– Ναι… μήπως να βρίσκαμε πιο ενδιαφέρον μέρος, τι λες?
– Αν χρειάζεσαι άνεση, πήγαινε…
– Άνεση… ας πάει στο καλό, μα είναι τόσα γκρίζα όλα εδώ, λες και είναι αποθήκη.
– Δεν έχουμε χρόνο. Δεν θέλω να ασχοληθώ τώρα με αυτό.
Ο Αντρέι και η Τζέιν βρίσκονταν στον χώρο, που θύμιζε υπόγειο ή, όπως εκφράστηκε ο Αντρέι, αποθήκη. Ακριβώς τέτοια εμφάνιση είχε η κάμαρα, την οποία η Τζέιν “έφτιαξε” κάποτε πρόχειρα – ένα πεδίο με λίγο-πολύ ευδιάκριτο μοτίβο στο πάτωμα, το οποίο και έπαιζε ρόλο κάποιας “άγκυρας”, ενώ γύρω προς όλες τις κατευθύνσεις άπλωνε το “γκρίζο τίποτα”. Στην αρχή η Τζέιν έσερνε εδώ τον Αντρέι, μα μόλις εκείνος έμαθε να περνάει τα πρώτα στάδια της αποχώρησης από το σώμα – καθαρά τεχνικά ήταν πολύ απλό, όμως, απαιτούσε μεγάλη επιμονή: να παραμείνεις ξαπλωμένος και ακίνητος, ωσότου δεν αρχίσουν να χάνονται οι αισθήσεις στις άκρες των δάχτυλων. Έπειτα έπρεπε να αφήσει αυτή την παράξενη απώλεια των αισθήσεων προς οποιαδήποτε μεριά. Τη δεύτερη εβδομάδα η απώλεια των αισθήσεων άρχισε να εμφανίζεται και στην γλώσσα. Πριν από αυτό υπήρξαν οι ασυνήθιστες αδύναμες ροές και τσιμπήματα ηλεκτρισμού στην άκρη της γλώσσας, τα οποία αργότερα οδήγησαν στην απώλεια των αισθήσεων. Αυτό άρχισε να απλώνει αρκετά γρήγορα, και με κάθε νέο πείραμα προχωρούσε όλο και περισσότερο – χανόταν εντελώς η γλώσσα, μετά το πηγούνι, χείλη, κάτω μέρος του προσώπου, λαιμός. Την ίδια στιγμή η απώλεια των αισθήσεων προόδευε σταδιακά πάνω από τις άκρες των δάχτυλων στα χέρια και στα πόδια. Ένα μήνα αργότερα τα τρία αυτά μέτωπα συναντήθηκαν, και άρχισαν οι ειδικές αισθήσεις, οι οποίες είχαν πια άμεση σχέση με την έξοδο από το σώμα Η Τζέιν του έδωσε λεπτομερείς οδηγίες για παρόμοιες καταστάσεις, και αυτές του βοήθησαν πολύ, όταν ακόμη δυο εβδομάδες αργότερα αυτός κατάφερε να πετύχει την πρώτη αποχώρηση, εκείνη τον “έπιασε” αμέσως και τον έβαλε σε αυτόν τον “θάλαμο”, τον οποίο, σύμφωνα με τα λεγόμενα της, δημιούργησε η ίδια με τη στερέωση της προσοχής της.
Τον επόμενο μήνα δεν έγινε τίποτα καινούριο, αλλά και αυτό το “μη καινούριο” κάθε φορά ήταν τόσο συναρπαστικό, σαν να συνέβαινε για πρώτη φορά. Αποχώρηση από το σώμα, μεταφορά στο θάλαμο, “διαμονή” σε αυτό – όσο γκρίζο και βαρετό και να ήταν αυτό το μέρος, η ίδια συνειδητοποίηση του ότι αυτός βρίσκεται τώρα εκτός του σώματος του, οι απίθανες αισθήσεις, κυματισμοί των βαθιών και άγνωστων αντιλήψεων, και επιπλέον μια ιδιαίτερη φρεσκάδα, λες και ανασάνεις τον καθαρό οξυγόνο – τα πάντα προσέθεσαν στην κατάσταση μια μόνιμη γεύση καταπληκτικής περιπέτειας. Η Τζέιν θεωρούσε, ότι αυτός πρέπει να μάθει να μεταφέρεται στον θάλαμο μόνος του και να βρίσκεται εκεί όσο το δυνατόν περισσότερο, για να συνηθίσει στην εξωσωματική κατάσταση, για να προσαρμοστεί και το σώμα του.
– Και σε αυτό υπάρχει κάποιου είδους εγκλιματισμός, – εξηγούσε εκείνη, όταν και οι δυο κάθονταν για άλλη μια φορά στην “αναμονή” μέσα στο θάλαμο. – Το σώμα πρέπει να συνηθίσει. Για αυτό είναι ένα σοκ. Όταν ανεβαίνουμε ψηλά στα βουνά ή καταβαίνουμε βαθιά στο νερό, το σώμα μας επίσης περνάει από το σοκ, και πρέπει να το μαθαίνουμε σταδιακά. Το σώμα, από το οποίο εσύ βγήκες, την ώρα της απουσίας σου έχει κάποια άλλη φυσιολογία, ζει κάπως διαφορετικά.
– Πώς ακριβώς “διαφορετικά”;
– Δεν ξέρω. Δεν το έχω μελετήσει, δεν έχω ούτε τέτοια δυνατότητα, ούτε χρόνο.
