Τον Μάρτιο στα Ιμαλάια ο καιρός αρχίζει και πάλι να ζεσταίνει. Τα περάσματα είναι ακόμα καλυμμένα με χιόνι, όμως, για τους κάτοικους της βάσης, που βρισκόταν σε μικρό υψόμετρο, αν και δυο βήματα μακριά από τις χιονισμένες κορυφές, δεν άλλαξαν και πολλά στην αλλαγή των εποχών, μόνο που μετά από το ηλιοβασίλεμα δεν χρειαζόταν πια να φοράς πολαρτέκ-300, μα βολευόσουν και με το πολαρτέκ-100 ή και ένα απλό φανελάκι.
Για τη Τζέιν έτσι και έμεινε άγνωστο – σε ποια συγκεκριμένη στιγμή και για ποιο λόγο η Φόσσα με τη Φλορίντα αποφάσισαν, ότι εκείνη περνάει στην τρίτη τάξη. Απλώς μια ωραία μέρα μάζεψαν την ομάδα τους και πληροφόρησαν τα παιδιά, ότι είναι έτοιμα για τις πρακτικές της τρίτης τάξης, κατόπιν η Φλορίντα απασχόλησε την προσοχή τους για τις επόμενες μερικές ημέρες, στις οποίες έκαναν εξάσκηση στα στοιχεία των νέων πρακτικών, τις οποίες εκείνη τους παρουσίασε, και που στόχευαν στην επίτευξη των συνειδητοποιημένων οραμάτων (των ΣΟ), και σταθερό έλεγχο του εαυτού τους μέσα σε αυτά.
Πρώτα απ` όλα απαίτησε από όλους να πηγαίνουν για ύπνο νωρίς – στις εννιά η ώρα. Για να απομονωθούν από τη ζωή γύρω τους, έφευγαν για νύχτα στο άλσος από μπαμπού. Η Τζέιν είχε ξαναέρθει εκεί, όχι πολλές φορές όμως, διότι δεν είχε απολύτως τίποτα να κάνει μέσα – μονώροφο μικρό σπιτάκι, με ένα και μοναδικό δωμάτιο τρία επί τρία μέτρα, το διακοσμούσε μόνο ένα γραφείο και καρέκλα, μερικά ράφια με βιβλία στον τοίχο και ένα στρώμα στο πάτωμα. Αυτό ήταν. Έτσι, όταν έβγαζες το λαπ-τοπ από το δίκτυο, βρισκόσουν σε πλήρη αποκλεισμό. Οι τοίχοι του σπιτιού ήταν κτισμένοι με τούβλα, και είχαν δυο παράθυρα, τα οποία, ωστόσο, ήταν εντελώς άχρηστα, διότι γύρω από το σπίτι φύτρωναν τα βλαστάρια του μπαμπού απ` όλες τις μεριές. Η πυκνότητα, με την οποία μεγάλωνε το μπαμπού, ήταν απίστευτη – ήταν σχεδόν αδύνατον να χώσεις μέσα την παλάμη σου, δεν μιλάμε καν για το ολόκληρο το χέρι. Μερικοί κορμοί έφταναν στα είκοσι εκατοστά πάχος, και αυτά τα τέρατα υψώνονταν πάνω για δεκαπέντε, ακόμα και είκοσι μέτρα. Μέσα από αυτή την ζούγκλα προς την είσοδο του σπιτιού πήγαινε ένα λυγιστό μονοπατάκι. Έτσι δημιουργήθηκε η απόλυτη, εκατό τοις εκατό μοναξιά. Είχαν καμία δεκαριά τέτοια σπιτάκια εδώ. Ανάμεσα σε αυτά βρισκόταν ένα δίκτυο από μικροσκοπικές τεχνίτες λίμνες με γεφυράκια, και όλα τα αυτά με τη σειρά τους περιβάλλονταν από άλλον έναν δυνατό «τοίχο» από το μπαμπού, με αυτόν τον τρόπο ολόκληρο το άλσος στην ουσία ήταν ένας μικρός κλειστός κόσμος. Όποτε κάποιος έπαιρνε ένα σπιτάκι, στην είσοδο κρεμούσαν μια μικρή ταμπελίτσα, έτσι κανείς δεν θα έμπαινε μέσα να ενοχλήσει τον κάτοικο.
Κατόπιν η Φλορίντα τους διέταξε να ξυπνάνε κάθε δυο ώρες και να καταγράφουν σύντομα τα όνειρά τους. Το πρωί αφιέρωναν περίπου μια ώρα για να καταγράψουν με περισσότερες λεπτομέρειες αυτό, που είδαν στον ύπνο τους, και μετά, συγκεντρωμένοι όλοι μαζί, ανά ζεύγη συζητούσαν την συμπεριφορά συνεργάτη τους στον ύπνο του, όπως θα ήταν, αν θα βρίσκονταν σε πραγματικότητα – ρωτούσαν για τα κίνητρα των πράξεων τους, ανακάλυπταν τον δογματισμό, αναποφασιστικότητα, τα αρνητικά συναισθήματα και τα λοιπά και τα λοιπά. Αυτό ήταν εύκολο, διότι υπήρξαν πολλοί σκοτισμοί, και όλοι τους ήταν οφθαλμοφανείς. Η Φλορίντα το ονόμασε «να αναλαμβάνεις την ευθύνη για τα όνειρα» και εξηγούσε, ότι ένας από τους λόγους, ότι τα όνειρα του ανθρώπου, ακόμα και στην δεύτερη τάξη, είναι τόσο χαοτικά, βρίσκεται στο ότι οι άνθρωποι δεν συνηθίζουν να αναλαμβάνουν την ευθύνη για ο, τι έκαναν και βίωσαν μέσα στον ύπνο τους. Αν αντιληφθείς τη σφαίρα των ονείρων ως σφαίρα της προσωπικής σου ευθύνης, τότε η κατάσταση αλλάζει. Ήταν αρκετά ασυνήθιστο να αναλαμβάνουν αυτή την ευθύνη, ωστόσο το αποτέλεσμα όντως βγήκε πάρα πολύ ενδιαφέρον.
Έγινε επίσης υποχρεωτικός ο απογευματινός ύπνος – έστω για δεκαπέντε λεπτά την ημέρα, και όχι περισσότερο από μισή ώρα, κατά προτίμηση δυο φορές – στις μια η ώρα το μεσημέρι και στις πέντε. Από τη μια, τέτοιος σύντομος ημερήσιος ύπνος οδηγούσε στην πλήρη απάλειψη της υπνηλίας, που εμφανιζόταν από την πρωινή αφύπνιση. Από την άλλη, ακριβώς αυτά τα λεπτά αποδείχθηκαν τα πιο συναρπαστικά από την άποψη της εμφάνισης των εξωσωματικών εμπειριών (ΑΣΕ) και των συνειδητοποιημένων οραμάτων (ΣΟ). Τα απογευματινά όνειρα, τα πρώτα βραδινά και τα τελευταία πρωινά όνειρα περιείχαν το μερίδιο του λέοντος όλων των ΑΣΕ και ΣΟ.
Ανάμεσα στα αποσπάσματα, που εκείνοι εκτελούσαν, η Φλορίντα ξεχώρισε την πρακτική της ακίνητης ανάκλησης και πρότεινε να κάνουν τουλάχιστον τρία τέτοια αποσπάσματα την ημέρα, επιδιώκοντας την απόλυτη ακινησία, ώστε όσο το δυνατόν συχνότερα να βιώσουν την αίσθηση της «απώλειας» κάποιων κομματιών του κορμιού τους.
