Εκείνοι οι δυο μήνες, που η Τζέιν πέρασε πάνω στον λόφο, της φάνηκαν σαν ένας χρόνος. Ποτέ πριν δεν ένοιωσε τη ζωή της τόσο γεμάτη, όσο τώρα. Σε αυτό το μέρος βράδιαζε νωρίς – ήδη στις εφτά το απόγευμα ήταν σκοτεινά, και δεν ήξερε, για ποιο λόγο, μέχρι τις δέκα το βράδυ τούτος ο μικρός κόσμος ερήμωνε. Στην αρχή από συνήθεια η Τζέιν καθόταν μέχρι τα μεσάνυχτα και πιο αργά, όμως, σταδιακά ακολούθησε και εκείνη το ωράριο άλλων και δεν το μετάνιωσε. Ήταν πολύ ωραίο να ξυπνάει στις πέντε το πρωί, όταν τα πάντα είναι βουτηγμένα σε μια πυκνή ομίχλη. Στις έξι η ομίχλη άρχιζε να αραιώνει, και στις εφτά οι πρώτες ακτίνες του ήλιου στερέωναν τον καθαρό και καλό καιρό. Συνήθως εκείνη κοιμόταν στο δωμάτιο της, όμως, καμιά φορά επέλεγε κάποιο σπιτάκι – ένα από τα πολλά, σκορπισμένα σε διάφορα σημεία σε όλη την περιοχή – και στον βοτανικό κήπο, και ακριβώς στη μέση της λίμνης (ήταν συναρπαστικό τότε να ξυπνάει από τις τέσσερις το πρωί με την φασαρία, που έκαναν οι πάπιες), και στο κέντρο ενός ανοιχτού λιβαδιού. Κάποια μίνι-σπιτάκια κρύβονταν σε πυκνό άλσος του μπαμπού – τόσο πυκνό, ότι δεν θα μπορούσες να χώσεις καν το χέρι σου μέσα. Ένα τέτοιο «δεμάτι» των χοντρών, με πάχος ενός χεριού βλασταριών του μπαμπού είχε διάμετρο μόλις τέσσερα-πέντε μέτρα, από τη μια μεριά περνούσαν την είσοδο, καθάριζαν από μέσα τον χώρο για την μικρή καλύβα (μάλλον, αυτό γινόταν ακριβώς αντίστροφα – στην αρχή έκτιζαν την καλύβα, και μετά φύτευαν τις πυκνές σειρές του μπαμπού γύρω της). Η Τζέιν αγαπούσε καμία φορά να φεύγει σε μια τέτοια πλήρη απομόνωση από τον περιβάλλον κόσμο.
Ο βοτανικός κήπος δεν την απογοήτευσε. Από όλες της μεριές του πλανήτη εδώ είχαν φέρει διάφορα φυτά, όμως, στην επιλογή δεν υπήρξε κανένα σύστημα, τα επέλεγαν αποκλειστικά και μόνο με την συμπαθητικότητα και την μοναδικότητα τους. Η Τζέιν γνώρισε τη Νέρπα, η οποία διεύθυνε όλον αυτόν τον πράσινο κόσμο μαζί με τις βοηθούς της – μερικές Νεπαλέζες και θιβετιανές κοπέλες, και άκουσε από εκείνη πολλές συναρπαστικές ιστορίες για όλες αυτές τις «πράσινες μουσούδες», όπως συνήθιζαν εδώ να ονομάζουν τα φυτά, για τα χαρακτηριστικά και τις περιοχές, όπου συναντιούνται αυτά τα είδη, για τις σχετικές με αυτά ανακαλύψεις. Το ενδιαφέρον αυτόν των ιστοριών ήταν εξίσου μεγάλο με την ποικιλία τους, ωστόσο, οι ιστορίες δεν έμειναν καλά γραμμένες μέσα στην μνήμη της Τζέιν, διότι εκείνη δυσκολευόταν προφανώς να ανακατευθύνει τον εγκέφαλο της στα ουμανιστικά αντικείμενα. Προς το παρόν της φαινόταν περίπλοκο ακόμα και να θυμηθεί την λατινική ονομασία του κάποιου εξωτικού πτηνού.
Και πράγματι, εδώ υπήρχαν σεκόγιες! Τεράστιοι κορμοί με πάχος δυο μέτρα υψώνονταν για πενήντα μέτρα περίπου. Υπήρξαν διάφορα είδη εδώ, κάποια από αυτά με τις ρίζες τους δημιουργούσαν κοντά στο έδαφος εντελώς απίστευτους λαβύρινθους – έβγαιναν από τη γη με τη μορφή των επίπεδων, με πάχους μόλις πέντε εκατοστά, και ψηλών – μέχρι ένα μέτρο ύψους – τοίχων, και μπορούσες να ξαπλώσεις ανάμεσα σε αυτούς τους τοίχους-ρίζες με ένα βιβλίο, και δεν θα σε παρατηρούσε κανείς ακόμα και από απόσταση δυο μέτρων. Η Τζέιν προσπαθούσε να θυμηθεί τα είδη τους και από πού τα είχαν φέρει, όμως, για την ώρα το παράτησε – υπήρξαν υπεραρκετά άλλα πράγματα για να μάθει. Η μικροβιολογία, γενετική, βιοχημεία, γεωλογία, ορυκτολογία, κρυσταλλογραφία, εμβρυολογία – ποιος θα μπορούσε να φανταστεί, ότι όλα τα αυτά κάποτε θα την ενδιαφέρουν; Ο Άντι είχε δίκιο – στην αρχή τα μάθαινε όλα με μεγάλη δυσκολία, και μετά οι φόβοι της την άφησαν. Από τη μια, κανένας εδώ δεν απαιτούσε από εκείνη τίποτα, και ήταν ελεύθερη να κάνει ο, τι θέλει, προγραμματίζοντας η ίδια την καθημερινή εργασία της. Από την άλλη, υπό συνθήκες μιας τέτοιας φιλικής και καλοπροαίρετης προσοχής το ενδιαφέρον της για τη ζωή και τις σπουδές μεγάλωνε και δυνάμωνε από μόνο του. Φυσικά, είχαν κάποιες απαιτήσεις από αυτήν, όμως, η ουσία αυτών ήταν εντελώς απρόσμενη – το μόνο, που χρειαζόταν να κάνει, ήταν να μαθαίνει. Δεν είχε σημασία, ποια πράγματα, και με ποια σειρά, και με ποιο πρόγραμμα. Μαθαίνοντας, και αφιερώνοντας σε αυτό τουλάχιστον έξι ώρες την ημέρα, αυτή δικαιολογούσε, από την άποψη των εργοδοτών της, τον μισθό, που της πλήρωναν, ο οποίος εντωμεταξύ μαζευόταν χωρίς κανένα πρόβλημα στον τραπεζικό της λογαριασμό. Αυτό δεν σταμάτησε να την εκπλήσσει, όμως, έπαψε πια να την ανησυχεί. Η λίστα των επιστημονικών κλάδων, τους οποίους της πρότειναν για ελεύθερη εξερεύνηση, ήταν τόσο ευρεία, ότι η φράση «δεν έχει σημασία, τι» δεν της φάνηκε καθόλου υπερβολική. Μέσα στη λίστα συγκαταλεγόταν και η ιστορία, και η κοινωνιολογία, ακόμα και το μάρκετινγκ με εθνογραφία. Η Τζέιν ήταν σχεδόν σίγουρη, ότι αν θα θελε να σπουδάσει την τοπολογία ή την μη-γραμμική λογική, βοτανική ή λατινικά με αρχαία ελληνική γλώσσα, τότε και σε αυτό όχι μόνο δεν θα την εμπόδιζε κανείς, αλλά θα την βοηθούσαν ακόμα να βρει έναν δάσκαλο. Σε κάθε περίπτωση εδώ υπήρξαν και οι βοτανικοί, και αξιόλογοι μαθηματικοί και ειδικοί σε διάφορες γλώσσες, και είχε πια την ευκαιρία να το διαπιστώσει αυτό. Τι, όμως, ένωνε όλους αυτούς τους ανθρώπους; Αυτό παρέμεινε μυστήριο ακόμα. Επίσης παρέμεινε μυστήριο το πώς όλη αυτή η πολύχρωμη παρέα διατηρήθηκε επικερδής, παρά το υψηλό επίπεδο των μισθών και προφανώς υψηλό επίπεδο των δαπανών, σχετικών με τη συντήρηση αυτού του παράξενου βουνίσιου οικισμού.
Η Τζέιν υπέθεσε, ότι αντί των εξετάσεων εδώ εφαρμόστηκε το σύστημα των «πιστοποιήσεων»: εκείνοι, που τη δίδασκαν, μάλλον, κατά καιρούς έδιναν τα συμπεράσματα τους σχετικά με την πρόοδο της, κατά πόσο ενδιαφέρεται και πόσο δραστικά κατακτά την ύλη. Ήταν παντελώς ήρεμη για αυτό το θέμα, διότι με μεγάλη χαρά σπαταλούσε στην αυτο-εκπαίδευση πολύ περισσότερες από έξι ώρες την ημέρα. Ουσιαστικά, από τις πέντε το πρωί μέχρι τις δέκα το βράδυ η εκπαίδευση προχωρούσε χωρίς διακοπή, δηλαδή… δεκαεφτά ώρες?? Όταν βρήκε αυτόν τον αριθμώ, έμεινε άφωνη – ποτέ πριν δεν είχε αφιερώσει τόσο χρόνο στις σπουδές, απολαμβάνοντας το κιόλας τόσο πολύ. Βεβαίως, από αυτές τις δεκαεφτά ώρες θα έπρεπε να αφαιρεθούν περίπου τριάντα λεπτά, τα οποία εκείνη περνούσε καθημερινά, συντηρώντας τον ενεργειακό σταθμό και άλλες ηλεκτροτεχνικές συσκευές. Τώρα υπό δική της επιτήρηση βρισκόταν και το σύστημα των ηλιακών μπαταριών, και τεράστιος συμπυκνωτής, όπου συγκεντρωνόταν η ενέργεια, και οι δυο αντιδραστήρες, που δούλευαν στο ένα τέταρτο της ισχύς τους, (παρόλο που εκείνη αγνοούσε παντελώς – που συγκεκριμένα αυτοί έστελναν την ενέργεια τους, διότι η εσωτερική κατανάλωση γινόταν εξ ολοκλήρου με το ηλιακό φως), και οι τέσσερις ανελκυστήρες, από τους οποίους οι δυο ήταν σε αδράνεια και δεν χρησιμοποιούνταν από κανέναν, διότι οι δυο άλλοι ήταν υπεραρκετοί, μιας και οι περισσότεροι προτιμούσαν να τρέχουν στις σκάλες με τα πόδια. Αυτό ήταν το κομμάτι του ωφέλιμου φορτίου της, ας το πούμε, στην συντήρηση της βάσης, και απ `όσο εκείνη μπορούσε να παρατηρήσει, και πολλοί άλλοι έφεραν το δικό τους φορτίο, που δεν κατανάλωνε περισσότερο από μισή ώρα την ημέρα, για παράδειγμα, κάποιος ασχολιόταν με την επιτήρηση των ηλεκτρικών καλωδίων, κάποιος άλλος – με τον φωτισμό, ο τρίτος – με τις παραγγελίες των τάδε η εκείνων υπηρεσιών, τη διεύθυνση του υπηρετικού προσωπικού και τα λοιπά. Για συντονισμό όλων αυτών των εργασιών υπήρξε ένας πολύ απλός πίνακας με καρτέλες και ονόματα. Στην «τσέπη» του ορισμένου ανθρώπου βρίσκονταν οι ηλεκτρονικές κάρτες με περιγραφή της ουσίας των έργων, που του ανατέθηκαν, και με ένα αρχείο, στο οποίο δίνονταν αρκετά λεπτομερείς οδηγίες για τις εργασίες αυτές. Επίσης στο ίδιο μέρος υπήρξε και η καρτέλα της «αντικατάστασης», στην οποία έγραφε – ποια άλλα είδη των εργασιών είχε την ειδικότητα να κάνει αυτός ο άνθρωπος, και λίστα με ονόματα αυτών, που θα μπορούσαν να τον αντικαταστήσουν στην περίπτωση ανάγκης. Αν για κάποιο λόγο κάποιος ήταν απασχολημένος με άλλες δουλειές, απλώς έδινε τις καρτέλες τους στους άλλους ανθρώπους, και έτσι κανένα μέρος των εργασιών ποτέ δεν έμεινε πίσω και δεν παραμελήθηκε. Διότι υπήρξε αρκετός αριθμός των επιστημόνων στη βάση, παρά την πληθώρα των τεχνικών μέσων και διάφορων οικιακών αναγκών, δεν ήταν όλοι αναγκασμένοι να συμμετέχουν καθημερινά στην διατήρηση της λειτουργικότητας του συστήματος, έτσι οι πάρα πολλοί αντάλλαζαν τις σειρές εβδομαδιαία ή και μηνιαία – όπως βόλευε τον καθένα. Με τον ίδιο τρόπο υποστηριζόταν και η διατήρηση του επιπέδου της ειδικότητας όλων.