– Όταν εγώ επιστρέψω πίσω, ακόμα έχω τη δυσάρεστη αίσθηση, σαν να βυθίζομαι σε κάτι υγρό, αδρανής.
– Εγώ όχι. Πρώτον, έχω πείρα, δεύτερον – το ίδιο σώμα. Είσαι πολύ απαθής, έχεις λίγες χαρούμενες επιθυμίες για σωματική δραστηριότητα, από εκεί και προέρχεται η “υγρασία”. Σου προτείνω να αρχίσεις τη συσσώρευση των αποσπασμάτων σωματικής άσκησης και αποσπάσματα της δημιουργίας απόλαυσης, αυτό οπωσδήποτε θα αλλάξει την κατάσταση.
Ο Αντρέι μέχρι στιγμής δεν κατάφερε να μάθει την αίσθηση του χρόνου, περασμένου στο θάλαμο, και προσανατολιζόταν με κάποια εξ αρχής χαρακτηριστική για αυτή την κατάσταση αίσθηση της χρονικής διάστασης, η οποία, κρίνοντας απ` όλα, είχε κάποια εξάρτηση από την ποσότητα των ψυχικών διαδικασιών, όπως και ο χρόνος στον φυσικό κόσμο ορίζεται μέσω φυσικών διαδικασιών, που συμβαίνουν σε αυτό. Όμως, αν οι ίδιες αυτές ψυχολογικές διαδικασίες θα μπορούσαν να είναι λιγότερα ή περισσότερα έντονες αναλόγως με την κατάσταση του – αυτό δεν το ήξερε ακόμα. Η Τζέιν επίσης δεν κατάφερε να προτείνει κάτι εποικοδομητικό.
– Δεν ξέρω. Για μένα αυτό δεν έχει σημασία, βασικά. Τι σημασία έχει – πόση ώρα πέρασε, αν εμείς μετράμε εδώ τα βήματα μας αναλόγως με την ετοιμότητα, με την κατάσταση μας, και όχι με τον χρόνο?
– Μα αυτό έχει ενδιαφέρον!
– Αν έχει ενδιαφέρον, τότε, φυσικά, ψάξε το. Εμένα άλλο με τραβάει.
– Γιατί μου μαθαίνεις τα ΕΣΕ; Πώς αυτό σχετίζεται με τον σκοπό, για τον οποίο εσύ με πήρες?
– Δεν το κατάλαβες ακόμα; – Ξαφνιάστηκε η Τζέιν. – Σου έχω πει ήδη – το σώμα σου απαιτεί εγκλιματισμό. Αν σε τραβήξω στην ΕΣΕ χωρίς άσκηση, το ίδιο συνδεδεμένο με αυτήν σοκ θα δυναμώσει και χωρίς αυτού ισχυρό ενστικτώδες τρόμο, ο οποίος θα εμφανιστεί μέσα σου σαν αποτέλεσμα των πράξεων μου. Και για να σε μετατρέψω σε πειραματόζωο μου, θέλω για αρχή να σε κάνω δυνατό πειραματόζωο.
Μάλλον, έπειτα από δυο ακόμα εβδομάδες εκείνος έγινε, κατά τη γνώμη της Τζέιν, αρκετά δυνατός, και τον πληροφόρησε, ότι απόψε θα γίνει το πρώτο τους πείραμα.
– Δεν έχει καμία σημασία, – τον απωθούσε εκείνη, – αν εσύ θα ετοιμαστείς ή όχι. Κάνε ο, τι θέλεις, οτιδήποτε. Πρώτον, εσύ θα τρομάξεις μέχρι θανάτου, και δεύτερον, το κορμί σου και πάλι δεν θα πάθει απολύτως τίποτα.
Όμως, ο Αντρέι δεν κατάφερνε και τόσο καλά να καθίσει ήρεμα, περιμένοντας τη νύχτα, και έτσι συνέχιζε να πρήζει τη Τζέιν με τις ερωτήσεις.
– Και τι θα γίνει, αν ο φόβος αυτός θα δημιουργήσει την αντίδραση προστασίας μέσα μου, και δεν θα μπορέσω ποτέ ξανά να μπω στην ΕΣΕ?
– Οι πιθανότητες γι` αυτό είναι λίγες. Το πιο πιθανόν απ` όλα θα γίνει, ότι έπειτα από πρώτες μερικές δεκάδες πειράματα εσύ απλούστατα θα συνηθίσεις, άθελά σου θα μάθεις να καταπολεμάς τον φόβο, αν και εγώ θέλω να μην το κάνεις ακόμα, αν μπορείς.
– Και τότε… τότε δεν θα με χρειάζεσαι πια; Αφού με αυτόν τον τρόπο θα πάψω να είμαι ένα κατάλληλο αντικείμενο της έρευνας?
– Ναι, θα πάψεις. Χρειάζομαι να μαζέψω αρκετή ποσότητα πληροφοριών μέχρι τον καιρό, που εσύ θα συνηθίσεις. Μου μένει μόνο να ελπίζω, ότι θα προλάβω. Και αν δεν προλάβω, θα βρω κάποιον άλλο ακόμα.
Στο τέλος την ζάλισε με τις ερωτήσεις του, και εκείνη, ρίχνοντας του μερικά αισθητά χτυπήματα με το πόδι στα αφτιά, τον έδιωξε μακριά της, απαγορεύοντας να έρθει μέχρι το πρωί.
