Μόλις η παρέα των πιτσιρικιών πετάχτηκε εν ριπή οφθαλμού και κατέβηκε σαν χιονοστιβάδα τη σκάλα, ο Αντρέι πλησίασε τη Γιόλκα και κάθισε δίπλα της, ξεπερνώντας και πάλι μια κρίση ντροπαλότητας.
– Άραγε, τι σκέφτηκαν αυτοί για μένα, πώς τους φάνηκα – γέρος, αργός και βαρετός?
– Έπρεπε να τους ρωτήσεις.
Και πάλι ένα ευθύ βλέμμα. Πόσο υπέροχα είναι τα μάτια της…
– Θα ρωτήσω.
Αναγκάστηκε και πάλι να απομακρύνει την αμηχανία, απλώς επειδή καθόταν δίπλα και την κοίταζε, είχε πια σπασμωδική επιθυμία να μιλήσει έστω για κάτι, για να σπάσει αυτή την σιωπή, για να νοθεύσει κάπως αυτή την απρόσμενα προσωπική και διαπεραστική ανταλλαγή των βλεμμάτων. Δυο φορές πήγε να ανοίξει το στόμα του, και κάθε φορά το έκλεινε ξανά.
– Πώς σε λένε?
Δυσκολευόταν να κάνει ακόμα και μια τόσο απλή ερώτηση, και κατάλαβε, ότι χάνει την μάχη με αυτόν τον δυσάρεστο, παραλυτικό, κολλώδη έρωτα, τον οποίο κάποτε θεωρούσε μεγαλύτερη ευτυχία και πληρότητα της ζωής, έτσι ένιωθε, λες και πατούσε στην κορυφή ενός γλιστερού παγόβουνου – ένα λάθος αρκεί για να παρασυρθείς πιο κάτω, και από εκεί σε τραβάει και πέφτεις ασυγκράτητα, όσο και να κουνήσεις και τα τέσσερά σου άκρα. Έτσι και τώρα – ο αυτοματισμός της ερμηνείας ενός τέτοιου έρωτα ως κάτι άκρως ελκυστικού παρέλυσε τις προσπάθειες του να το εμποδίσει, και τότε ήρθε η συνειδητοποίηση, ότι ανεξέλεγκτα γλιστράει και άλλο, εμφανίστηκε επιμονή και επιθυμία να μην μετατρέψει αυτή την ιστορία στην κοινότοπη οικειότητα, την οποία αμέσως θα ακολουθήσει η ζήλια, η επιθυμία της κτήσης και τα λοιπά. Πρέπει οπωσδήποτε να ξεπεράσει αυτή την μαλακία, με οποιοδήποτε κόστος! Αυτό έμοιαζε τόσο πολύ με τα προβλήματα με τις πρωτεΐνες-πριόνια, για τα οποία διάβασε μόλις χτες! Μια και μοναδική εισχώρηση του αρρωστημένου πριονίου στον ανθρώπινο οργανισμό αρκεί, για να αρχίσουν και οι υπόλοιπες – υγείες πρωτεΐνες-πριόνια – μετά από επαφή με αυτό – να παίρνουν ένα αρρωστημένο σχήμα, να κολλάνε μεταξύ τους και να αρχίσουν να σκοτώνουν τα άλλα πριόνια, ωσότου ολόκληρος ο οργανισμός δεν πεθάνει – οι σβόλοι των συγκολλημένων πριονίων γεμίζουν τα κύτταρα του εγκεφάλου, προκαλώντας τον θάνατο. Και αν τέτοια αρρωστημένα πριόνια προκαλούν την νόσο των τρελών αγελάδων, τότε η αρρώστια, η οποία επιτίθεται στον άνθρωπο σαν αποτέλεσμα κάποιου νοσηρού έρωτα, επίσης είναι κάποιας μορφής τρέλα – ο άνθρωπος χάνει και τη λογική του, και την ικανότητα να ζήσει μια γεμάτη ζωή, και να αισθανθεί τις ΦΑ, χάνονται όλα τα ενδιαφέροντα του – τα πάντα καταβροχθίζονται από την δηλητηριώδης ένωση της δίψας για προσοχή, ζήλιας, επιθυμίας να κάνει εντύπωση και όλων σχετικών, και στο τέλος η προσωπικότητα του διαλύεται πλήρως, καμιά φορά – για πάντα, διότι στις βαριές περιπτώσεις αυτή η παράνοια οδηγεί στο ότι εύχεσαι τον θάνατο για την κοπέλα, μόνο και μόνο να μην απελευθερωθεί από εσένα, και έρχεται η επιθυμία να την σκοτώσεις, μίσος για εκείνη κι για όλους, που την ενδιαφέρουν – οι δηλητηριάσεις αυτού του βαθμού μπορούν να θεραπευτούν μόνο με την καταβολή όλων των δυνάμεων, ολόκληρης της βούλησης του ατόμου, και πόσοι είναι ικανοί για κάτι τέτοιο; Ποιος, με αυτόν τον τρόπο, έχει την ανόσια σε αυτό; Κανείς, ουσιαστικά.