Η τάξη στο εσωτερικό αυτής της μυρμηγκοφωλιάς ήταν παραδειγματική, και ταυτόχρονα διακριτική, και η Τζέιν απολάμβανε την αίσθηση, ότι και αυτή είναι ένα ωφέλιμο κομμάτι αυτού του συντονισμένου λειτουργικού μηχανισμού. «Να είσαι ένα μέρος του μηχανισμού»… αυτή η φράση πάντα είχε αναλογία μόνο με ανέλπιστη ανία, σαπίλα, όμως, εδώ τα πάντα ήταν διαφορετικά. Απ` ότι φαίνεται, όλα εξαρτώνται μόνο από τον εαυτό σου και από τους ανθρώπους, που σε περιβάλλουν, – αν η ζωή έχει ενδιαφέρον, τότε έχει το ίδιο ενδιαφέρον το να είσαι ένα κομμάτι του μηχανισμού της εξασφάλισης αυτής της ζωής.
Η διεύρυνση της βάσης στο εσωτερικό του βράχου προχωρούσε αδιάκοπα, και η Τζέιν μπορούσε μόνο να μαντέψει – ποια έκταση πήραν αυτά τα έργα. Καμιά φορά πήγαινε στους αρχιτέκτονες και παρατηρούσε, πως γίνεται ο σχεδιασμός του επόμενου χώρου. Ενίοτε κατέβαινε κάτω – στο ίδιο το «στομάχι», όπως το ονόμαζαν – στο μέρος, όπου αυτή τη στιγμή γινόταν η αφαίρεση του υλικού. Σε κάποιες περιπτώσεις ο βράχος επεξεργαζόταν με χημικές ουσίες, αλλά συνήθως δούλευαν παραδοσιακά – με απλά κομπρεσέρ. Μετά από αφαίρεση αρκετού όγκου της ύλης το εσωτερικό κομμάτι του χώρου υποστηριζόταν με μεταλλικές αψίδες και τσιμέντο, το σύστημα των οπτικών έφερνε στην νέα αίθουσα το φως του ήλιου, και αφού οι ιδικοί της διακόσμησης ολοκλήρωναν τις δουλειές τους, έβγαιναν τα πιο συνηθισμένα, γεμάτο με φως του ήλιου δωμάτια, στα οποία μπορούσες και να ζεις, και να δουλέψεις. Σε αυτούς τους δυο μήνες, που πέρασε εδώ η Τζέιν, δημιουργήθηκε ουσιαστικά από το μηδέν μια τεράστια υπόγεια αίθουσα με μήκος εκατό, πλάτος είκοσι και ύψος εφτά μέτρα, και τώρα οι εργάτες άρχισαν να την χωρίσουν με τοιχώματα και την προσαρμόζουν στις ανάγκες του επόμενου διώροφου εργαστηρίου, o προορισμός του οποίου της ήταν άγνωστος. Πιάνοντας κάποτε εδώ τον μελλοντικό κάτοχο του εργαστηρίου, τον Τζέρι, έναν γενειοφόρο περίπου τριάντα πέντε χρόνων, κατάφερε να βγάλει από εκείνον μόνο, ότι το εργαστήριο θα αφιερωθεί στην έρευνα των μερικών συναρπαστικότατων υποθέσεων σχετικά με τον ρόλο των ιντρονίων. Ο Τζέρι ήταν πάρα πολύ πρόθυμος να δώσει και περισσότερες λεπτομέρειες, αλλά το επίπεδο της δικής της ετοιμασίας αποδείχθηκε φευγαλέα μικρό, για να καταλάβει έστω κάτι από εκείνο το σύγκριμα των όρων και φράσεων, το οποίο εκείνος κατάφερε να ρίξει πάνω της μέσα σε τρία λεπτά, προτού αυτή μπόρεσε να τον σταματήσει. Παραδεχόμενη την ήττα της, και μετά από μια δυνατή χειραψία, η Τζέιν κατευθύνθηκε πίσω, κάνοντας μετά από συμβουλή του Τζέρι μια επίσκεψη στην Μάρθα, η οποία έδινε διάλεξη για την γενετική. Η Μάρθα – μια ψηλή κοπέλα κοντά στα είκοσι πέντε, με ολοφάνερη εβραίικη εμφάνιση, με μεγάλα εκφραστικά μάτια και γεμάτα χειλάκια, δυνατά μπούτια και αρκετά μεγάλα στηθάκια – εκείνη, την οποία η Τζέιν γνώρισε την πρώτη κιόλας μέρα. Σε πέντε λεπτά η Μάρθα της εξήγησε, ότι εκείνα τα γονίδια, από τα οποία αποτελείται το DNA, είναι φτιαγμένα από τμήματα, διαχωρισμένα μεταξύ τους με μη κωδικοποιημένα τμήματα, που ονομάζονται «ιντρόνια». Η διαδικασία της δημιουργίας της πρωτεΐνης στην πιο πρόχειρη της μορφή αποτελείται από δυο στάδια. Στην αρχή φτιάχνεται το πληροφοριακό ριβονουκλεινικό οξύ, πιο σύντομα – πληροφοριακό RNA, η αλλιώς, το μητρικό RNA, ή, ακόμα πιο σύντομα, το μRNA. Αυτή η δημιουργία γίνεται με στοιχειώδη υποκατάσταση. Σε κάθε ορισμένο νουκλεοτίδιο, από τα οποία αποτελείται το γονίδιο, ταιριάζει μόνο ένα άλλο συγκεκριμένο νουκλεοτίδιο, που θα το συμπληρώσει, – δηλαδή, το «συμπληρωματικό νουκλεοτίδιο». Και αν το γονίδιο αποτελείται από μια ορισμένη ακολουθία των νουκλεοτιδίων, έτσι δίπλα του μπορεί να δημιουργηθεί σαν αλυσίδα μόνο μια ορισμένη αλληλουχία άλλων νουκλεοτιδίων (η διαδικασία αυτή ονομάζεται «μεταγραφή»), η οποία, αφήνοντας την θέση της αργότερα, γίνεται στην ουσία εκείνη η μήτρα, από την οποία με τον ίδιο ακριβώς τρόπο θα κτίζεται κάποια ορισμένη πρωτεΐνη. Δεν είναι καθόλου παράξενο, ότι πρώτα απ` όλα η προσοχή των επιστημόνων ήταν στραμμένη στην ίδια διαδικασία της μεταγραφής, και για πολύ καιρό τους διέφευγε, ότι τα γονίδια – δεν είναι μια ολοκληρωμένη αλυσίδα των τμημάτων, που δημιουργούν των κώδικα, μα έχουν και μη-συμμετέχοντα στην δημιουργία του κώδικα κομμάτια, σαν αποτέλεσμα κατά τη διαδικασία της εμφάνισης του μRNA στο αντίστοιχο σημείο βρίσκονται κατά κάποιον τρόπο άχρηστα τμήματα, που δεν κωδικοποιούν τίποτα.
Όσο προόδευε η επιστήμη, αποκαλύφθηκε, ότι τα ιντρόνια παίζουν, όπως θα μπορούσαμε σίγουρα να υποθέσουμε, τον δικό τους, πάρα πολύ σημαντικό ρόλο. Στην αρχή βρήκαν, ότι αυτά είναι υπεύθυνα για την έξοδο του μRNA πέρα από τα όρια του πυρήνα, διότι αν η μεταφορά του μRNA συμβαίνει στο εσωτερικό του πυρήνα, τότε η ίδια πρωτεΐνη συντίθεται με τη βοήθεια του μRNA έξω από τα όρια του κυτταρικού πυρήνα. Ο πυρήνας είναι διαχωρισμένος από το υπόλοιπο περιεχόμενο του κυττάρου με ένα ισχυρό τοίχωμα, και μόνο αυτά, που έχουν τη συγκεκριμένη «ταυτότητα», μπορούν να το περάσουν. Έπειτα εμφανίστηκαν αφορμές για υποθέσεις, ότι τα ιντρόνια, πέρα από όλα τα άλλα, είναι οι βασικοί συμμετέχοντες ενός τέτοιου φανταστικά ενδιαφέρον φαινομένου, όπως η «επιγενετική», και εφόσον ορισμένα η επιγενετική έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους κατοίκους της βάσης, αυτή η ισχυρή υπόγεια κατασκευή, γεμάτη με τον πιο σύγχρονο εξοπλισμό, κτιζόταν για μια σοβαρή πρόοδο σε αυτόν τον τομέα. Η Τζέιν θα άκουγε την Μάρθα ατελείωτα, όπως και όλους τους άλλους, όμως, θα ήταν πιο ωφέλιμο για αρχή να μάθει τουλάχιστον τις αρχές τις γενετικής. Στην εσωτερική ιστοσελίδα της βάσης η Τζέιν έμαθε, ότι τα επόμενα σοβαρά σεμινάρια της γενετικής αρχίζουν τον Ιούλιο, και η ίδια Μάρθα θα δίνει τις διαλέξεις, έτσι γράφτηκε και εκείνη αμέσως, με μεγάλη ανυπομονησία. Την επόμενη κιόλας μέρα η Τζέιν έλαβε στο ηλεκτρονικό της ταχυδρομείο της μια λίστα με τίτλους των επιστημονικών βιβλίων για τη γενετική, τα οποία θα μπορούσε να διαβάσει ο κάθε μελλοντικός σπουδαστής των σεμιναρίων, για να διευκολύνει την αντίληψη της ύλης, προαιρετικά.
