Αυτή τη συμβουλή «πες ψέματα πιο τολμηρά» ο Αντρέι, μάλλον, θα τη θυμάται για μια ζωή… τουλάχιστον, αυτό το επιφώνημα ήχησε ξανά στα αυτιά του, όταν εκείνος ξύπνησε από την σταθερή βοή του αεροπλάνου. Σε δυο ώρες – το Μπανγκόκ. Δυσκολευόταν να το πιστέψει. Έμοιαζε εντελώς εξωπραγματικό, και όμως, αυτό συνέβαινε. Θέλησε να χωθεί στο κάθισμα του, και ευχόταν η πτήση αυτή να μην τελείωνε ποτέ, ώστε να πετάει έτσι ατέλειωτα, για να μην έρθει εκείνη η απαίσια στιγμή, όταν θα πρέπει να βγει από το αεροπλάνο, και θα βρεθεί στον κόσμο, για τον οποίο ξέρει όχι περισσότερα, απ` ότι για τον κόσμο των νεκρών.
Εκείνο το βράδυ, όταν επέστρεφε με τη Λένκα στην εστία από το πάρκο, αυτός άρχισε να λέει κάποια εντελώς ολοφάνερη βλακεία, περιμένοντας κάθε λεπτό να τον ξεμπροστιάσουν, αλλά η Λένκα τον άκουγε με τέτοιο ενδιαφέρον, ότι δεν μπορούσε πια να σταματήσει. Στην αρχή τον πείραξε, ότι εκείνη ανέφερε κάποιον χάνο από το παράλληλο τμήμα, που τάχα είτε ταξίδευε, είτε σχεδίαζε να ταξιδέψει στα Ιμαλάια με τον πατέρα του. Αμέσως στο μυαλό του ήρθε η συζήτηση, που είχε τις προάλλες με την πρόκληση να πει ψέματα, και ο Αντρέι ρίχτηκε σε αυτό το ψέμα, δηλώνοντας περιφρονητικά, ότι είχε πάει αρκετές φορές ήδη στα Ιμαλάια και έζησε ακόμα στα θιβετιανά μοναστήρια. Δεν θυμόταν πια, αν υπολόγιζε στο ότι το ενδιαφέρον της Λένκας θα είναι επιφανειακό, η δεν υπολόγιζε σε τίποτα, μα εκείνη ξαφνικά ενθουσιάστηκε με αυτό το ζήτημα και άρχισε να τον γεμίζει με τις ερωτήσεις, στις οποίες αυτός δεν ήξερε απάντηση ούτε καν στο περίπου. Την ενδιέφεραν κυριολεκτικά τα πάντα – που προσεύχονται, πως ζουν, τι τρώνε, με τι ασχολούνται, και εκείνος, ιδρώνοντας από την κορυφή ως τα νύχια από την ένταση και προσπαθώντας τουλάχιστον να δείχνει σκεπτικός, για να δικαιολογήσει έτσι τις παύσεις ανάμεσα στις φράσεις, έλεγε απόλυτες μπούρδες, επινοώντας αυτές επί τόπου και βρίζοντας τον εαυτό σου με τις χειρότερες βρισιές για το ότι δεν πρόκοψε τουλάχιστον να διαβάσει ένα βιβλίο με αυτό το θέμα. Αν η ακροάτρια του θα ήταν λιγάκι πιο δύσπιστη, θα είχε καεί σαν σπίρτο, όμως, η Λένκα, η οποία δεν μπορούσε να υποθέσει καν, ότι είναι ικανός για ένα τέτοιο κραυγαλέο ψέμα, πίστευε σε κάθε του λέξη, και απορούσε μόνο, ότι οι περιγραφές του Αντρέι δεν συνέπιπταν με εκείνες τις μεμονωμένες γνώσεις, τις οποίες, να πάρει ο διάολος, είχε η ίδια. Όπως και να έχει, εκείνη από μόνη της εύρισκε και τους τρόπους να εξηγήσει αυτές τις αντιφάσεις, ο ποιο βασικός από τους οποίους ήταν το ότι οι γνώσεις τις ήταν προερχόμενες από τα βιβλία, βασισμένα στις παρατηρήσεις των προσχηματικών, επιδεικτικών μοναστηριών, ενώ ο Αντρέι, μάλλον, πήγε ψηλά στα βουνά, στα αληθινά μοναστήρια, όπου δεν είχε φτάσει ακόμα ο πολιτισμός, όπου ανέκαθεν σέβονται τις παραδόσεις, χαμένες προ πολλού για τους μοναχούς της πρωτεύουσας. Στο τέλος της συζήτησης η Λένκα διευκρίνισε – πότε σκοπεύει να πετάξει εκεί για επόμενη φορά, και για να πει έστω κάτι, εκείνος απάντησε, ότι θα πάει εκεί φέτος κιόλας το καλοκαίρι, επειδή «του έλειψε».
Η συζήτηση είχε και συνέχεια. Η Λένκα του έφερε βιβλία του Έβανς-Βεντς και του Κοζλόφ, σχολιάζοντας παράλληλα, ότι σέβεται μόνο τις παλιές πηγές, που δεν είχαν ακόμα αμαυρωθεί με τη μανία των φθηνών εντυπώσεων και ανταμοιβών, και ο Αντρέι ξεκίνησε με την μελέτη των θιβετιανών και γενικώς βουδιστικών πηγών. Οι ατέλειωτες σημειώσεις του Κοζλόφ του έφερναν θανάσιμη πλήξη, ενώ διάβασε με αρκετό ενδιαφέρον τον Πρζεβάλσκι. Ο Αντρέι δεν πρόσεξε και ο ίδιος, πως η επικείμενη αναχώρηση έγινε κάτι σαν επιβεβαιωμένη πραγματικότητα, η άρνηση από την οποία θα σήμαινε, ότι θα χάσει τα πάντα γενικώς. Η Λένκα με ενθουσιασμό συζητούσε μαζί του τη σύνθεση του «αρκ-τεκ» – ενός νέου συνθετικού υφάσματος, είκοσι φορές πιο ζεστού από το μαλλί, του έφερε τους χάρτες του Νέου Μαστάνγκ και σκόρπιζε τις ονομασίες των ντόπιων χωριών, τις ο οποίες ο ίδιος και να σκοτωθεί δεν θα μπορούσε να απομνημονεύσει. Εδώ και πολύ καιρό είπε σε όλες τις φίλες της για το επικείμενο ταξίδι του Αντρέι στους «λάμα», αν και ευτυχώς δεν είχε ενδιαφερθεί για τον λόγο του δήθεν ταξιδιού του, θεωρώντας το, προφανώς, υπερβολικά προσωπικό θέμα, που αφορά μόνο τις δικές του, του Αντρέι, «πνευματικές σχέσεις» με τους συγκεκριμένους λάμα. Τέλος πάντων, όσο πλησίαζε το τέλος του σχολικού έτους, εκείνη άρχισε να κάνει ερωτήσεις, οι οποίες απαιτούσαν όχι απλώς λόγια, μα και ορισμένες πράξεις. Για παράδειγμα, εκείνη ήθελε να δει το εισιτήριο του.
