Μετά από το δείπνο η παρέα χώρισε. Ο Αντρέι, ο Τόμας, η Γιόλκα, ο Χανς, και το κορίτσι, που ενδιαφερόταν για την «ιατρική των ΕΣΕ», όπως και εκείνος ο άντρας, που ήρθε μαζί της, πήγαν στο ξενοδοχείο. Ο Αντρέι δεν μπορούσε με τίποτα να ξεχάσει την παράξενη φράση, με την οποία κάποιος ανέφερε τον νέο πολιτισμό. «Καταδύσεις», «πολιτισμός»… μιλάνε για ντάιβινγκ? Για την Ατλαντίδα?
– Βρήκατε κάποιο πολιτισμό κάτω από το νερό, στον ωκεανό?
Ο Τόμας και ο Χανς γέλασαν.
– Γιατί όχι, ίσως και θα τη βρούμε! – απολύτως σοβαρά απάντησε η Γιόλκα. Έχουμε μια ομάδα δυτών – πιο συγκεκριμένα δυτών με trimix, που βουτάνε στον ωκεανό και πετυχαίνουν τα νέα ρεκόρ στα βάθη.
– Ξέρω, τι είναι το trimix , είναι η μίξη του ήλιου, αζώτου και οξυγόνου – ένα μείγμα των αερίων, στο οποίο το άζωτο αντικαθίσταται εν μέρει με ήλιο, για να μειωθεί η αζωτική δηλητηρίαση.
Ο Αντρέι άκουσε αυτές τις κουβέντες στην παρέα των δυτών, με την οποία βούταγε η Κιμίκο, και τώρα ένιωθε χαρούμενος, ότι δεν είναι και εντελώς άσχετος. Ξαφνικά θέλησε και πάλι να πάρει αυτή την δυνατή Γιαπωνέζα, να ανοίξει τα πόδια της, να πιάσει το στήθος και να καρφώνει τον πούτσο του με φόρα, χωρίς πολλά-πολλά, μια φορά μετά την άλλη, νιώθοντας, πως τον αγκαλιάζει το μουνάκι της, πως τα χέρια της μια σφίγγουν το σεντόνι χαοτικά, και την άλλη να γρατζουνάνε την πλάτη του …
– Άραγε, εδώ μπορούμε να βρούμε πουτανίτσες; – είπε ο Αντρέι με μια μικρή παύση, ξεπερνώντας την ντροπή να μιλάει στ`ανοιχτά για αυτό το θέμα.
– Φυσικά, – ο Χανς έκανε μια φαρδιά χειρονομία, – παντού, σχεδόν σε οποιοδήποτε μασαζάδικο, απλώς έρχεσαι και λες – δεν θέλω μασάζ, μόνο το σεξ, και σε κάθε δεύτερο μαγαζάκι θα σου δείξουν κοπέλες να επιλέξεις, πες και την τιμή κατευθείαν – δυο χιλιάδες ρουπίες την ώρα.
– Τέλεια!
– Όχι και τόσο τέλεια:), – χαμογέλασε στραβά ο Χανς. – Για αυτές το σεξ – είναι και πάλι κάτι πρόστυχο, σχεδόν κανείς δεν θα σ` τον ρουφήξει, θα κρύβουν το στήθος τους, ακόμα και αν καταφέρεις να ανάψεις το κορίτσι, ακόμα και αν αυτή τελειώσει, και πάλι αμέσως θα μετατραπεί σε άβουλο πλάσμα, που φτύνει με απέχθεια, αν το στόμα της αγγίξει το πέος σου, ή αν τη φιλήσεις στο στόμα – αφότου έγλειψες το μουνάκι της.
– Για την ικανοποίηση της μηχανικής σεξουαλικής επιθυμίας και αυτό το σεξ ταιριάζει απόλυτα, – παρατήρησε η Γιόλκα. – Δεν είναι επιθετικές, αρκετά τρυφερές και όντως πολύ υπάκουες.
– Για την μσε [μηχανική σεξουαλική επιθυμία] – ναι, ταιριάζουν, συμφωνώ. Όμως, αν θα περιμένεις κάτι περισσότερο – μάλλον, δεν θα το πάρεις ποτέ.
– Θα δοκιμάσω, σήμερα κιόλας! Η αύριο. – Ο Αντρέι ένιωθε ευχάριστη διέγερση, επειδή καταλάβαινε, πόσες πολλές προσιτές κοπέλες υπάρχουν εκεί έξω, και δεν συνειδητοποιούσε, ότι η φαντασία του ζωγραφίζει ανεξέλεγκτα πολύ πιο ελκυστικές εικόνες, απ` ότι θα μπορούσε να περιμένει πραγματικά σε αυτή την σχεδόν μουσουλμανική ατμόσφαιρα της παθολογικής ντροπαλότητας.
– Και εγώ είμαι trimix-δύτης, – συνέχισε η Γιόλκα. – Ακόμα ο Μπόντχι με Ινδιάνο και… κάποια άλλα παιδιά στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα άρχισαν να πετυχαίνουν τα νέα ρεκόρ, όταν το μεγαλύτερο καταγεγραμμένο ρεκόρ ανερχόταν σε τριακόσια τριάντα μέτρα, μα και οι ίδιοι μετρητές βάθους από τότε είχαν ως μεγαλύτερη ένδειξη τα ίδια τριακόσια τριάντα μέτρα, έτσι και έμειναν μέχρι τώρα – τίποτα δεν καταγράφει βαθύτερα. Εκείνοι άρχισαν να κατεβαίνουν ακόμα πιο κάτω, και σταδιακά σχηματίστηκε μια ομάδα με παιδιά, ενθουσιασμένα με αυτό – είναι σαν τη πτήση στο διάστημα!
– Μα πώς μπορείς να κατέβεις βαθύτερα, αν δεν έχεις κάτι για να μετρήσεις το βάθος; – απόρησε ο Αντρέι. – Απ` ότι ξέρω, η κατάδυση υπολογίζεται με ειδικό πρόγραμμα στον υπολογιστή, και ύστερα το σχέδιο της κατάδυσης, που συμπεριλαμβάνει τον χρόνο, τα βάθη, την αλλαγή των μειγμάτων του αεριού – όλα τα αυτά μεταφέρονται σε σχέδια, τα είδα, και σύμφωνα με αυτά τα σχέδια αυτοί καταδύονται και ανεβαίνουν, και αν δεν γνωρίζεις το βάθος – αυτό ισοδυναμεί με θάνατο…
– Από τότε ο Μπόντχι έλυσε το πρόβλημα. Όταν πάμε να σπάσουμε το ρεκόρ, καταδυόμαστε σε ένα από τα προετοιμασμένα μέρη. Ο τοίχος σε όλη τη διάρκεια μέχρι τον πυθμένα κατεβαίνει σαν μια αρκετά απότομη πλαγιά, και εκεί τοποθετήσαμε ειδικά σημαδάκια ανά κάθε είκοσι μέτρα, ενώ αρχίζοντας από τα τριακόσια μέτρα χρησιμοποιούμε το μέτρο – βάζουμε τα σημαδάκια ανά μια τέτοια απόσταση, η οποία αντιστοιχεί σε πέντε μέτρα βάθος – υπολογίζουμε το βάθος από το μάκρος του μέτρου, έχοντας υπ` όψιν και τη κλίση της πλαγιάς. Έτσι από τα σημαδάκια βρίσκουμε το βάθος.
– Το δικό σου προσωπικό ρεκόρ πόσο είναι?
– Τετρακόσια εξήντα πέντε.
– Και εγώ θέλω να το κάνω. Γίνεται?
– Θα δούμε…
– :)
Ο Αντρέι είχε συνηθίσει πια στην απάντηση «θα δούμε».
– Ακόμα μελετάμε την συμπεριφορά του οργανισμού σε ένα τέτοιο φανταστικό βάθος, διότι κανείς πριν από εμάς δεν το έχει μελετήσει, παρατηρούμε διάφορα σύνδρομα, βρίσκουμε την αιτία τους, την ξεπερνάμε, πηγαίνουμε βαθύτερα, ερευνούμε την υποβρύχια ζωή σε αυτά τα βάθη.
– Και η Ατλαντίδα? – υπενθύμισε ο Αντρέι.
Αυτοί μπήκαν στο ξενοδοχείο, και η Γιόλκα πρότεινε να πάνε στο δωμάτιο τους.
– Βρήκαμε την Ατλαντίδα, όχι την υποβρύχια όμως …
– Στον κόσμο των ΣΟ?
– Όχι ακριβώς. – Η Γιόλκα κάθισε στο κρεβάτι, έπειτα ξάπλωσε και άρχισε να τεντώνεται για να ξεπιαστούν οι μύες της. – Μιλώντας γενικά, δεν υπάρχουν κανενός είδος «σύμπαντα των ΣΟ», απλώς όπως και οι έξοδοι από το σώμα, έτσι και τα συνειδητοποιημένα οράματα – είναι ένας δρόμος στους κόσμους, που υπάρχουν πέρα από τον δικό μας. Τα σύμπαντα μας είναι τόσο απομακρυσμένα, ότι μπορείς να ζήσεις και ένα εκατομμύριο χρόνια, όντας απολύτως σίγουρος για το ότι αυτά δεν υπάρχουν. Εκτός από τα ΣΟ και ΕΣΕ, υπάρχουν και άλλοι τρόποι να φτάσεις εκεί, ο Χανς κάποτε ανακάλυψε έναν από αυτούς.
– Μα πού βρίσκονται αυτά – εννοώ – με την φυσική έννοια της λέξης?
– Οι φυσικοί δεν έχουν και πολλά να πουν σχετικά με αυτό, – απάντησε ο Τόμας. – Σύμφωνα με τα λεγόμενα τους, η φυσική τώρα βρίσκεται σε εμβρυακή κατάσταση, έτσι δεν έχουμε πολλές πιθανότητες να λάβουμε μια ικανοποιητική απάντηση σε τούτη την ερώτηση. Κάποιος διατύπωσε την υπόθεση για το ότι οι αναδιπλωμένες διαστάσεις, οι οποίες αποτελούν το αναπόσπαστο κομμάτι της θεωρίας των υπερχορδών, δημιουργούν κιόλας τις δυνατότητες για την ύπαρξη σε αυτά ολόκληρων τσαμπιών των διαστημάτων, τα οποία υπάρχουν εντελώς αόρατα για εμάς … γενικώς αμφιβάλλω, ότι ορισμένα η φυσική θα μας ανοίξει τον δρόμο στη λύση αυτού του προβλήματος, διότι απαιτούνται υπερβολικά μεγαλειώδεις πόροι, για να γίνει έστω ένα μικρό βήμα εμπρός. Δεν νομίζω, ότι η ανθρωπότητα μπορεί να σπαταλάει γιγαντιαίους πόρους για τόσο καιρό και τόσο αναποτελεσματικά, εκτός και αν τυχαία δεν πέσουμε σε κάποιο σημείο προόδου στις θεμελιώδεις έρευνες μας, το οποίο θα μας επιτρέψει να βγούμε σε ένα εξ `αρχής διαφορετικό επίπεδο των τεχνολογιών.
– Στο κάτω-κάτω, αυτό δεν μας νοιάζει, – τη διέκοψε ο Χανς. – Εμένα σίγουρα, όπως και να έχει. Τι δουλειά έχω εγώ με τους επιταχυντές και τα τηλεσκόπια, αν μπορώ, χρησιμοποιώντας αυτή την τεχνολογία, – εκείνος χτύπησε ελαφρά τη κοιλιά του μερικές φορές – να βρεθώ σε εκείνα τα σύμπαντα και να τα εξερευνήσω?
– Πώς, όμως? – ο Αντρέι συναρπάχτηκε και ήθελε πάρα πολύ να ακούσει κάτι συγκεκριμένο.
Για λίγη ώρα όλοι έμειναν σιωπηλοί. Ο Χανς αντάλλαξε με τη Γιόλκα μερικές φράσεις, τις οποίες ο Αντρέι δεν άκουσε καλά, και πάλι μπήκε σε σκέψεις.
– Πολλά χρόνια πριν, όταν εγώ ήμουν χαζός και άνηκα στην κοινωνία των συνηθισμένων ανθρώπων, – άρχισε ο Χανς, – μου έτυχε μια παράξενη ιστορία, παρεμπιπτόντως, η ιστορία αυτή άρχισε από την γνωριμία με ένα άλλο Ρώσο παλικάρι, τον οποίο επίσης έλεγαν Αντρέι.
Ο Χανς σκέφτηκε για κάτι πάλι, όμως, κανένας δεν τον διέκοπτε, και αυτός συνέχισε, σαν να τα θυμόταν δυνατά, αρκετά μπερδεμένα και καμιά φορά επιστρέφοντας και επαναλαμβάνοντας τα λεγόμενα του, προσθέτοντας την τάδε ή εκείνη λεπτομέρεια. Ίσως να σκεφτόταν παράλληλα για κάτι άλλο, ίσως και να δυσκολευόταν να μαζέψει σε μια μεριά τις μεμονωμένες αναμνήσεις – ούτως η αλλιώς, η ιστορία αυτή ήταν τόσο συναρπαστική, ότι ο Αντρέι και η κοπέλα-γιατρός την άκουγαν με αμέριστη προσοχή. Κρίνοντας απ` όλα, η Γιόλκα και ο Τόμας ήδη γνώριζαν αυτή την ιστορία, όμως, δεν στέρησαν από τους εαυτούς τους την απόλαυση να την ακούσουν για άλλη μια φορά από τον Χανς, ο οποίος, φαινόταν να έχει αφεθεί εξ ολοκλήρου στο παρελθόν.
«Δύσκολο να φανταστούμε, ότι μόλις εκατό πενήντα χρόνια πριν για έναν μεσοαστό το ταξίδι στα Ιμαλάια ήταν εξίσου απρόσιτο, όπως και το ταξίδι στο φεγγάρι. Οι λίγοι ενθουσιαστές επιδείκνυαν θαύματα της αντρείας, αντοχής και ικανότητας να μαζέψουν τους πόρους; Συγκέντρωναν την ομάδα των απελπισμένα γενναίων ανθρώπων, και με μακρύτατα καραβάνια των φορτωμένων γιάκ και αλόγων, και με δεκάδες, καμία φορά και εκατοντάδες αχθοφόρους έφευγαν στην μουντή ομίχλη, από την οποία εξείχαν οι μακρινές λαμπερές βελόνες των απόρθητων θηρίων. Μια ολόκληρη ζωή έμοιαζε να περνάει ανάμεσα στην αρχή της αποστολής μέχρι την ολοκλήρωση της, και σίγουρα δεν επέστρεφαν όλοι, όσοι ξεκινούσαν το ταξίδι, ενώ εκείνοι, που κατάφερναν τελικά να γυρίσουν, πολύ συχνά άφηναν στα βουνά τα παγωμένα και ακρωτηριασμένα δάχτυλα των ποδιών και των χεριών, καμιά φορά ακόμα και τα ίδια πόδια ή χέρια τους. Οι επιζώντες δεν αναγνώριζαν τα δικά τους μέρη και ένιωθαν ξένοι ανάμεσα στους συγγενείς – τους χώριζαν ο υπερβολικά πολύς καιρός, τα γεγονότα, βιώματα, οι απερίγραπτες δοκιμασίες, και ενίοτε αυτό το χάσμα ανάμεσα τους δεν γέμιζε ποτέ. Κάποιοι άρχιζαν να γράφουν, και πολλές φορές – με επιτυχία. Διαβάζοντας τα βιβλία του Μεσόνες, του Χέρτσογκ, του Νόις, του Μπόνινγκτον, βυθιζόμαστε σε αυτές τις καταπληκτικές περιπέτειες των περασμένων χρόνων, εξίσου συναρπαστικές με αυτές, που βγήκαν από τη φαντασία του Μαιν Ρίντ, του Μπουσενάρ (Louis Henri Boussenard), του Φ. Κούπερ η του Ιουλίου Βερν, παρά το ότι τα βιβλία αυτά ήταν στην ουσία ντοκουμέντα, και ίσως και χάρη σε αυτό. Σπάνια η φαντασία μπορεί να συγκριθεί με εκείνο το όργιο των γεγονότων και συναισθημάτων, τα οποία συναντά κάποιος, που τόλμησε εκείνη την εποχή να προκαλέσει τις κορυφές των Ιμαλαΐων. Ήταν κάποιου είδους «ψυχολογική δράση» στο όριο της ζωής και του θανάτου.
Τώρα τα πάντα έχουν αλλάξει. Χωματόδρομος απλώθηκε, σαν μια σκονισμένη και βρομερή ουλή από το Μπένι έως το Μουκτινάτχ. Το μονοπάτι του τρεκ, που προσέλκυε τους λάτρεις του προσιτού ρομαντισμού, πέρασε στην ανυπαρξία, και τα φορτηγά, μοτοσικλέτες και τζιπ, φορτωμένα με Ινδούς προσκυνητές περνάνε δίπλα σου ανά ένα λεπτό, λούζοντας σε με τη δυσωδία του καυσαερίου και τα υστερικά μοτίβα της ινδικής μουσικής. Το δυτικό κομμάτι του τρεκ γύρω της Ανναπούρνας έπαψε ουσιαστικά να υπάρχει. Δεκάδες ξενώνες μετατρέπονται σε ερείπια και κλείνουν, καμιά φορά σε ολόκληρες κωμοπόλεις. Όμως, ο εργατικός λαός του Νεπάλ, που κυβερνάται από τους μαοϊστές, που ήρθαν στην εξουσία, δεν σταματάει το βήμα της αυτοκτονίας του, και ήδη το μεγάλο κομμάτι του ανατολικού τρεκ αυτοκαταστρέφεται – η λεωφόρος, που κτίζεται από το Μπεζιζαγκάρ, προχωράει ακλόνητα βόρεια, στο Μανάνγκ.
Άραγε – πως αισθάνονται για όλα τα αυτά οι πουτάνες από το ACAP – «Annapurna Conservation Area Project» – του οργανισμού, που ιδρύθηκε για να προστατεύει αυτή την καταπληκτική γωνιά του πλανήτη? Για αυτό σκεφτόμουν εγώ, γέρνοντας στην πολυθρόνα μου, καθισμένος στην τσιμεντένια πλατεία του υπαίθριου καφέ κοντά στον ξενώνα στο Τατοπάνι. Πέρυσι ακριβώς σε αυτό το μέρος γνώρισα μια ομάδα Ρώσων τουριστών, με τους οποίους έφτασα μέχρι το Μουκτινάτχ και πήγα στο πέρασμα Τορόνγκ – Λα. Πόσο υπέροχη ήταν εκείνη η Ρωσίδα Ιρίνα, ξανθιά με τέλειους μηρούς και γεμάτα, ζεστά χείλη. Στην αρχή είχα μείνει άναυδος με εκείνη την ξεδιάντροπη επιμονή, με την οποία αυτή με κάλεσε για μια βόλτα κάτω από τα αστέρια, και σαν απάντηση στην προσπάθεια μου να την αγκαλιάσω ευγενικά, αυτή γλίστρησε κάτω, κι ξεπερνώντας την αμήχανη αντίσταση μου, κατέκτησε όχι μόνο το πέος, αλλά και τις σκέψεις και τις φαντασίες μου για όλο το υπόλοιπο ταξίδι μου. Αισθανόμενος τον εαυτό μου υπερβολικά μαζεμένο και κρύο σε σύγκριση με αυτήν, προσπαθούσα να επαναφέρω την υπόληψη μου με τη βοήθεια των βαθυστόχαστων βραδινών συζητήσεων στο δείπνο, όμως, οι τουρίστες, ανεξάρτητα από την μόρφωση και την εθνικότητα τους, στο τρεκ προτιμούσαν τις πιο απλές, πιο στοιχειώδεις συζητήσεις για το φαγητό, τιμές και καιρό, επιδιώκοντας μόνο και μόνο να σκοτώσουν την βαρεμάρα. Η Ιρίνα και πάλι στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, χαχανίζοντας υπερβολικά και ξεστομίζοντας καμιά φορά τέτοιες χαζομάρες, που με έκαναν ακόμα και να κοκκινίσω για λογαριασμό της, μα όταν τη νύχτα έμπαινε στο δωμάτιο μου και με καβάλαγε, της συγχωρούσα τα πάντα. Τώρα, δυστυχώς, ήμουν ανέλπιστα μόνος. Η Ιρίνα σταμάτησε να απαντάει στα γράμματα μου ήδη από τον χειμώνα, ενώ κοντά στην άνοιξη μου έστειλε ένα σύντομο μήνυμα, στο οποίο έλεγε, ότι παντρεύτηκε, περιμένει παιδί και πλέον βρήκε την ευτυχία της. Αποκαλύφθηκε, ότι εκείνη μου κατέστρεψε τη ζωή και με το ότι μετά από αυτήν δεν χώνευα πια τις τερατόμορφες ευρωπαϊκές γυναίκες. Αυτές, βεβαίως, ήταν ικανές να μου δοθούν, και καμιά φορά με απόλυτη ανιδιοτέλεια, όμως, τα ξαπλωμένα, σαν αγάλματα, κορμιά σταμάτησαν να με ανάβουν τόσο, όσο αυτό γινόταν παλιά, και με ανάμνηση, πως η Ιρίνα σερνόταν πάνω μου, με ακινητοποιούσε με το κορμί της, με έπιανε ξεδιάντροπα και κουνιόταν πολλή ώρα, καθισμένη καβάλα πάνω μου, με κρυφό αναστεναγμό εγκατέλειπα αδύναμος άλλο ένα άβουλο σώμα, το οποίο, μάλλον, ήταν περισσότερο ικανοποιημένο με το ότι εγώ δεν κατάφερα τίποτα, έτσι θεωρώ αρκετά μεγάλη βλακεία το να χάνεις τον καιρό σου για το σεξ με τις Ευρωπαίες, παρόλο, που το θεωρώ ωφέλιμο με την φυσιολογική έννοια.
