Ελληνικα change

Error

×

Κεφάλαιο 1

Main page / Μάγια 3: Σκληρά ποτάμια, μαρμάρινος άνεμος / Κεφάλαιο 1

Κεφάλαιο 1

Περιεχόμενα

    Ο σκονισμένος δρόμος λύγιζε απελπιστικά, έστρωνε κάτω από τις ρόδες  λακκούβες, ρυάκια και κοτρόνες, έτσι η Τζέιν άθελά της έβγαζε επιφωνήματα έκπληξης, όταν το παλιό, ξεχαρβαλωμένο αυτοκίνητο ξεπερνούσε τελικά το επόμενο εμπόδιο. Για την ακρίβεια — τα ισχυρά χτυπήματα του χαλασμένου καθίσματος την ανάγκαζαν να φωνάζει. Καμιά φορά η κλίση της ανηφόρας γινόταν υπερβολικά απότομη, και ο οδηγός έπρεπε να σταματήσει, να βγει έξω από το αυτοκίνητο και να υπολογίσει έναν κατάλληλο τρόπο να νικήσει και αυτό το ύψωμα. Κάθε φορά η Τζέιν νόμιζε, ότι είναι τελευταία αυτή η στάση, μετά  θα αναγκαστεί να προχωρήσει από αυτό το σημείο με τα πόδια, κάτι που μάλλον δεν θα είναι και τόσο ευχάριστη προσθήκη στην δεκαεξάωρη πτήση της – η ζέστη ήταν φανταστική. Και κάθε φορά ο ταξιτζής έβρισκε τον τρόπο να συνεχίσουν το δρόμο τους — μάλλον, έπαιξε ρόλο, ότι η κοπέλα συμφώνησε χωρίς παζάρια με τη τιμή του. Η ίσως — από επαγγελματική υπερηφάνεια.

     

    – Μα πώς έρχεται ο ίδιος εδώ? – της ξέφυγε η ερώτηση μετά από άλλη μια τέτοια στάση.

    – Και που να πάει αυτός, – μέσα από τα δόντια του απάντησε ο Ντικ, μασουλώντας ένα χορταράκι. – Καλά περνάει και εδώ, έτσι δεν πηγαίνει πουθενά.

    – Τι, πουθενά-πουθενά, δηλαδή? Απ` όσο ξέρω, εκείνος κάνει πολλά ταξίδια παντού  σε όλον τον κόσμο, ασχολείται και με την ορειβασία, και με καταδύσεις, και λόγο δουλειάς… αφού έχει ολόκληρο δίκτυο των ξενοδοχείων σε πολλά μέρη.

    – Όχι, δεν εννοούσα αυτό, – εξήγησε ο Ντικ. – Μονοπάτι. Υπάρχει ένα μονοπάτι εδώ, περνάει σε σχεδόν κάθετη πλάγια κατευθείαν προς τον οικισμό, αυτό χρησιμοποιεί και εκείνος. Μια ώρα κάθοδος, μιάμιση άνοδος, να πως το κάνει…

    Ίσως μέσα στην ζούγκλα, από την οποία περνούσε εκείνο το μονοπατάκι, δεν έκανε τόσο ζέστη, από την άλλη, όμως — οι αγκαθωτοί θάμνοι, βδέλλες, αναθυμιάσεις του τροπικού δάσους… και πάλι καύσωνας… μιάμιση ώρα,  άνοδο κιόλας… όχι, καλύτερα να ταρακουνηθεί στο κλιματιζόμενο ταξί.

    Η Τζέιν έπεσε πίσω στην πλάτη του καθίσματος και σταμάτησε να παρακολουθεί τις προσπάθειες του οδηγού να  ολοκληρώσει τους άθλους του. Τέλος πάντων, πληρώθηκε γι` αυτό, ας την πάει. Εκείνη,  ουσιαστικά, δεν ειχε ιδέα –  για πιο λόγο βρίσκεται εδώ — χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την δουλειά της – στην «Transmedical Research Corporation» στην πολιτεία του Ιλινόι. Ωστόσο, δεν ήταν και η πρώτη φορά. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο δεν καταλάβαινε, – γιατί προσκάλεσαν αυτήν, μια συνηθισμένη φυσικό-τεχνολόγο, στην συνέντευξη σε μια αμερικανική ιατρική όμιλο. Μα το ταξίδι είχε προπληρωθεί,  θα έπαιρνε τη πληρωμή της ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της συνέντευξης,  η διοίκηση του πανεπιστήμιου στο Ντίσελντορφ δεν είχε αντίρρηση, και… γιατί όχι, λοιπόν — εκείνη πήρε την πτήση. Ήρθε και έμεινε. Έμεινε, παρά το ότι τα αποτελέσματα της συνέντευξης ικανοποίησαν τους εργοδότες, όχι την ίδια, όμως — οι ακαθόριστες συζητήσεις για τις ιατρικές τεχνολογίες την άφησαν, ουσιαστικά, στο σκοτάδι σχετικά με το αντικείμενο της εργασίας της, αλλά τι είχε χάσει? Τίποτα. Τουλάχιστον, θα άλλαζε το περιβάλλον της, και αυτό της άρεσε. Επίσης  της άρεσαν πάρα πολύ οι καλές ανταμοιβές.

    Και τώρα ένα νέο ταξίδι πάλι για  άγνωστο λόγο σε άγνωστο μέρος — κάποιο χωριό στα Ιμαλάια. Αν και είναι πολύ όμορφα εδώ! Δεν θα μπορούσε να το αρνηθεί, το μέρος ήταν πανέμορφο. Και πάλι βουνά! Τότε, έχοντας μετακομίσει στις Πολιτείες, προτού ξεκινήσει τη δουλειά, εκείνη ζήτησε την άδεια της, και έτρεξε να εξερευνήσει  τα εθνικά πάρκα, σπαταλώντας τα χρήματα της «προκαταβολής». Στο τρεκ Dripping Springs του Γκραν Κάνιον σχεδόν δεν υπήρξαν άνθρωποι. Γύρω της – οι λουσμένες με τον ήλιο πλάγιες, και όταν κατέβαινε κάτω στην χαράδρα, το τοπίο, που από πάνω φαινόταν ερημικό, στην πραγματικότητα ήταν γεμάτο με κουκλίστικους ανθισμένους κάκτους, θάμνους με μαλακά αγκάθια. Τα έπιανε τόσο συχνά με τα χέρια της, ότι ακόμα και τώρα χωρίς κανένα κόπο ένοιωσε στα δάχτυλα, στις παλάμες  της την  αίσθηση που είχε, όταν τα άγγιζε. Το μέρος αυτό από πάνω φαινόταν γκρίζο — ίσως λόγο ανάμειξης του κίτρινο-κοκκινωπού χρώματος του εδάφους με το πράσινο των φυτών. Μια εδώ, μια εκεί πετάγονταν οι περίεργοι σκίουροι. Οι σαυρίτσες σέρνονταν στα πουρνάρια η λιάζονταν ακίνητες πάνω στα βράχια. Ησυχία. Μόνο το σύρσιμο της άμμου και των βράχων κάτω από τα πόδια, οι φωνές των γερακιών ψηλά στον ουρανό, το αδύναμο αεράκι καμιά φορά ανακάτευε τα φύλλα των δέντρων. Ο ήλιος καταπάνω της, ηρεμία. Έχοντας κατεβεί μόλις στα μισά, κοίταξε πίσω — δεν μπορούσε  να πιστέψει, ότι ήρθε από τέτοιο ύψος, κοίταξε  κάτω, υπολογίζοντας,  πόσο έμεινε να περπατήσει ακόμα!

     

    Τις τεράστιες πεδιάδες του Κάνιον, τι στο βάθος, τι στο πλάτος – δεν τις χωράει ο νους. Ακόμα και μετά από μερικά τρεκ σε τρεις μέρες και μια πτήση από πάνω του με ελικόπτερο, καταλαβαίνεις πολύ ακαθόριστα, πόσο πελώριο είναι.