Συναρπαστική αποδείχθηκε και μια νέα πρακτική με την ονομασία «κοιμάμαι ή όχι?». Κατά τη διάρκεια μιας ώρας ή μερικών ωρών – όπως θέλει ο καθένας, ο πρακτικός ανά ένα λεπτό ή ανά πέντε λεπτά περίπου αναρωτιέται: «τώρα κοιμάμαι, ή όχι?». Αφιερώνοντας κάπου πέντε δευτερόλεπτα στην προσπάθεια να το διευκρινίσει, λέει τελικά: «νομίζω, ότι δεν κοιμάμαι». Όπως εξήγησε η Φλορίντα, αν αυτή η πρακτική εκτελείται έντονα, επί μερικές ώρες την ημέρα, ακόμα και μια ολόκληρη ημέρα σερί, τότε αργά η γρήγορα στον ύπνο αυτή η συνήθεια θα λειτουργήσει, και θα κάνεις ακριβώς την ίδια ερώτηση στον εαυτό σου. Εννοείται, ότι το πιο πιθανόν απ` όλα θα απαντήσεις σε αυτήν, ότι «μάλλον, δεν κοιμάμαι τώρα», όμως, αυτό είναι πλέον το επόμενο βήμα.
Χρειάστηκαν περίπου δυο εβδομάδες για αυτήν και για τις άλλες πρακτικές, προτού τα παιδιά άρχισαν να αναρωτιούνται στον ύπνο τους – «κοιμάμαι τώρα η όχι», και έπειτα η καθημερινή πρακτική τους έγινε περιπλοκότερη. Την ώρα, όταν έκαναν στον εαυτό τους αυτή την ερώτηση, επίσης ρωτούσαν – που βρίσκονται τώρα, και αν είναι λογικό, ότι βρίσκονται αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή σ` αυτό το μέρος. Κοίταζαν γύρω-γύρω, και αναρωτιόνταν – μήπως συμβαίνει κάτι, που είναι αδύνατον να συμβεί?
Στην αρχή ήταν αρκετά δύσκολο να εισάγουν τις νέες πρακτικές και να συνηθίσουν στην αλλαγή του τρόπου ζωής, συνδυάζοντας το αυτό με άλλα ενδιαφέροντα, και όμως, ο σκοπός, που τους ανατέθηκε, τους προσέλκυε και έδινε αποφασιστικότητα και επιμονή.
Ακόμα μια εβδομάδα αργότερα η Τζέιν ένοιωσε θρίαμβο – είχε το πρώτο ΣΟ στη ζωή της, και αυτό συνέβη σίγουρα χάρη στις πρακτικές. Ξυπνώντας, εκείνη αμέσως έτρεξε στους άλλους για να μοιραστεί την εμπειρία της.
– Περπατάω στον δρόμο, άνοιξη, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, σπίτια – είμαι σε κάποια άγνωστη πόλη. Κάνω στον εαυτό μου την ερώτηση – «κοιμάμαι η όχι»? Απαντάω – «μάλλον, όχι», και προχωράω. Μετά ρωτάω τον εαυτό μου ξανά – που βρίσκομαι και αν είναι λογικό αυτό? Δεν θυμάμαι, τι απάντησα στον εαυτό μου, μάλλον, κάτι καθησυχαστικό, επειδή το όνειρο συνεχίστηκε χωρίς αλλαγές. Και τότε είδα στην άκρη του δρόμου μια γάτα, που έτρεχε – πολύ ωραία, με κάτι ματάρες, μακρόσωμη. Την ακολούθησα με το βλέμμα μου, η γάτα σταμάτησε και μπροστά στα μάτια μου άρχισε να μεταμορφώνεται στο πουλί – μεταμορφώθηκε κι πέταξε μακριά. Εκείνη τη στιγμή άρχισε – άρχισα να καταλαβαίνω, ότι εδώ συμβαίνει κάτι πολύ λάθος. Σταμάτησα, και άρχισε να αυξάνεται απότομα η συνειδητοποίηση, ότι η γάτα δεν μπορεί να γίνει πουλί. Μέχρι τώρα θυμάμαι αυτή τη διαδικασία – απότομη αύξηση της συνειδητοποίησης – ασυνήθιστη, απερίγραπτη, σαν να πετάει ένας φελλός από το μπουκάλι της σαμπάνιας – αργά, και μετά όλο και πιο αναπόφευκτα. Και κυριολεκτικά μετά από μερικά δευτερόλεπτα ήρθε η πλήρης σαφήνεια, και κατάλαβα αμέσως, ότι κοιμάμαι! Εμφανίστηκε μια τέτοια συναισθηματική διέγερση, ότι παραλίγο να πεταχτώ έξω από το ΕΣΕ, όμως, ηρέμησα, ανέκτησα τον έλεγχο του εαυτού μου, έσβησα τα συναισθήματα, και άρχισα να σκέφτομαι – τι να κάνω από εκεί και ύστερα. Παρατηρώντας τα πάντα γύρω μου, κατάλαβα, ότι βρίσκομαι, μάλλον, κάπου στην Κίνα, διότι όλες οι επιγραφές ήταν με κινεζικά ιερογλυφικά. Ήταν μια μικρή πόλη, και αποφάσισα να καταλάβω ή να ρωτήσω – πως λέγεται. Σκέφτηκα, ότι θα ήταν ενδιαφέρον να θυμηθώ την ονομασία της, και αργότερα να ταξιδέψω προς τα εκεί και να δω – αν όντως ακριβώς έτσι δείχνει, να βρω αυτόν τον δρόμο, να τον περπατήσω. Όμως, η αναζήτηση των ταμπελών με ονομασία αποδείχθηκε πάρα πολύ δύσκολη – με το που προσπαθούσα να διαβάσω την επιγραφή, η εικόνα άρχιζε να θολώνει. Τότε δοκίμασα να πλησιάσω τους ανθρώπους και να ρωτήσω – πως ονομάζεται αυτή η πόλη. Με κοίταζαν με εντελώς κενά, καμία φορά και επιθετικά μάτια, και δεν απαντούσαν τίποτα – απλώς περνούσαν δίπλα. Τότε έπιασα έναν από αυτούς, και κυνηγώντας το βλέμμα του, άρχισα να τον ρωτάω ξανά το ίδιο. Στην αρχή εκείνος προσπαθούσε να ξεφύγει και να ψελλίζει, ότι δεν θα μου μιλήσει, και ότι έχει έναν καλύτερο φίλο, και θα μιλήσει μόνο σε αυτόν. Εγώ συμφώνησα, και εμφανίστηκε αυτός ο φίλος, ντυμένος στα κουρέλια. Του έλεγε, ότι είναι ντυμένος παράλογα, και ότι οι άνθρωποι εδώ είναι παράξενα χαζοί, δεν το βλέπει και ο ίδιος αυτό? Τον ρώτησα – τι μέρος είναι και ποια χρονιά έχουν, μου απάντησε, ότι είναι χίλια εξακόσια δεκατέσσερα, και αμέσως άρχισε να τηλεφωνεί σε κάποιον, για να διευκρινίσει κάτι.
– Και δεν το πρόσεξες, ότι στον δέκατο έβδομο αιώνα κανείς δεν θα μπορούσε να τηλεφωνήσει πουθενά? – Εξεπλάγην η Μπέρτα.
– Όχι, δεν σκέφτηκα καθόλου για αυτό. Συνέχισα να κάνω ερωτήσεις στον φίλο του, και τα μάτια του σαν να καθάρισαν λίγο, και εκείνη τη στιγμή… απλώς χάθηκε! Ο κόσμος γύρω μου ξαφνικά διπλώθηκε σε χαοτικά αποσπάσματα, τα χρώματα ανακατεύτηκαν και σχήματα άρχισαν να λιώνουν. Πρόλαβα ακόμα να μετανιώσω για το ότι δεν εκμεταλλεύτηκα το ΣΟ για να πετάξω, για παράδειγμα, ή να προσπαθήσω να συναντήσω τον Μποντχ, και μετά από αυτό ξύπνησα.
