– Λοιπόν, τι θα γίνει?
Εκείνη στεκόταν και πάλι απέναντι του, και πάλι ο Αντρέι δεν ήξερε, τι να περιμένει από αυτήν.
– Θέλω να καταλάβω ένα πράγμα, – συνέχισε η κοπέλα, – θέλεις να απελευθερώνεις τα παιδιά από τη σκλαβιά ή όχι?
– Απ` ότι καταλαβαίνω, με χρειάζεσαι, – παρατήρησε μαλακά ο Αντρέι. – Γιατί συγκεκριμένα εγώ?
– Δεν έχω αποφασίσει ακόμα – αν σε χρειάζομαι. Αυτό εξαρτάται από τι είδους άνθρωπος είσαι.
– Μα και η δική μου απόφαση εξαρτάται από το τι είδους άνθρωπος είσαι… Εγώ μπορώ, για παράδειγμα, να πάρω τηλέφωνο τη Γιόλκα και να ρωτήσω τη συμβουλή της – αν ξέρει κάτι για σένα, αν μπορώ να σε εμπιστευτώ ή…
– Χα! – Γέλασε η κοπέλα. – Ο γιόκας αποφάσισε να ρωτήσει τη μαμά του; Δεν έχεις δικό σου μυαλό καθόλου?
Ο Αντρέι δίσταζε. Από τη μια τον ανησυχούσε το πείσμα της και κάποια παράξενη απελπισία ίσως. Από την άλλη… όντως, είναι παράξενο, για ποιο λόγο εκείνος αποφάσισε να ζητήσει τη βοήθεια της Γιόλκας αντί να πάρει μια απόφαση μόνος του. Αφού δεν ξέρει καν ακόμα – τι συγκεκριμένα του προτείνει αυτή η κοπέλα, και αν γενικώς υπάρχει ανάγκη της συμβουλής της Γιόλκας.
– Εντάξει, πες μου, τι ακριβώς θέλεις από εμένα, – με μια πιο φιλειρηνική έκφραση πρότεινε ο Αντρέι.
– Χρειάζομαι ένα πειραματόζωο για τα πειράματα μου στα συνειδητοποιημένα οράματα. Σε θέλω ζωντανό, εννοείται, αλλιώς σε τι θα μου χρησίμευες; Χρειάζομαι τις παρατηρήσεις σου, τις μαρτυρίες, και όχι το άψυχο κορμί.
Μια τέτοια στροφή της συζήτησης και πάλι έφερε την δυσάρεστη ανησυχία. Γιατί ξαφνικά άρχισε να μιλάει για τα πτώματα, για το ότι τον χρειάζεται ζωντανό?
– Δηλαδή, τα πειράματα, που θέλεις να κάνεις με μένα, θα είναι επικίνδυνα?
– Μέχρι κάποιο βαθμό.
– Σε ποιο βαθμό?
Η κοπέλα κούνησε τους ώμους, απορρίπτοντας την ερώτηση.
– Ποιος είναι ο στόχος?
– Να απελευθερώσουμε τα παιδιά από τη σκλαβιά.
– Δεν καταλαβαίνω ακόμα – τι εννοείς?
– Εννοώ μια οριστική λύση.
Τα φρύδια του Αντρέι ανέβηκαν.
– Ακούγεται σαν κάτι πολύ γνωστό…
– Νομίζω, ότι δεν θα ήθελες να σκοτώσεις κανέναν.
– Εγώ?? – Αντρέι ξαφνιάστηκε και πάλι. – Φυσικά, δεν θέλω να σκοτώνω κανέναν.
– Τέλεια!
Η κοπέλα έπιασε το χέρι του και το έσφιξε με επιτηδευμένα επίσημο ύφος.
– Τέλεια! Είσαι πολύ καλός άνθρωπος, και σε συγχαίρω για αυτό. Δηλαδή, δεν θα σκοτώνεις κανέναν με τη θέληση σου?
– Ανθρώπους?
– Ανθρώπους.
– Δεν θα σκοτώνω.
– Υπέροχο! Και τώρα σκέψου, ευγενικό μου τέκνο, χειροποίητος ειρηνιστής, φαντάσου, ότι ακριβώς αυτή τη στιγμή, σε μια μικρή κωμόπολη στην περιοχή του Ταμπόφ της πατρίδας σου, κάποιος μεθύστακας βιάζει από πίσω την πεντάχρονη κόρη της φιλενάδας του. Την τράβηξε στην αποθήκη δίπλα στο σπίτι, δεν ξέρω – πως ονομάζεται αυτό στην γλώσσα σας, την ξυλοκόπησε, την έγδυσε, έχωσε το πουλί του στον ποπό της, σκίζοντας τη σάρκα ταυτόχρονα, και την πηδάει, αδιαφορώντας και για το αίμα, και για τις κραυγές της. Μάλλον, όχι, οι κραυγές της τον ανησυχούν, για αυτό της έκλεισε το στόμα με το χέρι του. Το πρόσωπο της μετατράπηκε σε ένα ενιαίο αιμάτωμα, διότι το κορίτσι αντιστεκόταν και τον δάγκωνε, και αυτός αναγκάστηκε να τη κοπανήσει στο πρόσωπο μερικές φορές, για να την κάνει να σκάσει. Τώρα έχει τελειώσει πια, και φοβάται – τι θα γίνει, όταν θα επιστρέψει η φιλενάδα του; Κατεβαίνει από το κοριτσάκι και το κοιτάζει – αίμα στάζει από τον ποπό της, όπως είναι ματωμένο και το προσωπάκι της, τα χείλη της είναι σκασμένα, μάλλον, έφυγαν μερικά δόντια και τα μάτια της δεν φαίνονται από τις μελανιές. Δεν θα περάσει να πει, ότι το κορίτσι έπεσε από τη σκάλα… Και τότε εκείνος απλώνει το χέρι του στο λαιμό της και τη πνίγει. Στο τελευταίο της σπασμό το κοριτσάκι τον χτύπησε με το πόδι, και η αγριάδα τον έπιασε ξανά, και δεν τη πνίγει, αλλά σπάει το λαιμό της, τι σκύλα, πουτάνα, καριόλα, τον χτύπησε κιόλας!
Ο Αντρέι κοίταζε αφηρημένα την κοπέλα, καταλαβαίνοντας πια, πού το πάει.
– Και τώρα, γλυκούλη, πες μου – αν εσύ βρίσκεσαι δίπλα και τα βλέπεις όλα αυτά, θα τον σκοτώσεις ή όχι?
– Όχι.
– Λόγω ειρηνισμού?
– Λόγω ένστικτου της αυτοσυντήρησης. Θα τον κοπανίσω με κάτι στο κεφάλι, θα τον δέσω και θα καλέσω την αστυνομία, και δεν θα ρισκάρω να βρεθώ στο δικαστήριο για φόνο.
