Ελληνικα change

Error

×

Κεφάλαιο 4

Main page / Μάγια 3: Σκληρά ποτάμια, μαρμάρινος άνεμος / Κεφάλαιο 4

Περιεχόμενα

    Ονειρεύτηκε κάτι σιχαμερό – είτε το σχολείο, είτε τους γονείς του. Κάτι σιχαμερό και κολλώδες, που μένει πάνω σου και κρέμεται ταμπέλα, την οποία δεν μπορείς ούτε να σβήσεις, ούτε να βγάλεις. Κάποια στιγμή ο Αντρέι αντιλήφθηκε, ότι είναι ένα όνειρο, όμως, η προσπάθεια του δεν ήταν αρκετή για να ξυπνήσει και να αποτινάξει την αυταπάτη, και έπεσε ξανά μέσα σε αυτόν τον βούρκο. Έβλεπε μια εκδοχή της ιστορίας, που του συνέβη μερικούς μήνες πριν, όταν η μητέρα του πήρε τηλέφωνο, και επίμονα-επιθετικά άρχισε να πιέζει να έρθει – «για επίσκεψη» στον γιόκα της. Ο Αντρέι φαντάστηκε, πως αυτή η σκύλα θα μπει στο δωμάτιο του, πως θα αρχίσει να «τα τακτοποιεί» … ηλίθιες ερωτήσεις – αν είχε φάει, και τι συγκεκριμένα έφαγε… θα τον κάνει ρεζίλι μπροστά στα παιδιά… Κάποτε ούτε στις σκέψεις του δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του να την αποκαλέσει «σκύλα», όμως, ήταν αρκετός μόλις ένας μήνας μέσα στην φοιτητική εστία, για να αρχίσει να ονομάζει τα πράγματα με το όνομα τους. Μετά από έναν χρόνο άλλαξαν πολλά. Τώρα κοίταζε αφ` υψηλού  εκείνους, που έρχονταν στα μαθήματα από το σπίτι – όπως αποκαλύφθηκε, ένα τεράστιο χάσμα κείτεται ανάμεσα σε αυτούς, που ζουν με τους γονείς τους, και σε αυτούς, που άρχισαν μια ανεξάρτητη ζωή, ειδικά στην φοιτητική εστία – σε αυτό το σύγκριμα των πιο διαφορετικών ηθών και συνηθειών.

    Εκείνος μετακομίζοντας στην εστία, ανησυχούσε, φυσικά, διότι άλλαζαν όλα, τα πάντα γενικώς, και παρόλο που οι αλλαγές αυτές ήταν επιθυμητές και μάλιστα πάρα πολύ, μιας και  η ανάγκη να ξεφύγει από την φροντίδα των γονιών του απέκτησε τα τελευταία χρόνια την ισχύ της έμμονης ιδέας, ωστόσο, και πάλι ήταν τρομακτικό. Ένιωθε, επιθυμώντας το και τρομάζοντας, ότι όλη η ζωή του θα αναποδογυρίσει ριζικά, χωρίς δυνατότητα να επιστρέψει πίσω. Έτσι και έγινε. Στάθηκε τυχερός, επειδή τον έβαλαν στο ίδιο δωμάτιο με δυο φοιτητές του πέμπτου έτους – ανθρώπους, που του φάνηκαν εξωγήινοι. Είχαν καταπληκτικά απλές και κυνικές απόψεις για τον κόσμο, αρχίζοντας από τις σπουδές και τελειώνοντας  με τους πιο φαινομενικά ιερούς και προσωπικούς τομείς της ζωής τους, και στην αντιμετώπιση, που είχαν για τους γονείς τους επίσης. Ο Αντρέι στραβώθηκε κυριολεκτικά, όταν έγινε μαρτυράς της συζήτησης ανάμεσα στον Μαξ και Ιλιά για τους γονείς τους.

    Η λέξη «αγένεια» από μόνη της δεν είναι αρκετά  άγρια, για να αντικατοπτρίσει εκείνη την φανατική αντιπάθεια  η, μάλλον, το απροκάλυπτο μίσος, το οποίο αυτοί οι δυο εξέφραζαν τότε. Τόσο μεγαλύτερη ήταν η έκπληξη του Αντρέι, επειδή στην μικρή πολύ, απ` όπου εκείνος ήρθε,  σε όλα τα δεκαοχτώ χρόνια της ζωής του δεν είχε ακούσει από τα αγόρια τίποτα παρόμοιο, όσο κακή φήμη των «κωλόπαιδων» και να είχαν . Υπάκουγαν με αρκετή αυστηρότητα τον  νόμο του σεβασμού για τους γονείς. Και εδώ ανακαλύφθηκε ξαφνικά, ότι ο Αντρέι – είναι φοβερός επαρχιώτης, που δέχεται τους κατεστημένους κανόνες  σχεδόν  σαν κάτι, που του είχε έρθει  εξ ουρανού. Με γέλια ο Μαξ του εξήγησε, ότι ο Νόμος του σεβασμού για τους γονείς υπάρχει μόλις μερικές δεκαετίες, μα και ο ίδιος «Κώδικας» – είναι σχετικά νέα εισαγωγή, η οποία, όπως και το καθετί άλλο, δημιουργημένο από την κουλτούρα, με τον καιρό θα φτάσει στην παρακμή  ή ακόμη και στην ανατροπή του.

    Τότε ο Αντρέι άρχισε στον εσωτερικό του διάλογο να χρησιμοποιεί επίθετα (αν μπορούν να ονομαστούν έτσι) για τους γονείς του, τα οποία έφταναν στα αυτιά του από τις κουβέντες των παλιών φοιτητών. Κατάφερε να πει «η μητέρα μου είναι σκύλα» για πρώτη φορά, μόνο μέσα στην τουαλέτα, αφότου διαπίστωσε, ότι είναι μόνος, και κρύβοντας τα χείλη του με το χέρι. Λιγότερες προφυλάξεις έπαιρνε ακόμα και για να μαλακιστεί. Αυτό, που βίωσε, προφέροντας αυτές τις λέξεις, του άρεσε πολύ, και άρχισε να διευρύνει την πείρα του σε αυτόν τον τομέα. «Η μητέρα μου είναι σκύλα», «η μητέρα μου – είναι σάπιο καθίκι», «η μητέρα μου – το άθλιο ζώο»… αναζητούσε νέες και νέες, τις πιο απαίσιες βρισιές και προσβολές, και ένιωθε τεράστια απόλαυση από αυτό. Πιθανόν να ανέπτυσσε σε αυτό το έδαφος κάποια αίσθηση της ενοχής, διότι συνέχεια εμφανίζονταν οι σπασμοί της συνείδησης. Ακριβώς τότε κατάλαβε, ότι η «συνείδηση» δεν ορίζει κάτι μυστηριώδες, που ζει σε ένα επινοημένο βάθος της ανθρώπινης ψυχής, σχεδόν προσωποποιημένο και με ανεξάρτητα κίνητρα και πράξεις, αλλά απλούστατα  είναι το ίδιο με την αίσθηση της ενοχής. Η συνείδηση και η αίσθηση της ενοχής – είναι το ίδιο πράγμα. Για ποιο λόγο τούτη η απλή σαφήνεια είχε τόσο τεράστια επιρροή πάνω του – ήταν λες και ζούσε υπό επιτήρηση ενός πιθανόν ισχυρού, αλύπητου και επιθετικού φύλακα, και  ανακάλυψε ξαφνικά, ότι δεν είναι παρά ένας θάμνος πασχαλιάς, που είχε μεγαλώσει τόσο πολύ, που στο σκοτάδι τον μπερδεύεις εύκολα με μια απειλητική σιλουέτα. Η αίσθηση της ενοχής – δε είναι παρά ένα συναίσθημα, και του ήταν πλέον ξεκάθαρο, ότι το συναίσθημα αυτό είναι εντελώς ακούσιο, που δεν φέρει μέσα του κανένα υποσυνείδητο-ηθικό φορτίο. Απλώς συναίσθημα, όπως ο εκνευρισμός ή ο φόβος. Είχε πληθώρα παραδειγμάτων, πως οι άνθρωποι βίωναν την αίσθηση της ενοχής για εντελώς ασήμαντους, ανόητους λόγους, και τώρα, όταν κατάλαβε, ότι ακριβώς αυτή η μαλακία ονομάζεται με τη λέξη «συνείδηση», ένιωθε ελαφρύς και ελεύθερος. Οι φωνές των γιαγιάδων και γειτονισσών «ασυνείδητος!» από τα παιδικά του χρόνια  έπαψαν να του φαίνονται ετυμηγορία, που προέρχεται από κάποια  μυστική ικανότητα των ενηλίκων να βλέπουν και να καταλαβαίνουν τα πράγματα, που ο ίδιος δεν μπορούσε να καταλάβει η ακόμα να προσεγγίσει. Οι φωνές αυτές τώρα σήμαιναν μόνο ότι όλες εκείνες οι σιχαμερές, ηλίθιες, κακίες γιαγιάδες ήθελαν να είναι υπάκουος και διαχειρίσιμος ηλίθιος, και να νιώθει ένοχος, επειδή δεν θέλει να κάνει αυτό, που εκείνες θεωρούν αναγκαίο.

