, για να έχουν τη δυνατότητα να κάνουν περισσότερη παρέα, να ανταλλάζουν εντυπώσεις και να γλείφουν το μουνάκι η μια στην άλλη. Παρά το ότι η Αϊρίν ήταν ζωηρή, στο σεξ προτιμούσε έναν πιο παθητικό ρόλο, κάτι που άρεσε ιδιαίτερα στην Τζέιν, η οποία, φορώντας μια στενή ζώνη με κουμπωμένο επάνω της μεγάλο φαλλό, και αλλά δυο, που πήγαιναν μέσα της – έναν εξίσου μεγάλο, και δεύτερο μικρότερο, για τον ποπό, γινόταν για λίγο αγόρι και πηδούσε τρυφερά αυτό το παθιάρικο κορίτσι. Αυτές άρχισαν να κάνουν σεξ μεταξύ τους τόσο εύκολα και φυσικά, με το που μπήκαν στο δωμάτιο μαζί, σαν να ένιωσαν και οι δυο, ότι δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς.
– Δέκα, δεκαπέντε δευτερόλεπτα – δεν έχει διαφορά. Εντός αυτών των ορίων καλά είναι.
Σε αντίθεση με την Σερένα και Αϊρίν, η Τζέιν δεν ένιωθε την παρόρμηση κατευθείαν τώρα να πιάσει το τετράδιο και να αρχίσει να κάνει αμέσως τούτη την πρακτική.
– Άρα, μπορούμε να κάνουμε το υπεράλμα και χωρίς καμία καταγραφή, τετράδια και σημειώσεις? – μάλλον, και ο Τραππ άρχισε την δόκιμη ήδη.
– Μπορείτε.
– Τι άλλο; Ποια άλλα αποσπάσματα υπάρχουν ακόμα? – ακούστηκε η ερώτηση και από την Τζέιν, ταιριαστή στο ταμπεραμέντο της – να μην πετάγεται να κάνει αυτό, που μπορεί να κάνει αυτή τη στιγμή, μα να μάθει λίγο περισσότερο για αρχή. Η αλήθεια ήταν, όμως, ότι αντιλαμβανόταν ξεκάθαρα: «έμαθε περισσότερα» για το υπεράλμα όχι επειδή καθόταν και ρωτούσε την Φόσσα, αλλά επειδή τα υπόλοιπα παιδιά ήδη δοκίμασαν και έκαναν τις ερωτήσεις, που προέρχονταν από αυτές τις συγκεκριμένες πράξεις. Και όμως, κάποια περίεργη αδράνεια δεν της επέτρεπε να ακολουθήσει το παράδειγμα τους.
– Εκτός από τη συσσώρευση των αποσπασμάτων στην μελέτη των επιστημών, μπορούμε επίσης να μαζεύουμε τα αποσπάσματα από την μελέτη των ξένων γλωσσών. Η άσκηση της μνήμης μπορεί να είναι πολύ ευχάριστη πράξη, που αντηχεί με διάφορες ΦΑ, αν και στον έξω κόσμο όλοι υπέστησαν τον βιασμό από τα παιδικά χρόνια ακόμα – έτσι δημιουργείται μια σταθερή απέχθεια για την μάθηση του ξένου λόγου. Για να βιώσουμε τις ΦΑ αντί της απέχθειας, είναι απαραίτητη η χρίση μιας ειδικής τεχνικής:
α) ξεφυλλίζεις ένα βιβλίο (επιθυμητό) ή ένα λεξικό (προαιρετικά), διαβάζεις μια φράση μετά την άλλη, και ανεξάρτητα από το αν καταλαβαίνεις πλήρως το νόημα της τάδε ή της εκείνης φράσης, ή αν το έπιασες περίπου, συνεχίζεις να διαβάζεις και άλλο. Αν συναντάς κάποιες άγνωστες λέξεις – τις προσπερνάς και πας παρακάτω, ακόμα και αν χάνεις για λίγο την ροή της πλοκής.
β) περιμένεις να έρθει εκείνη της στιγμή, όταν συναντάς μια τέτοια άγνωστη λέξη, για την οποία εμφανίζεται το ενδιαφέρον, η περιέργεια, η επιθυμία να μάθεις — τι σημαίνει. Τότε χώνεσαι στο λεξικό, βρίσκεις τη σημασία αυτής της λέξης και την καταγραφείς σε μια πρόχειρη λίστα. Είναι ωφέλιμο να βρεις κάποια φράση, η οποία θα σου διευκολύνει την απομνημόνευση της λέξης, για παράδειγμα, στα Μαλαισιανά το «lopak» σημαίνει «λάκκος». Για να θυμηθείς τον ήχο της λέξης «λοπακ», μπορείς να σκεφτείς μια φράση… για παράδειγμα, «όταν προχωράς στο δρόμο, σώπα, για να μην πέσεις μέσα σε λάκκο». Όσο χαζή και να ακούγεται η φράση, αυτή μπορεί να απλουστεύσει πάρα πολύ την απομνημόνευση των λέξεων.
γ) συνεχίζεις το ξεφύλλισμα του βιβλίου. Όταν σημειώνεις τη δεύτερη λέξη, επαναλαμβάνεις την πρώτη.
δ) καταγράφοντας την κάθε επόμενη λέξη, να επαναλαμβάνεις τις δέκα-είκοσι προηγούμενες
Σε αυτή την δραστηριότητα μπορείς να κάνεις διαλείμματα. Το ένα απόσπασμα ισούται με ορισμένη ποσότητα των καταγεγραμμένων λέξεων, τις οποίες τώρα έχεις θυμηθεί, και η ποσότητα αυτή εξαρτάται επίσης από το πόσο εύκολα θυμάσαι αυτές τις λέξεις. Αυτή η αναλογία μπορεί να ισούται και με πέντε, και με πενήντα – αποφάσισε μόνη σου σε κάθε ορισμένη περίπτωση. Όπως και να έχει, το ένα απόσπασμα δεν πρέπει να διαρκεί παραπάνω από δεκαπέντε λεπτά συνολικού χρόνου, αφιερωμένου σε αυτό.
– Τι θα γίνει, αν κάποιος από εμάς θα συσσωρεύει επί το πλείστον τα αποσπάσματα από τις επιστήμες, την σωματική δραστηριότητα, και όχι της δημιουργίας των ΦΑ? – ρώτησε την Φόσσα η Αϊρίν.
– δεν κατάλαβα πλήρως την ερώτηση. Αν εκείνος θα συσσωρεύει αυτά τα αποσπάσματα, αυτά θα μαζεύονται και η ζωή του θα γίνει πιο ενδιαφέρον.
– Όμως, τι θα γίνει, αν συγκεκριμένα θα συσσωρεύει αυτά, και δεν θα συγκεντρώνει τα αποσπάσματα, που στοχεύουν στην ανάπτυξη των φωτισμένων αντιλήψεων? – επέμενε η Αϊρίν. – Θα έχει πολλά αποσπάσματα, μα θα αφορούν μόνο τις επιστήμες, γλώσσες, σωματικές ασκήσεις.
– Δεν είναι άθλημα αυτό, – μαλακά εξήγησε η Φόσσα. – Εδώ δεν υπάρχουν οι πρωταθλητές και νικητές. Κανείς δεν θα μοιράσει βραβεία, ο καθένας δουλεύει, για να αποκτήσει το πιο σημαντικό έπαθλο – το ενδιαφέρον για τη ζωή. Η πρακτική της συσσώρευσης των αποσπασμάτων – είναι ένας τρόπος να κάνεις τη ζωή σου πιο συναρπαστική, και ο καθένας αποφασίζει για τον εαυτό του – τι θέλει να κάνει. Αν εσύ θα μαζεύεις τα αποσπάσματα από την επιστήμη, και δεν θα κάνεις τίποτε άλλο, τότε στην μελέτη σου μπορεί να εμφανιστεί κάποια επιπλέον ταξινόμηση, όμως, αυτό δεν θα αλλάξει πολύ τη ζωή σου, φυσικά, διότι εσύ και χωρίς αυτού αγαπάς την επιστήμη και έχεις συνηθίσει πια σε αυτή την δραστηριότητα. Αλλά αν θα εφαρμόσεις την συσσώρευση των αποσπασμάτων στις πρακτικές, συνδεδεμένες με την αίσθηση των φωτισμένων αντιλήψεων, η ζωή σου θα αλλάξει πάρα πολύ, διότι σε αυτό δεν έχεις κανενός είδος δεξιότητες, όπως στην μελέτη των επιστήμων, και εδώ η προσθήκη της τακτικότητας μπορεί να παίξει μεγάλο ρόλο. Μέχρι τώρα αντιμετωπίζατε τις ΦΑ σαν ερασιτέχνες – εμφανίστηκε η ΦΑ – πάρα πολύ καλά, δεν εμφανίστηκε – τι να κάνουμε τώρα, και αυτό είναι αποδεκτό, αφού υπάρχει η επάρκεια, υπάρχει η φιλικότητα, τάδε η εκείνα αδύναμα ενδιαφέροντα. Όμως εσείς βρίσκεστε εδώ, σε αυτή την ομάδα, επειδή εμείς είχαμε τις αφορμές να υποθέσουμε, ότι για εσάς οι φωτισμένες αντιλήψεις μπορούν να είναι πολύ περισσότερο επιθυμητές, απ` ότι για τους άλλους δραπέτες. Οι νέες αποχρώσεις των ΦΑ, ακόμα και νέες ΦΑ, νέες φυσικές συναισθήσεις, μια νέα εμπειρία στα συνειδητοποιημένα οράματα, γενικώς, όλος αυτός ο νέος κόσμος, ο οποίος ανοίγεται στον ταξιδιώτη των ΦΑ, μπορεί να σας ιντριγκάρει, να σας παρασύρει. Ίσως να θελήσετε παθιασμένα να βιώνετε τις ΦΑ μόνιμα, πάντα, ακόμα πιο δυνατά, πιο βαθιά, πιο καθολικά, με περισσότερο μαγνητισμό, και τότε η πρακτική της συσσώρευσης των αποσπασμάτων θα σας φανεί ιδιαίτερα χρήσιμη. Και αν όχι – τότε απλώς θα συνεχίσετε τη ζωή σας, που ζείτε τώρα, θα μείνετε δραπέτες, και θα είστε εντελώς ευτυχισμένοι, όπως είναι ευτυχισμένοι και άλλοι δραπέτες, που κατοικούν στις δικές μας περιοχές.