Όσο πλησίαζε το βράδυ η νευρικότητα του δυνάμωνε. Η ίδια γνώση για το ότι θα είναι πολύ τρομαγμένος, και η αίσθηση της πλήρης αδυναμίας μπροστά σε αυτό, που πρόκειται να γίνει, έδιωχνε τον κάθε ύπνο μακριά. Το πείραμα δεν μπορεί ούτε να αλλάξει, ούτε να ακυρωθεί, ακόμα και αν αυτός αλλάξει γνώμη, αυτό δεν θα αλλάξει τίποτα – η Τζέιν τον προετοίμασε, σπαταλώντας ένα σωρό δυνάμεις και χρόνο, και σίγουρα δεν θα αλλάξει γνώμη, ενώ αυτός θα πρέπει να κοιμηθεί αργά ή γρήγορα. Δεν έχει τώρα τη δυνατότητα να την καλέσει και να της πει έστω κάτι – δεν είναι στο δωμάτιο της, και που βρίσκεται – άγνωστο. Τώρα εκείνος όντως άρχισε να αισθάνεται τον εαυτό του σαν πειραματόζωο. Εμφανίστηκαν οι σπασμωδικές επιθυμίες να αναβάλει τον ύπνο, να πιει κάτι, που θα τον τονίσει, να πάει να πηδηχτεί, να δει ποδόσφαιρο, να κάνει οτιδήποτε, μόνο να μην πάει για ύπνο! Και αμέσως εμφανιζόταν απελπισία – αυτό δεν θα άλλαζε τίποτα, και ίσως θα δυσχεραίνει ακόμα περισσότερα την κατάσταση του – εξαντλημένο από την αϋπνία, το σώμα του θα είναι ακόμα πιο ευάλωτο.
Κάτι παρόμοιο είχε περάσει και ως παιδί, όταν άρχιζε να πονάει το δόντι του. Όσο και να αναβάλεις – το τέλος με τη μορφή του οδοντιατρικού ιατρείου είναι αναπόφευκτο, και όσο πιο πολύ χρονοτριβείς με αυτό, τόσο χειρότερα θα είναι μετά.
Στο τέλος εκείνος έφτασε στο σημείο, όπου τον τρόμαζε το σκοτάδι, και άναψε όλα τα φώτα, που υπήρξαν στο δωμάτιο, έβαλε κάποια ταινία δράσης και την χάζευε, χωρίς να καταλαβαίνει τίποτα από όσα συνέβαιναν σε αυτό. Του ήρθε η ιδέα να πάει στον Γουόνγκ, αλλά η ανικανότητα του αυτή τη στιγμή ήταν απόλυτη, σε μια τέτοια κατάσταση και δεν ήθελε τίποτα, και ήταν επικίνδυνο κιόλας – όταν πηδιέσαι χωρίς χαρούμενο ερεθισμό, χωρίς ερωτικές αντιλήψεις, είναι πολύ εύκολο να χύσεις, και ποιες ερωτικές αντιλήψεις θα μπορούσαν να υπάρχουν τώρα… Και όμως, εκείνος πληκτρολόγησε τον αριθμό του Γουόνγκ.
– Πρέπει να απασχολήσω τον εαυτό μου με κάτι άλλο τώρα, Γουόνγκ. Απλώς να κάνω κάτι πουτανίστικο, έχω σήμερα ένα δύσκολο πείραμα… όχι, μην με ρωτάς, δεν έχει σημασία, δεν θα το καταλάβεις, είναι ένα πολύ σοβαρό πείραμα στο εργαστήριο… ναι, γενετικό… ναι, κάτι σαν εξέταση, πρέπει απλώς να κάνω κάτι άλλο, και δεν μου σηκώνεται τίποτα με το άγχος που έχω… εντάξει.
Δεκαπέντε λεπτά αργότερα ήδη περπατούσε στο υπόγειο, συνοδεία του ενός από τους βοηθούς του Γουόνγκ. Αφέθηκε στα χέρια του και έμεινε δεμένος στο μηχάνημα, ύστερα το παλικάρι άρχισε να κάνει κάτι παράξενο με τον ποπό του – προφανώς, κάτι έβαλε μέσα, όμως, όταν οι διαδικασίες τους τελείωσαν, ο Αντρέι δεν ένοιωσε τίποτα το ασυνήθιστο. Μετά στο πρόσωπο του έβαλαν ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά και τον πήγαν κάπου. Άγνωστα χέρια ακούμπησαν τον ποπό και το πέος του, και ακούστηκε χαμηλωμένη γυναικεία φωνή.
– Εδώ, στο Βιεντιάν, οι άνθρωποι είναι φτωχοί. Δεν έχει ο καθένας τη δυνατότητα να πάρει μια πόρνη, αλλά όλοι θέλουν να πηδηχτούν. Τόσο πιο σπάνια είναι η εύκαιρα να γαμήσουν ένα λευκό αγόρι, και όταν ο Γουόνγκ τους καλεί για τσάμπα γεύμα, έρχονται πολλοί – και τα αγόρια από τη λαϊκή, και φοιτητές, και απλά πιτσιρίκια του δρόμου – όλοι μπορούν να πάρουν έναν αβοήθητο ποπό, και κανείς δεν ενδιαφέρεται – γιατί είναι εδώ αυτό το λευκό αγόρι, και για ποιο λόγο ο ποπός του προσφέρεται σε όλους. Όμως, κι εσύ θα έχεις τη δική σου διασκέδαση…
Εκείνη άγγιξε τα γυαλιά του και κάτι έκανε κλικ. Ξαφνικά μπροστά στα μάτια του εμφανίστηκε παράξενη εικόνα. Ήταν μια οθόνη, μα τι ακριβώς του έδειχνε, ο Αντρέι δεν μπορούσε να καταλάβει με τίποτα
– Η κάμερα είναι εγκατεστημένη μέσα στον ποπό σου. Είναι πάρα πολύ μικρή, και αν κάποιο πέος θα καρφώνεται κατευθείαν μέσα σε αυτήν, δεν θα αισθανθεί τίποτα Ακόμα εκεί υπάρχει και ένα λαμπάκι – επίσης πάρα πολύ μικρό, αλλά δυνατό. Έλα τώρα, διασκέδασε, αγόρι μου!