Κάποτε και εγώ ευχαρίστως υποστήριζα τις συζητήσεις για το ότι το σεξ κάνει καλό στην υγεία. Με τη φιλενάδα μου πήγαινα αρκετές φορές στις λέσχες των swingers, αισθανόμενος τον εαυτό μου σύγχρονο και προχωρημένο άνθρωπο, και συνουσιαζόμουν για χάρη τις πολιτιστικής συναναστροφής και προς όφελος της υγείας, που λέγαμε. Όμως, μετά από την Ιρίνα τα πάντα έσπασαν. Σαν να θυμήθηκα, ότι το σεξ, γενικά, μπορεί να είναι το πάθος, η απόλαυση, ενώ οι άλλοι άνθρωποι γύρω μου είτε το είχαν ξεχάσει παντελώς, είτε δεν ήθελαν να το θυμηθούν.
Ζούσα μόνος μου για παραπάνω από έξι μήνες ήδη, χωρίς φίλη, και καθισμένος εδώ, βλέποντας το ηλιοβασίλεμα, ακριβώς στο ίδιο σημείο, όπου ένα χρόνο πριν γνώρισα την Ιρίνα, βίωνα την επιτιθέμενη θλίψη και ανοησία της ζωής μου. Μια παρέα των Ισραηλινών τουριστών κατέλαβε το διπλανό τραπεζάκι και άρχισε αμέσως να αποχαυνώνεται, καπνίζοντας μαριχουάνα. Το αδιάφορο μου βλέμμα γλίστρησε πάνω στις κοπέλες τους – όχι, δεν υπάρχει καμία ευκαιρία εδώ. Ζουν μέσα στο δηλητηριώδη ενυδρείο τους και δεν αφήνουν κανέναν να περάσει μέσα σε αυτό. Παίρνοντας ένα γωνιακό τραπεζάκι, για να μην εισπνέω την μόλυνση, συνέχισα την άχαρη, νωθρή μου ύπαρξη. Πήρα μαζί μου κάποιο βιβλίο, όμως, δεν είχα καμία όρεξη να διαβάσω, μα και το διάβασμα με το βραδινό φως χαλάει τα μάτια.
Λίγα λεπτά αργότερα δύο Ολλανδέζες τουρίστριες κάθισαν δεξιά. Αδύνατες, ψηλές, κοντά στα τριάντα. Και οι δύο είχαν μακριά πόδια με μεγάλα πέλματα. Παρακολουθώντας αυτές τις γυναίκες, ξαφνικά ερεθίστηκα, ακόμα και η μορφή της αναπόφευκτα-νωθρής συνουσίας μόνο και μόνο για την υγεία υποχώρησε κάπου στη σκιά – στο διάολο όλα, η δική τους δουλειά είναι να μου καθίσουν, και εγώ ας προσπαθήσω να το απολαύσω. Σκεπτόμενος, πως θα χαϊδεύω αυτά τα πόδια, άρχισα να αναζητώ κάποιες προφάσεις, με τις οποίες θα μπορούσα να πιάσω την κουβέντα και να καθίσω στο δικό τους τραπέζι, και εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε άλλος ένας τουρίστας. Τα μεγάλα νόστιμα πέλματα σταμάτησαν για λίγο να με ενδιαφέρουν, και κάρφωσα το βλέμμα μου στον νεοφερμένο. Μάλλον – τίποτε το ασυνήθιστο, όμως, οι ματιές, που έριχνε παντού, δεν ταίριαζαν με το μέγεθος του κορμιού του. Και για κάποιο λόγο είχε πάνω το σακίδιο του. Ήταν πια αργά, και αν κάποιος θα ερχόταν εδώ – δεν θα μπορούσε πια να είναι απλός περαστικός, που μπήκε μέσα μόνο και μόνο για να τσιμπήσει κάτι. Άρα, σταμάτησε στον ίδιο ξενώνα. Θα μπορούσα να εξηγήσω ένα μικρό σακίδιο με ανησυχία για τα λεφτά και τα επίσημα έγγραφα, ίσως και για το λαπ-τοπ ή μια κάμερα… όμως, το σακίδιο παραήταν μεγάλο. Για ποιο λόγο χρειαζόταν να κουβαληθεί εδώ με το σακίδιο? Βαρεμάρα, στην οποία βυθίζονται οι τουρίστες στο τρεκ είναι τόσο μεγάλη, ότι ακόμα και η πιο τιποτένια αφορμή για διασκέδαση αντιλαμβάνεται με ενθουσιασμό. Ρίχνοντας ακόμη μια λιγούρικη ματιά στα πόδια των Ολλανδέζων, σκέφτηκα, ότι θα το προλάβω ακόμα, θα κάθονται εδώ για άλλες δύο-τρεις ώρες σίγουρα, και μέχρι τότε εγώ μπορώ να παρατηρήσω τον παράξενο τουρίστα και να φανταστώ τον εαυτό μου Σέρλοκ Χολμς.
Ο τουρίστας πήρε ένα άδειο τραπεζάκι όχι πολύ μακριά, και εγώ γούρλωσα τα μάτια μου – ο άντρας κάθισε, χωρίς να βγάλει το σακίδιο του! Τα πόδια ξεχάστηκαν ολοκληρωτικά. Αυτό δεν κολλούσε πια πουθενά – δεν είχα δει ποτέ τίποτα παρόμοιο, πουθενά. Κατά τα άλλα, ο τουρίστας ήταν εντελώς συνηθισμένος, και όλες οι προσπάθειες μου να βγάλω κάποια συμπεράσματα δεν οδήγησαν πουθενά – τελικά δεν ήμουν και ο καλύτερος… Σέρλοκ Χολμς. Η περιέργεια μου άναβε τόσο περισσότερα, όσο πιο πολύ συνειδητοποιούσα, ότι αν θα χάσω αυτή την ευκαιρία να διασκεδάσω, η επόμενη θα αργήσει να μου παρουσιαστεί. Πολέμησα τις αμφιβολίες για ένα λεπτό ακόμα, πήρα το βιβλίο μου, ένα μπουκάλι αναψυκτικού και πλησιάζοντας το τραπεζάκι, στο οποίο καθόταν εκείνος ο παράξενος άνθρωπος, τον ρώτησα στα αγγλικά – θα έχει αντίρρηση, αν καθίσω δίπλα του;
Ο άνθρωπος δεν είχε αντίρρηση. Από τα αγγλικά του υπέθεσα κάποιο ανατολικό έθνος – την Τσεχία ή την Βουλγαρία.
– Σλοβενία? – είπα ο, τι να` ναι.
– Όχι, είμαι Ρώσος, Ρωσία.
Εγώ έγειρα με κατάπληξη στην πλάτη της πλαστικής καρέκλας.
– Ρώσος; Ο… είχα συναντήσει τους Ρώσους εδώ. – Τίποτε άλλο δεν ερχόταν στο μυαλό μου, και ντρεπόμουν να ρωτήσω απευθείας. Ο Ρώσος επίσης έγειρε στην πλάτη, πάνω στο σακίδιο του, και στο κεφάλι μου ήρθε μια χαζή σκέψη, ότι ίσως το σακίδιο τον εξυπηρετεί για ζεστασιά, μα όχι, και χωρίς αυτό ο καιρός ήταν ζεστός, και το λεπτό πολαρτέκ ήταν παραπάνω από αρκετό.
– Χανς. – συστήθηκα εγώ, συνεχίζοντας να νιώθω αμηχανία. – Τι, αν αυτός ο Ρώσος θα με περάσει για ομοφυλόφιλο; Αυτό μου έλειπε μόνο. Εγώ, όπως και ο κάθε πολιτισμένος Ευρωπαίος, τότε αντιμετώπιζα εξωτερικά ήρεμα τους ομοφυλόφιλους, ωστόσο, ο ίδιος προσπαθούσα να μην προκαλώ τις υποψίες για μια τέτοια σεξουαλική προτίμηση. Στις λέσχες των swingers είχα μερικές ομοφυλοφιλικές επαφές, οι οποίες μου άφησαν αρκετά θολή εντύπωση – από τη μια, οποιοδήποτε σεξ κάνει καλό και από την άλλη – φαινόμουν στον εαυτό μου κάπως αδέξιος και ακαλαίσθητος. Ίσως και να έφταιγε απλώς η απουσία της συνήθειας.
– Αντρέι, – κάπως τυπικά συστήθηκε ο Ρώσος και σώπασε.
– Πρώτη φορά έρχεσαι εδώ? – ρώτησα εγώ, για να ρωτήσω έστω κάτι. Νιώθοντας αμήχανα για τις ανόητες ερωτήσεις, δεν κατάφερνα ωστόσο να σκεφτώ τίποτα καλύτερο – φαινόταν η απόλυτη έλλειψη εμπειρίας στις γνωριμίες με τα αγόρια. Και πάλι στη φαντασία μου άρχισαν να συνωστίζονται οι βλακώδεις εικόνες για το τι θα μπορούσε να έρθει στο μυαλό του Αντρέι, ειδικά αν υπολογίσουμε το ότι για να καθίσω μαζί του, πέρασα δίπλα στις ολοφάνερα διαθέσιμες Ολλανδέζες. Και ξαφνικά αυτό με άναψε πάρα πολύ. Λέγοντας μέσα μου διαόλους, στις προσπάθειες μου να απενοχοποιήσω τον εαυτό μου αναφερόμουν στο ότι εδώ και πολύ καιρό δεν είχα σεξουαλικές επαφές, και ο αέρας τον βουνών, και το σημαντικότερο – πιάστηκα σε αυτή τη σκέψη, λες και ήταν η σανίδα σωτήριας, – έφταιγε ο ερεθισμός από τα μακριά πόδια και μεγάλα πέλματα των Ολλανδέζων! Παρόλα ταύτα, με μεγάλη δυσκολία κατάφερα να αποδιώξω τις σκέψεις για το ότι ο Ρώσος ίσως να νομίζει, ότι προσπαθώ να του ριχτώ, και από αυτές τις σκέψεις το πέος μου σκλήρυνε απολύτως ξεκάθαρα.
Ο Ρώσος σταμάτησε να μιλάει εκείνη τη στιγμή, και εγώ κατάλαβα, ότι έχασα εντελώς ο, τι μου εκείνος μου είπε. Ακόμα καλύτερο… δεν θα χαιρόμουν να φανώ και καθυστερημένος κιόλας. Ας πάει στο καλό, τι σημασία έχει.
Το αγοράκι-σερβιτόρος μας έφερε τον κατάλογο, και οι δυο αρχίσαμε να τον μελετάμε. Η ανάγνωση των καταλογών στους Νεπαλέζικους ξενώνες είναι καθαρής μορφής τυπικότητα, την οποία χρησιμοποιούν οι τουρίστες για να σκοτώσουν την ώρα τους. Όλοι γνωρίζουν εκ των προτέρων – τι έχουν και τι δεν έχουν, διότι σε όλη την έκταση του τρεκ στην δυτική ή στην ανατολική του μεριά η σύσταση του κατάλογου είναι ουσιαστικά ίδια. Μα και το Τατοπάνι, που βρίσκεται πάρα πολύ κοντά στην Ποκχάρα θα μπορούσε να ευχαριστήσει τον τουρίστα με κάτι καταπάνω από τα μακαρόνια, πατάτες και συνθετικές σούπες, έτσι αν ο Ρώσος ήρθε εδώ για πρώτη φορά, θα μπορούσε να είναι κατανοητό το ενδιαφέρον του για τις προτάσεις στον κατάλογο.
Οι βραχνές φωνές των Ολλανδέζων επανέφεραν και πάλι τις φαντασιώσεις μου για τα μακριά τους πόδια, και, φτύνοντας την ευγένεια, χαμογέλασα και έφτιαξα στο πρόσωπο μου την έκφραση του μέγιστου ενδιαφέροντος, αποφασίζοντας να τελειώνω με αυτό και να αλλάξω θέση.
– Θα είστε άβολα με το σακίδιο, – είπα εγώ, προσποιούμενος, ότι μελετάω πάρα πολύ προσεκτικά τον κατάλογο.
– Ναι. – Το επιβεβαίωσε ο Ρώσος. – Δεν βολεύει.
Δεν περίμενα μια τέτοια απάντηση και σταμάτησα να υποκρίνομαι, ότι μελετάω τον κατάλογο.
– Μα…
– Για μένα έτσι είναι καλύτερα, – με διέκοψε ο Αντρέι.
Από το πρόσωπό του φαινόταν, ότι προτιμά να μην αναπτύσσει αυτό το θέμα, όμως, αυτό άναβε ακόμα περισσότερο το ενδιαφέρον μου. Να πάρει – ίσως και θα καταφέρω τελικά να βρω έστω κάποιες εντυπώσεις σε αυτό το μέρος?
– Ίσως να είμαι υπερβολικά επίμονος, Αντρέι, σου ζήτω να με συγχωρέσεις, αφού ξέρεις, πόσο βαρετά είναι εδώ, – γρήγορα είπα εγώ, προσπαθώντας ταυτόχρονα να μιλάω ξεκάθαρα, έχοντας υπ` όψιν, ότι η πλειοψηφία των Ρώσων δεν γνωρίζει ούτε λέξη στα αγγλικά, – αλλά πώς είναι καλύτερα? Αφού δεν βολεύει καθόλου.
Ο Αντρέι σήκωσε το βλέμμα του πάνω μου και με κοίταζε για περίπου δέκα δευτερόλεπτα. Από το βλέμμα του ξαφνικά ένιωθα κάπως δυσάρεστα. Με μια αβοήθητα χαζή έκφραση στο πρόσωπο μου απλώς καθόμουν και τον κοίταζα πίσω.
– Το θέμα είναι, – επιτέλους άρχισε ο Αντρέι, – ότι χρειάζομαι το σακίδιο.
– Ναι, το καταλαβαίνω, – βιάστηκα να συμφωνήσω εγώ, αν και δε υπήρξε κάτι να καταλάβω σε αυτό.
Ο παράξενος Ρώσος, μάλλον, έπιασε επίσης, ότι η δικαιολογία, που έδωσε, δεν εξηγεί τίποτα, και είτε από ευγένεια, είτε από την επιθυμία να βάλει τα πράγματα στη θέση τους και να μην επιστρέφει ξανά στο ίδιο θέμα, μου είπε:
– Ο λόγος βρίσκεται στο ότι χρειάζομαι το σακίδιο συνέχεια, όλη την ώρα, και δεν μπορώ να το βγάλω ούτε για ένα λεπτό.
Στο κεφάλι μου πέρασαν κάποιες εντελώς τερατόμορφες εικόνες των μπαταριών, με τις οποίες συντηρείται η λειτουργία των νεφρών ή του ήπατος του, και ένιωθα κάπως αμήχανα, επειδή ανάγκασα τον άνθρωπο να μιλάει για κάποια προσωπικά ζητήματα, σχετικά με την υγεία του. Όταν είχα ανοίξει ήδη το στόμα μου για να απολογηθώ, σώπασα, διότι ο Ρώσος συνέχισε:
– Απλώς δεν ξέρω, που μπορεί να βρεθώ την επόμενη στιγμή, και δεν θα ήθελα να μείνω χωρίς τα υπάρχοντα μου, χωρίς χαρτιά, λεφτά, τον υπολογιστή μου και μια αλλαξιά ρούχα.
Στηρίζοντας το κεφάλι μου στο χέρι, ένιωθα εντελώς χαμένος. Τον κυνηγάει κάποιος; Ρωσική μαφία; Κατάσκοπο-μανία; Η είναι απλώς ένας τρελός? Τρελός – η σωτήρια σκέψη τα εξήγησε όλα σε μια στιγμή, και ο Ρώσος, προφανώς, τη διάβασε πάνω στο πρόσωπο μου.
– Όχι, δεν είμαι τρελός, – γέλασε εκείνος.
– Όχι, όχι, δεν είχα σκεφτεί κάτι τέτοιο…, – μπερδεμένα προσπαθούσα να δικαιολογηθώ εγώ, με τη σύγχυση μου επιβεβαιώνοντας απλά, ότι όντως ακριβώς έτσι σκεφτόμουν.
– Όχι, άκουσε με, Χανς, αλήθεια, δεν είμαι τρελός, αν και μιλώντας ειλικρινά, κάποια φοβία, αν θα μπορούσα να το πω έτσι, πράγματι με ακολουθεί.
– Χμ, – βαθυστόχαστα ανταποκρίθηκα εγώ.
Και πάλι ήρθε ο σερβιτόρος, και τα επόμενα δέκα λεπτά σπαταλήθηκαν στις εξηγήσεις για το ότι το μαύρο τσάι δεν θα έπρεπε να έρθει πρώτο στο τραπέζι, μα ταυτόχρονα με το σάντουιτς, και όχι πριν, αλλά μετά τη σούπα και ψητό κοτόπουλο, ναι, μετά, και όχι πριν, μετά και όχι ταυτόχρονα.
Παραγγείλαμε το δείπνο στις οκτώ το βράδυ. Δυο λεπτά αργότερα ο Ρώσος συνέχισε:
– Αν σε ενδιαφέρει, μπορώ να σου εξηγήσω, τι εννοούσα, μόνο μην παραπονιέσαι, – χαμογέλασε αυτός, – αργότερα, ότι και σε σένα…
– Ο, όχι, όχι, – κούνησα εγώ τα χέρια μου. – Είμαι εξαιρετικά… πώς να το πω… προσγειωμένος, είμαι απλός άνθρωπος και δεν υπάρχει κανένας λόγος να σκεφτώ, ότι θα μπορούσα… δηλαδή, – σταμάτησα εγώ και έκανα μια κίνηση, σαν να προσκαλούσα τον Αντρέι να μιλήσει.
– Καταλαβαίνεις, φυσικά, ότι υπάρχουν πολύ θρησκευόμενοι, η όχι τόσο, ή και καθόλου θρησκευόμενοι άνθρωποι? – Ήταν ρητορική ερώτηση, και ο Αντρέι συνέχισε αμέσως. – Τι είναι αυτό, όμως: «να είσαι θρήσκος»?
Τούτη η ερώτηση δεν ήταν πλέον ρητορική, και με έβαλε σε σκέψεις.
– Εμ…, – ξεκίνησα εγώ, – ο καθένας, μάλλον, το καταλαβαίνει με τον δικό του τρόπο, και το βασικό σε αυτό – είναι κάποια λεπτή αίσθηση της ύπαρξης του θεού ή της επικοινωνίας μαζί του ή της αίσθησης της συμμετοχής σε κάτι μεγαλύτερο, ή απλώς η συνειδητοποίηση, ότι η ζωή έχει πολύ πιο βαθύτερο νόημα, απ` ότι…
– Εντάξει, αρκετά, – με διέκοψε ο Αντρέι. – Στην πραγματικότητα τα πάντα είναι πολύ πιο απλά. Η θρησκευτικότητα – είναι απλώς και μόνο μια αβάσιμη βεβαιότητα. Δηλαδή, δεν είναι μια αίσθηση, ούτε συνειδητοποίηση, ή η αντίληψη – είναι συγκεκριμένα η βεβαιότητα, πάνω στην οποία βασίζονται και γίνονται δυνατά και τα συναισθήματα, ακόμα και οι αισθήσεις και τα λοιπά, καταλαβαίνεις, για ποιο πράγμα μιλάω τώρα?
Εγώ έγνεψα καταφατικά, χωρίς ιδιαίτερη σιγουριά, όμως.
– Κοίταξε εδώ, – ο Αντρέι πήρε την χαρτοπετσέτα από το τραπέζι, έβγαλε από τη τσάντα μέσης ένα στυλό και έγραψε κάτι. – Μόλις τώρα είδες, ότι εγώ έγραψα κάτι, σωστά?
Εγώ έγνεψα.
– Είσαι σίγουρος, όμως, ότι εγώ όντως έγραψα κάτι, ή ίσως να το προσποιήθηκα μόνο – κούνησα το στυλό μου, και δεν έγραψα τίποτα?
– Βέβαια, ίσως να έγινε και αυτό, – συμφώνησα εγώ.
– Όχι, δεν ρωτάω – αν αυτό είναι δυνατόν ή όχι, σε ρωτάω – είσαι «σίγουρος» για το ότι είναι γραμμένο κάτι στην χαρτοπετσέτα ή όχι?
– Τώρα, μάλλον, δεν είμαι πια.
– Μα πριν σου μιλήσω για μια τέτοια πιθανότητα, ότι μπορούσα και να μην γράψω τίποτα, ήσουν απολύτως σίγουρος, ότι κάτι είναι γραμμένο εκεί, σωστά?
– Σωστά.
– Τώρα μπορείς να αντιληφθείς την αντίληψη της βεβαιότητας – θυμήσου, πως ένιωθες, όταν ήσουν σίγουρος, και να θυμηθείς ακόμα, πως η βεβαιότητα σου αποδυναμώθηκε. Να το θυμηθείς μερικές φορές, βίωσε το ξανά και ξανά – εδώ η δυνατή βεβαιότητα, εδώ η αδύναμη, και πάλι δυνατή, και πάλι αδύναμη. Καν` το και θα αισθανθείς μια ξεχωριστή γεύση της αντίληψης της «βεβαιότητας».
– Ναι, ναι, το έκανα ήδη, – επιβεβαίωσα εγώ.
– Όχι, – γέλασε ο Ρώσος, – εσύ σκέφτηκες μερικές φορές για το ότι η «βεβαιότητα υπήρξε και βεβαιότητα χάθηκε», αλλά δεν άλλαξες την ίδια βεβαιότητα – δεν είναι και τόσο απλό – να αλλάξεις μεμιάς τη βεβαιότητα μερικές φορές. Μην μπερδεύεις τις σκέψεις με τη βεβαιότητα – είναι δυο εντελώς διαφορετικές αντιλήψεις.
Τα λόγια του είχαν νόημα, και τότε το έπιασα αρκετά εύκολα. Το βράδυ, μάλλον, θα μπορούσε να αποδειχθεί όχι τόσο βαρετό, όπως συνήθως.