    Ο Αντρέι άρχισε να πηδάει στο δωμάτιο, σαν ένας νεαρός τράγος, όταν του έγινε κατανοητό αυτό το απλό πράγμα. Του έφυγε κυριολεκτικά ένα τεράστιο βάρος από την ψυχή – ένας βράχος της συμπιεσμένης ενοχής, τον οποίο ο κάθε ενήλικας προσπαθεί να φορτώσει σε κάθε παιδί, συνειδητά ή όχι, όμως, με σκοπό να μετατρέψει το παιδί σε σκλάβο του. Η ιδέα του θεού, που παρακολουθεί από τα ουράνια και τιμωρεί για τις αμαρτίες, στον Αντρέι δεν φάνηκε ποτέ έστω λιγάκι σημαντική, και διαβάζοντας τα βιβλία, που περιέγραφαν τη ζωή  της θρησκευτικής κοινωνίας, δεν μπορούσε να μην αισθανθεί απορία, ακόμα και κατάπληξη από το ότι οι ενήλικοι, σε όλα τα άλλα κανονικοί άνθρωποι – από μικρή ηλικία μέχρι και τα βαθιά γεράματα, περνάνε ολόκληρη τη ζωή τους μέσα σε αυτή την ομίχλη μιας χαζής αυταπάτης. Και τώρα αποκάλυψε, ότι και ο ίδιος όλον αυτόν τον καιρό βρισκόταν ακριβώς στην ίδια κατάσταση – ενός απόλυτου ηλίθιου, που ζει μέσα στον φόβο κάποιας μυστηριώδης οντότητας, ονομαζόμενης «συνείδηση»! Όλοι λένε «έχει συνείδηση» ή «δεν έχει συνείδηση», αυτό μπήκε στην γλώσσα μας, έγινε μια αυτονόητη έκφραση, μα ποτέ δεν σκέφτεσαι για αυτό, δεν σου περνάει καν από το μυαλό να το αναλύσεις,  όπως δεν αναλύεις το γεγονός, αν υπάρχει ο ουρανός ή το γρασίδι. Και αν δεν υπήρξαν οι παρόμοιες αντιλήψεις, που εμφανίζονται κατά την αίσθηση της ενοχής η των «βασάνων της συνείδησης»,  και ο ίδιος ποτέ δεν θα επιχειρούσε να δει αυτό το ζήτημα με κριτική ματιά, δεν θα παρατηρούσε την απόλυτη ταύτιση αυτών των εννοιών.

    Κάποτε ο Αντρέι αντιμετώπιζε με αλαζονικό σκεπτικισμό τους φιλοσοφισμούς διάφορων μορφών για την ύπαρξη του «εγώ», για το αν όντως υπάρχουν οι αισθήσεις, και διάφορα «ιδιαίτερα πράγματα»,  του Καντ και συλλογισμούς του Κοντιλιακ για τις αντιλήψεις, και τις σκέψεις του Φράνσις Μπέικον για την όραση και τύφλωση – όλα τα αυτά εκ των προτέρων απορρίπτονταν από εκείνον ως άχρηστη πολυλογία για το τίποτα, όμως τώρα ξαφνικά αισθάνθηκε ακόμη και ευγνωμοσύνη σε αυτούς τους ανθρώπους και μετάνιωσε, ότι πέταξε τα βιβλία τους στα σκουπίδια. Ας είναι όλα αυτά μια προφανής βλακεία, ας είναι τα λόγια του τίποτα, μα αν είσαι ικανός να αναρωτηθείς αν όντως υπάρχει αυτό, που υπάρχει, και αν υπάρχει το εγώ, και τι είναι η προσοχή και τι  σημάνει, ότι η προσοχή στρέφεται σε κάτι, τότε αργά η γρήγορα θα αρχίσεις να σκέφτεσαι και για πιο προφανή πράγματα, όπως το αν υπάρχει συνείδηση.

    Τη μοίρα αυτή – να πεταχτούν στα σκουπίδια – είχαν σχεδόν όλα τα βιβλία, τα οποία εκείνος έφερε στην εστία από το σπίτι. Εν μέρει τα πήρε για να τα διαβάσει και να γίνει πιο έξυπνος, εν μέρει – για να κάνει εντύπωση σε αυτούς, που θα ζήσουν δίπλα του. Και οι δυο αυτοί σκοποί αποδείχθηκαν ανεπαρκείς. Φάνηκε, ότι είναι αδύνατον να γίνεις πιο έξυπνος, διαβάζοντας  την θεωρητική φιλοσοφία, ενώ όσον αφορά τις εντυπώσεις, που ήθελε να κάνει στον Μαξ και Ιλιά πόσο μάλλον, στην παρέα τους, που μαζευόταν κατά καιρούς στο δωμάτιο τους, για να γιορτάσει κάποιο γεγονός… ο Αντρέι γέλασε, όταν θυμήθηκε την πρώτη και η τελευταία προσπάθεια τέτοιου είδους, όταν πέντε-έξι τελειόφοιτοι και μεταπτυχιακοί μαζεύτηκαν στο δωμάτιο τους. Ο Αντρέι ήταν  ξαπλωμένος στο κρεβάτι του και ένιωθε πάρα πολύ άβολα – ζούσε εδώ μόλις μια εβδομάδα, και ήταν ακόμη σοκαρισμένος με το ότι ο δικός του προσωπικός χώρος, που πριν κάλυπτε ολόκληρο διαμέρισμα, η, τουλάχιστον, το δωμάτιο του, ξαφνικά συρρικνώθηκε στις διαστάσεις ενός κρεβατιού. Και αμέσως φάνηκε, ότι και αυτό – είναι απλώς μια ψευδαίσθηση, ότι και το κρεβάτι του, στην ουσία, δεν είναι καθόλου δικός του χώρος,, όπου οι απ` έξω δεν μπορούσαν να εισβάλλουν, όπως εκείνος νόμιζε. Ο Αντρέι καθόταν, με διπλωμένα τα πόδια του, ακουμπώντας την πλάτη του στο μαξιλάρι, χαζεύοντας άχαρα κάποιο τόμο σαν το Χέγκελ, κάτι σαν την «Φιλοσοφία του δίκαιου», πεθαίνοντας από τη βαρεμάρα και ανίκανος να καταλάβει έστω μια παράγραφο, ελπίζοντας απελπισμένα, ότι αργά η γρήγορα κάποιος θα ρωτήσει – τι εκείνος διαβάζει με τέτοιο πάθος, και τότε ο Αντρέι δήθεν αδιάφορα θα δείξει – τι διαβάζει τόσα απορροφημένα, και θα δει μια λάμψη σεβασμού για τον  εαυτό του. Εντωμεταξύ,  η θύελλα της ακαταστασίας, που κυριαρχούσε γύρω του, δεν είχε ουδεμία προϋπόθεση για τέτοια ανάπτυξη της πλοκής.  Ο Αντρέι ένιωθε, σαν εκείνος ο δύστυχος από το μυθιστόρημα του Γκόγκολ, το «Vyi», ο οποίος ήταν αναγκασμένος να καθίσει τον ορισμένο χρόνο μέσα στο όργιο των σκοτεινών δυνάμεων, και το κρεβάτι του αντιπροσώπευε το μαγικό κύκλο, πέρα από το οποίο οι ακάθαρτοι δεν μπορούσαν να περάσουν. Αποκαλύφθηκε, ότι μπορούσαν και παραμπορούσαν, όταν στο δωμάτιο μπήκε κάποια κοπέλα, αρκετά ξεμαλλιασμένη ήδη, και ένας από τους καλεσμένους την έπιασε, την έριξε κάτω στο κρεβάτι του Αντρέι προς μεγάλη του φρίκη, και άρχισε να ανοίγει σπασμωδικά τα κουμπιά στο παντελόνι του και να σηκώνει τη φούστα της. Στο κεφάλι του Αντρέι συνωστίζονταν οι αμφιβολίες σχετικά με το πώς πρέπει να φερθεί στην κατάσταση, όταν η καμένη κοπέλα θα αρχίσει να αντιστέκεται στον βιασμό και να τον καλεί για βοήθεια, όμως, ανησυχούσε άδικα– κανείς δεν αντιστεκόταν και δεν φώναζε για βοήθεια. Η κοπέλα  έβγαζε χαζά γελάκια και βαριανάσαινε, και όταν το αγόρι, μάλλον, έχωσε το πουλί μέσα της, κάτι, το οποίο μαρτυρούσε ο διαφορετικός ρυθμός των κινήσεων του, εκείνη απλώς έμεινε ξαπλωμένη και παρατηρούσε το στολισμένο, γεμάτο με φαγητό  τραπέζι, που στεκόταν ανάμεσα στα κρεβάτια. Αυτό, που κατέπληξε ιδιαίτερα τον Αντρέι, ήταν το ότι τα αγόρια παρουσία της άρχισαν να κανονίζουν σειρά, και δεύτερον, το ότι σε όλη τη διάρκεια αυτού εκείνη μίλαγε μαζί τους ήρεμα για κάποια εντελώς καθημερινά θέματα. Τα μπούτια της, γεμάτα, ανοιχτά, γυμνά φαίνονταν εντελώς εξωπραγματικά πάνω στο κρεβάτι του. Για πρώτη φορά αυτό, που εκείνος είδε κρυφά στο σπίτι των φίλων του, βλέποντας απαίσιας ποιότητας βίντεο, συνέβαινε κυριολεκτικά μπροστά στα μάτια του, και το πέος του σηκώθηκε με μια τέτοια απελπισία, ότι φοβόταν ακόμα και να κουνηθεί, για να μην χύσει μέσα στα παντελόνια του, ενώ  το βιβλίο του Χέγκελ,  με το οποίο εκείνος προσπαθούσε να κρύψει τη στύση του, φάνταζε  κάτι ατελείωτα παράξενο και αταίριαστο, όπως και όλη η προηγούμενη ζωή του. Με τη σιωπηλή συγκατάθεση του Αντρέι (και εκείνος όχι να διαφωνήσει – το στόμα του δεν τολμούσε να ανοίξει), όλοι οι υπόλοιποι με τη σειρά πήδηξαν την κοπέλα, αρχίζοντας από το τρίτο κιόλας,  κατέβασαν τα παντελόνια τους και πηδούσαν γύρω, πειράζοντας και ταρακουνώντας αυτούς, που έκαναν σεξ. Ο Αντρέι, που τολμούσε να μαλακιστεί μόνο στην τουαλέτα, τρομοκρατημένος να κάνει και το παραμικρό θόρυβο, είχε σοκαριστεί εντελώς με αυτή την απίστευτη σκηνή, όταν μερικά αγόρια με όρθια και μαλακά πουλιά πηδάνε γύρω ένας από τον άλλο, μαλακίζονται, και παίρνουν την κοπέλα.