– Μάγια.
Και πάλι ένα βλέμμα κατευθείαν στα μάτια του, και το βλέμμα αυτό τον ηρεμούσε και τον παρακινούσε, βοηθώντας τον να μαζευτεί, να κινητοποιηθεί εναντίον στην συναισθηματική σαπίλα. Και πάλι δεν ήθελε να πει τίποτα, απλώς να την κοιτάζει στα μάτια.
Η φασαρία από κάτω έγινε πιο δυνατή, και ένα λεπτό αργότερα στο δωμάτιο όρμισε η ίδια αγέλη των κουταβιών, σέρνοντας μαζί τους έναν μεγάλο άντρα με μέτριο ύψος, περίπου σαράντα ετών, όπως κουβαλάνε τα μικρά μυρμηγκιά τη λεία τους. Σύμφωνα με τα βλέμματα, τα οποία εκείνος αντάλλαξε με την Γιόλκα και τη Μάγια, ο Αντρέι κατάλαβε, ότι γνωρίζονται μεταξύ τους. Του έκανε εντύπωση, ότι εκείνος δεν έριξε ούτε ένα βλέμμα στον Αντρέι, λες και δεν υπήρξε καν!
– Ποιος είναι? – ρώτησε ο Αντρέι τη Μάγια, όμως, από τη ματιά της κατάλαβε, ότι δεν θα λάβει την απάντηση.
Ο άντρας κάθισε στη γωνία, κόντρα στον τοίχο, χωρίς να πει ούτε μια λέξη, ανακατεύοντας τα μαλλιά των δυο η τριών κουκλιών, τα οποία κατέπεσαν πάνω του. Οι κινήσεις του ήταν… κάπως πολύ μαζεμένες, στερημένες εκείνη την επιφανειακή φασαρία από τις πληθώρες των μικρών χειρονομιών και της μιμικής, την οποία έχει σχεδόν ο καθένας. Είχε βαθιά αυτοπεποίθηση, και οι κινήσεις του ήταν μετρημένες, απλές και ταυτόχρονα όχι περιττές. Παρατηρώντας, πώς αυτός χαϊδεύει ένα πιτσιρίκι στο κεφάλι, ο Αντρέι είχε την αίσθηση, λες και αυτή η βεβαιότητα και ηρεμία μετακύλησε και στον ίδιο. Η συμπεριφορά ενός δυνατού ζώου, στο οποίο η εγρήγορση και χαλαρότητα συνδυάζεται με εκρηκτική ετοιμότητα για επίθεση.
– Για πες μου, – απευθύνθηκε στον Αντρέι το πιτσιρίκι περίπου εννιά ετών, [λογοκρισία]. – Πώς θα αντιμετώπιζες τον άνθρωπο, ο οποίος χωρίς την ανάλογη ιατρική μόρφωση χρησιμοποίησε για τη θεραπεία των άρρωστων, που τον εμπιστεύτηκαν, κάποιο υλικό, η τοξικότητα του οποίου του ήταν άγνωστη. Μετά από αυτό δημοσίευσε τα ονόματα αυτών των ασθενών χωρίς καμία δική τους συναίνεση μαζί με το ιστορικό της αρρώστιας τους. Στη διαδικασία της ίασης οι άνθρωποι αυτοί δέχτηκαν ενέσεις με θανατηφόρα βακτήρια, που δεν έχουν περάσει από κάποια προκαταρκτικά πειράματα στα ζώα. Και κάποιοι από τους ασθενείς του πέθαναν. Τι θα έλεγες για έναν τέτοιο άνθρωπο?
– Τρελός! – Ξεστόμισε ο Αντρέι, προτού προλάβει να σκεφτεί κάτι.
– Δηλαδή, θα έδινες αυτόν τον άνθρωπο στην δικαιοσύνη και θα πρότεινες να τον τιμωρήσουν με ισόβια κάθειρξη; – με καταφατικό τόνο συνέχιζε την ερώτηση του το αγόρι.