– Εντάξει, – είπα εγώ. – Θα το κάνω τώρα.
Συγκεντρωμένος στις αναμνήσεις, με κάποια δυσκολία επανέφερα την κατάσταση εκείνης της στιγμής, όταν ο Ρώσος πήρε την χαρτοπετσέτα και άρχισε να γράφει. Ναι, υπήρξε βεβαιότητα, ότι κάτι σημειώνει εκεί. Όχι… υπήρξε βεβαιότητα» – είναι και πάλι μόνο οι σκέψεις, και πρέπει να αισθανθώ ορισμένα την βεβαιότητα αυτή. Επαναφέροντας μια-μια τις λεπτομέρειες στη μνήμη μου, επιτέλους βίωσα την βεβαιότητα για το ότι ο Ρώσος σίγουρα γράφει κάτι, και δεν υποκρίνεται.
– Να` το! – είπα εγώ θριαμβευτικά. – Και πάλι νιώθω τη βεβαιότητα, ότι εσύ έγραψες κάτι εκεί.
– Τώρα κάνε ένα βήμα πίσω – στην βεβαιότητα, ότι εκεί δεν υπάρχει τίποτα γραμμένο. Θα σε βοηθήσω ακόμα να το κάνεις, διότι το στυλό μου είναι χαλασμένο, και δεν θα μπορούσα ούτως η αλλιώς να γράψω ούτε λέξη με αυτό. – Ο Αντρέι κούνησε το στυλό μπροστά στο πρόσωπο μου.
– Ναι, τώρα νιώθω την βεβαιότητα, ότι δεν είναι τίποτα γραμμένο στην χαρτοπετσέτα.
– Κακώς, – γέλασε ο Αντρέι, – το στυλό μου λειτουργεί κανονικά, σε κορόιδεψα.
Με αυτές τις λέξεις έδωσε το στυλό σε μένα, και εγώ το πήρα αυτόματα. Ναι, όντως, έδειχνε εντελώς εν τάξει.
– Τώρα έχεις την πείρα, πως μπορείς με αρκετή ευκολία να αλλάζεις την βεβαιότητα στις κάθετα αντίθετες κατευθύνσεις. Σε βοήθησα, όταν είπα ψέματα για το ότι το στυλό δεν γράφει, όμως, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμία ανάγκη για αυτό, και μπορείς χωρίς καμία δική μου σύμπραξη να βιώσεις τη βεβαιότητα στην αρχή για το ένα, και μετά για το άλλο πράγμα, απλώς χρησιμοποιώντας την ικανότητα σου να θυμάσαι. Απλώς θυμήσου τον εαυτό σου στην κατάσταση, όταν ήσουν σίγουρος, πως υπάρχει η σημείωση, και μετά θυμήσου τον εαυτό σου στην κατάσταση, όταν ήσουν σίγουρος, πως δεν υπάρχει καμία σημείωση. Να το κάνεις καμιά-δυο φορές, αλλιώς δεν θα καταλάβεις αυτά, που θα σου πω μετά.
Φαινόταν, ότι και ο ίδιος Ρώσος συναρπάχτηκε με τη συζήτηση. Μάλλον, δεν υπολόγιζε στο ότι αυτός ο βαριεστημένος τουρίστας, που έπιασε την κουβέντα μαζί του, μπορεί να ενδιαφερθεί για αυτές τις ασκήσεις, μα εγώ πράγματι ένιωθα έντονο ενδιαφέρον για αυτό. Βέβαια, αν τώρα θα καθόμασταν στο δικό μου Μάιντς, δεν θα είχα και τόση υπομονή να χάνω την ώρα μου με αυτές τις νοητικές ασκήσεις, θα έβρισκα κάτι άλλο να ασχοληθώ, όμως, σε αυτό το μέρος…όταν η μοναδική εναλλακτική λύση είναι η χωρίς ιδιαίτερη ελπίδα απόπειρα να φτάσω στα πόδια αυτής της Ολλανδέζας… η οποία το πιο πιθανόν, θα τα αποτραβήξει αμέσως… και πάλι εμφανίστηκε η μορφή της αρπακτικά-λάγνας Ιρίνας, που σχεδόν με ανάγκαζε να φιλάω και να γλύφω τα ποδαράκια της, που βογκούσε τόσο, όταν εγώ υπέκυψα, και ξαφνικά το πέος μου γέμισε με ζεστασιά και δύναμη, άρχισα να σφίγγω πάνω μου τα πέλματα της, να ρουφάω τα δαχτυλάκια της, και εκείνη έβαλε το χέρι ανάμεσα στα πόδια της … τινάζοντας το κεφάλι μου, για άλλη μια φορά έβγαλα το συμπέρασμα, ότι πρέπει να κάνω σεξ πιο συχνά, και επέστρεψα στις ασκήσεις με τη βεβαιότητα. Επιμελώς έκανα, ό, τι μου έλεγε ο Ρώσος να κάνω, διαχωρίζοντας προσεκτικά τις σκέψεις για την βεβαιότητα από την ίδια βεβαιότητα. Εδώ – η βεβαιότητα για το ότι η σημείωση υπάρχει. Είναι πολύ απλό – ο Ρώσος άρχισε να γράφει κάτι, και εννοείται, είναι εντελώς οφθαλμοφανές, ότι η σημείωση είναι εκεί. Μετά – η βεβαιότητα για το ότι δεν υπάρχει καμία σημείωση, και αυτό είναι πολύ απλό επίσης, διότι ο Ρώσος είπε, ότι το στυλό του είναι χαλασμένο, και αφού είναι χαλασμένο, γίνεται σαφές, ότι δεν υπάρχει σημείωση. Πρέπει απλώς να μπλοκάρω την μετέπειτα συζήτηση μαζί του για το ότι το στυλό του λειτουργεί… παρεμπιπτόντως, για πιο λόγο αποφάσισα, ότι το στυλό του είναι εντάξει? Θα μπορούσε να έχει τελειώσει το μελάνι μέσα, εγώ δεν το έλεγξα αυτό! Και είναι πολύ βολικό κιόλας να χρησιμοποιήσω αυτή την αμφιβολία για να συντηρήσω την βεβαιότητα για το ότι δεν γράφτηκε τίποτα στην χαρτοπετσέτα.
Ξαφνικά μου άρεσε πάρα πολύ αυτό, που έκανα. Εμφανίστηκε μια ασυνήθιστη ελαφρότητα, ακόμα και χαρά, σαν να πέρασε από μόνη της η εκ γενετής παράλυση.
– Τέλεια, γίνονται συναρπαστικά πράγματα!
– Γίνονται? – ενδιαφέρθηκε ο Ρώσος.
– Ναι, κανένα πρόβλημα. Και ύστερα τι?
Μασώντας λίγο τα χείλη του, σαν να αμφέβαλε, ο Ρώσος άρχισε να χτυπάει με τα δάχτυλα του το τραπέζι.
– Το ξέρεις, ότι κάποιοι παρά πολύ θρησκευόμενοι άνθρωποι, δηλαδή, τέτοιοι, που για πάρα πολύ καιρό υποστηρίζουν μέσα τους την βεβαιότητα για την ύπαρξη του θεού, λένε, ότι επικοινωνούν με τον θεό, ακόμα και τον βλέπουν?
– Ναι, το έχω ακούσει, αν και…, – εγώ κούνησα το κεφάλι μου.
– Δεν το πολυπιστεύεις?
– Ακριβώς.
– Γίνεται ακόμα, ότι καμιά φορά τα παιδιά επινοούν τους φανταστικούς φίλους, αυτό το έχεις ακούσει?
– Ναι, – επιβεβαίωσα εγώ.
– Διάβασα βιβλία, στα οποία υπήρξαν οι αναφορές των ψυχολόγων, που μελετούσαν τα παιδιά, που πιστεύουν τόσο δυνατά στην πραγματική ύπαρξη αυτών των φανταστικών προσώπων, ότι τα βλέπουν και μιλάνε μαζί τους.
– Δεν με εκπλήσσει αυτό, – έγνεψα εγώ. – Και τι δεν είχα φανταστεί και εγώ, όταν ήμουν μικρός! Φανταζόμουν, ότι πετάω με διαστημόπλοιο, και… – σε αυτό το σημείο εγώ σταμάτησα και κοκκίνισα, διότι θυμήθηκα, πως στην ηλικία των 11-12 χρόνων επί μια ολόκληρη χρονιά είχα έναν φανταστικό φίλο, συνομήλικο, με τον οποίο στις φαντασιώσεις μου έτρεχα στην αυλή, του εκμυστηρευόμουν όλα μου τα μυστικά, και ιδιαίτερα – [λογοκρισία]
Μάλλον, το πρόσωπο μου εκείνη τη στιγμή πρόδιδε τα συναισθήματα, που βίωνα, επειδή ο Ρώσος με κοίταζε σιωπηλός και περίμενε.
– Ναι, – επανέλαβα εγώ, καταλαβαίνω, πως γίνεται να φανταστείς κάτι τόσο, ώστε να αρχίσεις να το βλέπεις, να ακούς, να αισθάνεσαι.
– Όμως και πάλι – δεν είναι παρά οι φαντασιώσεις, έτσι δεν είναι?
Εγώ έγνεψα.
– Εγώ δεν είμαι και τόσο σίγουρος για αυτό, – ξεστόμισε ο Ρώσος αργά.
– Δηλαδή? – εγώ δεν κατάλαβα, τι εννοεί. – Δεν είσαι και τόσο σίγουρος για ποιο πράγμα?
– Δεν είμαι τόσο σίγουρος, ότι η βεβαιότητα δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα, ότι δεν είναι ικανή σε κάποιο βαθμό να σχηματίζει αυτήν την πραγματικότητα.
– Εντάααξει…, – κάπως αμήχανα μούγκρισα εγώ.
Η κατάσταση έγινε άβολη.
– Αυτό σου φαίνεται απίστευτο, εξωπραγματικό?
– Όχι, γιατί, – και πάλι νιώθοντας αμηχανία, είπα εγώ, – σε κάποιο βαθμό μπορώ να συμφωνήσω με το ότι …
– Ο λόγος δεν πάει για την φιλοσοφία, μιλάμε για τα πρακτικά πειράματα, – είπε χαμηλόφωνα ο Ρώσος, – Τα πειράματα, για αυτό και ήρθα σε αυτό το μέρος. Θέλω να το ελέγξω – αν πράγματι η βεβαιότητα μπορεί να αλλάζει την πραγματικότητα.
Εγώ έγειρα στην πλάτη της καρέκλας, ρίχνοντας μια φευγαλέα μάτια στο ρολόι – μέχρι το βραδινό έμεινε τουλάχιστον μισή ώρα, και μιας και ο Ρώσος έγινε τόσο ομιλητικός – γιατί όχι? Το μόνο, που πρέπει να κάνω, είναι να τον ενθαρρύνω με ακαθόριστα επιφωνήματα, αυτό έχει περισσότερο ενδιαφέρον, απ` ότι να μην κάνεις τίποτα απολύτως. Αφού είδα, πως οι Ολλανδέζες γέλασαν καμιά-δυο φορές με κάτι δικά τους, η επιθυμία να τους αποπλανήσω έγινε εντελώς αδύνατη, τόσο νεκρό ήταν το γέλιο τους – σαν να κοπανούσε κάποιος με ρόπαλο ένα φύλλο βροντερού σίδερου – τίποτε το ζωντανό δεν υπήρξε σε αυτό το γέλιο, μα από την άλλη μπορείς απλώς να δοκιμάσεις να φιλήσεις τα πέλματα τους, να γλείψεις τα δαχτυλάκια, να τα ρουφήξεις, και μετά, αποκτώντας πλέον την ιδιότητα του διεστραμμένου, να ευχηθείς καληνύχτα και να αποχωρίσεις …
– Απλώς, όταν μιλάμε για βεβαιότητα, εννοούμε αυτά, που είναι για εμάς προσιτά. – Συνέχιζε ο Ρώσος. – Και τι είναι το προσιτό για μας; Μια καχεκτική βεβαιότητα, ή, στην καλύτερη περίπτωση, βεβαιότητα μεσαίας ισχύς? Και κάποτε σκέφτηκα εγώ – τι θα γίνει, αν εξασκηθώ? Αφού εγώ πηγαίνω στο γυμναστήριο, γυμνάζω τους μύες μου, στην αρχή τόσο αδύναμους, και μετά όλο και πιο δυνατούς… μπορεί κάποιος, που υποφέρει από δυστροφία να φανταστεί τον εαυτό του Σβαρτζενέγκερ? Ειδικά, αν όλοι οι άνθρωποι, τους οποίους είχε δει, και έχει γνωρίσει στη ζωή του, είναι επίσης δυστροφικοί? Αν φανταστούμε έναν κόσμο, στον οποίο οι άνθρωποι έχουν την πιο ελάχιστη ποσότητα των μυών, ίσα-ίσα για να επιβιώνουν – μπορούν τέτοιοι άνθρωποι να φανταστούν, ότι είναι δυνατόν έτσι απλά να αλλάξουμε αυτόν τον κόσμο, – ο Αντρέι γύρισε με το χέρι του κάποιο μακρινό κόσμο, – όπως τον αλλάζουμε τώρα? Κανείς σε εκείνο τον κόσμο των δυστροφικών δεν θα μπορούσε να φανταστεί, ότι με τη βοήθεια των μυών γίνεται να σηκώσεις μια βαριά πέτρα, να πάρεις φόρα, να τη πετάξεις και να σπάσεις το τζάμι πενήντα μέτρα μακριά. Τι, θα πουν εκείνοι, να σηκώσεις ΑΥΤΗ τη πέτρα, και να τη ΠΕΤΑΞΕΙΣ για πενήντα μέτρα… παραμύθια, τρέλα, παιδικές φαντασιώσεις.
Η προσοχή μου επέστρεψε ξανά στη συζήτηση. Ο Ρώσος είναι τελικά πολύ ασυνήθιστος άνθρωπος – ο, τι πρέπει, για να περάσω τον καιρό μου μέχρι το βραδινό γεύμα.
– Συναρπαστικό, – είπα εγώ και κοκκίνισα και πάλι. Μου φάνηκε, ότι ο Ρώσος θα καταλάβει εύκολα την ανειλικρινή μου προσπάθεια να τον χειραγωγήσω, όμως, εκείνος παρασύρθηκε με τον λόγο του.
– Λοιπόν, εγώ σκέφτηκα, τι, αν μπορούμε να γυμνάσουμε τους «μύες» της βεβαιότητας? Τι θα γίνει στην περίπτωση, που αντί της ραχιτικής, καχεκτικής βεβαιότητας, εγώ θα καλλιεργήσω στον εαυτό μου την ικανότητα να βιώνω την βεβαιότητα ισχυρή, καθολική, άφθαρτη?
– Και?…
– Και άρχισα να εξασκούμαι. Ξεκίνησα από τα πιο απλά – από τις περιπτώσεις, όταν πράγματι δεν μπορούσα να ξέρω την κατάσταση των πραγμάτων. Για παράδειγμα, μετά από το ζήτημα μου κάποιος άνθρωπος έγραφε ή δεν έγραφε κάτι σε ένα κομμάτι χαρτί, – ο Αντρέι έδειξε την χαρτοπετσέτα, – έπαιρνα αυτό το κομμάτι χαρτί, το έβαζα στην τσέπη μου και κυκλοφορούσα έτσι, το έπιανα, και όντως δεν ήξερα – αν υπάρχει εκεί κάτι γραμμένο ή όχι, έτσι μου ήταν εύκολο να αλλάζω τη μια βεβαιότητα στην αντίθετη. Αυτό αποδείχθηκε καθόλου δύσκολο, και όπως είδες, ακόμα και εσύ το κατάφερες χωρίς ιδιαίτερο κόπο.
Εγώ έγνεψα.
– Μετά συνειδητοποίησα, όμως, – πόσο μακριά θα φτάσω, αν θα προσπαθώ να γυμνάζω τους μύες μου, σηκώνοντας ένα ελαφρύ πετραδάκι? Οι μύες δυναμώνουν στη δομή και να αυξάνονται στον όγκο τους όταν εγώ σηκώνω κάτι πιο βαρύ, σταδιακά μεγαλώνοντας όλο και περισσότερο το βάρος.
– Ενδιαφέρον! – Αυτή τη φορά όντως ένιωθα ειλικρινά συνεπαρμένος, και με ανυπομονησία παρατηρούσα το πρόσωπο του Ρώσου. – Και μετά?
– Εγώ δυσκόλεψα τα προβλήματα. Για παράδειγμα, μπορούμε να πάρουμε και να σφίξουμε στην παλάμη μας μια μικρή πέτρα. Οι αισθήσεις υπάρχουν μόνο τη στιγμή, όταν αυτές αλλάζουν, και εγώ…
– Περίμενε, δεν το καταλαβαίνω, – τον διέκοψα εγώ. – Είναι η φιλοσοφία τέτοια?
– Μα όχι, – στο πρόσωπο του Ρώσου φάνηκε η ανυπομονησία. – Δεν είναι καμία φιλοσοφία, απλώς έτσι είναι. Έλα, κάθισε, – εκείνος με κάρφωσε με το δάχτυλο του, – κάτσε, χαλάρωσε, στηρίξου στην πλάτη, έλα, έλα, καν` το αυτή τη στιγμή!
Στο πρόσωπο του Ρώσου φαινόταν η δύναμη, η πεποίθηση, στην οποία ήθελες να υπακούσεις, και πάλι, λες και με κορόιδευε, το πέος μου άρχισε να γεμίζει με ζεστασιά.
– Έτσι, – έδινε οδηγίες ο Ρώσος, – και τώρα βάλε τις παλάμες σου εδώ στα χερούλια, τα πόδια λίγο πιο ανοιχτά, όσο γίνεται – να μην ακουμπάει κανένα μέρος του σώματος το άλλο. Και τώρα, – εκείνος κοίταξε το ρολόι του, – κάθισε εδώ έτσι για δυο λεπτά και μην κουνιέσαι καθόλου, με ακούς, καθόλου! Ούτε την άκρη του δάχτυλου, ούτε το γόνατο, ακόμα και αν νιώσεις άβολα, τίποτα!
Δεν το περίμενα, ότι ένας τόσο απλός με τη πρώτη μάτια σκοπός μπορεί να αποδειχθεί τόσο δύσκολος. Τα πρώτα τριάντα δευτερόλεπτα ήταν εύκολα, και μετά σαν να έλυσαν όλα σκυλιά του κόσμου και τα έστειλαν για μένα! Είχα θανάσιμη φαγούρα στον καρπό, αναπάντεχα άβολα τοποθετημένα τα πόδια μου, και μόνο ο Ρώσος, που υψωνόταν από πάνω μου, επαναλάμβανε, σαν ξόρκι: «μην κουνήσεις τίποτα, κάνε υπομονή, τίποτα, ούτε την άκρη του δαχτύλου σου, ούτε κάποιο μύα», και με ενθάρρυνε. Μετά από ένα λεπτό ξαφνικά εξαφανίστηκαν όλα – εξίσου απρόσμενα, όπως και εμφανίστηκαν, και έγινε πάλι ευχάριστο να κάθομαι έτσι ακίνητος.
– Πρόσεξε τις άκρες των δαχτύλων σου, την άκρη της γλώσσας, τα χείλη σου – τα αισθάνεσαι? Νιώθεις, όπως νιώθεις συνήθως?
Η προσοχή μου στράφηκε στο σώμα, και ξαφνικά έμεινα άφωνος. Όντως, η αίσθηση των ακρών στα δάκτυλα μου εξαφανίστηκε, λες και αυτά δεν υπήρξαν! Η άκρη της γλώσσας χάθηκε, και άρχισαν να εξαφανίζονται τα χείλη μου, εξαφανίστηκε και το πιγούνι! Από τη διέγερση ανατρίχιασα με όλο μου το κορμί και το παράξενο μούδιασμα χάθηκε.
– Ναι, καταπληκτικό! – γελώντας, φώναξα εγώ. – Πράγματι, δεν ένιωθα ΚΑΘΟΛΟΥ … άραγε, τι θα γινόταν, αν θα περίμενα και άλλο?
– Αυτή είναι μια άλλη κατεύθυνση των ερευνών – με ανυπομονησία με διέκοψε ο Ρώσος, – όμως, τώρα καταλαβαίνεις, ότι οι αισθήσεις μας υπάρχουν μόνο εν κινήσει. Απλώς δεν παρατηρούμε, ότι κινούμαστε με όλο μας το κορμί αδιάκοπα, μικροσκοπικές κινήσεις, μονίμως. Μόνο στον ύπνο μας μπορούμε για μακρύ χρονικό διάστημα να παραμείνουμε απολύτως ακίνητοι, και δεν είναι καθόλου περίεργο, ότι τότε οι αισθήσεις χάνονται εντελώς, αλλά επειδή ο άνθρωπος κοιμάται εκείνη την ώρα, δεν μπορεί να μελετήσει αυτή την κατάσταση, εκτός και αν συνειδητοποιεί τον εαυτό του στον ύπνο, μα μιλούσα για κάτι άλλο – μπορούμε να σφίξουμε στην παλάμη μας ένα πετραδάκι και – σαν και σένα τώρα – να σταματήσουμε την κίνηση με αυτό το χέρι. Η γροθιά σταθεροποιείται σε μια θέση και τέλος. Αρχίζοντας από κάποια στιγμή η αίσθηση της πέτρας εξαφανίζεται εντελώς. Και εδώ μπορούμε να αρχίσουμε να εξασκούμε την βεβαιότητα μας – υπάρχει η πέτρα μέσα στην παλάμη ή όχι? Αυτό είναι εκατό φορές πιο δύσκολο, αλλά σταδιακά οι ασκήσεις φέρνουν αποτέλεσμα, και πράγματι είναι δυνατόν να καλλιεργήσεις την βεβαιότητα σου, και μπορείς να την κατευθύνεις με ευλυγισία, όπως εσύ επιθυμείς.