    Αμέσως μετά από εκείνη την ιστορία ο Χέγκελ κατευθύνθηκε στα σκουπίδια, διότι ήταν πλέον σαφές, ότι δεν έχει καμία ευκαιρία σε αυτό το μέρος. Ενώ ο Αντρέι πήρε θάρρος, και καθισμένος στην τουαλέτα, δεν φοβόταν πια τόσο παρανοϊκά να κάνει φασαρία. Μια εβδομάδα αργότερα από εκείνο το όργιο, στο οποίο εκείνος παρέμεινε ένας φοβισμένος παρατηρητής,  ο Αντρει, καθισμένος στην τουαλέτα, άκουσε ξεκάθαρα στο διπλανό καμπινέ τους χαρακτηριστικούς ήχους, οι οποίοι για κάθε φυσιολογικό αγόρι έχουν μια εντελώς ορισμένη σημασία. Στην αρχή εκείνος κρύφτηκε, όμως μετά, υπακούοντας σε μια ξαφνική παρόρμηση, άρχισε να μαλακίζεται και ο ίδιος με την ίδια μανία, και θα έπρεπε να το ακούσει και ο γείτονας του. Αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο,  και εκτός από τα χτυπήματα πέρα από τον τοίχο ακούστηκαν και πνιγμένα βογκητά. Η ντροπή και η διέγερση πολεμούσαν μέσα του, όταν έπαιρνε την απόφαση – να κρυφτεί και να βγει αργότερα, η να βγει ταυτόχρονα με τον διπλανό, όταν και οι δυο θα ξέρουν κάτι πολύ προσωπικό ο ένας για τον άλλον. Ο ίδιος τούτος παράλληλος αυνανισμός έμοιαζε στον Αντρέι σχεδόν συνουσία, και προκαλούσε παράξενα συναισθήματα, τα οποία εκείνος ποτέ δεν είχε για αγόρια. Νίκησε η περιέργεια. Τελικά ο γείτονας του ήταν ένα αγόρι, το οποίο εκείνος συναντούσε κατά καιρούς στον διάδρομο και στην κουζίνα, μάλλον, από το τρίτο η τέταρτο έτος.  Παρατηρώντας πάρα πολύ προσεκτικά τον Αντρέι, εκείνος ξαφνικά τον παραμέρισε και μπήκε μέσα στον δικό του καμπινέ. Ο Αντρέι βίωσε ένα κύμα καυστικής ντροπής, ήθελε να τον καταπιεί η γη επί τόπου, όμως, η ίδια ντροπή τον εμπόδιζε να κουνηθεί, απλώς στεκόταν εκεί και κοίταζε, πως το αγόρι, καθισμένο στα πόδια του, παρατηρούσε  τις σταγόνες του σπέρματος του Αντρέι, που έτρεχαν αργά πάνω στην πόρτα. Μια τέτοια  ξεδιαντροπιά του φάνηκε όχι απλώς ακατανόητη, μα πέρα από τα όρια του οτιδήποτε εκείνος θα μπορούσε να φανταστεί. Αυτό, που συνέβη μετά, το θυμόταν με δυσκολία, τόσο μεγάλο ήταν το σοκ – το αγόρι έβγαλε το πέος του, γύμνωσε το κεφαλάκι και σκούπισε με αυτό μια μεγάλη σταγόνα του σπέρματος από την πόρτα, έτσι το σπέρμα του Αντρέι ήταν πλέον στο κεφαλάκι του. Τραβώντας τον Αντρέι από το χέρι, το αγόρι τον έφερε μέσα στον καμπινέ, τον έβαλε να καθίσει στη λεκάνη, και πήρε με το ένα χέρι το κεφάλι του, ενώ με το άλλο έφερε το πουλί κοντά στα χείλη του. Πως και γιατί άνοιξε το στόμα του Αντρέι, ο ίδιος δεν το θυμόταν, όμως, τα επόμενα μερικά λεπτά έμειναν καλά γραμμένα μέσα στην μνήμη του. Οι αισθήσεις από το σφικτό κεφαλάκι μέσα στο στόμα του φάνηκαν απρόσμενα ευχάριστες,  ο Αντρέι το ρουφούσε με κλειστά τα μάτια από τη ντροπή του. Μετά το παλικάρι πήρε το χέρι από το κεφάλι του, ο Αντρέι άνοιξε τα μάτια του και είδε, ότι εκείνος σταύρωσε τα χέρια στο στήθος, και κοιτάζοντας κάπου ψηλά, συνεχίζει να κουνάει τον πισινό του, έτσι το πέος έφτανε μέχρι το λαιμό. Αυτή η παράξενη, άσχετη στάση, που δεν κολλούσε με τις αντιλήψεις του Αντρέι για το σεξ, τον άναψε ξαφνικά, και όταν το στόμα του άρχισε να γεμίζει με ζεστό υγρό, δεν υπήρξε πια φόβος για το τι πρόκειται να συμβεί. Το πέος του αγοριού άρχισε γρήγορα να μαζεύεται, και πριν γλιστρήσει έξω από το στόμα, ο Αντρέι κατάπιε το σπέρμα. Είχε μια πιο παράξενη γεύση, απ` ότι εκείνος μπορούσε να φανταστεί –  λίγο γλυκιά και πικάντικη.