– Εντάξει. – Ήρεμα σχολίασε η Φλορίντα. – Το ΣΟ είναι, βέβαια, πολύ χαμηλής ποιότητας, και δεν πρόσεξες, πως η συνείδηση σου άρχισε να κυλάει και αντί του ΣΟ έβλεπες πια σχεδόν συνηθισμένο όνειρο. Το πιο σημαντικό είναι να αρχίσουν τα ΣΟ, και για να αποκτήσουν περισσότερο νόημα, πρέπει να φτιάξεις ένα σχέδιο για τις πράξεις σου. Όταν πρόκειται να ταξιδέψεις σε μια άγνωστη χώρα, δεν συντάσσεις ένα λεπτομερή σχέδιο για το τι θα κάνεις εκεί? Θα αγοράσεις τον οδηγό, θα εγκατασταθείς στο ξενοδοχείο, θα πας να βρεις αγόρια η κορίτσια να πηδηχτείς, ή θα πας στον ζωολογικό κήπο και τα λοιπά. Με τα ΣΟ συμβαίνει το ίδιο πράγμα. Πρέπει να έχεις ένα σχέδιο, ώστε στο ΣΟ να μην σπαταλάς την συνειδητοποίηση σου στις ανόητες κινήσεις από τη μια μεριά στην άλλη, στις συζητήσεις με χαζούς ανθρώπους και στις άλλες χαζές πράξεις.
– Έχω και εγώ το ίδιο πρόβλημα, – επιβεβαίωσε η Μπέρτα. – Με το που βρίσκομαι στο ΣΟ, αμέσως τρελαίνομαι από τα θετικά συναισθήματα, και πρώτα απ` όλα θέλω ασυγκράτητα να πηδηχτώ. Ξέρω ήδη, ότι αρκεί να το θελήσω, αμέσως εμφανίζεται ένα αγόρι με τις κατάλληλες προδιαγραφές, και αρχίσω να τον πηδάω. Φτάνω πάρα πολύ γρήγορα στο όριο του οργασμού, αμέσως αρχίσω να τον καταπολεμώ, οτιδήποτε, για να μην τελειώσω, η συνειδητοποίηση χάνεται σιγά-σιγά και τέρμα – πέφτω έξω.
– Εμ, αφού το βλέπεις, ότι είσαι ένα πολύ σεμνό κορίτσι, – σήκωσε τους ώμους της η Φλορίντα. – Η Σερένα, για παράδειγμα, πηδιέται κάθε μέρα, Τουλάχιστον, δεν μπορώ να θυμηθώ μια μέρα, όταν δεν την έχω δει να μην κάνει σεξ με κάποιον, ή να μην παίρνει πίπα, ή να μην γλείφει μουνάκι, για αυτό δεν έχει τέτοιο πρόβλημα. Ενώ εσύ… γιατί συμπεριφέρεσαι τόσο σεμνά; Δεν είναι αρκετά τα αγόρια και κορίτσια εδώ, στη Βάση, με τα οποία θα μπορούσες να πηδηχτείς η να χαϊδευτείς?
– Όχι, υπάρχουν αρκετά…
– Η συγκεκριμένα δεν το θέλεις?
– Δύσκολο να πω, – αβέβαια απάντησε η Μπέρτα. – Καμιά φορά μου φαίνεται, ότι δεν θέλω, όμως, κάποιες άλλες φορές καταλαβαίνω, ότι δεν θέλω τέτοιο σεξ, στο οποίο έχω συνηθίσει, ενώ δεν έχω αρκετή τόλμη, μάλλον, για να κάνω κάτι πρόστυχο, πολύ διεγερτικό… σε κάθε περίπτωση, κάθε φορά, όταν ανοίγω πορνό, αμέσως θέλω να χαϊδευτώ και η διέγερση είναι παρά πολύ δυνατή.
– Έχεις μια λίστα των σεξουαλικών φαντασιώσεων? – την σταμάτησε η Φλορίντα.
– Έχω… κάπου.
– Έχεις καιρό να τη συμπληρώσεις?
– Ναι.
– Ποια φαντασίωση σε ερεθίζει περισσότερα απ` όλες? Ποιο είδος των φαντασιώσεων?
– Οι βιασμοί, – αναστέναξε η Μπέρτα. – Πιο δυνατά απ` όλα ερεθίζομαι με τη σκέψη, ότι με πιάνουν πέντε αγόρια και με παίρνουν, δεμένη, όπως θέλουν. Αλλά στην πραγματική ζωή, όταν προσπαθώ να κάνω κάτι τέτοιο, αρχίζω να ντρέπομαι, και αντί να αφεθώ, μαζεύομαι και θέλω αμέσως να τα σταματήσω όλα. Αποπειράθηκα να το κάνω μερικές φορές, και κάθε φορά το σταματούσα, έτσι έπαψα να προσπαθώ.
Η Φλορίντα σκέφτηκε για ένα λεπτό.
– Εντάξει, εδώ δεν μπορώ να σε συμβουλέψω. Βγαίνει, ότι η αμηχανία σου είναι δυνατότερη από εσένα, πιο δυνατή από την επιθυμία σου να πετύχεις τα ΣΟ.
– Μπορώ να κάνω οτιδήποτε, ο, τι πιο πρόστυχο, δηλαδή, ορισμένα να ξεπεράσω την παραλυτική δράση της αμηχανίας, όμως, δεν μπορώ να ξεπεράσω την ίδια αμηχανία, έτσι όσα πρόστυχα πράγματα και να κάνω, απλώς δεν εμφανίζεται η διέγερση. Και σ` αυτό νιώθω αβοήθητη – αν δεν υπάρχει διέγερση – τι να κάνεις?
– Αυτό είναι το σημάδι της ΑΑΣ, – απάντησε η Φλορίντα. – Είσαι μια τόσο σημαντική προσωπικότητα, ότι δεν μπορείς να επιτρέψεις στον εαυτό σου να φερθεί, σαν πουτάνα, σαν πόρνη, δημόσια. Αυτό είναι ορισμένα η ΑΑΣ, και όχι η αμηχανία, σε αυτό πρέπει να επιτεθείς.
– Η ΑΑΣ…, – κάπως χαμένα μουρμούρισε η Μπέρτα.
– Τι, αυτό σε στεναχωρεί τώρα?
– Μάλλον, διότι φανταζόμουν την αμηχανία σαν ένα σχετικά απλό εμπόδιο, ενώ η ΑΑΣ…
– … είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα. Όσο μεγαλύτερη είναι η ΑΑΣ σου, τόσο πιο εύκολα μπορείς να τη θίξεις, αυτό είναι προφανές, και αν είναι εύκολο να τη θίξεις, είναι εύκολο και να παρατηρήσεις, και άρα – εύκολο να καταβάλεις τις προσπάθειες για την απομάκρυνση της. Εντάξει, κοίτα – πάρε αυτές τις μερικές ασκήσεις. Πρώτον, όταν κάποιος από την ομάδα σου θα θέλει να πάει στην τουαλέτα, χώσε το κεφάλι σου στην λεκάνη, και άφησε αυτόν ή αυτήν να σε κατουρήσει. Μπορείς ακόμα να πας στο μπάνιο, και εκείνοι να κατουράνε πάνω στο σώμα, ή στο στόμα σου.
– Στο στόμα? – τα μάτια της Μπέρτας στρογγύλεψαν.
– Έχεις προβλήματα ακοής? – η φωνή της Φλορίντας έγινε σκληρή. – Η δική μου δουλειά – να σου δίνω συμβουλές, και η δική σου – να τις ακολουθήσεις ή να με στείλεις στο διάολο.
Η Μπέρτα τινάχτηκε, σαν γάτα.
– Όχι, δεν έχω αντίρρηση, θα ακολουθήσω τις συμβουλές σου. Δηλαδή, εγώ πρέπει… να πίνω τα ουρά?
– Όχι, δεν χρειάζεται να τα πίνεις. Απλώς ας τρέχουν στο στόμα σου και να πέφτουν από εκεί.
– Και εγώ θέλω να δοκιμάσω να το κάνω έτσι, – μετά από κάποιες σκέψεις είπε η Σερένα. – Είμαι σίγουρη, ότι και η δική μου ΑΑΣ θα θιχτεί με αυτόν τον τρόπο.