Ακόμα από αυτές τις δεκαεφτά ώρες έπρεπε να αφαιρεθεί ο χρόνος, που έφευγε για διάφορων ειδών αθλητικές δραστηριότητες – – από μια έως και δυο ώρες την ημέρα. Στη βάση υπήρξε ένα αρκετά μεγάλο κτιστό γυμναστήριο, αποτελούμενο από τρεις μεγάλες διασυνδεδεμένες μεταξύ τους αίθουσες. Από το Σεπτέμβρη μέχρι τον Μάιο η οροφή του προστάτευε τους ανθρώπους από τον πανίσχυρο ήλιο, κάτω από το οποίο θα ήταν δύσκολο να αντέξεις ακόμα και ένα σετ, ενώ το καλοκαίρι – από τις τροπικές βροχές. Το ένα τμήμα του συμπλέγματος κάλυπταν εξ ολοκλήρου τα πέντε γήπεδα του τένις. Δέκα τραπέζια για το επιτραπέζιο τένις, πέντε ρινγκ πυγμαχίας τυπικού μεγέθους τέσσερα επί τέσσερα μέτρα, δυο γήπεδα του βόλεϊ και ένα – του μπάντμιντον αποτελούσαν το δεύτερο τμήμα. Δυο γήπεδα για μίνι-ποδόσφαιρο, μεγάλη αίθουσα με μηχανήματα και τρεις σάουνες διάφορων μεγεθών ολοκλήρωναν το τρίτο τμήμα. Το γυμναστήριο δεν έμεινε άδειο ποτέ, όπως και δεν έμειναν άδεια δυο μονοπατάκια με επικάλυψη ταρτάν, ειδικά για τους λάτρεις του τρεξίματος, περασμένα, ώστε και να ανεβαίνουν, και να κατεβαίνουν απότομα, να λυγίζονται ανάμεσα στις σεκόγιες και τις τεχνητές λιμνούλες. Η Τζέιν στην αρχή μηχανικά χρησιμοποιούσε το ασανσέρ, όταν πήγαινε κάτω για την επιτήρηση των αντιδραστήρων. Όμως, δυο εβδομάδες αργότερα έτρεχε πάνω-κάτω τις σκάλες, μέχρι την αίθουσα με τους αντιδραστήρες, χωρίς να το προσέχει καν. Της άρεσε, ότι γύρω της δεν υπήρξε τίποτα νοσηρό, γεροντίστικο. Σε αυτό το περιβάλλον η Τζέιν άρχισε να μετατρέπεται γρήγορα σε δυνατό, ευλύγιστο ζώο, και αυτό της άρεσε πάρα πολύ.
Η σημαντική ποσότητα των ερευνών, που γίνονταν στα εργαστήρια, αφορούσε την ιατρική, αν και επί το πλείστον μη-παραδοσιακή, και όμως, πάρα πολλοί από τους επιστήμονες είχαν ιατρικά διπλώματα και πρακτική εμπειρία, έτσι οι κάθε είδους τραυματισμοί και τυχαία νοσήματα θεραπεύονταν εδώ, μέσα στους τοίχους της βάσης.
Ήρθε το Ιούνιο, και οι μεγάλες βροχές κάθε νύχτα έπεφταν στον λόφο, ενώ καμιά φορά συνεχίζονταν και όλη μέρα. Ταυτόχρονα έκανε ζέστη, και η Τζέιν βίωνε απίστευτη απόλαυση, τρέχοντας στο δρομάκι κάτω από τις ροές του νερού, ανάμεσα στις πράσινες μουσούδες, περνώντας τα παγόνια, που προχωρούσαν βαριά, πατώντας προσεκτικά από πόδι σε πόδι, έβλεπε τους λεμούριους, που έριχναν μια ματιά έξω από τους θάμνους, τους σκίουρους, που έτρεχαν δίπλα στα πεύκα, τις πάπιες, που έκαναν βουτιές στις λίμνες, τα κόλλι και λαμπραντόρ την ακολουθούσαν με παιχνιδιάρικα γαβγίσματα και συναντούσε τους τεράστιους παπαγάλους με απίστευτα μακριές ουρές, που πετούσαν πάνω από το κεφάλι της, ενώ ακόμα πιο ψηλά έκαναν τους αργούς κύκλους οι σοβαροί αετοί.
Ο Άντι έφυγε κάπου, μάλλον στην Μαλαισία ή στην Ταϊλάνδη. Η στην Ινδονησία – κάπου εκεί, σύμφωνα με τα αποσπάσματα των πληροφοριών, βρισκόταν το άλλο παράρτημα του εργαστηρίου, που κάλυπτε είτε ολόκληρο το νησί, είτε ένα μέρος του. Η Τζέιν δεν προσδοκούσε να μελετήσει την εξωτερική δομή της οργάνωσης, και κανείς δεν βιαζόταν να την βάλει σε όλες τις λεπτομέρειες. Τον τελευταίο καιρό άρχισε να περνάει περισσότερη ώρα με τον Πολ Βερντιέ, ο οποίος της έδινε, όλως περιέργως, τα μαθήματα της φυσικής. Ήταν ριζική η διαφορά ανάμεσα στην φυσική, την οποία ήξερε εκείνη, και σε αυτήν, που της έδειχνε ο Πολ. Οι γνώσεις, που εκείνη πήρε από το πανεπιστήμιο, ήταν αποσπασματικές και άψυχες, την ώρα που ο Πολ σαν απεικόνιση για τη δική του προσέγγιση της φυσικής της ανέφερε την φράση του Έρικ Ρότζερς για το ότι ένας αληθινός φυσικός είναι αυτός, που απολαμβάνει τη θέα ενός αντικειμένου, που πέφτει λόγο επίδρασης της βαρύτητας. Άρχισαν από τον ηλεκτρισμό – αντικείμενο, το οποίο, φαινομενικά, απλώς δεν μπορεί να κρύβει κάτι μυστηριώδες ή ξεχωριστό, και όμως, κάθε φορά, φεύγοντας από το μάθημα, η Τζέιν ένοιωσε, ότι μόλις ανακάλυψε μερικές νέες συναρπαστικές σελίδες της επιστήμης. Ένας λόγος παραπάνω για το ότι ο ηλεκτρισμός και μαγνητισμός είχαν την τιμητική τους εδώ στη βάση βρισκόταν στο γεγονός, ότι οι βιολογικές μελέτες απαιτούσαν την εξεζητημένη και ειδική γνώση αυτών των φαινομένων. Κανένας μικροβιολόγος, κυτταρολόγος ή γενετικός δεν θα μπορούσε να είναι ειδικός στον δικό του τομέα, αν δεν είχε τις ευρύτατες γνώσεις για τον ηλεκτρισμό και μαγνητισμό, έτσι μαζί με την Τζέιν τις διαλέξεις του Πολ έρχονταν να ακούσουν εκείνοι, που μόλις σπούδαζαν βιολογία, και εκείνοι, που ήδη ήταν αναγνωρισμένοι ειδικοί εδώ και πολύ καιρό. Συχνά στα μαθήματα ερχόταν και ο Τζέρι, και τότε η διάλεξη αποκτούσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, διότι εκείνος αποδείχθηκε πηγή αμέτρητων παραδειγμάτων για το πώς οι διαφορετικοί τομείς της θεωρίας του ηλεκτρισμού έβρισκαν την χρίση τους στις βιολογικές έρευνες.
Τον Ιούλιο ο Άντι εμφανίστηκε ξανά και πρότεινε στην Τζέιν να ξεκουραστεί από τα μαθήματα και να τρέξει στα βουνά. Εκείνη συμφώνησε μετά χαράς. Μαζί με αυτούς στην «κούρσα», όπως το ονόμαζαν, πήγαν μερικά άτομα ακόμα. Φτάνοντας στη Λούκλα νωρίς το πρωί, ήδη το μεσημέρι είχαν έρθει στο Ναμτσέ. Οι πολύχρωμοι ξενώνες τους συνάντησαν με τις εμπριμέ σειρές των θιβετιανών σημείων, ενώ οι ήχοι των θιβετιανών πνευστών, που ακούγονταν από το μοναστήρι, συμπλήρωναν την ατμόσφαιρα της κορυφής του Ναμτσέ, που μια πρόβαλλε έξω από τα σύννεφα, μια κρυβόταν σε αυτά ξανά. Εγκαταστάθηκαν σε ένα μικρό, περίπου τριάντα δωμάτια, αλλά αρκετά άνετο ξενοδοχείο. Τους περίμεναν, και προφανώς, δεν τους έβλεπαν εδώ για πρώτη φορά. Το προσωπικό του ξενοδοχείου στους τρόπους του θύμιζε πάρα πολύ αυτούς, που δούλευαν στη βάση, και η Άντι επιβεβαίωσε αυτή την υπόθεση της Τζέιν.
– Ναι, αυτό το ξενοδοχείο είναι δικό μας. Από τη μια, το Ναμτσέ μας αρέσει σαν μίνι-βάση για αυτούς, που θέλουν να τρέξουν γύρω από το Έβερεστ, από την άλλη, μας φέρνει αρκετά λεφτά στην κορύφωση της τουριστικής σεζόν.
– Έχετε κέρδη από τα ξενοδοχεία?
– Ναι. Είναι μια βολική και επιτυχημένη επιχείρηση. Ο τουρισμός είναι αιώνιος, και πάνω από αυτό – αναπτύσσεται και θα αναπτύσσεται μελλοντικά. Αν κάποιος νομίζει, ότι τα βασικά χρήματα γυρίζουν στον κόσμο του πετρελαίου, της ενέργειας η των τραπεζικών συναλλαγών, κάνει λάθος – ο συνολικός τζίρος του παγκόσμιου τουριστικού κλάδου βγήκε στην πρώτη θέση ήδη στα μισά του εικοστού πρώτου αιώνα, ξεπερνώντας όλα τα άλλα, και γενικώς είναι εντελώς δικαιολογημένο.
Μαζί με άλλα έξι άτομα εκείνοι κάθονταν σε ένα μεγάλο τραπέζι, και το γεύμα υποσχόταν να είναι πάρα πολύ νόστιμο μετά από εφτάωρη πεζοπορία.
– Όταν εσύ θέλεις να πλύνεις τα ρούχα σου, χρειάζεσαι πλυντήριο ρούχων. – συνέχισε ο ‘Αντι, αφού όλοι έκαναν την παραγγελία τους. – Στη βάση μας στο επίπεδο μείον πέντε είδες ένα σωρό από αυτά τα χρήσιμα πράγματα. Αγοράσαμε αυτά δέκα χρόνια πριν, και τώρα, φυσικά, έχουν παλιώσει λίγο – τα σύγχρονα πλυντήρια έχουν λιγάκι διαφορετικό σχεδιασμό, λιγάκι βελτιωμένη κατανάλωση ενέργειας, δονούνται λιγότερα και δουλεύουν πιο ήσυχα και τα λοιπά. Και τι? Αυτό μας είναι αδιάφορο. Δουλεύουν δέκα χρόνια, και είμαστε ικανοποιημένοι. Θα δουλέψουν για άλλα δέκα, και μετά, φυσικά, θα τα ανταλλάξουμε. Συνολικά – μια φορά στα δέκα-είκοσι χρόνια ο ιδιοκτήτης του πλυντηρίου θέλει να το αλλάξει. Εσύ θα γινόσουν παραγωγός των πλυντηρίων? Εγώ – όχι. Το ίδιο αφορά τα ψυγεία, αυτοκίνητα και πολλά άλλα. Όμως, με τον τουρισμό τα πράγματα είναι διαφορετικά. Αν ταξίδεψες, ας πούμε, στην Μαδαγασκάρη, από αυτό η επιθυμία σου να ταξιδεύεις όχι μόνο δεν θα μειωθεί, αλλά αντιθέτως – θα δυναμώσει! Και θα πας ξανά, και ξανά, και ξανά – όσο φτάσουν τα λεφτά και ο χρόνος. Πάμε παρακάτω – φαντάζεσαι κάποιον άνθρωπο, που να καυχιέται με νέο πλυντήριο; Αυτό θα ήταν αρκετά παράξενο, έτσι δεν είναι; Ενώ είναι πολύ πιο ευχάριστο και ενδιαφέρον να καμαρώσεις με το νέο σου ταξίδι, να πεις – τι είχαν, και τι δεν είχαν. Και πρέπει να υπολογίσεις, ότι ακόμα και αν είσαι ο φανατικός των πλυντηρίων, η επιλογή σου πρέπει να γίνει ανάμεσα σε μια δεκάδα των μοντέλων, όχι περισσότερο. Τα ταξίδια, όμως, είναι ανεξάντλητα – χιλιάδες και χιλιάδες επιλογές για κάθε γούστο, ταμπεραμέντο, ηλικία και πορτοφόλι.