Το πρόβλημα αυτό λυνόταν πάρα πολύ απλά. Ο Αντρέι πράγματι αποφάσισε να αγοράσει εισιτήριο, και μετά σκόπευε να το επιστρέψει χωρίς κανένα πρόβλημα και να φύγει για όλο το καλοκαίρι κάπου τόσο μακριά, ώστε να μην πέσει σίγουρα σε κανέναν από τους γνωστούς, ας πούμε, στη θεία του στην Κριμαία. Το σχέδιο αυτό ήταν τέλειο, με εξαίρεση το ότι εκείνος υποτίμησε την σχολαστικότητα της Λένκας, η οποία άρχισε να αντιλαμβάνεται το επικείμενο ταξίδι σαν ένα κομμάτι του δικού της ταξιδιού, και επέμεινε σε μια από κοινού επίσκεψη στο τουριστικό γραφείο, όπου τους εξήγησαν με απλά λόγια, ότι το καλοκαίρι στο Νεπάλ είναι εποχή των μουσώνων, τροπικών βροχών, και εκεί δεν υπάρχει τίποτα να κάνεις, ουσιαστικά. Και πάλι η ίδια Λένκα έσωσε την κατάσταση, ερμηνεύοντας την μυστηριώδη ματιά του Αντρέι (και τι άλλο του έμεινε να κάνει;) σαν απόδειξη για το ότι εκείνος ξέρει σίγουρα – τι να κάνει εκεί στην περίοδο των μουσώνων, όταν το μέρος δεν είναι γεμάτο με συνηθισμένους τουρίστες. Και ύστερα φάνηκε, ότι για την καλοκαιρινή περίοδο οι τσάρτερ εταιρίες δεν οργανώνουν τις πτήσεις από τη Μόσχα στο Νεπάλ λόγο απουσίας ζήτησης, ενώ τα εισιτήρια για τις κανονικές πτήσεις κοστίζουν τόσα, όσα ο Αντρέι δεν είχε δει ούτε στα όνειρα του. Εκείνος θα ήταν παρά πολύ ευχαριστημένος να αναβάλλει την αγορά των εισιτηρίων με αυτή την πρόφαση, μα η Λένκα είχε ήδη κανονίσει με την ταμία, η οποία τους συμβούλευε να πάνε στο Μπανγκόκ, λέγοντας, ότι από εκεί τάχα μπορείς να πας σε οποιοδήποτε μέρος σχετικά φθηνά. Και εφόσον το εισιτήριο ούτως η αλλιώς θα πήγαινε για επιστροφή, ο Αντρέι το αγόρασε παθητικά, και εξίσου παθητικά, σε κατάσταση σοκ, μπήκε στο αεροπλάνο και πέταξε, διότι η Λένκα επέμεινε κατηγορηματικά να τον ξεπροβοδίσει. Το αποχαιρετιστήριο φιλί θα ήταν μια τεράστια επιβράβευση για όλους τους κόπους, αν δεν υπήρξε το φρικτό γεγονός, αποτελούμενο από το ότι εκείνος τώρα πετούσε σε αυτό το διαολεμένο ξεχασμένο και από τον θεό Μπανγκόκ, για το οποίο και πάλι δεν ήξερε απολύτως τίποτα.
Το αεροπλάνο κατέβαινε για προσγείωση, και ο Αντρέι μαζεύτηκε στο κάθισμα του. «Την κατάρα μου να`χεις, κάφρε!» -έστειλε εκείνος τον τελευταίο νοητικό χαιρετισμό στον δάσκαλο της σοφίας με ελαττωματική νοικοκυρά-σύζυγο του, βγαίνοντας από το αεροπλάνο, σαν να πήγαινε για εκτέλεση.
Το αεροδρόμιο του Μπανγκόκ τον άφησε εμβρόντητο. Τεράστιες αίθουσες, οι κυλιόμενοι μεταξύ τους όροφοι, τα κοπάδια των τουριστών με ποιο πολύχρωμη εμφάνιση, και πλήρη απορία – που βρέθηκε και τι πρέπει να κάνει τώρα. Στο κεφάλι του έτρεμε ο μοναδικός προσανατολισμός, που τώρα φάνταζε εντελώς εξωπραγματικός κιόλας – το Νεπάλ, και ο Αντρέι κατευθύνθηκε στο πρώτο τυχαίο ταμείο και έμαθε, ότι οι ταϊλανδικές αερογραμμές δεν πετάνε στο Κατμαντού, και μάλλον, ούτε και καμία άλλη αεροπορική εταιρία. Δυσκολευόταν πάρα πολύ να καταλάβει τα αγγλικά με ταϊλανδική προφορά, και οι προσπάθειες του Αντρέι να μάθει – με ποιον τρόπο θα μπορούσε να φτάσει στο Νεπάλ, δεν οδήγησαν πουθενά. Εκείνος δεν υπολόγιζε σε μια τέτοια ανάπτυξη των γεγονότων, και σε αμηχανία κάθισε πάνω στο σακίδιο του κατευθείαν στη μέση της αίθουσας αφίξεων. Οι όχλοι των ξένων γύρω του ήξεραν ακριβώς – που θέλουν να πάνε και τι θα κάνουν σε αυτό το μέρος, και όμως, τον εξέπληξε η απουσία του συνηθισμένου πανικού, ο οποίος κυριεύει πάντα όλους τους Ρώσους, που βρέθηκαν για κάποιο λόγο στο αεροδρόμιο. Όλοι ήταν εντελώς ήρεμοι, προφανώς δεν τους ανησυχούσε τίποτα, και αυτή η ατμόσφαιρα της απρόσμενης ευημερίας γύρω του άρχισε να τον κοιμίζει. Δεν ήθελε να πάει πουθενά πια. Δεν τον ενοχλούσε και δεν τον ρωτούσε για τίποτα κανείς. Νόμιζε, ότι θα μπορούσε να περάσει εδώ μια αιωνιότητα έτσι. Μπορεί να καθίσει εδώ δυο μήνες – εδώ, στο αεροδρόμιο, και μετά να επιστρέψει και να προσποιηθεί, ότι πήγε στα θιβετιανά μοναστήρια? Και γιατί όχι; Μπορεί να κοιμηθεί σε ένα χαλάκι, το μέρος είναι γεμάτο με εστιατόρια, αν και είναι άγνωστο – πως είναι οι τιμές τους, αν είναι ίδιες με τα ρώσικα αεροδρόμια, τότε την έβαψε …
Για να πραγματοποιήσει το επιχείρημα του, ο Αντρέι σήκωσε από τον τραπεζικό λογαριασμό του όλα τα λεφτά, που είχαν βάλει εκεί οι καλόκαρδοι συγγενείς του – «για τον γάμο», όπως έλεγαν οι ίδιοι. Το ποσό κατά τη δική του αντίληψη ήταν αρκετά μεγάλο, και όμως ο φόβος να ξεμείνει από λεφτά αποδείχθηκε αρκετά επίμονος.
– Περιμένεις κάποιον?
– Τι?
– Περιμένεις κάποιον?
– Α… καλησπέρα… όχι, δεν περιμένω …
Μπροστά στον Αντρέι στεκόταν ένας άντρας, που πέταξε με το ίδιο αεροπλάνο. Και οι δυο περίμεναν στη σειρά για την τουαλέτα και αντάλλαξαν τότε κάποιες κουβέντες.
– Απλώς…, – από τη μια ο Αντρέι ντρεπόταν να παραδεχτεί, ότι εκείνος – ολόκληρο παλικάρι, νιώθει παντελώς χαμένος, και φοβισμένος μπροστά στον κόσμο, στο οποίο ήρθε παρά την θέληση του, και δεν έχει ιδέα, τι να κάνει. Από την άλλη, ο άντρας αυτός ήταν αρκετά πρόσχαρος, και κρίνοντας από όλα, ένιωθε τον εαυτό του πάρα πολύ άνετα σε αυτό το μέρος. – Απλώς δεν ξέρω ακόμα, τι να κάνω και που να πάω:)
– Εμ, εδώ μπορείς να πας όπου θέλεις, – είπε σκεπτικά ο άντρας. – Άντι, – συστήθηκε εκείνος. – Βασικά, εγώ έχω άλλο όνομα, όμως, στους ξένους συστήνομαι ως Άντι, Αντρέι, δηλαδή.
– Και εγώ είμαι Αντρέι …
– Έχεις όμως κάποιο συγκεκριμένο στόχο? – ρώτησε ο Άντι.
– Βασικά εγώ πήγαινα στο Νεπάλ …
– Και ήρθες στο Μπανγκόκ? Πήρες λάθος αεροπλάνο?:)
– Πήρα το σωστό, απλώς μου είπαν, ότι από εδώ μπορώ να πάω παντού.
– Σε γενικές γραμμές, ναι… αν και καλύτερα να απευθυνθείς στο τουριστικό γραφείο, για να σου βρουν την κατάλληλη διαδρομή, η να σου κλείσουν μέσω διαδικτύου, αν προσανατολίζεσαι εκεί και υπάρχουν πιστωτικές, για να πληρώσεις ον-λάιν. Αλλά μιας και είσαι εδώ, γιατί να μην πάρεις κάποιες εντυπώσεις από την Ταϊλάνδη… έλα μαζί, εγώ πάω στο κέντρο τώρα, θα δούμε – ποια είναι η πιο βολική διαδρομή μέχρι το Νεπάλ, και ταυτόχρονα ίσως θα αποφασίσεις, αν θέλεις να καθυστερήσεις εδώ.
Η ζωή έγινε και πάλι έστω λιγάκι συγκεκριμένη, και ο Αντρέι πετάχτηκε πάνω να την προϋπαντήσει, τραβώντας το σακίδιο του.
Όσο εκείνοι βρίσκονταν μέσα στο ταξί, ο Άντι του έδινε σύντομες περιγραφές της ζωής στην Ταϊλάνδη.