– Και εγώ! – γέλασε ο Μάγκνους. – Ακόμα και τώρα, αρκεί να φανταστώ, ότι με κατουράνε στο στόμα ή πάνω στο κεφάλι μου, φρικάρω, ενώ ποιο είναι το φρικιαστικό σε αυτό? Μόνο ένα πράγμα – το θίξιμο για την σημαντικότητα μου. – Έτσι θα συμμετάσχω και εγώ.
– Και εγώ, και εγώ επίσης. – η Τζέιν με την Άρτσι ακολούθησαν τους καταστροφείς της ΑΑΣ, αν και η Τζέιν το έκανε με κάποιο δισταγμό, τον οποίο η Άρτσι φαινόταν να μην αισθάνεται καθόλου.
– Και κάτι άλλο, – συνέχισε η Φλορίντα, απευθυνόμενη στην Μπέρτα. – Μερικές φορές την ημέρα θα έρχεσαι στο γυμναστήριο ή σε οποιοδήποτε από τα εργαστήρια, θα στέκεσαι εκεί σε μια περίοπτη θέση, θα κατεβάζεις τα σορτς και τα βρακάκια σου. Γονάτισε με τον ποπό σου ψηλά, χώσε μέσα ένα μολυβί η ο, τι άλλο θέλεις, και πες δυνατά και ξεκάθαρα: «θέλω να με γαμήσει κάποιος στον κώλο!» Θα το πεις τρεις φορές, και μετά ντύσου και φύγε, κοιτάζοντας τους άλλους κατάματα.
Λυπόσουν να κοιτάξεις την Μπέρτα. Εκείνη κοκκίνισε, αναστέναξε, γέρνοντας το κεφάλι της πίσω, μετά έκλεισε τα μάτια, και τα άνοιξε ξανά.
– Αν δεν θέλεις – μην το κάνεις, – επανέλαβε και πάλι η Φλορίντα.
– Θα το κάνω. – Είπε ξεροκέφαλα η Μπέρτα. – Θα το κάνω.
Εξωτερικά η Φλορίντα έκανε την εντύπωση ενός τελείως μαλακού ανθρώπου. Μικροκαμωμένη, ευλύγιστη και δυνατή, με μικρά πέλματα και μπροστινές πατούσες, φαινόταν μια γατούλα, η οποία ανά πάσα στιγμή θα αρχίσει να γουργουρίζει. Μάλλον, ο καθένας, που την κοίταζε, ήθελε να την πλησιάσει και να την χαϊδέψει, όπως χαϊδεύουν μια γάτα – στο κεφάλι, στον ποπό, στην πλατούλα της. Και όταν αυτή μιλούσε, έδινε τις συμβουλές, ρωτούσε και απαντούσε σε κάτι, η φωνή της ήταν ήρεμη και φιλική. Και όμως, η μετάβαση από την μαλακότητα στην τσιμεντένια σκληράδα στον τόνο της φωνής και στο βλέμμα της δεν έπαιρνε περισσότερα από ένα δευτερόλεπτο. Αρκεί να πεις κάποια βλακεία, και μπαμ, δεν υπάρχει γατούλα, αλλά μια αγριόγατα, με νύχια και δόντια σαν νυστέρι.
Η Τζέιν είδε πολλές φορές, πως παλεύει η Φλορίντα – ας ήταν τζούντο η καράτε, παρέμεινε ο εαυτός της – μαλακές, απαλές κινήσεις, οι οποίες σαν να παραπλανούσαν την προσοχή του αντιπάλου, και μετά – μια επίθεση ή κίνηση – τόσο ορμητική, ότι κανείς δεν προλάβαινε να αντιδράσει. Ακόμα και αν υπήρξε κάποιος, που να μπορούσε να της αντισταθεί στο τατάμι, η Τζέιν δεν τον γνώριζε.
– Και κάτι άλλο, – η Φλορίντα γύρισε στην Τζέιν. – Θυμάσαι εκείνη τη στιγμή, όταν η συνειδητοποίηση άρχισε να σε καλύπτει, και το συνηθισμένο όνειρο μετατράπηκε σε ΣΟ?
– Όχι πολύ καλά. Μπορώ να φανταστώ για τρία, και όταν ξύπνησα, θυμόμουν αυτή την κατάσταση για δέκα, απολύτως ξεκάθαρα.
– Μας κάνει και για τρία. Φτιάξε ένα απόσπασμα από αυτό, γιατί τέτοια αδυναμία; – με έκπληκτη φωνή συνέχισε η Φλορίντα. – Κάθε δέκα δευτερόλεπτα να μπαίνεις στην ανάμνηση αυτής της κατάστασης. Δεκαπέντε λεπτά – ένα απόσπασμα. Αφού ακριβώς αυτό είναι το σημείο-κλειδί – όταν συμβαίνει κάτι, και μέσα στο κανονικό όνειρο αυξάνεται η νηφαλιότητα, η σαφήνεια, εξασκήσου. Και η βεβαιότητα. Να εξασκήσεις την βεβαιότητα σου για το ότι σήμερα θα έχεις το ΣΟ. Είναι τόσο απλό.
Η Φόσσα επίσης πρότεινε στους μαθητές της τρίτης τάξης τις νέες πρακτικές για την καλλιέργεια των ΦΑ. Η πρακτική της αναζήτησης των κραμάτων φάνηκε στην Τζέιν η πιο ενδιαφέρουσα απ`όλες. Επιλέγουν ένα ζευγάρι των ΦΑ, τέτοιων, που φαίνονται άκρως μακρινές μεταξύ τους. Σαν πρώτο παράδειγμα η Φόσσα τους συμβούλεψε να πάρουν την επιμονή με την αίσθηση της ομορφιάς. Επί δεκαπέντε λεπτά (που ισοδυναμούν με ένα απόσπασμα από τη συγκεκριμένη πρακτική), ο πρακτικός επιδιώκει την ταυτόχρονη αίσθηση και της επιμονής, και αίσθησης της ομορφιάς.
– Το πιο απλό είναι να πάρετε ένα σακίδιο και να κάνετε μια βόλτα στα μονοπάτια στο βουνό, – είπε η Φόσσα. – Γίνεται να αισθανθείς και την επιμονή, γυμνάζοντας τους μύες σου, και να κοιτάζεις στα βουνά, στις μουσούδες της Γης, και να βιώνεις την αίσθηση της ομορφιάς. Στην αρχή μπορείς να μεταφέρεις την προσοχή σου κάθε πέντε δευτερόλεπτα από τη μια ΦΑ στην άλλη, υποστηρίζοντας και τις δυο, ενώ λίγη ώρα αργότερα, ας πούμε, είκοσι αποσπάσματα μετά, θα μάθεις να βιώνεις και τις δυο ΦΑ παράλληλα, ταυτόχρονα.
– Αυτό θα είναι το κράμα?
– Μην λες βλακείες, Μάγκνους, – ήρεμα έκοψε η Φόσσα, – θα έπρεπε να ξέρεις, ότι δεν είναι το κράμα, αλλά ακόρντο.
– Ναι, γι` αυτό εξεπλάγην…
– Δεν υπάρχει τίποτα το εκπληκτικό. Αν ο άνθρωπος ξέρει κάτι καλά, το ξέρει. Αν εσύ ξέρεις σίγουρα, ότι η ταυτόχρονη αίσθηση των δυο ΦΑ ονομάζεται ακόρντο, το ξέρεις, τελεία και παύλα. Έτσι οι γνώσεις σου δεν είναι σταθερές, δηλαδή, δεν είναι καν γνώσεις.
– Συμφωνώ.