    – Γλυκό πρωτοετάκι, – μουρμούρισε το αγόρι, μαζεύοντας το πέος μέσα στο παντελόνι, και ο Αντρέι σκέφτηκε, πως τώρα, πιθανόν, θα υποστεί παρενοχλήσεις από τη πλευρά του, όμως, η σκέψη αυτή δεν προκάλεσε την φρίκη, που εκείνος περίμενε  να αισθανθεί. Κάποτε μερικές φορές ειχε δει σκηνές στα έργα,  οι οποίες προέτρεπαν, πως κάθε κανονικό αγόρι πρέπει αν όχι να αυτοκτονήσει σε μια τέτοια κατάσταση, μα τουλάχιστον να γίνει στριμμένος ψυχοπαθής με κατεστραμμένη ψυχολογία. Το ίδιο συμπέρασμα έβγαινε από κάποιες σκηνές, περιγραφόμενες στα βιβλία. Πριν μπει στο πανεπιστήμιο, ο Αντρέι διάβασε μερικά  νομικά βιβλία, στα οποία μεταξύ άλλων εξετάζονταν κάποιες καταστάσεις, σχετικές με τους βιασμούς των αγοριών, και μελετώντας αυτά τα κείμενα, ο Αντρέι άθελα για τον εαυτό του έβγαζε το ίδιο συμπέρασμα, ότι οι συνέπειες των συμβάντων αυτού του είδος– είναι απλώς καταστροφικές. Μα δεν βίωσε τίποτα τέτοιο, προς μεγάλη του έκπληξη,  δηλαδή, τίποτα εντελώς. Υπήρξε μόνο η περιέργεια, η απόλαυση από τις ευχάριστες αισθήσεις του πέους  και σπέρματος μέσα στο στόμα, και διέγερση.

    Η επόμενη εβδομάδα πέρασε μέσα στις αμφιβολίες, μήπως είναι ομοφυλόφιλος?! Οι σκέψεις αυτές τον τρόμαζαν, ο Αντρέι θυμόταν μια μετά  την άλλη τις λεπτομέρειες της περιπέτειας του στην τουαλέτα, και όσο περισσότερα θυμόταν, τόσο περισσότερα αυτό τον άναβε, τόσο  πιο πολύ τρομαγμένος γινόταν με τη σκιά της ομοφυλοφιλίας. Αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από τους γείτονες του μέσα στο δωμάτιο, και εκείνοι άρχισαν να τον ρωτάνε – από τι προέρχεται μια τέτοια μακροχρόνια καταθλιπτική κατάσταση. Μιας και δεν είχαν  περισσότερη ντροπή, απ` ότι λεπτότητα και ευγένεια, ο Αντρέι δεν έβρισκε αρκετή αποφασιστικότητα για να τους στείλει, και εκείνοι γρήγορα ανακάλυψαν με τη βοήθεια της παρατήρησης του προσώπου του Αντρέι την ώρα των ερωτήσεων (απλή αναλογία με τον ανιχνευτή της αλήθειας), ότι ο λόγος δεν είναι στα μαθήματα, και όχι επειδή κάποιος τον τρομοκρατεί, και όχι στο ότι ερωτεύτηκε, και όχι στις καταπιέσεις από την πλευρά των γονιών, μα συνδέεται με κάτι, που έχει σχέση με το σεξ. Και αν αυτό σχετίζεται με το σεξ και δεν είναι έρωτας… είναι ένα αφροδισιακό νόσημα? Τότε είναι βλακείες… όχι, δεν είναι αυτό. Τι μένει τότε… ανταλλάσσοντας τις  ματιές με νόημα, εκείνοι σχεδόν ταυτόχρονα φώναξαν – σε πήδηξαν στον ποπό??

    Έπειτα ακολούθησε μια σοβαρή συζήτηση μεταξύ των αντρών, από την οποία ο Αντρέι έμαθε, ότι το φάντασμα της ομοφυλοφιλίας δεν τον απειλεί. Επίσης έμαθε πολλά καινούρια πράγματα, σχετικά με το σεξ γενικώς και σεξ μεταξύ των  αγοριών συγκεκριμένα. Αυτό, πράγματι, πήγαινε εντελώς κόντρα με την δική του ηθική και αντιλήψεις, όμως, είχε συνηθίσει πλέον στο ότι οι ανατροπές αυτούς του είδους θα συμβαίνουν συχνά, διότι  βρέθηκε στην πραγματική ζωή,  έξω από τον θόλο της αποστειρωμένης εργαστηριακής ψευτοζωής. Αποκαλύφθηκε, ότι αν και δεν αποτελεί κανόνα το σεξ μεταξύ αγοριών στην εστία, όμως, δεν θα μπορούσε κανείς να το ονομάσει εξαίρεση, και αυτό δεν συμβαίνει λόγο της φημισμένης φοιτητικής διαστροφής, μα μόνο και μόνο, επειδή είναι στην ανθρώπινη φύση. Ο άνθρωπος, του έλεγαν τα αγόρια, από τη φύση του είναι αμφισεξουαλικός, αν και η αμφισεξουαλικοτητα αυτή, όπως και πολλά άλλα, μπορεί να έχει αμέτρητες παραλλαγές. Θα ήταν παράξενο να περιμένεις από τους δυο διαφορετικούς ανθρώπους να παραγγέλνουν στο εστιατόριο οποιοδήποτε φαγητό, το οποίο μπορούν μόνο να φανταστούν, και στο τέλος να καταλήξουν στο  απολύτως  ίδιο σύνολο των πιάτων, έτσι και  το σεξ υπό αυτή την έννοια δεν διαφέρει τίποτα από όλες τις άλλες πλευρές της ανθρώπινης ζωής. Μετά από διευκρίνηση, ότι εκείνος δοκίμασε μόνο το στοματικό σεξ σε παθητικό ρόλο, του εξήγησαν, ότι υπάρχει μια τεράστια ποσότητα άλλων τρόπων να κάνει σεξ με αγόρια, από τους οποίους ο Μάξ προσωπικά προτιμάει το τάδε και εκείνο, και ο Ιλιά – τούτο και το άλλο. Το τι θα προτιμήσει ο Αντρέι, θα φανεί, όταν θα δοκιμάσει ο ίδιος αυτό, που θα θελήσει να δοκιμάσει, και κανένας ρόλος στο σεξ δεν μειώνει και δεν ρεζιλεύει κανέναν. Και αν σε κάποιον αρέσει να πηδιέται με τα αγόρια, αυτό δεν σημαίνει τίποτα υπό την έννοια της ομοφυλοφιλίας, επειδή το σεξ με κορίτσια δεν χάνει τίποτα από την ελκυστικότητα του, αντιθέτως – αποκτάει και κάτι ακόμα.

    Ακούγοντας αυτές τις κουβέντες, ο Αντρέι ξεπάγωνε σιγά-σιγά. Οι φόβοι διαλύθηκαν μπροστά του, και είδε, ότι ζούσε ανάμεσα στα φαντάσματα, γεννημένα με διεστραμμένη ηθική των σαδιστών-ενηλίκων – ακριβώς όπως συνέβη με τη συνείδηση. Ο Μαξ επέμενε, ότι δεν είναι αρκετή μια λογική κατανόηση, και ότι η αποκτημένη σαφήνεια πρέπει να στερεωθεί με τη βοήθεια των συγκεκριμένων πράξεων, συγκεκριμένης πείρας, η οποία θα έδειχνε, όπως αυτό συνέβη στην τουαλέτα, ότι η αίσθηση του κεφαλακιού στο στόμα είναι πολύ ευχάριστη, και η γεύση του σπέρματος μπορεί να είναι διεγερτική. Αυτό δεν σημαίνει, συνέχιζε ο Μαξ, ότι τώρα ο Αντρέι οπωσδήποτε θα θέλει σεξ με κάθε αγόρι. Καμία σχέση, όπως δεν ανάβει η κάθε γυναίκα το αγόρι, που είχε πλέον ικανοποιήσει την πρώτη σεξουαλική φαγούρα, όταν θέλει να πηδήξει ο, τι κινείται δίπλα. Πρέπει απλώς να κοιτάξεις τον κόσμο ευρύτερα, να αντιλαμβάνεσαι τα αγόρια ως πιθανό σεξουαλικό αντικείμενο και να φαντάζεσαι – αν θέλεις να κάνεις κάτι με συγκεκριμένο αγόρι η όχι.