– Σημείωνε, επειδή έτσι απλά δεν θα θυμηθείς τις ντόπιες ονομασίες. – σύντομα διέταξε εκείνος. – Ας αρχίσουμε με το Μπανγκόκ. Οι περισσότεροι τουρίστες εδώ ζουν στην οδό Κάο Σαν, όμως, αυτή έχει πολύ φασαρία και είναι γεμάτη με κόσμο. Λίγο πιο ήρεμη οδός είναι κοντά, Ραμπουττρι, έτσι εγώ, αν θέλω να βρεθώ στην τουριστική γειτονιά, διανυκτερεύω συγκεκριμένα εκεί. Βασικά, δεν υπάρχει τίποτα απολύτως να κάνεις στο Μπανγκόκ. Υπάρχουν, βέβαια, δυο-τρία μέρη, όπου μπορείς να κάνεις εντελώς τρελό σεξ με όλες τις πιθανές και απίθανες μορφές του, όμως, αυτό θέλει λεφτά, και εσύ, αν κρίνω σωστά, δεν έχεις πολλά, έτσι θα σε συμβούλευα να αποφεύγεις ακόμα αυτά τα μέρη.
– Παράξενο, εγώ είχα ακούσει, ότι στην Ταϊλάνδη το σεξ είναι φθηνό.
– Η Ταϊλάνδη είναι μεγάλη και υπάρχουν διάφορα μέρη. Εδώ μαζεύονται πολλά καθίκια από όλον τον κόσμο, και αντίστοιχα όχι λιγότερα σιχαμερά ντόπια καθίκια προσπαθούν να βγάζουν όσα πιο πολλά μπορούν από τα καθίκια ξένα. Και το σεξ επίσης υπάρχει διάφορο. Για παράδειγμα, αν έρθεις στο Πατπόνγκ – είναι κοντά – μια ώρα με ταξί, θα βρεθείς σε μια περιοχή της πόλης, εξ ολοκλήρου αφιερωμένη στο σεξ. Εδώ μπορείς να δεις, πως πηδιούνται οι άλλοι, πως οι Ταϊλανδές παίζουν με τα μουνάκια μίνι-ποδόσφαιρο, πως καπνίζουν με τον κόλπο και μπορείς να παραγγείλεις ταυτόχρονα και δέκα αγόρια, η δέκα κορίτσια και ο, τι θέλεις άλλο. Όμως, πρώτον, αυτό δεν είναι φθηνό – μια ώρα με ένα κορίτσι ή ένα αγόρι θα κοστίσει μαζί με το δωμάτιο πενήντα-εβδομήντα δολάρια. Και δεύτερον, ίσως να πέσεις σε μια πολύ δυσάρεστη κατάσταση. Δίπλα στις εισόδους αυτών των σπιτιών στέκονται οι κλητήρες με τιμές, και οι τιμές αυτές ίσως να σου φανούν λογικές. Ωστόσο, εκεί δεν λέει, ότι αυτές οι τιμές αφορούν αποκλειστικά το σεξ.
– Μα εγώ μπορώ να μην αγοράσω αυτό, που δεν χρειάζομαι?
– Οπουδήποτε αλλού, αλλά όχι εδώ. Μπαίνοντας στο σαλόνι, θα δεις, ότι στη σκηνή χορεύουν γυμνά κορίτσια, και όταν θα θέλεις να φύγεις, οι φύλακες θα σου πουν, ότι η ίδια παρατήρηση αυτών των κοριτσιών αποτελεί υπηρεσία του κέντρου, την οποία κατανάλωσες, και άραγε, πρέπει να πληρώσεις. Και αν σου ζητήσουν εκατό η διακόσια δολάρια, θα πρέπει να πληρώσεις – καμία αστυνομία δεν θα έρθει εδώ, και αν έρθει, υπό κανενός είδος συνθήκες δεν θα είναι με το δικό σου το μέρος, ακόμα και αν σου σπάσουν το κεφάλι, και οι Ταϊλανδέζοι είναι ικανοί για αυτό.
– Μα αυτό είναι απάτη! – είπε ο Αντρέι με αγανάκτηση.
Ο Άντι τον κοίταξε με επιτηδευμένη έκπληξη και γέλασε.
– Αγόρι, έφτασες στο μεγάλο κόσμο. Εδώ γυρίζουν εκατομμύρια και δισεκατομμύρια, εδώ κολυμπάνε τέτοιοι καρχαρίες, για τους οποίους εσύ δεν έχεις την παραμικρή ιδέα. Απ` ότι βλέπω, έζησες και μεγάλωσες σε ενυδρείο. Είναι πολύ ωραίο, φυσικά, ότι στο κεφάλι σου υπάρχουν κάποιες αρχές για την απάτη και τα λοιπά. Καλύτερα να αρχίσεις από αυτό, παρά απ` το αντίθετο. Όμως, αν για σένα αυτές οι αρχές είναι καλά αφετηρία για ανάπτυξη της ψυχής, ας το πούμε, από την άλλη, σε κάνουν εντελώς αβοήθητο στο μεγάλο, πραγματικό, μοχθηρό κόσμο. Εγώ στη θέση των παιδαγωγών σου κατά καιρούς θα γνώριζα τους προστατευόμενους μου με εκείνη την πραγματικότητα, η οποία υπάρχει έξω από τα ήρεμα νερά και τις λιμνούλες τους … Ναι, μπορείς να το ονομάσεις απάτη, αλλά δεν είναι και η πιο ξεδιάντροπη από εκείνες, τις οποίες μπορείς να συναντήσεις εδώ.
– Οι Ταϊλανδοί μου φάνηκαν αρκετά ήσυχοι, χαμογελαστοί, – μουρμούρισε ο Αντρέι.
– Και έτσι είναι – ήσυχοι και χαμογελαστοί. – Επιβεβαίωσε ο Άντι. –
Αλλά τα χαμογελά τους είναι υποκριτικά, και η φιλικότητα τους εξαφανίζεται τόσο γρήγορα, ότι καμιά φορά δεν προλαβαίνεις να το δεις καν. Μάλλον, δεν πρόλαβες ακόμα να παρατηρήσεις, ότι το αγαπημένο εθνικό άθλημα των Ταϊλανδών – η ταϊλανδική πυγμαχία. Όλοι είναι ξετρελαμένοι με αυτό, είναι στις οθόνες όλων των τηλεοράσεων, και τι νομίζεις, – όταν παρατηρούν αυτό το ξυλοκόπημα, καλλιεργούν την φιλικότητα τους? Ποτέ μην τσακώνεσαι με τους Ταϊλανδούς – γράψε, γράψε, αυτή είναι μια σημαντική συμβουλή. Ποτέ μην τσακώνεσαι μαζί τους, ακόμα και αν σε έχουν κοροϊδέψει. Χαμογέλασε και μίλα τους τόσο ήρεμα, σαν να βρίσκεσαι δίπλα στο κρεβάτι ενός ετοιμοθάνατου παππούλη. Αλλιώς θα δεχτείς ένα χτύπημα από μπουκάλι στο σβέρκο και θα συνέρθεις χωρίς λεφτά, ή χωρίς μυαλά ακόμα. Οι τουρίστες ποτέ δεν θα σε βοηθήσουν, ποτέ και κανείς, να το θυμάσαι. Ακόμα και αν σου επιτεθεί ένας Ταϊλανδέζος μέρα-μεσημέρι – ακόμα και αν γύρω σου θα είναι εκατό τουρίστες, δεν θα μπει στη μέση κανείς, διότι φοβούνται οι ίδιοι, και γενικώς είναι κότες. Ενώ οι ντόπιοι – αντιθέτως – θα σου επιτεθούν όλοι μαζί και καλά θα είναι, αν δε σε αφήσουν ανάπηρο. Με αυτούς μπορείς να κάνεις παρέα και δουλειά, όμως, ποτέ δεν πρέπει να φτάνεις τα πράγματα στον τσακωμό.
Ο Άντι σκέφτηκε για κάτι και κοίταξε στο παράθυρο.
– Έτσι, δεν έχει τίποτα ενδιαφέρον στο Μπανγκόκ. Αν χρειάζεσαι σεξ… και εσύ χρειάζεσαι σεξ, – ρώτησε εκείνος, παρατηρώντας προσεκτικά το πρόσωπο του Αντρέι.
– Δεν ξέρω… μάλλον, ναι.
– Εδώ είναι παντού, σε κάθε γωνία. Τώρα θα φτάσουμε στο Ραμπουττρι, και γύρω σου θα δεις δεκάδες κορίτσια κάθε ηλικίας, που θα ανοίξουν τα πόδια τους για δέκα-δεκαπέντε δολάρια. Όμως, το σεξ εδώ σε σύγκριση με άλλα μέρη είναι πιο λίγο. Αν το χρειάζεσαι τελικά – πάρε μια πτήση για Σαμούι, είναι ένα νησί – μισή ώρα πτήσης από το Μπανγκόκ. Εκεί δεν είναι δεκάδες, είναι εκατοντάδες. Παντού. Πάντα. Όσο θέλεις. Και κοπέλες, και τραβελάκια. Τα τραβεστί εκεί είναι ασυνήθιστα – με σώματα σαν των κοριτσιών, δύσκολα να ξεχωρίσεις – λιγνά, κομψά, και ανάμεσα στα πόδια – το πέος. Κάποιοι μπορούν να πηδήξουν εσένα, οι περισσότεροι αφήνουν να τους πηδήξουν. Σε ελκύει αυτό?