– Δημιουργώντας το ακόρντο των δυο ΦΑ, – συνέχιζε η Φόσσα, – απλώς συνεχίζεις να τις αισθάνεσαι, όλο και πιο δυνατά, μεταφέροντας την προσοχή από τη μια στην άλλη, τρέφοντας τις, και περιμένεις, – αν θα γίνει το κράμα η όχι. Λέγοντας κράμα, εννοώ μια τέτοια ΦΑ, η οποία δεν αποτελεί το αριθμητικό σύνολο των δυο προηγούμενων αντιλήψεων. Αν δημιουργηθεί τελικά ένα κράμα, δεν θα είναι ούτε η επιμονή, ούτε η αίσθηση της ομορφιάς, θα είναι κάτι καινούριο. Δεν θα έχετε ποτέ καμία εγγύηση για το ότι κάποιες ορισμένες ΦΑ μπορούν να δώσουν ένα κράμα – θα πρέπει να το ερευνήσετε μόνοι σας. Όπως και στην μεταλλουργία, όπου δυο στοιχεία μπορούν να δημιουργήσουν κράμα μόνο υπό ορισμένες συνθήκες, έτσι και εδώ – μπορείτε να ανακαλύψετε, για παράδειγμα, ότι το κράμα της επιμονής και αίσθησης της ομορφιάς εμφανίζεται μόνο και μόνο, όταν η διαπεραστικότητα της επιμονής δεν είναι μικρότερη των πέντε, και η εντατικότητα της αίσθησης ομορφιάς – περισσότερη από πέντε. Πρέπει να δοκιμάζετε διάφορες συνθήκες, να ψάχνετε. Ίσως το κράμα θα δημιουργηθεί, όταν θα προσθέσετε μια μικρή δόση μιας τρίτης ΦΑ. Το να βρεις ακόμα και ένα μοναδικό κράμα – είναι μεγάλη τεχνολογική επιτυχία, διότι τα κράματα, σε αντίθεση με τις απλές ΦΑ, έχουν μοναδικές ιδιότητες και βοηθάνε να λυθούν ορισμένα προβλήματα, ενώ καμία φορά ανοίγουν ακόμα και κάποιες νέες δυνατότητες μπροστά σας.
– Όμως, σίγουρα θα υπάρχει κάποια λίστα με τα κράματα, και η περιγραφή των συνθηκών, υπό τις οποίες αυτά εμφανίζονται, αφού χωρίς καμία αμφιβολία οι μουσούδες με τα δρακάκια μελέτησαν και συνεχίζουν να μελετούν αυτό το ζήτημα?
– Βέβαια, Σερένα, υπάρχει ένας τέτοιος οδηγός των κραμάτων. – Επιβεβαίωσε η Φόσσα. – Όμως εσύ μην τον κοιτάξεις. Μην στερήσεις από τον εαυτό σου την απόλαυση μιας ανεξάρτητης ανακάλυψης του κράματος. Ως ζεύγος των ΦΑ πάρτε οποιεσδήποτε, με τις οποίες θέλετε να πειραματιστείτε. Αλλά να είναι διαφορετικές, να απέχουν πολύ μεταξύ τους.
– Δηλαδή, για παράδειγμα, η συμπάθεια και η αίσθηση της ομορφιάς δεν ταιριάζουν. – Διευκρίνισε ο Μάγκνους.
– Δεν ταιριάζουν, – συμφώνησε η Φόσσα. – Και κάτι ακόμα. Πρέπει όλοι σας να ασχοληθείτε πιο δραστήρια με τις επιστήμες και άλλα πράγματα. Και ταυτόχρονα να μην μειώνετε την εντατικότητα της συσσώρευσης των αποσπασμάτων. Εσύ σπάνια εμφανίζεσαι πια στο εργαστήριο της γενετικής, Τζέιν, – απευθύνθηκε σε αυτήν η Φόσσα. – Η Μάρθα με ρώταγε, με τι σας έχουμε φορτώσει εδώ.
– Μα δουλεύουμε για τους στόχους, τους οποίους μας έθεσε η Φλορίντα, εκτελούμε τα νέα και παλιά αποσπάσματα, Φόσσα, και…
– Εγώ είπα, – εν ριπή οφθαλμού, όπως και η Φλορίντα, η Φόσσα μετατράπηκε σε αρπακτικό με νύχια και με δόντια ενός σπαθόδοντα τίγρη. – Να ασχοληθείτε πιο δραστήρια με τις επιστήμες, και να επαναφέρετε τις παλιές σας εργασίες, χωρίς να μειώσετε την εντατικότητα της συσσώρευσης των αποσπασμάτων. Θέλω να μαζεύετε κάβε μέρα από τριάντα έως πενήντα αποσπάσματα, και να ζείτε ταυτόχρονα έτσι, ώστε ο οποιοσδήποτε άσχετος άνθρωπος θα μπορούσε να νομίσει, ότι δεν σας ενδιαφέρει τίποτε άλλο, εκτός από τις επιστήμες, τα σπορ, σκάκι και βιβλία. Πρέπει να μάθετε να εκτελείτε τα αποσπάσματα κατευθείαν στη μέση οποιασδήποτε άλλης δραστηριότητας. Και έχετε ήδη μια τέτοια εμπειρία, απλώς χρειάζεται τώρα να την εξαπλώσετε και σε καινούριες πρακτικές, Αυτό είναι όλο. Χωρίς να γίνει αυτό, δεν θα μπορέσετε να μεταβείτε στην τέταρτη τάξη.
– Τέλεια, – γέλασε η Σερένα. – Ο` κέυ, θα το κάνω.
Η Μάρθα αντιμετώπισε με μεγάλη χαρά την επιστροφή της Τζέιν στις εντατικές μελέτες στο εργαστήριο της, ακόμα και ο Τζέρι έκανε μια έκπληκτη-φιλόξενη φυσιογνωμία, την πήρε από το χέρι και την οδήγησε στο τραπέζι, όπου καθόταν ένα παλικάρι-Νεπαλέζος περίπου είκοσι δυο χρόνων.
– Κουβεντιάστε, – σύντομα πέταξε ο Τζέρι και εξαφανίστηκε.
– Ο Σουτζάν, – της έδωσε το χέρι το παλικάρι.
– Αχα…, – σφίγγοντας το χέρι, είπε μακρόσυρτα η Τζέιν, – θυμάμαι, σε πρότειναν ως ειδικό στην ιατρική… γεω…ιατρική, έτσι?
– Ναι, γεωιατρική, σωστά.
Το πρόσωπο του φαινόταν κάπως παράξενο, επειδή τα μάτια του ήταν ασυνήθιστα μεγάλα, όμως, είχε ένα ξεκάθαρο και ανοιχτό βλέμμα, έτσι γενικά, παρά την κάποια δυσαναλογία, το πρόσωπο του ήταν όμορφο, ελκυστικό, συμπαθητικό.
– Δεν βρήκα ακόμα, για ποιο πράγμα θα μπορούσαμε… ε… να κουβεντιάσουμε:), – χαμογέλασε η Τζέιν.
– Δεν πειράζει. Απλώς να έρχεσαι σε μένα με οποιεσδήποτε ερωτήσεις, αν αυτές θα περιέχουν τους όρους με προσθήκη «γεω» η «ιατρική», – γέλασε ο Σουτζάν, και έπειτα κάθισε στην καρέκλα του και συνέχισε την εργασία με τα σημειώματα του, λες και η Τζέιν δεν υπήρξε καθόλου εδώ, και δεν έγινε ποτέ καμία συζήτηση μεταξύ τους.
Παρατηρώντας ένα τσίμπημα του παραπόνου, η Τζέιν κατάλαβε, ότι η Φλορίντα είχε δίκιο – όλοι τους έχριζαν κατηγορηματικά μια «θεραπεία» με τη μορφή των ουρών πάνω στο κεφάλι. «Απαράδεκτη υπερηφάνεια», – σκέφτηκε εκείνη και προχώρησε παραπέρα.
Στα νέα του εργαστηρίου βρέθηκε και ένα απρόσμενο – παρά το οτιδήποτε, που θα μπορούσαν να περιμένουν από εκείνον, ο Τζέρι έστρεψε τις οργανωτικές και λομπίστικες προσπάθειες του σε μια παράξενη, ασυνήθιστη για αυτόν κατεύθυνση – μαζί με τον Εντ και τον Πολ έπεισε την διοίκηση να διαθέσει σε αυτούς το επόμενο εργαστήριο στο εσωτερικό του βράχου, και οι εργασίες είχαν ξεκινήσει κιόλας και προχωρούσαν με γρήγορο ρυθμό.