– Μέχρι ενός σημείου? – ρώτησα εγώ.
– Κάθε φορά, όταν νομίζεις, ότι έχεις φτάσει στο όριο, αποκαλύπτεται, ότι δεν είναι έτσι, – κάπως ακαθόριστα απάντησε ο Ρώσος.
– Άρα, – αργά ξεκίνησα εγώ, – αυτή τη στιγμή εσύ δοκιμάζεις… τα νέα όρια?
– Ναι. – Ο Ρώσος σοβαρεύτηκε. – Καμιά φορά οι δυνάμεις, τις οποίες εμείς φέρνουμε στη ζωή, αποδεικνύονται πολύ περισσότερα ανεξέλεγκτες, απ` ότι νομίζαμε πριν …
– Αυτή είναι η αιτία για το ότι δεν βγάζεις το σακίδιο σου? – Στην αρχή εγώ γέλασα με το αστείο μου, όμως, βλέποντας την έκφραση του προσώπου, που είχε ο Ρώσος, το γέλιο μου κάθισε στο λαιμό, και ξερόβηξα. – Δηλαδή, αυτός είναι ο λόγος?
– Ναι. Κάνω εξάσκηση της βεβαιότητας, πως βρίσκομαι σε κάποιο διαφορετικό μέρος, απ` ότι βρίσκομαι τη δεδομένη στιγμή.
– Έλα να δεις! – Το μόνο, που κατάφερα να ξεστομίσω εγώ. – Το λες… σοβαρά?
– Και ακόμα σε άλλο χρόνο, – συνέχισε ο Ρώσος. Και εκείνη τη στιγμή έδειχνε απολύτως σοβαρός.
– Δηλαδή θεωρείς σοβαρά, ότι αν εσύ δημιουργείς την βεβαιότητα για το ότι βρίσκεσαι σε άλλο χρόνο και σε άλλο μέρος… θεέ μου, μα είναι εντελώς αδύνατον, είναι καθαρή τρέλα!
– Και εγώ έτσι νόμιζα κάποτε, – η απάντηση του Ρώσου ήταν μια υπεκφυγή.
– Άκουσε με, Αντρέι, – σκύβοντας προς αυτόν πάνω από το τραπέζι, με πάθος είπα εγώ, – δεν μπορείς να πιστεύεις σοβαρά σε αυτό. Πετραδάκια στη γροθιά, ή τα χαρτάκια με τις λέξεις, εντάξει, το καταλαβαίνω, όμως, ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ σοβαρά να πιστέψεις, ότι εσύ, θεέ και κύριε, θα μεταφερθείς μέσα στον χώρο και χρόνο.
– Γιατί; – το μόνο, που μου είπε ο Ρώσος?
– Θεέ μου, τι «γιατί»?
– Επειδή κανείς δεν το έκανε ποτέ πριν από εμένα?
– Μα όχι, δεν είναι εκεί το θέμα, τι σχέση έχει αν κάποιος το «έκανε» ή «δεν το έκανε», αλλά… – εγώ σώπασα, αδυνατώντας να βρω τις λέξεις. Τέλος πάντων, είναι πάντα πιο δύσκολο να απαντάς σε πιο ηλίθιες ερωτήσεις, το ξέρουν όλοι αυτό. Γιατί είναι τρισδιάστατος ο κόσμος μας? Για απάντησε μου σε αυτή την ερώτηση; Γιατί… μπορείς να πεις όσα«γιατί» θέλεις σχετικά με αυτό. Γενικά, τι είδους ερώτηση είναι αυτή – «γιατί»; Δεν έχει νόημα η κάθε διατυπωμένη σωστά γραμματικά ερώτηση, αυτό είναι ξεκάθαρο.
Χωρίς καμία κουβέντα εγώ κοίταζα τον Ρώσο, και εκείνος – εμένα. Η σιωπή μας παρακράτησε. Φύσηξε ένα αδύναμο αεράκι. Οι σερβιτόροι άρχισαν επιτέλους να φέρνουν τα πιάτα, και εγώ χάρηκα, ότι μπορώ τελικά με μια ευγενική πρόφαση να εγκαταλείψω τη συζήτηση. Ο Ρώσος συνέχισε να με κοιτάει, και εγώ ένιωθα άβολα. Στο διπλανό τραπεζάκι οι Ολλανδέζες γέλασαν με κάτι και πάλι, και το γέλιο τους δεν μου φάνηκε τόσο απαίσιο, όσο πριν, ήρθε ξανά η εικόνα των μακριών τους ποδιών. Γύρισα και κοίταξα – να πάρει ο διάολος, είναι τέλεια αυτά τα πόδια … Η μια Ολλανδέζα φορούσε χοντρές μάλλινες κάλτσες, ενώ η άλλη – τις λεπτές και τρύπιες, και με μια απρόσμενη ένταση φαντάστηκα ξαφνικά, πως χαϊδεύω τα μεγάλα πέλματα της, τα φιλάω, εκείνη κλείνει τα μάτια της και αφήνεται …
– ОК, σε ευχαριστώ για την κουβέντα, είχε πάρα, πάρα πολύ ενδιαφέρον, – εγώ σηκώθηκα άχαρα. – Έφεραν το φαγητό, καλή σου όρεξη.
– Καλή όρεξη – απάντησε ο Ρώσος και άρχισε να καταβροχθίζει την πικάντικη ντοματόσουπα, που έβαλαν μπροστά του.
Περνώντας δίπλα στις Ολλανδέζες, ευχήθηκα και σε αυτές καλή όρεξη, και εκείνες ανταποκρίθηκαν με τέτοιο ενθουσιασμό, ότι σκέφτηκα, πως η ερώτηση δεν είναι, αν θα καταφέρω να αποπλανήσω κάποια, αλλά ποια από τις δυο να διαλέξω. Ίσως, θα μου καθίσουν και οι δύο? Σεξ με τρίο … Δείχνοντας στον σερβιτόρο το τραπεζάκι μου, εγώ πήγα στην τουαλέτα. Κάποιος ήταν μέσα. Α, υπήρξε και άλλος ένας καμπινές στην αυλή … Κατεβαίνοντας γρήγορα τη σκάλα, παρατήρησα εντελώς κρυμμένο πια στο σκοτάδι ξύλινο σπιτάκι της τουαλέτας. Προφανώς, αυτό δεν το χρησιμοποιούσαν πολύ συχνά, μόνο όταν οι άλλες τουαλέτες ήταν απασχολημένες, έτσι δεν υπήρξε μέσα τίποτα, ούτε καν χαρτί υγείας. Ήθελα πάρα πολύ να κατουρήσω, γίνεται αυτό καμιά φορά, ζεις και δεν σε χαλάει τίποτα, και μόλις σκεφτείς, ότι καλό θα ήταν να πας στην τουαλέτα, αμέσως σε πιάνει η ανάγκη… αναλύοντας αυτή την καταπληκτική ιδιότητα της ανθρώπινης ψυχολογίας, εγώ άδειασα την φούσκα μου, χωρίς να προσέχω ιδιαίτερα – που καταλήγει η ροή μου. Ξαφνικά και το έντερό μου διαμαρτυρήθηκε.
– Στο διάολο να πάει, – μουρμούρισα εγώ, και κάθισα πάνω από την τρύπα, κομμένη άγαρμπα μέσα στις σανίδες. – Έναν έμπειρο τουρίστα τίποτα δεν τον πτοεί!
Στην τσέπη του μπουφάν μου είχα ένα κομμάτι χαρτιού υγείας, αρκετό για τέτοιες έκτακτες ανάγκες, και το έπιανα στα χέρια μου, διότι δεν είχα απολύτως τίποτε άλλο να κάνω. «Θα κρυώσει η σούπα μου» – πέρασε η σκέψη, έπειτα την ακολούθησε μια άλλη, και σε λίγο από την απραγία μου εγώ άρχισα και πάλι να αναπολώ στη μνήμη μου τη συζήτηση που είχα με τον Ρώσο. Τι παράξενος! Κρετίνος! – γέλασα εγώ. Αν είναι δυνατόν – να πιστεύει σε μια τέτοια ανοησία. Τι να πεις για έναν ψυχάκια, αν και ανάμεσα στις ιδιοφυΐες καμιά φορά τυχαίνουν οι τρελοί, και όταν δεν είχαν αναγνωριστεί ακόμα ως ιδιοφυΐες, θεωρούνταν και πάλι ψυχάκιδες, ενώ θα ήταν πολύ ωραίο… Φαντάστηκα, πως οι δημοσιογράφοι… όχι, οι κοπέλες-δημοσιογράφοι με μακριά πόδια, σχηματίζοντας έναν στενό κύκλο γύρω μου, ρωτάνε: «πείτε μας, πώς γνωρίσατε τον Αντρέι; Ήσασταν αλήθεια ένας από τους πρώτους, στους οποίους εκείνος μίλησε για την ευφυέστατη ιδέα του για την μεταφορά στον χωροχρόνο? Ο, Θεέ μου – είναι τρελά ενδιαφέρον». Και εγώ θα τους απαντούσα: «ναι, εγώ ήμουν ο πιο πρώτος, αυτό έγινε στα Ιμαλάια» – εδώ σίγουρα θα άρχιζαν τα επιφωνήματα, τα αχ και ωχ, απίστευτο, στα Ιμαλάια! – ναι, εκεί γνωριστήκαμε, εντελώς τυχαία… ξέρετε, στην αρχή τον πέρασα για τρελό! – αχ, δεν μπορεί, δεν γίνεται αυτό, Θεέ μου, πόσο ενδιαφέρον… ναι, και μόνο αργότερα, όταν χωριστήκαμε πια και πήγα… να με συγχωρέσετε, μα έτσι είναι η ιστορία, δεν μπορούμε να την αλλάξουμε, συμφωνείτε? – κοιτάζω στα ορθάνοιχτα γαλανά ματάκια της δημοσιογράφου, την κάνω να ντρέπεται με τον νατουραλισμό μου, – καταλαβαίνετε, ήθελα να επισκεφτώ την τουαλέτα, για να είμαι ειλικρινής, δεν πήγα τόσο πολύ για την ανάγκη μου, όσο να παίξω… με καταλαβαίνετε, – ακόμα πιο συγχυσμένα μάτια της κοπέλας, θαυμάζει την ευθύτητα και τους ασυνήθιστους τρόπους μου, και μάλλον, δεν θα έχει αντίρρηση να συνεχίσει την συνέντευξη σε ένα πιο ερωτικό περιβάλλον, – και λοιπόν, κάθομαι εκεί και σκέφτομαι, – τι, αν όντως όλα τα αυτά ισχύουν?»
«Τι, αν όλα τα αυτά ισχύουν πραγματικά». Η σκέψη αυτή ακούστηκε μέσα στο κεφάλι μου κάπως ιδιαίτερα δυνατά, και όλες οι φαντασιώσεις μου με τις μακροπόδαρες δημοσιογράφους χάθηκαν. Οι χοντρές σανίδες του καμπινέ απορροφούσαν όλους τους ήχους απ` έξω, μα και δεν θα έπρεπε να υπήρξαν πολλοί, άντε να κάνουν κανέναν ήχο με τα πιάτα οι σερβιτόροι, που περνούσαν παραπέρα. Το απόλυτο σκοτάδι έπεσε πια, και θυμήθηκα, ότι δεν έχω βάλει στην τσέπη του πολαρτέκ μπουφάν μου έναν φακό – νόμιζα, ότι θα επιστρέψω και πάλι στο δωμάτιο μου μέχρι το βραδινό. Η τουαλέτα ήταν κτισμένη βαθιά μέσα στα δέντρα, και φτιαγμένη για τα καλά, έτσι μέσα υπήρξε ακόμα πιο πυκνό απόλυτο σκοτάδι.
«Τι, αν όλα τα αυτά ισχύουν»! Η σκέψη ήταν τόσο δυνατή, ότι με έπιασαν τα γέλια, αν και στην πραγματικότητα δεν ένιωθα καθόλου αστεία – με το γέλιο αυτό προσπαθούσα να βουλώσω τον αυξανόμενο φόβο. Καλά τα έχει εκείνος ο Ρώσος, που εξασκείται στο να ελέγχει την βεβαιότητα του, τι, αν εγώ τώρα νιώθω μια τόσο δυνατή βεβαιότητα, ότι βρίσκομαι, ας πούμε, στην Γαλλία του Μεσαίωνα, και όταν ανοίξω την πόρτα, θα βρεθώ εκεί? Τι έλεγε ο Ρώσος για το ότι δεν είμαστε πάντα ικανοί να ελέγχουμε τις δυνάμεις, τις οποίες προκαλέσαμε στη ζωή? Η κάτι άλλο μου έλεγε?
Ο φόβος έγινε πολύ δυνατός, και ήταν ο καιρός πια να τελειώνω με όλα τα αυτά. Εγώ σηκώθηκα, τράβηξα το παντελόνι μου, έφτυσα μέσα στην τρύπα στο πάτωμα, έβαλα την μπλούζα μου μέσα στο παντελόνι και γύρισα προς την πόρτα. Βάζοντας το χέρι μου στην πόρτα, εγώ καθυστέρησα για μια στιγμή. Ξαφνικά εμφανίστηκε μια εντελώς ξεκάθαρη εικόνα της μεσαιωνικής Γαλλίας, με άγριους ανθρώπους, οι οποίοι χωρίς καμία αμφιβολία θα με σκοτώσουν με τα τόξα τους, ή με ο, τι άλλο έριχναν τότε, σε μια στιγμή. Δυο εβδομάδες πριν διάβασα ένα βιβλίο του Κράιτον για το πώς κάποιοι επιστήμονες έμαθαν να μετακινούνται στον χρόνο και βρέθηκαν στην παλιά Γαλλία. Πόσο ωραία γραμμένο ήταν αυτό το βιβλίο – ακόμα είχα μπροστά στα μάτια μου την κάθε λεπτομέρεια του κόσμου, που περιγράφτηκε σε αυτό – οι μύλοι, τα ξύλινα σπίτια, τα δόρατα. Έκανα μια κίνηση, για να σπρώξω την πόρτα, και σταμάτησα ξανά. Δεν μπορούσα να το κάνω. Συνειδητοποίησα, ότι φοβάμαι να σπρώξω αυτή την καταραμένη πόρτα. Αν τη στιγμή, που εγώ θα ανοίξω την πόρτα, η βεβαιότητα θα αυξηθεί σπασμωδικά, και αυτό, που τώρα είναι στην ουσία λίγο-πολύ ξεκάθαρες εικόνες, εκεί θα μετατραπεί στην πραγματικότητα… τότε εγώ δεν θα μπορέσω να επιστρέψω πίσω, διότι δεν έχω εξασκηθεί, ακόμα και εκείνος ο Ρώσος δεν ξέρει να το κάνει, αλλιώς για ποιο λόγο θα χρειαζόταν το σακίδιο? Δεν μοιάζει με τρελό αυτός, σίγουρα θα μου έκρυψε, ότι είχε ήδη μεταφερθεί με αυτόν τον τρόπο, αλλιώς πως θα μπορούσε να κυκλοφορεί έτσι απλά παντού, χωρίς να αποχωρίζεται ποτέ το σακίδιο του; Χωρίς να φοβάται να ρεζιλευτεί? Μάλλον, ξέρει απλώς, ότι όλο αυτό είναι πιθανό. Την πρώτη φορά στάθηκε τυχερός και μεταφέρθηκε κάπου κοντά στον χωροχρόνο, μα θα είμαι και εγώ τόσο τυχερός??
Κατέβασα αδύναμα το χέρι μου. Πόσο ηλίθια είναι αυτή η κατάσταση. Σαν ένας τελευταίος βλάκας, στέκομαι σε αυτή την τουαλέτα, και δεν μπορώ, δεν μπορώ να βγω έξω! Οι Ολλανδέζες, τα πόδια, οι λεπτές τρύπιες κάλτσες, τρίο για σεξ, η σούπα.. τηγανιτό κοτόπουλο… και εγώ στέκομαι εδώ, σε αυτόν τον βρομερό καμπινέ. Ηλιθιότητα. Μαρασμός.
Όσο περισσότερο εκνευριζόμουν και έβριζα τον εαυτό μου με τις χειρότερες λέξεις, τόσο περισσότερο αισθανόμουν, ότι η αποφασιστικότητα με εγκατέλειψε τελείως. Τα μάτια μου συνήθισαν σιγά-σιγά μέσα στο σκοτάδι, και στο μυαλό μου ήρθε μια τέλεια ιδέα. Πρέπει να βρω μια απόδειξη για το ότι βρίσκομαι στον εικοστό πρώτο αιώνα, από εκεί και ύστερα, δεν με νοιάζει – αν θα βγω από την τουαλέτα στο Τατοπάνι, ή στο Κατμαντού, ή έστω στην Αργεντινή – έχει ο Θεός, δεν πειράζει, θα φτάσω στο σπίτι μου, η ακόμα… και θα είναι τόσο ωραίο, ότι είμαι ο πρωτοπόρος… δεν θα το πιστέψει κανείς… στο διάολο να πάει, ας μην πιστεύει.
Γύρισα αποφασιστικά και άρχισα να εξερευνώ τον καμπινέ. Εμφανίστηκε η ελπίδα, κάτι συγκεκριμένο, και όλη μου η χαμένη αποφασιστικότητα μετατράπηκε σε δράση. Ένιωθα και πάλι σίγουρος, αστειεύτηκα ακόμα για το πόσα γέλια θα έριχναν οι συνεργάτες μου, αν θα με είχαν πετύχει να μελετάω προσεκτικά τη διακόσμηση μιας παρατημένης Ιμαλαικής τουαλέτας! Προτίμησα να μην εστιάσω την προσοχή μου στο γεγονός, ότι δεν αστειεύτηκα μεγαλόφωνα, αλλά μέσα μου, έτσι, ώστε να μην κάνω καμία φασαρία.
Λέγοντας τους διαόλους για άλλη μια φορά περί απουσίας του φακού, έσκυψα όσο πιο κοντά μπορούσα στις πλαϊνές σανίδες, και σχεδόν ακουμπώντας με τη μύτη μου, άρχισα να αναζητώ έστω κάποιες επιγραφές πάνω τους. Όμως, απ` ότι φαίνεται, οι επισκέπτες αυτής της τουαλέτας προσπαθούσαν να την εγκαταλείψουν όσο πιο γρήγορα μπορούν, έτσι δεν είχαν χρόνο να αφήσουν τις γραπτές αποδείξεις παρουσίας τους. Η οσμή από την τρύπα όντως δεν ήταν και πολύ ευχάριστη. Μια σανίδα μετά την άλλη, από κάτω προς τα πάνω, άλλη μια, επόμενη… το αποτέλεσμα ήταν μηδενικό. Μόνο τότε θυμήθηκα, ότι έχω το ηλεκτρονικό ρολόι, και πατώντας τον φωτισμό θα μπορούσα να τα δω όλα γρηγορότερα και καλύτερα. Προσεκτικότερα! Έβγαλα το ρολόι και έπιασα δουλειά ξανά. Πράγματι, αυτό μου πήρε πολύ λιγότερο χρόνο, όμως, η έκβαση ήταν ίδια.
Τελειώνοντας την επιθεώρηση της πόρτας, σηκώθηκα και πάλι έβαλα το χέρι μου στην επιφάνεια των σανίδων. Πολύ άγριο ξύλο, μα αυτό είναι κατανοητό – εφεδρική τουαλέτα, οι τουρίστες δεν έρχονται εδώ – απλώς για μια περίπτωση ανάγκης, για τους δικούς τους, δεν ρίχνουν και τα πριονίδια στην ώρα τους, έτσι και εξηγείται η βρώμα … Η απλώς δεν έμαθαν ακόμα να φτιάχνουν τις λείες σανίδες? Ο φόβος έβραζε κάπου πάρα πολύ βαθιά, λες και ήταν στον κρατήρα ενός ηφαιστείου. Με την έκτη αίσθηση γνώριζα, ότι δεν πρέπει να εκραγώ, αλλιώς ο φόβος θα βγει εκτός ελέγχου. Δεν μου άρεσε καθόλου η προοπτική να βγω από εδώ εντελώς τρελαμένος! Φαντάστηκα μια τέτοια εικόνα – στην τουαλέτα μπαίνει ένας απολύτως κανονικός τουρίστας, και μια ώρα αργότερα βγαίνει εντελώς ξετρελαμένος ηλίθιος με ανακατεμένα μαλλιά. Αστείο! Μα στο βάθος βράζει ο φόβος. Και ακόμα δεν υπάρχουν δυνάμεις να σπρώξω την πόρτα. Αυτοί οι Νεπαλέζοι είναι χαζοί – από πού φυτρώνουν τα χέρια τους! Δεν μπορούσαν να βιδώσουν ένα κανονικό χερούλι στην τουαλέτα! Ένα κανονικό, μεταλλικό, με γαντζάκι, να το δεις και να καταλάβεις αμέσως – εντάξει, είσαι στον εικοστό πρώτο αιώνα. Όχι, κρέμεται κάποιο σκοινάκι από κάνναβη, και δεν υπάρχει σύρτης… το μόνο, που μπορείς να κάνεις, είναι να τυλίξεις το σκοινάκι αυτό πάνω στο ξυλάκι και τέλος, δεν υπάρχει τίποτα άλλο σε αυτήν την τουαλέτα από σύγχρονη εποχή, όπως ζούσαν εδώ αυτοί χίλια χρόνια πριν, έτσι και ζουν, και σκασίλα τους για όλο τον υπόλοιπο πολιτισμό, τι άνθρωποι είναι αυτοί, Θεέ μου!