– Ναι, αλλά υπάρχουν και αμέτρητα ξενοδοχεία! – άνοιξε τα χέρια της η κοπέλα, την οποία η Τζέιν δεν πρόλαβε να γνωρίσει ακόμα και γενικώς την έβλεπε για πρώτη φορά.
– Βεβαίως, Αϊρίν, εννοείται. Είναι αμέτρητα τα ξενοδοχεία, και αυτό ακριβώς σημαίνει, ότι εδώ περνάει η φλέβα χρυσού! Πόσους παραγωγούς των πλυντηρίων γνωρίζεις; Δέκα; Πόσα ξενοδοχεία ξέρεις προσωπικά; Έχεις περάσει μερικά χρόνια στην Ινδονησία και σίγουρα θα είχες ταξιδέψει και στους διπλανούς αρχιπελάγους. Δεκάδες ξενοδοχεία είδες χωρίς καμία αμφιβολία, και αν θα ταξιδέψεις και άλλο – εκατοντάδες. Αν θέλεις να βγάλεις λεφτά, πήγαινε σε αγορά με υψηλό ανταγωνισμό, διότι εκεί υπάρχουν πολλοί πελάτες, και θα μπορέσεις, να πολεμήσεις για το δικό σου μερίδιο, και να το λάβεις, αν, βέβαια, έχεις μυαλό:) Εμείς κτίσαμε και συνεχίζουμε να κτίζουμε το δίκτυο των ξενοδοχείων μας, αλλά δεν αντιγράφουμε απλώς αυτό, που υπάρχει ήδη. Κοίταξε στο ίδιο Ναμτσέ. Εδώ υπάρχουν γύρω στα εκατό ξενώνες. Και πόσοι από αυτούς είναι μοναδικοί? Πόσοι έχουν τη δική τους, ξεχωριστή διαφορά, που τους κάνει αναντικατάστατους στα μάτια των τουριστών; Θα σου πω, πόσοι – μόνο ένας! Και αυτός ο ξενώνας είναι δικός μας. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο για τους άλλους γύρω μας η σεζόν κρατάει έξι μήνες στον χρόνο – από τον Σεπτέμβρη μέχρι τον Νοέμβρη και από το Μάρτιο μέχρι τον Μάιο. Τους υπόλοιπους έξι μήνες οι ξενώνες είναι άδειοι σχεδόν εκατό τοις εκατό. Μα και στη μέση της σεζόν είναι γεμάτοι μόνο τον Οκτώβριο και Απρίλιο. Στους άλλους μήνες – καλά, αν θα είναι τριάντα τοις εκατό. Και τα δωμάτια εκεί κοστίζουν από πέντε έως είκοσι δολάρια – πόσα μπορείς να κερδίσεις με μια τέτοια επιχείρηση? Όχι πολλά, μα για αυτούς είναι αρκετά, δεν έχουν φιλόδοξα σχέδια. Τα δικά μας ξενοδοχεία – και αυτό εδώ στο Ναμτσέ, και στο Ποκχάρ, και στα δυο ξενοδοχεία στο Κατμαντού, και στην Λούμπια, κοντά στο Δελχί στην περιοχή Κόννοτ-Πλέις, και στον Μαυρίκιο, στον Φλικ-εντ-Φλέικ, και στο Φλόρες του Λαμπουανμπάντζο, και στο Σουλαβέσι, στον Μπινακεν, Κο-Ταο και Κο-Σαμούι, στο Πνομ Πεν ή στο Χα-Λονγκ, Τσανγκ Μαι, ή στο Κολόμπο – όλα τα αυτά σχεδόν δεν γνωρίζουν τη σεζονικότητα, σχεδόν όλα μονίμως είναι κλεισμένα πλήρως και πρέπει να κλείνεις το δωμάτιο έξι μήνες πριν από την άφιξη. Και οι τιμές τους – δαγκώνουν! Από εκατό μέχρι πεντακόσια δολάρια την ημέρα. Για παράδειγμα, σε αυτό το ξενοδοχείο το δωμάτιο κοστίζει περίπου εκατό είκοσι δολάρια την ημέρα. Και είναι ελεύθερο τώρα μόνο και μόνο, επειδή είναι Ιούλιος, αυτή την εποχή ουσιαστικά δεν υπάρχουν τουρίστες στο Νεπάλ, μα όταν έρθει ο Σεπτέμβρης, εδώ δεν θα πέσει μηλιά, ενώ τον Οκτώβρη, για να ζήσεις εδώ, θα πρέπει να πληρώσεις πια εκατό πενήντα δολάρια την ημέρα για το απλό δωμάτιο, και διακόσια – για τη σουίτα. Και για τον επόμενο Οκτώβρη δεν υπάρχουν πια ελεύθερα δωμάτια, θα μπορούσα να σου ορκιστώ σε αυτό … Μινμάρ! – φώναξε εκείνος κάπου προς την κουζίνα, – Do we have free room on the October? [Έχουμε ελεύθερο δωμάτιο τον Οκτώβρη? ]
– No, Sir. Absolutely no. – Απάντησε ένας Νεπαλέζος κοντά στα σαράντα, που βγήκε από εκεί. – Not possible. [Όχι, κύριε. Απολύτως κανένα. Αδύνατον]
– Do we have some booking on the next October? [Έχουμε κλεισμένα δωμάτια για τον επόμενο Οκτώβρη?]
– Of course, Sir. Not many just now. [Φυσικά, κύριε. Όχι πολλά ακόμα].
– Ήδη για τον Οκτώβρη της επόμενης χρονιάς κάποια δωμάτια έχουν κλείσει. Ξέρουμε όχι μόνο να μελετάμε, αλλά και να βγάζουμε χρήματα, διότι έχουμε μάθει να σκεφτόμαστε, να εξοπλιζόμαστε με το πιο προοδευτικό, και πιο αποτελεσματικό. Οι ειδικοί μας στην γενετική πολεμάνε με τα μυστήρια της επιγενετικής, οι βιογεωλόγοι μας κάνουν μοναδικές ανακαλύψεις στην ιατρική και ενσωμάτωση των αντιλήψεων, και οι ειδικοί στο μάρκετινγκ κατακτούν τις αγορές.
– Δηλαδή, ορισμένα ο τουρισμός είναι η οικονομική βάση όλης της οργάνωσης; – Διευκρίνισε η Τζέιν.
– Βάση – ίσως, μα στην πραγματικότητα υπάρχουν και άλλες πηγές εισόδων. Για παράδειγμα, πουλάμε τα αποτελέσματα των μικροβιολογικών μελετών μας. Οι φαρμακολογικές εταιρίες αγοράζουν κάποια δικά μας πατέντα ή απλώς ανολοκλήρωτες μελέτες, όταν εμείς δεν θέλουμε να προχωρήσουμε παραπέρα και είμαστε έτοιμοι να πουλήσουμε αυτό, που έχουμε ήδη. Ιστορικά η κατεύθυνση μας αυτή αναπτύχθηκε αρκετά επιτυχημένα, όμως, δεν θέλουμε να ασχοληθούμε με την ίδια την παραγωγή – δεν θέλουμε να μετατραπούμε σε ένα βιομηχανικό τέρας, θέλουμε να μείνουμε ένα μικρό, μαζεμένο σύστημα των εργαστηρίων. Τι άλλο… ναι, εκείνοι οι δυο αντιδραστήρες, που βρίσκονται κάτω από τον λόφο, τροφοδοτούν με ενέργεια πολλές επιχειρήσεις σε όλο το Νεπάλ, και πρόσφατα μπήκαμε και στην Ινδική αγορά – πρώτα απ` όλα στο Γκορακπούρ, μα σε λίγο θα φτάσουμε και σε πιο μεγάλα θηράματα – στο Βαρανάσι. Δεν είμαστε σοβαροί ανταγωνιστές για τους υπάρχοντες παραγωγούς ενέργειας εδώ, στο Νεπάλ. Απλώς τους συμπληρώνουμε, παράγουμε, ας το πούμε, ένα προϊών «υψηλής» κατηγορίας στον κλάδο της ενέργειας – το δικό μας ρεύμα είναι σχετικά ακριβό, όμως, το δίνουμε αδιάκοπα. Στο Νεπάλ μπορείς να συνδεθείς με το κανονικό δίκτυο, όμως, καθημερινά δεν θα έχεις ρεύμα για δυο ώρες, θα αναγκαστείς να βάλεις μπρος τη γεννήτρια, και η τάση μπορεί να ανέβει, ή να πέσει, ή και να χαθεί τελείως. Είναι πιο φτηνό, ωστόσο. Αν, όμως, θέλεις να λάβεις υπηρεσίες ποιότητας, θα πρέπει να πληρώσεις τα τριπλά, μα δεν θα χρειαστεί να ανησυχείς για τα ακριβά μηχανήματα, που ίσως να καούν την ώρα των αλμάτων της τάσης, η τεχνολογική διαδικασία δεν θα σταματήσει την ώρα της διακοπής, έτσι πολλά ξενοδοχεία, ιδιωτικά νοσοκομεία, διάφορες λεπτές βιομηχανίες και εύποροι ιδιώτες προτιμούν να γίνουν δικοί μας πελάτες, μιας και σε γενικές γραμμές το κόστος του ρεύματος και πάλι είναι σχετικά χαμηλό, έτσι υπολογίζουμε με τον καιρό να καλύψουμε ένα σημαντικό μερίδιο της αγοράς, και να αυξήσουμε σοβαρά τα κέρδη από την επιχείρηση, για την ώρα όμως, όλα τα κέρδη πηγαίνουν στην ανάπτυξη των δικών μας ηλεκτροφόρων γραμμών..
– Δηλαδή, όλη η επιχείρηση είναι στην ουσία ένας όμιλος, όπου πολλά παραρτήματα ασχολούνται με μελέτες και μπίζνες?
– Ναι. Συχνά εμείς δημιουργούμε ένα παράρτημα, το οποίο καλείται να εξασφαλίσει τις ανάγκες μας, μα επειδή είμαστε άνθρωποι με μυαλό, καταφέρνουμε να το κάνουμε τόσο καλά, ώστε στο τέλος αρχίζουμε να παρέχουμε τις υπηρεσίες για έξω, και έτσι καμιά φορά το παράρτημα μετατρέπεται σε ανεξάρτητη επιχείρηση με δικό της μεγάλο κύρος. Έτσι, για παράδειγμα, ένα μικρό γραφείο πληροφορικής μετατράπηκε σε ένα από τα πέντε μεγαλύτερα στη Ρωσία και πουλάει τα προγράμματα του σε όλον τον κόσμο.
– Και το «Τρανσμέντικαλ Ρίσερτς Κορπορέισν», απ` ότι φαίνεται – είναι επίσης ένα μέρος του ομίλου?