    Και μετά ήταν το μεγάλο τρεκ Kaibab — δώδεκα περίπου χιλιόμετρα κάτω, μέχρι τον ποταμό Κολοράντο, με υπαίθρια διανυκτέρευση μέσα στους υπνόσακους κάτω από τον ξάστερο ουρανό, και επιστροφή την επόμενη – Bright Angel — γύρω στα δεκαπέντε χιλιόμετρα προς τα πάνω. Το χρώμα του ποταμού — πράσινο-τουρκουάζ, το νερό παγωμένο, ενώ η άμμος — καυτή. Δεν θα μπορέσεις να μείνεις ούτε στο νερό, ούτε πάνω στην άμμο, έτσι και εκείνη έτρεχε έξω από το νερό στην άμμο και πίσω. Καθισμένος σε ένα βράχο, μπορείς να χαζέψεις, πως το ορμητικό ποτάμι υπερπηδάει  τις πέτρες. Ο καιρός ήταν ζεστός, σχεδόν καύσωνας. Εκείνη φορούσε ένα σορτς και είχε σηκώσει το φανελάκι της, έτσι έμενε μια γραμμή στα στηθάκια της. Τη νύχτα — η έξοδος από το κάμπινγκ με τους φακούς, τα αστερία έσβηναν σιγά-σιγά και ο ουρανός γινόταν όλο και πιο ροζ. Πέρασμα πάνω στην ψηλή, στενή, λιγάκι τρεμάμενη γέφυρα πάνω από το άγριο ποταμό, η αναπνοή πιανόταν ελαφρώς, όχι από φόβο, όμως.

    Η Τζέιν άρχισε να φαντάζεται, ότι γεννήθηκε εδώ, ζούσε πολύ καιρό σε αυτά τα μέρη, εδώ πέρασαν τα παιδικά της χρόνια. Θέλησε να φανταστεί τον εαυτό της δεκάχρονο κορίτσι, που γυρίζει στα γνωστά μονοπάτια, όμως, αυτή τη φορά πήγε με σακίδιο στην πλάτη, επειδή θέλει να δοκιμάσει τις αντοχές της. Ένιωθε συμπάθεια, ανοιχτοσύνη, ελαφρότητα, οικειότητα για τα βράχια, ρυάκια, τους θάμνους, τους αντιλαμβανόταν, σαν να ήταν οι παλιοί γνωστοί για εκείνη, οι φίλοι της, εμφανιζόταν εμπιστοσύνη για αυτό το μέρος. Δίπλα της πέρναγαν τα καραβάνια από φοράδες, που κουβαλούσαν τα φορτία ή τους ανθρώπους πάνω στη πλάτη τους.

     

    Κάποτε, στην εφηβεία ακόμα, έχοντας διαβάσει είτε τη Φλόριντα Ντόνερ, είτε την Τάισα Αμπελάρ, εκείνη ήθελε για πολύ καιρό να ζήσει με μια άγρια φυλή, όπως η φυλή των υτικοτερι, που περιγράφονταν στο βιβλίο. Νόμιζε, ότι αυτό έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον — να ζήσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, οι οποίοι δεν σκέφτονται για το παρελθόν και το μέλλον, ζούνε τη δεδομένη στιγμή, έχουν έναν υγιεινό τρόπο ζωής, βιώνουν τη χαρά. Και όταν δέκα χρόνια αργότερα πράγματι εμφανίστηκε μια τέτοια ευκαιρία — να συμμετάσχει σε μια αποστολή των εθνογράφων, εκείνη διάβασε το βιβλίο για άλλη μια φορά και ένιωθε δυνατή έκπληξη — πώς μπορούσε να φτιάξει τόσες επινοήσεις σε ένα άδειο μέρος! Αντί των ρομαντικών αγρίων, που βιώνουν την αίσθηση της ομορφιάς και προσμονής σε μια μυστική ένωση με τη φύση, από τις σελίδες του βιβλίου μπροστά της παρουσιάστηκαν οι ελεεινοί υπανάπτυκτοι ημι-πίθηκοι, που είχαν ως όριο των ονείρων τους να αγοράσουν ακόμα έναν φοίνικα και άλλη μια νέα γυναίκα — για να περιποιείται εκείνον τον φοίνικα.

    Οι σκίουροι πηδάγανε πάνω στο δρόμο και τη χάζευαν, περιμένοντας τα καρύδια. Εκείνη προσπάθησε να κοροϊδέψει έναν, δίνοντας αντί καρυδιού μια πέτρα, και το πλήρωσε με ένα πολύ επώδυνο δάγκωμα στο δάχτυλο της.

    Και μετά ήταν το ελικόπτερο πάνω από το Γκραν Κάνιον. Μικρούλικο, για έξι άτομα. Και μόνο μια θέση δίπλα στον πιλότο. Ήθελε πάρα πολύ να καθίσει δίπλα στον πιλότο, όμως, οι θέσεις  μοιράζονταν σύμφωνα με το βάρος του καθενός για τη σωστή ισορροπία. Λίγο πριν από την επιβίβαση έδωσαν τους αριθμούς των θέσεων, και στα χέρια της βρέθηκε το χαρτάκι με εκείνη την πρώτη θέση! Σχεδόν τυχαία, αν δεν υπολογίσεις, ότι πέντε λεπτά νωρίτερα εκείνη έπιασε στα κρυφά το πουλί του πιλότου. Μια απλή μορφή της πορνείας. Μπορείς ακόμα και να μην το θεωρήσεις πορνεία — απλώς ένα παιχνίδι με προβλέψιμο επιθυμητό αποτέλεσμα. Το πάτωμα, με εξαίρεση τον χώρο κάτω από τα πόδια, ήταν διάφανο. Μπορούσε  να δει, πως ο πιλότος ανεβάζει και κατεβάζει τους διακόπτες, σηκώνει τον κεντρικό μοχλό, να αισθανθεί, πως το ελικόπτερο ανεβαίνει ή γέρνει, υπάκουο στις κινήσεις του, ένοιωσε επιθυμία επίσης να μάθει να οδηγεί το ελικόπτερο ή ένα αεροπλάνο ακόμα. Οι πιο δυνατές εντυπώσεις — από την απογείωση και χαμηλή πτήση πάνω από ένα δάσος, πιανόταν η αναπνοή της, ερχόταν κάποια παιδική χαρά. Ακόμα και όταν πετούσαν πάνω από το κάνιον, δεν υπήρξαν τόσο δυνατές εντυπώσεις.

     

    – … ελπίζω να είναι σπίτι.

    – Τι? – η Τζέιν παρασύρθηκε τόσο πολύ με τις αναμνήσεις, ότι κατάφερε να ακούσει μόνο το τελευταίο κομμάτι της φράσης του Ντικ.

    – Ελπίζω να είναι σπίτι του, – επανέλαβε εκείνος. – Αν και αυτό μπορεί να αποδεχτεί ασήμαντο…

    – Δηλαδή, – δεν κατάλαβε η Τζέιν.

    – Θα δεις, – κάπως σκοτεινά είπε μέσα από τα δόντια ο οδηγός. – Έχουμε ακόμα πέντε λεπτά να σκαρφαλώσουμε.

    Εντάξει, θα δούμε.