– Συμφωνώ, αυτή είναι η πιο κατάλληλη λύση, – έγνεψε εκείνη. – Και τώρα σκέψου, ότι εσύ υπάρχεις σε εκείνο το μέρος όχι με το φυσικό σου σώμα, αλλά κάπως διαφορετικά – για παράδειγμα, παρακολουθείς αυτή την εικόνα μέσω αναμεταδότη σε απόσταση, και δεν μπορείς να τον δέσεις, ούτε και να καλέσεις την αστυνομία, όμως, μπορείς να τον σκοτώσεις με κάποιον τρόπο. Τι θα γίνει τότε; Είτε θα τον σκοτώσεις, είτε αυτός θα κάνει το έγκλημα του, θα πει στη μάνα της, ότι το κορίτσι πήγε βόλτα, και εκεί ένας θεός ξέρει, με τι θα τελειώσουν τα πάντα, ίσως και με το τίποτα. Ποια θα είναι η επιλογή σου – θα τον σκοτώσεις ή θα τον αφήσεις να γλιτώσει?
Ο Αντρέι σκέφτηκε. Το να απαντήσει “θα τον σκοτώσω” για κάποιο λόγο ήταν δύσκολο. Από την άλλη, ένας τέτοιος άνθρωπος σίγουρα δεν πρέπει να ζήσει και να σκοτώσει άλλο.
– Σε μια τέτοια κατάσταση, όπου θα είχα μόνο δυο λύσεις – να τον σκοτώσω ή να τον αφήσω χωρίς συνέπειες, και αν θα ήμουν σίγουρος, ότι δεν απειλούμαι με δικαστική δίωξη, θα` θελα να τον σκοτώσω. Θα σκότωνα ή όχι – δύσκολη ερώτηση. Ποτέ δεν είχα σκοτώσει κανέναν και δεν είμαι σίγουρος, ότι θα μπορούσα να το κάνω, διότι, πρώτον, η θεωρία της υπέρτατης άξιας, που έχει η ανθρώπινη ζωή… ακόμα και το δικαστήριο μας δίνει μόνο ισόβια, και δεν μπορεί να καταδικάσει κάποιον σε θάνατο… δεύτερον, θα παρέμεινε ο φόβος της ευθύνης, και τρίτο – έχω διαβάσει, ότι στον πόλεμο οι νεαροί στρατιώτες καμιά φορά δυσκολεύονται πάρα πολύ να πατήσουν τη σκανδάλη και να σκοτώσουν τον εχθρό…
– Και τι?
– Και δεν ξέρω. Δεν ξέρω.
– Την ώρα του πόλεμου, μου λες… και τώρα δεν υπάρχει πόλεμος, δηλαδή?
– Τι εννοείς?
– Αυτή τη στιγμή, τώρα, οι μεγάλοι δεν βρίσκονται σε πόλεμο με τα παιδιά; Δεν τα σκοτώνουν μέρα με τη μέρα με το μίσος τους, τη βία, με τον καθολικό εξαναγκασμό; Εκείνες οι ιστορίες, που σου είπα με τους μαθητές σου – δεν είναι πόλεμος; Και τι είναι τότε; Αν κάποια γιαγιά, που κάθεται με τα παιδιά, όσο οι γονείς είναι στη δουλειά, λεπτό προς λεπτό, μια ώρα με την άλλη τους καταντάει τη ζωή στρατόπεδο, δεν είναι πόλεμος αυτό; Και στον πόλεμο οι άνθρωποι πεθαίνουν. Ενώ τα παιδιά, τα οποία επί δέκα χρόνια κάθονται στα στρατόπεδα των παππούδων και γιαγιάδων, των μανάδων και των πατεράδων τους, δεν πεθαίνουν, δηλαδή; Μεγαλώνουν, και μένουν ζωντανοί; Έχεις δει πολλούς ζωντανούς?
– Όχι.
– Ενώ εγώ είδα ζωντανούς. Πολλά ζωντανά παιδιά.
– ??
– Τι με κοιτάζεις έτσι?
– Πού έχεις δει εσύ πολλά ζωντανά παιδιά;
– Στους μουσουδο-οικισμούς. Γεννιούνται εκεί, και έρχονται σε αυτούς απ` έξω – από τα ίδια σχολεία, στα οποία εσύ διδάσκεις. Και είναι ζωντανά. Οι γονείς τους δεν είχαν την ευκαιρία να τους σκοτώσουν. Και τι γίνεται με αυτούς, τους οποίους σκοτώνουν οι γονείς τους; Τι γίνεται με εκείνα τα κορίτσια στη Σομαλία, στα οποία οι δικές τους μανάδες, πατεράδες, γιαγιάδες και παππούδες ακρωτηριάζουν τις κλειτορίδες στα πρώτα παιδικά τους χρόνια κιόλας; Τι ζωή θα έχουν αυτές; Πώς θα είναι η ζωή των κοριτσιών στην Σαουδική Αραβία, οι οποίες υπέστησαν τη συρραφή των γεννητικών τους οργάνων, για να μην χάσουν την παρθενιά τους πριν από το γάμο; Η μάνα, που πηγαίνει μόνη της την κόρη στον ακρωτηριασμό, όπου θα της αφαιρέσουν την κλειτορίδα, θα κόψουν τα χείλη της, και θα τη ράψουν έτσι, ώστε να μπορεί μόνο να κατουράει, τι λες για αυτή τη μάνα – και για αυτήν ισχύει ο κώδικας περί ιερότητας της ανθρώπινης ζωής?
– Όχι. Για μια τέτοια μητέρα – όχι.
– Οι μανάδες σαν και αυτήν, οι παππούδες, οι πατεράδες, και θείοι και θείες – υπάρχουν εκατομμύρια. Αυτός είναι ο στρατός, που κήρυξε τον πόλεμο εναντίον στα παιδιά του. Αυτός είναι ο στρατός, που καταστρέφει σωματικά και σακατεύει τα παιδιά. Θέλεις αυτοί οι άνθρωποι να ζήσουν?
– Εσύ προτείνεις να τους σκοτώσουμε?
– Και εσύ τι λες?
Ο Αντρέι έγειρε στην πλάτη της καρέκλας, έβαλε τα πόδια του στο τραπέζι μπροστά του.
– Κάτι ερωτήσεις που μου βάζεις…
– Δεν θέλεις να ακούσεις τις ερωτήσεις μου; Θα προτιμούσες να ρουφάς ήρεμα την μπυρίτσα σου στο μπαρ; Απλώς πες το, και εγώ θα φύγω.
– Όχι, δεν λέω, ότι δεν θα ήθελα να το ακούσω…
– Φτάνει με τις υπεκφυγές.
Η κοπέλα πλησίασε τον Αντρέι, πέταξε τα πόδια του από το τραπέζι και κάθισε ακριβώς απέναντι του.
– Ας πούμε, ότι αμέσως τώρα έχεις την ευκαιρία να σκοτώσεις τη μητέρα, η οποία πηγαίνει την κόρη της για ακρωτηριασμό της κλειτορίδας. Θα την εκμεταλλευτείς η όχι?