    Και όταν δυο μέρες αργότερα ο Αντρέι ξύπνησε, επειδή κάποιος χάιδευε τον γυμνό του ποπό, η σιλουέτα του Μαξ δεν τον εξέπληξε για αυτό, που πρόκειται να  συμβεί.  Φαντάζοντας τα πράγματα, στα οποία  μπορούσε να φτάσει η φαντασία του, εκείνος αποφάσισε να μην αντισταθεί και να δει – τι θα γίνει. Ο Μαξ τον πήρε τρυφερά, χωρίς να τον πονέσει. Ήταν πολύ ασυνήθιστη αίσθηση, όταν ζεστό κεφαλάκι πίεσε την τρυπούλα στο ποπό του – τον άναψε το ότι τόσο δυνατό και στητό πέος τον θέλει. Μαλακά, χωρίς βιασύνη, και όμως επίμονα, το κεφαλάκι άνοιξε τον ποπό του Αντρέι, και του φάνηκε, ότι το πέος του Μαξ μάλλον θα είναι μεγαλύτερο από του αγοριού στην τουαλέτα. Παρά τους φόβους του, ο πόνος δεν υπήρξε, καθόλου, δηλαδή.  Μετά το πέος άρχισε να γεμίζει τον ποπό του Αντρέι, και του φάνηκε, ότι αυτό κράτησε πάρα πολύ, και όταν η ήβη του Μαξ πίεσε δυνατά τον πισινό του, ο Αντρέι κατάλαβε, ότι τώρα ολόκληρο το πέος είναι μέσα, μπήκε μέσα του. Οι αισθήσεις από το ζεστό πουλί μέσα στον πισινό του ήταν καταπληκτικές – με έναν παράξενο τρόπο του ήταν ευχάριστο, αν και δεν προκαλούσε καθαρά σεξουαλικές αισθήσεις. Τον άναβε από μόνο του το γεγονός, ότι ένα δυνατό αγόρι τον πηδάει. Ο Μαξ, αφήνοντας τον ποπό του Αντρέι να συνηθίσει λιγάκι, απλώς ξάπλωνε πάνω του, χαϊδεύοντας τα οπίσθια, και μετά έβαλε το χέρι του και έπιασε το μαλακό του πουλί, και τότε ο Αντρέι ένοιωσε, ότι τον πήραν ολόκληρο, ότι ολόκληρος ανήκει σε αυτό το δυνατό ζεστό κορμί, τρεμάμενο από την ηδονή. Αλείφοντας προσεκτικά το πέος του και την τρυπούλα του Αντρέι,  ο Μαξ άρχισε να τον πηδάει δυνατά, έτσι ο Αντρέι στην αρχή φοβήθηκε, όμως, ο πόνος έτσι και δεν ήρθε, και μετά ο ποπός του συνήθισε, και άρχισε να ερεθίζεται πάρα πολύ με το πώς τον παίρνει ο Μαξ – με φόρα, παθιασμένα, με αναστεναγμούς. Το τακτικό τρίξιμο του κρεβατιού έγινε ξεκάθαρο και δυνατό, και ο Αντρέι καταλάβαινε, ότι στο διπλανό δωμάτιο, πίσω από τον τοίχο, αυτό ακούγεται ξεκάθαρα μέσα στην ησυχία της νύχτας, και η συνειδητοποίηση του ότι όλοι οι γείτονες γνωρίζουν – ποιον πηδάνε εδώ τώρα, ξαφνικά αντί ντροπής δυνάμωσε την ηδονή του. Ο Μαξ μεταφέρθηκε λιγάκι πιο πάνω, και το πέος του άρχισε να τρίβεται πιο δυνατά στο μπροστινό τοίχωμα του ποπού, και ξαφνικά, στην αρχή αδύναμα, και μετά με κάθε κίνηση όλο και πιο δυνατά άναβε η απόλαυση, την οποία ο Αντρέι δεν γνώριζε ποτέ πριν. Τον κάλυπτε ανά κύματα, πιάνοντας όλη την περιοχή της λεκάνης, τους μηρούς, τη κοιλιά, και ένα λεπτό αργότερα έγινε αναπάντεχο. Μέσα στην κοιλιά  του άρχισαν να εμφανίζονται γλυκύ σπασμοί, σαν κεραυνοί, διαπερνούσαν τα χέρια και τα πόδια του – αυτό φαινόταν αδύνατον, και όμως αυτό γινόταν, και ο Αντρέι, ξεπερνώντας την πανταχού παρόν ντροπή, ψιθύρισε σιγά-σιγά, δηλαδή, βόγκηξε, πολεμώντας τους ηδονιστικούς σπασμούς μέσα στην κοιλιά του, ζήτησε από τον Μαξ να μην σταματά. Εκείνος έπιασε τον Αντρέι ακόμα πιο δυνατά και άρχισε να καρφώνει το πέος του συχνότερα και πιο άγρια, η απόλαυση ήταν τέτοια, που απλώς δεν μπορούσε να είναι. Το πουλί του Αντρέι ταυτόχρονα κρεμόταν μικρό και μαλακό, σαν να έμεινε εκτός του σεξ, και αυτό τον βόλευε πολύ, διότι ο οργασμός δεν ειχε έρθει ακόμα, και φαινόταν, ότι ίσως και να μην έρθει ποτέ, παρόλο που η απόλαυση από το σεξ ήταν πια πολύ μεγαλύτερη, απ` ότι γίνεται κατά τον οργασμό. Και όταν ο Μαξ, πιέζοντας το κεφάλι του Αντρέι στο μαξιλάρι, του είπε να ουρλιάζει και να μην ντρέπεται, καλύπτοντας το κεφάλι του επιπλέον με κουβέρτα, ο Αντρέι αυτό έκανε – άρχισε να ουρλιάζει, με κάθε του κραυγή η απόλαυση δυνάμωνε, δυνάμωνε ακόμα περισσότερα, παρότι που  εδώ και πολύ καιρό ήδη είχε ξεπεράσει το κάθε όριο, και μετά εκείνος τελείωσε τελικά, με το πουλί του μαλακό. Το σπέρμα έτρεχε αργά από το πέος του πάνω στο σεντόνι, και η απόλαυση από τον οργασμό, ανακατεμένη με αυτόν τον απέραντο συνεχόμενο οργασμό στην κοιλιά, ποπό και μπούτια του,   σχεδόν τον άφησε ασυναίσθητο. Συνέχιζε να φωνάζει, μειώνοντας την ένταση, δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του, και γνώριζε πια, ότι δεν είναι κανένας ομοφυλόφιλος, απλώς  το να πηδιέσαι στον ποπό – είναι πάρα και πάρα πολύ ωραίο.

     

    Παρόλο που ο Μαξ κυνηγούσε, εν μέρει, τα δικά του συμφέροντα, εξηγώντας τα ζητήματα του σεξ με το αγόρι, ωστόσο, δεν αμάρτησε κατά της αλήθειας, και όσο ευχάριστες και να ήταν οι στιγμές, όταν ο Αντρέι μια φορά μετά την άλλη ξεπερνούσε τους συνηθισμένους του φόβους και τα παλιά κόμπλεξ, χρησιμοποιώντας το ότι δεν ήταν ο μόνος, που ένιωθε έλξη για μια νέα σεξουαλική εμπειρία, ωστόσο, η έλξη αυτή εμφανιζόταν με αναλαμπές, κατά καιρούς, ίσως, δυο-τρεις φορές την εβδομάδα. Προς το τέλος του δεύτερου τρίμηνου ο Αντρέι είχε πια γύρω στα είκοσι γνωστά αγόρια, με τα οποία εκείνος μπορούσε να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές επιθυμίες του – πιο πολύ ανάμεσα στους τελειόφοιτους, φυσικά, αν και κατάφερε να παραπλανήσει ο ίδιος ένα αγόρι από το παράλληλο τμήμα.  Ήταν εξίσου ερεθιστικό να αφήνει τον δικό του ή να πηδάει τον ποπό του κάποιου αλλού, και η επιλογή εξαρτιόταν πιο πολύ από την στιγμιαία έλξη και από την προθυμία του τάδε η εκείνου φίλου.  Μια φορά του έτυχε να πάρει μέρος σε παρτούζα, αλλά δεν πήρε και μεγάλη απόλαυση από αυτό, ωστόσο, του άρεσε να πηδιέται σε τρίο, όταν το πέος του βρισκόταν στον ποπό του αγοριού, και ένα άλλο αγόρι πηδούσε τον ίδιο. Μάλλον, το βασικότερο, που έλειπε από το ομαδικό σεξ και γενικώς από το σεξ μεταξύ των αγοριών, ήταν  η τρυφερότητα, την οποία αυτός ήθελε να νιώσει τόσο πολύ, όσο και να πηδιέται. Τα άλλα αγόρια, απ` ότι μπορούσε να δει, επίσης δεν βίωναν αυτή την τρυφερότητα, τουλάχιστον οι περισσότεροι, μα αυτοί, προφανώς, δεν την χρειάζονταν ιδιαίτερα, η ίσως να την έπαιρναν από το σεξ με κοπέλες, την ώρα που ο Αντρέι σε αυτό το ζήτημα έφτασε σε αδιέξοδο. Παρά την αρκετή σεξουαλική πείρα, που είχε με τα αγόρια, με τα κορίτσι παρέμεινε παρθένος. Όχι ότι δεν του «έδιναν». Μάλλον, καταβάλλοντας τις σχετικά μικρές προσπάθειες θα μπορούσε να πετύχει το σεξ, μα το σεξ αυτό καθαυτό δεν του έλειπε καθόλου, ενώ το σεξ με έρωτα, με φιλιά – αυτό το ήθελε μόνο από τη Λένκα, διότι, όπως το καταλάβαινε ξεκάθαρα τότε, την ερωτεύτηκε σφοδρά  με την πρώτη ματιά.