Στην οθόνη ήταν ο ποπός του από μέσα! Κάποιος τον έπιασε άγαρμπα από πίσω, και αμέσως κάτι σκληρό και ζεστό άρχισε να χώνεται μέσα στον πισινό του, και σαν σε μια τεράστια οθόνη ο Αντρέι είδε τα πάντα με τις μικρότερες λεπτομέρειες – το δέρμα μπροστά άνοιξε, και εισήλθε ένα κεφαλάκι του πέους, που φαινόταν τεράστιο μέσα στο προφυλακτικό. Το κεφαλάκι προχώρησε ορμητικά καταπάνω του, αναγκάζοντας τον να αποτραβηχτεί ενστικτωδώς πίσω. Η κάμερα ήταν τοποθετημένη έτσι, ώστε να τα βλέπει όλα κάπως από πάνω, έτσι εκείνος δεν έβλεπε μόνο το κεφαλάκι, μα ολόκληρο το πέος, που απομακρυνόταν. Το κεφαλάκι σταμάτησε για λίγο, τρέμοντας, μετά έφυγε ξανά, μετά χτύπησε πάλι, και ο συνδυασμός των αισθήσεων μαζί με την εικόνα του πως ένα πουλί πηδάει τον ποπό του, τον άναβε περισσότερο, απ` ότι ο ίδιος θα μπορούσε να φανταστεί. Αυτός, που τον έπαιρνε, έπιασε τους μηρούς του δυνατά και άρχισε να καρφώνεται όλο και πιο γρήγορα, πλησιάζοντας στον οργασμό, και ξαφνικά το κεφαλάκι έμεινε μπροστά, παλλόμενο έντονα, και Αντρέι είδε, πως η καπότα γέμισε από μέσα σπέρμα και φούσκωσε.
Τα πέη ήταν μεσαία, μεγάλα, μικρά και πολύ μικρά – όλα χώνονταν μέσα στον ποπό του και άρχιζαν να κινούνται γρήγορα, και ήδη έπειτα από δυο-τρία δευτερόλεπτα η όψη του κεφαλακιού κάτω από το προφυλακτικό θόλωνε από το σπέρμα, που έβγαινε.
Ο Γουόνγκ δεν έκανε λάθος – γυρίζοντας στο δωμάτιο του, ο Αντρέι ένιωθε πολύ πιο ήρεμος, μα με το που μπήκε μέσα και κοίταξε το κρεβάτι, η ανησυχία άρχισε να τον περικυκλώνει και πάλι.
Άνοιξε ένα βιβλίο. Μάταια. Φτάνοντας στο τέλος της πρότασης, εκείνος ξεχνούσε την αρχή της. Το έκλεισε. Άρχισε να βηματίζει μέσα στο δωμάτιο. Το γυμναστήριο! Ορίστε, η σωτήρια του. Εκείνος έπιασε το ολογραφικό player, βγήκε από το δωμάτιο και πήγε στο γυμναστήριο. Βάζοντας κάποια ταινία, αυτός κόλλησε στην ανόητη δράση, έσφιξε τους μοχλούς και άρχισε να φορτώνει τους μύες του. Ήταν μια σωστή απόφαση – μια ώρα αργότερα όλο το σώμα του πονούσε ευχάριστα από την άσκηση, η συναισθηματική κατάσταση ισορρόπησε, ενώ κάτω από το μηχάνημα μαζεύτηκε μια ολόκληρη λιμνούλα από ιδρώτα – μόνο οι γνήσιοι φανατικοί μπορούν να γυμνάζονται σε αυτό το κλίμα. Όμως, υπήρξε ένα αναμφισβήτητο καλό – το γυμναστήριο ήταν πάντοτε άδειο:)
Στο δείπνο αυτός κατάφερε να αποσπάσει λιγάκι την προσοχή του με ένα βιβλίο, νοιώθοντας ακόμα ελαφριά προσμονή για το επικείμενο πείραμα.
Πέφτοντας στο κρεβάτι, εκείνος ξάπλωσε ανάσκελα, έκλεισε τα μάτια του και βυθίστηκε στη συνηθισμένη χαλαρή ακινησία.