Ο Αντρέι βίωσε και πάλι την παράξενα-έντονη αίσθηση – [λογοκρισία]. Μοιάζει με κάποιον διαγωνισμό, όπου οι μεγάλοι αναγκάζουν τα παιδιά να μαθαίνουν παπαγαλία τα δύσκολα κείμενα, και μετά χασκογελούν με αυτά, σαν χαμένοι. Εδώ, όμως, δεν υπήρξε καμία σχέση με τον διαγωνισμό. Ήταν πολύ ασυνήθιστο να κοιτάζει στα παιδικά μάτια και να καταλαβαίνει, ότι το αγοράκι δεν επαναλαμβάνει απλώς μια αποστηθισμένη φράση, αλλά καταλαβαίνει απόλυτα το νόημα της, και το χειρότερο απ` όλα – την καταλαβαίνει, μάλλον, πολύ καλύτερα από τον ίδιο τον Αντρέι, αλλιώς γιατί να χρειαζόταν γενικά να τον ρωτήσει?
– Ναι, ακριβώς με αυτόν τον τρόπο θα πρότεινα να αντιμετωπιστεί, – μετά από μια γρήγορη παύση τελικά συμφώνησε ο Αντρέι, αποτυγχάνοντας να εντοπίσει την παγίδα.
– Τέλεια! – Γέλασε το πιτσιρίκι. – Μόλις τώρα έχωσες στη στενή με ισόβια τον Λούη Παστέρ, ο οποίος, διοργανώνοντας μια τέτοια τρελή πράξη, επιβεβαίωσε το γεγονός, ότι βρήκε τη σωτήρια από την λύσσα.
– Α…:).
Ο Αντρέι χαμογέλασε. Όντως, πιάστηκε πάρα πολύ εύκολα.
– Δεν υπολόγιζα, ότι το γεγονός αυτό θα μπορούσε να συμβεί στο παρελθόν, και ότι οι άνθρωποι, που υπέστησαν μια τέτοια επέμβαση, ήταν θανατοποινίτες.
– Όταν διαβάζεις την ιστορία και κρίνεις τους ανθρώπους, πάντοτε αντιλαμβάνεσαι, ότι η κάθε κοινωνία, και κάθε εποχή έχει την δική της ηθική, και όχι ίδια σε όλα τα κοινωνικά στρωματά κιόλας, και ότι είναι πάρα πολύ χαζό να κρίνουμε τους ανθρώπους του παρελθόντος σύμφωνα με τα σημερινά κριτήρια? Καταλαβαίνεις ξεκάθαρα, ότι σε έναν κοινωνικό περίγυρο έχει αξία κάτι, το όποιο σε κάποιους άλλους κατακρίνεται, σαν μια απαίσια διαστροφή? Και ότι χωρίς να πάρεις τη θέση εκείνου του ανθρώπου στο δικό του περιβάλλον, που εκείνος μεγάλωσε, με εκείνες τις αντιλήψεις περί τιμής, καθήκον και δικαιοσύνης, τις οποίες μηχανικά – όπως και όλοι οι άλλοι άνθρωποι σε όλες τις κοινωνίες και εποχές – μετάλαβε από τους άλλους, εμείς δεν μπορούμε ούτε καν πρόχειρα να εκτιμήσουμε – κατά πόσο ήταν καλός ή κακός για την δική του εποχή και δική του κοινωνία?
– Όχι.
– Όχι πάντα?
– Όχι… – ο Αντρέι σάστισε. – Όχι, ούτε καν «όχι πάντα», αλλά μάλλον, καλύτερα να πω ποτέ…
– Μάλλον? – δεν τον άφηνε στην ησυχία το πιτσιρίκι.
Άθελά του ο Αντρέι έσφιξε τα δόντια. Ακόμα δεν κατάφερε να αρχίσει να αντιμετωπίζει σοβαρά αυτά τα παιδιά, και έδινε τέτοιες απαντήσεις, τις οποίες ήταν πολύ εύκολο να κατηγορήσουν για ανεπαρκή ειλικρίνεια, και η ανεπαρκή ειλικρίνεια – είναι στην ουσία σκέτη ανειλικρίνεια.
– Όχι, σίγουρα δεν το κάνω ποτέ.
– Άρα, οι αντιλήψεις σου για αυτούς, που έζησαν κάποτε, είναι λανθασμένες?