Εγώ έγειρα στον τοίχο, πάγωσα, ακούγοντας. Κάποιοι ήχοι ακούγονταν ίσα-ίσα, μα πρώτον, οι σανίδες ήταν πολύ χοντρές, δεύτερον, η ίδια τουαλέτα είναι μακριά από τον ξενώνα, μα και η ώρα είναι πολύ προχωρημένη! Τι το ήθελα να παραγγείλω το δείπνο για τόσο αργά! Αν το κανόνιζα για εφτά, τώρα θα κυκλοφορούσαν πολλοί άνθρωποι πέρα-δώθε. Κοιτάζοντας το ρολόι, τρελάθηκα – ήταν ήδη εννιά η ώρα το βράδυ! Στις εννιά εδώ τα πάντα κλείνουν και όλοι πηγαίνουν για ύπνο. Στις δέκα σίγουρα δεν κυκλοφορεί ψυχή – νωρίς κοιμούνται, νωρίς σηκώνονται – το χαρακτηριστικό του τρέκινγκ, και τώρα δεν είναι η μέση της σεζόν, οι τουρίστες είναι λίγοι.
Πρέπει να τολμήσω να κάνω κάτι, δεν γίνεται να μείνω εδώ μέχρι το πρωί! Αλλά, όσο και να προσπαθούσα να ταρακουνήσω τον εαυτό μου, αυτό χειροτέρευε μόνο την κατάστασή μου, διότι ένιωθα ξεκάθαρα, ότι δεν μπορώ να ξεπεράσω τον μυστικό μου φόβο. Άναψε η οργή – καταραμένος Ρώσος, – να με τρομάξει τόσο πολύ με αυτή τη βλακεία! Βεβαιότητα, τη μάνα σου! Πήγαινε στο διάολο με τις θεωρίες σου! Γιατρό χρειάζεσαι, παλικάρι μου, ναι-ναι, τον γιατρό! Τι τρελά είναι αυτή – ο ηλίθιος – δεν μπορεί να αποχωριστεί το σακίδιο του! Φοβάται χωρίς σακίδιο… εγώ δεν έχω καν σακίδιο… και τι να κάνω, αν θα συρθώ τώρα στον δέκατο πέμπτο αιώνα, και χωρίς λεφτά… όχι, τι στο διάολο, ποια λεφτά… μάλλον, αυτός ο Ρώσος προετοιμάστηκε καλά για όλα, βιάστηκα… όχι, βιάστηκα πολύ, έπρεπε να τον ρωτήσω τουλάχιστον – τι είχε βάλει εκεί στο σακίδιο του, για ποιες περιπτώσεις, για ποιους αιώνες.
Κάθισα στα πόδια μου. Οι σκέψεις αυτές με αποσπούσαν, ο φόβος άρχιζε να βράζει κάπου βαθύτερα, τα πόδια μου κουράστηκαν πολύ, και αποφάσισα να ηρεμήσω λιγάκι, να καθίσω. Μα που να κάτσεις εδώ … «Αφού ο ίδιος τα κατούρησες όλα εδώ!» – εμφανίστηκε η ύπουλη σκέψη. Απλώς έσφιξα τα δόντια μου, νιώθοντας μια ανήμπορη κακία και βολεύτηκα σε ένα κομματάκι σχετικά καθαρής επιφάνειας. Πολύ καλά, τώρα θα ηρεμήσω και θα βγω από εδώ. Απλώς θα κοπανίσω την πόρτα με το πόδι και θα βγω. Λοιπόν, τι θα έπαιρνα μαζί μου στο ταξίδι, αν δεν θα είχα την βεβαιότητα – σε ποιον αιώνα και σε ποιο τόπο θα βρεθώ? Ένα μαχαίρι – μεγάλο, ανθεκτικό μαχαίρι, για να μπορέσω και να σκαλίσω και να κόψω με αυτό. Και όπλο, και εργαλεία. Έναν αναπτήρα. Είναι δύσκολο να ζήσεις χωρίς φωτιά. Αν οι άνθρωποι ξέρουν πια να κτίζουν τουαλέτες, αυτό σημαίνει τουλάχιστον ποιο αιώνα? Στην αρχαία Ελλάδα έκτιζαν τις ξύλινες τουαλέτες? Και γιατί όχι? Στην αρχαία Αίγυπτο? Πάπυρους είχαν, ενώ τις σανίδες? Τα καρφιά! Πετάχτηκα όρθιος. Οι σανίδες ενώνονται με καρφιά, άρα – άρα… τι μπορεί να σημαίνει αυτό… σχεδόν τίποτα. Έσκυψα και βρήκα στο πάτωμα το καπελάκι του καρφιού μέσα στη σανίδα. Ναι, οι Νεπαλέζοι και στον εικοστό πρώτο αιώνα έχουν τις τεχνολογίες, λες και ζουν στον δέκατο τρίτο. Όπως και να έχει, αδύνατον να βγάλω αυτό το καρφί, και από το καπελάκι δεν μπορώ να καταλάβω τίποτα. Τέτοια καπελάκια ίσως να υπήρξαν και πεντακόσια χρόνια πριν.
Κάθισα και πάλι, νιώθοντας, πως δυναμώνει όλο και περισσότερο η κούραση, και πως ο βούρκος του φόβου γίνεται όλο και πιο φανερός. Να μου λείπει ο νευρικός κλονισμός. Τι άλλο, εκτός από το μαχαίρι και αναπτήρα? Μα αν θα βρεθώ στον δέκατο πέμπτο αιώνα – με μαχαίρι ή χωρίς μαχαίρι, θεέ και κύριε, αυτό είναι ΠΕΝΤΑΚΟΣΙΑ χρόνια πριν!! Κρύος ιδρώτας κάλυψε το μέτωπο μου. Καρφώνοντας το βλέμμα μου σιωπηλά στο σκοτάδι, προσπαθούσα και δεν μπορούσα να το κατανοήσω – πεντακόσια χρόνια πριν! Βλακείες, αυτές είναι βλακείες! Σηκώθηκα απότομα και θέλησα να ουρλιάζω, μα δεν φώναξα, ήθελα να κλοτσήσω αυτή την μισητή πόρτα, αλλά δεν την κλότσησα. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, ο φόβος παρέλυσε πλήρως την πρωτοβουλία μου, αν και δεν το είχα συνειδητοποιήσει πολύ καλά και δεν το δέχτηκα σαν γεγονός, όμως, δεν μπορούσα απλώς να το αγνοήσω, όπως πριν. Είμαι εδώ ήδη για μιάμιση ώρα, και δεν υπάρχει κανένα φως, και με κάθε λεπτό όλο και περισσότερο χανόταν η πιθανότητα να καταφέρω να βρω τις δυνάμεις μέσα μου.
Κάτι σαν βήματα… Μετατράπηκα ολόκληρος σε αυτιά. Βήματα! Κάποιος πάει εδώ, στην τουαλέτα, κάποιος θέλει να κατουρήσει, και αυτή η τουαλέτα ήταν πιο κοντά από τις άλλες! Ελευθερία! Ναι, τώρα ήταν πια ξεκάθαρο – κάποιος κατευθυνόταν εδώ. Τα βήματα ακούγονταν ξεκάθαρα. Ήταν σίγουρα άντρας – φαρδιά, σταθερά βήματα. Οι Νεπαλέζοι δεν περπατάνε έτσι! Και αν αυτός είναι ένας Ευρωπαίος, για ποιο λόγο βγήκε έξω σε αυτή την χεσμένη τουαλέτα, αν στο δωμάτιο του ή στον όροφο υπάρχει μια φωτισμένη και καθαρή?
Ο ήχος των βημάτων πλησίασε. Οποίος και να ήταν, στάθηκε ακριβώς μπροστά στην είσοδο της τουαλέτας και έμεινε εκεί. Γιατί έμεινε; Γιατί δεν τραβάει το χερούλι; Ποιος είναι; Ευρωπαίος; Ας είναι ένας τουρίστας. Για ποιο λόγο βρίσκεται εδώ; Δεν ξέρω, δεν ξέρω, εδώ ήθελε να πάει, γιατί ήθελε να πάει εδώ? Έτσι ήθελε. Γιατί; Δεν ξέρω, το χρειάστηκε. Μήπως είναι ένας ανώμαλος; Ναι, σίγουρα είναι ανώμαλος. Ταξιδεύει με τη γυναίκα του και δεν μπορεί να κάνει στο δωμάτιο του αυτό, που κάνει με τον εαυτό του στην τουαλέτα. Δεν θέλει να χρησιμοποιήσει την τουαλέτα του ορόφου – ποιος ξέρει, αν κάποιος θα ξυπνήσει τη νύχτα και θα πάει επίσης στην τουαλέτα, και αυτός – τούτος ο ανώμαλος – δεν θέλει να τον ενοχλήσει κανείς, ήδη από την ημέρα έχει παρατηρήσει αυτή την τουαλέτα και φανταζόταν για ώρες ολόκληρες, πως τη νύχτα θα έρθει εδώ και θα κάνει τα αίσχη του, μάλλον, κάτι πολύ πρόστυχο, θα ήθελα να τον κρυφοκοιτάξω! Ίσως να χώνει ακόμα στον ποπό του έναν ψεύτικο χοντρό φαλλό, και μαλακίζεται, πηδώντας ταυτόχρονα τον εαυτό του από πίσω! Αν εγώ το έκανα, γιατί αυτός να μην μπορεί να το κάνει… Και πάλι ο προδότης από κάτω σκλήρυνε εντελώς αταίριαστα. γιατί στέκεται εκεί – εκείνος, που είναι απ` έξω? Και ξαφνικά με γουρλωμένα από τη φρίκη μάτια είδα, ότι το σκοινάκι, που κρατούσε την πόρτα, τεντώθηκε! Αυτός – απ` έξω – τραβάει την πόρτα! Αγνοώντας εντελώς – τι κάνω, εγώ γαντζώθηκα στο σκοινί. Δεν κάνει να τραβήξω την πόρτα προς εμένα – εκείνος θα καταλάβει, ότι κάποιος είναι εδώ μέσα. Ας νομίζει, ότι η πόρτα είναι κλειστή από μέσα, ίσως να τη κλειδώνουν για βράδυ οι σερβιτόροι. Και ξαφνικά – ένα απότομο χτύπημα, κατευθείαν στην πόρτα! Ο φόβος με διαπέρασε από την κορυφή ως τα νύχια, όπως τότε, όταν εκείνο το καθίκι ο καθαριστής με χτύπησε στο κεφάλι. Και πάλι ο ίδιος ο πανικός, και αυτό δεν είναι πια μια βαθιά λίμνη μέσα στον κρατήρα, είναι η πυρακτωμένη καρδιά του ηφαιστείου, ο φόβος πετάχτηκε και κυλάει, με μουδιασμένα χέρια εγώ άνοιξα το παντελόνι μου και έβγαλα έξω το πέος μου – το ίδιο στητό, όπως και τότε, και πονούσε μέσα στο παντελόνι μου, μέσα μου – η παράξενη, αγρία μείξη του προ-οργασμικού ερεθισμού και πρωτόγονης φρίκης. Άλλο ένα χτύπημα στη πόρτα! Οι τουρίστες δεν το κάνουν αυτό, τι είναι εκεί – από την άλλη μεριά? Έπιασα το πέος μου, επειδή δεν υπήρξε και τίποτα άλλο να πιάσω, και σαν να το περίμενε, αυτό εξερράγη στον ισχυρότερο οργασμό, ένας πίδακας μετά το άλλο, κατευθείαν στην πόρτα, και αν εκείνος θα με ακούσει?? Έκανα πίσω, και ξαφνικά το πόδι μου έπεσε μέσα στην τρύπα. Χάνοντας την ισορροπία μου, χτύπησα πολύ τον μηρό μου, το πόδι βούλιαξε βαθιά και το πέλμα βρέθηκε κατευθείαν στα σκατά! Ένα κύμα της απέχθειας και πόνου στο μηρό με κάλυψε, χωρίς να καταλαβαίνω πια τίποτα σύρθηκα, σαν φίδι, έξω από την τρύπα και έμεινα ξαπλωμένος, εξουθενωμένος, μη τολμώντας να κουνηθώ. Ανακατεμένος σωρός από σκατά βρομούσε απίστευτα, ο μηρός πονούσε, σαν να είχε σπάσει το κόκαλο, όμως ήξερα, ότι δεν είναι αλήθεια, διότι αν όντως θα έσπαγα τον οστό, ο πόνος θα ήταν εκατό φορές χειρότερος. Και πάλι βήματα – ο άνθρωπος, οποίος και να ήταν, έφευγε, και όταν όλα ηρέμησαν, εγώ έκλαψα, επειδή κατάλαβα, ότι δεν θα τολμήσω ποτέ να ανοίξω αυτή τη πόρτα …»
Ο Χανς σηκώθηκε, πλησίασε το ψυγείο και πήρε μια κόκα-κόλα, ταυτόχρονα ανάβοντας τον φωτισμό μέσα σε μια βιτρίνα με μίνι-μουσείο των ορυκτών. Ο Αντρέι με τη Γιόλκα ζούσαν στο «Δωμάτιο με ακουαμαρίνα», και περίπου είκοσι μεγάλες ακουαμαρίνες, όμορφα φωτισμένες, βρίσκονταν πάνω στα γυάλινα ραφάκια. Από κάτω υπήρξε μια ταμπελίτσα, που έλεγε, ότι η πέτρα αυτή έχει ευεργετική επίδραση στο κάρμα για κάποια ζώδια, και ότι ωφελεί την πέψη και τονίζει τον οργανισμό και τα λοιπά και τα λοιπά – μαλακίες για τους θρησκευόμενους τουρίστες. Οι πέτρες, ωστόσο, ήταν όντως πάρα πολύ όμορφες, ο Αντρέι πήγε κοντά και θαύμαζε τις αποχρώσεις του τρυφερού-γαλάζιου χρώματος, όσο ο Χανς έπινε το αναψυκτικό του.
«… Όταν ξύπνησα, για δέκα ή ακόμα και είκοσι δευτερόλεπτα ξάπλωνα ακίνητος, – συνέχισε ο Χανς. – Η μνήμη μου ξυπνούσε αργά, μπλοκαρισμένη με την αίσθηση της τραγωδίας, που συνέβη, όμως τελικά η υπνηλία πέρασε εντελώς και τα θυμήθηκα όλα. Δεν ήθελα με τίποτα να πιστέψω σε αυτά, που θυμήθηκα, και προσπαθούσα σπασμωδικά να αναβάλλω όσο περισσότερο γίνεται τη στιγμή της αναπόφευκτης αποδοχής της πραγματικότητας. Ξαφνικά, λες και έπεσε πάνω μου η αίσθηση της ανακούφισης, σαν ζωογονητική βροχή. Τι συνέβη, ουσιαστικά; Τίποτα απολύτως! Δυο ποτήρια γαλλικού κρασιού σε άδειο στομάχι, ένας τρελός Ρώσος με σακίδιο (ρουθούνισα ακόμα από τα γέλια), η ευκολοπιστία του χαρακτήρα μου – όλα τα αυτά έπαιξαν ένα άσχημο παιχνίδι με μένα, και τώρα είμαι λερωμένος με σκατά, ξαπλώνω μέσα σε έναν κατουρημένο καμπινέ και κρυώνω. Πιο είναι το τόσο τρομακτικό; Τώρα είναι βαθιά νύχτα, όλοι κοιμούνται, θα βγω από εδώ, θα πάω στο δωμάτιο μου – τι ευτυχία, ότι δεν τσιγκουνεύτηκα δέκα δολάρια παραπάνω και ενοικίασα ένα δωμάτιο με νιπτήρα και τουαλέτα! Το ρολόι έδειχνε μιάμιση. Πλύσιμο, μπάνιο – θα είναι άσχημο με κρύο νερό, ανατρίχιασα, μα τι να κάνω? Στις τρεις το πρωί θα μπορέσω ήδη να μπω στο ζεστό κρεβατάκι (ευχαρίστησα τον εαυτό μου ακόμα μια φορά για την προνοητικότητα – επειδή πήρα μια επιπλέον κουβέρτα στο δωμάτιο μου) και τα πάντα θα ξεχαστούν, σαν ένα κακό όνειρο.
Βογκώντας, ανασηκώθηκα, προσπαθώντας να μην κουνάω ιδιαίτερα το λερωμένο πόδι. Ο πόνος σχεδόν χάθηκε. Θα έπρεπε ακόμα να σκουπίσω το πάτωμα στον διάδρομο του ξενώνα, πέρασε η σκέψη, αφού μέχρι να φτάσω στο δωμάτιο, θα το λερώσω και αυτό. Ανασηκώνοντας αδέξια, γλίστρησα και παραλίγο να πέσω ξανά στο πάτωμα, όμως πρόλαβα να βάλω το χέρι μου, με το αριστερό μου πόδι κοπανώντας δυνατά τον τοίχο της τουαλέτας. Ο γδούπος, που ακούστηκε στην απόλυτη νυχτερινή ηρεμία, φάνηκε ιδιαίτερα δυνατός. Προσπαθούσα να είμαι τόσο ανέμελος, όσο γινόταν, απασχολώντας τον εαυτό μου με τις σκέψεις για το που θα βρω σαπούνι και μέχρι τι ώρα αύριο θα έχουν στεγνώσει τα ρούχα μου. Αν κατά τη πτώση το πόδι μου θα χτύπαγε την πόρτα, τώρα ήδη θα ήταν ανοιχτή, θα ήταν ανοιχτός και ο δρόμος. Η σκέψη αυτή ήρθε την χειρότερη στιγμή. Μου ήταν εντελώς άχρηστη. Δεν έπρεπε να την πάρω στα σοβαρά, γενικώς – δεν πρέπει να σκέφτομαι για αυτό, δεν πρέπει να σκέφτομαι για το ότι η πόρτα τώρα θα ήταν ανοιχτή, επειδή τώρα θα την ανοίξω ο ίδιος, και αυτό επίσης δεν πρέπει να σκέφτομαι! Σχεδόν φώναζα πια μέσα μου, αλλά ήταν πλέον αργά – η στιγμή, αν αυτή υπήρξε κάποτε, χάθηκε – δεν μπορούσα πλέον να υποκρίνομαι έναν ήρεμο ισορροπημένο άνθρωπο, και ο φόβος πεταγόταν με παλμό από κάπου μέσα μου. Όσο παράξενο και να είναι, αυτό είχε την καθησυχαστική επίδραση. Παραδέχτηκα στον εαυτό μου, ότι όλη αυτή η προσπάθεια ήταν καταδικασμένη εκ των προτέρων, ότι ο φόβος και πάλι θα εμφανιζόταν με την ίδια δύναμη στο πρώτο κιόλας άγγιγμα στην πόρτα. Τουλάχιστον τώρα καταλάβαινα ξεκάθαρα την κατάσταση μου, και καταλάβαινα επίσης, ότι η κατάσταση αυτή είναι απαίσια. Μέχρι το πρωί τουλάχιστον δεν θα μπορέσω να κάνω τίποτα. Γνώριζα από την πείρα μου, ότι οι νυχτερινοί φόβοι εξαφανίζονταν χωρίς κανένα κόπο με τις πρώτες αναλαμπές της αυγής. Γινόταν καμία φορά, όταν ήμουν μικρό αγόρι ακόμα, ότι έτρεμα από τον φόβο κάτω από την κουβέρτα, και δεν τολμούσα να βγάλω έξω ούτε την άκρη του ποδαρακιού μου, μα μόλις περνούσε φως κάτω από τα σκεπάσματα, οι φόβοι χάνονταν και τους ξεχνούσα αμέσως. Αυτές οι κρίσεις δεν συνέβαιναν πολύ συχνά – συνήθως γίνονταν, όταν εγώ, πηγαίνοντας για ύπνο, άρχιζα να σκέφτομαι για το τι θα γίνει, όταν εγώ θα πεθάνω. Δεν ήθελα να πεθάνω με τίποτα, εντωμεταξύ ο θάνατος φαινόταν τόσο κοντινός, επειδή γνώριζα, ότι είναι εξ` αρχής αναπόφευκτος. Κάποιοι εντελώς παράλογοι φόβοι αντικαθιστούσαν τον φόβο του θανάτου, οι νυχτερινές σκιές καταντούσαν όλο και περισσότερο απειλητικές, έτσι σταδιακά κρυβόμουν ολόκληρος κάτω από την κουβέρτα, γυρίζοντας τις άκρες της προσεκτικά από όλες τις μεριές, και μετά βουτούσα εκεί με το κεφάλι, αν και καταλάβαινα, ότι έτσι θα νιώθω άπνοια, όμως, θα μπορούσα τουλάχιστον να κοιμηθώ έτσι.
Θυμήθηκα και πάλι τον Ρώσο, και απρόσμενα για τον εαυτό μου – σχεδόν με συμπάθεια, σαν να ήταν συνάδερφος μου στην δυστυχία. Πού βρίσκεται τώρα? Κοιμάται στο δωμάτιο του? Η ίσως στην βραδινή του εξάσκηση έκανε λάθος και παρασύρθηκε προς άγνωστες χώρες και εποχές? Παρατήρησα, ότι σκέφτομαι για την μεταφορά στον χωροχρόνο, λες και είναι εντελώς απλό γεγονός, αλλά δεν περιόρισα τον εαυτό μου – ούτως η αλλιώς μέχρι το πρωί έχω καρφωθεί σε αυτή την τουαλέτα, καταραμένη να είναι, και οι τρομάρες, αν και με κάνουν να φοβάμαι, τουλάχιστον φέρνουν μαζί τους εντυπώσεις. Ίσως να γράψω κάποτε ένα βιβλίο για αυτό. Σίγουρα! Μια επιστημονικά-φανταστική νουβέλα, και θα περιγράψω τούτη την ιστορία, και τότε ο άνθρωπος, κλειδωμένος στην τουαλέτα, το πρωί θα ανακαλύψει, ότι βρέθηκε σε έναν εντελώς νέο κόσμο, σε ποιο κόσμο…ας πούμε, στον δέκατο έκτο αιώνα. Όχι, αυτό είναι βαρετό, μα και εγώ δεν ξέρω τίποτα για τον δέκατο έκτο αιώνα – μάλλον, ήταν όλα πολύ χάλια τότε, ο καθένας για πάρτι του, όλοι έτρεχαν πέρα δώθε με τόξα και βέλη, η ζωή δεν είχε καμία αξία, διάφορες επιδημίες, θρησκευτικός φανατισμός. Προσπάθησα να θυμηθώ – σε ποια εποχή έβαζαν τους ανθρώπους στη φυλακή, επειδή γέλασαν στο δρόμο ή φόρεσαν τα ρούχα, που δεν είχαν μαύρο χρώμα. Στην Ελβετία κάπου. Α, δεν υπήρξε τότε η Ελβετία, μόνο οι ξεχωριστές επαρχίες. Στην Γενεύη ήταν, ορίστε, ο Κάλβιν έβαλε εκεί μια τάξη χειρότερη απ` ότι έκανε ο Στάλιν στη Ρωσία… όχι, δεν θα ήθελα να βρεθώ εκεί. Δοκίμασα να φανταστώ – που θα ήθελα να στείλω τον ήρωα μου, όμως, δεν μου ερχόταν τίποτα στο κεφάλι, ενώ το κρύο γινόταν όλο και πιο τσουχτερό.
