Ελληνικα change

Error

×

Κεφάλαιο 11

Main page / Μάγια 3: Σκληρά ποτάμια, μαρμάρινος άνεμος / Κεφάλαιο 11

Περιεχόμενα

    Παρά τα λεγόμενα της Φλορίντα, η Φόσσα τους έστελνε μακριά με όλες τις ερωτήσεις, που της έκαναν σχετικά με την  «δεύτερη τάξη»,  και κανενός είδος πρήξιμο δεν άλλαζε τη στάση της. Εκείνη απαιτούσε τις αναφορές για εκτέλεση των αποσπασμάτων της πρώτης σειράς, και κρίνοντας από την αντίδραση της, παρέμεινε δυσαρεστημένη με αυτές.

    Η Τζέιν συνέχισε να αυξάνει το όγκο του χρόνου, που αφιέρωνε στην γενετική, φυσιολογία και κυτταρολογία. Μέχρι στιγμής, αυτό είχε ενδιαφέρον, και όσα περισσότερα μάθαινε, τόσο μεγάλωνε και το ενδιαφέρον της. Η Μάρθα συνέπραττε δραστικά σε αυτό, της έδινε βιβλία, απαντούσε στις ερωτήσεις της, όμως, ακόμα περισσότερο καιρό περνούσε μαζί της η Ροσομάχα – το οκτάχρονο κορίτσι, που γύριζε μια εδώ, μια εκεί,  και ερχόταν συχνά σε διάφορα εργαστήρια. Η Τζέιν κατάλαβε ξαφνικά, ότι αντιλαμβανόταν τη Ροσομάχα και τα άλλα παιδιά, τα οποία συναντούσε εδώ, σαν κάτι με λίγη σημασία και μικρό ενδιαφέρον. Φυσικά, έβλεπε, ότι και ο Τζέρι, και η Μάρθα, ο Πολ,  ο Άντι και πολλοί άλλοι συχνά μιλούσαν με τα παιδιά, όμως, δεν της περνούσε από το μυαλό, ότι πίσω από αυτό στέκεται κάτι μεγαλύτερο από μια απλή εκδήλωση της θετικής αντιμετώπισης των ενηλίκων για τα παιδιά. Η εμπειρία της συναναστροφής με την Κούνγκα ξεκαθάρισε κάτι σε αυτό, και η Τζέιν άρχισε να παρατηρεί πιο προσεκτικά διάφορα κουκλιά. Αποκαλύφθηκε, ωστόσο, ότι αυτά δεν επιδιώκουν τόσο πολύ την επικοινωνία, και η πρωτοβουλία της Τζέιν τελείωνε με το τίποτα μια φορά μετά την άλλη, και αυτό της άφηνε μια παράξενη εντύπωση, την οποία η ίδια εκτόπιζε με κάθε τρόπο, συνεχίζοντας να υποκρίνεται ακόμα και στον εαυτό της, ότι αυτό είναι φυσιολογικό, ότι έτσι είναι τα παιδιά, είναι εσωστρεφείς και γενικώς ιδιότροποι, και απαιτείται χρόνος, για να κτίσει τις σχέσεις μαζί τους, να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους.  Ένα τυχαίο γεγονός την οδήγησε στην Ροσομάχα.

    Κάποτε ο Τζέρι, προσπαθώντας να εξηγήσει στην Τζέιν μια από τις κατευθύνσεις των ερευνών του, παράτησε στα μισά τις εξηγήσεις του και την τράβηξε σε ένα από τα δωμάτια του εργαστηρίου. Αποδείχθηκε, ότι ανάμεσα σε όλα τα άλλα πράγματα, που γέμιζαν την τεράστια διώροφη αίθουσα του εργαστηρίου της γενετικής, οι εκπαιδευτικές, επιδεικτικές συσκευές καταλάμβαναν αρκετό χώρο. Αυτά ενσωματώθηκαν  τόσο αρμονικά στον ερευνητικό εξοπλισμό, ότι για πάρα πολύ καιρό έμειναν απλώς απαρατήρητες για την Τζέιν.

    – Κοίτα, – την έχωσε με τη μύτη εκείνος στο μικροσκόπιο, για μερικά λεπτά κάνοντας τα μαγικά του πάνω στο μηχάνημα.

    Και υπήρχαν πολλά να δει εκεί! Μπροστά της πέρα-δώθε έτρεχαν κάποια μονοκύτταρα πλάσματα, χνουδωτά, σαν κουνέλια.

    – Μεγέθυνε, – διέταξε ο Τζέρι.

    Η Τζέιν πέρασε στην κονσόλα αφής τα απαραίτητα δεδομένα και περίμενε μερικά δευτερόλεπτα, όσο συντονιζόταν αυτόματα ο φωτισμός. Τώρα φάνηκε, ότι το χνούδι, που κάλυπτε τα  «κουνέλια», είχε πολύ παράξενη όψη.

    – Αυτά… τα  χνούδια… κουνιούνται, και το καθένα – με τον δικό του τρόπο! –  κατάπληκτη, η Τζέιν κρεμόταν πάνω από την οθόνη.

    – Αυτές είναι οι σπειροχαίτες – εξήγησε ο Τζέρι. – Με μεγάλη μεγέθυνση φαίνεται, ότι είναι πολύ ευλύγιστα, αεικίνητα συστρεμματάκια, προσκολλημένα στον μονοκύτταρο ιδιοκτήτη τους με τη μορφή των τριχακιών. Το μονοκύτταρο, που βλέπεις τώρα, είναι το βακτήριο Mixotrichα – το αντικείμενο της αμέριστης προσοχής μου. Οι σπειροχαίτες και Mixotrichα ζουν μαζί και δημιουργούν τη συμβιωτική σχέση.

    – Όπως, υποθετικά, ζουν μαζί ο άνθρωπος και ο ιός του έρπη? – ρώτησε  η Τζέιν, που θυμήθηκε την διήγηση του Μαξ. – Και όπως τα μιτοχόνδρια ζουν σε συμβίωση με μας?

    – Ναι, και εδώ υπάρχει συμβίωση, όπως του ανθρώπου με τα μιτοχόνδρια. Οι σπειροχαίτες βοηθούν το Mixotrichα να μετακινείται – βλέπεις, πώς αυτές κινούνται; Αυτή η κίνηση είναι τακτική. Οι σπειροχαίτες τρέφονται με υδρογονάνθρακες, που παράγει το Mixotricha. Εκτός από αυτό, στην επιφάνεια του Mixotrichα υπάρχουν και πολλά άλλα βακτήρια, που ζουν σε συμβίωση και με το ίδιο, και με τα συστρέμματα ταυτόχρονα! Έτσι είναι ένα πολύ περίπλοκο σύμπλεγμα των ζωντανών πλασμάτων, που ζουν μαζί, και εξαρτώνται μεταξύ τους. Αυτά τα βακτήρια αποτελούν ένα μέρος των ενζύμων, που χρειάζονται για την επεξεργασία της  κυτταρίνης και της λιγνίνης, υδρογονάνθρακες, και ακριβώς αυτό είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον!

    –  Τι συγκεκριμένα έχει το ενδιαφέρον?

    – Α…, – γέλασε ο Τζέρι. – Πρέπει να μελετήσεις την ζωολογία! Οι στενοί ειδικοί, που είναι καλοί μόνο στην δική τους επιστήμη, είναι αβοήθητοι, σαν μωρά παιδιά. Αν ήσουν ζωολόγος,  πιθανόν να ήξερες, ότι το  Mixotricha – δεν είναι απλώς ένας μονοκύτταρος οργανισμός ανάμεσα σε πολλά άλλα. Αυτά ζουν στο πεπτικό σύστημα των τερμιτών!

    – Ναι, έχω δει τους τερμίτες στο δάσος:), εκείνα τα ασπριδερά, σχεδόν διάφανα μυρμήγκια, ζουν στα κούτσουρα και στους πεσμένους κορμούς των δέντρων. Ακόμα έχω δει τις φωλιές τους, όταν έκανα διακοπές στην Γοα – στη ζούγκλα, κατευθείαν δίπλα στην όχθη της θάλασσας υπήρξαν πολλά ψηλά πήλινα σπιτάκια τους.

    – Οι τερμίτες  – δεν είναι με κανέναν τρόπο μυρμήγκια. Είναι εντελώς ξεχωριστά πλάσματα. Ανάμεσα στις μοναδικές ιδιότητες τους υπάρχει αυτή, που τους επιτρέπει να τρέφονται με κυτταρίνη. Ακριβός  το Mixotricha ασχολείται με την επεξεργασία της κυτταρίνης και την μετατροπή της σε θρεπτικές ουσίες. Αυτή είναι η καινοτομία των τερμιτών. Είναι ικανά να χωνεύουν το ξύλο, για αυτό και το τρώνε με μεγάλη χαρά, χωρίς να έχουν κανέναν ανταγωνισμό σε αυτό την ίδια στιγμή.