Ο Αντρέι ένιωθε αμηχανία λόγο του ότι η συζήτηση έτσι στα ανοιχτά αφορά το σεξ, όμως ο Άντι μιλούσε για όλα τα αυτά τόσο απλά και ξεκάθαρα, ότι ο Αντρέι ντρεπόταν να εκδηλώσει την σύγχυση του.
– Ναι, ελκύει.
– Κακώς. Δεν υπάρχει σεξ εδώ.
– Δηλαδή??
– Έτσι, δεν υπάρχει το σεξ εδώ στην Ταϊλάνδη. Φυσικά, αν είσαι παρθένος, τότε θα σε ικανοποιήσει οποιοδήποτε κάρφωμα στο μουνάκι ή στον ποπό, μα αρκεί να πραγματοποιήσεις το πρώτο κύμα αυτού του πυρετού, όταν θέλεις τα πάντα και παντού, και ύστερα αρχίζεις να καταλαβαίνεις, ότι δεν υπάρχει το σεξ εδώ. Εδώ είναι η μαζική παραγωγή του σεξ, και αυτό δεν είναι σεξ. Εσύ για αυτούς – είσαι σαν μια μηχανή πάνω στην γραμμή, η οποία πρέπει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα να φτάσει στο αποτέλεσμα και να φύγει. Πάντα, όταν ένας άνθρωπος με έστω ελάχιστη αισθησιακότητα θέλει σεξ, ταυτόχρονα θέλει και το πάθος, την τρυφερότητα, ανοιχτοσύνη – έστω σε πιο μικρή της μορφή, και εδώ αυτό δεν υπάρχει καθόλου. Στο τέλος αισθάνεσαι τον εαυτό σου αγελάδα, την οποία ο καθένας προσπαθεί να αρμέξει.
– Και τότε πού μπορώ να βρω το σεξ?
– Ο, αυτή η ερώτηση απαιτεί μια προσεκτική απάντηση…, – ο Άντι σώπασε, αλλά στο πρόσωπο του φαινόταν, ότι δεν προσπαθεί να απαντήσει, αλλά σκέφτεται για κάτι δικό του.
– Αν θέλεις να βρεις έστω λιγάκι πιο αισθησιακό σεξ στην Ταϊλάνδη, απ` ότι σε αυτήν την ατελείωτη, εικοσιτετράωρη και αιώνια παραγωγή, όπου μαζεύονται τα δολάρια και καίγεται η ζωή, πρέπει να πας βόρεια, καλύτερα να ξεκινήσεις από το Τσανγκ Μάι. Το έγραψες? Το Τσανγκ Μαι – είναι η βόρεια πρωτεύουσα της Ταϊλάνδης. εκεί επίσης υπάρχουν δρόμοι, εξ ολοκλήρου τουριστικοί. Για σένα καλύτερα ταιριάζει το Μουν Μουάνγκ – οι ξενώνες, που βρίσκονται στα στενά είναι αρκετά καλοί για μια οικονομική διαμονή και κοστίζουν δέκα με είκοσι δολάρια την ημέρα. Τα βράδια σε μπαρ και στους δρόμους κυκλοφορεί ένα σωρό ιερόδουλες, όπως κορίτσια, έτσι και λειντιμπόιδες [από το αγγλ. Lady boy – αγόρι με γυναικεία χαρακτηριστικά, τραβεστί ή τρανσέξουαλ]. Αν θέλεις αγόρι – πες στο στην οποιαδήποτε πόρνη, θα πάρει τηλέφωνο και θα το κανονίσει για σένα, η να την πέσεις σε οποιοδήποτε αγόρι, που περιφέρεται στους δρόμους η επιστρέφει από τη δουλειά μετά από τη λήξη της εργάσιμης μέρας. Για κάποιο λόγο ο Βορράς είναι πιο συντηρητικός, εκεί δεν υπάρχει αυτός ο μύλος, που επεξεργάζεται το σπέρμα των τουριστών, και είναι δυνατόν να βρεις έστω ένα ίχνος από αισθησιασμό, μα είναι μια ιδέα, μην αυταπατάσαι για αυτό, επειδή η παραπλάνηση τούτη μπορεί επίσης να σου κοστίσει πάρα πολύ ακριβά.
– Και αυτοί κοροϊδεύουν με τις τιμές?
– Όχι, διαφορετικά. Φαντάσου μια τέτοια μικρούλα, που έχει άρρωστη μαμά, ο μπαμπάς πέθανε, και έμεινε με δυο αδερφούλες στα χέρια της.
Εκείνη τη στιγμή ο Άντι σταμάτησε, δείχνοντας στον οδηγό το μέρος για αποβίβαση, το αμάξι έκανε στην άκρη, και εκείνοι βγήκαν έξω. Ήταν πια αργά το βράδυ, μα τα πάντα γύρω τους ήταν δυνατά φωτισμένα. Οι όχλοι των τουριστών έτρεχαν πέρα δώθε, φαινομενικά, σαν να μην έχουν κάποιο ορισμένο σκοπό. Ο Αντρέι έμεινε αποστομωμένος με την ασχήμια των ανθρώπων, που τον περιέβαλαν.
Όχι, οι ίδιοι Ταϊλανδοί ήταν κιόλας συμπαθητικοί η ουδέτεροι, ενώ οι τουρίστες! Ο Αντρέι εξεπλάγηκε εντελώς με το πόσο παραμορφωμένοι ήταν. Κοίταζε τα πρόσωπα τους και δεν μπορούσε να καταλάβει – αν κάτι δεν πάει καλά με το δικό του κεφάλι, η αν φταίει το μέρος… καταλάβαινε, το ότι ήταν απαίσιοι οι συνταξιούχοι, που έβριθαν εδώ, τον παραξένεψε, ότι ακόμα και σχετικά νέοι άνθρωποι, όσο τα αγόρια, τόσο και τα κορίτσια, ήταν απροκάλυπτα άσχημοι. Σκέτο τσίρκο των φρικιών.
– Είναι… είναι όλοι τους τόσο άσχημοι! – του ξέφυγε.
– Οι τουρίστες; Ναι, έτσι είναι αυτοί. Στη Ρωσία, Ταϊλάνδη, Βραζιλία, και σε πολλά άλλα μέρη οι άνθρωποι κάνουν μια αποδεκτή εντύπωση, ενώ οι Ευρωπαίοι – είναι ράτσα σε παρακμή. Ασχημομούρηδες.
– Ασχημομούρηδες. – Επανέλαβε δυνατά ο Αντρέι.
Αν και στον ίδιο πέρασε από το μυαλό ακριβώς αυτή η λέξη, όταν την είπε δυνατά απέκτησε την ισχύ της ετυμηγορίας, αναπόσπαστης και μη αμφισβητήσιμης. Κάποτε, σχεδόν ποτέ ή και καθόλου δεν χρησιμοποιούσε αυτήν τη λέξη για να χαρακτηρίσει τους ανθρώπους – απλώς δεν υπήρξε λόγος. Αν του τύχαινε να συναντήσει έναν πραγματικό ασχημομούρη, ήταν τόσο καταπληκτικό στο φόντο των άλλων ανθρώπων, ότι και σε αυτή την περίπτωση η λέξη «ασχημόφατσα» παρέμεινε αχρείαστη, ακατάλληλη και σκληρή, και δεν ήθελε να σκέφτεται και να μιλάει έτσι, ενώ εδώ απλώς δεν υπήρξε άλλη διέξοδος, άλλος τρόπος να ξεφύγεις στην ευγένεια, να εκτοπίσεις αυτό, που συνωστιζόταν γύρω σου με δεκάδες και εκατοντάδες πρόσωπα. Ασχημομούρηδες. Παραμορφωμένα πρόσωπα.. Ήρεμες, η ακόμα χαμογελαστές ασχημόφατσες. Του έκανε εντύπωση και το ότι όλοι τους χωρίς εξαίρεση ήταν γέροι. Δεν υπήρξαν πολλοί ηλικιωμένοι, αλλά όλοι, μα όλοι τους ήταν γέροι. Φορώντας τις σαγιονάρες η τα πλαστικά κακάσχημα παπούτσια, εκείνοι έσερναν τα πόδια τους, μετέφεραν το βάρος από ένα πόδι στο άλλο, σαν πάπιες, και νόμιζες, ότι το κάθε βήμα, ακόμα και κάθε ανάσα τους γίνεται με το ζόρι. Δίπλα του πέρασε μια οικογένεια – ο άσχημο-μπαμπάς, η άσχημο-μαμά και δυο κοριτσάκια δώδεκα-δεκατριών ετών . Ο Αντρέι κοιτούσε πίσω τους σαν μαγεμένος, ανίκανος να πάρει το βλέμμα από την παράξενη, σουρεαλιστική εικόνα: τα κοριτσάκια περπατούσαν ακριβώς όπως και οι άλλοι, με τα χέρια ενωμένα πίσω στην πλάτη, σέρνοντας το ένα πόδι κοντά στο άλλο, και στα πρόσωπα τους πάγωσε μια έκφραση, η οποία, μάλλον, είναι δυνατή μόνο μετά από μια λοβοτομή.