Αρχίζοντας να κουνιέμαι στη θέση μου, σε λίγο ξεκίνησα και να αναπηδώ. Αυτό, βέβαια, ήταν κάπως θορυβώδες, και δεν θα ήθελα να γίνω ρεζίλι, αν θα με βρουν εδώ έτσι, όμως, το κρύο με έπρηζε. Στη μνήμη μου έρχονταν διάφορες ιστορίες, τις οποίες κάποτε θεωρούσα ψεύτικες, πως γύρω από τις σκηνές για προστασία άπλωναν ένα σκοινί – τάχα για έναν άγνωστο λόγο τα φίδια δεν μπορούν να συρθούν πάνω του. Οι λύκοι σώνει και καλά δεν μπορούν να τρέξουν κάτω από το σκοινί με κόκκινες σημαίες. Και εγώ δεν μπορώ να ανοίξω την πόρτα αυτού του καταραμένου καμπινέ… Το κρύο κοντά στο πρωί γινόταν όλο και πιο αναπάντεχο, και αναπηδήματα δεν με βοηθούσαν πια. Από τη μια μεριά, αυτό προκαλούσε την ανησυχία, και από την άλλη, έφερνε την ηρεμία – αυτό, το οποίο δεν τολμούσα να κάνω εγώ λόγω μυστικών μου φόβων, θα μπορούσα να το κάνω υπό επιρροή του κρύου – μιας εξίσου ανελέητης δύναμης, όπως η πείνα ή η δίψα. Τώρα, όταν φανταζόμουν, πως θα με βρουν εδώ, θα με βγάλουν έξω – λερωμένο με σκατά, με το παντελόνι μου σκισμένο, πως θα με κοιτάζουν, λες και είμαι τρελός, σχεδόν δεν ερχόταν η παραλυτική ντροπή – όπως και να έχει, αυτό ήταν αναπόφευκτο, τι να κάνω πια – να παγώσω εδώ μέχρι θανάτου; Βίωσα ακόμα και έναν κυματισμό της περηφάνιας για το ότι μου έφτασαν οι δυνάμεις μου για να παραδεχτώ την ανικανότητα μου να εγκαταλείψω μόνος μου αυτό το μαγεμένο κτίσμα. Το μόνο, που θα είχε νόημα να κάνω, ήταν να τραβήξω όσο λιγότερη προσοχή γίνεται. Για αυτό θα αρχίσω να χτυπάω τον τοίχο της τουαλέτας σιγά-σιγά, λιγάκι, και ίσως οι τουρίστες δεν θα το προσέξουν καν – ποιος ξέρει, τι κάνουν αυτοί οι Νεπαλέζοι πρωί-πρωί.
Στην αρχή παραλίγο να τρομάξω ξανά, όταν κατάλαβα, ότι από τον φόβο μου δεν μπορώ να χτυπήσω στον τοίχο – και τι, αν εκεί είναι ΑΥΤΟΣ, που ερχόταν τη νύχτα; Όμως, το κρύο ήταν πολύ πειστικός συνομιλητής – δυο λεπτά αργότερα επιτέλους τόλμησα και χτύπησα σιγανά τον τοίχο. Δεν έγινε τίποτα. Χτύπησα πιο δυνατά. Η συνειδητοποίηση της τεράστιας βλακείας αυτών, που συνέβαιναν, με έκανε να ανατριχιάσω, έκλεισα τα μάτια μου και κούνησα το κεφάλι – ένας ολόχεστος τουρίστας έγινε λιώμα στα ναρκωτικά, κάθεται στην τουαλέτα και κοπανάει τον τοίχο… ο, Θεέ μου, τι φρίκη … και όταν θα έρθουν οι άνθρωποι και θα αρχίσουν να ανοίγουν την πόρτα, δεν θέλω και πολύ να πιαστώ στο σκοινάκι και να κρατήσω την πόρτα με όλες τις δυνάμεις μου … ωστόσο, αν εκείνοι θα φωνάζουν κάτι στα αγγλικά ή στα νεπαλέζικα, το πιο πιθανόν απ ` όλα ο φόβος θα υποχωρήσει. Χρειάζομαι μόνο ένα μικρό πραγματάκι – την οποιαδήποτε απόδειξη για το ότι εκεί – έξω – είναι ο παλιός καλός μου κόσμος. Εγώ χτύπησα άλλη μια φορά. Άλλη μια. Και άλλη. Τίποτα ως απάντηση. Μου πέρασε από το μυαλό, ότι οι τουρίστες, ακόμα και αν ξυπνήσει κάποιος, σίγουρα δεν θα βγουν από το ζεστό κρεβάτι σε αυτό το κρύο, και καλύτερα έτσι, δεν τους χρειαζόμουν εδώ. Και αν ξυπνήσουν οι Νεπαλέζοι; Οι πορτιέρηδες και οι ξεναγοί δεν θα κουνήσουν ρούπι, επίσης δεν το χρειάζονται. Το ντόπιο προσωπικό του ξενώνα μάλλον θα πρέπει να βγει… Συνέχιζα να χτυπάω όλο και πιο δυνατά, αλλά τα χέρια μου πονούσαν, και άρχισα να χτυπάω τον τοίχο με τα πόδια. Σιγά-σιγά με έπιανε η απελπισία. Και τι, αν απλούστατα δεν με ακούει κανείς? Η τουαλέτα είναι κτισμένη στους πυκνούς θάμνους, και το κοντινότερο κομμάτι του ξενώνα αποτελείται κιόλας από τα παράθυρα, που οδηγούν στα δωμάτια των τουριστών, και που κοιμούνται οι υπάλληλοι? Ίσως να είναι και σε κάποιο εντελώς διαφορετικό χώρο ή από την άλλη πλευρά του ξενώνα? Έτσι δεν θα με ακούσουν απλά, ή θα σκεφτούν, ότι ο ήχος έρχεται από τον δρόμο. Χτύπησα με μανία τον τοίχο με τα πόδια μου, μάταια, όμως.
Κρετινισμός. Μαρασμός! Τουλάχιστον, ζεστάθηκα λίγο. Τι άλλο να κάνω… να φωνάξω? Αυτό θα είναι εντελώς χαζό. Τότε σίγουρα θα μαζευτούν οι τουρίστες εδώ, όλοι θα τρέξουν, και το ρεζίλι θα είναι… Φαντάστηκα, με ποια μάτια θα με κοιτάξουν οι Ολλανδέζες, και κατάλαβα, ότι δεν θα μπορέσω να φωνάξω με τίποτα. Η κατάσταση γινόταν αδιέξοδη, και το κρύο χειροτέρευε. Αν δεν υπήρξε αυτή η διαολεμένη τρύπα, από την οποία φυσάει ο άνεμος, σαν να είναι ένας αεροδυναμικός σωλήνας, θα μπορούσα γρήγορα να ζεστάνω τον αέρα μέσα με την αναπνοή μου. Με κάτι πρέπει να τη βουλώσω αυτή την τρύπα, με τι, όμως?? Ούρλιαξα από την απελπισία, όταν το μυαλό μου υπέδειξε – τι υπάρχει στη διάθεση μου, με τι θα μπορούσα να βουλώσω την τρύπα. Με το ίδιο μου το παντελόνι. Τα πόδια κρυώνουν πολύ λιγότερα, απ` ότι το πάνω μέρος του σώματος, έτσι αν θα μείνω με μπουφάν από πολαρτέκ, βγάζοντας το παντελόνι και απλώνοντας τα πάνω από την τρύπα, θα νιώσω πολύ πιο ζεστά, και θα έχω την ευκαιρία να περιμένω την αυγή, και τότε τα πάντα θα τελειώσουν χωρίς πρόβλημα, αλλά αν με βρουν ακόμα και ΧΩΡΙΣ ΤΑ ΠΑΝΤΕΛΟΝΙΑ … έκλεισα τα μάτια μου, όταν φαντάστηκα αυτή την εικόνα. Ήξερα από πολύ παλιά, από τα προηγούμενα ταξίδια μου, ότι οι ντόπιοι Νεπαλέζοι, που ζουν στις κωμοπόλεις κατά μήκος του τρεκ, μεταδίδουν τις πληροφορίες μεταξύ τους γρηγορότερα, απ` ότι μετακινείσαι εσύ ο ίδιος. Θα δυσφημιστώ εδώ για αιώνες, θα μου απαγορευτεί για πάντα η είσοδος, θα είμαι ο περίγελος όλων για την υπόλοιπη ζωή. Εντάξει, σκέφτηκα εγώ τότε, υπάρχουν και τα τρεκ της Λατινικής Αμερικής – εκεί δεν έγινα ακόμα γνωστός. Εκτός από αυτό, θα μπορέσω να φορέσω γρήγορα το παντελόνι μου, όταν θα χρειαστεί.
Σαν να κρυφάκουσε τις σκέψεις μου, ο άνεμος δυνάμωσε και άλλο, κυριολεκτικά με έκαιγε, και άρχισα να βγάζω σπασμωδικά το παντελόνι μου. Στα μισά του δρόμου έβρισα – με τα σαντάλια τα πόδια μου δεν θα περάσουν, πρέπει να τα βγάλω και αυτά. Επιτέλους το παντελόνι βγήκε, όμως, αν θα το έβαζα απλώς πάνω από την τρύπα, θα έπεφτε μέσα. Δεν ήθελα πια ούτε να κλάψω, ούτε να γελάσω – ένοιωσα κάπως άδειος, έτσι χωρίς διαμαρτύρηση έβγαλα τα σανδάλια μου και πάτησα με αυτά το παντελόνι στις διαφορετικές άκρες τις τρύπας. Ξαφνικά με έπιασε το υστερικό γέλιο, και γέλασα με ένα σιωπηλό χαχανητό, φανταζόμουν την εικόνα, η οποία θα αποκαλυφθεί στον επισκέπτη της τουαλέτας, αν θα με πάρει ο ύπνος και δεν θα δω την αυγή. Απλώς δεν μπορούσα να σταματήσω, καθόμουν πάνω στο παντελόνι και τίναζα τα πόδια μου, έτσι όταν σαν αποτέλεσμα ακόμη μιας σπασμωδικής κίνησης του ποδιού μου το ένα μου παπούτσι έπεσε μέσα στην τρύπα, το χαχανητό μου έγινε απλώς χειρότερο. Με έπνιγε το σάλιο, και σε μια ασυνείδητη καταβολή, έριξα στην τρύπα και το δεύτερο παπούτσι, και χαχάνισα ακόμα πιο δυνατά. Η ζωή μου τελείωσε! Ποτέ δεν θα καταφέρω να βγω από εδώ μόνος μου, όμως, δεν είμαι και σε κατάσταση να αφήσω κάποιον άλλο να μπει μέσα. Άραγε – υπάρχουν τρελοκομεία στο Νεπάλ; Η ζωή τελείωσε. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί, ότι θα τελειώσει ακριβώς έτσι? Το γέλιο πάγωσε σιγά-σιγά πάνω στα χείλη μου, δεν νοιαζόμουν για τίποτε άλλο πια, ένιωθα αληθινά χάλια και έπεσα σε κάποια παραζάλη.
Ένα λεπτό αργότερα σηκώθηκα όρθιος, ξεχνώντας παντελώς, ότι πρέπει να κρατήσω το παντελόνι μου, και αυτό έπεσε στο ίδιο μέρος, στα τάρταρα. Αν αυτή τη στιγμή ο διάολος ίδιος θα έβγαινε από την τρύπα, δεν θα με ένοιαζε και πολύ πια – βρέθηκα εκτός αυτού του κόσμου, σαν να έπεσαν κάποιοι τοίχοι. Τίποτε πλέον δεν είχε σημασία, και απρόσμενα για τον ίδιο εαυτό μου, χωρίς να καταλαβαίνω, τι κάνω, απλώς έσπρωξα την πόρτα και βγήκα έξω. Ήταν ακόμα πολύ σκοτεινά, έμειναν δυο ώρες περίπου μέχρι το σούρουπο, και θα μπορούσα να περάσω απαρατήρητος στο δωμάτιο μου, αν δεν υπήρξε ένα μικρό εμπόδιο – ο ξενώνας δεν ήταν εκεί.»
Σε αυτό το σημείο ο Χανς σταμάτησε και κοίταξε ερωτηματικά τον Τόμας.
– Και… που βρέθηκες? – Ξεροκαταπίνοντας, ρώτησε ο Αντρέι.
– Θα μας το πει κάποια άλλη στιγμή, – σαν να πήρε κάποια απόφαση, απάντησε ο Τόμας.
– Αυτός ήταν και ο νέος κόσμος, ο νέος πολιτισμός?
– Όχι στην αρχή – έμοιαζε με έναν νέο κόσμο και νέο πολιτισμό, όμως, όχι εντελώς νέος… δεν θα στο εξηγήσω τώρα, αλλά αργότερα, όταν εκείνος βγήκε έξω από αυτή την δύνη, πέρασε πάρα πολλά, τότε και βρέθηκε στα σύμπαντα, τα οποία όντως αποκαλύφθηκαν για εμάς απολύτως νέοι, τόσο νέοι, ότι είναι δύσκολο να το περιγράψω …
– Τότε πήγα για πρώτη φορά στους Ακράνιους και στους Αιθέριους, από εκεί ξεκίνησαν τα πάντα …
– Και πήγες εκεί μόνο και μόνο με τη βοήθεια της βεβαιότητας?
– Όχι ακριβώς. – Ανταποκρίθηκε σκεπτικά ο Χανς. – Το θέμα είναι, ότι εκείνη τη στιγμή, όταν εγώ νόμισα, ότι σηκώθηκα και έσπρωξα την πόρτα, στην πραγματικότητα δεν το έκανα αυτό.
– Δεν το έκανες?
– Όχι, έπεσα σε μια μορφή νοσηρού ύπνου, λιποθύμησα, και εκείνος ο συνδυασμός της νευρικής εξάντλησης, και της βεβαιότητας, που μετατράπηκε μέχρι εκείνη τη στιγμή σε ακλόνητη, για το ότι εγώ μεταφέρθηκα στον χρόνο, ίσως και στον χώρο, μαζί με κάποιο στοιχείο της πιθανότητας, το οποίο μόνο αργότερα κατάφερα να χρησιμοποιήσω συνειδητά, συν η δική μου φυσική τάση – όλα τα αυτά μου επέτρεψαν να μεταφερθώ σε εκείνον τον νέο κόσμο.
– Δηλαδή λιποθύμησες, έφτασες σε κάποια κατάσταση, στην οποία …
– Όχι, δεν ήταν ένα όνειρο, ούτε και παραμιλητό, – επανέλαβε ο Χανς. – Πραγματικά μεταφέρθηκα σε εκείνον τον κόσμο.
– ?
– Απλώς το έκανα, χωρίς να σηκωθώ και χωρίς να σπρώξω την πόρτα. Η πόρτα παρέμεινε κλειστή από μέσα, απλώς εγώ δεν ήμουν πια εκεί.
Το παλικάρι, που όλη αυτή την ώρα, από το εστιατόριο ακόμα, δεν έβγαλε κανέναν ήχο, καθόταν, γέρνοντας στο μαξιλάρι δίπλα στον τοίχο, ενώ το κορίτσι, ενδιαφερόμενο για την ιατρική, είχε παρασυρθεί με το ρούφηγμα του πούτσου του.
– Απλώς τον πέταξε σε εκείνον τον κόσμο, όπως η δύνη του νερού παρασέρνει ένα κούτσουρο, και μετά εξίσου τυχαία τον έβγαλε έξω – κατευθείαν στην αγκαλιά μου, – ξαφνικά προσέθεσε εκείνος.
– Ναι, – γέλασε ο Χανς, – αυτή ήταν μια ενδιαφέρον συνάντηση. Και εξίσου ενδιαφέρον είναι το ότι «πετάχτηκα» ακριβώς σε σένα – στην δική σου εποχή και στις δικές σου συντεταγμένες. Βρέθηκα κοντά συγκεκριμένα σε έναν άνθρωπο, που αποδείχθηκε ενδιαφέρον για μένα, και στον οποίο φάνηκα ενδιαφέρον και εγώ, και μαζί με τον οποίον αργότερα καταφέραμε να εξερευνήσουμε τους εαυτούς μας και τα νέα σύμπαντα, εφοπλισμένοι με εκείνες τις γνώσεις και δεξιότητες, τις οποίες λάβαμε… εδώ. Αυτό έμοιαζε τόσο πολύ με τις νομοτέλειες, που ισχύουν στα όνειρα – σε ένα τέτοιο όνειρο, που γίνεται στο φόντο των έντονων φωτισμένων αντιλήψεων – σε αυτό συναντάς συναρπαστικά πλάσματα, αμέσως, χωρίς να «στοχεύσεις και να πετύχεις», λες και η ίδια υπάρχουσα σύσταση των αντιλήψεων στο μέρος του ανθρώπου είναι στην ουσία και ο στόχος, και το στόχαστρο, και αρχίσαμε να μελετάμε αυτές τις νομοτέλειες, σκάβαμε και σκαλίζαμε, ξεχωρίζαμε τους καρπούς από τις φλούδες, και μετά βρήκαμε τον Μποντχ, και ύστερα… ύστερα άρχισε η αληθινή ζωή.
– Και πώς ο Χανς σε πέτυχε? – Ανυπόμονος για μια ακόμη ιστορία, ρώτησε ο Αντρέι.
– Εντάξει…, – γέλασε το παλικάρι, – φαντάσου μια τέτοια εικόνα: εγώ, ένας Ρώσος εγωκεντρικός… ναι, είμαι και εγώ Ρώσος:), λοιπόν, ένας αυτάρεσκος και αλαζονικός τύπος, που υποφέρει από μισανθρωπία και ταυτόχρονα χωρίς να στερείται και τις ειλικρινείς παρορμήσεις της ψυχής, ετοιμάζομαι να γιορτάσω την Πρωτοχρονιά. Βασικά, σκόπευα, όπως συνήθως, να πάω στο δάσος – να ανοίξω το δρομάκι στο χιόνι, να κόψω αρκετά ξύλα για όλο το βράδυ ( να κουνάς το τσεκούρι επί τρεις-τέσσερις ώρες – είναι σκέτη απόλαυση με ελαφρύ παγωνιά), να ανάψω μια τέλεια φωτιά, μετά θα πατήσω ένα λίγο-πολύ ίσιο ξεφωτάκι, και μόνο τότε, έχοντας πεινάσει αρκετά πια, θα σύρω τελετουργικά στο κέντρο του πρωτοχρονιάτικου κόσμου μου την Αυτού Μεγαλειότητα Σακίδιο – εκείνο το ουράνια-γαλάζιο Tatonka, με το οποίο δυο χρόνια πριν ανέβηκα στην Τσο-Όγια, – μόνο αυτό ήταν άξιο να μεταφέρει το Φαγητό για το πρωτοχρονιάτικο Φαγοπότι. Να το τοποθετήσω σταθερά και να βγάλω τα περιεχόμενα του: δυο κουτάκια κόκκινο χαβιάρι, τον αλμυρό σολομό, σταρένιο ψωμί, ψημένο από ολόκληρα δημητριακά, μαριναρισμένα στο κρασί σουβλάκια, μπέικον – βεβαίως, το υπέροχο ροζ μπέικον, το οποίο τρίζει τόσο θεϊκά στη φωτιά, φρέσκο πράσινο κρεμμύδι, γεμιστές μελιτζάνες … ακριβώς στις μελιτζάνες χτύπησε το κινητό μου. Δεν γνώριζα αυτόν τον αριθμό, και είχα σχεδόν πατήσει την απόρριψη, όταν κατάλαβα, ότι αν ο σύντροφος αυτός πήρε λάθος νούμερο, θα με παίρνει ξανά και ξανά, έτσι καλύτερα να απαντήσω μια φορά και να τελειώνω με αυτό μια και καλή.
Όμως δεν κατάφερα να τελειώσω, διότι ο άνθρωπος, που με κάλεσε, δεν ήταν άλλος από τον Ηλιούχα Ατζίκοβ. Πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο στις παράλληλες τάξεις, συχνά διασταυρώναμε τα ξίφη μας στις μαθηματικές και σκακιστικές ολυμπιάδες, και μια φορά συγκρουστήκαμε αληθινά, όταν ανακαλύψαμε, ότι η Μάσκα Ρίσενκοβα, που έμοιαζε σε μας τότε σχεδόν γυναίκα, διότι ήταν δυο ολόκληρα χρόνια μεγαλύτερη, φιλιόταν με τον καθένα από μας με τη σειρά, και λόγω κάποιου δικού της καπρίτσιου ακολουθούσε αυστηρά αυτή την σειρά. Πιθανόν, οι γερμανικές τις ρίζες ευθύνονταν για αυτό.