     

    … και μετά πήγε στο Zion park. εκείνη έφυγε για τρεκ μόνη της, χωρίς τον οδηγό. Ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από το βουνό, την πλαγιά του οποίου εκείνη ανέβαινε, φωτίζονταν μόνο τα βουνά στην απέναντι πλευρά του κάνιον. Έπιανε ψύχρα στη σκιά, και της άρεσε να ανεβαίνει γρήγορα, να πηδάει πάνω στις πέτρες, να τρέχει σχεδόν, επειδή το μονοπάτι ήταν περασμένο με πολύ βολικό τρόπο. Αυτό, όμως, αποδείχθηκε μειονέκτημα, διότι η άνεση του προσέλκυσε πολλούς συνταξιούχους, έτσι στην κορυφή μαζεύτηκε πολύς κόσμος. Ο, θεέ μου, πόσο άσχημοι είναι !! Δεν ήθελε να μείνει εκεί μαζί με τον όχλο και να χαζεύει έναν μικρό λάκκο, που δημιουργήθηκε από τον καταρράκτη, έτρεξε προς τα κάτω, και στα μισά του δρόμου παρατήρησε  ένα σχεδόν αόρατο μονοπατάκι στην άκρη. Ανέβαινε πάνω από την άμμο και τις πέτρες. Οι θάμνοι, που έμοιαζαν με άγρια τριανταφυλλιά, μόνο πολύ μαλακή και χαμηλή, λιγάκι της γρατζουνούσαν τρυφερά τα χέρια και πόδια. Δεν ένιωθε σταγόνα εκνευρισμού — αντιθέτως — ειχε συμπάθεια και ανοιχτοσύνη για τα φυτά. Βούιζαν τεράστιες, μαύρες, σαν κατράμι μέλισσες, πέταγαν γύρω της,  μα δεν φοβήθηκε καθόλου, από κάπου της ήρθε η σιγουριά, ότι δεν θα τη τσιμπήσουν. Με αυτό το μονόπατη εκείνη ανέβηκε πολύ πιο ψηλά από τον λάκκο του καταρράκτη, και η πολυλογία των ανθρώπων έμεινε,  σαν ένα αδύναμο βουητό κάπου χαμηλότερα. Έφτασε στην κορυφή, δίπλα σε έναν τεράστιο μονόλιθο,  το χάιδευε με τα χέρια της, και ταυτόχρονα  κοίταζε τον βράχο απέναντι. Ξαφνικά εμφανίστηκε μια αίσθηση, λες και εκείνη άγγιζε το μέρος, στο οποίο κοίταζε τώρα — του απέναντι βράχου! Σαν να είναι οι δυο τους — ένα μεγάλο πλάσμα.

    Στο Zion park υπάρχει ένας πάρα πολύ ψηλός βράχος. Σε αυτό οδηγεί ένα στενό μονοπάτι, και από όλες τις πλευρές — απολύτως κάθετες χαράδρες. Αν σταθείς υπερβολικά κοντά στην άκρη, η υψοφοβία μπορεί να εμφανιστεί πάρα πολύ εύκολα, έτσι εκείνη σύρθηκε εκεί στα τέσσερα. Όταν χάθηκε ο φόβος, έμεινε μια αίσθηση, από την οποία μοιάζει να σταματάει η καρδιά και  ψύχρα εμφανίζεται στις παλάμες. Πάνω γύριζε είτε γεράκι, είτε αετός. Ερχόταν η αντίληψη ενός τεράστιου, απέραντου χώρου, ήθελε να γίνει αυτό το γεράκι και να αιωρείται έτσι γύρω-γύρω, νιώθοντας τις απέραντες πεδιάδες κάτω από τα φτερά…

    Βλέποντας πια, ότι το αυτοκίνητο φτάνει στην πύλη, σαν να φοβήθηκε, ότι δεν θα της φτάσει ο καιρός να θυμηθεί ο, τι πιο ωραίο, στο μυαλό της η Τζέιν έτρεξε γρήγορα τις εικόνες από την κοιλάδα Bryce. Σχεδόν επίπεδο τρεκ περνάει στο πιο χαμηλό σημείο του κάνιον. Από τους ανθρώπους — ούτε ψυχή. Φανταζόταν τον εαυτό της δεκάχρονο κοριτσάκι, πάλι εμφανιζόταν χαρά, ζωηράδα, όρεξη να τρέξει στα δρομάκια, και  εκείνη έτρεχε μπροστά, άχαρα, όπως τρέχουν τα παιδιά, πατώντας με φασαρία, και μετά επέστρεφε μερικά βήματα πίσω. Τεράστια μυρωδάτα  πεύκα. Της άρεσε πάρα πολύ να πιέζει τη μύτη της στην κόρα των πεύκων και να εισπνέει τη μυρωδιά της ρετσίνας. Ησυχία. Αν δεν σηκώσεις το βλέμμα σου και δεν κοιτάς σε πάρα πολλές κορυφές του κάνιον, που υψώνονται, μπορείς να φανταστείς, ότι αυτό είναι κάποιο μέρος της Βαυαρίας, όπου εκείνη περνούσε όλο το καλοκαίρι …

    Η Τζέιν έπεσε έξω σε μια στιγμή από τις ευχάριστες αναμνήσεις, όταν είδε κάτι παράξενο: στην πύλη, την οποία πλησίασε το αυτοκίνητο, έλαμπε μια επιγραφή σε πολλές γλώσσες, και η περιγραφή αυτή δεν άφηνε καμία ψευδαίσθηση περί της φιλοξενίας των ιδιοκτητών: «Άντε στο διάολο! Απαγορευμένη περιοχή! Ιδιωτική περιουσία!»

    Συναντώντας το έκπληκτο βλέμμα της, ο Ντικ χαμογέλασε.

     

    – Αυτό είναι για τους τυχαίους τουρίστες, που νομίζουν, ότι εδώ είναι κάποιος ξενώνας ή εστιατόριο.

    – Α…, – με ανακούφιση μουρμούρισε η Τζέιν.

    Ο Ντικ βγήκε από το αυτοκίνητο, και κουνώντας  τα πόδια του και τεντώνοντας, για να ξεπιαστεί.  πήγε στο θυροτηλέφωνο δίπλα στην πύλη. Φαινόταν ξεκάθαρα η σχεδόν στρατιωτική φύλαξη των κτισμάτων πίσω από το φράχτη — προφανώς, δεν τα φύλαγαν απλά από τους τυχαίους τουρίστες. Δεν χωρούσε αμφιβολία, ότι σε αυτό το μέρος, δεν ήθελαν να δουν κανέναν κατηγορηματικά.

    Αριστερά και δεξιά από την πύλη υπήρξε εξαιρετικά ψηλός μαντρότοιχος — ύψους τουλάχιστον δέκα μέτρων, που χανόταν μέσα στην βλάστηση. Μάλλον, ισιώνοντας την κορυφή ενός πολύ ψηλού λόφου, κάποιο μέρος του χώματος μετέφεραν προς τις άκρες του, και το σήκωσαν έτσι, ώστε όλο το κτήριο τώρα έμοιαζε με κάποιο κάστρο του Μόντε-Κρίστο, και κρεμόταν,  σαν ένας μεγαλειώδης βράχος πάνω από το δρόμο. Τι συνέβαινε πίσω από αυτό το πελώριο ανάχωμα — αδύνατον να δεις ούτε από αυτό το σημείο, ούτε αν προχωρούσες λίγο πιο πέρα στον δρόμο, που πήγαινε αρκετά απότομα κάτω, κάνοντας ζιγκζαγκ και βυθίζοντας αμέσως στο πυκνό δάσος.

    Τοποθετημένη στον τοίχο, μια σειρά από κάμερες παρακολούθησης απομακρυνόταν πιο πέρα σε όλο το περίμετρο,  και πάνω από αυτό  ήταν  στερεωμένα προσεκτικά τα φαρδιά δαχτυλίδια κοφτερού συρματοπλέγματος, δίπλα – οι φυτεμένοι κολλητά στον τοίχο θάμνοι με τέτοια αγκάθια, ότι ήταν κατανοητό ακόμα και από μερικά μέτρα απόσταση — το κάθε άγγιγμα σε αυτά εγγυάται πολλούς συριγμούς και επιφωνήματα παρέα με  ένα κουτάκι ιωδίου — όλα δημιουργούσαν μια πολύ παράξενη εντύπωση: αν θα έβρισκες στους τοίχους τις οπές με κρυμμένες μέσα  κάννες των οπλών, αυτό θα συμπλήρωνε πάρα πολύ αρμονικά ολόκληρη την εικόνα.

    Σαν απάντηση στον Ντικ από το θυροτηλέφωνο ακούστηκε κάτι, που η Τζέιν δεν κατάφερε να ξεχωρίσει, όμως, ο ίδιος, απ` ότι φαίνεται, το κατάλαβε, κρίνοντας από το παραξενεμένο και σκεπτικό του πρόσωπο. Ωστόσο, εκείνος συνέχισε τις συνομιλίες, προσπαθώντας να πείσει για κάτι το γυαλιστερό κονσερβοκούτι. Η Τζέιν απλώς περπατούσε πέρα-δώθε δίπλα στον τοίχο, χωρίς να ενδιαφερθεί ιδιαίτερα για την πρόοδο της διαδικασίας — αυτό ήταν ένα μέρος της δικής του δουλειάς, αμφίβολο, αν εκείνη θα μπορούσε να βοηθήσει σε κάτι. Επιτέλους ο Ντικ έφυγε από το θυροτηλέφωνο και της έκανε σημάδι με το χέρι.