– Δηλαδή, οι προτιμήσεις μας θα φανούν κατά τη διαδικασία της συσσώρευσης των αποσπασμάτων?
– Ναι, έτσι θα είναι, – επιβεβαίωσε η Φόσσα. – Και η τελευταία πρακτική για σήμερα – η «χρενοκοπή». [Κανονικά στα ρώσικα η λέξη “χρεν” σημαίνει: ένα πικάντικο φυτό, το κρένο, και τον φαλλό, το πουλί. Επίσης, χρησιμοποιείται για την ένδειξη της κοροϊδευτικής απροθυμίας να κάνεις κάτι: “Δώσε μου δανεικά και αγύριστα” – “Χρεν!”, “Σιγά μην σου δώσω”, “Δεν σφάξανε”. Έτσι αποφάσισα να το συνδυάσω ως έχει με τη λέξη “κοπή”, για να διατηρηθεί η ακουστική της χροιά, με ανάλογη επεξήγηση – παρατήρηση του μεταφραστή].
– Ποια-ποια κοπή? – με γέλια επανέλαβε η Αϊρίν.
– Χρένο! Κάθε φορά, όταν πιάνεις τον εαυτό σου με μια ορισμένη σκέψη, λες δυνατά τη λέξη «χρεν», ήρεμα σταματάς, παύεις, παρατάς αυτή τη σκέψη. Προσέξτε – η λέξη «χρεν» προφέρεται μεγαλόφωνα. Και έτσι κάθε φορά, όταν έχεις πιάσει τον εαυτό σου με κάποια σκέψη.
– Δύσκολη πρακτική — προβληματισμένος, μουρμούρισε ο Τραππ.
– Απλή, – διαφώνησε η Φόσσα.
– Δεν μπορώ να φανταστώ, ότι καταφέρνω να πάψω την εμφάνιση των σκέψεων.
– Και γιατί το χρειάζεσαι αυτό — ρώτησε η Φόσσα με μια τέτοια ύπουλη φωνή, ότι η Τζέιν κατάλαβε αμέσως, ότι ετοιμάζει το επόμενο της άλμα προς το λαιμό του θύματος. Φαντάστηκε εύκολα αυτή την εικόνα – η Φόσσα πετάγεται , με νύχια και δόντια καρφώνεται στον Τραππ, και αυτό την έκανε να γελάσει.
– Μα πώς? Για να κάνω αυτή την πρακτική…
– Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, άρχισε η Φόσσα, στην φωνή της οποίας ήδη εμφανίστηκε το λαμπερό μέταλλο, – οι οποίοι επιμένουν να ακούσουν κάτι διαφορετικό, από αυτό, που τους λένε. Οι άνθρωποι αυτοί, κατά κανόνα, είναι απελπιστικά ηλίθιοι.
Μέσα στο βλέμμα της, με το οποίο εκείνη διαπερνούσε τον Τραππ, δεν υπήρξε λιγότερο κοφτερό μέταλλο, απ` ότι στον τόνο της φωνής της.
– Να την παύσεις, και όχι να προλαμβάνεις την εμφάνιση της, – βοήθησε η Σερένα, η οποία συνέχιζε να χρησιμοποιεί το τετράδιο, την ώρα που ο Τραππ ακόμα προτιμούσε να τα καταφέρνει χωρίς αυτό. – η Φόσσα δεν προτείνει να προλαμβάνουμε την εμφάνιση της σκέψης, αλλά μιλάει για το ότι πρέπει να την σταματήσεις, να την παρατήσεις στα μισά του δρόμου, όταν αυτή εμφανιστεί. Αυτό… ναι, είναι αρκετά απλό, συμφωνώ.
– Ναι, δεν χρειάζεται να ζοριζόμαστε και να προσπαθούμε να προλάβουμε την γέννηση της σκέψης – απλώς σταμάτησε την, όποτε αυτή εμφανίζεται. Ένα απόσπασμα της χρενοκοπής – δεκαπέντε λεπτά. Όλοι δοκιμάζουμε αυτή τη στιγμή. Αμέσως τώρα – αρχίσαμε!
Η Τζέιν, που πιάστηκε απροετοίμαστη με αυτή την απαίτηση, μόλις ένα λεπτό αργότερα έπαψε τις χαοτικές κινήσεις από μια μεριά στην άλλη – να καταγράψει κάτι στο σημειωματάριο ή όχι, να απομακρύνει τις σκέψεις όσο μπορεί στην αρχή, ή μπορεί να το κάνει κάπου στη μέση. Και οι άλλοι προσπαθούσαν να κάνουν τις ερωτήσεις στην Φόσσα, αλλά εκείνη τους απέρριψε – δοκιμάστε, περνάει ο χρόνος.
Δεκαπέντε λεπτά πέρασαν μέσα στην απόλυτη σιωπή.
– Πώς πήγε; – επιτέλους ρώτησε η Φόσσα.
– Τα πρώτα πέντε λεπτά – εφιάλτης. – άρχισε ο Τραππ. – Αναπάντεχο. Εμφανίζονται ερωτήσεις για την πρακτική, εγώ τις σταματώ, και ξαφνικά τα πάντα γεμίζουν με παρανοϊκή ανησυχία – και αν ξεχάσω αυτή την ερώτηση, τι θα γίνει, αν είναι σημαντική, και μου ξεφύγει, και δεν θα μπορέσω να κάνω τίποτα με αυτό, και ότι είμαι ηλίθιος, και ότι στους άλλους είναι όλα καλά, μόνο εγώ είμαι σαν χαζός. Φρικτή χωματερή.
– Μπέρτα? – απευθύνθηκε στην κοπέλα η Φόσσα.
– Για μένα αυτό αποδείχθηκε απλό. Παρατήρησα, ότι μειώνεται το αρνητικό φόντο της ανησυχίας, της έγνοιας για ένας θεός ξέρει ποια πράγματα. Συνήθως είμαι βιαστική, έχω πολλές χαοτικές αποσπάσεις …
– Εσύ βιαστική!?? – έμεινε άναυδος ο Τραππ. – Πώς είμαι εγώ τότε, αν εσύ – είσαι βιαστική!
– Εγώ πηδάω από θέμα σε θέμα στον εσωτερικό μου διάλογο — συνέχιζε η Μπέρτα — έχω πολλές έγνοιες στους διάφορους τομείς, και όταν κάνω την χρενοκοπή, αυτή η ροή επιβραδύνεται, εμφανίζονται οι κυματισμοί της απόσπασης — δεν χρειάζεται να τρέχω πουθενά, να βιαστώ να κάνω κάτι, δεν χρωστάω τίποτα σε κανέναν.
– Ακόμα, στο κορμί μου εμφανίστηκε μια ωραία χαλάρωση, προσέθεσε η Τζέιν, – προφανώς, λόγο μόνιμου φόντου της έγνοιας το σώμα μου βρίσκεται σε δυσάρεστη μόνιμη ένταση, και εγώ δεν το καταλαβαίνω καν.
– Ναι, είσαι πολύ σφιγμένος άνθρωπος, – επιβεβαίωσε η Φόσσα. – Νομίζω, πως πρώτα απ` όλα για αυτό ευθύνεται η έγνοια για την γνώμη των άλλων, η αίσθηση της αυτο-χωλότητας (ΑΑΧ).
– Ναι, – έγνεψε η Τζέιν. – Συνέχεια νομίζω, ότι οι άλλοι είναι καλύτεροι, γενναιότεροι, εξυπνότεροι, πιο δραστήριοι και ανοιχτοί από εμένα.
– Αυτή είναι μια επικίνδυνη στάση. – η Φόσσα την κάρφωσε με το δάχτυλο της, λέγοντας τα αυτά. – Να το θυμάσαι. Είναι επικίνδυνο. Θεωρείται, ότι οι κομπλεξικοί και με ΑΑΧ άνθρωποι δεν είναι βλαβεροί, σχετικά αγαθοί και ευκολόπιστοι. Δεν είναι αλήθεια αυτό. Μέσα στους κομπλεξικούς ανθρώπους σαπίζει το μίσος, το πιο αληθινό μίσος. Σε κάποιους αυτό γίνεται βαθιά και έντονα, σε κάποιους άλλους – επιφανειακά, όμως, η ουσία δεν αλλάζει – ο προβληματισμός με τη γνώμη των άλλων και η ααχ – είναι τέλειο πρόσφορο έδαφος για το μίσος για τους ανθρώπους, κατά τη σύγκριση με τους οποίους εμφανίζεται αυτή η ααχ. Κινδυνεύεις σοβαρά, να το αντιληφθείς ξεκάθαρα αυτό.
– Κατάλαβα…, – είπε μακρόσυρτα η Τζέιν.
– Όντως το κατάλαβες, η αντιλαμβάνεσαι τις λέξεις μου ως δόγμα?
– Όχι, όχι, πραγματικά το κατάλαβα. Συμφωνώ. – η Τζέιν κοίταξε στα μάτια της Φόσσα και βίωσε έναν κυματισμό της εμπιστοσύνης και ανοιχτοσύνης. Μπροστά στην Σερένα, την Αϊρίν, και τη Μπέρτα μπορούσε να αισθανθεί ααχ, ενώ για την Φόσσα δεν υπήρξε τέτοια αίσθηση για κάποιο λόγο, αν και αυτό φαινόταν παράλογο – αφού αναμφισβήτητα η Φόσσα είναι πολύ πιο ανεπτυγμένη και δυνατή προσωπικότητα, απ` ότι τα άλλα παιδιά. – Συμφωνώ με αυτό. Ναι, υπάρχει κάποιο φόντο έντασης…
– Αποξένωσης, – τη βοήθησε η Φόσσα.
– Ναι, ακριβώς, αποξένωσης. Υπάρχει αποξένωση για αυτούς, μπροστά στους οποίους νιώθεις ααχ.