    – Καλά βολεύτηκαν!

    – Ακριβώς.

    – Εμείς δεν μπορούμε έτσι, μα θα ήταν τέλειο – περπατάς στο δάσος,  και αν πεινάσεις – τσιμπάς ένα κλαδί σημύδας και συνεχίζεις. Η – συνέχιζε να ονειρεύεται η Τζέιν – μπορείς να πάρεις για πρωινό μια σαλάτα από τα φύλλα τσουκνίδας, γιαούρτη, χόρτων και να βάλεις σε αυτό τις νόστιμες, αρωματικές άκρες των κλαδιών του πεύκου, είναι τόσο τρυφερά και πράσινα, μαλακά. Δοκίμασα να τις μασουλήσω, όμως, δεν ήταν νόστιμες:) Και μη φαγώσιμες… Θα ήταν τέλειο και για εμάς να φιλιώσουμε με  Mixotricha, ε; Γιατί όχι; Τι λες, είναι δυνατόν κάτι τέτοιο?

    Παρασυρόμενη με τις φαντασίες της, η Τζέιν δεν πρόσεξε, ότι στην παρέα τους μπήκε κάποιο παιδί. Αυτή ήταν η Ροσομάχα. Η Ροσομάχα,  ακούγοντας την Τζέιν, αντάλλαξε ματιές με τον Τζέρι. Εκείνος σήκωσε τους ώμους του.

    Εσείς θέλετε να το κάνετε αυτό, – είπε η Ροσομάχα. – Ενώ εμείς  μπορούμε να το κάνουμε ήδη.

    Η Τζέιν έμεινε άναυδη, χωρίς να ξέρει, πως να αντιδράσει στις λέξεις της. Στο κεφάλι της πέρασαν οι μορφές των κορακιών που μιλάνε και των διακριτικών χορίων. Όμως, τα χόρια – είναι κάτι άκρως μακρινό, αφηρημένο, που μπορείς να δεις σε φωτογραφίες, ενώ η ικανότητα να χωνεύεις την κυτταρίνη – κάτι τρομακτικά συγκεκριμένο.

    – Και αυτό έχει σχέση… με πειράματα;

    – Εδώ τα πάντα είναι συνδεδεμένα με πειράματα, – είπε η Ροσομάχα, συνεχίζοντας να την κοιτάζει με το ίδιο βλέμμα, το οποίο είχαν όλα τα παιδιά, που ζούσαν στη βάση, σαν να μην έβλεπαν μπροστά τους τον άνθρωπο, αλλά ένα φάντασμα.

    – Εννοώ εκείνα τα πειράματα, που οδηγούν στις γενετικές μεταλλάξεις στα παιδιά – εξήγησε η Τζέιν.

    – Ναι. – Σύντομα απάντησε η  Ροσομάχα.

    – Άρα… δηλαδή, εσύ μπορείς να κάνεις μια βόλτα στο δάσος και να φας ένα φύλλο σημύδας ή να δαγκώσεις ένα κομμάτι από κούτσουρο του πεύκου, και αυτό θα χωνευτεί και θα μετατραπεί σε θρεπτικές ουσίες?

    – Μπορώ. Εμείς – τα νέα παιδιά – μπορούμε να κάνουμε όλα αυτά, μόνο που δεν έχει πλάκα να ροκανίζεις το κούτσουρο του πεύκου – παραείναι σκληρό.

    – Μα αυτό δεν είναι νόστιμο!

    – Για σένα – δεν είναι νόστιμο, ενώ για εμάς – νόστιμο.

    Η Ροσομάχα και πάλι κοίταξε τον Τζέρι, και εκείνος σήκωσε ξανά τους ώμους του.

    – Αποφάσισε μόνη σου, – χωρίς να εξηγήσει, τι εννοεί,   είπε ο Τζέρι στην Ροσομάχα, και με ορμητικά βήματα εξαφανίστηκε κάπου στο βάθος του εργαστηρίου.

    Η Ροσομάχα κοίταζε την Τζέιν με ένα ήρεμο βλέμμα, το οποίο ήθελες να ονομάσεις αυτόματα σκεπτικό, όμως, δεν ήταν αλήθεια. Σαν να απορροφούσε μέσα της την μορφή της Τζέιν – αυτή η αναλογία ταίριαζε καλύτερα από όλα. Το βλέμμα της σαν να έγινε πιο ζεστό, και η Τζέιν δεν ένιωθε πια τον εαυτό της σαν το φάντασμα.

    – Έχεις δηλητηριαστεί ποτέ με κάτι; – ρώτησε η Ροσομάχα.

    – Εννοείς αν μου είχε τύχει να φάω κάτι και να δηλητηριαστώ; Φυσικά.

    – Θα ήθελες να μάθεις – πως να βρεις,  με τι συγκεκριμένα έχεις δηλητηριαστεί?

    – Εντάξει…

    – Φαντάσου όλο το φαγητό, το καθετί, που έχεις φάει. Αν κατά τη σκέψη για κάποιο φαγητό, αρχίζεις να ανακατεύεσαι, τότε συγκεκριμένα με αυτό δηλητηριάστηκες. Το σώμα έχει μια τέτοια ικανότητα. Ακόμα έχει και πολλές άλλες ικανότητες, κάποιες από τις αυτές είναι προσιτές σε όλους τους ανθρώπους, μερικές – μόνο σε αυτούς, που καλλιεργούν τις φωτισμένες αντιλήψεις, και κάποιες άλλες είναι χαρακτηριστικές προς το παρόν μόνο σε μας, τους σκαντζόχοιρους.

    – Σκαντζόχοιρους?

    – Στα νέα παιδιά. Τα παιδιά, γεννημένα από μουσούδες υπό επιρροή της πρόθεσης.

    – Και είναι πολλοί οι σκαντζόχοιροι ανάμεσα στα παιδιά, που ζουν εδώ?

    – Όλοι. Δεν υπάρχουν άλλα παιδιά εδώ.

    Η Τζέιν είχε ξεχάσει ήδη, από τι ξεκίνησε η συζήτηση τους και ήταν έτοιμη να γεμίσει το κορίτσι με ερωτήσεις, όμως, εκείνη επέστρεψε στο θέμα τους χωρίς πολλά-πολλά.

    – Το σώμα μας είναι ικανό να επιλέξει το φαγητό, που χρειάζεται. Αν δεν έχεις αποχαυνωθεί με τις θεωρίες για το τι  «πρέπει» να τρως και πότε πρέπει να τρως, αν δεν κουφαίνεις το σώμα σου με πολυφαγία…, – σε αυτό το σημείο εκείνη κοίταξε την Τζέιν με αμφιβολία.

    – Εδώ και δυο εβδομάδες ήδη  εκτελώ την πρακτική του ελέγχου της πείνας! – φώναξε η Τζέιν.

    – «Ήδη», – ζαρώνοντας αστεία τη μουρίτσα της,  την κορόιδεψε η Ροσομάχα και χαμογέλασε. – Λοιπόν, όταν το σώμα μαθαίνει να λύνει αυτά τα προβλήματα μόνο του. Σε σένα εμφανίζεται η επιθυμία να φας κάτι ορισμένο, και αυτό τη δεδομένη στιγμή φαίνεται πάρα πολύ νόστιμο. Κατάλαβες?

    – Κατάλαβα. Δηλαδή ο οργανισμός σας, συνάπτοντας την συμβιωτική σχέση με Mixotrichα άλλαξε με έναν τέτοιο τρόπο, ότι απέκτησε πλέον την ικανότητα να επεξεργάζεται την κυτταρίνη, και αυτό οδήγησε στις αλλαγές των γευστικών αντιδράσεων σας στην κυτταρίνη, αυτή άρχισε να σας φαίνεται νόστιμη?

    – Ναι. Γενικώς σε αυτό δεν υπάρχει τίποτα το υπέρ-ασυνήθιστο, στο ότι ο οργανισμός των σκαντζόχοιρων έγινε ικανός μα χωνεύει την κυτταρίνη συγκεκριμένα, και όχι, ας πούμε τη χιτίνη ή την μουρεϊνη, εφόσον η κυτταρίνη – είναι η ίδια γλυκόζη, απλώς με λιγάκι διαφορετική δομή. Ακόμα, πάρα πολύ πρόσφατα ανακαλύψαμε, ότι ο οργανισμός των σκαντζόχοιρων συσσωρεύει το φωσφορικό οξύ με τη μορφή των πολυφωσφορικών κόκκων – καμιά φορά τους ονομάζουν ακόμα  «σπειροειδείς κόκκοι». Πολλά βακτήρια ή τα πράσινα φύκια επίσης μπορούν να μαζεύουν τέτοιους κόκκους…

    – Δηλαδή, τώρα υιοθετήσατε κάτι και από τα φύκια? :), – γέλασε η Τζέιν. – Ίσως θα μάθετε και να αναπνέετε κάτω από το νερό έτσι?