    – Όλα εντάξει. Πάρτε όλα τα πράγματα σας μαζί και προχωρήστε. Εγώ θα περιμένω εδώ.

    – Εγώ, το πιο πιθανόν απ` όλα θα χρειαστώ μια ή δυο ώρες, ίσως περισσότερα, – έφερε αντίρρηση η Τζέιν. – Ελατέ μαζί μου, όσο εγώ θα ασχολούμαι με τη δουλειά μου, εσείς τουλάχιστον θα κοιμηθείτε, ή θα φάτε κάτι.

    – Ναι, καλά, θα φάω και θα κοιμηθώ, – ο Ντικ έβγαλε ένα στραβό χαμόγελο και έφτυσε μέσα σε καυτή σκόνη. – μόνο εσάς θα αφήσουν να μπείτε, και κανέναν άλλο, δεν θα περάσει ούτε  μύγα, έτσι που λέτε. Και εγώ θα πάρω τον υπνάκο μου εδώ, – εκείνος κοίταξε με μίσος τη σακαράκα με βαριεστημένο οδηγό, – πηγαίνετε.

     

    Μέσα ήταν πάρα πολύ περιποιημένα και άνετα. Ένα φαρδύ μονοπατάκι πέρναγε μέσα από γιαπωνέζικο κήπο με τεχνητή λίμνη, περικυκλωμένη με λοφίσκους, καλυμμένους με γκαζόν, και φυτεμένα χαοτικά εξωτικά δεντράκια. Μέσα στη λίμνη έπαιζαν αστεία οι  μπλε-πράσινες αγριόπαπιες. Κατά καιρούς, τα πουλιά  σήκωναν τους ποπούς τους και βουτούσαν, κουνώντας τα πόδια τους έτσι, ώστε το κεφάλι έμεινε κάτω από το νερό, και οι πισινοί τους στέκονταν κάθετοι πάνω από την επιφάνεια. Πεταμένα από δω και από εκεί κοντά στο μονοπάτι φτερά πρόδιδαν την παρουσία της προφανώς πολυάριθμης οικογένειας των παγονιών, όμως, αυτή τη στιγμή τα παγόνια  δεν φαίνονταν πουθενά. Ένα ολόκληρο σμήνος — περίπου οκτώ – άγριων τρυφερά-μπεζ περιστεριών πετούσε από ένα δέντρο στο άλλο, ακριβώς μπροστά στο πρόσωπο της.

    Η υπάλληλος, νεπαλέζικο κοριτσάκι περίπου είκοσι χρονών, φορούσε  κοντά σορτσάκια, που αποκάλυπταν ζουμερά γόνατα και μπουτάκια, και τοπάκι, κάτω από το οποίο έλαμπε μαλακά μια σφικτή κοιλίτσα, συνόδευσε την Τζέιν σε μια μικρή πλατεϊτσα με καμιά δεκαριά  ποδηλάτων του βουνού και της πρότεινε να επιλέξει ένα ή να την ακολουθήσει με τα πόδια. Η Τζέιν αποφάσισε να περπατήσει, και  κατευθύνθηκαν μαζί στην κορυφή του λόφου, όπου στεκόταν ένα μεγάλο τριώροφο ή τετραώροφο σπίτι με φαρδιά σκιασμένα παράθυρα, μεγάλα, όσο   ολόκληρος ο τοίχος, και μερικές σκορπισμένες βεράντες. Ένα άλλο μονοπάτι, που ξεκινούσε από αυτή την πλατεϊτσα, οδηγούσε προς τη μεριά ενός μεγάλου χώρου, γεμάτου με λιμνούλες, ξέφωτα με γκαζόν, θάμνους και κτίσματα. Αυτός ο χώρος ολοκληρωνόταν παραπέρα με μεγάλα «σκαλιά» προς τα κάτω, και πέρα από όλα τα αυτά, πολύ μακριά στο βάθος, απλωνόταν και έλαμπε στον ήλιο μια μεγάλη λίμνη. Πιο δεξιά — στην κατεύθυνση των χιονισμένων κορυφών, υπήρξε το πυκνό δάσος, που της φάνηκε τόσο παράξενος, εντελώς διαφορετικός από αυτόν, που έχουν περάσει στο δρόμο τους προς αυτό το μέρος. Της φάνηκε ακόμα, ότι σε αυτό το δάσος φύτρωναν τεράστιες σεκόγιες, όμως, βρίσκονταν πολύ μακριά, και δεν ειχε τώρα καιρό για να το κοιτάξει καλύτερα. Γενικώς όλα της έκαναν την ίδια εντύπωση, που είχε, όταν διάβασε το βιβλίο του Κόναν Ντόυλ για τον «Χαμένο κόσμο».

    Σε πέντε λεπτά φτάσανε στον προορισμό τους. Το σπίτι είχε ευχάριστη δροσιά μέσα. Διαφορετικών επιπέδων σκαλάκια έτρεχαν προς όλες τις μεριές, και το σπίτι από μέσα φαινόταν ακόμα πιο ευρύχωρο, απ` ότι το νόμιζες απ` έξω, σχεδόν πελώριο. Βλέποντας ένα ανοιχτό ενυδρείο, στο οποίο πλατσούριζαν κάποιοι μικροί καρχαρίες με διάφορα άλλα ψαριά, η Τζέιν δεν κρατήθηκε και πλησίασε να τα δει από κοντά. Η υπάλληλος την ακολούθησε και έδειξε, ότι μπορεί να αγγίξει τα ψάρια με τα χέρια της. Η Τζέιν περνούσε προσεκτικά τα χέρια της κάτω από την τρυφερή κοιλίτσα των καρχαριών, και εκείνοι, παίζοντας,  επέτρεπαν ήρεμα να τους αγγίζουν, σαν να μην τρέχει τίποτα. Η αίσθηση από το άγγιγμα του δέρματος τους ήταν πολύ ωραία – ελαστικότητα και δύναμη.

    Ο άνθρωπος, που βγήκε να τους συναντήσει, πλησίασε την Τζέιν με ένα γρήγορο βήμα, έδωσε το χέρι του.

    – Άντι. – συστήθηκε κοφτά εκείνος. – Είστε από την Τρανσμέντικαλ. – το είπε με την ίδια ήρεμη φωνή, έτσι η Τζέιν δεν κατάλαβε — αν αυτή ήταν μια ερώτηση ή δήλωση. Ας είναι μια δήλωση, αποφάσισε εκείνη και σιώπησε.

    – Πάμε. – Με ίδια απουσία της συναισθηματικότητας εκείνος έγνεψε κάπου μπροστά και εκείνη τον ακολούθησε, το ίδιο σιωπηλά. Μόνο φτάνοντας στην πόρτα του γραφείου, η κοπέλα θυμήθηκε, ότι δεν του είπε το όνομα της, όμως, τώρα ήταν πια άβολο να συστηθεί, δεν μπορούσε, τέλος πάντων, να τον χτυπήσει στην πλάτη και να πει, ότι τη λένε Τζέιν. Όπως και να έχει, αυτός και έτσι σίγουρα θα ξέρει το όνομα της.