– Εντάξει…
Στην αρχή ο Αντρέι ήθελε να πει, ότι οι αντιλήψεις του ήταν λανθασμένες μόνο εν μέρει, όμως, κατάλαβε αμέσως, ότι ανάμεσα στην ευφυΐα και στον ήρωα, και στον σωτήρα της ανθρωπότητας από τον θανατηφόρο ιό και στον ανίδεο δολοφόνο – η διαφορά είναι υπερβολικά μεγάλη, για να μιλήσουν για κάποια “ανεπάρκεια” των αντιλήψεων, αλλά να παραδεχτεί έτσι απλά, ότι όλες οι αντιλήψεις του για τους ανθρώπους του παρελθόντος είναι λανθασμένες… για αυτό χρειαζόταν καταβολή κάποιας ουσιαστικής προσπάθειας στην ειλικρίνεια.
– Ναι, είναι εξ` ολοκλήρου λανθασμένες, – συμφώνησε εκείνος.
– Τι νομίζεις, – τώρα στον Αντρέι επιτέθηκε το κοριτσάκι με δυο πεταχτές πλεξούδες, που την έκαναν να δείχνει εντελώς παιδί, – τα τρανσποζόνια των σκαντζόχοιρων είναι πιο δραστήρια, ή όχι?
– Τα τρανσποζόνια… των σκαντζόχοιρων?? – Ξαφνιάστηκε ο Αντρέι.
Η Μάγια είπε κάτι στο κοριτσάκι με πλεξούδες, εκείνη κούνησε το κεφάλι της και διορθώθηκε.
– Στα παιδιά – τέτοια παιδιά, σαν και εμάς…
Η Μάγια κάτι της είπε ξανά, και η κοπελίτσα άρχισε να σκέφτεται.
– Θυμάμαι, τι είναι τα τρανσποζόνια. – Ξεκίνησε να απαντάει ο Αντρέι. – Είναι μακριές αλυσίδες των αζωτούχων βάσεων, οι οποίες είναι ικανές να μεταφέρονται στο DNA. Αν υπό “τέτοια παιδιά” εννοείς τα παιδιά, που αναπτύσσουν την ευφυΐα τους, καλλιεργούν τις ΦΑ…, – ο Αντρέι έκανε μια παύση, και μετά συνέχισε με σιγουριά, – ναι, καλλιεργούν τις ΦΑ, τότε σε αυτή την περίπτωση, ακόμα και αν συμβούν κάποιες μεταλλάξεις, πρέπει να φέρουν προφανώς εποικοδομητικό χαρακτήρα, έτσι θα έχετε λιγότερες μεταλλάξεις στο πλαίσιο της απόκλισης, και περισσότερες μεταλλάξεις λόγω της δραστηριότητας των τρανσποζονίων.
– Αυτό το καταλαβαίνω, αλλά ήθελα να σε ρωτήσω… ακυρώνω την ερώτηση μου – δεν μπορώ να τη κάνω, επειδή δεν ξέρεις τίποτα ακόμα.
– Για ποιο πράγμα? – Ρώτησε ο Αντρέι.
– Δεν έχει σημασία, – το κορίτσι έβαλε τελεία με σταθερή φωνή και κούνησε το χέρι του, δείχνοντας, ότι δεν θα συνεχίσει.
– Τι σε συναρπάζει τώρα περισσότερα από όλα?
Ο πιτσιρικάς, που το ρώτησε αυτό, κοίταζε τον Αντρέι κάπως σκεπτικά, παρόλο που φαινόταν μικρότερος από τους άλλους.
– Πόσο χρονών είσαι? – Δεν άντεξε και αποφάσισε να ικανοποιήσει την περιέργειά του ο Αντρέι.
– Εφτά.
– Φαίνεσαι μικρότερος από τους άλλους, και όμως δείχνεις πιο… πιο μεγάλος… όχι, δεν είναι αυτή η λέξη, μάλλον, πιο σοβαρός.
Με την άκρη του ματιού του ο Αντρέι είδε, πως ακούγοντας αυτές τις λέξεις, η Γιόλκα με τον άντρα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.
– Ναι, είμαι πιο σοβαρός, – επιβεβαίωσε ο πιτσιρικάς, – αλλά δεν είμαι σπασίκλας:)
– Τέλεια! Γιατί εγώ, όταν σας βλέπω όλους, παθαίνω κάποιο μπλακ άουτ. Νιώθω τον εαυτό μου υπερβολικά ελαφρόμυαλο γεροντοπαλίκαρο – ακόμα και σε σύγκριση με την Γιόλκα, ή με τον…
Ο Αντρέι κοίταξε τον άντρα, όμως, εκείνος δεν του ανταπόδωσε το βλέμμα του.
– Τώρα με ενδιαφέρει…, – ο Αντρέι περίμενε λιγάκι, – τώρα, βασικά, σχεδόν δεν έχω ενδιαφέροντα, – αυτά τις τελευταίες δυο μέρες ο βαθμός της καθολικότητας και η ένταση τους έχουν πέσει απότομα, και αυτό με ενοχλεί.