    – Μπορεί, – με ξαφνική σοβαρότητα απάντησε η Ροσομάχα, αν και ορισμένα οι πολυφωσφορικοί κόκκοι δεν έχουν σχέση με την υποβρύχια αναπνοή. Το φωσφόρο παίζει τεράστιο ρόλο στη ζωή του οργανισμού, και οι σπειροειδείς κόκκοι δημιουργούνται συνήθως σαν επιπλέον πηγές ενέργειας στα βακτήρια, και μόλις αρχίσαμε να το μελετάμε – πως χρησιμοποιούνται στους οργανισμούς των σκαντζόχοιρων .

    – Τρομερά ενδιαφέρον, – μουρμούρισε η Τζέιν. – Είναι πολύ ωραίο, ότι ο Τζέρι σκέφτηκε να με τραβήξει κοντά σε αυτό το μικροσκόπιο και να μου δείξει τις σπειροχαίτες με τα Mixotrichα. Και ο ίδιος, δηλαδή, τώρα μελετά – πως ακριβώς τα Mixotrichα ζουν στο σώμα των σκαντζόχοιρων, σωστά?

    – Ναι. Αφού αυτό είναι πολύ συναρπαστικό, ποτέ πριν δεν μπορούσαμε να  παρατηρήσουμε σε ζωντανό χρόνο  την ίδρυση των συμβιωτικών σχέσεων των ανώτερων οργανισμών με τα μονοκύτταρα.

    – Και ο έρπης?

    – Ο έρπης δεν δημιούργησε τώρα αυτή τη σχέση με τον άνθρωπο, αυτό συνέβη πάρα πολύ καιρό πριν, ίσως εκατοντάδες χρόνια. Δεν είναι αυτό, που συμβαίνει αυτή τη στιγμή. Έχεις δει τον ιό του έρπη?

    – Όχι, τον έχετε και αυτόν εδώ στο εργαστήριο?

    – Φυσικά, – εξεπλάγην η Ροσομάχα. – Εδώ υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα. Και το γενετικό, και χημικό, και φυσικό, και οποιοδήποτε άλλο εργαστήριο – όλα σχεδόν πενήντα τοις εκατό αποτελούνται από το εκπαιδευτικό υλικό, για να υπάρχει η δυνατότητα της επίδειξης και μάθησης.

    – Δεν το είχα προσέξει…

    – Μα έτσι είναι πολύ πιο ενδιαφέρον – να δεις τα πάντα με τα μάτια σου, να τα πιάσεις με τα χέρια. Άλλο πράγμα να δεις  ζωγραφισμένο σε πλακάτ,  πως η ακτίνα του λευκού φωτός διασπάται με το πρίσμα σε συστατικά, και τελείως διαφορετικό – να το δεις με τα ίδια σου τα μάτια, πως αυτό διασπάται, και στο επόμενο πρίσμα και πάλι ενώνεται σε λευκό φως. Στο πλακάτ μπορείς να ζωγραφίσεις οτιδήποτε, ακόμα και ένα πουλί να  βγαίνει από το πρίσμα! Στον έξω κόσμο η εκμάθηση σχεδόν παντού βασίζεται σε εικόνες και πλακάτ, ενώ εμείς – εμείς κοιτάζουμε, πιάνουμε, μυρίζουμε, ανακατεύουμε… έτσι έχει πλάκα, έτσι όχι απλώς μαθαίνεις παπαγαλίστικα, αλλά το νιώθεις.

     

    Προς μεγάλη απόλαυση της Τζέιν, αυτή η συζήτηση με τη Ροσομάχα δεν μετατράπηκε σε μεμονωμένο περιστατικό, αλλά συνέχισε να αναπτύσσεται.  Με καταπληκτική ενέργεια η Ροσομάχα την τραβούσε σε διάφορα εργαστήρια, της έδειχνε τα πράγματα  και τα εξηγούσε. Ακόμα και το φυσικό εργαστήριο, το οποίο, φαινομενικά, η Τζέιν γνώριζε σαν την παλάμη της, ανακαλύφθηκε εκ νέου. Η Ροσομάχα είχε δίκιο – πιάνοντας τα πράγματα με τα χέρια της, η Τζέιν άρχιζε συγκεκριμένα να αισθάνεται την φυσική, και όχι απλώς να την  ξέρει. Ο Πολ σήκωσε τους ώμους του, ανταποκρινόμενος στην ερώτηση της Τζέιν – για ποιο λόγο εκείνος δεν της έδειξε νωρίτερα – πόσες πολλές εκπαιδευτικές συσκευές υπάρχουν στο εργαστήριο.

    –  Δεν με ρωτούσες…, –  το μόνο που είπε.

    Παρά τις προσδοκίες της Τζέιν, οι άλλοι σκαντζόχοιροι δεν άρχισαν να της δίνουν περισσότερη προσοχή μόνο και μόνο, επειδή αυτή γυρνούσε με τη Ροσομάχα. Αν αυτές μιλούσαν, ξαπλωμένες στο γρασίδι κάπου δίπλα στη λίμνη, η έπαιζαν μπάντμιντον ή τένις, οι άλλοι σκαντζόχοιροι, που έκαναν παρέα με τη Ροσομάχα, δημιουργούσαν γύρω από την Τζέιν κάποιο κενό. Με άλλους δραπέτες και πρωτάκια συμπεριφέρονταν το ίδιο απόμακρα, ενώ στους Άντι, Τζέρι, Φλορίντα, Φόσσα, Τόμας, Μάρθα και μερικούς ακόμα άλλους κολλούσαν, σαν αυτοκόλλητα.

    – Για ποιο λόγο είναι τόσο απόμακροι, – ρώτησε κάποτε η Τζέιν.

    – Δεν είναι απόμακροι. – Διαφώνησε η Ροσομάχα. – Απομάκρυνση – είναι μια μορφή της αποξένωσης, και εμείς δεν την αισθανόμαστε.

    – Τι νιώθουν τότε, όταν με κοιτάνε, σαν να είμαι ένα φάντασμα, και εξ αρχής δεν θέλουν να κάνουν παρέα μαζί μου?

    – Παράξενη ερώτηση, – απόρησε η Ροσομάχα. – Νιώθουν αυτό, που νιώθουν εκείνη τη στιγμή, ο καθένας τα δικά του. Και δεν θέλουν να κάνουν παρέα μαζί σου για έναν παρά πολύ απλό λόγο – λόγο απουσίας του ενδιαφέροντος. Αυτό είναι εξίσου φυσικό, όπως και το να τρως αυτό, που θέλεις – να εκδηλώνεις το ενδιαφέρον για κάποιον, για τον οποίον αυτό υπάρχει και να μην το εκδηλώνεις για κάποιον, για τον οποίο δεν έχεις ενδιαφέρον.

    Ναι, αυτό όντως έδειχνε πάρα πολύ φυσικό, και η Τζέιν συμφώνησε με αυτό ειλικρινά,  πράγματι ερχόταν τέτοια σαφήνεια, και όμως, οι κυματισμοί του παράπονου και της απορίας, αποξένωσης συνέχιζαν να εμφανίζονται κάθε φορά, όταν εκείνη συναντούσε μια τέτοια αδιαφορία για το άτομο της. Στο τέλος η Τζέιν αποφάσισε να βάλει τελεία σε αυτό, αντιλαμβανόμενη, ότι και η αποξένωση, πόσο μάλλον το παράπονο – είναι οι μορφές του μίσους, και δεν ήθελε με τίποτα να το υποστηρίζει.

    – Φτιάξε ένα απόσπασμα από αυτό, τι πιο απλό; – την συμβούλεψε η Φόσσα. – Απόσπασμα της αποξένωσης για την απουσία ενδιαφέροντος για τον εαυτό σου. Κυκλική αντίληψη αποξένωσης.

    Έτσι και έκανε. Η πρακτική της κυκλικής αντίληψης, σύμφωνα με τα λεγόμενα της Φόσσα, είναι μια από τις πιο αποτελεσματικές για την επίτευξη των φωτισμένων αντιλήψεων, και η Φόσσα απαιτούσε να  υπάρχει οπωσδήποτε η κυκλική αντίληψη στα καθημερινά αποσπάσματα. Στην αρχή θυμάσαι τον εαυτό σου στην κατάσταση του αρνητικού συναισθήματος, προσπαθείς  να βιώσεις το συγκεκριμένο ΑΣ, το βιώνεις περίπου πέντε δευτερόλεπτα, και μετά δημιουργείς την ΦΑ – με τη βοήθεια των φωτισμένων παραγόντων, ή απλώς με ανάμνηση του εαυτού σου σε αυτή την ΦΑ, και το νιώθεις για περίπου δέκα δευτερόλεπτα. Σε ένα λεπτό χωράνε περίπου τρεις κύκλοι. Δεκαπέντε λεπτά μιας τέτοιας πρακτικής ίσον ένα απόσπασμα.