Μιλώντας για τις γερμανικές ρίζες, αμέσως θυμήθηκα και εκείνη την περίπτωση, όταν αναγκάστηκα να διαπιστώσω την αλήθεια των λέξεων, τις οποίες είπε στο μακρινό χίλια εννιακόσια σαράντα ο τότε Αρχηγός της ανίχνευσης Γκόλικοβ στον τότε δικτάτορα και αιώνιο αγαπημένο του ρωσικού λαού Στάλιν: ότι ο Γερμανός χωρίς σχέδιο – είναι σαν χελώνα χωρίς καβούκι. Πήγα κάποτε να πάρω την Γερμανική βίζα – ένας φίλος μου έστειλε την πρόσκληση. Μέσα στην ανεμελιά μου αποφάσισα, ότι μιας και έχω το φτιαγμένο στην Γερμανία χαρτί, η επίσκεψη μου στο γερμανικό Προξενείο θα είναι μια απλή τυπικότητα, αφού δεν υστερούσα ούτε με τον μισθό μου, ούτε με τα ακίνητα, ούτε στον αριθμό των άδειων εισόδου στο διαβατήριο μου. Πόσο πολύ συγκλονίστηκα – δεν θα μπορούσα να επιλέξω μια άλλη λέξη, όταν βρέθηκα στην ατμόσφαιρα ενός κανονικού στρατοπέδου συγκέντρωσης! Υπό τις κραυγές, που έμοιαζαν γαβγίσματα, οι διεκδικητές της πολύτιμης βίζας στήθηκαν στη σειρά μπροστά στο κτίριο του προξενείου, περικυκλωμένοι με σιδερένια κάγκελα. Μετά από διαταγή η πόρτα άνοιξε, και όλοι, όσοι είχαν ραντεβού για αυτή την ώρα, όρμησαν μπροστά. Αποκαλύφθηκε, ότι αν χαζέψεις για μια στιγμή, η πορτούλα θα κλείσει και αντίο – γράψου μέσω τηλεφώνου για μια επόμενη επίσκεψη. Μέσα ήταν ακόμα χειρότερα, απ` ότι έξω – οι ίδιες εντολές-γαβγίσματα, άγριες υπάλληλες του προξενείου, στις οποίες, όπως νόμιζαν οι ίδιες, χρωστούσαμε όλοι κάτι μέχρι το τέλος της ζωής μας. Μια ατμόσφαιρα της καταπληκτικά ταπεινωτικής, περιφρονητικής αντιμετώπισης, που στο τέλος με αγανάκτησε, και είπα κάτι απότομο στην κυρία πίσω από το αλεξίσφαιρο τζάμι– εκείνη συγκλονίστηκε τόσο πολύ, ότι εγώ κατάλαβα – σε όλη την διάρκεια της εργασίας της σε αυτό το μέρος ήμουν ο πρώτος, που της μίλησε έτσι. Οι άλλοι συμπατριώτες μας ανέχονται αυτή την αγένεια – μάλλον, θέλουν πάρα πολύ να πάνε στην Γερμανία. Σε εμένα όμως, πέρασε πια η όρεξη. Της έδειξα μια αγενή φιγούρα με τα δάχτυλα μου, και καλά, να ξέρει, με ποιον είχε να κάνει, έκανα μια στροφή και έφυγα. Στην έξοδο μου κόλλησαν ακόμα οι φύλακες, με ερωτήσεις, “για ποιο λόγο εσύ, ο Ρώσος, έδειξες στην δική μας γερμανική δεσποινίδα την χειρονομία “– έχουν εκεί τα μηχανηματάκια, που καταγράφουν τα πάντα στην ταινία. Τους είπα σαν απάντηση, ότι τάχα έχω τη γιαγιά μου, που κατάγεται από την Καρελία, δηλαδή, από φίνο-ουγγρικές φυλές, και σε εκείνα τα μέρη η χειρονομία αυτή σημαίνει «Ευχαριστώ για τον χρόνο σας, πρέπει να αποχωρίσω για μια επείγουσα δουλειά», έτσι αν οι ίδιοι είναι τόσο αγράμματοι σχετικά με τα ήθη και έθιμα των φυλών του κόσμου, ας διαβάσουν την Μάργκαρετ Μιντ και τον Ηρακλή Πουαρό. Χωρίς να έχουν κάτι να προσθέσουν, οι φύλακες με άφησαν ελεύθερο. Εγώ βγήκα από τη στενή, ανέπνευσα τον αέρα της ελευθερίας, και από τότε το πόδι μου δεν πατάει στην Γερμανία – εξ αρχής – ας γαβγίζουν εκεί στους εαυτούς τους και ας περπατάνε σε παρατάξεις.
Ε, λοιπόν για τη Ρίσενκοβα, – εκείνη, δηλαδή, σκέφτηκε να συναντιέται στην σοφίτα του σπιτιού στις ημέρες με ζυγό αριθμό με μένα (αν και υπήρξε κλειδαριά στην πόρτα, ήταν μόνο για φιγούρα εκεί), και στις ημέρες με μόνο – με εκείνον. Μόνο που δεν υπολόγισε, το ξύλινο κεφάλι, ότι εμείς, τα πιτσιρίκια, δεν κουβαλάμε μαζί μας τα ημερολόγια, και βασιζόμαστε στη μνήμη μας, και σε αυτά τα ζητήματα είναι εύκολο να μπερδέψεις το θεμιτό με πραγματικό – γίνεται κάπως από μόνο του. Έτσι και βγήκε ένας τεράστιος καυγάς με φωνές, τσιριχτά και μελανιές, σε όλους τους τρεις κιόλας.
Έτσι, δηλαδή, ο Ηλιούχα ξεσκάλισε κάπου το τηλέφωνο μου. Μέχρι την Πρωτοχρονιά έμειναν τρεις ώρες, είχα πολύ φαγητό και σαμπάνια μαζί μου, και του πρότεινα – άντε, πάρε την Ρίσενκοβα σου, τώρα πια Ατζίκοβα, και έλα κοντά μου στο δάσος – παρόλο που εγώ χώθηκα βαθιά, δεν θα είναι δύσκολο να με βρεις – από το τέλος της λίμνης στα προάστια μπείτε στο δάσος, και ακολουθήστε τα ίχνη μου – δεν υπάρχουν άλλα, το χιόνι έπεσε μόλις χτες. Φαντάστηκα, πως αυτοί σέρνονται εδώ, και με έπιασαν τα γέλια, όμως, εκείνος ξαφνικά συμφώνησε. Μαζί του κόλλησε ακόμα ο Αντριούχα Ρουτσέινικοβ, με τη γυναίκα του. Τέλος πάντων. Γιορτάσαμε την Πρωτοχρονιά, όπως ορίζεται, στην παρέα των φουντωτών ελάτων και χιονιού. Όλοι έφυγαν να δουν την «Γαλάζια Φλόγα» [πρωτοχρονιάτικη εκπομπή στην ρωσική τηλεόραση – παρατήρηση του μεταφραστή], η ο, τι άλλο δείχνουν τώρα (εγώ δεν βλέπω καθόλου τηλεόραση από εκείνον τον καιρό, όταν επέστρεψαν οι εποχές, όταν όλες οι ειδήσεις είναι εκ των προτέρων γνωστές), ενώ εγώ έμεινα – ήρθα εδώ μόνος μου, έτσι και θα φύγω, και με έπιασε κιόλας η θλίψη. Παλιά νόμιζα, ότι είναι χιούμορ τέτοιο, όταν λένε, και καλά – αν η κοπέλα σου πήγε στον άλλο, δεν είναι σίγουρο, ποιος στάθηκε πιο τυχερός. Και τώρα κατάλαβα – είναι αλήθεια.
Μαζεύω, λοιπόν, τα σκουπίδια, στοιβάζω ο, τι έμεινε από φαΐ στην Τατόνκα μου, τα κάρβουνα σιγοσβήνουν μέσα στη φωτιά- τόσο όμορφα, όπως στα βιβλία του Εντγκάρ Πόε: and each separate dying ember wrote it’s ghost upon the snow. Και τελικά θέλησα να πάω προς νερού μου, δεν πήγαινε η ψυχή μου να κατουρήσω στα κάρβουνα, είπα να φύγω λίγο πιο πέρα στους θάμνους. Ίσα-ίσα πρόλαβα να κάνω δυο βήματα, και ακούστηκε από εκεί τέτοια φασαρία, σαν να προχωράει ένας άυπνος ιπποπόταμος. Ψέματα δεν θα πω – τρόμαξα σαν διάολος, αναπήδησα, ξέχασα ακόμα και ότι ήθελα να κατουρήσω. Και αυτό όλο προχωράει προς το μέρος μου από τους θάμνους, και βρυχάται τόσο τρομακτικά. Με ένα άλμα φτάνω στο σακίδιο μου, ανοίγω το κούμπωμα και βγάζω το τσεκούρι. Ένιωθα πιο ήρεμος με το τσεκούρι στα χέρια μου, έριξα και κάνα-δυο κλαδιά μέσα στα κάρβουνα, και αυτά άναψαν αμέσως. Και εκείνο το τέρας βγήκε κιόλας στο φως, και βλέπω – είναι όντως ένα τέρας, το πιο συνηθισμένο όμως, – μάλλον, κάποιος μπεκρής – τα μαλλιά του ανακατεμένα, κρατάει την ισορροπία του αδέξια, και βρυχάται κάτι ακαταλαβίστικα. Άρχισα ήδη να ηρεμώ, αφού είμαι ένα γερό παλικάρι στο ανθός των δυνάμεων μου, ας πούμε. Του λέω κοροϊδευτικά, αν και η φωνή μου έτρεμε ακόμα: «γιατί, κύριε, τρομάζετε με αυτόν τον τρόπο τους ανθρώπους?» Και σκέφτομαι ο ίδιος – γιατί λέω αυτή την μαλακία και τι με τράβηξε να μιλήσω με παλιομοδίτικο ύφος? Άρα, έχω τρομάξει περισσότερο, απ` ο, τι νόμιζα. Και τότε συνειδητοποιώ, ότι δεν είναι κανένας μπεκρής – το βλέμμα του είναι εντελώς καθαρό, κοιτάζει προσεκτικά, και τα ρούχα του είναι παράξενα – στην αρχή φαινόταν, λες και είναι κουρέλια, ενώ τώρα, που τα είδα καλύτερα – τα κουρέλια αυτά έχουν συναρμολογηθεί αρκετά προσεκτικά, και αν τα δεις χωρίς προκατάληψη, δείχνουν ακόμα και συμπαθητικά, αν και ασυνήθιστα – δεν ντύνονται έτσι στα μέρη μας. Τότε εκείνος είπε πάλι κάτι, και καταλαβαίνω ξαφνικά, ότι η ομιλία του δεν είναι δική μας – στα γερμανικά βρυχάται ο σύντροφος! Η να πω κύριος καλύτερα? εκεί με έπιασαν τα γέλια ξανά – ορίστε, σκέφτηκα, τα` χασε ο κύριος, βγήκε από το γκούλαγκ του, και έγινε λιώμα στις δικές μας ελευθερίες. Πόσο πρέπει να φορτώσεις πια; Για να έρθεις τόσο βαθιά μέσα στο δάσος… και στάθηκε τυχερός, επειδή με πέτυχε εδώ, γιατί καλά είναι τα γέλια, αλλά το θέμα είναι σοβαρό – θα μπορούσε να μείνει εδώ για πάντα, μέσα στο μεθύσι – κοίτα πόσο δυνάμωσε το κρύο κοντά στα μεσάνυχτα. Και τότε σαν να με τράβηξε κάτι – αφού δεν είναι μεθυσμένος! Κοίταξα για άλλη μια φορά – ακριβώς, δεν είναι μεθυσμένος. Μα και πως ήρθε εδώ? Θα τον είχα ακούσει από μακριά, τη νύχτα στο παγωμένο δάσος οποιοδήποτε ήχος απλώνεται πάρα πολύ μακριά.
Εκείνη τη στιγμή αυτός άρχισε να μιλάει ξανά, και δεν βρυχάται πια, αλλά πολύ ξεκάθαρα. Αν και δεν μιλάω ελεύθερα στην γερμανική, και όμως, την ξέρω αρκετά καλά – κάποτε με είχαν προσκαλέσει ακόμα να διαβάσω ένα σεμινάριο της φυσικής στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου, μόνο που εγώ αρνήθηκα, γιατί θυμόμουν εκείνη την εμπειρία στο Προξενείο. Στην αρχή σκέφτηκα – αφού δεν φταίνε αυτοί. Μα και εγώ δεν φταίω σε τίποτα, και αν πρέπει να μιλήσουμε – ποιος έχει το καθήκον να μαθαίνει τους υπάλληλους των προξενείων τους να δουλεύουν σωστά, σίγουρα δεν το έχω εγώ, Έτσι και δεν πήγα.
Τον φώναξα με το χέρι μου, έριξα και άλλα ξύλα, και άρχισα πάλι να ξεφορτώνω τα πράγματα από το Τατόνκα, έβγαλα το Martini Blanco. Εκείνος κάθισε, ήπιε, έφαγε. Όμως, έλεγε κάποιες τρομερές ασυναρτησίες, στην αρχή αποφάσισα ακόμα, ότι τα γερμανικά μου εξατμίστηκαν, και μετά κατάλαβα, ότι δεν φταίει αυτό. Ίσως να είναι τρελός; Ένας τρελός Γερμανός στο πρωτοχρονιάτικο ρωσικό δάσος … τι βλακεία είναι αυτή? Αποφάσισα, δηλαδή, αυτό – ας πάρω τοις μετρητής αυτά, που εκείνος μουρμουράει εκεί, και μετά θα δούμε, μέχρι στιγμής ας στρωθεί η κουβέντα, διότι αυτός δεν ήθελε να μιλήσει για απλά θέματα.
Πώς, τον ρώτησα, έφτασες ως εδώ? «Από την παράλληλη διάσταση», μου λέει. Σε κάποια βιβλία της επιστημονικής φαντασίας είχα διαβάσει πολλά για τέτοια. Πού, του είπα, βρίσκονται αυτές οι διαστάσεις? «Κατευθείαν εδώ, στο ίδιο μέρος, και όχι «κάπου» με την γεωμετρική έννοια, αλλά σε έναν παράλληλο κόσμο». Εγώ στην τελική είμαι ένας φυσικός, και δεν μπορείς να με κοροϊδέψεις με μεγάλα λόγια για τις διαστάσεις. Και υπάρχουν πολλοί τέτοιοι κόσμοι, τον ρώτησα? «Πολλοί», απάντησε εκείνος. Μπορούμε να μετακινούμαστε ανάμεσα σε αυτούς, και κανένας δεν τους είχε μετρήσει, διότι είναι εξίσου μεγάλοι, όπως και αυτός, ο δικός μας, για δοκίμασε και καλά να γυρίσεις όλη την Γη με τα πόδια. Και ποιος ζει εκεί, τον ρωτάω ξανά? Οι άνθρωποι, μου λέει. Κάποιοι τυχαία βρέθηκαν εκεί, κάποιο πήγαιναν επίτηδες, όπως κάποτε από την Γαλλία και Βρετανία οι άνθρωποι δραπέτευαν από την βασιλική εξουσία, γίνονταν πειρατές στα νησιά των Αντίλια, η όπως ξεκίνησε το αμερικανικό έθνος – κάποιοι από τις εποχές της αρχαίας Αιγύπτου, κάποιοι από τους Μάγια, μερικοί πιο σύγχρονοι – διάφοροι άνθρωποι. Υπάρχει άπλετος χώρος, και οι διαστάσεις των παράλληλων συμπάντων είναι επίσης πάρα πολλές. Και πως, του λέω, εκείνοι μένουν όλοι μαζί – τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους? Διότι οι άνθρωποι με το παραμικρό πιάνουν τα μαχαίρια, να κόψουν το λαιμό του γείτονα μόνο και μόνο επειδή διαφέρουν με κάποια τόσο μικρή λεπτομέρεια, που είναι δύσκολο ακόμα και να τη διακρίνεις. Και αυτός: κάποιοι ιδιαίτεροι άνθρωποι έβαλαν μια τάξη εκεί. Η κάθε κακία και άλλη επιθετικότητα τιμωρείται χωρίς καμία καθυστέρηση – ένας τέτοιος εγκληματίας αμέσως ξαποστέλνεται πίσω, δηλαδή, εδώ, να τσακώνεται όσο τραβάει η ψυχή του, αφού δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτό. Η τάξη αυτή ιδρύθηκε εδώ και πολύ καιρό, και άρεσε τόσο πολύ στους κάτοικους εκείνων των συμπάντων, ότι τη διατηρούν και μόνοι τους.
Εντάξει, σκέφτηκα, ο νέος Τόμας Μορ η ο Καμπανέλα – και ο διάολος δεν θα τους καταλάβαινε. Πολύ τον χτύπησε τον σύντροφο, αφού και νηφάλιος μιλάει σαν μεθυσμένος. Μήπως είναι ναρκομανής, – μου πέρασε η σκέψη? Πολύ καλά, του είπα, και αν οι κόσμοι είναι πολλοί και βρίσκονται κατευθείαν εδώ, πως δεν τους παρατηρώ εγώ? Και εκείνος μου λέω, ότι είναι αδύνατον να το φανταστώ αυτό. Είναι κάπως έτσι φτιαγμένο όλο, και ένας Θεός ξέρει, πως. Του λέω – και αυτό δεν σημαίνει, ότι είναι όλα ένας σωρός από βλακείες? Εδώ σάστισα, και μετά σκέφτηκα – α, τέλος πάντων, φτάνει με την κοροϊδία. Μήπως τον έχω και τίποτα, ένας Γερμανός απ` το πουθενά. Και τότε αυτός μπήκε σε σκέψεις, ενώ εγώ χάρηκα – νίκησα, εκείνος ξεμέθυσε. Και τότε μου είπε κάτι, που ήρθε η δική μου σειρά να σκεφτώ. Εν συντομία η ουσία συνοψιζόταν στο εξής: αν στις εποχές του Αριστοτέλη οι άνθρωποι ήδη γνώριζαν, ότι η Γη είναι στρογγυλή, αυτό δεν σημαίνει, ότι το γνώριζαν όλοι. Αγράμματος λαός ακόμα και στον δέκατο ένατο αιώνα μπορούσε να το αμφισβητεί αυτό. Και μπορούμε να τους καταλάβουμε – μα πως γίνεται να περπατάνε οι άνθρωποι με τα κεφάλια κάτω στη Γη και να μην πέφτουν στο διάστημα? Είναι πάρα πολύ δύσκολο να το κατανοήσεις, ακόμα και μετά τον Νεύτωνα. Και ακόμα μετά από τον Αϊνστάιν και Μπορ δεν γίνεται με τίποτα να καταλάβεις – με ποιον τρόπο γίνεται, ότι το κάθε σωματίδιο της ύλης ταυτόχρονα έχει και την κυματική λειτουργία, δηλαδή, στην ουσία είναι ένα κύμα. Έτσι δεν είμαστε ξεσυνηθισμένοι στο ότι η φυσική και η αστρονομία μας αναγκάζουν να αποδεχτούμε κάποια φαινομενικά εντελώς απίστευτα πράγματα. Και η επιβράδυνση του χρόνου στα κινούμενα συστήματα; Και η αύξηση της μάζας με την άνοδο της ταχύτητας? Το διάστρεμμα του χωροχρόνου; Η, ζωντάνεψε εκείνος, η θεωρία των υπερχορδών – τι να κάνουμε με αυτήν?
Να γιατί σκέφτηκα εγώ. Το ότι το ηλεκτρόνιο ή ένα φωτόνιο είναι κάτι, το οποίο υπό διαφορετικές συνθήκες συμπεριφέρεται είτε ως σωματίδιο, είτε σαν κύμα, αυτό μας το έχουν μάθει από το σχολείο κι ο καθένας μπορεί να το επαναλάβει, αν και κανένας δεν μπορεί να αναφέρει έστω κάποιο πείραμα, που να αποδείκνυε αυτόν τον ντουαλισμό. Ενώ το ότι συγκεκριμένα το κάθε υλικό σώμα ανεξάρτητα από τη μάζα του έχει τα χαρακτηριστικά του κύματος, δηλαδή, αυτό, που ανακάλυψε ο Λουί ντε Μπρόιλ, αυτό λοιπόν λίγοι ερασιτέχνες το γνωρίζουν, εδώ πρέπει να ενδιαφέρεσαι σοβαρά για το θέμα. Άρα, εκείνος ενδιαφέρθηκε. Η άκουσε κάποιον, που ενδιαφέρθηκε.
Και τι, τον ρώτησα, έχεις να πεις για τη θεωρία των χορδών? Μιας και η ιδέα αυτής της θεωρίας είναι πάρα πολύ απλή. Δηλώνεται, ότι στη βάση όλης της ύλης κείτονται κάποιες μονοδιάστατες χορδές, τυλιγμένες σε δαχτυλίδια, και οι χορδές αυτές δονούνται. Αν σε όλο το μήκος της χορδής περνάει το κύμα με μια καμπύλη – τη βλέπουμε ως ορισμένο σωματίδιο, και αν η χορδή αναστατώνεται έτσι, ώστε να σχηματιστούν δυο καμπύλες – τότε την αντιλαμβανόμαστε ως ένα διαφορετικό σωματίδιο. Εντελώς απλό.
Και εκείνος μου είπε – είναι καταπληκτικό, ότι δεν είστε και εντελώς άσχετος με τη φυσική, μόνο που δεν γνωρίζετε, μάλλον, ότι η σύγχρονη θεωρία των χορδών έχει προχωρήσει πάρα πολύ, και μη- αντιφατική θεωρία, που ονομάστηκε Μ-θεωρία, σχηματίζεται μόνο στην περίπτωση, αν εισάγονται έντεκα διαστάσεις, και οι διαστάσεις, οι οποίες μοιάζουν να περισσεύουν, βρίσκονται από τη δική μας οπτική γωνία στην τυλιγμένη κατάσταση. Και από τη δική τους άποψη – εκείνος κάποιος ακαθόριστα έδειξε με το κεφάλι του – το αντίθετο – είναι οι δικές μας διαστάσεις τυλιγμένες, και οι δικές τους – αναδιπλωμένες. Νοητικά είναι πάρα πολύ δύσκολο να τα φανταστείς όλα, κάτι, που δεν εμποδίζει τη θεωρία των χορδών να γίνει η πιο προοδευτική θεωρία της σύγχρονης εποχής. Έτσι η ιδέα των στοιβαγμένων μεταξύ τους υπό κάπως παράξενη έννοια συμπάντων – δεν είναι παρά μια δυσκολονόητη ιδέα μεταξύ άλλων – θα περάσει ο καιρός, και θα τη συνηθίσουμε.