– Άραγε, τι προκάλεσε τέτοια δραστηριότητα του Τζέρι σχετικά με την φυσική; – Ρώτησε η Τζέιν την Μάρθα. – Παλιά μου φάνηκε, ότι αντιμετωπίζει τους φυσικούς περισσότερο ως ανταγωνιστές.
– Οι καιροί έχουν αλλάξει, κουκλί! – Φώναξε η Μάρθα, και τη χτύπησε ξαφνικά και αισθητά στην κοιλιά, έτσι αν η Τζέιν δεν θα προλάβαινε να αντιδράσει και να σφίξει τους μύες της, θα χρειαζόταν κάνα-δυο λεπτά για να επαναφέρει την αναπνοή της. – Οι μικροβιολόγοι μας πέρασαν μια τόσο σταθερή γεφυρούλα στην φυσική, ότι τώρα μάλλον δεν θα είμαστε ποτέ ξανά τόσο ανεξάρτητοι μεταξύ μας, όπως ήμασταν παλιά. Τώρα ο Τζέρι χρειάζεται όσο τίποτε άλλο τους φυσικούς!
– Απίστευτο :) Τι έγινε, όμως?
– Βασικά, τίποτα το επαναστατικό, πολύ καλά ξεχασμένα παλιά. Ακόμα εξήντα χρόνια πριν κάποιος Ελβετός επιστήμονας παρατηρούσε την συμπεριφορά των μονοκύτταρων οργανισμών — Paramecium caudatum.
Από την Μάρθα οι λατινικές ονομασίες των φυτών, των μελών του ανθρώπινου σώματος και οποιονδήποτε άλλων πραγμάτων έβγαιναν με τέτοια ταχύτητα, ότι νόμιζες, πως δεν υπάρχει τίποτα, το οποίο εκείνη δεν θα μπορούσε να μεταφράσει στα λατινικά.
– Τα καλλιεργούσε στο απόλυτο σκοτάδι μέσα σε αποστειρωμένα δοχεία, τα οποία δεν επέτρεπαν στους μικροοργανισμούς να ανταλλάσσουν κανενός είδους χημικά μηνύματα. Σαν αποτέλεσμα των πειραμάτων εκείνος απέδειξε, ότι οι μικροοργανισμοί είναι ικανοί να επηρεάζουν και την τροφική συμπεριφορά, και τους ρυθμούς της ανάπτυξης των γειτόνων τους από τα άλλα δοχεία, και βασιζόμενος σε αυτό υπέθεσε, ότι για να το κάνουν, χρησιμοποιούν την ηλεκτρομαγνητική εκπομπή. Μούρλια, το ξέρω! Προφανώς, τα μικρόβια χρησιμοποιούν για την επικοινωνία την ακτινοβολία τουλάχιστον δυο συχνοτήτων, και στο υπεριώδες φάσμα επίσης. Για παράδειγμα, ανακαλύφθηκε, ότι οι μικροί πληθυσμοί των μικροοργανισμών μεγαλώνουν πολύ πιο γρήγορα, όταν τους διαχωρίζει από τους γείτονες το γυαλί, αδιαπέραστο για την υπεριώδες ακτινοβολία. Όποτε τους χώριζε το γυαλί από χαλαζία, που αφήνει τις UV- ακτίνες, οι ρυθμοί της ανάπτυξης επιβραδύνονταν. Σε εκείνα τα χρόνια έτσι και δεν κατάφεραν να βρουν, ποιες ορισμένα κυτταρικές δομές είναι υπεύθυνες για την εκπομπή, διότι ήρθε η κρίση, πολλές θεμελιώδεις μελέτες είχαν κλειστεί και απλούστατα ξεχάστηκαν. Όμως, εμείς θυμηθήκαμε, ότι οι μονοκύτταροι οργανισμοί μπορούν να επικοινωνούν με την βοήθεια της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, όταν συναντήσαμε και οι ίδιοι κάτι παρόμοιο.
– Στους ίδιους οργανισμούς, ή ο Μαξ βρήκε κάτι άλλο στους ιούς?
– Ο Μαξ, παρεμπιπτόντως, ήδη το ψάχνει, και είναι σίγουρος, ότι θα το βρει, μα εδώ φάνηκε κιόλας η ανεπαρκής αρμοδιότητα των μικροβιολόγων μας στην φυσική, όπως και η έλλειψη του απαραίτητου εξοπλισμού, έτσι άρχισε να γυρίζει και ο Τζέρι. Ενώ εμείς βρήκαμε την ίδια αντίδραση, δουλεύοντας με τα αγαπημένα μας μιτοχόνδρια.
Η Μάρθα έδειχνε πολύ ενθουσιασμένη, όσο μίλαγε για την ανακάλυψη, και στο κεφάλι της Τζέιν ξαφνικά πέρασε μια ερώτηση, την οποία για κάποιο λόγο δεν είχε τολμήσει να κάνει ποτέ πριν.
– Μάρθα, – διέκοψε εκείνη την κοπέλα, – πες μου, αυτή τη στιγμή, εσύ κάνεις κάποια αποσπάσματα?
Νωρίτερα δεν τους έτυχε ποτέ να μιλήσουν για την πρακτική, έτσι η Μάρθα ανέβασε τα φρύδια της με έκπληξη και γέλασε συγκρατημένα.
– Ναι, κάνω.
– Ένα η περισσότερα ταυτόχρονα?
– Περισσότερα.
– Ποια συγκεκριμένα?
– Δεν θα σου πω. – Ήρεμα έκλεισε το θέμα η Μάρθα, και επέστρεψε αμέσως στα μιτοχόνδρια, δείχνοντας ξεκάθαρα, ότι όντως δεν πρόκειται να πει τίποτα.
– Όπως ξέρεις ήδη, ο αριθμός των μιτοχονδρίων μέσα στο κύτταρο δεν είναι μόνιμος. Η ποσότητα τους είναι αυξημένη στα κύτταρα, που έχουν ιδιαίτερη ανάγκη για οξυγόνο. Διαφέρουν επίσης και τα μεγέθη, και το σχήμα τους. Είναι ικανά να αλλάζουν τη μορφή τους, μπορούν να μετακινούνται στις περιοχές, όπου υπάρχει αυξημένη ζήτηση της ενέργειας. Ενώ σε πολλά κύτταρα τα μιτοχόνδρια έχουν ενωθεί κιόλας μεταξύ τους, σχηματίζοντας ένα ή μερικά μεγάλα συμπλέγματα – τους μιτοχονδρίονες. Και όλη αυτή η δραστηριότητα είναι τόσο καταπληκτικά οργανωμένη, ότι είναι απολύτως φυσική η εμφάνιση της ερώτησης – ποιος και με ποιο τρόπο ελέγχει αυτές τις διαδικασίες. Οι επιστήμονες δεν βρήκαν κανενός είδους χημικούς «ταχυδρόμους», οι οποίοι θα μετέφεραν τη συγκεκριμένη πληροφορία από το ένα μιτοχόνδριο στο άλλο, και τότε – περισσότερο για να απορρίψουν αυτή την παράξενη ιδέα, παρά να την επιβεβαιώσουν, αποφάσισαν να δοκιμάσουν – μήπως τα μιτοχόνδρια επικοινωνούν με τη βοήθεια της ηλεκτρομαγνητικής εκπομπής. Το πρόβλημα, βεβαίως, βρισκόταν στο ότι αυτή η εκπομπή, αν υπήρξε τελικά, θα έπρεπε να είναι εξαιρετικά αδύναμη – τόσο αδύναμη, ώστε για να την καταγράψουν χρειαζόταν ένας μοναδικός εξοπλισμός, τον οποίο εμείς, – κι όχι μόνο εμείς, – δεν είχαμε, ή θέλαμε ένα ξεχωριστό κεφάλι, που θα καταφέρει να σκαρφιστεί κάποιο πράγμα για να δυναμώσει αυτές τις εκπομπές, χωρίς να τις διαστρεβλώσει, με έναν τέτοιο τρόπο, που να μπορούσαμε να τους πιάσουμε και να τους «αποκωδικοποιήσουμε». Εντάξει, ξέρεις – ποιος είναι η δική μας ιδιοφυΐα στον ηλεκτρισμό:)
– Ο Πολ, φυσικά?