    Το γραφείο φάνηκε πολύ μεγάλο. Δίπλα σε έναν τοίχο βρισκόταν ένα ολόκληρο μουσείο πετρωμάτων με πολύ ασυνήθιστους κρυστάλλους, εκατοντάδες αυτών,  δίπλα στον άλλο — ψηλά, ως το ταβάνι, ράφια με βιβλία. Στη μακρινή γωνία, ακριβώς μπροστά από το φαρδύ, σε όλο του τοίχο,  παράθυρο— ένα γραφείο, και στο κέντρο, πάνω στο παχύ χαλί – το τραπεζάκι και μερικές πολυθρόνες γύρω. Όλα μαζί αυτά έκαναν την εντύπωση πάρα πολύ ακριβών και ποιοτικών, αν και δεν υπήρξαν τα χυδαία σημάδια  επιδεικτικής πολυτέλειας. Δίπλα στην πολυθρόνα στεκόταν αληθινά γιγαντιαίο σύμπλεγμα των πυραμιδικών κρυστάλλων του χαλαζία, μεγέθους δυο επί δυο μέτρα, και ύψους ένα μέτρο— μάλλον, ζυγίζει έναν τόνο τέτοιο πράγμα. Προσεκτικός φωτισμός το έδειχνε πάρα πολύ όμορφο, ελκυστικό, μαγευτικό  με τις αναλαμπές του. Παρατηρώντας, ότι το βλέμμα της κόλλησε στον κρύσταλλο, ο Άντι εξήγησε, ότι αυτή η απαλή άσπρη βάση — είναι ο ασβεστίτης, ενώ η σκούρο-πράσινη επιφάνεια ορισμένων κρυστάλλων ορίζεται λόγο παρουσίας του χρωμίου στη σύνθεση του χαλαζία, και αν στο εσωτερικού του κρυστάλλου βρίσκονται λαμπερά χρυσαφένια νήματα — αυτό ονομάζεται «ροτιλικός χαλαζίας». Οι σκόρπιες σκούρο-χρυσαφένιες λαμπερές πλαστίνες στο βαθούλωμα — είναι ένα είδος του μαρμαρυγία, «μοσχοβίτη», και αυτές οι απαλές μπλε διάφανες στήλες — τα ακουαμαρίνια. Εκεί υπήρξε ένας ολόκληρος κόσμος, τον οποίο, μάλλον, θα μπορούσες να παρατηρείς για πάρα πολύ καιρό, και η Τζέιν απρόθυμα κοίταξε αλλού, κάθισε δίπλα στο τραπέζι.

    – Απ` ότι κατάλαβα, δεν ξέρεις τίποτα για την ιατρική, σωστά? – άρχισε ο Άντι.

    – Ναι, είμαι φυσικός — τεχνολόγος. – συμφώνησε η Τζέιν. – Έχω συγκεντρώσει σημαντική πείρα στην εξυπηρέτηση των ηλεκτρονικών και προσοφθάλμιων μικροσκοπιών, εκτός από αυτό, έχω εργαστεί για λίγο στο CERN, έλυνα καθαρά τεχνικά προβλήματα της επεξεργασίας των δεδομένων και ψύξης των περιφερειακών του επιταχυντή των στοιχειωδών σωματιδίων.

    – Μα έχεις περάσει όμως, από κάποια θεωρητική εκπαίδευση; – ρώτησε ο Άντι.

    – Ναι, βασικά έχω την ιδιότητα του θεωρητικού φυσικού, αλλά…

    – Πολύ ωραία, άρα, ξέρεις περίπου, τι είναι το πρωτόνιο και ηλεκτρόνιο, αυτό δεν είναι και τόσο λίγο για αρχή:)

    – Μόνο που…, – η Τζέιν σήκωσε τους ώμους της.

    – Τι?

    – … Για ποιο λόγο αυτό μπορεί να χρειαστεί στην ιατρική, οι γνώσεις μου για τα πρωτόνια, κυματοειδείς συναρτήσεις, σπίν και κουάρκ? Η χρωμοδυναμική των κβάντα και σύριγγες…

    – … είναι πράγματα ασύμβατα, έτσι δεν είναι?

    – Λέτε, πως όχι?

    – Από την άποψη ενός μικροαστού, ναι, όμως, σύμφωνα με την άποψη των μικροβιολόγων – όχι, εδώ και πάρα πολύ καιρό. . – Ο Άντι έδειξε με το δάκτυλο του κάποιο πλακάτ, κρεμασμένο στον τοίχο δίπλα στην είσοδο. – Δες εδώ, βλέπεις?

    – Το σχήμα της περιοχής ?

    – Ο, όχι, πολύ πιο περίπλοκο από αυτό. Είναι το μιτοχόνδριο, έλα να το δούμε πιο κοντά.

    Εκείνοι σηκώθηκαν και πλησίασαν τον πλακάτ, που στην πραγματικότητα ήταν  κάτι σαν το ογκώδη τοπογραφικό χάρτη.

    – Ναι, όντως, αυτό μου θυμίζει κάπως το μιτοχόνδριο… –  η Τζέιν θυμόταν κάτι τέτοιο από τα μαθήματα της βιολογίας στο σχολείο ακόμα, και μετά μερικές φορές λόγο καθαρής περιέργειας κοίταζε στα βιβλία, παρατηρούσε διάφορους μικροοργανισμούς και τη δομή του κυττάρου, όμως, οι ονομασίες γρήγορα εξατμίζονταν από το κεφάλι — δεν ήταν και ο τομέας της τελικά.

    – Το μιτοχόνδριο. – επανέλαβε για άλλη μια φορά σκεπτικά ο Άντι. – Ο ενεργειακός σταθμός του κυττάρου. Ο πυρηνικός αντιδραστήρας, και επιταχυντής, και συμπυκνωτής και τα λοιπά, και τα λοιπά. Η δομή αυτού του θηρίου είναι ακόμη πιο περίπλοκη από την κατασκευή μιας σύγχρονης πυρηνικής μονάδας παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, απλώς δεν ξέρουμε πάρα πολλά ακόμα. Επίσης, μας ενδιαφέρουν τα λυσοσώματα – τα εργοστάσια του μεταβολισμού, και ιδιαίτερα — το Σύμπλεγμα του Γκόλντζι – ένα πλάσμα μοναδικής περιπλοκότητας, το οποίο δεν έχουμε καν πλησιάσει να γνωρίσουμε αληθινά …

    – Ενεργειακός σταθμός, το θυμάμαι αυτό, – τον διέκοψε η Τζέιν. – Λοιπόν, εγώ… θα εργαστώ ως  μηχανικός σε ΑΥΤΟΝ τον σταθμό συγκεκριμένα?? – απ` ότι φαίνεται, η Τζέιν άρχισε να συνειδητοποιεί, για ποιο λόγο προσέλαβαν εκείνη, τον ειδικό για τους αντιδραστήρες, σε έναν ιατρικό όμιλο.

    – Ναι, ορισμένα σε αυτόν.

    – Μα εδώ χρειάζονται οι χημικοί, βιοχημικοί, δεν ξέρω, ποιος άλλος… μικροβιολόγοι, και όχι οι ειδικοί στην θεωρία των στοιχειωδών σωματιδίων.

    – Όχι. – Ο Άντι καθάρισε το λαιμό του. – Κοίτα.

    Εκείνος έδειξε με το δάχτυλο του ένα τμήμα του σχήματος.

    – Αυτή είναι η μεμβράνη. Πολύ απλουστευμένη, βέβαια. Ένα πιο λεπτομερής σχήμα θα κάλυπτε την επιφάνεια, που θα ήταν ίδιο με την επιφάνεια ολόκληρου αυτού του λόφου. Στο εσωτερικό του κάθε μιτοχονδρίου υπάρχει όχι μια, αλλά δυο μεμβράνες, ανάμεσα στις οποίες βρίσκεται ο ενδομεμβρανικός χώρος… έχεις ένα τέτοιο ύφος, σαν να φοβάσαι κάτι, – χαμογέλασε εκείνος στην Τζέιν.

    – Μάλλον, ναι, πάντοτε είχα δυσκολίες με την οργανική χημεία, και…

    – Μα εμείς δεν θα μιλήσουμε για καμία χημεία — θα τα μεταφράσουμε όλα στη γλώσσα των τεχνολόγων και φυσικών, αυτό δεν είναι δύσκολο, και τέλος πάντων, δεν χρειάζεται να ξέρεις την ακριβή σύσταση του κράματος, από το οποίο είχαν φτιαχτεί οι τοίχοι του θαλάμου εργασίας — πρέπει μόνο να θυμηθείς τα χαρακτηριστικά τους. Εδώ γίνεται ακριβώς το ίδιο. Ο, τι βρίσκεται μέσα στην εσωτερική μεμβράνη, δηλαδή, το εσωτερικό του μιτοχονδρίου, εμείς το ονομάσαμε «μάτριξ». Αυτό, φυσικά, έχει πολύ περίπλοκη χημική σύσταση, αλλά δεν υπάρχει ανάγκη να τη μάθεις προς το παρόν.