– Γαμώτο…
Ο Αντρέι δεν είχε καμία απολύτως ιδέα – ποια θέση θα έπρεπε να πάρει σε αυτή την κατάσταση.
– Αυτή η μητέρα εκτελεί τα έθιμα, τα οποία υπάρχουν στη χώρα τους… οι τελετουργίες αυτές μας φαίνονται απαίσιες, και θα τραυματίσουν το παιδί, το οποίο για όλη του τη ζωή θα είναι ανάπηρο τώρα, δεν θα μπορέσει ποτέ να απολαύσει το σεξ, και μερικά χρόνια αργότερα επίσης θα φέρει την κόρη του για αφαίρεση κλειτορίδας. Αυτό είναι απλό, – άρχισε εκείνος να συλλογίζεται δυνατά. – Από την άλλη, αν θα μεταφερόμασταν τώρα πολλά χρόνια στο παρελθόν, θα βρίσκαμε εκεί τα ίδια βαρβαρικά παραδείγματα – το κυνήγι των μαγισσών, μαζικές δολοφονίες, κανιβαλισμός… ναι, σκέψου, ότι έχουμε μεταφερθεί στο μακρινό παρελθόν, όπου οι προγονοί των ανθρώπων σκοτώνονταν μεταξύ τους και έτρωγαν τη σάρκα των ηττημένων. Αυτό είναι απαίσιο, σωστά; Τι θα γινόταν, όμως, αν θα τους σκοτώναμε όλους; Δεν θα υπήρξαμε και εμείς τότε!
– Και;
– Άρα, αν εμείς τώρα θα σκοτώνουμε όλους, που κόβουν τις κλειτορίδες από τα παιδιά, που τα βιάζουν με διάφορους τρόπους, σκοτώνοντας τους σωματικά και ψυχικά, ποιος θα μείνει να ζήσει τότε?
– Όλοι οι υπόλοιποι, – απάντησε απλά η κοπέλα. – Όλοι οι υπόλοιποι θα μείνουν να ζήσουν. Μάλλον, ξέχασες, ότι τώρα δεν βρισκόμαστε σε μακρινό παρελθόν, και ότι οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν σύμφωνα με τις αρχές, οι οποίες και σε σένα θα φανούν αποδεκτές. Γιατί να ανεχόμαστε λοιπόν αυτά τα καθίκια; Αν κάποιο έθνος για κάποιους λόγους έπεσε εκτός της ροής της εξέλιξης, έμεινε κάπου στο μακρινό παρελθόν, εμείς θα πρέπει να “σεβαστούμε την κουλτούρα” του?
– Όσον αφορά το “σεβασμό για τη κουλτούρα” τα καταλαβαίνω όλα, δεν είμαι υποχρεωμένος και δεν θέλω να τους σέβομαι. Πριν από λίγο καιρό είχα την περίπου ίδια συζήτηση – για τους απαίσιους, ηλίθιους και επιθετικούς γέρους και γριές, για την ασυναίσθητη παντελώς βιομάζα, και θυμάμαι, πως αντέδρασε το κοινό στο σημείο, όταν εγώ βρισκόμουν στη θέση, την οποία έχεις τώρα εσύ. Όμως, το να “μην σέβεσαι” και να προχωρήσεις σε νόμιμες πράξεις, είναι διαφορετικά πράγματα…
– Να προχωρήσεις σε πράξεις? – Ξαφνιάστηκε η κοπέλα. – Για πες μου, ποιες ακριβές “νόμιμες πράξεις” έγιναν, για να σταματήσουν τον ακρωτηριασμό των κλειτορίδων στη Σομαλία, από εσένα προσωπικά, τους γνωστούς σου, τους γνωστούς γνωστών σου, έστω από κάποιον, για τον οποίων έχεις ακούσει ή ξέρεις κάτι?
– Καμία…
– Τότε γιατί όλη αυτή η μπουρδολογία?
Ο Αντρέι δεν καταλάβαινε ακόμα και ο ίδιος – γιατί της λέει αυτά, που λέει.
– Δεν ξέρω.
– Αυτό είναι το μόνο, που βρήκες να απαντήσεις; Δηλαδή – για άλλη μια φορά – αυτή τη στιγμή οι μεγάλοι σκοτώνουν και σακατεύουν τα παιδιά, και δεν τους εμποδίζει κανείς να το κάνουν, διότι αυτό, βλέπετε, είναι το κομμάτι της “κουλτούρας” τους. Και σε ρωτάω – τι, αν εγώ θα σου δώσω την ευκαιρία να σκοτώνεις τους ατιμώρητους δολοφόνους, και να το κάνεις χωρίς συνέπειες; Και εσύ δεν βρίσκεις τίποτα καλύτερο, από το “δεν ξέρω”; Και ποιος είσαι εσύ μετά από αυτό; Πώς κρίνεις τον εαυτό σου τώρα;
Ο Αντρέι δεν αντιμετώπισε καμία δυσκολία με αυτό. Παρά το γεγονός, ότι δεν μπορούσε να αποφασίσει να κάνει αυτό, που πρότεινε ή δήθεν πρότεινε αυτή η κοπέλα, ωστόσο, σε ο, τι αφορούσε την εκτίμηση μιας τέτοιας αποφασιστικότητας, εδώ τα πάντα ήταν ξεκάθαρα.
– Είμαι αυτός, που φοβάται να παίρνει αποφάσεις τέτοιου είδους. Που νομίζει, ότι έξυπνοι κύριοι και κυρίες θα πάρουν όλες τις αποφάσεις για εκείνον. Αυτός που ουσιαστικά συντηρεί και εγκρίνει την υπάρχουσα τάξη των πραγμάτων.
– Δηλαδή γίνεσαι συνένοχος σε όλες αυτές τις δολοφονίες, σωστά?
– Σωστά. – Επιβεβαίωσε ο Αντρέι. – Και εσύ τι επιλογή έκανες?
– Άλλη.
– Και χρειάζεσαι ένα πειραματόζωο, για να μπορέσεις να κρίνεις – ποιου είδους πρέπει να είναι εκείνη η επίδραση, που θα οδηγούσε στην εξολόθρευση των δολοφόνων?
– Ναι.
– Συμφωνώ.
– ?
– Ναι, συμφωνώ. Δεν έχω τη λύση σχετικά με τη δική μου συμμετοχή, με τις δικές μου πράξεις. Φανερώνω την δειλία, την μικροψυχία και αδιαφορία για τα παιδιά, που βιάζονται και σκοτώνονται, κλείνοντας τα μάτια για αυτά, που συμβαίνουν. Έχω μερικές ιδέες για αυτό το θέμα, δηλαδή, έχω κάποιες εξηγήσεις για τα αιτία της αναποφασιστικότητας μου, και η άγνοια, που έχω για την τεχνολογία, και το ζήτημα των πιθανών λαθών, καταχρήσεων και τα λοιπά και τα λοιπά, αλλά αντί να ξεκαθαρίσω τα πράγματα, εγώ προτιμώ να κλείσω μικρόψυχα τα μάτια μου εν όψη αυτού του προβλήματος. Όμως, αν κλείνω τα μάτια μου σε αυτό, γιατί να μην τα κλείσω και για κάτι άλλο; Ας το κάνουμε έτσι – με ενδιαφέρουν τα συνειδητοποιημένα οράματα, και θέλω να συμμετέχω σε διάφορα πειράματα ως δικό σου πειραματόζωο, κλείνοντας τα μάτια μου – για ποιο σκοπό όλα αυτά γίνονται. Σου κάνει?