    Η Λένκα εκδήλωνε παράξενο ενδιαφέρον για αυτόν. Από τη μια, εκείνοι περνούσαν συχνά πολλή ώρα μαζί, πήγαιναν βόλτες, συναντιόντουσαν στη λέσχη συζητήσεων. Καμιά φορά εκείνη ερχόταν στο δωμάτιο του το πρωί, και καθισμένη στο κρεβάτι, τον ξύπναγε με γέλια.  Κάποτε,   αγουροξυπνημένος, αυτός πέταξε την κουβέρτα, για να σηκωθεί, και αυτή είδε, ότι κοιμάται γυμνός  και ότι το σεντόνι του έχει σταγόνες και λεκέδες από φρέσκο σπέρμα. Βλέποντας επίσης το ξεραμένο σπέρμα και το πρόσωπο του, εκείνη δεν μπήκε σε πολλές σκέψεις για τα αίτια, και όταν ο Αντρέι με πρόκληση στη φωνή του επιβεβαίωσε, ότι συχνά πηδιέται και ρουφάει τα πέη  των γειτόνων, και άλλων φοιτητών στην εστία, εκείνη αντέδρασε απολύτως ήρεμα σε αυτό. Ωστόσο, παρά τον τόσο εμπιστευτικό χαρακτήρα της σχέσης τους, και παρά την προφανής και για τους δυο έλξης του Αντρέι για το άτομο της, οι δικές τους σεξουαλικές σχέσεις δεν αναπτύσσονταν καθόλου, λες και η Λένκα ήταν εντελώς ψυχρή, αυτό ήταν απολύτως αδύνατον εντωμεταξύ. Σε κάποια άλλη κατάσταση ο Αντρέι αργά η γρήγορα θα παρατούσε αυτό το πρόβλημα και θα άρχισε να εξετάζει άλλες περιπτώσεις, μιας και δεν ήταν λίγες, όμως, δεν ήταν άλλη κατάσταση, μα ακριβώς τέτοια, που ήταν:  η Λένκα τον τραβούσε όσο καμία άλλη.

    Στο τέλος ο Αντρέι αποφάσισε να συμβουλευτεί τον Μαξ, επειδή εκείνος τον έμαθε αρκετά πράγματα ήδη, και ποιος ξέρει, ίσως τον μάθει και κάτι άλλο. Η φυσική αντρική υπερηφάνεια, η οποία θα μπορούσε να τον εμποδίσει να κάνει τέτοιου είδους ερωτήσεις στον Μαξ, σαν να μουτζουρώθηκε με το γεγονός, ότι ο Μαξ παρέμεινε εραστής του, αν και όχι τόσο συχνός. Ωστόσο, σε αυτό το ζήτημα ο Μαξ παραδέχτηκε την αδυναμία του, λέγοντας, ότι και ο ίδιος δεν καταλαβαίνει πολλά για τα κορίτσια, ειδικά τόσο περίπλοκα, όσο  η Λένκα, και λόγο αυτού προτιμάει τις απλές σχέσεις, οχι υπερφορτωμένες με υπερβολική ευφυΐα, η  με διάφορες συναισθήσεις του έρωτα. Και όμως, παρά την ανικανότητα του να δώσει μια σωστή συμβουλή, ο Μαξ κατάφερε να τον κατευθύνει σε αυτόν, που μπόρεσε να τη δώσει – σε έναν γνωστό, παλιό καρδιοκατακτητή, ο οποίος τη δεδομένη στιγμή έκανε το μεταπτυχιακό του, παντρεύτηκε και απέκτησε παιδιά, αλλά διατήρησε τις στενές σχέσεις με τους τελειόφοιτους, και με τους θαμώνες της λέσχης.  Χωρίς περαιτέρω σκέψεις, ο πρώην καρδιοκατακτητής εκφώνησε τη διάγνωση, εφόσον εύκολα θυμήθηκε τη Λένκα, που ερχόταν συχνά στη Λέσχη. Σε κάποια στιγμή φάνηκε στον Αντρέι, ότι το πονηρό κλείσιμο των ματιών του σημαίνει κάτι περισσότερο από μια απλή γενική κατανόηση της φύσης των ανθρώπινων σχέσεων, όμως, να υποψιαστεί κάτι τέτοιο για τη Λένκα, ακόμα με έναν τόσο μεγάλο, και παντρεμένο κιόλας… Όχι,  ο Αντρέι απέρριψε τις καχυποψίες του και άκουσε το νόημα αυτών, που του έλεγε ο ειδικός της ψυχής. Και η ουσία ήταν, ότι η Λένκα δεν ήταν απλώς ένα κατουρλιάρικο κοριτσάκι, μα άνθρωπος με προσωπικότητα, ενδιαφέρον άνθρωπος, που ενδιαφέρεται για πολλά και αναπτύσσεται. Από αυτό το ευχάριστο για τον Αντρέι γεγονός έβγαινε άλλο ένα, λιγότερα ευχάριστο, ακόμα και ανησυχητικό: μια προσωπικότητα χρειάζεται την άλλη, και είναι ο Αντρέι εκείνη η λεγάμενη προσωπικότητα, στην συναναστροφή με την οποία η Λένκα θα ένιωθε τον εαυτό σου  να ζει μια ενδιαφέρον και γεμάτη ζωή  – αυτή ήταν, μιλώντας πρόχειρα, η μεγάλη ερώτηση. Μετά από αυτή την φράση εκείνος κοίταξε κριτικά τον Αντρέι, και έγινε κατανοητό, ότι δεν είναι μια ερώτηση καν, αλλά πιο πολύ η έτοιμη απάντηση – όχι, ο Αντρέι δεν ήταν μια τέτοια προσωπικότητα. Όμως, – τον παρηγόρησε ο γνώστης των ανθρώπινων ψυχών, – όλως περιέργως, δεν υπήρξε κανένα πρόβλημα σε αυτό.  Θα ήταν χαζό να περιμένουν από ένα δεκαοχτάχρονο αγόρι να έχει μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα, μα και αν η ίδια Λένκα το χρειαζόταν αυτό, θα είχε επιλέξει προ πολλού για εραστή της κάποιον από τους τελειόφοιτους, η ακόμα και από τους καθηγητές, τον ίδιο τον γνώστη, για παράδειγμα. Όμως, χρειάζεται κάτι άλλο, – θέλει κάποιον, που τώρα, σχετικά υπανάπτυκτος και άβγαλτος, μελλοντικά θα αναπτυχθεί δυνατά, θα μεγαλώνει με κάθε τρόπο, μαζί της, βοηθώντας και την ίδια, και τον εαυτό του να ενηλικιωθεί, να καταλάβει τον εαυτό του και τον κόσμο, που τους περιβάλλει.

    Πάνω από το τσάι, που εκείνοι έπιναν στη κουζίνα, ένα τέτοιο δίλημμα τέθηκε μπροστά στον Αντρέι: είτε να καταλάβει αμέσως, ότι δεν του ταιριάζει αυτό, είτε να αρχίσει την μάχη. Η παραίτηση από την μάχη δεν είναι ένα σημάδι της μικροψυχίας, δεν πρέπει να έχει ηλίθιες ψευδαισθήσεις για αυτόν τον λόγο. Θα ήταν μεγάλη ανοησία, ακόμα και ηλιθιότητα να αρχίσει το κυνήγι της γυναίκας, την οποία θα χάσεις ακριβώς την επόμενη στιγμή μετά από κατάκτηση, όταν θα φανεί, ότι τελικά δεν είσαι καθόλου εκείνος ο άντρας, τον οποίο εκείνη είδε μέσα σου, η ας πούμε, την εικόνα του οποίου εσύ  καταφέρεις να δημιουργήσεις στα μάτια της. Σε αυτό δεν υπάρχει τίποτα, εκτός από μια πρωτόγονη επιθυμία να την διεκδικήσεις με κάθε κόστος, ενώ το τίμημα – δεν είναι μόνο ο δικός της χαμένος χρόνος, μα και ο δικός σου. Ο άνθρωπος δεν είναι ευτυχισμένος, όταν έχει αυτό, που θέλουν και οι άλλοι, μα όταν έχει αυτό, που θέλει ο ίδιος.