    – Προς το παρόν…, – πολυσήμαντα παρατήρησε η Τζέιν. – Αργότερα, όμως, θα αναγκαστώ να τη μάθω?

    – Απλώς να ξέρεις, ότι σε αυτό το μάτριξ συμβαίνουν οι ποικιλόμορφες τεχνολογικές διαδικασίες — ο κύκλος του Κρεμπς, η οξείδωση των λιπαρών οξέων, – δεν έχει σημασία, ότι δεν γνωρίζεις, τι είναι αυτό — είμαι σίγουρος, πως διαβάζοντας τα χαρτιά του εξοπλισμού, είχες συναντήσει άγνωστους όρους και διαδικασίες – απλώς τα προσπερνάς με το βλέμμα σου μέχρι να έρθει ο καιρός, και μετά σταδιακά μαζεύεις τις μερικές σαφήνειες, που μαζεύονται αργότερα σε μια γενική εικόνα. Και εδώ θα συμβαίνει το ίδιο, για την ώρα απλώς να απομνημονεύεις τους όρους, και τι αυτοί σημαίνουν —θα μάθεις μετά.

    – Ο κύκλος του Κρεμπς. – επανέλαβε η Τζέιν. – Οξείδωση…

    – …των λιπαρών οξειών, – βοήθησε ο Άντι.

    – Τα λιπαρά οξεία, θεέ μου. – με χαμόγελο αναστέναξε η Τζέιν. – Δεν ήξερα καν, ότι τα οξεία μπορούν να είναι λιπαρά!

    – Για τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων όλο αυτό το θηριοτροφείο, αποτελούμενο από εκατοντάδες στοιχειωδών σωματιδίων, όλων αυτών των φερμιονίων, βαρυόνιων, αδρονίων, μιονίων, πιονίων και ένας διάολος ξέρει, ποιων άλλων «κτηνιονίων», φαίνεται ένα δριμύ  δάσος, όπου ο διάολος σπάει το ποδάρι του, μα για σένα είναι πολύ απλό, έτσι και στην βιοχημεία, και στην μικροβιολογία τα πράγματα είναι στην ουσία απλά.

    – Το ελπίζω:) Α… μπορώ να διευκρινίσω κάτι, όμως – τι ακριβώς εγώ θα κάνω εδώ, για ποιο λόγο ήρθα, – η Τζέιν χαμογέλασε με αμηχανία. Παρά το ότι δεν υπήρξε κανένα δικό της φταίξιμο, εκείνη ένιωθε τον εαυτό της υπεύθυνο για το ότι δεν είχε μπει στο νόημα των πραγμάτων ακόμα. – Εγώ γενικώς είχα υποθέσει, ότι με έστειλαν εδώ για ένα πολύ σύντομο επαγγελματικό ταξίδι — να ερευνήσω κάποιες περιπτώσεις…

    – Έτσι είναι, – σοβαρά απάντησε ο Άντι. – Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε μια πάρα πολύ απλή περίπτωση, και ορισμένα — αν μας κάνεις ή όχι, εντωμεταξύ εγώ και οι άλλοι συνεργάτες μου θα σου μιλήσουμε για κάποια αντικείμενα της έρευνάς μας — πολύ σύντομα και σχηματικά, και μετά… μετά θα γίνει κάτι πολύ ενδιαφέρον. – Εκείνος έβαλε το βαρύ του χέρι στον ώμο της. – Μην έχεις καμία αμφιβολία.

    Ο Άντι έδειξε και πάλι το σχήμα με το δάχτυλο του και συνέχισε.

    – Δυο λόγια ακόμα για τις μεμβράνες. Η εσωτερική έχει πάρα πολλές κυματοειδείς πτυχώσεις, τις ονομάζουμε «κρίστες».

    – Κρίστες — υπάκουα επανέλαβε η Τζέιν, και μετά έβγαλε το σημειωματάριο της και άρχισε να γράφει. Η επαγγελματική προσέγγιση της προφανώς άρεσε στον Άντι.

    – Αυτές αυξάνουν σημαντικά το μέγεθος της επιφάνειας της — συνέχισε εκείνος. – Η εσωτερική μεμβράνη των μιτοχονδρίων επίσης έχει μια ουσιαστική διαφορά – οι ειδικές πρωτεΐνες δημιουργούν σε αυτήν αμέτρητες οπές, μέσα από τις οποίες — εδώ ο Άντι έδειξε με το δάχτυλο τη Τζέιν — αυτό είναι πιο κοντά στην αρμοδιότητα σου — περνάνε μικρά μόρια και ιόνια. «Μόρια και ιόνια» – σου αρέσει περισσότερα να το ακούς αυτό, παρά, για παράδειγμα, τη λέξη η  «N-ακετιλγλικοσαμηνοφοσφοτρανσφεράση»?

    – О!…, – η Τζέιν παραλίγο να πνίγει. – Πάντα μου έκανε εντύπωση αυτό — ΠΩΣ οι άνθρωποι καταφέρνουν να απομνημονεύσουν κάτι τέτοιο?

    – Ε, δεν είναι δύσκολο, δεν είναι… απλώς περνάς τη δομή μέσα στη μνήμη σου, και τις ονομάζεις — με τον ίδιο τρόπο διαβάζουμε τα ποιήματα απ` έξω, και σε αυτή την περίπτωση μπορείς να εκπλαγείς, – πως ο άνθρωπος εκφωνεί μερικές χιλιάδες αράδες και δεν μπερδεύεται.

    – Εκει υπάρχει νόημα, όμως!

    – Σωστά. Και εδώ υπάρχει. – απάντησε ο Άντι. – Όποιος καταλαβαίνει αυτό το νόημα, δεν δυσκολεύεται καθόλου. Αλλά ας προχωρήσουμε — κάνε λίγο υπομονή ακόμα. Στην εξωτερική μεμβράνη δεν υπάρχουν τέτοιες οπές, όμως! – ο Άντι ύψωσε τον δείκτη του, – στην εσωτερική της πλευρά, δηλαδή, σε αυτήν, που κοιτάζει το μάτριξ, υπάρχουν κάποια ειδικά μόρια, τα οποία εμείς ονομάζουμε οι ΑΤΡ-συνθετάσεις.

    Ο Άντι περίμενε, όσο η Τζέιν σημείωνε τον νέο όρο, προσέχοντας να το γράψει σωστά.

    – Αυτά τα μόρια, οι ΑΤΡ-συνθετάσεις μπορούν να περιγραφούν πρόχειρα ως αποτελούμενες από κεφαλάκι, ποδαράκι και βάση, σαν τα μανιτάρια ένα πράγμα. Και σε αυτά τα μανιτάρια, Τζέιν, συμβαίνει το πιο καταπληκτικό — εκεί γίνεται η σύνθεση του ΑΤΡ — αδενοσινοτριφοσφορικού οξύ. Και η σύνθεση της συμβαίνει, όταν μέσα τους περνάνε… ο Άντι έκανε μια παύση, – τυμπανοκρουσίες! – εκείνος σώπασε και πάλι πολυσήμαντα, και μετά ολοκλήρωσε επιτέλους— τα πρωτόνια. Μάλλον, τώρα μπήκες στα νερά σου, ε? Ήρθαν τα τόσο καλά γνωστά σε σένα στοιχειώδη σωματίδια.

    – Δεν μπορώ να το πιστέψω!, – Η Τζέιν όντως εξεπλάγηκε πάρα πολύ. – Δεν είχα ιδέα, ότι τα κυτταρικά οργανίδια έχουν άμεση συνεργασία με τα στοιχειώδη σωματίδια!

    – Και αυτό δεν είναι το μοναδικό παράδειγμα, όμως, τα μιτοχόνδρια — είναι τέτοια ζώα, τα οποία μας ενδιαφέρουν τρομερά, απίστευτα ενδιαφέρουν!

    – Ζώα?