– Οι Ταϊλανδοί είναι γενικώς σχετικά συμπαθητικό έθνος, μα στο φόντο αυτών δείχνουν τελείως κουκλίστικοι – σχολίαζε ο Άντι, με γέλια παρατηρώντας την αντίδραση του Αντρέι. – Κοίτα, βλέπεις εκεί τα πολλά ζευγαράκια – ένας συνταξιούχος Ευρωπαίος και κοπελίτσα – Ταϊλανδέζα? Όλες αυτές οι κοπέλες είναι πόρνες, τρώνε μαζί, κοιμούνται, κάνουν βόλτες, βαριούνται και περνούν την ώρα τους. Για αυτό πληρώνονται. Καμία φορά πηδιούνται, βέβαια. Σπάνια, όμως.
– Κοίτα, πως οι Ταϊλανδέζες κολλάνε στους τουρίστες, βλέπεις?
Όντως, αυτό ήταν ασυνήθιστο. Οι πόρνες αγκάλιαζαν με το ένα η και με τα δυο χέρια τους πελάτες τους, συχνά τους χάιδευαν η κολλούσαν στο σώμα τους. Απ` έξω αυτό φαινόταν, σαν να είναι ερωτευμένες.
– Αυτό είναι που τους προσελκύει, τους δένει. Σκέψου, τι ζωή να είχε, για παράδειγμα, αυτός ο γεροξεκούτης? – συνέχιζε ο Άντι. – Σκανδαλιάρα γριά-σύζυγος, που ακόμα και στα νιάτα της ποτέ, ποτέ δεν κολλούσε έτσι πάνω του, δεν κοίταζα με δέος στο πρόσωπο του, δεν τον υπηρετούσε. Κοίταξε εκεί – τα ευρωπαϊκά ζευγαράκια, – προχωράνε μαζί, σαν συνεργάτες στην επιχείρηση, μα έτσι είναι και στην πραγματικότητα – δυο συνεργάτες. Και εδώ – «η αγάπη». Δείχνει, σαν πραγματική, σαν αυτή, για την οποία εκείνοι δεν μπορούσαν να ονειρευτούν καν. Και αυτός ο κωλόγερος, είναι εξήντα χρονών, έγινε άσχημος στα είκοσι του ήδη και είναι ακόμη πιο άσχημος τώρα, δεν τον είχαν χαϊδέψει ποτέ και δεν τον κοίταζαν ποτέ με ερωτευμένο βλέμμα, και αυτή η εικοσάχρονη κουκλίτσα περνάει όλο τον χρόνο της μαζί του, πιάνει την κάθε του επιθυμία, για αυτόν είναι και η μάνα, και η γυναίκα, και η κόρη, και η ερωμένη, και θα ήταν και η πουτάνα του, αν θα το χρειαζόταν, όμως, οι Ευρωπαίοι είναι υποκριτές στο σεξ περισσότερα από οποιονδήποτε άλλο, έτσι δεν χρειάζεται να είναι πουτάνα. Μπορεί αυτό να προσελκύσει? Σίγουρα. Και αξίζει σχετικά φθηνά.
– Πόσο?
– Πενήντα, εκατό δολάρια την ημέρα – όπως κανονίσεις. Ίσως και πιο φθηνά, ίσως πιο ακριβά. Και όταν ένα τέτοιο κουκλάκι κρέμεται πάνω τους, εκείνοι καμία φορά, άθελά τους, αρχίζουν να ερωτεύονται, να πιστεύουν σε όλες εκείνες τις βλακείες, που τους κρεμάνε στα αυτιά, και στην αρχή τους πληρώνουν βρακάκια-φανελάκια με δυο δολάρια, μετά τα μενταγιόν- αλυσιδίτσες με δέκα, και μετά «χαλάει» το κινητό της, και τα ματάκια γεμίζουν με δακρυάκια, επειδή «αρρώστησε ο αδερφός της» ή η μαμά, και χωρίς να προσέξει ο ίδιος, ο συνταξιούχος βρίσκεται δεμένος χειροπόδαρα με υποχρεώσεις, τη συμπόνια, με την αμηχανία να αρνηθεί κάτι. Καλά θα`ναι, αν ξεμπερδέψει με κανένα-δυο χιλιάρικα, ενώ τυχαίνει να το πράγμα να τελειώσει με γάμο, και τότε αντίο τα ήσυχα γεράματα. Μην πέσεις σε αυτόν τον λάκκο. Μην αφήνεις τον εαυτό σου να ερωτευτεί αυτά τα αθώα ματάκια. Αυτά τα αγαθά και έμπιστα ματάκια, αυτά τα κομψά χεράκια και ποπουδάκια, αυτή η δική τους τρυφερότητα και φροντίδα – είναι ένα όπλο, πιο αποτελεσματικό από οποιοδήποτε ναπάλμ και πυροβόλο. Να αποφεύγεις σαν τη φωτιά. Αυτοί, που ερωτεύτηκαν μια Ταϊλανδέζα πόρνη σπάνια επιστρέφουν στην κανονική ζωή.
– Ορίστε, το ξενοδοχείο μου, το Ραμπουττρι Βίλατζ. – ο Άντι σταμάτησε. – Έχω κλείσει δωμάτιο εδώ, ενώ εσύ θα χρειαστείς να κάνεις μια βόλτα σε όλη την οδό για να αναζητήσεις ένα δικό σου. Αυτό δεν θα είναι απλό, επειδή βράδιασε, και όλα τα ξενοδοχεία είναι τίγκα γεμάτα, μα το πιο πιθανόν απ` όλα να βρεις κάτι. Αύριο έλα να με δεις το πρωί, το δωμάτιο μου είναι διακόσια δυο, θα κανονίσουμε την πτήση σου για το Νεπάλ, και θα σου πω για άλλα, ο, τι προλάβω.
Ο Αντρέι, καταλαβαίνοντας, ότι θα μείνει μόνος, και πάλι ένοιωσε άβολα, όμως, η δόση των πληροφοριών, που έλαβε, ήδη του έδινε κάποια βάση για να αρχίσει μόνος του να μαθαίνει τα υπόλοιπα. Μετά από σύντομο χαιρετισμό, εκείνος ακολούθησε τον δρόμο, μπαίνοντας σε έναν ξενώνα μετά τον άλλο, χαζεύοντας σε αυτά, που γίνονταν γύρω-γύρω. Η ατμόσφαιρα ήταν δυσάρεστη, θύμιζε καταγώγιο. Τα εστιατόρια διαδέχονταν τους ξενώνες, τα τουριστικά γραφεία και τα μαγαζάκια για μασάζ, οι ροές των τουριστών κυλούσαν και στις δυο μεριές του δρόμου. Οι πολυάριθμοι πάγκοι με τα φαγητά, που τηγανίζονταν επί τόπου, γέμιζαν τον αέρα με τις μυρωδιές τους. Φρεσκοστυμμένοι χυμοί, κομμένα σε κύβους καρπούζια, ανανάδες, καρύδες, παπάγια, κάποια κομματάκια κοτόπουλου. Ο Αντρέι αγόρασε και έφαγε μερικά. Ήταν πολύ νόστιμα. Και τότε τον άφησε ξαφνικά – κάποια κρυφή ένταση έπεσε, και ένοιωσε τον εαυτό του πάρα πολύ καλά, τον έπιασαν τα γέλια ακόμα. Και ανακάλυψε, ότι όλοι αδιαφορούσαν παντελώς για εκείνον – αν γελάει εδώ ή αν κλαίει– τα πάντα σε αυτό το μέρος κυλούσαν στην δική τους πορεία, προσπερνώντας τον. Αυτή ήταν η ελευθερία, την οποία δεν είχε βιώσει ποτέ πριν – ελευθερία να βρίσκεσαι στην κοινωνία και να μην ανησυχείς για την γνώμη αυτής της κοινωνίας. Και τότε κατάλαβε, για ποιο λόγο αυτοί οι τουρίστες του φαίνονται τόσο κραυγαλέα άσχημοι. Όχι, βεβαίως και ήταν άσχημοι, παρά το οτιδήποτε, όμως, εκτός από αυτό, ήταν όλοι τους εκατό τοις εκατό χαλαροί, έτσι του φάνηκε. Κανένας δεν έδινε δεκάρα για την εντύπωση, που έκανε στους άλλους. Ιδού στέκεται ο άνθρωπος με ηλίθια χαλαρωμένο πρόσωπο, το σαγόνι του κρέμεται, το φανελάκι βγήκε έξω από το σορτς. Εκεί ένας άλλος – στα πόδια του είναι οι σαγιονάρες, που μάλλον, βρήκε στα σκουπίδια. Δυο γυναίκες-Ευρωπαίες κατεβαίνουν ατσούμπαλα τα σκαλιά, κουτσαίνοντας αστεία και άχαρα, ανοίγοντας τα χέρια τους και γελώντας χαζοχαρούμενα, κα κανείς δεν νοιάζεται καθόλου για όλα τα αυτά!! Μπορούσες να καθίσεις στην άσφαλτο στη μέση του δρόμου και να τρως το κοτόπουλο – κανείς δεν θα το πρόσεχε, απλώς θα περνούσαν δίπλα και αυτό ήταν.