Και που, ρωτάω, έχετε μάθει όλα τα αυτά; Σε εκείνα τα σύμπαντα; Και παρεμπιπτόντως, χωρίς να περιμένω την απάντηση, διέκοψα εγώ τον εαυτό μου – εσύ μου λες, ότι υπάρχει τρόπος να μετακινείσαι ανάμεσα στα σύμπαντα, και ότι είναι διπλωμένα μεταξύ τους – και πως γίνεται, ότι οι κόσμοι αυτοί δεν πέφτουν ο ένας στον άλλο, και πως γίνεται το ότι εσύ δεν αστοχείς, μετακινούμενος από κόσμο σε κόσμο?
Εκεί με κοίταξε, όπως μου φάνηκε, με σεβασμό. Μου είπε, πως κάνω τις έξυπνες ερωτήσεις. Δουλεύει καλά, λέει, το κεφάλι σας. Θα έπρεπε, είπε, να ασχοληθείτε με τη φυσική! Αστείο. Το ερώτημα αυτό, συνέχισε εκείνος, είναι εύλογο και καθόλου απλό. Να μου επιτρέψετε, λέει, να σας υπενθυμίσω, ότι στις αρχές του εικοστού αιώνα τον ίδιο προβληματισμό αντιμετώπισαν οι φυσικοί, όταν ο Ράδερφορντ ανακάλυψε την «πλανητική» δομή του σωματιδίου. Κάποτε νόμιζαν, ότι η ύλη μέσα στο σωματίδιο είναι μοιρασμένη ομοιόμορφα, μα ο Ράδερφορντ πήρε μια μεταλλική πλακέτα, και άρχισε να την περνάει με την ακτινοβολία με Α-σωματίδια. Και πίσω από την πλακέτα τοποθέτησε το φωτογραφικό φιλμ για την καταγραφή. Έτσι ανακαλύφθηκε, ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Α-σωματιδίων διαπερνάει το αλουμινόχαρτο, χωρίς να το παρατηρήσει καν. Και ενίοτε το Α-σωματίδιο ξαφνικά πέταγε μακριά, ενώ καμιά φορά και πάρα πολύ μακριά στην άκρη. Από αυτό το γεγονός και προήλθε το πλανητικό μοντέλο του σωματιδίου, σύμφωνα με το οποίο ο θετικά φορτισμένος πυρήνας – είναι πάρα πολύ μικρός, και μιλώντας απλουστευμένα, γύρω από αυτόν περιστρέφονται τα αρνητικά φορτισμένα σωματίδια, έτσι, γενικά, το σωματίδιο είναι άδειο. Αν στο κέντρο ενός ποδοσφαιρικού γηπέδου θα βάλουμε ένα πορτοκάλι, που συμβολίζει τον πυρήνα του σωματιδίου, τότε τα ηλεκτρόνια, που τον περιβάλλουν, θα βρίσκονται κάπου πολύ μακριά, πίσω από τις εξέδρες. Εδώ δημιουργήθηκε το ερώτημα – για ποιο λόγο τα ηλεκτρόνια δεν πέφτουν πάνω στον πυρήνα? Αφού τα θετικά φορτία θα έπρεπε με τρομερή δύναμη να ελκύουν τα θετικά, γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά αυτή την δύναμη, με την οποία ανατινάζεται η ατομική βόμβα, και δεν είναι κάποιες ατομικές δυνάμεις υπεύθυνες για αυτό, αλλά συγκεκριμένα οι ηλεκτρικές. Στον πυρήνα του σωματιδίου τα θετικά φορτισμένα πρωτόνια συγκρατούνται μεταξύ τους με την λεγόμενη «δυνατή αλληλεπίδραση», όμως, αυτή η αλληλεπίδραση ισχύει μόνο σε πάρα πολύ κοντινή απόσταση, έτσι μόλις τα πρωτόνια σπρώχνονται έστω λιγάκι παραπέρα, η δύναμη αυτή ελαττώνεται απότομα, και τα πρωτόνια σκορπίζονται με φοβερή ισχύ. Λοιπόν, για να εξηγήσουμε – γιατί τα πρωτόνια δεν πέφτουν στον πυρήνα, αναγκαστήκαμε να προσθέσουμε ακόμη μια ολόκληρη σειρά των ενδιαφέρον υποθέσεων. Μέχρι τότε ήδη ήταν γνωστό, ότι ακόμα και μεμονωμένο ηλεκτρόνιο εκδηλώνει τα χαρακτηριστικά του κύματος, κάτι, που εξαιρετικά κομψά αποδείχθηκε με τη βοήθεια της εκτόξευσης του μεμονωμένου ηλεκτρονίου στην οθόνη με δυο σχισμές. Και μιας και αυτό μπορεί να συμπεριφέρεται σαν κύμα, είναι φυσικό να υποθέσουμε, ότι το κάθε ηλεκτρόνιο μπορεί να υπάρχει μόνο σε μια τέτοια τροχιά γύρω από τον πυρήνα, στην οποία χωράει ένας ακέραιος αριθμός των μηκών των δικών του κυμάτων. Έτσι δεν μπορεί ούτε να πέσει, ούτε να μεταφερθεί σε κάποια τυχαία τροχιά, αλλά μετακινείται μόνο με τα κβαντικά άλματα στις ορισμένες τροχιές. Και αν στα απλά άτομα οι τροχιές αυτές υπολογίζονται εύκολα, στα περίπλοκα μόρια η συνολική ποσότητα των επιτρεπτών επιπέδων της ύπαρξης των ηλεκτρόνιων γίνεται εξαιρετικά περίπλοκη, αν και ο μηχανισμός της μετακίνησης παραμένει ίδιος.
Και έτσι, συνέχισε εκείνος, με αυτούς τους στοιβαγμένους κόσμους – είναι ακριβώς ίδια η κατάσταση. Βγαίνοντας από τον ένα κόσμο, δεν μπορείτε να βρεθείτε κάπου ανάμεσα σε αυτούς, όπως δεν μπορεί το ηλεκτρόνιο να βρεθεί «ανάμεσα» στις δυο επιτρεπόμενες τροχιές. Ουσιαστικά δεν υπάρχει «μεταξύ τους», και η μετακίνηση πραγματοποιείται με πολύ μυστήριο τρόπο, που ονομάστηκε «κβαντικό άλμα», παρόλο που ο όρος «δεν μπορείτε να βρεθείτε ανάμεσα» δεν είναι ακριβώς κατάλληλος σχετικά με αυτά τα γεγονότα, πρέπει να λέμε «δεν μπορείτε να βρεθείτε στην εστιασμένη συνείδηση», και ο Θεός φυλάξει, μου λέει, και γουρλώνει κάπως τα μάτια σου, να αναρωτηθείτε – τι θα γίνει, αν θα κολλήσετε σε αυτήν την μη-εστιασμένη συνείδηση.
Όχι, όχι, του λέω, εγώ σίγουρα δεν θα αναρωτηθώ για κάτι τέτοιο, και γελάω μέσα μου. Και εκείνος ξανά – εξίσου σοβαρά – εκεί υπάρχουν τα κάθετα ρεύματα, σε διαχωρίζουν και παρασέρνουν, ό μη γένοιτο, είναι εντελώς πέρα από ο, τι ανθρώπινο…
Αυτός ηρέμησε μόνο, όταν τον διαβεβαίωσα, πως συμφωνώ απόλυτα μαζί του, και καλά, όντως, Θεός φυλάξοι, μάλλον, όντως κάτι τέτοιο βίωσε ο άνθρωπος… Αν και γενικώς αναγκάστηκα να συμφωνήσω, ότι καθαρά οπτικά η εικόνα του είναι αρκετά ισορροπημένη, αν και δεν έχει, φυσικά, κανενός είδος πρακτικές αποδείξεις. Ακόμα παρατήρησα, ότι το ηλεκτρόνιο, αν λάβει μια αρκετά μεγάλη δόση της ενέργειας, μπορεί όχι μόνο να μετακινηθεί ανάμεσα στα επίπεδα του δεδομένου μορίου ή ατόμου, μα και να βγει τελείως έξω και να γίνει ελεύθερο ηλεκτρόνιο, να πιαστεί από κάποιο ιόνιο, ή να γίνει μέλος ενός διαφορετικού μορίου ή σωματιδίου στη θέση κάποιου αλλού ηλεκτρονίου. Και τότε εκείνος σοβάρεψε ξανά και μου είπε, ότι κάτι τέτοιο είναι όντως πιθανό, και η δεδομένη αναλογία είναι εντελώς δικαιολογημένη για το σύνολο των συμπλεκόμενων κόσμων. Ότι μιλώντας πρόχειρα, όλο το σύνολο των συμπάντων μας είναι στην ουσία το κοντινότερο μας σπίτι, αν θα μπορούσαμε να το πούμε, και πέρα από αυτά ένας θεός ξέρει, τι γίνεται. Όπως κάποτε ο άνθρωπος καθόταν μέσα στη βάρκα του και πιασμένος με το ρεύμα, παρασυρόταν μακριά, χωρίς επιστροφή, έτσι και τώρα συμβαίνει ακριβώς το ίδιο πράγμα με τολμηρούς ερευνητές εκείνων των κόσμων, και ποιος ξέρει – ίσως κάποτε να βρούμε κάποιου είδους πλοήγηση και πανιά, που θα μας επιτρέψουν να ταξιδεύουμε σε αλλά συμπλέγματα των κόσμων, και ίσως τότε θα βρούμε τους απόγονους εκείνων των τολμηρών ερευνητών… αν και γενικώς – ο Θεός να μας γλιτώσει, και πάλι άρχισε να επαναλαμβάνει εκείνος.
– Εγώ τώρα σου λέω πάρα και πάρα πολύ σύντομα αυτά, που εμείς συζητούσαμε, – σταμάτησε την ιστορία του το παλικάρι, παλεύοντας με χασμουρητό, – μα και πολλές λεπτομέρειες ξεγλίστρησαν πια από τη μνήμη μου. Με λίγα λόγια, όταν εγώ κοίταξα στο ρολόι μου, ανακάλυψα με φρίκη, ότι κοντεύει πέντε το πρωί! Ο χρόνος πέρασε απαρατήρητα σε αυτή την παράξενη κουβέντα, τα ξύλα τελείωσαν, και αποφασίζοντας να ολοκληρώσω και τη συζήτηση, εξέφρασα τον θαυμασμό μου για έναν τόσο ασυνήθιστο τρόπο της σκέψης, και είπα, πως λυπάμαι για το ότι μάλλον δεν θα λάβουμε στις πλησιέστερες εκατονταετίες την πρακτική δυνατότητα να επιβεβαιώσουμε ή να διαψεύσουμε τις καταπληκτικές φαντασίες του. Εκείνος με κοίταξε με ένα παράξενο μακρύ βλέμμα, αλλά δεν είπε τίποτα.
Ξαφνικά ένοιωσα μια τέτοια θανάσιμη κρίση υπνηλίας, ότι έχασα ακόμα και την ισορροπία μου και παραπάτησα. Ήταν ξεκάθαρο, ότι ο Γερμανός αυτός είναι νηφάλιος και πάρα πολύ λογικός, και αφού του ήρθε στο μυαλό η ιδέα να έρθει εδώ, με την ίδια επιτυχία μπορεί και να φύγει από αυτό το μέρος. Προτείνοντας του να ακολουθήσει τα ίχνη μου, σήκωσα στην πλάτη το σακίδιο και κατευθύνθηκα σπίτι. Μέτα από περίπου πενήντα βήματα, δεν ξέρω και ο ίδιος, για ποιο λόγο, γύρισα και του φώναξα, ότι ξέχασα να ρωτήσω το όνομα του. Το όνομά σου, όνομα! Έβλεπα μέσα στο ασταθή φως της φωτιάς, που έσβηνε, πως εκείνος κοίταξε τον ουρανό, γύρισε για κάποιο λόγο, και μετά μου φώναξε πίσω: «Χανς. Το όνομά μου ήταν Χανς!»
– Και έτσι χωρίσατε? – Απόρησε ο Αντρέι.
– Έτσι νόμιζα εγώ, – με γέλια απάντησε το παλικάρι, – αλλά ο Γερμανός με ακολούθησε, τον πήγα στο σπίτι μου να κοιμηθεί, δεν θα μπορούσα να τον αφήσω στον δρόμο…
– Για ύπνο! – η φωνή της Γιόλκας ακούστηκε, σαν ετυμηγορία, σε μια στιγμή όλοι άφησαν τις θέσεις τους και κατευθύνθηκαν στην έξοδο.
– Εγώ θα πάω ακόμα να βρω πουτανίτσες, – με όρεξη είπε ο Αντρέι, βάζοντας τα σανδάλια του. Δεν ένιωθε καμία αμηχανία πλέον.
– Άργησες, – χαμογέλασε η Γιόλκα. – Τα σαλόνια για μασάζ εδώ κλείνουν το αργότερα στις έξι-εφτά η ώρα.
– Όχι, υπάρχουν μερικοί οίκοι ανοχής στο Ταμελ και εδώ κοντά, που δουλεύουν όλο το εικοσιτετράωρο – πήγαινε στον οποιοδήποτε ρίκσα-ποδηλάτη, και θα σε πάει, – τον συμβούλεψε ο Χανς.
Αργά το βράδυ – στις έντεκα περίπου – έχει πλάκα να κάνεις βόλτα στο Κατμαντού. Σπάνιες σκιές των ανθρώπων περνάνε μια εδώ, μια εκεί. Οι δρόμοι είναι στενοί, οι σειρές των σπιτιών κρέμονται καταπάνω σου. Λίγος και πολύ αδύναμος φωτισμός των δρόμων βυθίζει τα πάντα στο αβέβαιο σκοτάδι, και δύσκολα ξεπερνάς την αίσθηση, ότι περιπλανιέσαι σε μια μεσαιωνική ή και ακόμα πιο αρχαία πόλη, ειδικά όταν στον δρόμο σου συναντάς κάποιον μικρούλικο ναό – τόσο απαρχαιωμένο, ότι εύκολα φαντάζεσαι, πως ήταν το ίδιο και χίλια χρόνια πριν.
Ο πρώτος τυχαίος ρίκσα-ποδηλάτης τον πλησίασε και άρχισε να ψιθυρίζει κάτι. Χασίσι, κάποια άλλη βλακεία, να τον πάει κάπου… Ο Αντρέι κουνούσε μόνο το κεφάλι του. «Κοπέλα…?» Όχι τώρα, όχι. «Αγόρι..?». Αχά! Έχουν ποικιλία εδώ… «Λειντιμπόϊ..?». Εδώ υπάρχουν τα πάντα! Όμως, όχι αυτή τη στιγμή, όχι.
Θέλω ακόμα να περπατήσω σε αυτούς τους δρόμους, αλλά ο ρίκσα δεν με αφήνει ήσυχο: «μασάζ, γκουντ μασάζ, μπορώ να κάνω τέλειο μασάζ». Ο Αντρέι τον κοίταξε καλύτερα – ο ρίκσα – είναι παλικάρι κοντά στο είκοσι, λεπτοκαμωμένο, άραγε – τι συγκεκριμένα εννοεί τώρα, λέγοντας «μασάζ» – θα τον παίξει, μάλλον, βασικά, αυτό έχει ενδιαφέρον, αλλά όχι, όχι τώρα.
Στρίβοντας στη γωνία, ο Αντρέι βρήκε έναν ακόμα πιο σκοτεινό δρόμο. Κάποιο φως πίσω από τα παντζούρια, μέσα στο σκοτάδι της αψίδας κάθεται ένας άντρας.
– Μασάζ…, – είπε εκείνος σιγανά.
Οίκος ανοχής? Α, όχι, πράγματι – μασαζάδικο-κουρείο, κρέμεται η ταμπέλα, ότι εδώ ξυρίζουν, κουρεύουν και κάνουν μασάζ σε ξεχωριστό δωμάτιο.
– Και ποιος κάνει μασάζ?
– Εγώ! – ζωήρεψε ο άντρας.
– Χμ…
Ο Αντρέι του έριξε μια πιο προσεκτική ματιά – ήταν ένας αδύνατος Νεπαλέζος, με κολακευτικό-χαμογελαστό πρόσωπο.
– Δεν είναι πολύ αργά να κάνω μασάζ?
– Όχι, κύριε, δεν είναι καθόλου αργά, περάστε, περάστε.
Χωρίς να καταλαβαίνει πολύ καλά – τι συγκεκριμένα θέλει, ο Αντρέι μπήξε μέσα στο κουρείο. Μια ξεχωριστή πόρτα οδηγούσε στο δωμάτιο, όπου στο πάτωμα υπήρξε ένα στρώμα, καλυμμένο με σεντόνι.
– Μετά από τρεκ, γυρίσατε από το τρεκ?
– Ναι, βασικά…
Ο Αντρέι άρχισε να γδύνεται. Τέλος πάντων – με τις κοπέλες πάντοτε θα προλάβει, και εδώ… η ιδέα να δοκιμάσει να αποπλανήσει αυτόν τον Νεπαλέζο ξαφνικά του φάνηκε πολύ ενδιαφέρον. Η να αφήσει τον Νεπαλέζο να τον αποπλανήσει ? Άραγε, θα του ριχτεί ή όχι, δεν έχει ούτε καν μια τέτοια σκέψη. Η αβεβαιότητα έδινε μια γεύση σε όλο το επιχείρημα. Ο Αντρέι έμεινε γυμνός και ξάπλωσε μπρούμυτα, ανοίγοντας τα πόδια του και βάζοντας το πέος έτσι, ώστε να φαίνεται όλη η ομορφιά του.
– Έρχομαι μετά από τρεκ, οι μύες μου πιάστηκαν, θέλω μασάζ εδώ, – ανασηκώνοντας τον κορμό του, ο Αντρέι έκανε μια κίνηση, που περιέγραφε τον κύκλο γύρω από τα μπούτια και καλύπτοντας όλον τον ποπό. – Μόνο εδώ θέλω μασάζ.
– Μάλιστα, κατάλαβα, – έγνεψε ο μασέρ. – Με λένε Ραντζ, εσένα?
– Άντι.
– Πολύ καλά, Άντι.
Τα πρώτα πέντε λεπτά το μασάζ ήταν εντελώς συνηθισμένο, και ο Αντρέι άρχισε να ανασηκώνει λιγάκι τον ποπό του κάθε φορά, όταν τα χέρια του μασέρ ακουμπούσαν πάνω του. Το πέος του Αντρέι σκλήρυνε λίγο, κάτι, που δεν μπορούσε να μην παρατηρήσει ο Ραντζ.
– Εδώ, ναι? – εκείνος έριξε μερικά χτυπήματα στον ποπό του.
– Ναι, εκεί ιδιαίτερα.
Πιέζοντας και χτυπώντας, ο μασέρ άρχισε να του ανοίγει όλο και πιο συχνά τον ποπό, πλησιάζοντας στην τρυπούλα, και ο Αντρέι ανέβαζε όλο και πιο πρόστυχα τον ποπό μπροστά στα χέρια του. Κάτι σαν το σιάτσου κοντά στην τρυπούλα έδωσε στον Αντρέι να καταλάβει, ότι ο μασέρ ενδιαφέρεται σίγουρα.
– Εδώ; – ρώτησε ο Ραντζ, πιέζοντας κυριολεκτικά ένα εκατοστό κοντά στην τρυπούλα.
– Ναι, ναι.
– Τώρα, κύριε, ένα λεπτό.
Ο Ραντζ εξαφανίσθηκε και γύρισε μισό λεπτό αργότερα, ανοίγοντας κάτι. Μετά ακούστηκε ο ήχος των παντελονιών, που βγαίνουν, και στον ποπό του Αντρέι ακούμπησε κάτι ζεστό και στητό.
– Έτσι, κύριε?
– Ναι, έτσι είναι ωραία, έλα.
Ο Ραντζ έβαλε προσεκτικά το πέος του κοντά στην τρυπούλα και άρχισε να τον σπρώχνει σιγά-σιγά, αναπνέοντας ανυπόμονα. Μπαίνοντας, εκείνος αναστέναξε με ικανοποίηση και άρχισε να τον πηδάει. Ο Αντρέι κουνούσε τον ποπό πιο μπροστά, μα ο Ραντζ σταμάτησε αμέσως, και ήταν ξεκάθαρο, ότι αν ο Αντρέι θέλει το σεξ να συνεχιστεί και άλλο, πρέπει να μείνει ακίνητος. Τον άναβε περισσότερο όχι τόσο, ότι τον πηδούσε ο Ραντζ – το πέος του ήταν αρκετά μικρό, όσο η ίδια κατάσταση – τον πήδαγε ένας Νεπαλέζος μασέρ! Καμιά φορά, σφίγγοντας λιγάκι τον ποπό, ο Αντρέι έπαιζε με το πέος του. Σταδιακά οι αισθήσεις από αδιάφορες μετατράπηκαν σε ευχάριστες, και μετά και σε πάρα πολύ ευχάριστες, και μπορούσε να ξαπλώνει απλώς, βογκώντας και σκεπτόταν για κάτι δικό του, νιώθοντας στον ποπό έναν ζεστό φαλλό, που κουνιόταν πέρα-δώθε. Αυτή η μέρα ήταν τόσο γεμάτη – με τόσους νέους ανθρώπους, νέες πληροφορίες – παράξενης και συναρπαστική, και όλα μόλις άρχιζαν.