– Βέβαια. Εσύ ίσως και να καταλάβεις την κατασκευή του μηχανήματος του, εφόσον και από μόνη σου είσαι ξεφτέρι σε αυτά, μα για μένα, ωστόσο, η ραδιοφυσική είναι πολύ μακρινή, μην νομίζεις, όμως – δουλεύω πάνω σε αυτό.
– Και γιατί ο Σουτζάν μετακόμισε στους γενετικούς?
– Για τον ίδιο λόγο. Αφού υπάρχει ολόκληρη ομάδα των κληρονομικών ασθενειών, συνδεδεμένων με σφάλματα στη λειτουργία των μιτοχονδρίων, που οδηγούν στις απώλειες της ενεργειακής δραστηριότητας στα ευκαρυωτικά κύτταρα, και στον άνθρωπο επίσης. Τα γενετικά και βιοχημικά ελαττώματα των μιτοχονδρίων οδηγούν στην διαταραχή της κυτταρικής αναπνοής. Γενικώς οι συνέπειες των μιτοχονδριακών ασθενειών είναι πάρα πολύ ποικιλόμορφες. Λόγο διαφορετικής κατάταξης των ελαττωματικών μιτοχονδρίων σε διάφορα όργανα, η μετάλλαξη μπορεί να οδηγήσει έναν άνθρωπο στην ασθένεια του ήπατος, και κάποιον άλλο – στην εγκεφαλική νόσο. Και ο Σουτζάν – αν και είναι «γεω-», επιπλέον είναι και «-ιατρός», όλα τα αυτά τον ενδιαφέρουν πάρα πολύ, ωστόσο, από την άλλη – αφού τα μιτοχόνδρια επικοινωνούν μεταξύ τους με τη βοήθεια της ηλεκτρομαγνητικής εκπομπής, ίσως να μπορούσαμε να τους δώσουμε τις σωστές διαταγές στη γλώσσα της ακτινοβολίας, να τα αναγκάσουμε να δουλέψουν σωστά, να συντονιστούν σε έναν κατάλληλο ρυθμό, ας το πούμε? Δηλαδή, πολλοί ενδιαφέρθηκαν για αυτό το θέμα, ο Πολ με το μηχάνημα του κυριολεκτικά αλλάζει χέρια:), έγινε άπιαστος, δηλαδή. Οι βιολόγοι από το Κχουμτζούνγκ – τους θυμάσαι?
– Φυσικά! Ιδιαίτερα την Κούνγκα:), – γέλασε η Τζέιν.
– Λοιπόν, ακριβώς η Κούνγκα έπεισε τον Πολ να δουλέψει λιγάκι με τους προστατευόμενους της. Ποιος θα μπορούσε να πει όχι σε αυτό το ζιζάνιο…
– Ασχολιόταν εκεί με κάποια λουλουδάκια?
– Και με τα λουλουδάκια, και με κάτι άλλο, – η Μάρθα έκανε μια αφηρημένη χειρονομία, η οποία μάλλον, έπρεπε να σημαίνει, ότι ένας θεός ξέρει – με τι άλλο θα μπορούσε να ασχολείται εκεί η Κούνγκα. – Στη συγκεκριμένη περίπτωση φόρτωσε στον Πολ τις κάμπιες.
– Έχουν πλάκα οι κάμπιες, τις γουστάρω:)
– Ναι… Λοιπόν αυτοί οι δυο μαζεύτηκαν και απέδειξαν, ότι και οι κάμπιες μεταδίδουν τις πληροφορίες μεταξύ τους με τη βοήθεια της εκπομπής, έτσι προσαρμόζονται γρήγορα στις μεταλλάξεις των διάφορων σφηκών και μυγών, που εκμεταλλεύονται παρασιτικά τους οργανισμούς τους. Και με την ακτινοβολία φτιάχνουν το μενού τους!
– Μενού?
– Ναι, δοκιμάζουν συχνά διάφορα θεραπευτικά βότανα, δηλαδή, εκείνα τα βότανα, που ορισμένα για τις κάμπιες θα ήταν θεραπευτικά, και αν βρίσκουν κάτι ενδιαφέρον, μοιράζονται τις πληροφορίες με τους γείτονες τους.
– Οι κάμπιες γιατρεύονται με τα θεραπευτικά βότανα??
– Και εσύ νόμιζες, ότι μόνο οι άνθρωποι το κάνουν αυτό? Θα ήταν πολύ παράξενο. Στις κάμπιες, που επιλέχθηκαν για τη μελέτη και μολυσμένες με αυγά της μύγας-παράσιτου, βρέθηκε διπλάσια ποσότητα των αλκαλοειδών, συγκεκριμένα της πυρρολιδίνης, απ` ότι στις μη-μολυσμένες. Και η τοξίνη αυτή υπάρχει σε ένα φυτό, Sanguinaria, για παράδειγμα, όπως και στα άλλα, με τα οποία τρέφονται πολύ αυτές οι καθόλου χαζές κάμπιες, όταν τους επιτίθενται οι μύγες. Σαν αποτέλεσμα στην πρώτη γενιά μέχρι την ενηλικίωση επιβιώνουν περίπου είκοσι τοις εκατό περισσότερες μολυσμένες κάμπιες σε σύγκριση με τις άρρωστες κάμπιες, οι οποίες δεν μάσησαν το φάρμακο, και έπειτα το ανοσοποιητικό τους σύστημα αρχίζει από μόνο του να καταπολεμά την εισβολή, έτσι οι μύγες με τη σειρά τους αναγκάζονται να αναζητήσουν κάτι καινούριο, και δεν θα εκπλαγώ καθόλου, αν επικοινωνούν μεταξύ τους σε κάποια ραδιοσυχνότητα…
– Τι, άραγε, θα μπορούσε να παίξει τον ρόλο της γεννήτριας εκπομπής στο μιτοχόνδριο, για παράδειγμα, ή σε άλλον μικροοργανισμό! – Απόρησε η Τζέιν.
– Για σκέψου το εσύ, αφού είσαι μια φυσικός. Εμείς, φυσικά, εδώ έχουμε ελέγξει και τους χλωροπλάστες, και αποκαλύφθηκε, ότι επίσης επικοινωνούν μεταξύ τους σε υπεριώδες φάσμα.
– Για να το σκεφτώ, πρέπει να έχω κάτι, για το οποίο μπορώ να σκεφτώ, – μουρμούρισε η Τζέιν. – Πρέπει να αντιλαμβάνομαι πάρα πολύ καλά την εσωτερική δομή των βακτηριών ή των ίδιων μονοκύτταρων οργανισμών, τον προσανατολισμό στον χώρο των μοριακών ομάδων τους, ίσως και μεμονωμένων μορίων, για να προσπαθήσω να βρω – τι λειτουργεί σαν αναμεταδότης και παραλήπτης, και τι – σαν γεννήτρια των κυμάτων. Αν μου λες, ότι οι χλωροπλάστες επικοινωνούν στο υπεριώδες φάσμα… το υπεριώδες υπάρχει στο ηλιακό φως, και το φως αυτό θα δημιουργούσε τις παρεμβολές, οι οποίες θα καταπίεζαν την μετάδοση. Τότε μπορούμε να υποθέσουμε, ότι οι μεταδόσεις γίνονται μόνο τη νύχτα, ή υπό κάποιες άλλες συνθήκες, όταν το υπεριώδες φως χάνεται – θα το διαπίστωνα πειραματικά αυτό.
– Θα το ελέγξουμε, – έγνεψε η Μάρθα.