    Στην αρχή, όταν η Τζέιν μόλις ξεκίνησε την εκτέλεση αυτής της πρακτικής, προς το τέλος του δεκαπεντάλεπτου μπορούσε ακόμα και να ιδρώσει από τις προσπάθειες. Όταν μάζεψε γύρω στα πενήντα αποσπάσματα της κυκλικής αντίληψης, πετύχαινε πιο εύκολα τη διαδικασία, και όμως, από την έκφραση στο πρόσωπο της Φόσσα, ή, για την ακρίβεια, λόγο απουσίας κάποιας έκφρασης, η Τζέιν καταλάβαινε, ότι κάτι δεν πάει σωστά, όχι όπως το ήθελε η Φόσσα, αλλά το τι συγκεκριμένα δεν είναι σωστό – δεν το έλεγε η ίδια– έτσι ήταν το στυλ της. Όμως τώρα, όταν η Τζέιν άρχισε να εφαρμόζει την πρακτική της κυκλικής αντίληψης για την αποξένωση και παράπονο για σκαντζόχοιρους, κάτι άλλαξε, και στην αρχή δεν κατάλαβε – τι ορισμένα. Εκτελώντας το ένα απόσπασμα της κυκλικής αντίληψης μετά το άλλο, παρατήρησε κάποιες παράξενες αισθήσεις, που συνόδευαν αυτή τη πρακτική. Κάπου στο στήθος της εμφανίζονταν οι κυματισμοί του  «κενού» – αυτή η λέξη ταίριαζε καλύτερα από τις άλλες για να περιγράψει την αίσθηση. Μετά το  «κενό» απλώθηκε πάνω και κάτω, μετακινήθηκε προς τα μέσα, στην σπονδυλική της στήλη, και κάθε φορά, όταν η Τζέιν δημιουργούσε το ΑΣ, σαν να κατέβαινε κάτι από την ράχη της κάτω, και όταν δημιουργούσε την ΦΑ, αυτό το  «κάτι»  έμοιαζε να ανεβαίνει ψηλά. Τα πειράματα αυτά συνάρπασαν τόσο πολύ την Τζέιν, ότι κατά διάρκεια της ημέρας εκείνη επέστρεφε στην πρακτική της ΚΑ πάνω από δέκα φορές, βιώνοντας κάθε φορά την προσμονή λόγο του ότι σε μισή ώρα θα το κάνει και πάλι. Αυτό ήταν κάτι νέο – ένας τέτοιος βαθμός της προσμονής για την πρακτική της συσσώρευσης των αποσπασμάτων.

    Το βράδυ η Τζέιν πήγε να προπονηθεί στο τζούντο και συνάντησε τη Φόσσα, που έβγαινε από το γυμναστήριο. Εκείνη έριξε στην Τζέιν μια φευγαλέα ματιά και ξαφνικά σταμάτησε απότομα, κρατώντας την από το χέρι.

    – Πόσα αποσπάσματα για σήμερα?

    – Περίπου είκοσι, μπορώ να δω πιο συγκεκριμένα.

    – Τι ενδιαφέρον υπήρξε?

    – Η κυκλική αντίληψη.

    – Τι συγκεκριμένα?

    Η Τζέιν περιέγραψε τις αισθήσεις της και είδε στο πρόσωπό της Φόσσας την έκφραση του ενδιαφέροντος.

    – Να φαντάζεσαι μια στήλη, ή έναν σωλήνα, που περνάει δίπλα στη ράχη σου από κάτω έως πάνω. Μέσα του – κάτι σαν έμβολο. Όταν δημιουργείς τα ΑΣ, το έμβολο κατεβαίνει κάτω, και όταν δημιουργείς τις ΦΑ, το έμβολο ανεβαίνει ψηλά. Να κάνεις έναν τέτοιο «καθαρισμό» του επινοημένου σωλήνα, δηλαδή, να συνοδεύεις την πρακτική της ΚΑ με τέτοιες αντιλήψεις, τέτοιες εικόνες  – και δες, τι θα γίνει.

    Την επόμενη μέρα δεν κατάφερε να κάνει τίποτα συναρπαστικό, όμως, η Τζέιν, γνωρίζοντας, ότι κάτι πρέπει να γίνει, συνέχιζε την πρακτική με αυξημένη επιμονή. Ποτέ πριν δεν ήταν τόσο ξεροκέφαλη, όσο τώρα, όμως, δεν συνέβη τίποτα ούτε εκείνη την ημέρα, ούτε την επόμενη, και σταδιακά, η επιμονή της ξεφούσκωσε, σαν μπαλόνι, και η κοπέλα σταμάτησε να προσπαθεί με αυτή την πρακτική. Ωστόσο, παρά την απουσία του μοναδικού γεγονότος, κατάφερε να φτάσει στο αποτέλεσμα της πρακτικής – αν και η αποξένωση για τους σκαντζόχοιρους συνέχισε να εμφανίζεται από συνήθεια, η απομάκρυνση του τώρα γινόταν σε λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο.

    Η κατασκευή της  «ιστοσελίδας των επιθυμιών» επίσης αποδείχθηκε συναρπαστική ασχολία. Μαζεύοντας όλα τα παιδιά  στο ίδιο μέρος το βράδυ, η Φόσσα έδειξε το παράδειγμα, σύμφωνα με το οποίο οι άλλοι ξεκίνησαν να φτιάχνουν τη δική τους σελίδα: στην αρχή έπρεπε να γράψουν μια λίστα των δυνατών επιθυμιών τους, και μετά να σημειώσουν την κάθε επιθυμία με ένα ορισμένο μικρό εικονίδιο, τοποθετώντας τα εικονίδια αυτά σε μια σελίδα-htm. Ο σύνδεσμος από το κάθε εικονίδιο οδηγούσε στην ιστοσελίδα, αφιερωμένη σε αυτή την επιθυμία, όπου είχαν απαριθμηθεί τα υποτιθέμενα βήματα, τα οποία έπρεπε να γίνουν για την πραγματοποίηση αυτής της επιθυμίας, και επίσης μια λίστα των βημάτων, που έχουν γίνει ήδη. Σε  κάποιες περιπτώσεις ο σύνδεσμος από το εικονίδιο οδηγούσε στη λίστα των επιθυμιών με περισσότερες λεπτομέρειες.  Για παράδειγμα, η μελέτη των επιστημών παρουσιαζόταν στην ιστοσελίδα με ξεχωριστό εικονίδιο, και ο σύνδεσμος από εκεί πήγαινε στη λίστα των επιστημών, από τις οποίες η Τζέιν μάζευε τα αποσπάσματα, και η κάθε επιστήμη είχε το δικό της εικονίδιο. Ο σύνδεσμος ένωνε την κάθε επιστήμη με τη σελίδα, όπου περιγράφονταν όλες οι κατευθύνσεις της δεδομένης επιστήμης, για παράδειγμα, το εικονίδιο «βιολογία» έβγαζε στη λίστα «κάτοικοι της θάλασσας», «τα πτηνά», «αμφίβια», «φυτά» και τα λοιπά, και η κάθε μια από αυτές τις θέσεις οδηγούσε στο αρχείο, όπου υπήρξαν τα αποσπάσματα, σχετικά με αυτή την κατεύθυνση.

    Η εργασία της τοποθέτησης  των επιθυμιών σε μια ευδιάκριτη σειρά πίρε πολύ περισσότερο χρόνο, απ` ότι θα μπορούσε να φανεί στην αρχή, και ακόμα δυο βραδιές στη σειρά τα παιδιά μαζεύονταν σε διάφορα μέρη και τοποθετούσαν στην ιστοσελίδα τις σκόρπιες πληροφορίες τους. Μετά από τη συμβουλή της Φόσσα δεν κοίταζαν στις ιστοσελίδες των άλλων, όμως, ήταν αδύνατον να απέχουν εντελώς από τη συζήτηση κάποιων ερωτήσεων. Κάποια στιγμή η Τζέιν κατάλαβε, ότι δεν ξέρουν σχεδόν τίποτα για το παρελθόν των άλλων. Συναντήθηκαν εδώ, στον οικισμό, και η ζωή τους σε αυτό το μέρος ήταν τόσο συναρπαστική και πλήρης, ειδικά  αφότου έγιναν πρωτάκια, ότι δεν τους πέρασε από το μυαλό να ρωτάνε για την προηγούμενη ζωή τους. Η Τζέιν είχε μια γενική αντίληψη για το παρελθόν της Αϊρίν, διότι ζώντας στο ίδιο δωμάτιο, αναπόφευκτα ανέφεραν το παρελθόν στις συζητήσεις τους, ενώ όταν η Σερένα μίλησε για τα δικά της παιδικά χρόνια, όλοι άφησαν στην άκρη τους υπολογιστές τους και την άκουγαν με ανοιχτά τα στόματα.