– ΝιώθΕΙΣ? – με τονισμό στην τελευταία συλλαβή επανέλαβε η Φόσσα. – Μιλάς για μένα τώρα, δηλαδή; Το μέταλλο στη φωνή της Φόσσας – ήταν το σημάδι τη ανειλικρίνειας στον εαυτό της, και η Τζέιν το έχει καταλάβει ήδη.
– Νιώθεις, νιώθ..ω, ναι νιώθω. – Διόρθωσε τον εαυτό της εκείνη. – Εγώ νιώθω.
– Μην προσφεύγεις στις λεκτικές κενώσεις αυτού του είδους. Μιλώντας για τον εαυτό σου, μίλησε για σένα, διότι όλα αυτά λογοτεχνικά απόβλητα, σαν την αναφορά για τον εαυτό σου στο τρίτο πρόσωπο – είναι το σημάδι ανειλικρίνειας, μηχανικής επιθυμίας να αποστασιοποιηθείς από τους σκοτισμούς σου.
– Νιώθω αποξενωμένη, – επιβεβαίωσε η Τζέιν.
– Παραδέξου, ότι συμφωνείς μαζί μου, – με την ίδια σκληράδα απαίτησε η Φόσσα.
– Μα συμφώνησα ήδη!
– Όχι. Εμείς είχαμε διαφωνία για κάποιο θέμα. Εσύ είπες «νιώθεις»,ενώ εγώ επέμενα στο “νιώθω”, και στο ολοκλήρωμα αυτής της διαφωνίας απόψεων εσύ δεν είπες ποτέ, ότι συμφωνείς μαζί μου.
– Νομίζω, όμως, ότι το είπα!
– Συγκεκριμένα τη λέξη «συμφωνώ» δεν την είχε πει, – παρατήρησε η Σερένα.
– Σωστά. Αν μεταξύ των πρακτικών… και εσείς τώρα θεωρείστε πρακτικοί, αν και προκαταβολικά ακόμα… αν ανάμεσα στους πρακτικούς γίνεται μια συζήτηση, αυτή πρέπει να ολοκληρώνεται με την σύνοψη των συμπερασμάτων: συμφωνείς ή τουλάχιστον διαφωνείς. Όταν εσύ δεν λες τη λέξη «συμφωνώ», αυτό μπορεί να σημάνει την έκφραση της αίσθησης αυτοσπουδαιότητας, ΑΑΣ. Η ΑΑΣ – είναι φοβερή αρρώστια, και πρέπει ένα βήμα μετά το άλλο να μειώνουμε την περιοχή της πιθανής εκδήλωσης της. Καμία δικαιολογία δεν θεωρείται αποδεκτή. Η συζήτηση ολοκληρώθηκε, εσύ συμφώνησες με τη δική μου άποψη, πες δυνατά και ξεκάθαρα: «εγώ συμφωνώ».
– Εγώ συμφωνώ!
– Έτσι.
– Όντως βιώνω μια πνιγμένη αποξένωση, όταν αισθάνομαι την ααχ σε σύγκριση με κάποιον, και πράγματι εκείνη τη στιγμή υποστηρίζω το μίσος μέσα στον εαυτό μου, διότι καταλαβαίνω, ότι η αποξένωση – είναι το έμβρυο του μίσους. Και δεν το θέλω αυτό.
– Και θα το αλλάξεις; Θα αντιλαμβάνεσαι ξεκάθαρα, ότι βρίσκεσαι σε κίνδυνο, όντας ένας κομπλεξικός άνθρωπος με ααχ?
– Ναι.
– Και με ποιον τρόπο θα το κάνεις αυτό?
– Δηλαδή? – Η Τζέιν δεν κατάλαβε την ερώτηση.
– Εσύ λες τώρα, ότι θα το αντιλαμβάνεσαι, πώς συγκεκριμένα θα το κάνεις; Δήλωσες, ότι σκοπεύεις να κάνεις κάποια πράξη, ορίστε, πες μας – πως θα το κάνεις. Όταν λες “θα σκάψω έναν λάκκο”, μπορείς να μας πεις – πως ορισμένα θα το κάνεις – θα πάρεις ένα φτυάρι, θα αρχίσεις το σκάψιμο στις οκτώ το πρωί, θα κάνεις διαλύματα για φαγητό…
– Ε… θα το καταλαβαίνω, – είπε η Τζέιν χωρίς ιδιαίτερη σιγουριά, χωρίς να ξέρει, τι άλλο να προσθέσει.
– Πότε θα ξεκινήσεις; Πόσο συχνά θα το κάνεις; Ποια εργαλεία θα χρησιμοποιήσεις; – η Φόσσα την γέμισε με ερωτήσεις.
– Τα αποσπάσματα! – φώναξε η Αϊρίν.
– Σωστά, τα αποσπάσματα, – επιβεβαίωσε η Φόσσα. – Το πρόβλημα σου βρίσκεται στο ότι αντιμετωπίζεις το σκάψιμο του λάκκου σοβαρά. Για σένα είναι κάποια πολύ αντικειμενική, λογική δραστηριότητα, για αυτό μπορείς εύκολα να φτιάξεις ένα σχέδιο και να το ακολουθήσεις. Ενώ μια απλή αντίληψη κάποιας σαφήνειας – για σένα είναι κάτι όχι τόσο σοβαρό, έτσι έχεις συνηθίσει, μα σου προτείνω να συνηθίσεις κάτι άλλο, ότι ορισμένα αυτή η δραστηριότητα είναι ο, τι πιο σημαντικό μπορεί να υπάρξει. Θα ζήσεις χωρίς το λάκκο, στην χειρότερη των περιπτώσεων θα το σκάψει κάποιος άλλος, οποίον θα προσλάβεις ή θα ζητήσεις να το κάνει. Όμως, το μίσος, που σαπίζει μέσα σου δεν θα το βγάλει κανείς άλλος, εκτός από εσένα, αδύνατον να το ζητήσεις από κάποιον άλλο, και δεν μπορείς να προσλάβεις κανέναν για να το κάνει. Αυτό, πιθανόν, είναι γενικότερα ο πιο σοβαρός στόχος στη ζωή σου. Πόσες δημιουργικές ιδέες θα εμφανιστούν στο έδαφος του σαπισμένου μίσους? Πόσες φωτισμένες αντιλήψεις, δυνατές, ζουμερές, έντονες μπορούν να εμφανιστούν, όταν το αρνητικό φόντο της αποξένωσης καλύπτει τα πάντα με την νεκρωτική μεμβράνη του; Έτσι, αν θέλεις να αντιμετωπίσεις σοβαρά αυτό το πρόβλημα, πρέπει να το λύσεις με ορισμένες πράξεις, καταλαβαίνεις?
– Ναι.
– Για παράδειγμα, υπάρχει η πρακτική της «απαγγελίας». Κάθε δέκα λεπτά, στη μέση οποιασδήποτε άλλης δραστηριότητας να λες δυνατά τη φράση, η οποία αντανακλά κάποια σαφήνεια, η προορίζεται για τον σχηματισμό ορισμένης άποψης, η κατάστασης, για παράδειγμα, η φράση «μου αρέσει να πηδιέμαι», επαναλαμβανόμενη πολλές φορές, οδηγεί στο ότι η φράση εμφανίζεται στον εσωτερικό διάλογο, συμπράττοντας στην απομάκρυνση της αμηχανίας, ντροπαλότητας. Αν εσύ θα προφέρεις την φράση «η ααχ – αποξένωση- μίσος», αυτή θα σου θυμίζει κάθε φορά την μόλις τώρα αποκτημένη σαφήνεια, με αυτόν τον τρόπο αυτή θα περνάει μέσα σου, θα στερεώνεται, θα επηρεάζει τις πράξεις και τις επιθυμίες σου. Για αυτό ονομάζουμε αυτή την πρακτική «σπρώξιμο της σαφήνειας». Ένα απόσπασμα – δεκαπέντε λεπτά της απαγγελίας.
– Και αυτό – μεγαλόφωνα?
– Καλύτερα να γίνεται μεγαλόφωνα και αυτό.
– Μα γιατί όμως συγκεκριμένα η «χρενοκοπή», για ποιο λόγο επιλέχτηκε η λέξη «χρεν»? – δεν ηρεμούσε η Αϊρίν.
– Έτσι συνηθίσαμε, – απάντησε η Φόσσα. – Ο Μποντχ βρήκε αυτή την λέξη, και μου αρέσει – έχει αντίκτυπο με παιχνιδιάρικη αίσθηση. Τέλος του μαθήματος.
Δεν συγκεντρώνονταν όλοι μαζί συχνά, το πολύ δύο φορές την ημέρα, διότι όλοι είχαν τις δικές τους δουλειές, για αυτό ο Τόμας, η Φλορίντα και η Φόσσα έδιναν καμιά φορά ορισμένα μαθήματα ατομικά, και αργότερα οι πληροφορίες για αυτό εξαπλώνονταν σταδιακά ανάμεσα στα άλλα μέλη της ομάδας.