Η κοπέλα σκέφτηκε για λίγο.
– Μου κάνει…
– Μπορώ να γλείψω τα ποδαράκια σου?
– Αυτό είναι ανθυγιεινό.
Δεν θα μπορούσε να είναι μια σοβαρή αντίρρηση… ο Αντρέι χαμογέλασε.
– Με τίποτα δεν θα πιστέψω, ότι δεν διάβασες ποτέ τουλάχιστον τις πρώτες χίλιες σελίδες της “Γενετικής” του Μποντχ, όπου εκείνος λέει ξεκάθαρα – η υγιεινή σκοτώνει.
Η κοπέλα συνέχιζε να κάθεται πάνω στο τραπέζι, κουνώντας τα ποδαράκια της σιωπηλά. Ο Αντρέι κατέβηκε από τη καρέκλα, γονάτισε μπροστά της και πήρε στα χέρια την πατούσα της.
– Είναι αποδεδειγμένο, ότι οι μανιακοί της καθαριότητας, στους οποίους η μαμά με τον μπαμπά έχουν κάνει πλύση εγκεφάλου μέχρι ασπρίλας, και οποίοι πλένουν τα χέρια τους με σαπούνι μερικές φορές την ημέρα και κάθε μέρα κάνουν ντους, αρρωσταίνουν τουλάχιστον δυο φορές πιο συχνά από αυτούς, που παρέμειναν ανυπάκουοι βρομιάρηδες και κάνουν ντους μια φορά στις δυο-τρεις μέρες και πλένουν τα χέρια τους μόλις δυο φορές την ημέρα.
Τινάζοντας τη σκόνη από τις πατούσες της, εκείνος την άγγιξε με τα χείλη, συνεχίζοντας να μιλάει.
– Το ανοσοποιητικό μας σύστημα χρειάζεται άσκηση, ακριβώς όπως και οι μύες μας θέλουν σωματική δραστηριότητα. Τα παιδιά της πόλης είναι πιο φιλάσθενα σε σύγκριση με τα πιτσιρίκια στα χωριά, διότι η αντίσταση τους είναι χαλαρή και καταπιεσμένη. Άσκηση για την αντίσταση – είναι η μόνιμη επαφή με τα βακτήρια, και μάλιστα είναι πολύ σημαντικό να έχεις επαφή με τα βακτήρια του εδάφους. Οι γρατσουνιές, βρώμικα γόνατα, μήλα, φαγωμένα κατευθείαν από το χώμα, άπλυτα χέρια πριν από το τραπέζι, και τα λοιπά, και τα λοιπά – όλα τα αυτά δίνουν στο ανοσοποιητικό μας σύστημα ευκαιρία να επικοινωνήσει με τις μικρές μουσούδες των βακτηριών, το σώμα μας είναι “ενήμερο” για αυτά, που γίνονται στον κόσμο, και προχωράει ο συνεχόμενος συντονισμός των βακτηριών με μας και το αντίστροφο. Έτσι μην νομίζεις, ότι εγώ ρουφάω τα δαχτυλάκια σου, επειδή νιώθω διεστραμμένο πόθο, όχι βέβαια, απλώς αποφάσισα να γνωρίσω στον οργανισμό μου τα βακτηρία, που παίζουν στα ποδαράκια σου. Τίποτα το προσωπικό, απλώς μια άσκηση για την αντίσταση μου!
Η Τζέιν κοίταζε τον Αντρέι, που δάγκωνε συγκεντρωμένα τα πατουσάκια της. Δεν είχε την τελική σαφήνεια – αν της κάνει ή όχι, όμως, άξιζε να το δοκιμάσει.
– Δεν νομίζεις, ότι είναι επικίνδυνο; – Ξαφνικά ρώτησε ο Αντρέι.
– Επικίνδυνο για ποιον?
– Για σένα, για μένα.
– Σε τι εσύ βλέπεις τον κίνδυνο?
– Εντάξει, σε ο, τι αφορά εμένα, αν και εσύ ξέρεις καλύτερα, εφόσον μου είπες, ότι υπάρχει κάποιος κίνδυνος.
– Πάντα υπάρχει κάποιος κίνδυνος, ακόμα και όταν περνάς τον δρόμο απέναντι.
– Έλα… καταντάς τη συζήτηση στην ανοησία…
– Καμία σχέση. Έχω δει, πως εσύ κυκλοφορείς έξω.
– Δηλαδή?
Ο Αντρέι σταμάτησε ακόμα και να φιλάει την πατούσα της.
– Όταν περπατάς στην άκρη του δρόμου, δεν επιλέγεις – σε ποια μεριά, και τη νύχτα επίσης. Και πολύ συχνά περπατάς στην άκρη του ίδιου ρεύματος, και όχι του αντίθετου.
– Και τι μ`αυτό?
– Έτσι το οποιοδήποτε λάθος του οδηγού σε μετατρέπει σε πτώμα. Γιατί είσαι τόσο αδιάφορος για τη ζωή σου; Η θεωρείς κατώτερο σου να φοβάσαι έναν τυχαίο θάνατο από τον μεθυσμένο ή απρόσεκτο, ή νυσταγμένο για μια στιγμή οδηγό?
– Ενώ εσύ πάντα παίρνεις το αντίθετο ρεύμα για να περπατήσεις??
– Φυσικά. Εγώ δεν παίζω ρωσική ρουλέτα με την ίδια τη ζωή μου. Θέλω να ελέγχω αυτό, που με απειλεί ή μπορεί να με απειλήσει.
– Αυτό είναι δυνατό… Όχι, δεν είχα σκεφτεί καν για αυτό ποτέ, απλώς εμπιστεύομαι τη μοίρα μου, ότι κανείς δεν θα με πατήσει. Αλλά η πιθανότητες του ότι…
– Απλώς περνώντας στο αντίθετο ρεύμα, θα κατεβάσεις αυτή τη πιθανότητα στο μηδέν.
– Εντάξει, συμφωνώ.
Ο Αντρέι σηκώθηκε, έπειτα την πλησίασε πολύ κοντά και έβαλε το χέρι πάνω στο στήθος της.
– Και όμως – ποιος κίνδυνος θα μπορούσε να με απειλήσει σε αυτά τα πειράματα?
– Ο κίνδυνος να πεθάνεις από τον φόβο.