Κάποιος τον πήρε από το χέρι, και ο Αντρέι ανακάλυψε με έκπληξη, όταν γύρισε να κοιτάξει, ότι είναι μια κοπέλα-Ταϊλανδέζα, πόρνη, όπως κατάλαβε από το προκλητικό της ντύσιμο. Το καλτσόν της ήταν σκισμένο, η φούστα τσαλακωμένη. Τον πλησίασε πολύ κοντά, και τότε ο Αντρέι αντιλήφθηκε, ότι δεν είναι ακριβώς κοπέλα. Κάτι άγριο στο πρόσωπο, η χοντρή στρώση μακιγιάζ – αγόρι, μα σε όλα τα αλλά – ο Άντι είχε δίκιο – πολύ συμπαθητικά ανεπτυγμένη κοπέλα, γεμάτοι νόστιμοι μηροί, τα ποδαράκια μέσα στα ψηλοτάκουνα παπούτσια. Βλέποντας, ότι εκείνος χαζεύει τα πόδια της, εκείνη αμέσως κόλλησε πάνω του και άρχισε να ψιθυρίζει κάτι στα δυσκολονόητα αγγλικά, ταυτόχρονα άπλωσε το χέρι της, τον έπιασε από τον καβάλο και πίεσε μερικές φορές τα μπαλάκια του. Η ντροπή ανακατεύτηκε με τον ερεθισμό, και ο Αντρέι άρχισε σπασμωδικά να την ρωτάει ξανά. Εκείνη και πάλι χάιδευε τα μπαλάκια του και μόλις του σηκώθηκε, έπιασε το πούλι του αμέσως. Στέκονταν ακριβώς μπροστά του, του έλεγε κάτι, αλλά από την σύγχυση του ο Αντρέι δεν μπορούσε να καταλάβει την προφορά. Επιτέλους κατάφερε να ηρεμήσει και κατάλαβε, ότι του προτείνουν «τέλειο μασάζ» μόλις με δυο χιλιάδες μπατ. Δεν κατάφερε με μιας να διαιρέσει δυο χιλιάδες με σαράντα, μα όταν το έκανε τελικά, βρήκε, ότι πενήντα δολάρια – είναι πολλά σε σύγκριση με εκείνο το επίπεδο των τιμών, για το οποίο του έλεγε ο Άντι. Όμως, παραήταν άβολο να κάνει παζάρια, όταν ο λόγος της συζήτησης αφορούσε στο σεξ. Ο λαιντιμπόι άρχισε να τον τραβάει από το χέρι, και ο Αντρέι τον ακολούθησε μηχανικά, προσπαθώντας πυρετωδώς να σκεφτεί, τι να κάνει. Δεν ήθελε έτσι με μιας να χάσει πενήντα δολάρια – θα μπορούσε να ζήσει δυο μέρες εδώ με αυτά τα χρήματα!
Εκείνος σταμάτησε, και ο λαιντιμπόι άρχισε ξανά να χαϊδεύει το πουλί του και να μουρμουρίζει κάτι, χαμογελώντας προκλητικά και τρυφερά.
– Five hundred baht, – μουρμούρισε ο Αντρέι. – Five hundred baht – one hour.
Το καλοσυνάτο πρόσωπο της «κοπέλας» παραμορφώθηκε ξαφνικά. Μέσα σε μια στιγμή έγινε μοχθηρό και καπριτσιόζικο… Εκείνη έλεγε κάτι δυνατά και επιθετικά στη δική της γλώσσα, η οποία δεν ήταν πια τόσο μελωδική, απ` ότι στην αρχή, όταν παράτεινε τα φωνήεντα με πρόσκληση. Του φάνηκε, ότι αυτή θα τον χτυπήσει τώρα, και ετοιμάστηκε να απαντήσει, όταν θυμήθηκε τη συμβουλή του Άντι – ποτέ, υπό κανενός είδος συνθήκες να μην φτάνει στο σκάνδαλο και να μην πιαστεί στα χέρια. Νιώθοντας δειλός, ανάγκασε τον εαυτό του να χαμογελάσει, και έτσι, χαμογελώντας, έκανε ένα βήμα πίσω. Εκείνη συνέχιζε να τον κρατάει από το φανελάκι και να λέει κάτι άγριο. Συνεχίζοντας να χαμογελάει, ο Αντρέι έκανε ακόμα ένα βήμα πίσω. Η κοπέλα τράβηξε το χέρι της με βία, και ακούστηκε ο ήχος των σκισμένων ραφών της μπλούζας του. Αφήνοντας τον, για μερικά δευτερόλεπτα αυτή στάθηκε μπροστά του, σαν να τον προκαλούσε να συνεχίσει το σκάνταλο, και μετά γύρισε απότομα και έφυγε.
Ο Αντρέι στεκόταν σε πλήρη σύγχυση. Τον κατέπληξε η ταχύτητα, με την οποία το ευχάριστο και τρυφερό πρόσωπο μετατράπηκε σε μοχθηρό. Αυτό σημαίνει μόνο ένα πράγμα – ο Άντι είχε δίκιο, και τα πλάσματα αυτά όντως ποτέ δεν βιώνουν αυτό, που θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πίσω από τα γλυκά τους χαμόγελα. Οι άνθρωποι κυλούσαν γύρω του, και εδώ ο Άντι είχε δίκιο – ούτε μια ψυχή δεν ενδιαφέρθηκε για αυτό, που συνέβαινε μεταξύ του Αντρέι και της πόρνης. Κανένας δεν τους έριξε ούτε ένα βλέμμα. Και πάλι ο Αντρέι ένιωθε απολύτως ασυνήθιστη αίσθηση της απόλυτης απομόνωσης μέσα στο πλήθος. Σε αυτό υπήρξαν και τα καλά, και τα κακά. Έπρεπε να μάθει να χρησιμοποιεί τα καλά, και να ξεφορτώνεται τα κακά.
– Πώς πάνε τα πράγματα, άνθρωπε των βουνών?
Γνωστή φωνή!
– Έτσι και δεν βρήκες τίποτα; – ρώτησε ο Άντι, δείχνοντας το σακίδιο, που κρεμόταν ακόμα πίσω από την πλάτη του Αντρέι.
– Δωμάτιο – όχι, δεν βρήκα ακόμα, αλλά παραλίγο να πέσω σε μπελά.
Και σαστίζοντας, ο Αντρέι εν συντομία του περιέγραψε το συμβάν.
– Εμ… οι λειντιμπόιδες είναι γενικώς πιο επιθετικοί απ` ότι οι συνηθισμένες πόρνες, πρέπει να είσαι προσεκτικός κοντά τους. Εντάξει…Απ` ότι φαίνεται, χρειάζεσαι άλλο ένα μάθημα, αλλιώς θα χαθείς εδώ… Κοίτα – τι θα κάνουμε. Εγώ μένω μόνος μου, και το κρεβάτι είναι διπλό. Μείνε μαζί μου αυτή τη νύχτα. Πάρε αυτό το κλειδί και πήγαινε εκεί τώρα, και εγώ – στο «Seven Eleven», να αγοράσω κάτι να φάμε, δεν θέλω σήμερα να φάω στην καφετέρια, θέλω να διαβάσω και να κάνω κάτι στον υπολογιστή. Και για το μέλλον να θυμάσαι – καμία πόρνη, μέχρι να εγκατασταθείς στο δωμάτιο και να αφήσεις εκεί τα λεφτά μαζί με τα χαρτιά σου και όλα τα αντικείμενα αξίας. Να πηγαίνεις στις πόρνες, έχοντας μαζί σου μάξιμουμ μερικές χιλιάδες μπατ, και αυτές – σε διαφορετικές τσέπες. Αν θα βρεις κάποιον μπελά, τουλάχιστον θα τη γλιτώσεις φθηνά.