Ο Τόμας ήρθε το βράδυ στο δωμάτιο τους, και μαζί με την Αϊρίν άρχισε να συζητάει κάτι, που είχε σχέση με τα πετρώματα. Στην Τζέιν άρεσε να τα χαζεύει, και είχε πάρα πολλές ευκαιρίες για αυτό – σε πολλά μέρη της βάσης έβρισκε σε κάποια γωνιά μια γυάλινη βιτρίνα με ράφια, γεμάτη με τα πιο ποικιλόμορφα πετρώματα. Μια εδώ, μια εκεί φαίνονταν οι μεγάλες μουσούδες των πετρωμένων κορμών, που μετατράπηκαν σε αχάτη ή στον ίασπι, οι τεράστιοι χαλαζίες και λαβραδορίτες. Δίπλα στην κεντρική λίμνη στο έδαφος στεκόταν, αντανακλώντας τον ήλιο με απίστευτες αναλαμπές, ένας γιγαντιαίος λαβραδορίτης βάρους δυο τόνων. Όμως, η ίδια ορυκτολογία, σαν επιστήμη, την ενδιέφερε πάρα πολύ λίγο, και δίνοντας τον Τόμας και την Αϊρίν την ευκαιρία να συζητήσουν αυτά τα θέματα, η Τζέιν χώθηκε στο λαπ-τοπ της, προσπαθώντας να περάσει μέσα από την ζούγκλα των όρων της γενετικής. Η γενετική, παρά τις αρχικές ανασφάλειες της Τζέιν, αποδείχτηκε αρκετά συναρπαστική. Ο Άντι είχε δίκιο – το πρώτο σοκ από την πληθώρα των περίπλοκων ονομασιών πέρασε. Σταδιακά η Τζέιν μάθαινε όλο και περισσότερες πληροφορίες, οι οποίες μαζεύονταν σε σημαντικά κομμάτια της γνώσης. Τώρα μπροστά της είχε τα τελευταία νέα από το μέτωπο της βιογενετικής, στην οποία έδιναν μεγάλη προσοχή εδώ, στην βάση. Το θέμα είχε πολύ ενδιαφέρον και από μόνο του, όμως, κρίνοντας απ` όλα, το ενδιαφέρον, που εκδήλωναν οι επιστήμονες της βάσης, δεν ήταν αφηρημένο – με κάποιο τρόπο αυτό σχετιζόταν με τους βασικούς στόχους, για τους οποίους η Τζέιν δεν είχε ξεκάθαρη αντίληψη. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν καν σίγουρη, ότι αυτός υπάρχει – αυτός ο «βασικός στόχος», τόσο ποικιλόμορφες, διαφοροποιημένες ήταν οι κατευθύνσεις των ερευνών. Οι απευθείας ερωτήσεις, τις οποίες εκείνη έκανε στον Άντι, η στον Τόμας, η σε οποιονδήποτε άλλο, δεν έβρισκαν την κατάλληλη απάντηση. Στο τέλος της ήρθε στο μυαλό μια απλή σκέψη, η οποία έλεγε, ότι σύμφωνα με τις προτεραιότητες, τοποθετημένες ανάμεσα στα διάφορα ενδιαφέροντα, θα υπάρξει και ανάλογη εργαστηριακή υποδομή, έτσι το μόνο που έπρεπε να κάνει – είναι να δει, ποια εργαστήρια έχουν κυρίαρχη θέση στη βάση, έστω λόγο του χώρου, που καταλαμβάνουν, η με την ποσότητα των ανθρώπων, που απασχολούνται εκεί, και τότε, ίσως θα καταφέρει να καταλάβει κάτι. Όμως, και αυτή η προσέγγιση αποδείχτηκε αναποτελεσματική, διότι μόνο σε μια μεριά της ζυγαριάς θα μπορούσε να τοποθετήσει την υπό κατασκευή τεράστιο εργαστήριο της γενετικής, και στην άλλη – καμιά δεκάδα ατόμων, που κινούνται ήρεμα μια εδώ, μια εκεί, και μετά κλείνονταν στα γραφεία τους, ή ακόμα εξαφανίζονταν ένας διάολος ξέρει για ποιο λόγο, για να εμφανιστούν αργότερα στα κάτω επίπεδα ξαφνικά – και τι υπερισχύει εδώ; Με τι ασχολούνται αυτά τα άτομα, που εξαφανίζονται?
Στο τέλος, η ματαιότητα των προσπαθειών να ξεχωρίσει όλα τα αυτά την απογοήτευσε, και η Τζέιν συνέχισε να ασχολείται με τις δικές της δουλειές.
Η Μάρθα με κάθε δυνατό τρόπο παρακινούσε την Τζέιν, της έδινε τα βιβλία, την καλούσε στις συζητήσεις, όπου εκείνη δεν καταλάβαινε πολλά ακόμα, μα σιγά-σιγά τα βασικά ζητήματα της επιγενετικής της έγιναν κατανοητά και συνηθισμένα, και γενικώς όλο το θέμα ήταν αρκετά συναρπαστικό. Δεν είχε καταλάβει ακριβώς, για ποιο λόγο η Μάρθα ενδιαφερόταν τόσο πολύ στην προσέλκυση της – ίσως από την γενική φιλικότητα, ή επειδή υπολόγιζε, ότι η Τζέιν μπορεί να τους προσφέρει κάποια βοήθεια? Η Τζέιν γρήγορα ξεπέρασε την τελειομανία, η οποία παραλίγο να καταστρέψει το ενδιαφέρον της – αποφάσισε, ότι πρέπει πρώτα απ` όλα να «κατακτήσει τις βάσεις», και, παίρνοντας στα χέρια της έναν τεράστιο, τριών τόμων “ταλμούδ” για την γενετική, άρχισε να το μελετάει. Τρεις μέρες αργότερα το ενδιαφέρον της χάθηκε, και αυτό έγινε αμέσως αντιληπτό για την Μάρθα. Μαθαίνοντας, με τη ασχολήθηκε η Τζέιν, εκείνη την έβρισε φιλικά, και την πήγε αμέσως στον Τζέρι. Αυτός, τρέχοντας από τη μια άκρη του ενός διώροφου ποδοσφαιρικού γηπέδου στην άλλη, όπου κτίστηκε το νέο εργαστήριο, ταυτόχρονα την έκανε πλύση εγκεφάλου.
– Αυτή είναι ηλίθια τελειομανία, – την έπειθε εκείνος. –Σκέψου, τι θα γίνει, αν προτού ξεκινήσεις τις έρευνες, εσύ θα αποφασίσεις να περάσεις όλων τον δρόμο, που είχαν κάνει η γενετική και η φυσιολογία μέσα σε διακόσια χρόνια. Δηλαδή, θα αρχίσεις να διαβάζεις τον Μέτσνικοφ και Παβλόφ; Τον Παστέρ και Κοχ; Είναι πολύ ενδιαφέρον, δεν λέω, και είμαι σίγουρος, ότι με τον καιρό θα διαβάσεις και αυτούς, και πολλούς άλλους, για τους οποίους δεν έχεις ακούσει καν ακόμα, μα δεν μπορείς να το θέτεις αυτό σαν υποχρεωτικό πρόλογο. Δεν κάνει να αρχίζεις την γνωριμία με κάτι από ένα βιβλίο, στο οποίο μια παράγραφο μετά την άλλη έχουν διατυπωθεί οι σύγχρονες αντιλήψεις για την επιστήμη. Σε καμία περίπτωση, αυτό είναι θάνατος! Είναι σκέτο κυανιδιο! Αν θέλεις να σε προσελκύσει η επιστήμη – πήγαινε κατευθείαν στο μάτι του κυκεώνα, στην ίδια την καρδιά των ερευνών. Μπες μέσα στο ιερό, μίλησε με τους πρωτοπόρους. Δεν έχει σημασία, ότι δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Μάθαινε, κάνε ερωτήσεις, άνοιξε τα ίδια βιβλία και πάρε από αυτά ο, τι θέλεις, ο, τι σε ενδιαφέρει. Ας πάρουμε την επιγενετική…
Η Τζέιν δεν αμφέβαλε καν, ότι η λέξη «επιγενετική» θα εμφανιστεί ήδη στο δεύτερο λεπτό της κουβέντας τους:)
– Αυτή είναι ένας νέος κλάδος της γενετικής, δεν έχει μελετηθεί καλά ακόμα. Εμείς κάνουμε τα πρώτα βήματα, και εσύ, δηλαδή, θα στερήσεις από τον εαυτό σου την απόλαυση να κάνεις τα πρώτα βήματα μαζί μας; Μόνο και μόνο, επειδή δεν έχεις τις γνώσεις της κλασσικής γενετικής; Βλακείες! Μέχρι τον καιρό, που εσύ θα αποκτήσεις αυτές τις γνώσεις, εμείς θα προχωρήσουμε ακόμα πιο μακριά – αυτός είναι φαύλος κύκλος. Όχι, πρέπει να χωθείς κατευθείαν στην κόλαση και σταδιακά να αυξάνεις το επαγγελματικό σου επίπεδο – έτσι θα δουλέψει καλά το πράγμα.
– Εκτός από αυτό, – προσέθεσε εκείνος, σταματώντας και κοιτάζοντας την προσεκτικά, – αφού εσύ είσαι φυσικός. Το κεφάλι σου δουλεύει, όπως ενός φυσικού, και όχι γενετικού. Αυτό σημαίνει, ότι ανά πάσα στιγμή μπορείς να μας προτείνεις μια ασυνήθιστη προσέγγιση για να λύσουμε κάποιο πρόβλημα, σε σένα μπορεί να περάσει η σπίθα της ιδέας, που σε μας δεν θα περνούσε ποτέ – απλώς λόγο του ότι τα δικά μας μυαλά δουλεύουν σε κάποια συνηθισμένη για μας ροή, καταλαβαίνεις?
Αυτή το καταλάβαινε. Της άρεσε να αισθάνεται τον εαυτό της σαν κάποια, που μπορεί να φανεί χρήσιμη, από την οποία οι άλλοι μπορούν να περιμένουν ενδιαφέρουσες ιδέες και ασυνήθιστες προσεγγίσεις. Αυτό συντηρούσε τον ενθουσιασμό, με το οποίο εκείνη προσπαθούσε να μπει στο νόημα της λεγάμενης επιγενετικής. Πέρασε πολύς καιρός, μέχρι να μάθει, ότι ο Τζέρι ξέρει την φυσική εξίσου καλά, όσο και ο Πολ, και καθόλου χειρότερα από τον Εντ – έναν ψηλό άντρα κοντά στα πενήντα, που διεύθυνε ένα από τα φυσικά εργαστήρια με άγνωστο αντικείμενο μελέτης.
Βασικά, η επιγενετική αποδείχτηκε όντως σχετικά απλή επιστήμη. Ερευνά κάτι, που παλιότερα θεωρείτο εξ αρχής αδύνατον – την μετάδοση των κληρονομικών αλλαγών στο φαινότυπο, ή την γονιδιακή έκφραση εκτός της ακολουθίας του DNA. Στις εργαστηριακές συνθήκες οι αλλαγές τέτοιου είδους παραμένουν ορατές κατά τη διάρκεια ζωής μερικών γενιών διάφορων ζωντανών οργανισμών.