– Ποια είναι η πιο άσχημη ανάμνηση σου? – Συνέχιζε τις ερωτήσεις ο πιτσιρικάς, αλλάζοντας τη θέση των ποδαρακιών του. – Μοιάζει απόλυτα στην δηλητηρίαση – αν κάποιο φαγητό ήταν χαλασμένο, σου είναι ιδιαίτερα δυσάρεστο να θυμάσαι για αυτό.
– Όχι, μάλλον, στη δική μου περίπτωση αυτή η νομοτέλεια δεν θα λειτουργήσει… πιο πολύ απ` όλα δεν μου αρέσει να θυμάμαι αυτό, που με ενδιαφέρει περισσότερο από όλα.
– Αυτό, που λες, είναι παράλογο.
Ο Αντρέι ανατρίχιασε και πάλι από μια τόσο απότομη απάντηση, ωστόσο ήταν υπερβολικά φανερή η απουσία της υπεροψίας ή της επιθετικότητας στον τόνο ή στην έκφραση του προσώπου του, έτσι, προφέροντας τη φράση νοητικά καμία-δυο φορές, ο Αντρέι επιτέλους κατάφερε να την εκφωνήσει όχι ως ένδειξη της περιφρόνησης, αλλά σαν γεγονός.
– Δεν γίνεται να έχεις δηλητηρίαση από αυτό, που τώρα σε ενδιαφέρει περισσότερο απ` όλα.
– Όχι, απλώς εννοούσα…
– Να μην εννοείς τίποτα, – με απολύτως ήρεμο και σχεδόν χαμογελαστό πρόσωπο τον αποτελείωσε το πιτσιρίκι. – Μην στεναχωριέσαι, απλώς εμείς μαθαίνουμε από τον πρώτο κιόλας χρόνο της ζωής μας να εκφράζουμε ξεκάθαρα τις σκέψεις μας, και εσύ, μάλλον, μεγάλωσες κάπου στο περιθώριο, ανάμεσα στους ανίδεους ανθρώπους. Αν στα μαθηματικά αντί της λέξης «εισαγωγή» εσύ θα πεις «διαφοροποίηση», αυτό σημαίνει, ότι αργότερα θα πεις, πως «απλώς εννοούσες κάτι»? Γιατί φέρεσαι τόσο υπεροπτικά σε μια συζήτηση για τις ΦΑ και επιτρέπεις στον εαυτό σου να εκφράζεται με τόση ανακρίβεια; Σε τι υπολογίζεις; Ποια σαφήνεια θα ήθελες να πετύχεις?
– Δεν μπορώ να αποφύγω την αίσθηση, ότι όταν λες αυτές τις λέξεις, τις επαναλαμβάνεις από κάποιον, – δεν άντεξε ο Αντρέι.
– Και έτσι είναι, τις επαναλαμβάνω, – ξαφνικά συμφώνησε ο πιτσιρικάς. Όμως, αυτό δεν σημαίνει, ότι δεν καταλαβαίνω τη σημασία τους. Θέλω να μαθαίνω από όσους είναι εξυπνότεροι από εμένα, θέλω να μεταλαμβάνω τη σαφήνεια τους, ακόμα και τον τρόπο που κινούνται καμιά φορά, θέλω να με επηρεάζουν, ποιο είναι το παράξενο σε αυτό; Ποιο είναι το παράξενο, στο ότι επιλέγω αυτούς, η επιρροή των οποίων κάνει τη ζωή μου συναρπαστική, και τον ίδιο εαυτό μου – πιο έξυπνο?
– Και αυτή η φράση επίσης ακούγεται, λες και την επαναλαμβάνεις!
– Είναι αλήθεια, και αυτό δεν το σκέφτηκα μόνος μου. Εγώ άκουσα αυτή τη σκέψη, και είναι κατανοητή για μένα, μου αρέσει, και μου δίνει τη σαφήνεια, τι σου φαίνεται ανεπιθύμητο σε αυτό??
-Αυτό δεν σε οδηγεί στην απώλεια της προσωπικότητας σου, όμως?