– Έχουν εδώ χρηματοκιβώτια στα δωμάτια?
– Τα χρηματοκιβώτια είναι στην υποδοχή και καμιά φορά στα δωμάτια, όμως, ποτέ μην αφήνεις τα λεφτά ούτε εκεί, ούτε εκεί.
– ?? Και που να τα αφήνω τότε?
– Αυτή είναι δύσκολη ερώτηση, όταν ταξιδεύεις μόνος σου. Σκέψου – που θα πάει πρώτα από όλα ο κλεφτής, όταν θα μπει στο δωμάτιο σου, όπου υπάρχει το χρηματοκιβώτιο?
– Στο χρηματοκιβώτιο …
– Ακριβώς. Και μην νομίζεις, ότι αυτό θα αποτελέσει σοβαρό εμπόδιο για εκείνον. Τυχαίοι άνθρωποι ποτέ δεν θα μπουν στο δωμάτιο. Αν θα μπουν, θα είναι «βαλτοί» από μέσα, εις γνώση κάποιου στο ίδιο ξενοδοχείο. Για αυτό βαλε περίπου εκατό δολάρια στο χρηματοκιβώτιο ή στο συρτάρι του τραπεζίου, αν το χρηματοκιβώτιο δεν υπάρχει. Αν έχεις ακόμα μια ψεύτικη πιστωτική, και αυτήν επίσης – εγώ κουβαλάω επίτηδες τέτοιες μαζί μου. Όταν ο κλέφτης θα βρει τους «θησαυρούς σου», θα θεωρήσει, ότι στάθηκε τυχερός – εκατό δολάρια μετρητά! Και η πιστωτική σου! Ενώ αν δεν βρει τίποτα, θα σκαλίζει, μέχρι να βρει κάτι πολύτιμο, και αν δεν βρει τίποτα, μπορεί απλώς από τα νεύρα του να σκίσει τα πάντα η να τα χαλάσει – αυτό θα σου κοστίσει πιο ακριβά.
– Και που να αφήσω τα λεφτά, το διαβατήριο, τις πιστωτικές?
– εκεί, όπου δεν θα τα αναζητήσει κανείς. Πάρε μια σακούλα, πέταξε στο βάθος τα λεφτά και διαβατήριο, από πάνω – κάνα-δυο μπουκάλια με νερό, και ας κρέμονται από εκεί τα βρόμικα σλιπάκια σου, και κρέμασε το στο χολ στο πιο ευδιάκριτο σημείο. Σε μια τέτοια σακούλα δεν θα χωθεί κανείς, και τα βρόμικα εσώρουχα θα τους απωθήσουν – είναι πάρα πολύ σιχασιάρηδες εδώ, ακόμα και το προφυλακτικό από το πουλί τους το βγάζουν με χαρτομάντιλο.
– Τέλεια!
– Σίγουρα:) – ο Αντι γέλασε και έριξε μια ελαφριά στον ποπό του Αντρει. – Άντε, να εγκατασταθείς, και εγώ θα έρθω σε δέκα λεπτά.
Τη βραδιά εκείνη ο Αντρει έτσι και δεν κατάφερε να πηδήξει κανέναν. Ο Αντι έφερε στο δωμάτιο δυο μπουκάλια γάλα, ψωμάκια και συσκευασίες με καπνιστές φτερούγες κοτόπουλου, και οι δυο άρχισαν να τα καταβροχθίζουν όλα με μεγάλη όρεξη, συνεχίζοντας την κουβέντα. Ο Αντι ταυτόχρονα κρατούσε σημειώσεις στο μπλοκνοτ του, – εκανε την εντύπωση, πως ο χρόνος για εκείνον δεν περνούσε ποτέ μάταια, ακόμα και όταν δεν έγραφε τίποτα και δεν μιλούσε, το πρόσωπο του δεν αποκτούσε εκείνη την απόχρωση της άδειας ανοησίας, η οποία είναι χαρακτηριστική για την ανια. Σκεφτόμενος τα νόστιμα μπούτια του λαιντιμπόι, τα όμορφα του ποδαράκια μέσα στα πέδιλα, την ανοιχτή λεία πλατούλα, ο Αντρει ανυπομονούσε να πάει και να πηδήξει κάποιο τέτοιο πλάσμα, όμως, του επιτέθηκε η υπνηλία, και η συζήτηση είχε πολύ ενδιαφέρον. Για παράδειγμα, ο Αντρει έμαθε, ότι πρέπει με μεγάλη προσοχή να γλείφεις τα στηθάκια των κοριτσιών. Τυχαίνει καμιά φορά αυτά τα βυζάκια να είναι αλειμμένα με κάποια υπνωτική βλακεία, και αντι του σεξ θα πάρεις ένα πονοκέφαλο για δυο μέρες και απώλεια όλων των πραγμάτων, που υπήρξαν πάνω σου. Ο Αντι δεν προσπαθούσε να τον τρομοκρατήσει. Του εξήγησε, ότι αν και υπάρχουν όλες αυτές οι εγκληματικές πιθανότητες, είναι στην πραγματικότητα αρκετά σπάνιες, για παράδειγμα, ο ίδιος δεν είχε συναντήσει κάτι τέτοιο ποτέ, ωστόσο, είναι απαραίτητο να ξέρει, ότι αυτό είναι δυνατόν, και εκτός από αυτό – πάρα πολλά εξαρτώνται από τον ίδιο άνθρωπο. Αν εσύ δείχνεις μικρόψυχος, αδύνατος, επιρρεπής στους άλλους, αν φοράς πάνω σου γεμάτο τσαντάκι, τότε η πιθανότητα της κλοπής η της ληστείας, φυσικά, μεγαλώνει, ειδικά αργά τη νύχτα. Πρέπει επίσης να μάθεις να ξεχωρίζεις τις πόρνες. Εκείνες, που έρχονται εδώ από διάφορες επαρχίες της Ταϊλάνδης για εποχιακές δουλειές, πολύ συχνά φέρονται υπάκουα και μαλακά, την ώρα που οι καρχαρίες, που κυκλοφορούν εδώ συνέχεια, μπορούν να αποδειχθούν επικίνδυνοι, μα είναι εύκολο και να τους αναγνωρίσεις, παρά τα ψεύτικα-γλυκά χαμογελά τους – από το αρπακτικό βλέμμα, από εκείνα τα μικρά σημάδια της απόλυτης σιγουριάς για τον εαυτό τους, τα οποία είναι αδύνατον να κρύψει ακόμη και ένας πρώτης τάξεως ηθοποιός. Το πλήθος των ιερόδουλων εδώ είναι τεράστιο, για αυτό ισχύει ο κανόνας: «αμφιβάλεις – σημάνει οχι». Αν υπάρχει αμφιβολία – να αρνείσαι, και προχώρα – σίγουρα θα βρεις κάποιον άλλο, που θα σου ταιριάζει.
Αναμμένος με αυτές τις ιστορίες και νιώθοντας πια περισσότερο σίγουρος για τον εαυτό του, ο Αντρει θέλησε κα πάλι να πάει κάτω, όπου τα αγόρια και κορίτσια είναι τόσο εξίσου εύκολα προσιτά.
– Πήγαινε, – τον υποστήριξε ο Αντι. – Είναι έντεκα η ώρα το βράδυ, η καλύτερη στιγμή για αναζήτηση. Τώρα στους δρόμους μένουν εκείνες, που δεν έχουν βρει πελάτη η έμειναν εκτός. Αυτό είναι το καλύτερο, όσο παράξενο και να σου φανεί, διότι έχασαν τον ανταγωνισμό με τις πιο αυθάδεις και πειστικές φιλενάδες τους. Και εσύ δεν χρειάζεσαι αυτό το θράσος και αυθάδεια – είναι πολύ πιο ευχάριστο να πηδιέσαι με υπάκουα και σεμνά κοριτσάκια, παρά με έναν καρχαρία, που δεν θα σε ακούσει, θα κάνει ο, τι θέλει εκείνη, θα σε φτάσει γρήγορα στον οργασμό και θα εξαφανιστεί. Και κάτι άλλο ακόμα, τη νύχτα εκείνες δεν κάνουν παζάρια πια – πεντακόσια μπατ θα ικανοποιήσουν τους πάντες.