Οι μεταλλάξεις και αλλαγές στο DNA – είναι δυο πράγματα, που δεν γίνονται ξεχωριστά το ένα χωρίς το άλλο, ή έτσι νόμιζαν οι επιστήμονες για έναν ολόκληρο αιώνα. Στα μυαλά των γενετικών αυτά είχαν πράγματι την ίδια σημασία. Λέγοντας «μεταλλάξεις» εννοούσαν τις «αλλαγές του DNA», και το αντίστροφο. Ωστόσο, ακόμα στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα αποκαλύφθηκε, ότι τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Καμιά φορά γίνεται, ότι δεν συμβαίνουν οι αλλαγές στην ακολουθία του DNA, αντί αυτού άλλοι γενετικοί παράγοντες αναγκάζουν τα γονίδια να συμπεριφέρονται διαφορετικά. Και αν κάποτε όλοι σκέφτονταν, ότι μόνο τα γονίδια ορίζουν, πως θα είναι ένα ζωντανό πλάσμα (συμπεριλαμβανόμενο και τον άνθρωπο), τότε σήμερα ξέρουμε σίγουρα, πως ο, τι κάνουμε, ο, τι τρώμε, πίνουμε, όποιες εντυπώσεις λαμβάνουμε, και το πιο σημαντικό – αν βιώνουμε τα αρνητικά συναισθήματα ή τις φωτισμένες αντιλήψεις, και ποιες συγκεκριμένα, και πόσες – όλα τα αυτά χωρίς εξαίρεση επηρεάζουν την έκφραση των γονιδίων δικών μας και των επόμενων γενιών. Η επιγενετική, ουσιαστικά, μας γύρισε από τον κόσμο, στο οποίο τα πάντα φαίνονταν σκληρά προγραμματισμένα και ανεξάρτητα από τον τρόπο ζωής μας, στον κόσμο, όπου η ελεύθερη επιλογή υπάρχει όχι μόνο στον ψυχολογικό τομέα, αλλά και στον γενετικό.
«Η επίδραση στην έκφραση των γονίδιον», – με ικανοποίηση επανέλαβε η Τζέιν, νιώθοντας απόλαυση λόγο του ότι ακόμα δυο μήνες πριν αυτή η φράση θα προκαλούσε μέσα της μια κρίση της αβεβαιότητας για τον εαυτό της, όμως, τώρα ήξερε πια, ότι η έκφραση – είναι μια διαδικασία, στην οποία η κληρονομική πληροφορία του γονιδίου, δηλαδή, μιας ακολουθίας των νουκλεοτιδίων του DNA, μεταμορφώνεται σε ένα συγκεκριμένο λειτουργικό προϊών, ας είναι το ριβονουκλεινικό οξύ η κάποια πρωτεΐνη.
Στα εργαστήρια της «Χώρας του Μπόντχι» οι μελέτες της επίδρασης των φωτισμένων αντιλήψεων στην γονιδιακή έκφραση προχωρούσαν με μέγιστο ρυθμό, και αυτό ήταν πολύ, πολύ ενδιαφέρον. Αποκαλύφθηκε, ότι τα ιντρόνια – εκείνα τα κομμάτια του DNA, που δεν συμμετέχουν στην κωδικοποίηση, παρουσία των ΦΑ δραστηριοποιούνται ασυνήθιστα, ενώ σε έναν κανονικό άνθρωπο βρίσκονται σε αδράνεια και δεν επηρεάζουν την μεταγραφή. Τα ιντρόνια δείχνουν – με ποια σειρά θα συναρμολογηθεί το τάδε η εκείνο κομμάτι του γονότυπου, και από αυτή την ακολουθία εξαρτώνται πάρα πολλά, αν όχι όλα. Από εδώ έβγαιναν πολλές κατευθύνσεις για την έρευνα ταυτόχρονα, και η Τζέιν κάθε μέρα όλο και περισσότερο βούλιαζε μέσα σε αυτό, προς μεγάλη χαρά δική της και της Μάρθας με τον Τζέρι.
Μια από τις κατευθύνσεις αφορούσε στην μελέτη του γενετικού υλικού των ανθρώπων, που βιώνουν διάφορες φωτισμένες αντιλήψεις. Ο εξεταζόμενος προχωρούσε στην επίτευξη μιας ορισμένης ΦΑ ή ενός συνόλου των ΦΑ, και έπειτα έδινε ένα δείγμα DNA του για εξέταση. Αυτό θα μπορούσε να φανεί αδύνατον, και όμως, αποδείχτηκε, ότι ακόμα και τρία εικοσιτετράωρα επίμονης δημιουργίας των ΦΑ ήταν αρκετά, ώστε τα ιντρόνια να αρχίσουν να λειτουργούν λίγο διαφορετικά, και η ακολουθία της σύνθεσης κάποιων πρωτεϊνών άλλαζε, κάτι, που άλλαζε και τα χαρακτηριστικά τους. Σε ποιο βαθμό, όμως?
Στις οικογένειες των δραπετών και των συμπαθούντων είχαν γεννηθεί παιδιά – η διαδικασία αυτή ξεκίνησε την εποχή, όταν η καλλιέργεια του μουσουδο-πολιτισμού βρισκόταν στην αρχή της, και τα πρώτα αποτελέσματα ήταν εντελώς προβλέψιμα – τα νεογέννητα παιδιά σε τίποτα δεν διέφεραν από τα συνηθισμένα, και πολλά από αυτά βίωναν απόρριψη για την μουσουδο-ζωή και επέστρεφαν στον κανονικό κόσμο, στην άλλη μεριά του τοίχου, ο οποίος χωρίζει τον κόσμο των συνηθισμένων ανθρώπων από τον κόσμο αυτών, που επιδιώκουν τις ΦΑ. Όμως, όταν οι γονείς των παιδιών ήταν μουσούδες, τότε η κατάσταση άλλαξε – η πλειοψηφία των ενδιαφέρον και ζωντανών κουκλιών πάνω από τους κανονικούς μπόμπιρες ήταν συντριπτική. Ακριβώς τότε σχηματίστηκε η υπόθεση για το ότι οι αλλαγές, που συμβαίνουν στον οργανισμό του ανθρώπου, που καλλιεργεί τις φωτισμένες αντιλήψεις, εκείνες οι σειρές των σωματικών συναισθήσεων και μεταμορφώσεων, από τις οποίες αυτός περνάει, αφήνουν το αποτύπωμα τους και στο γενετικό του υλικό.
Μια διαφορετική κατεύθυνση μελετούσε την επίδραση των ΦΑ, που βιώνει ο άνθρωπος, στις άλλες ζωντανές μουσούδες, βρισκόμενες στην επαφή μαζί του. Ήδη πριν από πάρα πολύ καιρό γνώριζαν για την επίδραση της μουσικής στην ανάπτυξη του καρότου – όταν ακουγόταν κλασσική μουσική, τότε ο ρυθμός της ανάπτυξης αυξανόταν, την ώρα που η κακοφωνία του ροκ την επιβράδυνε αισθητά και οδηγούσε στην εμφάνιση πιο αδύναμων καρπών. Ανάλογο αποτέλεσμα παρατηρήθηκε και στην περίπτωση, όταν μιλούσαν τρυφερά ή άγρια με τα λουλούδια. Αλλά αυτά δεν έβγαιναν πέρα από τα όρια των απλών συζητήσεων, και δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε τον λόγο – πώς μπορεί ένας συνηθισμένος άνθρωπος να «μιλήσει τρυφερά»? Νομίζει, ότι μιλάει τρυφερά, ενώ στην πραγματικότητα την ίδια στιγμή αναμασάει κάποιο παράπονο, ή βιώνει την ΑΑΧ στο φόντο και τα λοιπά. Έτσι δεν είχαν σταθερά αποτελέσματα, μα θα ήταν αδύνατον κιόλας να τα λάβουν. Τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά στα εργαστήρια της “Χώρας του Μπόντχι”, όπου η καλλιέργεια των φωτισμένων αντιλήψεων γινόταν με επαγγελματική βάση. Τα αποτέλεσμα, που έλαβαν, ήταν καταπληκτικά. Το φυτό, που επιλέχθηκε ως φωτισμένος παράγοντας για τις ορισμένες ΦΑ, και επίσης ως αντικείμενο για αυτές τις ΦΑ, προφανώς περνούσε από ευδιάκριτες αλλαγές στην γονιδιακή έκφραση. Αν αυτό είχε κάποιο εξελικτικό νόημα – επρόκειτο ακόμα να μάθουν.
Και η ομάδα των ερευνητών, που εκτελούσε πειράματα στο παράρτημα του Ναμτσέ έφτασε στα καταπληκτικά αποτελέσματα. Η Τζέιν έπαψε πια να εκπλήσσεται, ανακαλύπτοντας τους θύλακες της «Χώρας του Μπόντχι» σε διάφορα μέρη, έτσι, όταν ανακάλυψε, ότι στην κορυφή του λόφου, που δεσπόζει πάνω από το Κχουμτζούνγκ, μια ώρα πεζοπορίας από το Ναμτσέ, εγκαταστάθηκε ένα μικρό βιολογικό, ή, για την ακρίβεια, ζωολογικό και βοτανικό εργαστήριο. Βρίσκοντας κάπως μερικές μέρες, η Τζέιν πέταξε εκεί μαζί με την Μάρθα – ένα ιδιωτικό αεικίνητο διθέσιο ελικόπτερο ήταν τρομερά άνετο, και αμέσως μετά από αυτή την πτήση η Τζέιν γράφτηκε στα μαθήματα για τους πιλότους – η Μάρθα πετούσε το ελικόπτερο με απόλυτη άνεση. Καθισμένη σε διαφανή σταγόνα, που έτρεχε ανάμεσα στα χιονισμένα βουνά, η Τζέιν βίωνε τόσο δυνατή έξαρση, ότι αργότερα μια απλή ανάμνηση ήταν αρκετή, για να μπει ξανά εύκολα σε αυτή την κατάσταση.