– Όχι ακριβώς. Έχουμε ένα μερίδιο από τις μετοχές αυτής της εταιρίας, όμως, δεν τη διευθύνουμε εξ ολοκλήρου.
– Τελικά, ποιο είναι το πιο σημαντικό – οι μελέτες, η οι επιχειρήσεις? – συνέχιζε τις ερωτήσεις η Τζέιν.
– Ούτε το ένα, ούτε το άλλο.
Η δήλωση αυτή προκάλεσε τα γέλια των άλλων, και ο Αντι κούνησε το κεφάλι του.
– Δεν θα το σχολιάσω ακόμα. Το μέλλον θα βάλει τα πάντα στη θέση τους.
Οι επόμενες μερικές μέρες, όπως αποδείχθηκε, ήταν όντως αφιερωμένες στο τρέξιμο στα βουνά. Έβγαιναν νωρίς το πρωί, προτού σουρουπώσει, στις πέντε. Περίπου μισή ώρα – τρέξιμο μέχρι τη Σανασα, και από εκει ο δρόμος χωρίζεται στις τρεις βασικές κατευθύνσεις – μέχρι τη λίμνη Γκοκιο, προς το Λομπουτσέ και προς τη κεντρική βάση του Έβερεστ, και στο Τσουκχούνγκ. Το Ναμτσέ βρίσκεται στα 3400 μέτρα, ενώ το υψόμετρο των τελικών προορισμών της διαδρομής – από τις πέντε χιλιάδες και μεγαλύτερα. Την πρώτη μέρα έτρεξαν στο Γκοκιο. Πήγαιναν χωρίς στάσεις, καμιά φορά έτρεχαν. Σταμάτησαν μόνο στο ίδιο Γκοκιο, ήπιαν λίγη κοτόσουπα στο ξενοδοχείο (και στην Τζέιν δεν εκανε πια εντύπωση, ότι και αυτό το ξενοδοχείο ανήκει στην εταιρία), και πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Στο δρόμο η ομάδα χωρίστηκε. Ο Αντι και άλλοι τέσσερις, μαζί με την Τζέιν, πήγαιναν πιο αργά, ενώ οι τρεις, μάλλον, πιο έμπειροι και δυνατοί, έτρεξαν μπροστά. Αποκαλύφθηκε, ότι πρόλαβαν να φτάσουν στην έκτη λίμνη, και την ίδια μέρα όλοι γύρισαν πίσω στο Ναμτσε. Όλη η διαδρομή κράτησε δεκατρείς ώρες, όμως, με έναν παράξενο τρόπο η κούραση της δεν ήταν τόσο προφανής, και παρά τις προσδοκίες της, η Τζέιν δεν ειχε και ιδιαίτερη όρεξη να φάει.
– Μάλλον, ο οργανισμός πέρασε στην καύση του λίπους – είτε αστειεύτηκε, είτε σοβαρά σχολίασε ο Άντι.
Μέχρι τις εννιά η ώρα το βράδυ η πεινά την έπιασε για τα καλά τελικά, εκτός από αυτό, έφτασε η ομάδα από την έκτη λίμνη, έτσι στο βραδινό όλοι μαζεύτηκαν ξανά στο ίδιο τραπέζι.
– Αύριο είναι ημέρα ξεκούρασης, και μεθαύριο – σύμφωνα με τη διάθεση που θα έχουμε. – Υπό το καθολικό αναμάσημα είπε ο Άντι. – Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να πάρουν τη σημερινή διαδρομή. Θα μείνουμε εδώ περίπου οκτώ μέρες, έτσι έχετε αρκετό καιρό.
Την ημέρα, που αφιερώθηκε στην ξεκούραση όλοι επιτέλους γνωρίστηκαν μεταξύ τους, έτσι, από τον «Λόφο», όπως ονόμαζαν εδώ τη βάση, έμειναν μόνο οι τέσσερις – η Τζέιν, ο Άντι, και τα αδέρφια Μαξίμ και Σεργκέι, – δυο παλικάρια-Ρώσοι, οι οποίοι ζούσαν στη βάση από την γέννηση τους. Ουσιαστικά, είχαν γεννηθεί κιόλας εκεί, και Ρώσους τους έκανε μόνο το ότι μιλούσαν ελευθέρα στα ρωσικά και είχαν διπλή υπηκοότητα – πρώτη Ρωσική, και δεύτερη – της Νέας Ζηλανδίας. Τα πρώτα έξι χρόνια ζούσαν στον Λόφο, και μετά μετακόμισαν στο νεοζηλανδικό παράρτημα της οργάνωσης, ενώ στα δώδεκα τους επέστρεψαν ξανά στο Νεπάλ.
Η Αϊρίν ήταν είκοσι δυο χρόνων, και όπως αποκαλύφθηκε, ήταν το ίδιο αρχάρια εδώ, σαν τη Τζέιν, όμως, πέρασε τους δικούς τις έξι μήνες εκπαίδευσης στην Ινδονησία, στη βάση του νησιού. Έχει ανοιχτό, γελαστό πρόσωπο, όμως, όταν έμπαινε στη συζήτηση, ξαφνικά εκδήλωνε τον εαυτό της ως πολύ σοβαρός και ώριμος άνθρωπος. Ήταν ειδική στην ορυκτολογία, και ξετρελάθηκε με αυτό πολύ καιρό πριν, από τα δώδεκά της – από τη στιγμή, όταν ένας θεός ξέρει, από πού, ο πατέρας της έφερε στο σπίτι ένα πέτρωμα. Εκείνη εξεπλάγηκε με την μαγική ομορφιά αυτού του θηρίου, και έπειτα από αυτό έγινε θαμώνας των ορυκτολογικών μουσείων και γεωλογικών αποστολών. Τελειώνοντας το γεωλογικό τμήμα της Σορβόννης, εκείνη ανακάλυψε ξαφνικά, ότι δεν έχει την παραμικρή ιδέα – τι να κάνει από εδώ και μπρος. Ήταν ανόητο να εργαστεί με τη δική της ειδικότητα, διότι δεν είχε νόημα να τρίβει τα παντελόνια της ως κάποιος ξεναγός, – ήταν από πλούσια οικογένεια και δεν είχε χρηματική ανάγκη, και που αλλού μπορεί να χρειαστεί ένας τέτοιος επιστήμονας – λάτρης των όμορφων πετρωμάτων? Η βιομηχανική γεωλογική αναζήτηση της ήταν εντελώς αδιάφορη. Έμεινε χωρίς δουλειά κάμποσο καιρό, βασανίστηκε με ανία, και μετά πήγε με τη φίλη της διακοπές στην Ινδία, έπιασε δουλειά στην Νταραμσάλα ως εθελόντρια στο σχολείο για τα άπορα ντόπια παιδιά, το οποίο άνοιξε κάποιο ίδρυμα από τον Καναδά. Της φάνηκαν ενδιαφέρουσες οι συνθήκες – είχε την δυνατότητα να μαθαίνει τα παιδιά αυτά, που έβρισκε συναρπαστικά η ίδια, χωρίς καμία άλλη απαίτηση. Κάποιος αντιπρόσωπος του ιδρύματος ήδη είχε επιλέξει τα παιδιά, και όταν αυτή μπήκε για πρώτη φορά στην τάξη, αμέσως όλοι της άρεσαν πάρα πολύ. Ένοιωσε έναν μικρό φόβο από τις σκέψεις, ότι δεν θα τα καταφέρει με παιδιά, όμως, οι υπεύθυνοι, οποίοι και να ήταν, έκαναν καλά τη δουλειά τους – τα παιδιά ήταν εξυπνούλικα, ζωηρά και συναρπαστικά – τα πιο πολλά θιβετιανά. Και οι δυο μεταφράστριες – στα θιβετιανά και Χιντι, ήταν επίσης γλυκές και χαμογελαστές κοπέλες, οι οποίες δεν προσπαθούσαν με κανένα τρόπο να επαναφέρουν την τάξη, αλλά μετέφραζαν σχολαστικά αυτό, που έλεγε η Αϊρίν. Και αποκαλύφθηκε, ότι αυτός είναι και ο καλύτερος τρόπος εκμάθησης – χωρίς βιασύνη, χωρίς πειθαρχία, στην ατμόσφαιρα της απόλυτης ελευθερίας να φύγεις από το μάθημα, όταν το θέλεις, και να επιστρέφεις, όταν το θέλεις. Δεν θα μπορούσε να πει, ότι τα παιδιά έμαθαν μεγάλη ποσότητα ύλης για την γεωλογία και ορυκτολογία, μα ο, τι είχαν μάθει – τους ενδιέφερε, και η Αϊρίν ήταν απολύτως σίγουρη – μετά από ολοκλήρωση των μαθημάτων τα παιδιά έγιναν ακόμα πιο ενδιαφερόμενα για το σχολείο, απ` ότι ήταν πριν. Εκτός από αυτό, περίπου το ένα τέταρτο της ύλης ήταν αφιερωμένο στην ψυχολογική προετοιμασία των παιδιών. Ουσιαστικά, όλη αυτή η ψυχολογία συνοψιζόταν σε αρκετά απλά και προφανή πράγματα, τα οποία περιγράφονταν στις λεπτομερείς οδηγίες, για την μελέτη των οποίων της χρειάστηκαν κυριολεκτικά δυο μέρες. Τα παραδείγματα της εφαρμογής αυτών των ψυχολογικών δεξιοτήτων στην μελέτη της γεωλογίας αναφέρονταν σε γενικές γραμμές, όμως, για την Αϊρίν δεν ήταν δύσκολο να τα κάνει πιο συγκεκριμένα και λεπτομερή.
Οι αντιπρόσωποι του ιδρύματος επίσης έμειναν ευχαριστημένοι με τη δουλειά της, και της πρότειναν να συνεχίσει την διδασκαλία σε ένα άλλο σχολείο. Εκείνη επέλεξε την Καμπότζια, και μετά δίδασκε στο Λάος και Βιετνάμ. Αργότερα της πρότειναν δουλειά στο ερευνητικό κέντρου του νησιού στην Ινδονησία. Και αυτό αποκαλύφθηκε τόσο τρομερά ενδιαφέρον, ότι τώρα δεν μπορούσε πια να φανταστεί τη ζωή της ούτε χωρίς αυτές τις μελέτες, ούτε χωρίς συναναστροφή με αυτούς τους ανθρώπους, τους οποίους γνώρισε στο κέντρο, κι ακόμα ήταν πάρα πολύ ωραίο, ότι οι γνώσεις της στην ορυκτολογία αποδείχθηκαν πάρα πολύ χρήσιμες. Ωστόσο, η Αϊρίν προτίμησε να μην αναφέρει την ουσία αυτών των μελετών, λέγοντας κάποια πολύ ομιχλώδη δικαιολογία.