    Η Σερένα μεγάλωσε στην οικογένεια των δασκάλων, και από τη μια μεριά είχε την δυνατότητα να διαβάζει πολλά βιβλία, ενώ από την άλλη υπέστη μια ιδιαίτερα αυστηρή δογματική καταπίεση από τη πλευρά των γονιών της. Σύμφωνα με το δικό τους σχέδιο, η Σερένα, όταν μεγαλώσει, έπρεπε επίσης να γίνει δασκάλα, ένας αξιοσέβαστος άνθρωπος, και τίποτα δεν προμήνυε δυσκολίες ωσότου δεν ήρθε ο καιρός.

    – Όταν ήμουν δώδεκα χρόνων, πήγα σε ένα πάρτι, που έκανε η φίλη μου. Εκεί ήταν και ο ξάδερφος της, ο οποίος ήρθε για επίσκεψη. Ήταν μεγαλύτερος από όλους, μας περνούσε τρία χρόνια, και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να πουλήσει μούρη, – έλεγε η Σερένα. – Πάσχιζε να φανεί ατρόμητο και τολμηρό παλικάρι, και μας έλεγε τις ιστορίες: πως φέρθηκε σαν ήρωας εδώ, και κέρδισε τον θαυμασμό όλων αλλού. Στην αρχή τον ακούγαμε με προσοχή, και μετά όλοι αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε, ότι οι ιστορίες αυτές, τουλάχιστον, είναι υπερβολικές ή και εντελώς φανταστικές, όμως, όντας  ευγενικά παιδιά,  όλοι υποκρινόμασταν, ότι ακούμε και τα πιστεύουμε όλα. Παρατηρώντας το πρόσωπό του, συνειδητοποίησα ξαφνικά, χωρίς να ήξερα και η ίδια – πως, ότι δεν είναι σε καμία περίπτωση ούτε γενναίος ούτε τολμηρός, μα το αντίθετο – δειλός και δυσάρεστος άνθρωπος.  Και τη στιγμή  εκείνη τα σιχάθηκα όλα αυτά – καθόμαστε εδώ και κουνάμε τα κεφάλια μας καταφατικά, ενώ αυτός ο ασχημομούρης μας λέει τα παραμύθια για άλλη μια  «γενναία του πράξη». Θέλησα να τον βάλω στη θέση του, σηκώθηκα και πρότεινα: ας βγάλω εγώ τώρα τα σορτσάκια μου μαζί με το βρακάκι, και αυτός θα έπρεπε να κάνει το ίδιο. Όποιος το κάνει – είναι γενναίος, και οποίος όχι – ας κάτσει στα αυγά του και να μην λέει πολλά.

    Ο Τραππ γέλασε, μάλλον, έχοντας φανταστεί αυτή τη σκηνή.

    – Ένα δευτερόλεπτο αργότερα μετάνιωσα, ότι το είπα αυτό, όμως η υπερηφάνεια μου δεν με άφησε να υποχωρήσω – έβγαλα το  σορτσάκι μαζί με το βρακί μου, ενώ εκείνος έτσι και δεν κουνήθηκε. Μετά από αυτό έβγαλε το σκασμό, τα κοκκινισμένα από ντροπή παιδιά κουκούλωσαν αυτό το γεγονός, ενώ εγώ – μπήκα σε σκέψεις.  Αναθεωρώντας πολλές φορές όλη αυτή την κατάσταση, θυμόμουν απολύτως ξεκάθαρα, ότι υπήρξε φόβος για δέκα να βγάλω το βρακάκι μου. Όταν το έβγαλα, δηλαδή, όταν συνέβη αυτό, που φοβόμουν μέχρι λιποθυμίας, ο φόβος εξαφανίστηκε εντελώς. Θυμόμουν ξανά και ξανά εκείνη την κατάσταση – χωρίς φόβο. Και τίποτα ανεπιθύμητο δεν συνέβη. Όλο αυτό το πράγμα μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Όντας παιδί μορφωμένων γονιών, ήμουν κυριολεκτικά γεμάτη με φόβους – με τον φόβο να λερώσω το μπλουζάκι μου, φόβο να μην πω «παρακαλώ» η «ευχαριστώ», να αργήσω στο μάθημα, να πέσει πάνω  μου το δυσαρεστημένο βλέμμα της δασκάλας…, και μπορώ να συνεχίσω απ` αόριστον αυτή τη σειρά. Οι φόβοι σε περικυκλώνουν, σαν πασσαλοφράχτης, πιέζουν το στήθος, σε εμποδίζουν να αναπνεύσεις, και τα παιδιά δεν το καταλαβαίνουν κιόλας, δεν το αντιλαμβάνονται αυτό. Εγώ το καταλάβαινα, διότι στη ζωή μου υπήρξαν  «διακοπές» – κάποτε με έστειλαν για ένα ολόκληρο καλοκαίρι στον θείο μου σε μια πλατφόρμα άντλησης πετρελαίου, και όσο ο θείος σκάλιζε τις αντλίες του, εγώ έλαβα την πλήρη, ουσιαστικά απεριόριστη ελευθερία, αν και σε μερικά στρέμματα συνολικής έκτασης, μα τι σημαίνουν τα στρέμματα σε σύγκριση με το ότι δεν με έπρηζε κανείς! Ήμουν το μοναδικό παιδί σε πλατφόρμα, και ας ήταν τυπικό, ίσως και όχι… όμως, όλοι με θαυμάζανε, υποστήριζαν ο, τι και να έκανα ή να μην έκανα. Και τόσο πιο φρικτή ήταν η επιστροφή πίσω, και το πιο τρομερό – κάτι με τράβαγε να πάω πίσω, στο σπίτι, θυμόμουν την πολυκατοικία, το διαμέρισμα, το δωμάτιο μου, την κουζίνα, και όλα τα αυτά προκαλούσαν τη νοσταλγία, και αυτό ήταν το πιο άσχημο – να αισθάνομαι μέσα μου αυτόν τον διχασμό, που νόμιζα εγκληματικό και αφύσικο – να επιδιώκω την επιστροφή στην φυλακή μου, να μου λείπει η ατμόσφαιρα του θανάτου και της σήψης. Ντρεπόμουν για τούτο τον διχασμό και προσπαθούσα να μην σκέφτομαι για αυτό. Κατάφερα να γίνω και πάλι υπάκουο  κονσερβοποιημένο καλκάνι, αξιώθηκα ακόμα και τον έπαινο από την γιαγιά μου, που μισούσα πάρα πολύ, και οι έπαινοι της ήταν για μένα φόλα, τη μισούσα και περιφρονούσα τον εαυτό μου, μα τι μπορούσα να κάνω; Έτσι, τουλάχιστον, σκεφτόμουν τότε. Τι μπορούσα να αντιθέσω σε αυτή την μεγαλειώδη, ανίκητη δύναμη της αδράνειας? Και ξαφνικά – εντελώς απρόσμενα, χάρη στην καθαρή τύχη με τη μορφή του εμφανιζόμενου στον ορίζοντα ηλίθιου ξάδερφου της φίλης μου, που προκάλεσε την ακραία αγανάκτηση μου, έλαβα την εμπειρία του ότι είναι δυνατόν να νικήσεις τον φόβο σου! Δεν ήμουν ικανή ακόμα να το διατυπώσω, γενικώς δεν μου άρεσε να σκέφτομαι, και εγώ σκεφτόμουν σπάνια και λίγο, διότι να  «σκέφτομαι» στην δική μου αντίληψη εκείνης της εποχής ήταν να επαναλαμβάνω μετά από τους μεγάλους όλη αυτή την βλακεία, όμως, αυτό ήταν στο επίπεδο της σωματικής γνώσης…

    – Με το ίδιο τρόπο, όπως το σώμα ξέρει, με τι αυτό δηλητηριάστηκε,  ή τι θέλει να φάει! – απρόσμενα για τον εαυτό της προσέθεσε η Τζέιν.