– Αν οδηγεί στην απώλεια της προσωπικότητας η αποδοχή του τρόπου των συλλογισμών, ο οποίος μου φαίνεται ξεκάθαρος, των απόψεων, τις οποίες θεωρώ αρκετά δικαιολογημένες; όχι, δεν νομίζω. Είναι δύσκολο να συγκρίνω με παράδειγμα τον εαυτό μου, επειδή είμαι…, εντάξει, αυτό δεν έχει σημασία, ωστόσο, όταν σε μας έρχεται ένα νέο ενδιαφέρον αγόρι η κορίτσι από τα σεμινάρια και μένει σε αυτό το μέρος, τότε είναι εύκολο να δεις – πόσο φανερή είναι η διαφορά ανάμεσα σε αυτόν, που μόλις ήρθε εδώ, που επαναλαμβάνει τους χαζούς δογματισμούς, τους οποίους πρόλαβε να κολλήσει, και στον ίδιο άνθρωπο ένα η δυο χρόνια μετά, τα οποία πέρασε, ακούγοντας για αρκετό καιρό τους συλλογισμούς των μουσούδων, μαθαίνοντας από αυτές να σκέφτεται, μεταλαμβάνοντας ταυτόχρονα και τις ορισμένες φράσεις, και χειρονομίες… Διαφωνώ κάθετα, ότι κάνει κακό η μίμηση των πραγμάτων, που σου αρέσουν. Εμείς εδώ, – εκείνος έγνεψε σε μια ακαθόριστη κατεύθυνση, – είμαστε καμιά δεκαριά και καθόμαστε μπροστά σου. Όλοι παίρνουμε τις ίδιες αντιλήψεις από περίπου ίδιους ανθρώπους, αλλά αυτό μας κάνει να μοιάζουμε σαρδέλες στο κουτί; Μοιάζουμε εμείς με ρομπότ, που δεν έχουν δική τους προσωπικότητα; Όχι, διαφέρουμε πολύ, πάρα πολύ!
– Ναι, συμφωνώ, – έγνεψε ο Αντρέι.- Για τη δηλητηρίαση – το πιο απαίσιο είναι να θυμάμαι αυτό, που όλο τον τελευταίο μήνα ήταν το πιο συναρπαστικό – η γενετική.
– Α, κατάλαβα. Απλώς παραέφαγες.
– Παραέφαγα?
– Ναι, το πιο πιθανόν απ` όλα η επιθυμία, που κάποτε ήταν χαρούμενη, έγινε μηχανική. Για παράδειγμα, στην αρχή μελετούσες τη γενετική, επειδή σε ενδιέφερε πάρα πολύ, μα στο τέλος άρχισε να το κάνεις απλώς για να φτάσεις, για παράδειγμα, στο τέλος του κεφαλαίου. Τι έκανες, γενικά, τις τελευταίες δυο-τρεις μέρες με αυτή την γενετική?
Ο Αντρέι ένοιωσε, σαν να πήγε στον θεραπευτή του, και όλως περιέργως, αισθανόταν απόλυτη εμπιστοσύνη σε αυτό το μικρούλικο κουτάβι.
– Τις τελευταίες δυο ημέρες ετοίμαζα το άρθρο για το κύκλωμα του Κρεμπς – θέλω να το προσθέσω στην «Γενετική του XXV αιώνα», επειδή κατά τη γνώμη μου, δεν έχει αναλυθεί με αρκετή λεπτομέρεια εκεί.
– Θα μου δείξεις?
Ο Αντρέι έβγαλε τον υπολογιστή, άνοιξε το αρχείο και το έδωσε στον πιτσιρικά. Εκείνος άρχισε να περνάει γρήγορα τις αράδες με τα μάτια του, και αυτό ήταν καταπληκτικό – προφανώς καταλάβαινε ο, τι ήταν γραμμένο εκεί! Στα οχτώ του, γαμώτο!!! Τι περίμενε, όμως… Και ο ίδιος ο Αντρέι, ουσιαστικά ήταν από τα παιδιά-θαύματα – έμαθε να παίζει σκάκι δυο χρόνων, να διαβάζει – στην ίδια ηλικία, παρασύρθηκε από τα μαθηματικά και την φυσική στα πέντε του, και αν δεν τον είχαν χώσει στο σχολείο, αν τον άφηναν απλώς στην ηρεμία του και του βοηθούσαν να ασχολείται με αυτό, που τον ενδιαφέρει, σίγουρα θα μπορούσε ήδη στα οκτώ του να απορροφήσει πάρα πολλά από διάφορες επιστήμες.