Το εργαστήριο του Κχουμτζούνγκ ήταν εξαιρετικά μικρό: σε ένα στρέμμα έκτασης βρισκόταν ένα διώροφο σπιτάκι, περικυκλωμένο από τις δύο πλευρές με μεγάλα βράχια. Από πάνω όλη την ημέρα τω φώτιζε ο ήλιος μέσα από την γυάλινη οροφή. Εδώ δούλευαν και ζούσαν. Ουσιαστικά το σπίτι δεν έπιανε πολύ χώρο, και το μεγαλύτερο κομμάτι του οικοπέδου γέμιζε ένα άλσος με ροδόδεντρα, καλυμμένα με διάφορα απίστευτα άλγη και κρεμαστά βρύα. Ακριβώς σε αυτό το άλσος και γίνονταν τα πειράματα, τα οποία στο μέλλον θα γίνονταν επικά. Δύσκολα θα έβρισκες αλλού ανθρώπους, τόσο παθιασμένους με τις έρευνες τους. Ξυπνώντας στις πέντε το πρωί, η Τζέιν τους έβλεπε να ασχολούνται ήδη με πειράματα ή με την επεξεργασία των αποτελεσμάτων, και πηγαίνοντας για ύπνο στις δέκα, τους άφηνε με λύπηση, πάνω στο πιο ενδιαφέρον σημείο της βραδινής τους συζήτησης.
Το πιο συναρπαστικό για αυτήν κομμάτι των ερευνών αφορούσε την προοδευτικότητα. Η επιρροή, που ασκούσαν οι ερευνητές αυτής της ομάδας στην ζωντανή φύση, είχε ορισμένο στόχο. Τα πιο εντυπωσιακά αποτελέσματα πέτυχε το ζευγάρι από την Χηλή – άντρας και γυναίκα με καθαρά γερμανική εμφάνιση, που δούλευαν με ένα σμήνος κορακιών. Όταν η Τζέιν άκουσε για πρώτη φορά, πως αυτά τα κοράκια μιλάνε, έμεινε εντελώς άφωνη. Ήταν απλώς αδύνατον να πιστέψεις, όμως, τα κοράκια όντως μιλούσαν – μεταξύ τους, προς το παρόν. Δεν έκραζαν, ίσως πολύ σπάνια. Έκαναν εκατοντάδες διαφορετικούς ήχους, οι οποίοι καταγράφονταν προσεκτικά και εξετάζονταν. Επί ολόκληρες ώρες τα κοράκια κάθονταν πάνω στα κοντινά δέντρα και εξασκούνταν στην προφορά διάφορων ήχων. Η εξ αρχής στάση του Χιόλγκα (αυτό, όλως περιέργως, ήταν αντρικό όνομα), και της Λάουρα δήλωνε, ότι τα κοράκια δεν πρέπει να εκπαιδεύονται στην αιχμαλωσία. Αυτοί απέρριπταν τις οποιεσδήποτε μορφές εκπαίδευσης στην αιχμαλωσία, ως εκ των προτέρων αφύσικες, αντιεξελικτικές και λόγο αυτού αναποτελεσματικές. Ήθελαν να ασχοληθούν αποκλειστικά και μόνο με μια τέτοια επίδραση στα κοράκια, η οποία θα ενδιέφερε και τα πτηνά. Κατά τη γνώμη τους, μόνο αυτό εξασφάλιζε την υψηλή και ειλικρινή συμμετοχή των κορακιών στην αυτό-ανάπτυξη και μετάδοση των δεξιοτήτων στους απόγονους τους. Και πήραν αυτό, που ήθελαν. Έδεσαν στο κάθε κοράκι ένα δίχρωμο κορδονάκι στο λαιμό, και από τους συνδυασμούς των χρωμάτων ακόμα και η Τζέιν έμαθε πάρα πολύ γρήγορα να τα ξεχωρίζει. Καταπληκτικό, μα και τα κοράκια, όπως φάνηκε, εύκολα διέκριναν τα πρόσωπα των ανθρώπων. Συγκεκριμένα τα πρόσωπα. Μόλις η Τζέιν έβγαζε το κεφάλι της έξω από το παράθυρο, το ενδιαφέρον των κορακιών χανόταν μεμιάς, και τα πουλιά πηδούσαν στα διπλανά κλαδιά. Ενώ όταν στο παράθυρο φαινόταν το πρόσωπο κάποιου από τους κατοίκους της βάσης, τα κοράκια αμέσως εκδήλωναν πολύ πιο ζωηρό ενδιαφέρον. Η Τζέιν είχε διαβάσει και πριν για το ότι τα κοράκια – είναι εξαιρετικά έξυπνα πουλιά, τα οποία κάνουν παιχνίδια περίπλοκης μορφής και κοινωνική δομή. Και όμως η όψη των δυνατών, ισχυρών πουλιών με μέγεθος μιας γάτας, τα οποία ώρα με την ώρα, μέρα με την μέρα εξασκούνται στην ομιλία τους, δημιουργούν μπροστά στα μάτια σου τη δική τους αληθινή γλώσσα, ήταν καταπληκτική.
Όσο τα παρατηρούσε, στο μυαλό της Τζέιν έρχονταν διάφορες σκέψεις και φαντασίες, αρχίζοντας από τις αντί-ουτοπίες των παλιών χρόνων, στις οποίες τα πουλιά, που απέκτησαν την ευφυΐα γίνονταν επιθετικοί δολοφόνοι, μέχρι τα γλυκανάλατα ειδύλλια, στα οποία οι άνθρωποι και τα πτηνά κτίζουν από κοινού έναν κόσμο, στον οποίο ζουν πλάσματα, που καλλιεργούν τις φωτισμένες αντιλήψεις. Μιλώντας ειλικρινά, οι ανησυχίες, παρά την ολοφάνερη απουσία ρεαλιστικότητας, δεν την άφηναν, και η Τζέιν μοιράστηκε τους φόβους της με τους άλλους. Εκείνοι αντέδρασαν εποικοδομητικά, δείχνοντας σε αυτήν τα αποτελέσματα των μελετών τους, σχετικά με αυτές τις συγκεκριμένες κοινωνικές εκδηλώσεις των κορακιών, που αφορούσαν τα ζητήματα της συνεργασίας, ή του ανταγωνισμού. Και σε αυτούς το ερώτημα προκαλούσε ανησυχίες, ενώ τα αποκτημένα δεδομένα ήταν αρκετά ελπιδοφόρα: στα πρώτα στάδια της εκπαίδευσης τα πουλιά φέρονταν αρκετά εγωκεντρικά, σύμφωνα με την αρχή «ο δυνατότερος έχει δίκιο». Όχι ότι πλακώνονταν για την τροφή – κάτι τέτοιο δεν είχε παρατηρηθεί σχεδόν ποτέ, όμως, ο ανταγωνισμός, στον οποίο κέρδιζε το πιο γρήγορο και πονηρό πουλί, ήταν ένα συνηθισμένο φαινόμενο. Με την πρόοδο της ανάπτυξης της γλώσσας τους, αναπτυσσόταν και η κοινωνική τους δομή, και προς χαρά και ανακούφιση των επιστημόνων, η ανάπτυξη αυτή πήρε μια εποικοδομητική κατεύθυνση – άρχισαν να εκδηλώνονται η φιλικότητα και αλληλεγγύη. Αν παλιότερα μόνο οι γονείς τάιζαν τους νεοσσούς, τώρα πια οποιοδήποτε ενήλικο πουλί μπορούσε να φέρει μια λιχουδιά – ένα κομματάκι μπισκότου – και να το προσφέρει στον νεοσσό, κάτι, που έδινε στους γονείς την δυνατότητα να αφιερώνουν τον χρόνο και στην εκπαίδευση, και στις άλλες δουλειές, που έχουν τα πουλιά. Και τα παιχνίδια τους έγιναν πιο περίπλοκα. Επίσης μεγάλωνε η εμπιστοσύνη τους στους ανθρώπους, που γνώριζαν πια. Ήδη την τρίτη μέρα τα κοράκια άρχισαν να παίρνουν την τροφή από τα χέρια της Τζέιν, και αυτό ήταν συγκλονιστικό. Αυτά τα πουλιά τρομάζουν εύκολα, και όμως, έδειχναν τόση εμπιστοσύνη. Επέτρεπαν να τους αγγίζουν, να ανακατεύουν τα φτερά τους, να τους χαϊδεύουν. Η Τζέιν χάιδευε τα λεία κεφάλια τους, έμπλεκε τα δάχτυλα στο χνούδι στην κοιλιά τους, ενώ τα κοράκια στέκονταν πολύ ώρα και την κοίταζαν. Σε αυτές τις στιγμές η Τζέιν ένιωθε πολύ δυνατή χαρά και συμπάθεια για αυτές τις ζωντανές μουσούδες.
Παρέμεινε ανοιχτή η ερώτηση – σε οποιαδήποτε κοινωνία των κορακιών θα συνέβαιναν τέτοιες αλλαγές, ή μόνο σε εκείνες, οι οποίες είχαν για δάσκαλους τους ανθρώπους, που καλλιεργούν τις ΦΑ? Δεν μπορούσαν και να μην υπολογίσουν και έναν ακόμα παράγοντα, ο οποίος βρισκόταν στην προσανατολισμό των επιθυμιών. Η κατεύθυνση της ανάπτυξης του πολιτισμού των κορακιών εξασφαλιζόταν, όσο καταπληκτικό και να φανεί αυτό, με τις χαρούμενες επιθυμίες των επιστημόνων, αφού κανένας άλλος τρόπος της επικοινωνίας μεταξύ τους δεν θα μπορούσε να υπάρξει προς το παρόν. Η Τζέιν δεν καταλάβαινε ακόμα καλά την ουσία αυτού του φαινομένου, και σύμφωνα με τα λεγόμενα της Λάουρα, μόνο στην τέταρτη τάξη – αν φτάσει ποτέ εκεί – θα καταλάβει πολλά, όμως, σε γενικές γραμμές αυτό είχε την εξής μορφή: οι επιστήμονες κατέγραφαν την πρόθεση τους με έναν ορισμένο τρόπο, και αυτό έδινε την κατεύθυνση προς ανάπτυξη. Υπό την έννοια «πρόθεση» εκείνοι αντιλαμβάνονταν ένα ολόκληρο σύνολο των αντιλήψεων: η χαρούμενη επιθυμία (δηλαδή τέτοια, που συνοδεύεται με προσμονή ή η έξαρση – αφηρημένη προσμονή, χωρίς αντικείμενο), κατόπιν – η σιγουριά για το ότι η ανάπτυξη θα γίνει στον συγκεκριμένο τομέα. Εδώ συγκαταλεγόταν και μια τόσο παράξενη έννοια, όπως η «εισχώρηση». Η Τζέιν προσπάθησε να μάθει – τι είναι αυτό, όμως, η Φόσσα απάντησε, ότι την εισχώρηση θα τη διδάξει ο Τόμας, και αυτό δεν θα συμβεί προτού περάσει στην τρίτη, ίσως και στην τέταρτη τάξη. Η μελέτη της πρόθεσης άνηκε στην θεματολογία, κλειστή για τις μη-μουσούδες, για αυτό η Τζέιν δεν μπορούσε ακόμα να εξετάσει το ζήτημα με λεπτομέρειες.