Ανάμεσα στους άλλους τρεις υπήρξαν δυο γυναίκες, που ονόμαζαν τους εαυτούς τους Φλορίντα και Φόσσα, και ένας άντρας περίπου σαράντα χρόνων, με το όνομα Τόμας Χέλντστριομ. Αυτοί δεν έλεγαν τίποτα για τους εαυτούς τους, αν και σε όλα τα άλλα ήταν πολύ ομιλητικοί, ρωτούσαν πολλά, ειδικά την Τζέιν και την Αϊρίν, έπαιζαν τέλειο σκάκι και έτρεχαν με φανταστική ταχύτητα και αντοχή στα βουνά. Ακριβώς αυτοί αποσπάστηκαν εχτές στην Σανασα από την γενική ομάδα, και έπειτα – απ` όσο φαίνονταν ακόμα, έτρεχαν χωρίς στάσεις μέχρι και το Μονκ. Έπειτα από έξι μήνες μιας δραστήριας ζωής η Τζέιν επίσης μπορούσε να τρέξει λιγάκι σε αυτό το μονοπάτι προς τα πάνω, το είχε δοκιμάσει κιόλας, μα οι δυνάμεις της έφτασαν μόλις για πενήντα μέτρα. Τι θηρίο πρέπει να είσαι, για να τρέχεις πάνω για μια ώρα… αυτό όχι μόνο βρισκόταν πέρα από τα όρια των δυνατοτήτων της, αλλά και πέρα από την φαντασία της. Η Τζέιν δεν μπορούσε να ξεφορτωθεί την εντύπωση, σύμφωνα με την οποία αυτοί οι τρεις όχι μόνο απολάμβαναν το τρέξιμο, τα παιχνίδια και τις κουβέντες, μα παρατηρούσαν πάρα πολύ προσεκτικά την ίδια και την Αϊρίν. Δεν ήξερε, αν αυτό ίσχυε, τα πράγματα, όμως, πήγαιναν με τη σειρά τους.
Η επόμενη κούρσα ήταν μέχρι το Τσουκχούνγκ, αλλά αυτή τη φορά επέστρεφαν πια στο σκοτάδι. Ήταν απίστευτα όμορφα, μυστηριώδες – να τρέχεις μέσα στο σκοτάδι, σε πυκνή ομίχλη, την οποία η ακτίνα του φακού στο μέτωπο διαπερνούσε μόνο για τρία-πέντε μέτρα. Κατεβαίνοντας από την Τενγκμποτσε, εκείνοι πήραν ένα στενό και απότομο μονοπάτι, που προχωρούσε στην πιο κοφτερή πλευρά του λόφου. Το μονοπάτι ήταν γλιστερό και επικίνδυνο, ειδικά στο σημείο, όπου έβγαινε σε έναν λείο βράχο, που έπρεπε να κατεβούν προσεκτικά, ολισθαίνοντας με τον ποπό, για να μην πέσουν μέσα σε χαράδρα, που πρόδιδε την παρουσία της μόνο με μακρινή βοή του ποταμού κάπου πολύ μακριά κάτω. Τα τρία τέρατα γύρισαν μόνο στις δέκα η ώρα το βράδυ, δηλώνοντας, ότι ανέβηκαν στο Τσουκχούνγκ-Ρι – ένα βουνό, την κορυφή του οποίου οι άλλοι δεν κατάφεραν να δουν λόγο πυκνής ομίχλης.
Την επόμενη όλοι οι μύες της πονούσαν πια για τα καλά, και η Τζέιν αρνήθηκε το τελευταίο στο πρόγραμμα τρέξιμο μέχρι το Καλα-Παταρ, αντί αυτού πήγε στο Ντεμποτσέ και πηδούσε εκεί πάνω στα γεμάτα με βρύα βράχια-νησάκια, τα οποία κείτονταν στη μέση μιας ρηχής λιμνούλας, που γέμιζε με νερό από τη πλαγιά, και το έριχνε μέσα στην χαράδρα. Την εξέπληξε η ποικιλία των χρωμάτων, που είχαν τα φύλλα της βλάστησης. Εκείνη σερνόταν στα βράχια, που εξείχαν από τη λιμνούλα, και μελετούσε τα διάφορα είδη των βρύων, ανάμεσα στα οποία υπήρξαν και τόσο σκληρά, ότι δεν μπορούσε να τα διαπεράσει με το δάχτυλο, και τόσο μαλακά, ότι η παλάμη της βούλιαζε μέσα, χωρίς να συναντήσει καμία αντίσταση. Ο Άντι πήγε μαζί της, επίσης ανέβαινε στα βράχια, πλατσούριζε στο νερό, επειδή, όπως και να έχει, ήταν βρεγμένοι ήδη. Όταν έβγαινε ο ήλιος, τα ρούχα τους στέγνωναν σε μια στιγμή, και γινόταν πολύ ζέστη, από την γη ανέβαινε πυκνός ατμός, κάνοντας τα πάντα να δείχνουν φανταστικά και εξωπραγματικά.
Έμειναν δυο μέρες μέχρι την αποχώρηση. Τη νύχτα ακόμα έπεφταν νεροποντές τέτοιας ισχύς, ότι νόμιζες, πως κάποιος σου ρίχνει αδιάκοπα πάνω στο κεφάλι έναν κουβά νερό μετά το άλλο. Και την ημέρα έβγαινε ο ήλιος, και άρχιζε το καθολικό στέγνωμα. Στο πρωινό ο Άντι σταμάτησε τις συνηθισμένες συζητήσεις και παιχνίδια – σκάκι, σκραμπλ και σουντοκου με τις λέξεις.
– Νομίζω, ότι πρέπει να σας πω μια είδηση, – είπε εκείνος χαμηλόφωνα, απευθυνόμενος δήθεν σε όλους, μα πρώτα στους Φλορίντα, Φόσσα και Τόμας.
Ο Τόμας έγνεψε.
– Η είδηση αυτή αφορά την Τζέιν και την Αϊρίν, – συνέχισε ο Άντι με μια τόσο καθημερινή φωνή, ότι η Τζέιν κατάλαβε αμέσως, πως τώρα θα πει κάτι πολύ σημαντικό. – Το νέο αυτό συνίσταται στο ότι εμείς, παρατηρώντας τη ζωή τους επί έξι μήνες, όσο εκείνες ζούσαν και δούλευαν στα κέντρα μας, βγάλαμε το συμπέρασμα, ότι μας ταιριάζουν, και είμαστε έτοιμοι να τους προτείνουμε μια μόνιμη εργασία και πλήρης συμμετοχή σε όλα τα πειράματα, τα οποία θα τους φανούν ενδιαφέρον.
Η Τζέιν και Αϊρίν άκουγαν σιωπηλές, περιμένοντας τη συνέχεια.
– Εδώ, στο Ναμτσέ, η Φλορίντα, η Φόσσα, και ο Τόμας επίσης σας παρατήρησαν και συμφωνούν με την επιθυμία μου να υπογράψουμε ένα μόνιμο συμβόλαιο μαζί σας και να σας βάλουμε στην ουσία όλων των έργων μας.
Ακούγοντας για τα «έργα», η Τζέιν αναρωτήθηκε – τι ακριβώς εννοείται, όμως, δεν ρώτησε ακόμα τίποτα, δαμάζοντας την περιέργεια της.
– Πρέπει να ξέρετε, – ο Άντι κοίταξε και τις δυο, – ότι οι έρευνες και το μπίζνες δεν αποτελούν, όπως σας έλεγα και πριν, τον στόχο μας. Υπάρχουν μόνο και μόνο, επειδή προέρχονται από την βασική δραστηριότητα μας, δεν αντιτίθενται σε αυτήν και συμπράττουν στη λύση μεμονωμένων ζητημάτων.
– Και με τι ασχολείστε, τότε!? – η επιμονή της Αϊρίν τελείωσε νωρίτερα, απ` ότι της Τζέιν.
– Εμείς κτίζουμε μια νέα ζωή. – λέγοντας το αυτό, ο Άντι τράβηξε το αυτί του και κοίταξε ερωτηματικά την Αϊρίν.
– Με ποια έννοια?
– Κτίζουμε μια νέα κουλτούρα, μια νέα κοινότητα των ανθρώπων, βασισμένη στις νέες κοινωνικές αρχές. Κτίζουμε αυτό, από το οποίο μελλοντικά, όπως ελπίζουμε, θα αναπτυχθεί ο κόσμος του μέλλοντος.
– Εννοείς…, – είπε μακρόσυρτα η Αϊρίν, – τις ίδιες αρχές …
– … τις οποίες εσύ έχεις μελετήσει ήδη ως τις βάσεις της ψυχολογικής προετοιμασίας για τα παιδιά, – έπιασε ο Άντι. – Και οι δυο γνωρίζετε το περιεχόμενο του βασικού βιβλίου, στο οποίο θέτονται οι γενικές ιδέες της νέας προσέγγισης της ανάπτυξης του ανθρώπου και της ανθρωπότητας, πήγατε στα σχετικά σεμινάρια και συναναστραφήκατε με τους ειδικούς σε αυτά τα ζητήματα, όμως, μέχρι στιγμής δεν γνωρίζατε, ότι δεν είναι «ψυχολογικά συμπληρώματα» στις επιστήμες, μα αντιθέτως – όλη η υπόλοιπη δραστηριότητα είναι συμπληρωματική σε αυτό.
– Μα ποιο είναι το νόημα μιας τέτοιας παράξενης ποικιλομορφίας?
– Το νόημα? – ο Άντι σώπασε. – Το νόημα είναι οφθαλμοφανές. Δεν είναι οι άνθρωποι προορισμένοι για την πρακτική, μα η πρακτική είναι δημιουργημένη για τους ανθρώπους, για να κάνει τη ζωή τους πιο γεμάτη και ενδιαφέρουσα. Εσένα δεν σου φαίνεται ενδιαφέρον αυτή η ζωή, που ζεις εδώ? Δεν σε συναρπάζει να ασχολείσαι με τις έρευνες, να μελετάς διάφορες επιστήμες, να διαβάζεις τα βιβλία, να παίζεις ποδόσφαιρο, να προπονείς το μυαλό και το σώμα σου, να αναπτύσσεις την ψυχολογία σου με τις πρακτικές της απομάκρυνσης των αρνητικών συναισθημάτων, των ηλιθιοτήτων?
– Ναι, είναι ενδιαφέρον.
– Μας κινούν τα ενδιαφέροντα μας. Κάνουμε αυτό, που μας ενδιαφέρει, και πηγαίνουμε εκεί, όπου μας τραβάει. Και ο καθένας έχει κάποια δική του ιδιαιτερότητα. Κάποιος αφιερώνει όλον τον χρόνο του στην μελέτη των συνειδητοποιημένων οραμάτων, κάποιος το συνδυάζει με τη δουλειά στα εργαστήρια, κάποιος δίνει λιγότερη προσοχή στην πρακτική, και περνάει περισσότερο χρόνο στην διοίκηση των επιχειρήσεων και σωματική εξάσκηση – ο καθένας διαφορετικά, και ο καθένας, που έγινε αποδεκτός στον κόσμο μας, βρίσκει σε αυτόν ένα δικό του μέρος, δική του θέση της μέγιστης ικανοποίησης.
– Και εσείς πρέπει να αποφασίσετε, τι θα επιλέξετε, ποιοι θα γίνετε – συνέχισε η Φλορίντα. – Εμείς οι τρεις ήρθαμε εδώ, επειδή έχουμε τις αφορμές να υποθέσουμε, ότι και οι δυο δεν θα γίνετε απλώς δραπέτες, μα κάτι ουσιαστικά περισσότερο.
– Δραπέτες?