– Ναι, έτσι είναι, – με ευχαριστημένο ύφος είπε ο πιτσιρικάς. – Στην αρχή όντως γράφεις πάρα πολύ ξεκάθαρα, ενώ εδώ στην παράγραφο για την παρεμβολή των γονιδίων λες: «Αν το siRNA σχηματίζεται από την κοπή μιας dsRNA με DICER, τότε το miRNA μεταγράφεται από τα γονίδια siRNA». Αυτό είναι βλακεία! Διαβάζοντας μια τέτοια φράση, αρχίζεις να σκέφτεσαι, ότι το siRNA μπορεί να σχηματιστεί και με κάποιο άλλο τρόπο, και όχι στην διαδικασία της τομής με το DICER του dsRNA. Η φράση κατανοείται σωστά, αν για παράδειγμα, να την φτιάξουμε έτσι: «Αν το siRNA, όπως ξέρουμε, σχηματίζεται σαν αποτέλεσμα…» και ούτω καθεξής – τότε όλα γίνονται σωστά και κατανοητά.
– Ναι… συμφωνώ, όμως, μας εξηγεί κάτι αυτό?
– Εξηγεί. Μετά υπάρχουν ακόμα μερικές φράσεις – εδώ, και εδώ…, κοίτα!
Έπειτα από μια στιγμιαία παύση ο Αντρέι σηκώθηκε και τον πλησίασε, κάνοντας προσεκτικούς ελιγμούς ανάμεσα σε μερικά παιδιά, που ξάπλωναν στο πάτωμα. Καθισμένος δίπλα, εκείνος έριξε μια ματιά στην οθόνη, και βρέθηκε σε πολύ κοντινή απόσταση όχι μόνο με τον πιτσιρικά, αλλά και με τον άντρα, και τα πρώτα τριάντα δευτερόλεπτα δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Είτε ήταν η αυθυποβολή, είτε κάτι άλλο, όμως, η παρουσία του δίπλα τους – εδώ, σε απόσταση απλωμένου χεριού, είχε μια εντελώς απρόσμενη επίδραση στον Αντρέι. Στην αρχή εμφανίστηκε ο κυματισμός της διαπεραστικής χαράς, η οποία λες και χόρεψε μέσα του και μεταμορφώθηκε στην ευδαιμονία. Η ευδαιμονία ήταν απαλή και αδύναμη σε ένταση, σαν μια όχι πολύ μακρινή ηχώ, ωστόσο η διαπεραστικότητα της ήταν πάρα πολύ υψηλή! Αυτός πάντοτε νόμιζε, ότι μόνο οι έντονες ΦΑ μπορούν να είναι διαπεραστικές ή καθολικές, και αποδείχθηκε, ότι δεν είναι έτσι. Κράτησε την αναπνοή του, για να μην διαταράξει αυτή την κατάσταση. Ακριβώς μπροστά του ήταν δυο πατούσες – η μια δυνατή, με δυνατούς μύες, όχι όμως δυσάρεστα-φουσκωτή, όπως γίνεται στους αθλητές, με λείο μαυρισμένο δέρμα, και η δεύτερη – που ξάπλωνε πάνω στην πρώτη – [λογοκρισία]. Και εκείνη τη στιγμή ο Αντρέι κατάλαβε, ότι τα κορμιά τους αναδύουν μια πολύ ορισμένη μυρωδιά. Και το άρωμα αυτό δεν έμοιαζε με τίποτα απολύτως!
Ο Αντρέι ξεπέρασε την τάση για αμηχανία και μύρισε τον αέρα. Ήταν η μυρωδιά, που θα μπορούσε να έρθει με ένα φύσημα του ανέμου από την κοιλάδα, γεμάτη με λουλούδια, και είχε ακόμα μια γεύση από μαυρισμένο κοριτσίστικο ποπό, έτσι, όταν έκανε μισό μέτρο πίσω, το άρωμα έγινε σχεδόν ανεπαίσθητο, και η ευδαιμονία μειώθηκε απότομα. Πλησίασε λιγάκι – ένιωθε τη μυρωδιά των κορμιών τους – η ευδαιμονία μεγάλωσε από μόνη της αμέσως! Αυτό σε καμία περίπτωση δεν ήταν αυθυποβολή – παραήταν συγκεκριμένη, υπερβολικά ξεκάθαρη η εξάρτηση της εντατικότητας της ευδαιμονίας από την ένταση της μυρωδιάς, και αυτός ανακάλυψε μόλις τώρα αυτή τη νομοτέλεια, χωρίς να ξέρει τίποτα για αυτήν από πριν.
Ο Αντρέι πλησίασε το πρόσωπο του πολύ κοντά στα πατουσάκια τους, έπιασε ακόμα μια απόχρωση – έτσι μυρίζει το ηλιοκαμένο θυμάρι, και η ευδαιμονία στιγμιαία ξεπέρασε εκείνο το όριο, την ύπαρξη του οποίου εκείνος αγνοούσε παντελώς.