Όταν η συνείδηση του μετά από μια σύντομη και συνηθισμένη θολούρα εστίασε και πάλι, από το πρόσωπο της Τζέιν ο Αντρέι κατάλαβε, ότι κάτι πηγαίνει στραβά. Και χρειάστηκε λίγος καιρός, όπως και να το μετρήσεις, για να καταλάβει – τι συγκεκριμένα. Δεν ήταν στην αποθήκη-καταφύγιο. Εκατό μέτρα μακριά από αυτούς υπήρξε ένα πυκνό ανάμεικτο δάσος. Κάτω από τα πόδια – πράσινο, πλούσιο, μαλακό χορτάρι. Στην απέναντι πλευρά – η όχθη ενός στενού ποταμού, πίσω από τον οποίο υψωνόταν μια απότομη οροσειρά. Ήταν τόσο πραγματικό και ξεκάθαρο, ότι Αντρέι αναγκάστηκε να κάνει προσπάθεια, για να καταλάβει, ότι δεν έχει αμνησία, ευτυχώς. Η Τζέιν ήταν ανήσυχη και προσεκτική. Χωρίς να πει ούτε μια λέξη, του έδειξε την ανοιχτή παλάμη, και καλά, “περίμενε”, και άρχισε να γυρίζει γύρω από τον εαυτό της, λοξοκοιτάζοντας, ο Αντρέι την ακολούθησε, όμως, δεν άλλαξε τίποτα. Τότε αυτός επέστρεψε στην προηγούμενη του στάση. Η Τζέιν δεν ήταν πια μόνη της – δίπλα της ξάπλωσαν άνετα πάνω στο γρασίδι δυο άντρες, δυο κοπέλες μικρότερες από αυτήν, και δυο – μεγαλύτερες. Ακριβώς πίσω από τις πλάτες τους έπαιζαν δυο πολύ μικρά πιτσιρίκια – αγόρι και κορίτσι. Ο ψηλότερος άντρας του έκανε νόημα να πλησιάσει, και όταν ο Αντρέι το έκανε, τον προσκάλεσε να καθίσει δίπλα του.
– Το σχέδιο σου έχει τα προτερήματα του, – χωρίς πρόλογο, λες και συνέχιζε την κουβέντα, η οποία ξεκίνησε κάποτε, είπε ο δεύτερος άντρας. – Τι γίνεται με την επίστρωση?
– Κατάφερα να προσθέσω την προσμονή ως μόνιμο φόντο μέσα σε εννιά μέρες.
Απαντώντας, η Τζέιν, μάλλον, δεν μπορούσε να επιλέξει – ποιον να κοιτάξει. Μετέφερε το βλέμμα της από έναν στον άλλο, και παρά το ότι τα μάτια της τώρα ήταν δυο λιμνούλες με τρεμάμενη λάμψη, κάτι στην έκφραση του προσώπου της είπε στον Αντρέι, ότι η Τζέιν είναι πολύ αναστατωμένη.
– Έπειτα εγώ αποφάσισα να επιστρώσω την συμπάθεια.
– Και τι?
– Ακόμα οκτώ μέρες. Από μόνη της η συμπάθεια είναι πολύ εύκολη, όμως, η ίδια διαδικασία της επίστρωσης είναι περίπλοκη. Με το που η προσοχή μεταφέρεται στη συμπάθεια, ανακαλύπτεις, ότι η συνήθεια να υποστηρίζεις το φόντο της προσμονής είναι υπερβολικά αδύναμη, ωστόσο, εγώ αποφάσισα να συνεχίσω, επειδή ήμουν σίγουρη, ότι θα πετύχω τον σκοπό μου.
– Πάντοτε πετυχαίνεις το σκοπό σου:), – χαμογέλασε μια από τις κοπέλες.
– Τώρα ναι, Σερένα, – έγνεψε σοβαρά η Τζέιν. – Απλώς δεν θέτω πια τους εξωπραγματικούς στόχους, και έμαθα πολλά.
– Τι άλλο; – Συνέχισε ο άντρας.
– Ύστερα άρχισα να στρώνω το κάλεσμα, όμως, ακούσια εμφανίστηκε η ευδαιμονία, και όταν κατάφερα να στρώσω το κάλεσμα, στο σύνολο βρέθηκαν ακόμα τέσσερα συστατικά, συμπεριλαμβανομένη την ευδαιμονία. Δεν πρόλαβα να κάνω κάτι άλλο μέχρι στιγμής.
– Είναι δύσκολο να συγκρατείς μαζί τέσσερις στρώσεις? – ρώτησε η άλλη κοπέλα.
– Όχι. Νομίζω, ότι υπάρχουν δυο πράγματα σε αυτό, τα οποία ισορροπούν μεταξύ τους… κάπως έτσι. από τη μια, πράγματι είναι ακόμα αδύναμη η συνήθεια να βιώνεις ένα, πόσο μάλλον δυο η τρεις φωτισμένους φόντους ταυτόχρονα. Από την άλλη, αυτά αντηχούν μεταξύ τους, λες και γαντζώνονται.
– Όλα σωστά, έτσι και έπρεπε να είναι. – Ο άντρας σηκώθηκε και κοίταξε πίσω του. – Τώρα θα χαλάσω λιγάκι τα σχέδια σου, Τζέιν. Θέλω να κάνω για σένα και για τον Αντρέι… μια μικρή ξενάγηση.
Ο ψηλότερος άντρας γέλασε.
– Μπόντχι-ξεναγός…
– Μάλλον, οδηγός, – έγνεψε εκείνος, – εσύ θα είσαι ο ξεναγός, Τόμας.
Εκείνοι στέκονταν στη κορυφή ενός μεγάλου λόφου, που κατέβαινε προς τη θάλασσα. Οι άλλοι λόφοι, καλυμμένοι με χορτάρι και σπάνια δέντρα, έφευγαν μακριά. Η θάλασσα ήταν πολύ κοντά, ίσως κάπου στα πενήντα μέτρα, και αυτοί ένιωσαν τη μυρωδιά της και άκουγαν τους παφλασμούς των κυμάτων.
– Αυτό δεν είναι ΣΟ η ΕΣΕ, αν δεν το έχετε καταλάβει ακόμα, – απευθυνόμενος στην Τζέιν και στον Αντρέι, είπε ο Τόμας. – Είναι απλώς άλλος κόσμος. Εμείς τον ονομάζουμε κόσμος των Ακράνιων. Η Σερένα και η Μπέρτα είναι πια συνηθισμένες εδώ, και εσείς όχι ακόμα, έτσι ο ωκεανός είναι προσεκτικός μαζί σας.