– Θα σας εξηγήσω τους όρους, με τους οποίους καθορίζουμε αυτούς, που κατοικούν στις περιοχές μας, – μπήκε στη συζήτηση ο Τόμας. – Πρώτον, υπάρχει ο Μπόντχι – άνθρωπος, που άρχισε όλα τα αυτά, τα ανέπτυξε μέχρι την τρέχον κατάσταση και συνεχίζει να τα αναπτύσσει περισσότερο. Από τη μια, έχω πολλά να σας πω για εκείνον, και από την άλλη – σχεδόν τίποτα, έτσι δεν θα μιλήσουμε για αυτόν. Δεύτερον, υπάρχουν δρακάκια – άνθρωποι, για τους οποίους η επίτευξη των αδιάκοπων ΦΑ και η μελέτη τους είναι ο βασικός σκοπός της ζωής, το πιο δυνατό τους πάθος, κάτι που δεν τους εμποδίζει, φυσικά, να έχουν πάρα πολλά άλλα ενδιαφέροντα. Τα δρακάκια συναναστρέφονται πάρα πολύ στενά με τον Μποντχ, μαθαίνουν από εκείνον και διδάσκουν τους άλλους, όταν έχουν τέτοια επιθυμία. Λόγο επίμονου και χαρούμενου ενδιαφέροντος για τον κόσμο, τον οποίο αυτοί μελετούν και δημιουργούν μέσα τους, αυτοί αλλάζουν πιο γρήγορα από τους άλλους, και μαζί με τον Μποντχ αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση για τους άλλους, και ακόμα σε μεγαλύτερο βαθμό από εκείνον.
– Γιατί ακόμα σε μεγαλύτερο βαθμό? – διέκοψε η Αϊρίν.
– Επειδή η ανάπτυξη των δρακακιών συμβαίνει μπροστά στα μάτια εκείνων, που βρίσκονται κοντά τους. Η ανάπτυξη αυτή είναι απτή, οφθαλμοφανής, η ζωή τους περνάει ακριβώς εδώ, και μπορείς να συμμετέχεις σε αυτήν και να την παρατηρήσεις. Κάποια δρακάκια αφυπνίζονται σταδιακά, περνώντας γρήγορα όλον τον δρόμο στην ιεραρχική σκάλα, για αυτό και δεν αποτελούν το πιο απτό παράδειγμα.
– Και ο Μπόντχι? Είναι κρυμμένη η ζωή του?
– Εξαρτάται από ποιον. Με τις μουσούδες και δρακάκια κάνει παρέα συνέχεια και περνάει πολλή ώρα μαζί τους, όμως, για εμάς, δεν είναι κάποιος άνθρωπος, που περνάει έναν ορισμένο δρόμο της ανάπτυξης. Για εμάς είναι κάτι σαν το μακρινό παγωμένο ιδανικό, το οποίο αν και αναπτύσσεται με κάποιον τρόπο και αλλάζει σε κάτι, για μας αυτό περνάει απαρατήρητο και μένει άγνωστο, επειδή δεν μπορούμε να τον δούμε σε άμεση ανάπτυξη, μα και δεν είναι για μας ένα τέτοιο παράδειγμα, όπως είναι τα δρακάκια.
– Και ο ίδιος δεν μιλάει για αυτό?
Η Φλόριντα και ο Τόμας αντάλλαξαν ματιές.
– Ας πούμε, ότι όχι. Θα αφήσουμε αυτό το θέμα. Αν θα θελήσει να πει κάτι για τον εαυτό του, θα το κάνει ο ίδιος..
– Μα σε σας θα έχει πει κάτι για τον εαυτό του? – Δεν τα παρατούσε η Αϊρίν, η οποία γενικώς ήταν πολύ πιο επίμονη και σίγουρη για τον εαυτό της, απ` ότι η Τζέιν.
– Μας έλεγε.
– Και τι?
– Και από αυτό δεν καταλάβαμε περισσότερο – τι είδους πλάσμα είναι, αν είναι άνθρωπος καν.
– ??
– Ας το αφήσουμε, – επανέλαβε ο Τόμας. – Το επόμενο σκαλί μετά από δρακάκια, είναι οι «μουσούδες». Για όλους τους άλλους οι διαφορές ανάμεσα στις μουσούδες και τα δρακάκια δεν είναι ιδιαίτερα ευδιάκριτες, όμως, οι ίδιες μουσούδες βλέπουν πολύ ξεκάθαρα τη διαφορά μεταξύ τους και ανάμεσα στα δρακάκια. Πρώτα από όλα, αυτοί διαφέρουν με τον βαθμό της ειλικρίνειας και της επιμονής στην κατασκευή του νέου ανθρώπου από τους εαυτούς τους. Οι μουσούδες μπορεί να έχουν μερικά θέματα, στα οποία η ειλικρίνεια τους κολλάει – κάτι τέτοιο δεν γίνεται και δεν μπορεί να γίνει στα δρακάκια – οποιοδήποτε θέμα, όσο περίπλοκο και επώδυνο και να είναι, θα περάσει από εξίσου κοφτερό νυστέρι της ειλικρίνειας. Οι μουσούδες δεν είναι τόσο αποφασιστικές και επίμονες στην πρακτική, έτσι κατά κανόνα για αυτούς είναι απρόσιτα πολλά από τα πράγματα, για τα οποία είναι ικανά τα δρακάκια – εννοώ τις καθαρά λειτουργικές δυνατότητες, συνδεδεμένες με το επίπεδο της ανάπτυξης του ανθρώπου. Αν βάλεις τις μουσούδες και τα δρακάκια στην ίδια παρέα, τότε αμέσως τα δρακάκια θα καταλάβουν την ανεπίσημη κυριαρχία σε αυτήν, ακόμα και αν θα συμπεριφερθούν παθητικά, ακόμα και μη-μουσούδα εύκολα θα διαχωρίσει ορισμένα το δρακάκι ανάμεσα στους αρχηγούς. Αυτό έχει σχέση με το ότι τα δρακάκια έχουν μια ξεχωριστή, ολοφάνερη σοβαρότητα. Δεν είναι εκείνη η σοβαρότητα, όταν ο άνθρωπος πασχίζει να κάνει κάτι, ζαρώνοντας το μετωπάκι του. – Με τα γέλια όλων εξήγησε ο Τόμας. – Είναι μια συγκεκριμένη φωτισμένη αντίληψη, χαρακτηριστική για τα δρακάκια και σε λιγότερο βαθμό – για τις μουσούδες, και εντελώς σε μικρό – για όλους τους άλλους. Όπως έλεγα και πριν, όλες οι μουσούδες και τα δρακάκια χωρίς εξαίρεση έχουν απευθείας πρόσβαση στον Μποντχ, αν τον χρειάζονται για κάτι. Τους υπόλοιπους δεν τους μαθαίνει ο ίδιος – αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι δεν μπορεί να εμφανιστεί ανάμεσα στις ουρές, να μιλήσει για διάφορα με τους δραπέτες και να τους δώσει μερικές συμβουλές, όμως, υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην διδασκαλία και σποραδική καθοδήγηση. Οι μουσούδες – είναι άνθρωποι, οι οποίοι μπορούν να αλλάξουν τον εαυτό τους σε τέτοιο βαθμό, ότι γενικώς είναι ικανοί να μεταμορφωθούν τόσο, όσο το επιθυμούν – ουσιαστικά, δεν υπάρχουν όρια για την ανάπτυξη τους. – Η επόμενη κατηγόρια – οι «ουρές». Είναι οι δραπέτες, που δεν έχουν αποδεχτεί το γεγονός, ότι είναι δραπέτες, και καταβάλλουν προσπάθειες, ώστε να περάσουν στην κατηγόρια των «μουσούδων». Όσο για τους δραπέτες – αυτή είναι η πιο πολυάριθμη κατηγόρια του πληθυσμού της «Χώρας του Μπόντχι».
– Της «Χώρας του Μπόντχι»? – επανέλαβε η Τζέιν.
– Ναι, ολόκληρο το σύνολο όλων των οικισμών, βάσεων και άλλων παραρτημάτων μας ονομάστηκε «η χώρα του Μπόντχι». Η ονομασία αυτή δεν είναι τυχαία, φυσικά, και οι νομικοί μας ήδη επεξεργάζονται το θέμα, για να μπορέσουμε κάποια στιγμή να διαχωριστούμε σε ένα ανεξάρτητο κράτος.
– Τέλεια! – αναπήδησε η Αϊρίν.
– Μας ανήκουν τεράστιες εκτάσεις στον Καναδά, Νεπάλ, Χιλή, Αργεντινή και άλλες χώρες. Αρχίσαμε να αποκτούμε ήδη ογδόντα χρόνια πριν τις εκτάσεις στον Καναδά. Είναι μια πελώρια χώρα, και τα άγρια δάση, λίμνες και τα βουνά κοστίζουν σχετικά φθηνά εκεί. Τώρα η δική μας συνολική έκταση μόνο στον Καναδά μετράει μερικές χιλιάδες στρέμματα, και συνεχίζουμε να τη μεγαλώνουμε. Η καναδέζικη βάση είναι ουσιαστικά σχεδόν κανονική κωμόπολη, κτισμένη με χρίση οικολογικών τεχνολογιών, με όχι εντελώς παραδοσιακή, βέβαια, αρχιτεκτονική. Η ευλυγισία της καναδικής νομοθεσίας θα μας επιτρέψει ήδη στα επόμενα δυο χρόνια να ολοκληρώσουμε τη διαδικασία της απόσπασης αυτών των περιοχών σε ξεχωριστό κράτος, εφόσον υπάρχουν ήδη προηγούμενα – από τότε, που το Κεμπέκ αποσπάστηκε από τον Καναδά, η διαδικασία αυτή έγινε σχετικά διάφανη. Το Σύνταγμα και η βασική νομοθεσία έχουν πρακτικά ολοκληρωθεί. Για μας τα πράγματα είναι ακόμα πιο απλά, επειδή ως πολίτες αυτής της χώρας θα αναγνωρίζονται μόνο οι άνθρωποι με στάτους όχι χαμηλότερο του δραπέτη. Και οι δυο ζήσατε στις βάσεις μας και ξέρετε, ότι εκει δεν υπάρχει καμία εγκληματικότητα, μα ποια εγκληματικότητα – ούτε σκάνδαλα και τσακωμούς δεν έχουμε, και όχι επειδή οι κάτοικοι φοβούνται κάτι ή καταπιέζουν την επιθετικότητα τους, μα απλώς επειδή είναι ορισμένα τουλάχιστον δραπέτες, δηλαδή, οι άνθρωποι, που βιώνουν συμπάθεια για τις άλλες μουσούδες, θέλουν να κάνουν παρέα κα να ζουν μαζί τους, να παίζουν, να τρέχουν, να μαθαίνουν, να αναπτύσσουν με κάθε τρόπο τον μουσούδο-πολιτισμό, όμως, ταυτόχρονα, είναι πολύ αδύναμο το επίπεδο της ειλικρίνειας και της επιθυμίας να απελευθερωθούν από τους σκοτισμούς και να βιώνουν τις ΦΑ, έτσι η επάρκεια – είναι η πιο τυπική κατάσταση για αυτούς, και αν οι δραπέτες νιώθουν επάρκεια και διάφορα θετικά συναισθήματα, όπως η φιλικότητα, η φροντίδα, οικειότητα, τότε αυτό τους είναι αρκετό κιόλας. Κατά κανόνα, εκείνοι αισθάνονται πάρα πολύ άνετα κοντά στις ουρές, μουσούδες και τα δρακάκια, αν δεν τους πρήζεις πάρα πολύ λόγο απουσίας σε αυτούς υψηλής ειλικρινείας και ενδιαφέροντος για τη ζωή. Στην κοινότητα των μουσούδων οι πιο άνετες θέσεις για αυτούς είναι αυτές των κηπουρών, επιστημόνων, δάσκαλων στα σχολεία για τα πιτσιρίκια, και τα λοιπά παρόμοια.
Η Τζέιν θυμήθηκε την κοπέλα, η οποία πρόσεχε τον βοτανικό κήπο – μάλλον, αυτή σίγουρα ήταν δραπέτης.