– ?? Δεν μου αρέσει αυτό!
Τώρα δεν είχε πια όρεξη για το σεξ, ο Αντρέι πήρε το χέρι του από το στήθος της και άρχισε να βηματίζει μέσα στο δωμάτιο.
– Δηλαδή, θα είμαι το τυχαίο θύμα?
– Ποιος είναι θύμα εδώ; – ρώτησε η Τζέιν. – Αν είσαι θύμα, καλύτερα να φύγω τώρα. Και αν είσαι ένας άνθρωπος, ικανός να παίρνει τις αποφάσεις του, παρ` την λοιπόν και μην κλαίγεσαι.
– Εντάξει, δεν είμαι θύμα, – χαμογέλασε ο Αντρέι. – Όμως, να πεθάνω από τον φόβο… το λες σοβαρά?
– Έχεις ζήσει ποτέ σου μια ΕΣΕ? Εξωσωματική εμπειρία; Όταν αποχωρίζεσαι το σώμα σου, εμφανίζεται ένας τρομερός, αναπάντεχος φόβος, που σε παραλύει, προκαλεί τόσο δυνατό πανικό, ότι εάν η ΕΣΕ συνέβη ακούσια με έναν κανονικό άνθρωπο, τότε η φρίκη, την οποία αυτός ζει, οδηγεί πρώτον στον εκτοπισμό αυτής της εμπειρίας, δηλαδή, δεν θυμάται τίποτα την επόμενη κιόλας μέρα, και δεύτερον, μέσα του σχηματίζεται ένας μηχανισμός προστασίας, και ποτέ ή σχεδόν ποτέ δεν θα μπορέσει να ξαναζήσει την ΕΣΕ. Αυτό γίνεται, αν το ΕΣΕ συνέβη ακούσια, απρόσμενα. Όμως, μπορούμε και να επέμβουμε σε αυτή την διαδικασία…
– Δηλαδή εσύ μπορείς να έρθεις σε μένα, μιλώντας πρόχειρα, να με πετάξεις έξω από το σώμα μου, όσο εγώ κοιμάμαι, και να μου ρίξεις ακόμα κάποιες εντυπώσεις, για να κάνεις τον φόβο μου τελείως άγριο?
– Ναι.
– Θα τρελαθώ. Και αυτό μπορεί να με σκοτώσει?
– Μπορεί.
– Εμένα?? Νομίζω, ότι υποτιμάς…
– Όχι, εσύ είσαι αυτός, που υποτιμάει κάτι, – τον διέκοψε η Τζέιν. – Σε αυτό δεν έχει καμία απολύτως διαφορά – πόσο δυνατός είσαι ή ποια εξουσία έχεις στα χέρια σου, ή πόσα λεφτά, πόσοι σωματοφύλακες σε προστατεύουν, ας είσαι με ΑΑΧ ή με ΑΑΣ τύπος, δικτάτορας ή ένας άστεγος. Τίποτα από αυτά δεν έχει καμία σημασία – ο οποιοσδήποτε άνθρωπος βιώνει τον φόβο, που του παγώνει την ψυχή, ανατριχιαστικό, καταστρεπτικό, και αν τον δυναμώσουμε επίτηδες, αν ο άνθρωπος δεν είναι νέος πια και η καρδιά ή ο εγκέφαλος του έχουν κάποιο πρόβλημα…
– Έμφραγμα. Εγκεφαλικό. Κι άλλες βλακείες, σωστά?
– Σωστά, – έγνεψε η Τζέιν.
– Βέβαια, το κατάλαβα, – μουρμούρισε αφηρημένα ο Αντρέι. – Γέρος άνθρωπος, πέθανε στον ύπνο του, εγκεφαλική αιμορραγία… ποιος θα μπορούσε να υποψιαστεί… Ακόμα και αν δεν πεθάνει, τι να γίνει, είδε έναν εφιάλτη, τυχαίνει σε όλους αυτό, θα το ξεχάσει και δεν θα δώσει καμία σημασία… γίνεται ακόμα, ότι οι άνθρωποι βασανίζονται από εφιάλτες και παίρνουν χάπια…
– Τα οποία το μόνο που θα κάνουν, είναι θα αποδυναμώσουν ακόμα περισσότερα την ικανότητα του να αντιστέκεται, – συμπλήρωνε η Τζέιν.
– Δηλαδή… θα έχουμε τον πλήρη έλεγχο?
Ο Αντρέι ήταν σε υπερένταση, σταμάτησε να βηματίζει πέρα-δώθε και πάγωσε.
– Ολόκληρη περιοχή της ανθρώπινης συνείδησης είναι απολύτως ανοιχτή τώρα. Οι άνθρωποι είναι τόσο απροστάτευτοι… και αν κάποιος από τους μισάνθρωπους θα το εκμεταλλευτεί?
– Αποκλείεται, – κούνησε το κεφάλι της η Τζέιν. – Η πρόσβαση στους κόσμους των ΣΟ και των ΕΣΕ, εννοώ όχι τα τυχαία και άχρηστα ανεξέλεγκτα μεμονωμένα πειράματα, τα οποία μπορούν να συμβούν στον οποιοδήποτε, αλλά ένα σοβαρό, υπό έλεγχο πείραμα – εξ ορισμού είναι προσιτό μόνο στον άνθρωπο που βιώνει τις ΦΑ. Οι ΦΑ – είναι και ο ελεγκτής και η άδεια εισόδου στα ΣΟ. Σε αυτά είναι όλα πολύ απλά, κανενός είδους “καταχρήσεις” δεν είναι δυνατές εξ αρχής.
– Με αυτό θα διαφωνήσουν εκείνοι, που δεν βιώνουν τις ΦΑ…
– Βέβαια. Μα κανείς δεν τους ζητάει να συμφωνήσουν.
– Και εσύ μπορείς ακόμα και τώρα…
– Όχι. Τώρα εγώ κάνω προπονήσεις. Τα αποτελέσματα δεν είναι ορισμένα, απαιτείται χρόνος και κόπος.
– Άρα, ας πούμε, σε πέντε με δέκα χρόνια η Σομαλία θα πληγεί από έναν άγνωστο ιό – έτσι θα γράφουν οι εφημερίδες, – άρχισε να φαντασιώνεται ο Αντρέι. – Οι άνθρωποι, μολυσμένοι με ιό, εξωτερικά θα δείχνουν εντελώς υγιείς, απλώς ο ύπνος τους γίνεται ανήσυχος, και ο θάνατος τους βρίσκει ξαφνικά, στο κρεβάτι τους! Γιατί όχι, αφού υπάρχει το σύνδρομο του ξαφνικού βρεφικού θανάτου – το παιδί είναι απολύτως υγιές, και ξαφνικά πεθαίνει στον ύπνο του – έχω ακούσει για τέτοιο πράγμα. Και τώρα θα εμφανιστεί το σύνδρομο του ξαφνικού θανάτου των ηλικιωμένων στον ύπνο του, αν και με τους γέρους τα πράγματα θα είναι πολύ πιο απλά – είναι ταλαιπωρημένοι και άρρωστοι, σε κανέναν δεν θα περάσει καν από το μυαλό να συνδέσει το θάνατο τους με κάποιο σύνδρομο, ακόμα και αν θα περάσει, θα αναζητήσουν κάποιους ιούς, κάποια καχύποπτα γονίδια, βακτήρια, και στην τελική ανάλυση τα πάντα θα καταλήξουν στην γενετική έρευνα και εφεύρεση των φαρμάκων… Μα που θα πάνε τα παιδιά, όμως?