Ο Τόμας έγνεψε προς τη θάλασσα, και ο Αντρέι είδε, ότι ακριβώς μπροστά τους εμφανίστηκαν κύματα, που κινούνταν πάρα πολύ παράξενα, παραμένοντας όρθια περισσότερη ώρα, απ` ότι θα έπρεπε.
Ο πιτσιρικάς και το κορίτσι, που ήταν μαζί τους, έτρεξαν μπροστά και με φόρα έπεσαν μέσα στη θάλασσα. Μάλλον, και αυτοί δεν ήταν πρώτη φορά εδώ. Οι οπτικές παρεμβολές συνεχίζονταν – ο Αντρέι ακόμα νόμιζε, ότι η κίνηση των κυμάτων ήταν αφύσικη. Αυτά σαν να συγκεντρώθηκαν γύρω από τα παιδιά και ακόμα έμειναν περισσότερη ώρα ψηλά, απ` ότι αυτό είναι δυνατό, και μετά έκλειναν πιο γρήγορα. Τα κύματα έμοιαζαν πιο πολύ με ζωντανά πλάσματα, που παίζουν με τα παιδιά.
– Έτσι είναι, – ακούστηκε η φωνή του Τόμας. – είναι ζωντανά. Ζωντανά, νοήμον πλάσματα. Όχι τα ίδια κύματα, αλλά ρεύματα. Αυτά μπορούν να κυλήσουν ή να κάνουν στροβιλισμούς, ή να υψώνονται, σαν κύματα. Ολόκληρος ο ωκεανός σε αυτόν τον πλανήτη – είναι ένα ζωντανό ον, σχηματισμένο από πάρα πολλές ροές, και κάθε μια από αυτές έχει τη δική της προσωπικότητα, αν και να το πεις έτσι σημαίνει να παραπλανείς τον εαυτό σου, διότι αυτό δεν έχει καμία σχέση με τον τύπο προσωπικότητας, συνηθισμένο για εμάς τους ανθρώπους.
– Αν δεν είμαστε στο ΣΟ, αυτό σημαίνει, ότι γίνεται να πνιγούμε στον ωκεανό; – ρώτησε ο Αντρέι. – Και να πνιγούμε με τον ίδιο τρόπο, όπως στον δικό μας κόσμο; Και δεν θα πεταχτώ πίσω στην πραγματικότητα?
– Θεωρητικά ναι, μπορεί να πνιγείς. Πραγματικά ο ωκεανός δεν θα σε αφήσει να το κάνεις. Δεν θα πεταχτείς πίσω στον κόσμο την πραγματικότητας, διότι και αυτός ο κόσμος είναι επίσης ένας κόσμος της πραγματικότητας. Τα ΣΟ η τις ΕΣΕ είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν για να ξεπερνάμε τις γραμμές, και τότε από έναν κόσμο της επαγρύπνησης εσύ μεταφέρεσαι σε άλλο. Είναι απολύτως πραγματικός με την έννοια, στην οποία είναι πραγματικός και ο κόσμος της Γης.
– Δυσκολεύομαι να το φανταστώ, – κούνησε το κεφάλι του ο Αντρέι. – Ακόμα νομίζω, ότι είμαι σε κάποιο ιδιαίτερα αληθοφανή όνειρο. Πώς είναι δυνατόν, γενικώς?
– Μάλλον, τις ίδιες ερωτήσεις έκαναν και οι άνθρωποι, όταν έμαθαν για την ανακάλυψη της Αμερικής, η οποία βρισκόταν “κάτω” από τα πόδια τους, στην απέναντι πλευρά της Γης. – Γέλασε η Σερένα. – Ορίστε η Μπέρτα, – ταρακούνησε εκείνη την φιλενάδα της, – σίγουρα δεν θα πίστευε, ότι κάτι τέτοιο είναι δυνατόν, ότι ίσως κάτω από τα πόδια μας περπατάνε άνθρωποι με τα κεφάλια τους κάτω, – παραείναι σοβαρή, για να πιστέψει σε μια τέτοια βλακεία:)
– Όπως και στην Γη υπάρχουν αρκετοί ήπειροι, και παρά την πρωτόγονη αντίληψη για τον κόσμο, οι άνθρωποι εκεί δεν πέφτουν “κάτω” και ήρεμα, όπως και εμείς, ζουν και περπατάνε πάνω στο γρασίδι, έτσι και πέρα από τον δικό μας συνηθισμένο κόσμο υπάρχουν και άλλα σύμπαντα. – Συνέχισε ο Τόμας. – Για να βρεθείς στην Αμερική από την Ευρώπη, πρέπει να περάσεις τον ωκεανό. Για να έρθεις από τον δικό μας κόσμο σε αυτόν, πρέπει να περάσεις τις “γραμμές”, και νομίζω, ότι το πέρασμα του ωκεανού στους ανθρώπους του Μεσαίωνα φαινόταν εξίσου μυστική και ασυνήθιστη διαδικασία.