    – Εν, όχι βέβαια, αυτό για μένα το λέω, από αγάπη. Βακτήρια.

    – Με ποια έννοια, βακτήρια; Τα μιτοχόνδρια — είναι τα όργανα του κυττάρου, οργανίδια, απλά κομμάτια του κυττάρου.

    – Βέβαια, απλά. – γέλασε ο Άντι. – Όλα είναι πάρα πολύ απλά, και παρά πολύ περίπλοκα. Κάποτε, πολύ καιρό πριν, τα μιτοχόνδρια ήταν απλώς αερόβια βακτήρια χωρίς πυρήνα. Υπήρξαν ανεξάρτητα, και παράλληλα υπήρξαν τα υπόλοιπα κύτταρα με πύρινα, δηλαδή, οι «ευκαρυωτικοί» οργανισμοί. Επίσης υπήρξαν ξεχωριστά και τα άλλα κύτταρα – οι πρόγονοι των χλωροπλαστών — τα φωτοσυνθετικά βακτήρια. Αρχίζοντας από κάποιο χρονικό σημείο, και οι δυο αυτοί τύποι των βακτηριών, δηλαδή οι πρόγονοι των μιτοχονδρίων και των χλωροπλαστών, ξεκίνησαν να ενώνονται με περισσότερα ανεπτυγμένα κύτταρα, που είχαν πυρήνα, έτσι θα μπορούσαν να επιβιώσουν πιο αποτελεσματικά όλα μαζί. Μπορούμε να πούμε, ότι υπέγραψαν τη συμφωνία φιλίας και συνεργασίας. Και από τότε ούτε τα μιτοχόνδρια, ούτε οι χλωροπλάστες δεν έχουν ικανότητα  να πολλαπλασιαστούν ανεξάρτητα εκτός κυττάρου, διότι κατά τη διαδικασία της εξέλιξης συνέβαινε η «μετακύληση» του ενός μέρους γενετικού υλικού από το γονιδίωμα των μιτοχονδρίων και των χλωροπλαστών στο πυρηνικό γονιδίωμα, μα τώρα πια δεν είχαν κιόλας καμία ανάγκη για ανεξάρτητη αναπαραγωγή – πλέον αυτή τη δουλειά ανέλαβαν τα κύτταρα με πυρήνα, ενώ τα μιτοχόνδρια, με τη σειρά τους, άρχισαν να εξασφαλίζουν για τα πυρηνικά κύτταρα αυτό, που έμαθαν να κάνουν καλύτερα από τους άλλους.

    – Κατάλαβα για την μετακύληση. Τι μετακύλησε και πού? – η Τζέιν αποφάσισε σταθερά να μη υποκρίνεται, ότι καταλαβαίνει κάτι, αν δεν το καταλαβαίνει. Στην περίπτωση, που εκείνη δεν είναι η κατάλληλη για τη δουλειά, και μάλλον, πιθανότατα έτσι είναι, τουλάχιστον, καλύτερα να φανεί τώρα, παρά αργότερα.

    – Τα γονίδια μετακύλησαν. Το γονίδιο — είναι ένα μέρος του DNA, αποτελούμενο από μια ακολουθία των νουκλεοτιδίων, και φέρνει μέσα του τις κληρονομικές πληροφορίες. Παλιά τα μιτοχόνδρια παρήγαγαν μόνα τους όλα τα αναγκαία για τη ζωή τους γονίδια, σαν κάποιου είδους ανεξάρτητη, κλειστή  οικονομία — τα κάνω όλα μόνος μου. Όμως, τέτοιου είδους οικονομία, κλεισμένη στον εαυτό της,  δεν έχει καμία προοπτική ανάπτυξης. Φαντάσου, ότι εμείς, εδώ στο λόφο, θα προσπαθήσουμε να φτιάξουμε ο, τι καταναλώνουμε — είναι απίθανο, και ο ανθρώπινος πολιτισμός αποχαιρέτησε γρήγορα τις οικονομίες του κλειστού τύπου, όταν άρχισε την ειδίκευση. Ο κόσμος, στο οποίο τα υποκείμενα, που τον δημιουργούν, ειδικεύονται, κανονίζοντας αργότερα την ανταλλαγή του προϊόντος τους, είναι πολύ πιο λειτουργικός και αποτελεσματικός, για αυτό οι κοινωνικές δομές τέτοιου είδους εκτόπισαν εύκολα τις υπόλοιπες, συντηρητικές, που είτε δεν ήθελαν να ειδικευτούν και να συνεργαστούν, είτε δεν μπορούσαν να το κάνουν λόγο επιθετικότητας ή ηλιθιότητας τους. Το ίδιο και εδώ: οι πυρήνες των ευκαρυωτικών, που στην ουσία ήταν πολύ ανεπτυγμένη «γενετική μονάδα παραγωγής» δεν δυσκολεύτηκαν καθόλου να ξεκινήσουν την μαζική κατασκευή των μιτοχονδρικών γονιδίων, ενώ τα μιτοχόνδρια, απελευθερωμένα πια από την κουραστική και αναποτελεσματική εργασία, αφιερώθηκαν εξ` ολοκλήρου σε αυτό, που ήξεραν να κάνουν καλύτερα απ` όλους — στην εξαγωγή της ενέργειας από το οξυγόνο. Σταδιακά το ποσοστό του οξυγόνου στην ατμόσφαιρα της νέας Γης μεγάλωσε, και τα μιτοχόνδρια, ως ειδικοί στην επεξεργασία του οξυγόνου, τα κατάφερναν χωρίς προβλήματα. Το ίδιο συνέβαινε και στην ένωση των φωτοσυνθετικών βακτηριών με άλλα πυρηνικά κύτταρα. Μπορούμε να τα δούμε ως δύο εμπορικές επιχειρήσεις, οι οποίες εξοπλίστηκαν με τις προηγμένες τεχνολογίες και, έχοντας αναπτύξει τις αμοιβαία επωφελείς σχέσεις με προμηθευτές, κατάφεραν να ξεπεράσουν με ασφάλεια την κρίση αύξησης της περιεκτικότητας του οξυγόνου.

    – Τώρα κατάλαβα, – η Τζέιν κούνησε το κεφάλι της.

    – Από την πρώτη ένωση πήρε την ανάπτυξη του ο κόσμος των ζώων, και από τη δεύτερη — των φυτών. Δεν ξέρουμε ακόμα, πως ακριβώς συνέβη η ένωση αυτών πυρηνικών κυττάρων με τα κύτταρα των βακτηριών, όμως, πιθανόν να το μάθουμε.

    – Για ποιο λόγο συνέβησαν μόνο δυο τέτοιες ενώσεις των κυττάρων, και όχι τρία, ή δέκα, ή εκατό? – σήκωσε τους ώμους της η Τζέιν.

    – Είχαν γίνει πολύ περισσότερες από δυο, βέβαια, αλλά… η φυσική επιλογή – είναι ένας παράγοντας, δεν αποδείχθηκαν όλες οι ενώσεις τόσο επιτυχημένες, ώστε να κερδίσουν μια τέτοια τεράστια θέση στον ήλιο, εκτός από αυτό, έχουμε πολύ δρόμο ακόμα μέχρι την ολοκλήρωση όλων των παρομοίων ενδοσυμβιωτικών διαδικασιών, πάρα πολλές βρίσκονται ακόμα στην διαδικασία ανάπτυξης, και το μέλλον θα δείξει — τι θα βγει από αυτό τελικά.

    – Ποιες ανολοκλήρωτες διαδικασίες, για παράδειγμα; — ενδιαφέρθηκε η Τζέιν.