    – … ε, ναι, κάπως έτσι, με όλο μου το σώμα, με ο, τι ήταν  μέσα μου ήξερα πια, ότι ο φόβος είναι εύθραυστος, ότι μπορώ να τον ξεπεράσω, και η γνώση αυτή με μέθαγε και με δηλητηρίαζε. Δεν μπορούσα  πια να σκεφτώ για τίποτε άλλο, και εκτελώντας όλες τις κατεστημένες οδηγίες,  όντας δεμένη με σκοινί και εκτελώντας όλες τις ηλίθιες τελετουργίες, την ίδια στιγμή δεν ήμουν πια ο εαυτός μου, και ακόμα γεννήθηκε ένας νέος φόβος – ο φόβος της αποκάλυψης. Νόμιζα, ότι οι μεγάλοι οπωσδήποτε θα με ξεσκεπάσουν, θα καταλάβουν, ότι είναι αδύνατον να μην το δεις και να μην το καταλάβεις, και εγώ άρχισα να κατεβάζω το βλέμμα μου, για να μην προδώσω τον εαυτό μου, και μετά σταδιακά άρχισε να εμφανίζεται και να στερεώνεται η σαφήνεια – όχι, αυτοί δεν βλέπουν τίποτα, είναι τυφλοί και κωφοί! Ακόμα είχα της αλυσίδες πάνω μου, όμως, στα χέρια μου κρατούσα το κλειδί, που τις άνοιγε, και το κλειδί αυτό ήταν αόρατο! Και μετά… – η Σερένα σκέφτηκε, – μετά δεν μπόρεσα, κρατώντας στα χέρια το κλειδί για την ελευθερία μου, να μην το χρησιμοποιήσω. Κάποτε, αφήνοντας τη θέση μου στο τραπέζι, εγώ δεν είπα στη μητέρα μου  «ευχαριστώ». Μου φαινόταν, ότι μούδιασε το σώμα μου, κυριολεκτικά δεν ένιωθα τα πόδια, και όταν έφευγα από το τραπέζι, το στόμα μου άρχισε να ανοίγει ασυγκράτητα, κατάλαβα – ακόμα λίγο, και θα σπάσω, δεν θα αντέξω τη θέα αυτής της αυξανόμενης κατάπληξης – ακόμα κατάπληξης, και όχι αγανάκτησης,- στο πρόσωπο της μητέρας μου, και ήταν δυνατόν ακόμα να τα διορθώσω όλα, να υποκριθώ την αφηρημάδα, την αργοπορία μου, και με το κάθε δευτερόλεπτο, που περνούσε, ωρίμαζε το φρικτό τέλος, και δεν θυμάμαι καλά, πως κατάφερα τελικά να συγκρατήσω το καταραμένο μηχανισμό, και όμως, τον συγκράτησα. Έκανα το ίδιο πράγμα, έγινα ο ίδιος άνθρωπος, που μια εβδομάδα πριν έβγαλε το βρακάκι του στην παρέα των άγνωστων εφήβων – απλώς έγινα ο ίδιος άνθρωπος, και ο ίδιος άνθρωπος το έκανε ξανά. Και πάλι, όταν έγινα αυτός ο άνθρωπος, έγινα έτσι σε όλα, άλλαξα αμέσως σε όλα, και για μένα δεν είχε πια σημασία, πόσο μακριά θα φτάσει η αγανάκτηση, και αργότερα η οργή της μητέρας, άφηνα εύκολα χωρίς παραμικρή προσοχή τις παραινέσεις του πατέρα μου, ο οποίος αντιλήφθηκε εκείνη την πράξη μου ως κρίση των εφηβικών ψυχικών αποκλίσεων. Από τότε δεν είπα ποτέ ξανά «ευχαριστώ», τελειώνοντας το  γεύμα μου, και ήδη τότε, την πιο πρώτη στιγμή, όταν νίκησα τον ίδιο μου τον εαυτό, ήξερα, ότι αυτό είναι για πάντα, ότι αυτόν τον βαθμό της ελευθερίας μου δεν θα τον δώσω πίσω ποτέ πια. Οι γονείς προσπάθησαν να με τιμωρήσουν, και οι τιμωρίες, δημιουργημένες με το αρρωστημένο  τους μυαλό, αύξησαν μόνο την αίσθηση της ρεαλιστικότατης μου, σαν να έβγαζα από τα μαλλιά χιλιοστό προς χιλιοστό τον εαυτό μου έξω από την σάπια, επινοημένη και κάλπικη παιδική μου ηλικία. Η μητέρα μου είπε, ότι τώρα θα μαγειρεύω μόνη μου για τον εαυτό μου, αφού δεν σέβομαι τη δουλειά της και πράγματι, άρχισα να φτιάχνω το φαγητό για μένα, και αυτό μου άρεσε – αποκάλυψα, ότι ποτέ δεν τρώω αυτό, που θέλω να φάω, αλλά αυτό, που μου έφτιαξαν, και είναι φρικτό. Άρχισα να αισθάνομαι τον εαυτό μου πολύ πιο δραστήρια,  εξαφανίστηκε η καταθλιπτική νωθρότητα, η οποία με έπιανε όλο και πιο συχνά, έτσι οι γονείς ανησύχησαν και με πήγαν στο γιατρό, ο οποίος έλεγε κάτι για το σύνδρομο της χρόνιας κούρασης και έγραψε μερικά φάρμακα, με τα οποία ευτυχώς δεν με πότισε κανείς τελικά. Αποδείχθηκε, ότι δεν έχω κανένα σύνδρομο, απλώς τρώω κάθε μέρα όχι αυτό που θέλω, αλλά αυτό, που μου μαγείρεψαν.

    – Βασανισμός με τη τροφή, – είπε ο Τραππ.

    – Η μητέρα προσπάθησε να επαναφέρει το στάτους-κβο, βλέποντας, ότι όχι μόνο δεν βελτιώνομαι, αλλά αντιθέτως, έλαβα έναν επιπλέον βαθμό της ανεξαρτησίας από εκείνη, και προσπάθησε να μου απαγορεύσει το μαγείρεμα:  με κατηγόρησε, ότι λερώνω, χρησιμοποίησε ακόμα και σωματική βία, σπρώχνοντας με έξω από την κουζίνα, μα εδώ την ξεγέλασα, εκμεταλλευόμενη την υποστήριξη του πατέρα, για τον οποίο η αμετάβλητη αλήθεια βρισκόταν στο ότι οποιαδήποτε γυναίκα, οποία και ας είναι η  καθηγήτρια και ο ακαδημαϊκός, πρέπει να αποτελεί το τροφικό συμπλήρωμα του άντρα, να ξέρει καλό μαγείρεμα και να είναι ευτυχισμένη με αυτό. Έπαιξα με αυτό το χαρτί και κέρδισα στην μάχη το δικαίωμα να μαγειρεύω για τον εαυτό μου. Πέρασαν μερικές μέρες, εγώ κρύωσα μετά από αυτή τη μάχη και κατάλαβα, ότι δεν θέλω να σταματήσω. Έχοντας σκοτώσει δυο φόβους πια, θέλησα να σκοτώνω και κάποιο άλλο, και ένα βράδυ έκανα κάτι το αδιανόητο – είπα, ότι έχω  φάει ήδη και δεν θα καθίσω μαζί με τους άλλους. Πέρασα από όλη τη σειρά πλέον γνωστών τρόμων με κρίσεις σχεδόν παραλυτικών καταστάσεων, αλλά το έκανα, και όπως και πριν, το πιο τρομακτικό ήταν να πάρω την απόφαση να το κάνω, και ο, τι έγινε μετά – όλες οι κραυγές του πατέρα μου, προσβεβλημένο μέχρι το βάθος της ψυχής του, όλες οι απειλές, οι προσβολές, οι παρακλήσεις – τα πάντα έτρεχαν σε κάποια ροή, που κυλούσε κάπου πέρα από την συνείδηση μου κατευθείαν στη λεκάνη. Νομίζω, ότι ο πατέρας ήταν έτοιμος να με χτυπήσει, μα δεν το τόλμησε, αλλά ακόμα και αν αυτό θα είχε συμβεί, δεν θα με σταματούσε, μάλλον, θα είχε δυναμώσει ακόμα περισσότερο τις φυγοκεντρικές επιδιώξεις μου.

    Η Σερένα σιώπησε, αλλά κανείς δεν θέλησε να γεμίσει αυτή την παύση, μα και η σιωπή, που επικράτησε δεν ήταν άβουλη, μα σαν να την προσκαλούσε να συνεχίσει. Η Σερένα κοίταξε την Αϊρίν, σαν να προσπαθούσε να καταλάβει, αν εκείνη βαριέται η ενδιαφέρεται, και συναντώντας το ευθύ της βλέμμα, συνέχισε.