    Σε αυτό το σημείο στην κουζίνα μπήκε η γυναίκα του, και ο Αντρέι έμεινε άφωνος – πόσο ταιριαστά αυτό συνέβη, επιδεικνύοντας το ότι ο ίδιος δημιουργός αυτής της σοφίας δεν είναι διπρόσωπος και ακολουθεί την ίδια σοφία, την οποία διδάσκει. Η γυναίκα του ήταν καταπληκτικά άχαρη, ακόμα και άσχημη. Απροκάλυπτα χοντρή, με τα γυαλιά, πίσω από τα οποία γούρλωναν μεγαλωμένα με μυωπία μάτια με ακαθόριστη έκφραση. Μια τέτοια κοπέλα  μετά βίας θα γινόταν κάτι άλλο, εκτός από νοικοκυρά και μητέρα-κλώσα. Ακολουθώντας το βλέμμα του Αντρέι και την έκφραση του προσώπου του, ο πατήρ φαμίλιας, περιμένοντας από την  σύζυγο να φύγει από την κουζίνα μαζί με το γαντζωμένο στη φούστα απόγονό της,  παρατήρησε βαρυσήμαντα: δεν έχω κανένα πρόβλημα να βρω μια φιλεναδίτσα, η οποία θα ικανοποιήσει τα πιο τρελά μου καπρίτσια. Είναι παραπάνω από αρκετά τα πιπίνια, που ρίχνονται στο κρεβάτι των έμπειρων αντρών, όπως και  οι πιο ώριμες γυναίκες, που προσπαθούν να ανακτήσουν τα χαμένα. Μα τι θα κάνω εγώ, όταν μια τέτοια γυναίκα θα ικανοποιήσει το τάδε ή εκείνο μου καπρίτσιο? Τα καπρίτσια αλλάζουν, και η γυναίκα μένει. Για αυτό εγώ επέλεξα μια γυναίκα, η οποία δεν ικανοποιεί κανένα μου βίτσιο – υπάρχουν άλλες για αυτό.  Όμως, εκείνη κάνει, ο, τι θέλω εγώ, και τώρα, και σε είκοσι και σε σαράντα χρόνια – να είναι νοικοκυρά στο σπίτι μου, να μου γεννάει παιδιά.

    – Και να τα ανατρέφει, – υποστήριξε ο Αντρέι και ξαφνικά αντιμετώπισε έντονη διαφωνία.

    – Ε, οχι! Να τα ανατρέφει – με τίποτα. Οι αντιλήψεις μου, μάλλον, είναι παλιομοδίτικες, μα τα παιδιά θα τα μεγαλώνω εγώ και μόνο εγώ, και τίποτα στο σπίτι μου δεν θα πάει κόντρα στη θέληση μου. Η γυναίκα, που μεγαλώνει ένα παιδί…, –  η γυναίκα μπήκε ξανά μέσα στην κουζίνα, φροντίζοντας την επόμενη πίτα, η οποία ετοιμαζόταν στο φούρνο, όμως, αυτό δεν τον πτόησε, και άρχισε την φράση από την αρχή: – η γυναίκα, που μεγαλώνει ένα παιδί, είναι μια ανοησία, αναχρονισμός εκείνων των σκοτεινών εποχών, όταν θεωρείτο, ότι τα παιδιά έχουν ανάγκη την τρυφερότητα, φροντίδα, προσοχή. Εντωμεταξύ τα παιδιά δεν χρειάζονται τίποτα τέτοιο – χρειάζονται να τα αφήσουν στην ησυχία τους.  Βέβαια, όταν ο πατέρας έρχεται μεθυσμένος από τη δουλειά, όταν είναι ηλίθιος και επιθετικός κάφρος, τότε, τα παιδιά, φυσικά, χρειάζονται τρυφερότητα και προσοχή, αλλά σε μια κανονική σύγχρονη οικογένεια αυτά χρειάζονται πρώτα απ` όλα την ησυχία τους. Δώσε τους αυτό, που ζητάνε, και άστα ήσυχα. Μάθε το παιδί να διαβάζει, όταν στο ζητήσει, και όχι πριν από αυτό. Δείξε του, πως κινούνται οι φιγούρες στο σκάκι, όταν θα ενδιαφερθεί ο ίδιος, παρατηρώντας, πως εσύ παίζεις με τον φίλο σου, μα όχι νωρίτερα από αυτό. Χάιδεψε του το κεφάλι, και στιλ` το να παίξει με τους συνομήλικους, και θα σε θεωρεί καλύτερο μπαμπά του κόσμου. Και τι θα κάνει η μητέρα?

    Με αυτές τις λέξεις εκείνος σκόπιμα απευθύνθηκε προς τη μεριά της γυναίκας του, και εκείνη του απάντησε με την ίδια ανούσια έκφραση του προσώπου, την οποία είχε και πριν.

    – Θα τον γαμήσει τον γιόκα της, θα τον κάνει ανίκανο υπό όλες τις έννοιες της λέξης, και αυτό εγώ δεν θα το επιτρέψω στην οικογένεια μου. Έτσι…, – εκείνος κούνησε το χέρι του και επέστρεψε στο θέμα, από το οποίο είχαν αρχίσει.

    – Προσωπικότητα! – Υψώνοντας τον δείκτη του, συνέχιζε την παραίνεση εκείνος. – Αν εσύ αποφάσεις, ότι μια τέτοια κοπέλα πρέπει να είναι δική σου, τότε πρώτον, θα πρέπει να την παραπλανήσεις λιγάκι, και δεύτερον, με όλες τις δυνάμεις σου να προσπαθήσεις να φτάσεις στην απάτη σου.

    Βλέποντας, ότι ο Αντρέι δεν κατάλαβε τα λόγια του, εκείνος χαμογέλασε προστατευτικά.

    – Βεβαίως, η λέξη «να παραπλανήσεις» προκαλεί σε σας, νεαρέ μου, κάποια ένταση, – συνέχισε εκείνος, μεταφέροντας την ομιλία του σε μια πιο παλιομοδίτικη μορφή. – Να απατήσεις την αγαπημένη σου – τι πιο απαίσια από αυτό, έτσι δεν είναι? Φόρτωσες το κεφάλι σου με διάφορες σαβούρες τύπου Εμαρ και Τσινγκατσγκούκ,  – είναι καλό, ναι, τα πελέκια των ερυθρόδερμων, οι ρομαντικές κουβέντες για αγάπη στη φύση και τα λοιπά. Μα πρέπει να ξεκαθαρίσετε τα πράγματα, αγαπητέ μου. Δεν γίνεται να μαθαίνετε τη ζωή, βασιζόμενος στην λογοτεχνία για πελέκια και διάφορους Ντίκενς-Φόκνερ. Και η ζωή μας δίδασκε ένα απλό δόγμα: αν θέλεις να είσαι επιτυχημένος – πες ψέματα. Όχι, όχι, επιτρέψτε μου, θα το αποδείξω – σταμάτησε εκείνος τον Αντρέι, που άνοιξε πια το στόμα του, για να εκφράσει την απορία του.

    – Παραπλάνησε! Ακριβώς έτσι, σας το επαναλαμβάνω. Η απάτη από μόνη της δεν είναι κάτι εκ των προτέρων απαράδεκτο και ανήθικο. Σίγουρα θα είχατε ακούσει για το «σωτήριο ψέμα» και τα λοιπά, και εγώ είμαι κιόλας ο οπαδός αυτής της ωφελιμιστικής προσέγγισης, διότι στην τελική ανάλυση τι θέλουμε όλοι? Εντάξει, όχι όλοι, φυσικά, μα εγώ και εσύ για παράδειγμα  – τι θέλουμε?

    Ο Αντρέι αποφάσισε να μην διακόψει την δραματική παύση, που προφανώς προοριζόταν να είναι ρητορική.