– Όταν δεν υπάρχει ανάγκη να διαχωριζόμαστε σε δρακάκια, ουρές, μουσούδες και δραπέτες, χρησιμοποιούμε τον συλλεκτικό όρο «μουσούδες», που σημαίνει οποιοσδήποτε από αυτά τα επίπεδα – εξήγησε η Φόσσα, η οποία γενικώς μιλούσε λιγότερα από τους άλλους, και περισσότερα παρατηρούσε την Αϊρίν με τη Τζέιν.
– Η κάθε μουσούδα θα λάβει αυτόματα την υπηκοότητα της «Χώρας του Μπόντχι», στο μέλλον θα ξεκινήσουμε την διαδικασία της ένωσης με την χώρα μας εκείνων των θυλάκων, που υπάρχουν τώρα στις άλλες χώρες – συνέχισε ο Τόμας. – Έτσι η επιχείρηση μας έχει και άλλο έναν σκοπό – να δαπανήσουμε χρήματα στην αγορά των ακινήτων. Τώρα οι μουσούδες είναι πολύ λίγες για να αποικίσουν τις υπάρχουσες εκτάσεις, όμως, εμείς κοιτάμε μακροπρόθεσμα. Το σύστημα εκπαίδευσης για τα παιδιά, στο οποίο πήρε μέρος η Αϊρίν, μεγαλώνει. Εκείνα τα παιδιά, που πέρασαν από τα μαθήματα δέκα χρόνια πριν, τώρα έχουν μεγαλώσει ήδη, και από αυτά εκκολάπτονται οι συμπαθούντες – οι άνθρωποι, που συμφωνούν με τους τέσσερις θεμελιώδεις κανόνες των συμπαθούντων και δεν έχουν αντίρρηση στις συμπληρωματικές αρχές, ξέρετε, που να διαβάσετε τις λεπτομέρειες – στην ιστοσελίδα www.bodhi.ru
– Ναι, διάβασα: μηδενική ανοχή στα αρνητικά συναισθήματα, στα δόγματα…, – άρχισε να απαριθμεί η Τζέιν.
– Ναι, αυτό. Οι συμπαθούντες δεν λαμβάνουν την υπηκοότητα στη χώρα του Μπόντχι, όμως, σε αντίθεση με τους άλλους ανθρώπους, κάποιοι από αυτούς (θα μπορούσαμε να τους ονομάσουμε υποψήφιοι να γίνουν δραπέτες), θα έχουν τη δυνατότητα να παίρνουν βίζες και να επισκέπτονται τους οικισμούς μας. Κάποιοι συμπαθούντες και τώρα έχουν αυτή την δυνατότητα. Δημιουργούν δικές τους συμπάθο-φωλιές, συναντιούνται και κάνουν παρέα, και εμείς συμπράττουμε σε αυτό. Πολλοί συμπαθούντες δουλεύουν στο δικό μας σύστημα των ξενοδοχείων, διότι αυτό τους δίνει την επιθυμητή ελευθερία και άνεση, ταυτόχρονα εξασφαλίζοντας ένα αποδεκτό επίπεδο εισόδων. Οι συμπαθούντες, παρόλο που σε γενικές γραμμές εγκρίνουν τις ιδέες της Πρακτικής, δεν επιδιώκουν ιδιαίτερα τη στενή επαφή με τις μουσούδες λόγο της πολύ αδύναμης ειλικρίνειας και αδύναμης επιθυμίας να αλλάξουν, ωστόσο, είναι εντελώς «υπέρ» της ανάπτυξης του μουσούδο-πολιτισμού, και υποστηρίζουν με κάθε τρόπο τις προσπάθειες μας, παραμένοντας σε όλα τα άλλα σχεδόν συνηθισμένοι άνθρωποι, μόνο με ουσιαστικά μικρότερο επίπεδο της ηλιθιότητας και επιθετικότητας, σε σύγκριση, φυσικά, με τους ανθρώπους, που δεν γνωρίζουν τίποτα για την πρακτική, και δεν την εφαρμόζουν με κανέναν τρόπο.
– Πόσα σεμινάρια για τα παιδιά γίνονται τώρα; – Ενδιαφέρθηκε η Τζέιν. – Και εγώ θα ήθελα να διδάξω στα πιτσιρίκια κάτι από τις επιστήμες και ταυτόχρονα να τους δίνω την αντίληψη, ότι υπάρχει μια διαφορετική ζωή – όχι τέτοια, στην οποία αυτοί άρχισαν ήδη να συνηθίζουν. Έστω κατά καιρούς θα ήθελα να ασχολούμαι με αυτό, και θα ταξιδέψω κιόλας …
– Γύρω στα πεντακόσια σεμινάρια γίνονται παράλληλα, η λίστα με αυτά και ένα πρόγραμμα με λεπτομέρειες βρίσκονται στην ιστοσελίδα, όμως, συγκεκριμένα εμείς δεν ασχολούμαστε με αυτό, – απάντησε η Φλορίντα. – Το κάθε σεμινάριο διαρκεί από μια εβδομάδα μέχρι ένα μήνα, κατά μέσο όρο σπουδάζουν από πέντε έως είκοσι άτομα σε κάθε σεμινάριο, άρα – δέκα-δεκαπέντε χιλιάδες παιδιά αυτή τη στιγμή συμμετάσχουν στο σχέδιο. Εσύ, φυσικά, μπορείς να λάβεις μέρος, αυτό έχει ενδιαφέρον, όμως, επί το πλείστον με την οργάνωση των σεμιναρίων ασχολούνται οι συμπαθούντες, και επίσης τυχαίοι εθελοντές και δάσκαλοι απ` έξω, που μας ικανοποιούν με τα προσωπικά τους προσόντα, και αντιλαμβάνονται αναλόγως τις ιδέες της πρακτικής και της μεταδίδουν στα παιδιά. Μέσα σε ένα χρόνο περίπου διακόσιες χιλιάδες παιδιά περνάνε από σεμινάρια, και αυτό, βεβαίως, είναι πολύ λίγο, όμως, υπάρχουν και κάποιες αντικειμενικές δυσκολίες, που μας εμποδίζουν να διευρύνουμε το πρόγραμμα ακόμα περισσότερο – πρώτα απ` όλα, δεν είναι τόσο εύκολο να επιλέξουμε τα παιδιά. Αν στο σεμινάριο θα βρεθεί κριτικά μεγάλος αριθμός των παιδιών, που στην ουσία δεν ενδιαφέρονται γενικώς για το τίποτα και δεν έχουν τάση να ενδιαφερθούν για το τίποτα, τότε για τους υπόλοιπους συμμετέχοντες μειώνεται απότομα η πιθανότητα της σωστής μάθησης– απλούστατα επειδή δεν δημιουργείται η ατμόσφαιρα, η οποία λειτουργεί σαν καταλύτης για την εκπαίδευση, έτσι οι μουσούδες με τα δρακάκια είναι αναγκασμένες να ασχολούνται προσωπικά με την επιλογή, και ο χρόνος τους είναι περιορισμένος. Και ύστερα, δεν είναι τόσο απλό να βρεις έναν κατάλληλο εκπαιδευτικό.
– Η Φλορίντα, η Φόσσα και ο Τόμας θα χωρίσουν τη προσοχή τους ανάμεσα σε σας τους δυο, – επενέβη ο Άντι, επιστρέφοντας την συζήτηση στην αρχική της ροή. – Στην αρχή θα είναι όλα όπως και πριν – εσείς οι δυο συνεχίζετε τις σπουδές σας για ο, τι σας αρέσει, και εκτός από αυτό, θα ξεκινήσετε να παίρνετε τα μαθήματα από εμάς τους τρεις. Ο Τόμας επί το πλείστον θα σας διδάσκει τις βάσεις για την ενσωμάτωση των αντιλήψεων, η Φλορίντα θα σας μεταδώσει τις στοιχειώδεις δεξιότητες των συνειδητοποιημένων οραμάτων, ενώ η Φόσσα θα σας περάσει από πρώτες τέσσερις τάξεις – δηλαδή, θα προσπαθήσει να σας περάσει, και με αυτόν τον τρόπο ακριβός αυτή θα βρίσκεται τον περισσότερο καιρό μαζί σας, καλώντας για βοήθεια εκείνους, που θα χρειαστεί. Μόνο από το δικό σας ενδιαφέρον και επιμονή εξαρτάται – πόσο μακριά θα φτάσετε σε αυτή την σκάλα – αν φτάσετε στην τέταρτη τάξη η θα σταματήσετε κάπου στη μέση ή στην αρχή. Όπως και να έχει – ο Άντι ύψωσε την παλάμη του καθησυχαστικά, – σε οποίο επίπεδο και να σταματήσετε, αν κάποτε θα σταματήσετε στην ανάπτυξη της πρακτικής σας, δεν απειλείστε με τον αποκλεισμό από τους «πολίτες της χώρας του Μπόντχι». Αναγνωριστήκατε ως δραπέτες, έχετε όλα τα χαρακτηριστικά του δραπέτη, και αν κάποια στιγμή δεν θα έχετε πια την επιθυμία να αναπτυχθείτε στις κατευθύνσεις, για τις οποίες θα μάθετε, θα μπορέσετε να ζήσετε στις δικές μας περιοχές, να δουλέψετε στα εργαστήρια μας και να συμμετάσχετε στα έργα, που θα σας ενδιαφέρουν. Σε κάθε περίπτωση η ζωή σας θα είναι ενδιαφέρουσα και πλήρης – απλώς τώρα σας δίνουμε την ευκαιρία όχι μόνο να την κάνετε ενδιαφέρουσα, αλλά απίστευτα ενδιαφέρουσα, όμως, εδώ πολλά εξαρτώνται από τις προδιαθέσεις, στις οποίες εμείς δεν μπορούμε να κοιτάξουμε.
– Μπορώ εγώ να μαθαίνω την διοίκηση των επιχειρήσεων? – ρώτησε η Αϊρίν.
– Εννοείται, – έγνεψε καταφατικά ο Άντι. – Όπως και όλα τα άλλα. Εκτός από αυτό, είναι αναγκαίο, και ήδη στην πρώτη τάξη θα σας προτείνουν την μελέτη του μάρκετινγκ, η εφαρμογή των δεξιοτήτων σε πραγματική επιχείρηση, διότι, όσο παράξενο και να σας φανεί, οι δεξιότητες αυτές είναι εντελώς απαραίτητες για τον έλεγχο των ίδιων δικών σας αντιλήψεων. Εκείνη η πείρα της κοινής λογικής, οι θεμελιώδεις αρχές της τοποθέτησης και διαφοροποίησης, οι οποίες παίζουν τον βασικό ρόλο στην διοίκηση και μάρκετινγκ, επίσης έχουν τεράστιο ρόλο στον έλεγχο των αντιλήψεων. Έχουμε πει ήδη, ότι οι παρόμοιες αρχές μπορούν να κατευθύνουν τη ζωή αποτελεσματικά σε πιο φαινομενικά απομακρυσμένα μεταξύ τους επίπεδα.
– Η μοναδική αλλαγή θα είναι, -προσέθεσε η Φόσσα, – η Αϊρίν θα αναγκαστεί να μετακομίσει στον «Λόφο».
– Κρίμα, δεν θα κάνω ντάιβινγκ…, – αναστέναξε εκείνη.
– Εντάξει, μείνε στο νησί, θα αρχίσεις τα μαθήματα κάποτε αργότερα.
– Ε, όχι! – η Αϊρίν έκανε αστεία μουρίτσα. – Το ντάιβινγκ δεν θα πάει πουθενά, θα προλάβω ακόμα.