Ο Αντρει έλεγξε τον εξοπλισμό του, σαν να πήγαινε σε εμπόλεμη ζώνη: δυο προφυλακτικά, μιραμιστίνη [αντισηπτικό μεγάλου φάσματος – παρ. μεταφραστή] , χίλια μπατ. Τίποτε άλλο.
– Έχεις μόνο δυο προφυλακτικά; Δεν φτάνουν, – σχολίασε ο Αντι. Το πρώτο μπορεί να χαλάσει πάρα πολύ εύκολα – για παράδειγμα, να σου πέσει στο πάτωμα. Το δεύτερο να μην μπει καλά μέσα στη σύγχυση. Το τρίτο θα χρειαστεί για το κανονικό σεξ, και το τέταρτο ίσως να το φορέσεις στα δαχτυλάκια της κοπέλας, για να σε πηδήξει στον πισινό. Ακόμα περισσότερα, αν θα πηδιέσαι με τον λαιντιμπόι, θα χρειαστούν προφυλακτικά για το δικό του πουλί επίσης. Πάντα να έχεις μαζί σου καμιά δεκαριά προφυλακτικά, ενώ το φάρμακο άφησε το εδώ, γιατι να κουβαλάς αυτό το κουτί στα παντελόνια σου, που θα προκαλέσει κιόλας την νευρική προσοχή της κοπέλας?
– Και αν αυτή θα ρουφήξει, θα μπορέσω αμέσως να αλείψω το πέος μου – διαφώνησε ο Αντρει.
– Να ρουφήξει? – γέλασε ο Αντι. – Σίγουρα δεν θα το κάνει, μην έχεις αμφιβολίες. Με το προφυλακτικό ίσως.
– Γιατι??
– Επειδή είσαι στον κόσμο, όπου δεν υπάρχει το σεξ, θυμάσαι?
– Μήπως φοβούνται να μην κολλήσουν κάτι?
– Όχι, μάλλον απίθανο. Εδώ, πρώτον, και χωρίς αυτό η κάθε τρίτη είναι μολυσμένη με κάτι, και με το AIDS επίσης, και δεύτερον, αν θελήσεις να πηδήξεις κάποιον χωρίς προφυλακτικό, μετά από σύντομη σκέψη σχεδόν κάθε μια θα συμφωνήσει. Το θέμα δεν είναι εκεί, απλώς για εκείνους αυτό δεν είναι σεξ, αλλά δουλειά, και εκτός από αυτό – έχουν φοβερή σιχαμάρα για όλα. Να το πάρουν στο στόμα… αυτό… μπρρρ – για αυτούς είναι κάτι το απαίσιο. Μπορείς, βέβαια, να πληρώσεις ακόμα χίλια, και να τους αναγκάσεις να το κάνουν τελικά, μα θα ρουφάνε, φτύνοντας με απέχθεια κατά καιρούς το συσσωρευμένο σάλιο και αυτός ο φυσιολογικός νατουραλισμός μαζί με την αντίστοιχη έκφραση του προσώπου τους θα σου κόψει την κάθε επιθυμία. Έτσι είναι μάλλον θέμα τύχης – αν σταθείς τυχερός, θα το ρουφήξει χωρίς προφυλακτικό, όμως, να μην υπολογίζεις ιδιαίτερα σε αυτό. Εδώ γενικώς πολλά εξαρτώνται από την τύχη και πείρα στην αναγνώριση του χαρακτήρα του ανθρώπου.
– Δηλαδή, αν είμαι τυχερός, αυτή θα το ρουφήξει χωρίς προφυλακτικό?
– Θέλεις να πεις – «αυτός»; Αφού φαντάζεσαι τον λαιντιμπόι αυτή τη στιγμή?
– Ναι, – γέλασε ο Αντρει. – Θέλω πάρα πολύ να δοκιμάσω ακριβώς αγόρι-κορίτσι.
– Ας σε ρουφήξει και δεν τρέχει τίποτα. Μέσω στοματικού σεξ δεν μεταδίδεται τίποτα, το πιο πιθανόν, θα πλύνεις το πουλί με φάρμακο μετά, όταν θα γυρίσεις εδώ – συν-πλην μια ώρα για το στοματικό δεν παίζει ρόλο. Αν και… όχι, πάρε μιραμιστίνη. Ένας θεός ξέρει, τι μπορεί να γίνει με την έλλειψη της εμπειρίας σου. Και κάτι άλλο – στην ίδια Κάο Σαν μαζεύονται επί το πλείστον οι πιο δραστήριες πόρνες. Πάρε την παράλληλη οδό, δίπλα στον δρόμο – εκεί έχει παγκάκια, σκοτάδι και δεν υπάρχει κανείς. Οι πιο σεμνές μπορεί να κάθονται εκεί στα παγκάκια – αυτές σου ταιριάζουν καλύτερα απ` όλα.
Βγαίνοντας έξω, ο Αντρει ένοιωσε ξανά εκείνη την επώδυνη σύγχυση, που του προκαλούσε όλη αυτή η ατμόσφαιρα του προσιτού και ανοιχτού σεξ. Φοβήθηκε ακόμα και να κοιτάξει την πρώτη πόρνη, που τον πλησίασε, μίλησε μαζί της με το βλέμμα του χαμηλά, – νόμιζε, ότι όλος ο κόσμος γύρω του των κοιτάζει, τον κατηγορεί και συζητάει για εκείνον. Παράνοια. Από την ντροπή του δεν κατάφερε να κανονίσει τίποτα και προχώρησε παραπέρα. Η κοπέλα έμεινε πίσω, και αμέσως ηρθε η επόμενη. Αυτή τη φορά τόλμησε να την κοιτάξει στο πρόσωπο, μα με καμία δύναμη δεν μπορούσε να αναγκάσει τον εαυτό του να δει το σωμα της, για να καταλάβει – πόσο πολύ του ταιριάζει, και ύστερα ήθελε το αγόρι τελικά.
Κατάφερε να κοιτάξει την πέμπτη η έκτη, ωστόσο. Συμπαθητικό κορμάκι – μαύρο, με μεταξένιο δέρμα, μόνο που δεν του άρεσαν τα πέλματα των πολλών κοριτσιών – τα ανοιχτά σαν των μαϊμούδων δαχτυλάκια δεν τον άναβαν καθόλου, και αν προσθέσεις ακόμα το παράξενο βάδισμα τους – ξεχαρβαλωμένο, περπατούσαν, πετώντας μπροστά τα ποδιά και ακολουθώντας τα. Όλως περιέργως, αποκάλυψε, ότι ακριβώς οι λειντιμπόιδες δείχνουν σαν κουκλίστικα κομψά κορίτσια, όμως, εκείνοι, που του έτυχαν στην Καο Σαν, είχαν υπερβολικά επίμονοι, παρόλο που η αναπνοή του Αντρει πιανόταν από διέγερση, όταν τους κοίταζε – λόγο αντίληψης, ότι μπορεί να πάρει τον οποιοδήποτε εδώ.
Βγαίνοντας στην παράλληλη οδό, ο Αντρέι κατέβαινε αργά σε αντίθετη κατεύθυνση. Ήταν πάρα πολύ σκοτεινά και δεν φαινόταν κανείς, που θα μπορούσε να θεωρηθεί κατάλληλος. Στα παγκάκια κοιμόνταν κάποιοι γέροι, που έδειχναν άστεγοι, που και που κάθονταν και κάπνιζαν δυο τρία άτομα ακαθόριστης ηλικίας και όψης, σίγουρα όμως, όχι οι πόρνες. Κατάλαβε, ότι σήμερα δεν θα γίνει τίποτα πια, και από τη σκέψη αυτή ήρθε η ανακούφιση ακόμα – φάνηκε η νευρική ένταση, η οποία, όπως αποκαλύφθηκε, τον κρατούσε όμηρο σε όλη την διάρκεια αυτής της βόλτας. Εκτός από αυτό, του φάνηκε, ότι το ενδιαφέρον του Άντι για τον εαυτό του δεν ήταν και εντελώς ανιδιοτελές, και δεν είχε σχεδόν καμία αμφιβολία, ότι απόψε, όταν θα γυρίσει και θα ξαπλώσει στο ίδιο κρεβάτι μαζί του, με τίποτα δεν θα κοιμηθεί αμέσως. Γενικώς, σκεπτόμενος για τον Άντι, βλέποντας το συμπαθητικό αντρικό του πρόσωπο, δυνατό και με σωστές αναλογίες σώμα, ο Αντρέι κατάλαβε, ότι δεν έχει καμία αντίρρηση σε μια τέτοια ανάπτυξη των γεγονότων.