– Δεν έχω ιδέα, – σήκωσε τους ώμους της η Τζέιν. – Τι σημασία έχει; Μπορείς να σκεφτείς για αυτά πιο δύσκολη μοίρα από αυτήν, που τα περιμένει με τους ίδιους γονείς τους?
– Και αν αυτά απλώς θα πεθάνουν από την πείνα?
– Γιατί να πεθάνουν ? Θα τους πάνε στο ίδρυμα, και θα τους ταΐζουν με τα λεφτά κάποιων διεθνών οργανώσεων… τι θέλεις από εμένα, να λύσω όλα τα προβλήματα σε αυτόν τον πλανήτη; Εγώ θα προσπαθήσω να λύσω ένα – την εξολόθρευση των καθικιών, και τα άλλα ας τα λύσουν κάποιοι άλλοι άνθρωποι.
– Και πόσο καιρό θα χρειαστεί για μια τέτοια… δουλειά?
– Στα ΣΟ και στην πραγματικότητα ο χρόνος κυλάει εντελώς διαφορετικά. Μπορείς να ζήσεις ένα μήνα στο ΣΟ, και εδώ θα περάσει μόλις μια ώρα, έτσι έχουμε αρκετό χρόνο. Και γενικώς είναι πολύ νωρίς να μιλάμε τώρα για αυτό. Βασικά, – η Τζέιν πήδηξε από το τραπέζι, – φτάνει με τη κουβέντα. Απόψε το βράδυ θα έχεις κακό όνειρο. Πολλά κακά όνειρα. Όποτε θα ξυπνάς – να καταγράφεις τα πάντα προσεκτικά, την κάθε λεπτομέρεια – χρειάζομαι τις λεπτομέρειες. Να πας για ύπνο περίπου στις δέκα, έτσι με βολεύει καλύτερα. Τα μισάνοιχτα θα σε απελευθερώνω. Αν θα αλλάξεις γνώμη – να με καλέσεις, και θα ακυρώσουμε τα πάντα.
Πηγαίνοντας στο ξενοδοχείο της, η Τζέιν βίωσε ενθουσιασμό, ενδιαφέρον – η δουλειά άρχισε να προχωράει. Τώρα θα μπορέσει να πάρει τις απαιτούμενες πληροφορίες για το ποια αποτελέσματα φέρνει η τάδε η εκείνη επίδραση. Βέβαια, πάντα θα υπάρξουν κάποιες προσωπικές ιδιαιτερότητες, αλλά αυτό δεν ήταν και τόσο ουσιαστικό. Παρά τις οποίες προσωπικές διαφορές ανάμεσα στους ανθρώπους, το κυανιδιο, για παράδειγμα, δρα με τον ίδιο τρόπο. Οι νομιμοποιημένοι βασανισμοί και οι δολοφονίες των παιδιών πρέπει να σταματήσουν. Τα παιδιά – είναι άνθρωποι, και όχι πράγματα. Αυτό είναι το πρώτο και σημαντικό. Οι δικές τους επιθυμίες δεν μπορούν να παραβιαστούν, ακόμα και αν η βία γίνεται με σύνθημα “είναι για το δικό τους καλό”. Και αν κάποιος δεν θέλει να καταλάβει αυτές τις αυτονόητες αλήθειες, θα πρέπει να λογοδοτήσει για αυτό.
Το ξενοδοχείο ήταν πολυτελέστατο και βρισκόταν στην περιοχή του πάρκου. Τα πάντα πνίγονταν στις πράσινες μουσούδες, ενώ η δική της βίλα ήταν σε πιο απόμερη γωνία. Ανοίγοντας την πόρτα, εκείνη μπήκε στο δικό της μίνι-πάρκο, στο κέντρο του οποίου βρισκόταν η πισίνα. Εδώ ήταν εντελώς μόνη – οι διάφανοι τοίχοι του τεράστιου δωματίου της, ζαφειρένιο νερό της πισίνας, μια ολόκληρη ζούγκλα γύρω-γύρω, και μια κλήση θα ήταν αρκετή, για να έχει ο, τι επιθυμεί – ένα δείπνο, μασέρ, κορίτσι η αγόρι για το σεξ. Αυτή πέταξε από πάνω της το σορτσάκι και τη μπλούζα και πήδηξε μέσα στην πισίνα, κολυμπώντας κάτω από το νερό από άκρη σε άκρη, και μετά πίσω. Βγαίνοντας στην επιφάνεια και πιάνοντας την άκρη της πισίνας, εκείνη τινάχτηκε, σαν γάτα, και τότε άκουσε, ότι μέσα στο δωμάτιο χτυπάει το τηλέφωνό της.
Αυτό ήταν παράξενο. Μόνο οι υπάλληλοι της αποδοχής θα μπορούσαν να την ενοχλήσουν και μόνο με κάτι σοβαρό – τα γούστα της ήταν γνωστά σε όλο το προσωπικό, και κανείς δεν θα τολμούσε να την καλέσει έτσι απλά. Ίσως, μια τυχαία κλήση; Λάθος σύνδεση.
Ανεβαίνοντας στην άκρη, εκείνη περίμενε από την κλήση να σιωπήσει, και μετά πήδηξε ξανά στην πισίνα, βουτώντας από μια άκρη στην άλλη και πίσω, και ήδη κάτω από το νερό κατάλαβε, ότι το τηλέφωνο χτυπάει ξανά. Άρα, κάποιος αναζητάει συγκεκριμένα εκείνη.
Η κοπέλα πλησίασε το τηλέφωνο ακριβώς τη στιγμή, όταν αυτό σταμάτησε και πάλι, και πήδηξε πάνω στο κρεβάτι. Δέκα δευτερόλεπτα αργότερα η κλήση ακούστηκε για τρίτη φορά. Αυτή δέχτηκε την κλήση.
– Σε περιμένουμε στο εστιατόριο.