– Ακόμα μπορούμε να υποθέσουμε, – συνέχιζε με ενθουσιασμό η Τζέιν, ότι οι χλωροπλάστες έφτιαξαν για τους εαυτούς τους τέτοια μόρια, στα οποία τα εξωτερικά ηλεκτρόνια είναι πάρα πολύ ευαίσθητα ακριβώς στο υπεριώδες φάσμα. Όταν σε αυτά πετυχαίνουν τα φωτόνια, τα ηλεκτρόνια μεταφέρονται σε υψηλότερα ενεργειακά επίπεδα, και με τη δύση του ήλιου αρχίζουν να επιστρέφουν πίσω, εκπέμποντας τα φωτόνια της ίδιας συχνότητας, και αν έχουν μάθει να ελέγχουν αυτή την εκπομπή… η έστω να βάζουν ένα φίλτρο από τα χημικά στοιχεία, τα οποία απορροφούν το υπεριώδες… ανοίγεις τη σχισμή – η εκπομπή φεύγει, κλείνεις – απορροφάται.
– Δηλαδή, μιλάνε με τη βοήθεια του κώδικα Μορς?!
– Σε κάθε περίπτωση, μπορώ να φανταστώ έναν τέτοιο μοριακό μηχανισμό, θα ήταν σχετικά απλός, μα αυτά ίσως να επινόησαν και κάτι περιπλοκότερο…
– Πολύ καλά, θα το μελετήσουμε τότε. Αν θέλεις να είσαι ενήμερη, μην ξεχνάς να διαβάζεις τις αναφορές μας, – πέταξε τελευταία η Μάρθα και εξαφανίστηκε.
Και πάλι η γνωστή κατάσταση των διασπαστικών επιθυμιών κατάπιε την Τζέιν. Ήθελε να προλάβει τα πάντα – και να μελετήσει την γενετική, και μικροβιολογία, και φυσική, και γεωλογία, και ιατρική, και να κατασκευάσει καινούρια μηχανήματα για την μελέτη των εκπομπών των μικροοργανισμών και εντόμων, και να παρακολουθεί την πρόοδο των οικοδομικών εργασιών στο βάθος του λόφου. Και ήθελε, φυσικά, να πετυχαίνει και τα ΣΟ και ΑΣΕ, να συσσωρεύει τα αποσπάσματα, να αναζητά τα κράματα. Θέλεις τόσο πολύ όσο πιο γρήγορα γίνεται να μάθεις να ταξιδεύεις σε διάφορα σύμπαντα, να ενσωματώνεις τις αντιλήψεις των ζωντανών μουσούδων μαζί με τον Τόμας. Θέλεις να κάνεις τζούντο, τένις, καράτε, να κολυμπάς, να παίζεις ποδόσφαιρο και μπάντμιντον. Θέλεις να διαβάσεις τα ιστορικά βιβλία και να γράψεις τα σεμινάρια για τα πιτσιρίκια, να μιλήσεις με τους σκαντζόχοιρους, να πηδιέσαι και να χαϊδεύεσαι, θέλεις όλα τα αυτά και πολλά περισσότερα, και καταλαβαίνεις απολύτως ξεκάθαρα, ότι δεν θα τα προλάβεις όλα με τίποτα. Και ανέβαινε κάτι επώδυνα-πικρό, κάποια νοσηρή απελπισία από την κατανόηση, ότι υπό οποιεσδήποτε συνθήκες δεν θα τα προλάβεις όλα. Γύρω της έβραζε η ζωή, ορμούσε προς όλες τις κατευθύνσεις, πιτσιλούσε παντού με νέες μελέτες, εργαστήρια, γεγονότα και συναισθήματα, και κανείς δεν θα προλάβει παντού, όσο και να το θέλει, ας ζήσει εκατό ή χίλια χρόνια.
Πρέπει να μάθει να συμβιβάζεται με αυτό, να απομακρύνει αυτή την φιλασθένεια, αφού είναι προφανώς αρρώστια, εφόσον δεν προέρχεται από την βαρεμάρα και ανία, τότε θα μπορούσε ακόμα να την ονομάσει εποικοδομητική, μα παίρνει την αρχή της από την επιθυμία της κτήσης – να μην χάσεις κάτι συναρπαστικό, να μην προσπεράσεις, να ακούσεις όλες τις σημαντικές συζητήσεις και να συμμετάσχεις σε όλα τα σημαντικά γεγονότα. Όμως, είχε βάλει μπροστά της έναν τέτοιο στόχο, ουσιαστικά; Είναι αυτός ο στόχος σημαντικός για εκείνη; Αφού αυτή τη στιγμή, σε οποιοδήποτε χρονικό διάστημα εκείνη επιλέγει την πιο δυνατή, παθιασμένη, χαρούμενη από όλες τις επιθυμίες της, και αυτό σημαίνει, ότι όσο το κάνει, θα εμφανίζονται οι νέες αποχρώσεις των συναισθήσεων, η ζωή θα μοιάζει γεμάτη ως τις άκρες, και ακριβώς αυτό κάνει τον άνθρωπο ευτυχισμένο – ανεξάρτητα από το πόσο ευρεία έχουν απλωθεί τα ενδιαφέροντα και οι γνώσεις του.
Η Τζέιν αναρωτήθηκε – τι θέλει αυτή τη στιγμή περισσότερο απ` όλα; Το σώμα των επιθυμιών της «τεντώθηκε», «ξεπιάστηκε» σε όλα τα «μέλη του», και έγινε ξεκάθαρα, ότι πιο πολύ απ όλα θέλει τώρα να διαβάσει μια ωρίτσα την γενετική, να κάνει ταυτόχρονα την ανά ένα λεπτό καταγραφή και να περιμένει παράλληλα με όλα τα αυτά τον «ελέφαντα». Και να θυμηθεί την τρυφερότητα. Και να σηκώνει την μπάρα με προσπάθειες των πέντε λεπτών. Αυτό το θέλει πιο δυνατά απ` όλα τα άλλα, και δεν υπάρχει τίποτα ισχυρότερο. Και – έχοντας αναρωτηθεί για κάτι άλλο πια – κατά πόσο η ζωή, που ζει τώρα, είναι ευτυχισμένη και γεμάτη, εκείνη κατάλαβε με διαφάνεια, ότι όλα είναι σωστά – η ζωή είναι όντως γεμάτη ως τις άκρες, και θέλει να τη γεμίζει και άλλο, όμως, η επιθυμία αυτή – δεν είναι πυρετώδεις και σπασμωδική, αλλά κυλάει και βιώνεται σαν μια ροή διάφανου ρεύματος, που παίρνει φόρα, γίνεται όλο και πιο καθολική και ισχυρή, δημιουργώντας τις κρίσεις της διαπεραστικής απόλαυσης στο κέντρο του στήθους, στο λαιμό και στην καρδιά, περνώντας στις παλάμες και στις βουβωνικές χώρες. Πόσο ωραία ζωντανεύει το κορμί! Και εκείνη τη στιγμή σαν να κάηκε όλη η περιοχή κοντά στις ωμοπλάτες – σαν να άρχισε να βράζει και να εξατμίζεται το δέρμα της, και οι αισθήσεις από τη μια μεριά ήταν πολύ απότομες, έτσι το παραμικρό άγγιγμα της μπλούζας ανταποκρινόταν με δυνατές αισθήσεις, και από την άλλη προς όλες τις κατευθύνσεις από τις ωμοπλάτες σαν να έτρεχαν κύματα απόλαυσης, περνούσαν πάνω στην πλάτη και διαλύονταν κάπου στο εσωτερικό των μηρών, και σε λίγο εκεί το δέρμα άρχισε να «βράζει». Γνωρίζοντας αυτά τα φαινόμενα από τη θεωρία, η Τζέιν δεν βίωσε ούτε φόβο, ούτε προβληματισμό – ήταν οι ενδείξεις της «φυσικής μεταμόρφωσης», και αυτό συνέβαινε για πρώτη φορά στη ζωή της, φέρνοντας την σοβαρότητα και το κάλεσμα – οι περιπέτειες την περίμεναν μπροστά, όπως μπροστά της ήταν και η πιο μεγάλη περιπέτεια.