Και οι εθνογράφοι παρατηρούσαν την ανάπτυξη της κοινωνίας των κορακιών, και κρίνοντας από τα μάτια τους, που έλαμπαν, είχαν πολλά πράγματα να ασχοληθούν σε αυτό το μέρος. Τα αποτελέσματα δημοσιεύονταν στην εσωτερική ιστοσελίδα της «χώρας του Μπόντχι», μα η εθνογραφία των κορακιών δεν έφτασε στα χέρια της Τζέιν – είναι πάρα πολύ λίγες οι ώρες στην ημέρα, και ο ανταγωνισμός των χαρούμενων επιθυμιών ήταν υπερβολικά υψηλός.
Παρεμπιπτόντως, αυτή ήταν άλλη μια θεμελιώδης αλλαγή στη ζωή της – ο αυξημένος ανταγωνισμός των χαρούμενων επιθυμιών. Με χαμόγελο εκείνη θυμόταν τους πρώτους μήνες, που πέρασε εδώ, όταν νόμιζε, ότι η ζωή της είναι πλήρως γεμάτη. Ναι, καλά, πολύ γεμάτη! Τώρα της φαινόταν, ότι ο χρόνος τότε πέρασε μάταια, ανάμεσα στις νωθρές επιθυμίες, αναμεμιγμένες με μιζέρια, ακόμα και ανία. Η διαφορά έγινε πολύ ευδιάκριτη, όταν άρχισαν τα μαθήματα για τα πρωτάκια, και η Τζέιν ξεκίνησε την συσσώρευση των αποσπασμάτων.
Στην αρχή ήταν δύσκολο, και φαινόταν, ότι τα αποσπάσματα συγκεκριμένα καταναλώνουν τον χρόνο, και δεν τον προσθέτουν. Δυσκολεύτηκε πολύ και με την πρακτική της καταγραφής ανά ένα λεπτό (αλκ), η οποία συνίσταται στο ότι ο πρακτικός ανά ένα λεπτό έγραφε στο τετράδιο έναν αριθμό, που χαρακτήριζε την γενική του κατάσταση στην κλίμακα από το μείον τρία έως συν τρία, όπου στο μηδέν αντιστοιχούσε η ανοιχτό-γκρίζα κατάσταση της επάρκειας, στο ένα – το αδύναμο φωτισμένο φόντο, στο δυο – ευδιάκριτο φωτισμένο φόντο με αναλαμπές των ΦΑ, ενώ στα τρία – πυκνό και σταθερό φωτισμένο φόντο με αναλαμπές των ΦΑ και ξεκάθαρη παρουσία της επιμονής στην μάχη για την αλλαγή των αντιλήψεων. Καμιά φορά την έπιανε το κανονικό σύνδρομο της στέρησης, όταν δεν ήθελε με τίποτα να κάνει την αλκ, ειδικά την ώρα κάποιας συναρπαστικής δραστηριότητας, αν και η Φόσσα απαιτούσε η αλκ να γίνεται ακριβώς κατά διάρκεια έντονης και ενδιαφέρον δραστηριότητας. Μετά από μόλις δέκα ημέρες εκείνη ένοιωσε «καλύτερα», και η ανάμνηση για την αλκ είχε άμεσο αντίκτυπο με το πείσμα και προσμονή, με το κάλεσμα. Εφόσον έπρεπε να αφιερώσει το πολύ ένα δευτερόλεπτο για την εκτίμηση και καταγραφή της κατάστασης, όντως δεν χανόταν ο χρόνος, ενώ η πυκνότητα ζωής την ώρα της αλκ δυνάμωνε αισθητά. Αν κάποτε μπορούσε να κολλήσει σε κάτι ανθυγιεινό για μισή ώρα – στην παρασιτική περιέργεια ή στην σάπια φιλικότητα ή ακόμα στο αρνητικό φόντο, χάρη στην αλκ αυτό έγινε εντελώς αδύνατον. Και ακόμα έναν μήνα αργότερα η συνήθεια του μόνιμου ελέγχου της κατάστασης εξαπλώθηκε και πέρα από τα όρια του χρόνου, στη διάρκεια του οποίου εκείνη εκτελούσε την συγκεκριμένη πρακτική.
Μαζί με τον Τόμας αυτοί έμαθαν την πρακτική δημιουργίας της βεβαιότητας-120. Άρχισαν ορισμένα από αυτή την ηλικία, και ο Τόμας πρότεινε να μην βιαστούν πουθενά, έτσι μόλις πριν από λίγο καιρό εκείνη άλλαξε την ηλικία από τα εκατό είκοσι στα εκατό τριάντα. Η βεβαιότητα για το ότι αυτή θα ζήσει τουλάχιστον εκατό είκοσι χρόνια, επίσης επηρέαζε σοβαρά την εντατικότητα και πυκνότητα των χαρούμενων επιθυμιών, έτσι η εθνογραφία των κορακιών απλώς δεν ήταν ικανή να ανταγωνιστεί όλα τα άλλα.
Και πάλι εκεί, στον Κχουμτζούνγκ, η Τζέιν παρατηρούσε την πρόοδο των ερευνών, που έκαναν οι βοτανικοί-προοδευτικοί. Αυτό φαίνεται, σαν ένας αταίριαστος συνδυασμός. Αν τα φυτά υπάρχουν για δισεκατομμύρια χρόνια ήδη, έχουν ακόμα περιθώριο για την εξέλιξη τους; Και ποια είναι «αυτά»? Αν το κάθε μεμονωμένο κοράκι είχε προσωπικότητα, αδύνατον να πεις αυτό για πολλά φυτά, όπως για την μονοετή βλάστηση, για παράδειγμα, ή για τα μανιτάρια. Αν και σε ο, τι αφορά τα μανιτάρια η Τζέιν έκανε λάθος, επειδή στην ουσία, τα μανιτάρια με πλήρη έννοια της λέξης δεν ήταν εκείνα τα συνηθισμένα σε μας νόστιμα κουκλιά με καπελάκι και ποδαράκι, αλλά το σύστημα των ριζών τους, το οποίο, όπως φάνηκε στην περίπτωση των κάποιων ειδών, μπορεί να φτάνει σε τεράστιες διαστάσεις – μέχρι και μερικά τετραγωνικά χιλιόμετρα, και να ζει πολλά χρόνια, αν όχι δεκαετίες ή αιώνες. Ωστόσο, ακόμα και μονοετή χόρτα αποδεικνύονταν επιρρεπής στην «πρόθεση» των ερευνητών. Σαν παράδειγμα, η Τζέιν είδε ένα μικρό, εντελώς άχαρο φυτό, αποτελούμενο από μερικά κλαδάκια, που έβγαιναν από την ίδια ρίζα, στα οποία βρίσκονταν μικρά οβάλ φυλλαράκια, όπως της ακακίας. Η Τζέιν θυμήθηκε, ότι είδε και πριν τέτοια θαμνάκια στην Ταϊλάνδη, όταν έκανε ράφτινγκ, – αυτά φύτρωναν στις όχθες του ποταμού, και αν άγγιζες ένα τέτοιο κλαδί, τα πολυάριθμα φυλλαράκια του άρχιζαν να κουνιούνται, και μέσα σε δέκα δευτερόλεπτα τυλίγονταν εντελώς. Εδώ μεγάλωναν τα ίδια φυτά, όμως, μόλις η Τζέιν άγγιξε με το δάχτυλο τα φύλλα έπειτα από την συμβουλή της κοπέλας, που τα πρόσεχε, αναπήδησε από την έκπληξη, και έβγαλε ένα τσίριγμα κιόλας – τα φύλλα έκλεισαν στιγμιαία, τόσο γρήγορα, σαν να έκαναν ένα άλμα, και χρειάστηκαν περίπου ένα δευτερόλεπτο, για να περάσουν από την απολύτως ανοιχτή σε πλήρως κλειστή κατάσταση,
– Αυτό… είναι το αποτέλεσμα της σκόπιμης επίδρασης με την πρόθεση? – κατάπληκτη, ρώτησε η Τζέιν. – Είναι δυνατόν αυτό?…
– Όπως βλέπεις, – απλά απάντησε το κουκλί.
– Όμως… μήπως είναι η επέμβαση στην φυσική εξέλιξη των γεγονότων; Ίσως είναι βιασμός – η επέμβαση των ανθρώπων με την πρόθεσή τους στην εξέλιξη των φυτών; Μπορεί να μας οδηγήσει στις ίδιες συνέπειες, τις οποίες λάβαμε στην αρχή της ανάπτυξης της γενετικής, δημιουργώντας τα γενετικά τροποποιημένα τέρατα χάρη στην λατρεία του εμπλουτισμού και της ευφορίας, τα οποία τελικά επιβράβευσαν με βαριές ασθένειες αυτούς, που τα κατανάλωσαν?
Οι ερωτήσεις της Τζέιν ήταν περισσότερο ρητορικές, εκείνη, ουσιαστικά, δεν περίμενε την απάντηση, και έκανε λάθος – το κοριτσάκι ήταν πολύ καλά ενημερωμένο σε αυτά τα ζητήματα.