Η φωνή της ήταν άγνωστη, αλλά αυτό δεν είχε καμία σημασία – μια τέτοια φωνή θα μπορούσε να ανήκει μόνο σε έναν από αυτούς, στον κόσμο των οποίων εκείνη τώρα δεν είχε πρόσβαση. Όλα μέσα της ξεσηκώθηκαν και έπεσαν. Η Τζέιν άφησε κάτω το τηλέφωνο αργά, πήρε μεταβολή και βγήκε από το δωμάτιο. Το σορτς και η μπλούζα της έμειναν εκεί, όπου τα πέταξε πριν. Εκείνη έσκυψε πάρα πολύ αργά, σήκωσε τα ρούχα της, και άρχισε να τα ισιώνει, για να τα φορέσει. Στο κεφάλι δεν υπήρξαν καθόλου σκέψεις, μορφές, καμία ανησυχία η προσδοκία – τίποτα. Σαν ένα πλήρες κενό – γεμάτο με κάτι ηλεκτρικό, σπινθηροβολώ. Ο απόηχος της φωνής σαν να ακουγόταν ακόμα στα αφτιά της. Η Τζέιν το επαναλάμβανε μια φορά μετά την άλλη, σαν να το απορροφούσε και χώνευε, περιμένοντας κάποια αντίδραση, αναλαμπή της σαφήνειας για τις αντιλήψεις, που κρύβονται στον ιδιοκτήτη της φωνής.
Φτάνοντας στο εστιατόριο, εκείνη έγνεψε στον σερβιτόρο, ο οποίος όπως συνήθως υποκρινόταν την καθολική χαρά, που τον έπιασε από την παρουσία της, και πήγε στα τραπέζια. Εκεί δεν υπήρξε κανείς, εκτός από μερικούς τουρίστες, τους είχε δει και πριν εδώ. Η άλλη πτέρυγα του εστιατόριου βρισκόταν κάτω από τη στέγη, κοντά στο γραφείο του μάνατζερ και μπαρ. Η Τζέιν ανέβηκε εκεί . Στο κέντρο, γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι καθόταν κάποια μεγάλη παρέα, που γιόρταζε κάτι με φασαρία, ο ένας τον άλλο έβγαζε φωτογραφίες με τα κομμάτια φαγητού στο στόμα. Γύρω τους έτρεχαν η σερβιτόροι, και η κοπέλα γύρισε στον πάρκο. Μαλακία γίνεται. Κανείς δεν είναι εδώ. Εκείνη έπιασε ένα ελεύθερο τραπεζάκι και παρήγγειλε χυμό καρότου με γάλα και πάγο.. . Και πάλι, όμως… πρέπει να ελέγξει αυτή την παρέα.
Η Τζέιν σηκώθηκε και επέστρεψε στην αίθουσα. Κάποιος άντρας έλεγε πρόποση με μεγάλο πάθος, οι άλλοι κρατούσαν τα ποτήρια τους στα χέρια. Η πρόποση ολοκληρώθηκε, μάλλον, με κάποιο κήρυγμα, διότι ακούσθηκαν χαρούμενα επιφωνήματα και άρχισε η διαδικασία του πιοτού. Η Τζέιν πήγε κατευθείαν κοντά στο τραπέζι. Αν είναι ένα παιχνίδι, τότε σίγουρα είναι πολύ πετυχημένο. Και όμως… και όμως, μάλλον, τους έχει καταλάβει! Ναι, τα πρόσωπα τους φαίνονταν αποχαυνωμένα και χαζά, αλλά υπάρχει μια αντίφαση. Αν θα ήταν τόσο ηλίθιοι, όπως δείχνουν, τότε σίγουρα δεν θα είχαν τέτοια χαρακτηριστικά – το δέρμα τους, οι μύες, οι κοιλιές, τα μπούτια, τα πέλματα – τα πάντα θα ήταν άσχημα, κρεμασμένα, γερασμένα και χαλαρά. Ενώ αυτοί ήταν ένας και ένας όλοι – σαν αγγουράκια. Έτσι…
Η Τζέιν πήρε την καρέκλα από το διπλανό τραπέζι, την έσυρε και κάθισε κοντά τους. Μια παράξενη κενότητα της επιτέθηκε. Πέρασαν, νόμιζε, είκοσι χρόνια από τότε, που εκείνη βρέθηκε εκτός της σφαίρας επικοινωνίας των μουσούδων και τώρα και πάλι βρίσκεται ανάμεσα τους. Ξαφνικά έγινε τρομερά αστείο – η Τζέιν φανταστικέ, ότι έκανε ένα λάθος, και αυτά τα χαζά πρόσωπα όντως είναι απλώς χαζά πρόσωπα και τίποτε άλλο, και τα όμορφα σώματα… ίσως να είναι κάποιοι αθλητές, παίκτες του τένις, ή οι κολυμβητές, έτσι τα σώματα τους διατηρήθηκαν καλύτερα, και τα αναπόφευκτα σημάδια της χαλάρωσης, τα οποία σε κάθε περίπτωση υπάρχουν στο σώμα λόγω των ΑΣ, ας είσαι αθλητής ή όχι, απλώς δεν φαίνονται υπό τον κακό φωτισμό. Η Τζέιν γέλασε δυνατά, και η παρέα ησύχασε, κοιτάζοντας την με έκπληξη.
Ήρθε ο σερβιτόρος, και η Τζέιν ζήτησε να της φέρουν το χυμό από το άλλο τραπεζάκι.
– Σας προδίδουν τα κορμιά σας, – είπε εκείνη. – Κατά τα άλλα όλα δείχνουν άψογα.
Το γλέντι σταμάτησε αμέσως. Ο άντρας, που έλεγε την πρόποση, σηκώθηκε και την πλησίασε, προσφέροντας της τον αγκώνα της και δίνοντας της να καταλάβει, ότι την προσκαλεί κάπου. Εκείνη σηκώθηκε, του έδωσε το χέρι της, και μαζί απομακρύνθηκαν στην άκρη.
– Στην αρχή ο άνθρωπος μαθαίνει τις ιδέες της πρακτικής, – άρχισε εκείνος με ήρεμη φωνή, στην οποία εκείνη γνώρισε τη φωνή του ανθρώπου, που την κάλεσε. – Τις δέχεται ή τις απορρίπτει, κάτι που φαίνεται από τις αντιδράσεις, τις πράξεις του. Έπειτα δοκιμάζει να εφαρμόσει κάποιες από τις πρακτικές. Το κάνει χαοτικά, κατά καιρούς. Αν του αρέσει, προχωράει στην πρακτική της συσσώρευσης των αποσπασμάτων του πρώτου επιπέδου, έπειτα – αν του αρέσει, και του δεύτερου. Περνάει ακόμα λίγος καιρός, και ο άνθρωπος κατασταλάζει στο πόσο τον ενδιαφέρει να αλλάζει τη ζωή του, χρησιμοποιώντας την συσσώρευση των αποσπασμάτων, γίνεται σαφές – αν μέσα του γεννιούνται νέα ενδιαφέροντα, αν καταφέρνει να νικήσει την ανειλικρίνεια και την ηλιθιότητα του. Στην περίπτωση, αν όλα προχωράνε ομαλά, ένας τέτοιος άνθρωπος νιώθει την ανάγκη για τις επιθέσεις, και αρχίζει να μαζεύει πενήντα, εβδομήντα, εκατό αποσπάσματα την ημέρα. Αφιερώνει σε αυτό όλο τον χρόνο του από το πρωί ως το βράδυ, ταυτόχρονα βρίσκοντας χώρο και για άλλα δικά του ενδιαφέροντα.