Πέρασε η σκέψη «ευδαιμονία», όμως, την έδιωξε, για να μην χαλάσει αυτή τη συναίσθηση. Ήθελε να ανασαίνει ρηχά, όμως, κάνοντας δυο βαθιές εισπνοές ανακάλυψε, ότι η ευδαιμονία είναι αρκετά σταθερή.
– Ναι, αυτές οι προτάσεις είναι γραμμένες στραβά, – συμφώνησε αυτός, κοιτάζοντας το σημείο, το οποίο του έδειχνε ο πιτσιρικάς.
Η ευδαιμονία δεν χανόταν, δεν γινόταν πιο αδύναμη!
– Όχι απλώς στραβά – διαστρεβλώνεται το νόημα τους. Για παράδειγμα, εδώ: “Το σύμπλεγμα RISC μετά από αυτό απελευθερώνεται, είναι έτοιμο να λειτουργήσει, και μπορεί να συνεχίσει τον διαχωρισμό των επόμενων mRNA». Είναι σωστό αυτό?”
Ο Αντρέι σκέφτηκε για λίγα δευτερόλεπτα.
– Α… όχι, το RISC δεν κόβει το mRNA, αλλά το ακινητοποιεί, και τη τομή την κάνει το σλάσερ.
– Μια τέτοια φράση δεν θα μπορούσε να γραφτεί από έναν άνθρωπο, που καταλαβαίνει ξεκάθαρα – τι γράφει. Θα του πετάγονταν στα μάτια και στα αυτιά! Έτσι σου ξέφυγε η στιγμή, όταν έπρεπε να σταματήσεις, να μεταφέρεις την προσοχή σου σε αλλά ενδιαφέροντα, και άρχισες να στοιβάζεις τις φράσεις χωρίς να τα ξεκαθαρίσεις όλα χωρίς βιασύνη και με απόλαυση, έτσι άλλαξε και η γλώσσα – από εύκολη για ανάγνωση έγινε πολύ πιο τεχνική. Όλα τα αυτά – είναι τα κριτήρια του σφάλματος, που έγινε στην πραγματοποίηση της χαρούμενης επιθυμίας.
– Ναι, τώρα μπορώ να το θυμηθώ – όντως δεν ήθελα να παρατήσω την παράγραφο στα μισά του δρόμου, ήθελα να ολοκληρώσω τη δουλειά με αυτό γρηγορότερα, να το τελειώσω και…
– Το συνηθισμένο λάθος. – Συμπέρανε ο πιτσιρικάς, που με μεγάλο ενδιαφέρον παρατηρούσε τον Αντρέι, ο οποίος κοίταζε τα γόνατα και τα μπούτια του. – Τελειομανία.
– Έχω την πείρα όμως. Δεν ήξερα, ότι μπορώ τόσο εύκολα να σκοτώσω τις χαρούμενες επιθυμίες.
– Άφησε τα πάντα στην άκρη, άφησε γενικώς οτιδήποτε, κάνε μερικά αποσπάσματα της απραξίας και συνέκρινε – ποιες επιθυμίες υπάρχουν. Και αυτές να ακολουθείς, – ακούστηκε η φωνή της Μάγια.
– Μάλλον, δεν ανέπτυξα ακόμα την απόλυτη εμπιστοσύνη για τις επιθυμίες. Συνέχεια θέλω να βρω κάποιο αλγόριθμο, κάποιο κριτήριο για το – ποια επιθυμία να πραγματοποιήσω, και ποια – όχι, αντί να αφεθώ σε αυτές. Όταν το ενδιαφέρον μου για την γενετική μειώθηκε, εμφανίστηκε ο φόβος – τι θα γίνει, αν οι επιθυμίες μου θα διαλυθούν, θα επιστρέψουν ξανά στην μισοπεθαμένη κατάσταση; Ως εκ τούτου – η σπασμωδική καταπίεση, η τελειομανία. Τώρα ξέρω, ότι η δηλητηρίαση εμφανίζεται πάρα πολύ γρήγορα!
Ο άντρας ψιθύρισε κάτι στον πιτσιρικά, εκείνος – στο γείτονά του, και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα το κύμα έφτασε σε όλους. Εκτός από τον Αντρέι, φυσικά.
– Πάμε, – αφήνοντας τη θέση της, απευθύνθηκε στον Αντρέι η Μάγια. – Θα κάνουμε μια βόλτα, ενώ ο Μάρτι, – εκείνη έγνεψε προς τον πιτσιρικά, που μίλησε με τον Αντρέι, – έχει κάτι άλλο να κάνει τώρα.