– Δεν θα ήθελα κάποιος από τους ανθρώπους της Γης να πάρει ένα καραβάκι και να έρθει εδώ…
– Ευτυχώς, αυτό αποκλείεται, – απάντησε ο Μπόντχι. – Αν για το ταξίδι στον ωκεανό χρειάζονται κάποια πλωτά μέσα, ο δρόμος για την κατασκευή και οδηγία των οποίων περνάει από την ανάπτυξη του μυαλού, των τεχνολογιών, έτσι για το πέρασμα των γραμμών επίσης απαιτούνται κάποιες ιδιόμορφες τεχνολογίες, και αυτές συνιστώνται στον έλεγχο των αντιλήψεων. Μόνο η καλλιέργεια των ΦΑ προσφέρει μια τέτοια δυνατότητα, έτσι ακόμα και αν εσύ θα ήθελες να προσκαλέσεις εδώ τη μαμά σου, με όλη μας τη διάθεση αυτό θα ήταν αδύνατον υπό οποιεσδήποτε συνθήκες.
– Δηλαδή, αν κάποια πλάσματα εμφανίζονται ως αποτέλεσμα της εξέλιξης σε κάποιο κόσμο, είναι κλεισμένα μέσα σε αυτό, μέχρι να μετατραπούν σε φωτισμένα; – διευκρίνισε η Τζέιν. Και αυτή φαινόταν να δυσκολεύεται ακόμα να πιστέψει, ότι οι πόρτες αυτού του κόσμου ήταν ερμητικά κλειστές για τους ηλίθιους.
– Ναι. Όπως και η χλωρίδα, και πανίδα, που υπάρχει σε κάποιο νησί, δεν μπορεί να μεταφερθεί σε άλλο, ωσότου δεν εξελιχθεί αρκετά, για να κτίσει καραβιά.
– Ο άνεμος μπορεί να μεταφέρει τους σπόρους…, – παρατήρησε ο Αντρέι.
– Μπορεί:) Εννοείται, πως αυτή είναι μόλις μια αναλογία, για τα νησιά. Όπως και να έχει, ο δρόμος προς αυτό το μέρος είναι κλειστός για όσους δεν βιώνουν δυνατές ΦΑ, όσοι ζουν στην ηλιθιότητα και ΑΣ. αυτή δεν είναι μια απλή “παρατήρηση”, είναι ο νόμος της φύσης – ίδιος με τον νόμο της βαρύτητας. Εμείς μελετάμε αυτούς τους νόμους, και εσύ θα μπορέσεις να τα μάθεις όλα και να ακολουθήσεις τις έρευνες μας.
Ο Μπόντχι πήγε κοντά στη θάλασσα, και οι υπόλοιποι πήγαν μαζί του. Στα βράχια της ακτής υπήρξαν χιλιάδες καβούρια, και ο Αντρέι περίμενε να ακούσει τον γνωστό ήχο, όταν χιλιάδες καβούκια των καβουριών, που τρέχουν θα χτυπάνε στις πέτρες, όμως, αυτά δεν σκόπευαν να τρέξουν πουθενά!
– Εδώ υπάρχει η χλωρίδα και η πανίδα, – είπε ο Τόμας, προσέχοντας την έκπληξη του Αντρέι. – Δεν μας φοβούνται καθόλου. Δεν έχουν ένστικτο, που να τους έκανε να ανησυχήσουν εν όψη άλλων ζωών.
– Παράξενο… και πώς… το κυνήγι, αφού τα αρπακτικά…
– Σε αυτό το μέρος δεν υπάρχουν αρπακτικά, – τον διέκοψε η Μπέρτα. – Όλα τα ζώα είναι φυτοφάγα.
– Απ` ότι γνωρίζουμε τώρα από τις εκσκαφές, – μπήκε στη συζήτηση η Σερένα, – τα αρπακτικά υπήρξαν εδώ, αλλά μετά εξαφανίστηκαν. Όπως και στην Γη, εδώ υπάρχει κυρίαρχη μορφή συνείδησης. Στον κόσμο μας είναι η άνθρωποι, εδώ – ο ωκεανός. Και αν εμείς θα αρχίσουμε να σκοτώνουμε τα ζώα εδώ, θα μπούμε κόντρα στην εξέλιξη, κόντρα στις επιδιώξεις του ωκεανού, και σε αυτή την περίπτωση δεν θα μείνουμε για πολλή ώρα εδώ…
– Μα εγώ δεν θέλω να σκοτώνω κανέναν! – φώναξε ο Αντρέι. – Φυτική τροφή θα είναι απολύτως ικανοποιητική για μας, και εκτός από αυτό, υπάρχουν τεχνολογίες, οι οποίες επιτρέπουν απλώς να συνθέσουμε τις ζωικές πρότεινες και αμινοξέα, που χρειαζόμαστε…
– Φυσικά. Αν εσύ πέρασες τις γραμμές, σίγουρα αδύνατον αν θελήσεις να σκοτώσεις κάποιον, – επιβεβαίωσε ο Τόμας.
Ο Μπόντχι πλησίασε την Τζέιν, και ο Αντρέι συνειδητοποίησε ξαφνικά, ότι τα μάτια του τώρα δείχνουν απολύτως συνηθισμένα – σαν μάτια, και όχι σαν λαμπερές λιμνούλες.
– Ναι, είναι και αυτό ένα από τα σημάδια του ότι δεν βρισκόμαστε στο ΣΟ, – ξαφνικά του είπε ο Μποντχ.