Η Τζέιν δεν απάντησε. Οι λέξεις του ακούγονταν, σαν μουσική – οι λέξεις του ανθρώπου από τον άλλο κόσμο, από τον δικό της κόσμο. Θα μπορούσε να μιλάει για το οτιδήποτε, και πάλι θα ήταν ξετρελαμένη, απλώς επειδή βρίσκεται ξανά δίπλα σε έναν ζωντανό άνθρωπο.
– Αφήνοντας διάφορες ήδη γνωστές σε σένα λεπτομέρειες μπορώ να πω, – συνέχιζε εκείνος, – ότι μετά από αυτό ο άνθρωπος έχει αρκετά μέσα, για να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο. Εσύ έχεις πείρα στις ΦΑ, έχεις πείρα και της απομάκρυνσης των ΑΣ, της επίτευξης λογικής σαφήνειας, των επιθέσεων, – άρα – και την πείρα της εφαρμογής επίμονης, αποφασιστικότητας και προσοχής, διότι, για να εκτελείς, για παράδειγμα, την ανά δέκα δευτερόλεπτα καταγραφή επί δεκαέξι ώρες, πρέπει να ξέρεις να συγκρατείς την προσοχή σου, και να έχεις επιμονή και αποφασιστικότητα. Έχεις πείρα της υπερνίκησης των κόμπλεξ σου στην συναναστροφή με τους ανθρώπους, της αλληλεπίδρασης με διάφορες κοινωνικές ομάδες. Τα πειράματα σου στα ΣΟ…
Ο άντρας έκανε παύση, και η Τζέιν πάγωσε. Άραγε – πόσα ξέρουν για τα σχέδια της ?
– … ας μην μιλήσουμε για αυτά προς το παρόν. Ήρθε ώρα να περάσεις στην τέταρτη τάξη.
Η Τζέιν δεν κούνησε καν το φρύδι της. Απ` έξω θα μπορούσε να φανεί, ότι εκείνοι συζητάνε τον καιρό – τόσο αδιάφορα ήταν τα πρόσωπα τους.
– Ο σκοπός σου είναι να ασχοληθείς με την “επίστρωση”. Ξέρεις, ότι ανά πάσα στιγμή μπορείς να βιώσεις κάποια ΦΑ – με απλή εντολή. Για παράδειγμα, βίωσε τώρα την προσμονή. Δηλαδή, προσμονή κάποιου ακαθόριστου μέλλοντος, όπου θα συμβεί κάτι πολύ, πολύ ενδιαφέρον. Νιώσε τώρα την διαπεραστική προσμονή. Δεν είναι πρόβλημα για σένα. Και τώρα θέλω από εσένα να δώσεις αναφορά στον εαυτό σου ανά δέκα δευτερόλεπτα – αν υπάρχει η προσμονή ή όχι, και αν όχι – να την δημιουργείς. Μπορείς απλώς να θυμάσαι τον εαυτό σου σε αυτή την κατάσταση, ή να χρησιμοποιήσεις τους φωτισμένους παράγοντες, για παράδειγμα, τους ίδιους, που χρησιμοποιούσες για τη δημιουργία της βεβαιότητας-200 – δεν με ενδιαφέρει. Να το κάνεις μια εβδομάδα ή ένα μήνα – αλλά πέτυχε το αποτέλεσμα. Και όταν θα σχηματίσεις το αδιάκοπο φόντο της προσμονής, από πάνω του προσέθεσε το επόμενο φόντο – αποφάσισε μόνη σου, ποιο, ή ρώτησε εμένα, αν δεν είσαι σίγουρη. Πέτυχε την ίδια αίσθηση των δυο ΦΑ ταυτόχρονα. Και μετά εμείς θα στρώσουμε την τρίτη και ούτω καθεξής. Η επίστρωση του κάθε φόντου μπορεί να κρατήσει ένα μήνα ή έναν χρόνο – εξαρτάται από πάρα πολλούς παράγοντες. Προσδιόρισε μόνη με μέτρο τη δική σου ειλικρίνεια και ενδιαφέρον για το αποτέλεσμα εκείνο τον βαθμό της “μονιμότητας”, με το οποίο το ΦΦ μπορεί να θεωρηθεί αδιάκοπο, σύμφωνα με τον χαρακτήρα και ένταση των επιθυμιών.
– Κατάλαβα.
– Να καταστρέψεις όλες τις προηγούμενες σημειώσεις για τα αποσπάσματα – δεν υπάρχει πια η πρακτική της συσσώρευσης των αποσπασμάτων για σένα. Μπορείς, φυσικά, να καταφεύγεις στα αποσπάσματα ακόμα, όμως, δεν τα μαζεύεις πια. Τώρα έχεις ένα άλλο στόχο – την επίστρωση.
– Σκόπευα κιόλας να αποθηκεύσω τα αρχεία μου με τα προηγούμενα αποσπάσματα.
– Μην αποθηκεύεις τίποτα. Άφησε μόνο τη λίστα των πιθανών αποσπασμάτων, να την έχεις πρόχειρη, και τις ίδιες σημειώσεις για ο, τι συσσώρευσες – κατέστρεψε τις. Αυτή δεν είναι πια η ιστορία σου. Η ιστορία σου ξεκινάει εδώ και τώρα. Μη μαζεύεις σκονισμένη σαβούρα.
– Σκεφτόμουν, ότι θα μπορέσω να χρησιμοποιήσω αυτές τις σημειώσεις σαν φωτισμένο παράγοντα.
– Δεν μπορώ να φανταστώ, σε ποια κατάσταση θα σου ήταν χρήσιμος ένας τέτοιος ΦωΠ. Αν θα πέσεις σε μιζέρια και θλίψη, ίσως?
– Αυτό είναι μάλλον απίθανο.
– Ακριβώς. Όλες οι σημειώσεις – στα σκουπίδια. Η ζωή σου ξεκινάει τώρα, από αυτή τη στιγμή, από αυτό εδώ το μέρος.
– Μπορώ να μιλάω και πάλι με τη Φόσσα, Φλορίντα, γενικώς – με τους άλλους?
– Αργότερα. Υπάρχει κάποιος λόγος να βιαστείς, ή έχεις κάποιες ερωτήσεις, τις οποίες πρέπει να τους κάνεις, που χωρίς αυτές δεν μπορείς να προχωρήσεις?
– Όχι, αλλά η επιθυμία μου για επικοινωνία δεν περιορίζεται μόνο με τη συζήτηση των δυσκολιών στην πρακτική.
– Μετά. Ο δικός σου στόχος είναι η επίστρωση. Ασχολήσου με αυτό, όποτε θέλεις.
– Το θέλω τώρα.
– Τότε καν`το. Όποτε χρειαστεί, θα σε βρω ξανά.