    – Εμείς οι δυο θέλουμε την ευτυχί-ιιιιι-αα! Ευτυχία. Για τον εαυτό μας, για την κοπέλα, για τους φίλους μας, και μιλώντας γενικώς σε όλους τους άλλους επίσης, αν οι ίδιοι μπορούν να τη φτιάξουν και να μην εμποδίζουν εμάς. Η εσύ από την ευτυχία προτιμάς καλύτερα κάποια αφηρημένη αρχή του τύπου «μην απατήσεις!»; Αν είσαι τέτοιος άνθρωπος, εγώ δεν είμαι καλός συμβουλευτής για σένα, και αν θέλεις την ευτυχία, σταμάτα να είσαι μια κυρούλα, που  ψελλίζει τις αγαθοβλακείες του τύπου «εκείνος μου είπε ψέματα, δεν υπάρχει πια για μένα.» Και κάτι άλλο που έχω ακούσει «οποίος είπε ψέματα μια φορά, θα σε απατήσει και άλλη». Πώς σου φαίνεται αυτή η βλακεία?  Είναι βλακεία ήδη, επειδή – συνέχισε εκείνος, χωρίς να δώσει στον Αντρέι ευκαιρία να απαντήσει, – δεν υπάρχει τέτοιος άνθρωπος, που δεν λέει ψέματα είκοσι φορές την ημέρα, και πρέπει να είσαι χαζεμένος εξ ολοκλήρου, για να μην συμφωνήσεις, ότι ο ΚΑΘΕ άνθρωπος ψεύδεται είκοσι φορές την ημέρα. Λοιπόν, άκου, τι θα σου πω…, – εκείνος σηκώθηκε, έχυσε το κρύο τσάι από το φλιτζάνι στον νεροχύτη και έβαλε τον βραστήρα να βράσει. – Το ψέμα είναι απαραίτητο και υποχρεωτικό, αν θέλεις να πετύχεις τον στόχο σου – να γίνεις ευτυχισμένος. Αυτό δεν σημαίνει, ότι πρέπει να κάνεις το ψέμα βασική αρχή στη ζωή σου – δεν αρέσει αυτό στους ανθρώπους, μα και δεν είναι απαραίτητο στην ουσία, αυτό σε βαραίνει και σου στερεί την ηρεμία. Μεγάλα ψέματα να λες σπάνια, μην βάζεις μπροστά σου τους ευγενικούς σκοπούς και επιδίωξε να μετατρέψεις το ψέμα σε αλήθεια!

    – Μα τι σχέση έχει αυτό με μένα – αβοήθητα μουρμούρισε ο Αντρέι. – Δεν καταλαβαίνω, σε τι και για ποιο λόγο πρέπει να ξεγελάσω τη Λένκα.

    – Αφού στο είπα, – τυπώνοντας τις λέξεις συνέχισε εκείνος. – Η Λένκα σου χρειάζεται μια προσωπικότητα. Έναν άνθρωπο, που σε κάτι θα είναι ίδιος με εκείνη, σε κάτι καλύτερος, και σε κάτι πιο αδύναμος από εκείνη. Τώρα δεν έχεις μέσα σου καμία προσωπικότητα, και είναι φυσικό, δεν μπορεί να είναι αλλιώς. Άλλη, ίσως, θα είχε συμβιβαστεί με αυτό και θα γινόταν δική σου, ελπίζοντας, ότι εσύ θα μεγαλώσεις και θα γίνεις πιο έξυπνος και δυνατός. Όμως η Λένα έτσι απλά δεν θα περιμένει, χρειάζεται κάτι να βασιστεί τώρα. Θα σου πω ένα πράγμα, μόνο μην με παρεξηγήσεις… Η Λένα στην πραγματικότητα χρειάζεται κάποιον σαν και εμένα, πολλά χρόνια μεγαλύτερο της, και είκοσι φορές πιο έμπειρο.

    Ο Αντρέι δάγκωσε το χείλος του και άρχισε να τον κοιτάει με ένα άγριο βλέμμα.

    – Έλα, μην αγριεύεις,  σαν άντρας προς άντρα στο λέω, είναι γεγονός – η κοπέλα είναι από εκείνες, που ελκύονται από τους μεγαλύτερους και πιο έμπειρους άντρες. Αν θα το ήθελα, σε μια εβδομάδα θα ήταν δική μου, εδώ, στο κρεβάτι μου, θα γινόταν υπάκουη και θα έκανε ο, τι της ζητάω. Αυτό δεν τη μειώνει, κατάλαβε το, αντιθέτως… Θέλω να στο εξηγήσω, για να καταλάβεις, το` πιασες? Όχι να σε ξεγελάσω με χαζή μαλακία, μα να πω την αλήθεια, επειδή εδώ και τώρα εσύ χρειάζεσαι συγκεκριμένα την αλήθεια. Έτσι πρέπει να την ξεγελάσεις. Πρέπει να της παρουσιάσεις τον εαυτό σου ως άνθρωπο, από τον οποίο εκείνη μπορεί να μάθει πολλά, να γνωρίσει νέα πράγματα, με τον οποίο θα έχει κοινά ενδιαφέροντα. Στην αρχή ξεγέλασε την, τράβηξε την προσοχή της στον εαυτό σου, και μετά με όλες τις δυνάμεις,  με χέρια και πόδια και το βασικότερο – με το κεφάλι, προσπάθησε να μεγαλώσεις και να φτάσεις σε εκείνον τον άνθρωπο, τον οποίο θα της δείξεις με ύπουλο τρόπο. Και να μην γίνει, ότι εσύ μια ζωή προσπαθείς να βγάλεις  από τον εαυτό σου κάποιον, που δεν είσαι στην ουσία, πρέπει να κάνεις ένα όχι πολύ δύσκολο, μα όχι και πολύ εύκολο πράγμα – φαντάσου, σκέψου – ποιος άνθρωπος θα ήθελες να γίνεις? Κατάλαβες? Συνήθως πως γίνεται; Το αγόρι θέλει στην αρχή να γίνει κάποιος, και μετά να προσελκύσει την κοπέλα. Αυτή είναι μια βλακεία. Ωσότου εκείνος θα γίνει τέτοιος, προ πολλού δεν θα υπάρξει η κοπέλα. Και δεν υπάρχει το κίνητρο. Ενώ αν εσύ στην αρχή την ξεγέλασες, την προσέλκυσες, και μετά, φοβούμενος την αποκάλυψη, θα τρέχεις σαν το γαϊδούρι πίσω από ένα καρότο, προσπαθώντας να φτάσεις στην μορφή σου, και όχι κάποια αφηρημένη, αλλά εκείνη, που και για τους δυο σας θα είναι ποθητή. Και τότε η ζωή και για τους δυο σας θα έχει ενδιαφέρον. Εσύ ποιος θα ήθελες να γίνεις? Σκέψου – εδώ είσαι εσύ σε δέκα-είκοσι χρόνια, ποιος είσαι; Τι ξέρεις να κάνεις, τι σε ενδιαφέρει, πώς ζεις?

    Ο Αντρέι μπήκε σε σκέψεις.

    – Ήθελα να γίνω φυσικός, επιστήμονας, να έχω δικό μου εργαστήριο …

    – όχι, όχι, δεν είναι αυτό. Επάγγελμα, δουλειά, επιστήμη… αυτό το ξέρει ήδη για σένα, μα τι δεν ξέρει ακόμα? Σκέψου τον εαυτό σου σε ρομαντικές φαντασιώσεις, έλα; Τέτοιες, που δεν θα γίνουν ποτέ πραγματικότητα; Πώς θα ήθελες να φανταστείς τον εαυτό σου?

    – Θέλω να πηγαίνω στα βουνά… ορειβασία, ανάβαση, μάλλον, ίσως και όχι… μάλλον, όχι, μα τα βουνά σίγουρα, αλλά τι ορισμένα στα βουνά – δεν ξέρω.

    – Ορειβασία – είναι καλύτερα. Βουνά, Ιμαλάια, ενδιαφέρεσαι για τον βουδισμό?

    – Όχι ιδιαίτερα, κάτι διάβαζα, είχε ενδιαφέρον.

    – Η ανατροφή των παιδιών; Σκέψου – εσύ ως ιδρυτής μιας νέας σχολής στην παιδαγωγία η ψυχολογία?

    – Ίσως να μάθω πρώτα, τι εκείνη θεωρεί ενδιαφέρον στα αγόρια?

    – Αυτό δεν είναι τόσο σημαντικό, θα έλεγα, ότι είναι καθόλου σημαντικό. Αντιθέτως, όσο πιο ξαφνικό στο φόντο των δικών της ενδιαφερόντων θα είναι το πάθος σου, τόσο το καλύτερο. Ίσως, θα σου άρεσε να βουτάς με βαθυσκάφος και να μελετήσεις το τρίγωνο των Βερμούδων?

    Ο Αντρέι κούνησε το κεφάλι του ανέλπιστα.

    – Δεν ξέρω. Μάλλον, όντως δεν έχω καμία προσωπικότητα, και δεν ξέρω, αν ποτέ θα γίνω μια.

    – Σκέψου το, ίσως κάτι θα έρθει από μόνο του, το πιο σημαντικό είναι να μην φοβάσαι να φαντασιώνεσαι, γίνε πιο γενναίος, μην είσαι τέτοιος φιλαλήθης σπασίκλας, πες ψέματα πιο άφοβα!