– Ορίστε, Τζέιν, είναι μπροστά σου – ένας θαυμάσιος νέος κόσμος, – συνέχισε εκείνος. – Νέος κόσμος, τεράστιος, χωρίς αρνητικά συναισθήματα, χωρίς δολοφονίες, χωρίς βία, χωρίς ηλιθιότητα. Εδώ υπάρχει ο ωκεανός, οι λόφοι, τα ποτάμια, βουνά, λίμνες, έρημοι, στέπες. Εδώ τρέχουν διάφορα ζωντανά και βρίσκεται τεράστια ποικιλία των πράσινων μουσούδων. Κάποιοι κόσμοι δεν μας ταιριάζουν – για παράδειγμα, ο κόσμος των Σεγιέν. Μοιάζει πάρα πολύ με τον γήινο κόσμο – σχεδόν ίδιοι άνθρωποι, με παρόμοια προβλήματα. Και αυτός ο κόσμος – ορίστε, να` τος, και είναι δικός μας. Εδώ δεν υπάρχουν ανταγωνιστές, δεν ενοχλούμε κανέναν, το αντίστροφο – εκείνος κούνησε το χέρι του προς τη μεριά, όπου με τσιρίγματα συνέχιζαν να τρέχουν αγοράκι με το κορίτσι.
Τώρα, όταν εκείνοι πλησίασαν πάρα πολύ κοντά στην ακτή, φαινόταν ξεκάθαρα, ότι τα κύματα συμπεριφέρονται εντελώς εξωπραγματικά – ένα κύμα σήκωσε πάνω του το αγοράκι και τον κράτησε για πέντε, δέκα δευτερόλεπτα, έπειτα ξαφνικά “έπεσε” κάπου μαζί του, καλυμμένο με αλλά κύματα, και η επιφάνεια έγινε εντελώς λεία. Τα δευτερόλεπτα περνούσαν, πέντε, δέκα, και ο Αντρέι με έκπληξη και ανησυχία άρχισε να ρίχνει ματιές στον Μποντχ, όμως, αυτός στεκόταν απολύτως ατάραχος, και ξαφνικά σε περίπου είκοσι μέτρα απόσταση από το μέρος, όπου το αγοράκι χάθηκε κάτω από το νερό, αυτό πετάχτηκε ψηλά, σαν σφαίρα, πάρα πολύ ψηλά! Μάλλον, δεκαπέντε μέτρα, τόσο ψηλά! Ο Αντρέι μαζεύτηκε ενστικτωδώς, όμως το πιτσιρίκι δεν σκόπευε καν να συγκεντρωθεί πριν από τη πτώση – έπεφτε μέχρι την επιφάνεια του νερό, με χέρια και πόδια ανοιχτά, και το νερό τον δέχτηκε μαλακά, λυγίζοντας από κάτω του, όπως το χέρι πιάνει ένα γατάκι, πεταγμένο ψηλά. Τώρα προς τα πάνω πήγε το κορίτσι, και αυτοί συνέχιζαν να τρελαίνονται εκεί, και αυτό έδειχνε, σαν ένα όνειρο και πάλι.
– Μπροστά σου είναι ένας νέος κόσμος, – Επανέλαβε ο Μποντχ. – Γνωρίζεις ήδη, ότι παντού στον δικό μας κόσμο βρίθει η εγκληματικότητα. Πολλοί άνθρωποι χάνονται απλώς, και δεν ξέρει κανείς, ότι ανάμεσα στα χαμένα παιδιά δεν έπεσαν όλα θύματα των δυστυχημάτων και εγκληματικότητας… το καταλαβαίνεις; αυτή είναι πολύ πιο ευχάριστη και ενδιαφέρουσα δουλειά από εκείνη, την οποία ετοίμαζες εσύ. Εμείς διοργανώσαμε τα παιδικά σεμινάρια στη Γη, κτίσαμε και συνεχίζουμε να κτίζουμε τους οικισμούς, κάναμε πολλά πράγματα ήδη και θα κάνουμε και άλλα, αλλά όλα τα αυτά – είναι μόλις πρόλογος, μόλις κάτι σαν γέφυρα, άλλος ένας “λαιμός του μπουκαλιού” της εξέλιξης, μέσα από τον οποίο θα περάσουν αυτοί, που θέλουν να ξεφύγουν από το άγριο ανθρώπινο παρελθόν – θα περάσουν και θα βρεθούν εδώ. Εδώ εμείς φτιάχνουμε τον νέο κόσμο. Και αυτό είναι πολύ δύσκολο και πολύ συναρπαστικό, αφού δεν μπορώ να μεταφέρω εδώ ένα φτυάρι από τη Γη, μα μόνο τη συνείδηση μου, από την οποία εγώ στην αρχή αποτινάζω το σύνολο των αντιλήψεων, και μετά το ενσωματώνω πίσω, όταν μαζεύομαι σε αυτόν τον κόσμο. Τα πάντα πρέπει να κτιστούν εδώ από την αρχή, έτσι εμείς είμαστε Ροβινσώνες σε αυτό το μέρος, οι οποίοι με γοργούς ρυθμούς περνάνε από την λίθινη εποχή στην εποχή του χαλκού και τα λοιπά. Κάναμε πολλά ήδη, μα πόσα ακόμα μας περιμένουν μπροστά; Και πόσα ακόμα διάφορα κουκλιά πρέπει να μεταφέρουμε εδώ; Αυτό, που θα αποικήσουν αυτόν τον κόσμο, που θα δώσουν αρχή για μια νέα ανθρωπότητα.
Ο Μποντχ σώπασε. Ένα μικρό κύμα τον πλησίασε, σαν παιχνιδιάρικο σκυλί, ανέβηκε ένα μέτρο, δυο, έφτασε πολύ κοντά, και δεν έπεφτε! εκείνος σήκωσε το χέρι του και το χάιδεψε στο “σβέρκο”, ρίχνοντας πιτσιλιές παντού.
– Τα πάντα είναι μπροστά μας, Τζέιν. Όλα μόλις αρχίζουν.