    – Δεν σταμάτησα. Οι φόβοι με έπιαναν τη νύχτα, όταν πήγαινα για ύπνο. Ακριβώς τότε για κάποιο λόγο ήμουν περισσότερο αβοήθητη και αδύναμη, και αν οι γονείς μου θα ήθελαν να με λυγίσουν, θα έπρεπε να προσπαθήσουν να με πετύχουν απροετοίμαστη ακριβώς σε αυτή την κατάσταση, αλλά δεν το προσπαθούσαν. Σαν να ήλπιζαν, από ένα θαύμα, ότι αυτές οι εφηβικές διαστροφές θα περάσουν, και περίμεναν την εξέλιξη των γεγονότων. Ξαπλωμένη στο κρεβάτι,  σκεφτόμουν – πόσο ασυμβίβαστα συμπεριφερόμουν, μαζευόμουν ολόκληρη, δεν πίστευα, ότι μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο, δεν ήμουν καν σίγουρη, ότι αύριο το πρωί θα μπορέσω να συμπεριφερθώ έτσι, όπως το έκανα τώρα. Τα όνειρά μου ήταν ανήσυχα και ξυπνούσα ιδρωμένη, όμως, το πρωί ήμουν πια άλλος άνθρωπος. Αφήνοντας το κρεβάτι μου, σκεφτόμουν μόνο – ποιον φόβο θα καταστρέψω αυτή τη φορά. Αυτό μετατράπηκε σε σπορ, σε ναρκωτική εξάρτηση.

    – Ναρκωτική εξάρτηση? – την διέκοψε η Αϊρίν.

    – Ναι, επειδή δεν μπορούσα πια να ζήσω χωρίς να καταστρέφω τους φόβους.

    – Και τι με αυτό; Και εγώ τώρα δεν μπορώ πια να ζήσω χωρίς να καταστρέφω τα ΑΣ, να δημιουργώ τις ΦΑ, και αυτό σημαίνει, ότι είμαι ναρκομανής? Αυτό σημαίνει, ότι οι ΦΑ  – είναι ναρκωτικά? Γιατί ονομάζεις την επίμονη, χαρούμενη επιθυμία, επιδίωξη της ελευθερίας  «ναρκωτική εξάρτηση»? Διαφωνώ με αυτό. Είμαι κατά της ταυτίσεις αυτών των δύο κάθετα αντίθετων πραγμάτων.

    Η Σερένα μπήκε σε σκέψεις.

    – Ναι, συμφωνώ. Στην πραγματικότητα δεν το συνέκρινα καν, απλώς με τη βοήθεια αυτής της λέξης ήθελα να δείξω τον βαθμό του πάθους, της έλξης της ελευθερίας. Συμφωνώ, ότι η αναλογία είναι αταίριαστη. Δεν θα μπορέσω να τα πω όλα… άρχισε μια νέα ζωή για μένα. Στο σχολείο, στο σπίτι, στο δρόμο, στα ιδιαίτερα μαθήματα με τη δασκάλα της μουσικής, στα μαγαζιά – παντού άρχισα να κυνηγάω τους φόβους και να τους καταστρέφω. Αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο, και σταδιακά βρέθηκα σε απομόνωση. Οι γονείς των φίλων και των κολλητών μου απευθείας ή έμμεσα απαγόρευσαν στα παιδιά τους να κάνουν παρέα μαζί μου, δεν μπορώ να πω, όμως, ότι το επιδίωκαν ιδιαίτερα, επειδή τους τρόμαζε επίσης η μεταμόρφωση μου.  Με θεωρούσαν πλέον σχεδόν άρρωστη, ελεεινή, καθυστερημένη, και οι γονείς μου πρόθυμα έριχναν το λαδί στη φωτιά, διότι αυτό τα εξηγούσε όλα και τους έδινε, όλως περιέργως, κάποια παρηγοριά. Ένα πράγμα – να έχεις μια καθυστερημένη κόρη, με νοητική ασθένεια, και εντελώς διαφορετικό – έναν άνθρωπο, που επαναστάτησε συνειδητά κατά την υπάρχον καθεστώς. Κάποτε οι αριστοκράτες βίωναν την ΑΑΣ, παθαίνοντας  τις ημικρανίες – ήταν μια ασθένεια, που  μαρτυρούσε το γεγονός, ότι έχουν έναν άκρως αφύσικο τρόπο ζωής, απρόσιτο για τους απλούς ανθρώπους. Οι γονείς μου βίωναν κάτι παρόμοιο σχετικά με την  «αρρώστια» μου. Ο πατέρας με πήγε στον ψυχίατρο, και στο εγκεφαλογράφημα εκείνος βρήκε κάποια επιληπτοειδή περιγράμματα, κάτι, που καθησύχασε τελικά όλους. Ηρέμησα και εγώ. Και παραλίγο να κάνω λάθος.

    Η Σερένα σταμάτησε να μιλάει και πάλι, και μόνο το δάγκωμα των χιλίων πρόδιδε την κατάσταση της.

    – Και παραλίγο να κάνω ένα λάθος. Αποφάσισα, ότι μπορώ τώρα να συνεχίσω τα πειράματα μου, επειδή με προστατεύει η διάγνωση. Καταστρέφοντας τον επόμενο μου φόβο, γδύθηκα εντελώς και περπάτησα γυμνή στο δρόμο. Βίωνα την έξαρση του επιστήμονα, που φτάνει σε νέα και νέα όρια της συνείδησής του, στην συγκεκριμένη περίπτωση – της εξερεύνησης των ορίων της ελευθερίας από τους φόβους. Ένιωθα τον ενθουσιασμό του ανθρώπου, τον οποίο απελευθερώνουν από τα πολλά ζευγάρια χειροπέδες, ένα μετά το άλλο.  Την ίδια βραδιά έκανα βόλτα στο πάρκο, και μπροστά μου βρέθηκε μια παρέα ελαφρώς μεθυσμένων έφηβων. Μόνο ένα λεπτό αργότερα κατάλαβα – πέρασα δίπλα τους και δεν έδωσα καμία προσοχή! Τους προσπέρασα, όπως θα είχα προσπεράσει έναν λάκκο με νερό. Οι σκέψεις μου δεν διακόπηκαν ούτε για μια στιγμή. Κάτι τέτοιο θα ήταν αδιανόητο για τον παλιό μου εαυτό! Θα είχα κατεβάσει το βλέμμα μου, θα βίωνα ένα σωρό φόβων του βιασμού, της έγνοιας για τη γνώμη τους, θα ντρεπόμουν, ακούγοντας τα χαχανητά τους, ουσιαστικά θα είχα πεθάνει για λίγο καιρό. Όταν γύρισα στο σπίτι, με συνάντησε η τρυφερή μου μητέρα και ο μπαμπάς μου μουρμούριζε κάτι γαλήνιο με τη μπάσα φωνή του. Και μισή ώρα αργότερα στο δωμάτιο μου μπήκαν άνθρωποι, έβαλαν πάνω μου τον ζουρλομανδύα και με πήραν. Έπειτα ξεκίνησε κάτι, που απλώς ήταν αδύνατον να συμβεί, που έσπαγε την κάθε μου αντίληψη για τους ανθρώπους, για το πιθανό και απίθανο. Στην ψυχιατρική κλινική με εξέτασε ο γιατρός, και όσο κατάλαβα από την μιμική του, δεν βρήκε καμία ανωμαλία. Μετά μίλησε με τους γονείς μου, με εξέτασε ξανά, αλλά το βλέμμα του έγινε διαφορετικό – γκρίζο, σκληρό. Και κάπως από μόνη μου κατάλαβα – οι γονείς μου τον δωροδόκησαν, για να μου γράψει την θεραπεία παρά το οτιδήποτε. Το κατάλαβα κάπως εύκολα και χωρίς καμία αμφιβολία, σαν να σκίστηκε κάποιο  παραπέτασμα και είδα την σκηνή της δωροδοκίας. Την επόμενη μέρα ήρθαν τα Χριστούγεννα, και οι γιορτές κράτησαν τέσσερις μέρες, οι γιατροί έλειπαν και δεν γίνονταν καθόλου εξετάσεις. Χρησιμοποίησα την ευκαιρία, που μου έδωσε η μοίρα μου.

    – Είμαι κατά της λέξης  «μοίρα», – και πάλι επενέβη η Αϊρίν. – Μπορούμε να βρούμε και άλλα επίθετα, τα οποία δεν εισάγουν στην επικοινωνία την εσωτερική ή τη θρησκευτική θολούρα.