– «Φυσική», – επανέλαβε εκείνη, και η γνωστή έκφραση πέρασε σε αυτή την ερώτηση. – Ποια είναι αυτή; Και τι είναι το αφύσικο; Αν οι χαρούμενες επιθυμίες είναι αφύσικες, τότε ποιο είναι το φυσικό; Και ύστερα – οι χαρούμενες επιθυμίες από μόνες τους δεν είναι το προϊών της ανάπτυξης της φύσης, εμφανίστηκαν με κάποιο άλλο, όχι εξελικτικό τρόπο?
Ένας τόσο απλός τρόπος να σκέφτεσαι ήταν κάτι νέο για την Τζέιν. Αυτή όντως δεν σκέφτηκε καν να εξετάσει το ζήτημα έτσι. Κάπως από μόνο του, από σταθερή συνήθεια η οποιαδήποτε επίδραση του ανθρώπου στην φύση εξετάζεται ως βία, ως κάτι αφύσικο, όμως, εδώ δεν μιλάγανε για «οποιαδήποτε» αντίδραση… έπρεπε να το αναλύσει αυτό, και η Τζέιν με προσμονή φαντάστηκε, πως η Αϊρίν σκυλιάζει με τον Τραππ και για αυτό το θέμα, μεταξύ τους πολύ συχνά άναβαν οι συζητήσεις και διαμάχες, και η ήρεμη Μπέρτα, πόσο μάλλον, η εκκριτική Σερένα σπάνια έμειναν εκτός. Πέρασε η σκέψη, ότι η λέξη «σκυλιάζουν» για τους άλλους ανθρώπους σημαίνει «μαλώνουν», την ώρα που για εκείνη αυτή άρχισε να αναλογεί για τα καλά με την παιχνιδιάρικη φασαρία μερικών κουταβιών. «Η διάσωση της γλώσσας» – έτσι το ονόμαζαν οι μουσούδες.
– Όσο για τη βία – αυτή είναι βλακεία. Δεν υπάρχει καμία βία, διότι αν εμείς, επηρεάζοντας τα φυτά αυτά, οδηγούμαστε με την δική μας περιέργεια, με τις χαρούμενες επιθυμίες, αυτό δεν σημαίνει, ότι και αυτά επιλέγουν στα τυφλά την όποια επιρροή ασκείται πάνω τους, καμία σχέση. Αυτά επιλέγουν τις επιρροές. Στη δεδομένη περίπτωση το φυτό επέλεξε την μια επίδραση ανάμεσα σε πολλές, έτσι μπορούμε να θεωρήσουμε, ότι αυτή η επίδραση βρίσκεται εντός ροής της εξελικτικής διαδικασίας. Η πρόθεση, προερχόμενη από τον άνθρωπο… ξέρεις, τι είναι η «πρόθεση», έτσι δεν είναι?
Η Τζέιν αναγκάστηκε να παραδεχτεί, ότι δεν ξέρει με ακρίβεια, διότι δεν γνωρίζει ούτε ένα σταθερό σύνολο των αντιλήψεων, που τον αποτελούν, όπως της ήταν άγνωστη και η αντίληψη της «εισχώρησης».
– Η εισχώρηση μέχρι έναν βαθμό μπορεί να θεωρηθεί μια παραλλαγή της αφοσίωσης, – εξήγησε το κουκλί.
Ήταν τόσο ασυνήθιστο να ακούει τις παραινέσεις από το στόμα ενός κοριτσιού δέκα χρονών, και μέσα της κουνήθηκε κάτι δυσάρεστο – είτε η ζήλια, είτε ο φθόνος, είτε μετάνοια για το ότι τόσος καιρός χάθηκε για βλακείες, ενώ εκείνη θα μπορούσε επίσης – να γεννηθεί εδώ και να μεγαλώσει – η Τζέιν δεν είχε καμία αμφιβολία, ότι το κοριτσάκι αυτό – είναι, ας το πούμε έτσι, ο καρπός της ντόπιας γέννησης και ανατροφής. Ίσως να είναι ακόμα και μουσουδο-παιδί.
– … έτσι θα ήταν δύσκολο να υποθέσουμε, ότι η επιρροή, παρακινούμενη με την αφοσίωση, μπορεί να είναι βία, – συνέχισε εκείνη, – και ύστερα, όπως σου είπα ήδη, αυτά επιλέγουν. Νομίζεις, ότι τα κοράκια μεταλαμβάνουν την κάθε επιρροή; Τίποτα τέτοιο – και αυτά επιλέγουν, δεν είναι χαζά. Δεν μελετάμε μόνο το – πως εκτελείται η επιρροή, την οποία εκείνα λαμβάνουν, μα και κάτι άλλο ακόμα – ποιες επιρροές δέχονται, και ποιες – απορρίπτουν, και με τον ίδιο τρόπο μαθαίνουμε πολλά για την εξέλιξη. Το καταλαβαίνεις? – Με μια αστεία σοβαρότητα διευκρίνισε το κοριτσάκι.
– Ναι, το κατάλαβα. Ενδιαφέρον. Πολύ ενδιαφέρον. Πώς σε λένε?
– Κούνγκα. Και εσένα?
– Εμένα… Τζέιν. Έχασα είκοσι πέντε χρόνια της ζωής μου, Κούνγκα, έτσι απλά, – εντελώς αταίριαστα ξαφνικά είπε η Τζέιν. – Αν θα μπορούσα να γεννηθώ και να μεγαλώσω εδώ, τώρα θα ήμουν διαφορετική, όχι τόσο χαζή, όπως είμαι τώρα. Το κατάλαβες?
Η Κούνγκα έγνεψε.
– Υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε αυτούς, που γεννήθηκαν εδώ, και από την γέννηση τους ζουν σε αυτό το μέρος, και σε αυτούς, που σαν και εσένα, έρχονται από τον έξω κόσμο – επιβεβαίωσε εκείνη, κοιτάζοντας με τα μεγάλα της σοβαρά ματάκια.
– Και εγώ για αυτό λέω…
– Ο Μπόντχι λέει, ότι δεν έχει σημασία – από ποιο σημείο ξεκινάει ο άνθρωπος. Σημασία έχει – αν ξεκινάει γενικώς.
– Ναι? Τότε… ίσως, να έχει δίκιο…
– Έχει δίκιο. – είπε με σιγουριά η Κούνγκα. – Χωρίς οποιεσδήποτε «πιθανότητες».
Σταθερό και ξεκάθαρο βλέμμα – ίδιο με αυτό του Άντι η της Φόσσας η της Φλορίντας. Μοιάζουν πάρα πολύ.
– Θέλω να μοιάσω σε σας, να μαθαίνω από εσάς.
– Όμως, σπουδάζεις, έτσι δεν είναι? – απόρησε το κουκλί.
– Ναι, σπουδάζω και θα σπουδάσω και άλλο, και ελπίζω, ότι ο Μπόντχι έχει δίκιο, μα και η ίδια βλέπω, πόσο πολύ έχω αλλάξει μέσα σε μερικούς μήνες, και όλα μόλις άρχισαν!
– Πάντα όλα βρίσκονται στην αρχή. Ο Μπόντχι λέει, ότι εκείνος, που ζει αληθινά, κάθε λεπτό νιώθει, ότι για εκείνον τα πάντα μόλις άρχισαν.
– Μιλάς συχνά με τον Μπόντχι?
– Θα ήθελα συχνότερα, – ακαθόριστα απάντησε η Κούνγκα.
Ξαφνικά μια παράλογα-τολμηρή σκέψη εμφανίσθηκε στο κεφάλι της Τζέιν.
– Πες μου…, εσύ – εσύ η ίδια – δεν είσαι… πως να το πω, – σάστισε εκείνη, για να μην προσβάλει άθελά της το κοριτσάκι με μια απότομη έκφραση, – ένα πείραμα της προοδευτικής, όπως τα κοράκια σας ή τα δικά σου χορταράκια?
Η Κούνγκα την κοίταζε κατάματα σιωπηλή, χωρίς να απαντήσει κάτι ή να κάνει κάποια αντίδραση – απολύτως καμία. Για μερικά δευτερόλεπτα η Τζέιν ένιωθε τρομοκρατημένη, όμως, μετά κατάλαβε, ότι οι αλλαγές, που συμβαίνουν σαν αποτέλεσμα του ότι και αυτό το παιδί επηρεάζεται με την πρόθεση, την οποία καλλιεργούν οι μουσούδες, τα δρακάκια και ο Μποντχ, γίνονται επίσης και στο γενετικό επίπεδο… Όμως, η τρομάρα της πέρασε, αφήνοντας τη θέση της στην προσμονή και θαυμασμό – ένας νέος κόσμος κτίζεται, ακριβώς μπροστά στα μάτια της, και ο κόσμος αυτός της αρέσει.
Η μέρα τελείωσε, και το επόμενο πρωί εκείνη με τη Μάρθα πέταξε πίσω, στη Βάση. Εδώ θα έμεινε η Κούνγκα με τα λουλουδάκια, ο Χιόλγκα και η Λάουρα με τα κοράκια, οι δυο εθνογράφοι, τους οποίους δεν πρόλαβε καν να γνωρίσει, και καμία δεκαριά άλλων ακόμα ανθρώπων, με τους οποίους ο βαθμός της γνωριμίας της χρειαζόταν μεγάλη βελτίωση. Αυτό το μέρος δεν είχε αρκετό χώρο, και η Τζέιν σκέφτηκε, ότι θα ήταν πολύ καλό να διευρύνουν αυτή την μίνι-βάση, αγοράζοντας τα διπλανά κομμάτια του άλσους με ροδόδεντρα. Για μια στιγμή εμφανίστηκε απροθυμία να φύγει, λύπη του αποχωρισμού με έναν τόσο συναρπαστικό κόσμο, αλλά ένα δευτερόλεπτο αργότερα η λύπηση έφυγε – την περιμένει πολύ ενδιαφέρουσα ζωή, αύριο αμέσως μετά την άφιξη – το μάθημα με τον Τόμας, και ο Πολ της υποσχέθηκε να δείξει τα νέα δεδομένα του πυρηνικού ενεργειακού σταθμού, και μπορεί να πηδηχτεί με την Σερένα, και πολλά, πολλά άλλα. Τα πάντα μόλις αρχίζουν.