    – Συμφωνώ, – έγνεψε η Σερένα. – Χρησιμοποίησα την ευκαιρία μου. Στο ίδιο δωμάτιο  με μένα ήταν μια γυναίκα, η οποία τη νύχτα μου εκδήλωσε ενδιαφέρον ιδιαίτερης μορφής. Της υποσχέθηκα, ότι θα είμαι υπάκουη και θα ικανοποιώ όλες τις επιθυμίες της, αν θα δώσει ένα σημείωμα από εμένα μέσω των συγγενών, που θα έπρεπε να την επισκεφτούν για τα Χριστούγεννα. Κατάφερα να την ερεθίσω αρκετά και να της δώσω στην ουσία λίγα, έτσι αυτή ορκίστηκε, ότι θα κάνει το δικό της κομμάτι της συμφωνίας. Και πράγματι, ήδη την επόμενη μέρα ένας άνθρωπος έλαβε το σημείωμα από εμένα. Αυτός ο άνθρωπος εμφανίστηκε εντελώς τυχαία στη ζωή μου. Μερικούς μήνες πριν, ξεπερνώντας τους κοινωνικούς μου φόβους, εγώ τον πλησίαζα, όσο εκείνος έπαιζε σκάκι στο πάρκο με κάποιον συνταξιούχο, και τον γνώρισα. Τι ακριβώς με τράβηξε κοντά του τόσο, ότι κατάφερα να το κάνω – δεν το συνειδητοποιούσα εκείνη τη στιγμή. Παρά τις σχηματισμένες πλέον αντιλήψεις μου για τους μεγάλους ως απόλυτους κάφρους, ο άντρας αυτός δεν ήταν καθόλου επιθετικός και κάθε άλλο παρά ηλίθιος. Μίλαγε ελάχιστα για τον εαυτό του, και γενικώς δεν έλεγε πολλά, ενώ έκανε πολλές ερωτήσεις σε μένα, και τον είχα συναντήσει μερικές φορές μετά από αυτό στο ίδιο πάρκο και στο τέλος πήρα τον τηλέφωνο του. Η συναναστροφή με αυτόν είχε ενδιαφέρον για μένα. Και ήταν ο μόνος, από τον οποίο τώρα μπορούσα να ζητήσω βοήθεια. Αφού η γειτόνισσα μου με διαβεβαίωσε, ότι το σημείωμα δόθηκε στη σωστή διεύθυνση, ένοιωσα, ότι έκανα ο, τι μπορούσα, και αν θα με περίμενε η ήττα, θα την αντιμετώπιζα ήρεμα.

    – Κράτησες την υπόσχεση σου? – ρώτησε η σιωπηλή μέχρι τώρα Κάρεν.

     

    [λογοκρισία]

     

    Τρεις μέρες αργότερα, όταν πέρασαν οι γιορτές, στο δωμάτιο μου και πάλι μπήκε ο διευθύνων γιατρός. Ήταν εξαγριωμένος, φώναζε σε μένα και στους άλλους ασθενείς, όμως, αδιαφορούσα γι` αυτό. Σε δυο ώρες ήρθε να με δει ένας δικηγόρος, και την επόμενη κιόλας ημέρα παρουσιάστηκα στο δικαστήριο. Τα ψέματα του γιατρού, ο οποίος επικαλούταν την δήθεν ακατάλληλη συμπεριφορά μου, δεν με εξέπληξε – αυτός πληρώθηκε και δούλευε για τα λεφτά του. Με εξέπληξε η μητέρα μου, η οποία δήλωσε, ότι έχει δεχτεί επίθεση από εμένα, ότι την έπνιγα και έδειχνε τις μελανιές στο λαιμό της, τις οποίες κατάφερε με κάποιο τρόπο να προκαλέσει στον εαυτό της. Παρακαλούσε το δικαστήριο να σώσει την κόρη της, και υπό σωτηρία εκείνη καταλάβαινε την ανάγκη να υποστώ μια σοβαρή θεραπεία με κάποιες ουσίες, που θα έπρεπε να αφανίσουν εντελώς ολόκληρη την προσωπικότητα μου. Στο δικό μου πλευρό βρισκόταν ο δικηγόρος, ο οποίος πέρασε την διαδικασία με απόλυτο επαγγελματισμό, δηλώνοντας, για παράδειγμα, ότι οι εκδορές, τις οποίες δήθεν προκάλεσα εγώ στην μητέρα μου, δεν είχαν καταγραφεί, όπως το ορίζει ο νόμος, και αναφέροντας καμιά δεκαριά λεπτομέρειες, τις οποίες εγώ δεν θυμάμαι τώρα. Και η γυναίκα-δικαστής ήταν με το μέρος μου, μάλλον, δεν είχε καμία αμφιβολία από την αρχή. Με απελευθέρωσαν στην αίθουσα του δικαστηρίου,  και φοβόμουν να βγω έξω, επειδή οι συγγενείς μου περίμεναν έξω στην πόρτα, και ανησυχούσα, ότι μέσα στην κρίση της παράνοιας τους μπορούν να με προκαλέσουν, ή να με πιάσουν, να με φέρουν στο σπίτι και να με δέσουν με χειροπέδες στο καλοριφέρ, για να με υποτάξουν με «σπιτικό» τρόπο. Ο δικηγόρος, ωστόσο, με κάλεσε με χαμόγελο, και κατάλαβα, ότι η κατάσταση βρίσκεται σε έμπιστα χέρια. Δίπλα στην πόρτα του δικαστηρίου με συνάντησαν δυο άτομα σε μέγεθος της ντουλάπας, και δείχνοντας στους συγγενείς μου τη συμφωνία, την οποία, όπως φάνηκε, εγώ υπέγραψα με τη δική τους  εταιρία σεκιούριτι (τότε εγώ θυμήθηκα, ότι υπέγραψα κάποια χαρτιά την ώρα της επίσκεψης του δικηγόρου), με πήγαν σε ένα κλειστό ίδρυμα για τα παιδιά, στο οποίο κανείς δεν είχε πρόσβαση. Μια εβδομάδα αργότερα ο γιατρός ήρθε με ομολογία στην αστυνομία (δεν μου ήταν δύσκολο να μαντέψω – ποιος τον ανάγκασε να το κάνει), και οι γονείς μου, που βρέθηκαν υπό απειλή μακροχρόνιας κάθειρξης, υπέγραψαν τη συμφωνία, σαν αποτέλεσμα της οποίας αυτοί γλίτωναν από την δίωξη, και εγώ για πάντα απελευθερωνόμουν από την εξουσία τους. Έναν ακόμα μήνα αργότερα ολοκληρώθηκε η τυπική διαδικασία της υιοθέτησης μου, και έτσι ήμουν πια ελεύθερη.

    – Αυτός ο άντρας… ήταν κάποιος από τις μουσούδες?! – κατάλαβε η Αϊρίν.

    – Βέβαια:) Έτσι  η ελευθερία, που εγώ απέκτησα, ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερη από ο, τι μπορούσα να φανταστώ τότε.

     

    Προτού πάει για ύπνο, η Τζέιν βίωνε ξανά και ξανά αυτά, που άκουσε. Η ανοιχτή, φαινομενικά αβοήθητη και παρορμητική Σερένα αποκαλύφθηκε σαν ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. Θα μπορούσε ποτέ η ίδια να πολεμήσει έτσι για τη ζωή της; Θα ήταν ικανή να δεχτεί αυτή την θανάσιμη πρόκληση και να μην παραδοθεί, αλλά να κάνει οτιδήποτε πιθανό? Αυτή φαντάστηκε τον εαυτό της στην κατάσταση, όταν, φορώντας τον ζουρλομανδύα, είναι εντελώς αβοήθητη, και μόνο μια τυχαία σύμπτωση συγκρατεί τους γιατρούς από την άμεση χρήση των δολοφονικών μέτρων κατά του εαυτού της. Ένιωθε τον φόβο, και άρχισε να εκτελεί αμέσως την κυκλική αντίληψη, για να μην παραδοθεί σε αυτή την μικροψυχία. Βίωνε τον φόβο μια φορά μετά την άλλη και έβγαινε από αυτό στην επιμονή και αποφασιστικότητα, και ξανά, και ξανά, περνώντας το φανταστικό έμβολο πάνω και κάτω στον σωλήνα, και ξαφνικά εμφανίστηκε η λάμψη – σαν να έβλεπε με την εσωτερική της όραση ένα χαμηλό χρυσαφένιο φως, που έβγαινε από τον σωλήνα δίπλα στην σπονδυλική της στήλη, και αυτό δεν ήταν πια  η φαντασία της, όντως με κάποιων τρόπο το αντιλαμβανόταν. Σταμάτησε την πρακτική της ΚΑ και απλώς παρέμεινε μέσα σε αυτή την λάμψη, της επέτρεπε να διαπερνάει όλο της το κορμί και να το γεμίζει με δονούμενη απόλαυση, και τώρα ήξερε σίγουρα πια – αύριο η Φλορίντα θα την περάσει σε δεύτερη τάξη.