    – Υπάρχουν πολλά παραδείγματα… ας πάρουμε ένα τέτοιο πλάσμα — η λατινική του ονομασία είναι Mixotricha paradoxa. Αυτό, όπως και εμεις, έχει την επιθυμία να κινείται, όμως, για να το κάνει,  βρήκε έναν αρκετά ασυνήθιστο τρόπο — χρησιμοποιεί ως «άλογα» του έως και ένα τέταρτο του εκατομμυρίου των βακτηριών Treponema spirochetes, οι οποίες δένονται ακριβώς όπως τα άλογα στην άμαξα — είναι στερεωμένες στην επιφάνεια του κυττάρου. Το πλάσμα αυτό έτσι και δεν κατάφερε να φιλιώσει με τα μιτοχόνδρια, όμως, βρήκε τον αντικαταστατή τους — τα σφαιρικά αερόβια βακτήρια. Το φαντάζεσαι — να ελέγχει ένα τέταρτο του εκατομμυρίου αλόγων? Πιθανόν, ακριβώς γι` αυτό η κατεύθυνση αυτή της ανάπτυξης μέσο μαζικότητας αποδείχθηκε λιγότερο αποτελεσματική, έτσι το Mixotricha paradoxa έμεινε πίσω στην εξέλιξή του. Υπάρχουν ακόμα τέτοιου είδους κύτταρα, τα οποία συντηρούν φύκια στον εσωτερικό τους. Παρεμπιπτόντως, και ο ίδιος κυτταρικός πυρήνας – είναι ένα περιπλοκότατο ον, και αυτό πιθανότατα επίσης είναι ένα δείγμα  ενδοσυμβίωσης!

    – Πράγματι, η αναλογία ανάμεσα στη ζωτική λειτουργία του κυττάρου και κοινωνικές διαδικασίες μου φαίνεται εντελώς ταιριαστή, — συμφώνησε η Τζέιν.

    – Ταιριαστή, και πάρα πολύ αποτελεσματική! Στους συνδυασμούς των επιστημών γενικώς εμφανίζονται πάρα πολύ συχνά  συναρπαστικά πράγματα, όταν οι νομοτέλειες, παρατηρημένες σε έναν τομέα, βρίσκουν τη θέση τους ως υποθέσεις σε έναν άλλο, μα ποιος θα μπορούσε να φανταστεί, ότι η εθνογραφία και μικροβιολογία έχουν τόσα πολλά κοινά?

    – Πιστεύεις, ότι πίσω από αυτό στέκεται κάτι πολύ μεγαλύτερο από μια εξωτερική ομοιότητα?

    – Είμαι σίγουρος, ότι έτσι είναι — επιβεβαίωσε ο Άντι.

    – Αυτό μου φαίνεται απίθανο — με αμφιβολία στη φωνή της είπε η Τζέιν. – Τελικά δεν μπορούμε στα σοβαρά να θεωρήσουμε ισάξιους τους ανθρώπους, με την ιδιοφυΐα τους, με την ελευθερία της βούλησης… τι να λέω πια, με τα οργανίδια — πρωτόγονα πλάσματα.

    – Δεν προσπαθεί κανένας να τα θεωρήσει ισάξια, – διαφώνησε ο Άντι, – όμως, αν αφήσεις στο γρήγορο ρεύμα ενός βουνίσιου ποταμού ένα κούτσουρο, που αποτελείται από σάπιο πολτό, και έναν πολύξερο καθηγητή, και οι δυο θα πλεύσουν με περίπου ίδιο τρόπο. Παρατηρώντας το κούτσουρο, μπορούμε με αρκετή ακρίβεια να προβλέψουμε την πορεία του καθηγητή. Το ίδιο και εδώ. Στις κοινωνικές διαδικασίες οι άνθρωποι συμπεριφέρονται σαν κούτσουρα — πλέουν, όπου τους τραβάει το ρεύμα. Αν στην κοινωνία συνηθίζεται να κυκλοφορείς έξω στους δρόμους με παντελόνια, τότε και ο καθηγητής, και ο καθαριστής θα περπατάνε ακριβώς φορώντας τα παντελόνια τους, έτσι, για να μιλήσεις περί της ελευθερίας της βούλησης, μπορείς να αφιερώσεις σε αυτή την έννοια μόνο ένα πάρα πολύ περιορισμένο κομμάτι της ανθρώπινης ζωής, και στα υπόλοιπα…

    – Στα υπόλοιπα — είμαστε όλοι κούτσουρα:), – το`πιασε η Τζέιν. – Κατάλαβα. Οι κοινωνικές νομοτέλειες μπορούν να είναι ίδιες και στην κοινωνία των οργανιδίων του κυττάρου, και στην κοινωνία των ανθρώπων, παρά το ότι οι πρώτοι είναι στην ουσία συγκριτικά πρωτόγονα πλάσματα, υποταγμένα στους νόμους της χημείας, ηλεκτρισμού και μαγνητισμού, ενώ οι άλλοι – πολύ ανεπτυγμένα πλάσματα, που καθοδηγούνται από ψυχολογία, οικονομία, πολιτική και λοιπές παρόμοιες προσθήκες.

    – Ναι, όλα σωστά, εκτός από ένα — από τη λέξη «πρωτόγονα». – ο Άντι τεντώθηκε με όλο το κορμί του, και η Τζέιν παρατήρησε ξαφνικά, ότι με τίποτα δεν μπορεί να προσδιορίσει την ηλικία του — εμείς συνηθίσαμε να λέμε «πρωτόγονο», ακολουθώντας τις συνηθισμένες θεωρίες, και με το ίδιο τρόπο, παρεμπιπτόντως, ξανά και ξανά αποδεικνύουμε, πόσο περιορισμένο είναι το πεδίο της εφαρμογής του όρου «ελευθερία της βούλησης». Για ποια ελευθερία μπορούμε να μιλήσουμε, όταν ο καθένας, ουσιαστικά, όλη τη ζωή του επαναλαμβάνει παπαγαλίστικα τα λεγόμενα των άλλων και κάνει, ό, τι  πρέπει να κάνει, σύμφωνα με τη θρησκεία, θεωρίες, κοινωνικούς περιορισμούς του? Αν αναζητήσουμε προσεκτικά τις εκδηλώσεις αυτής της «ελευθερίας της βούλησης», δεν θα βρούμε καμία. Δηλαδή, εσύ δεν θα τη βρεις, – διορθώθηκε εκείνος.

    – Ενώ εσύ?

    – Εγώ θα βρω. – Ο Άντι την κοίταξε με ένα απρόσμενα σκληρό βλέμμα. – Μα μόνο και μόνο επειδή με έμαθαν εκείνοι, που την αναζήτησαν και βρήκαν. Μας μαθαίνουν αυτά στην τέταρτη τάξη.

    – Συγγνώμη?

    – Για ποιο πράγμα?

    – Ε… εννοώ «δεν κατάλαβα», – χαμογέλασε η Τζέιν.

    Ο Άντι σώπασε για λίγο, έτριψε το μέτωπο του και το βλέμμα του έχασε την ασυνήθιστη σκληράδα, έγινε ξανά μαλακό και καλοσυνάτο. Μάλλον, όχι, δεν θα μπορούσε να πει, ότι εκείνη τη στιγμή εκείνος έδειχνε κακός — απλώς ένα τέτοιο σκληρό βλέμμα αντιλαμβάνεται ενστικτωδώς ως σημάδι αποξένωσης, άρα, ως σημάδι του κρυφού κινδύνου, αν και στη συγκεκριμένη περίπτωση η Τζέιν ένιωθε σιγουριά, πως δεν διατρέχει κανέναν κίνδυνο.

    – Θα μιλήσουμε για αυτό αργότερα κάποια στιγμή — κλώτσησε την ερώτηση της ο Άντι. – Όσο για το πρωτόγονο,- για ποια πρωτογονικότητα μπορούμε να πούμε, όταν λέμε, ότι τα  οργανίδια στις αλληλεπιδράσεις τους με τον κόσμο, που τους περιβάλλει, χρησιμοποιούν τη χημεία, που φτάνει σε τόσο στοιχειώδη συστατικά, όπως τα πρωτόνια και ηλεκτρόνια? Εσύ, ως φυσικός, καταλαβαίνεις πάρα πολύ καλά, ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η «πρωτογονικότητα» και «απλότητα» δεν είναι συνωνυμικές έννοιες, μα αντιθέτως — είναι αντωνυμικές. Η φυσική των κβάντα περιγράφει ακόμα και τις πιο απλούστατες αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στα στοιχειώδη σωματίδια με εξισώσεις, που καλύπτουν μια ολόκληρη σελίδα. Μπορούμε να χειριζόμαστε τους όρους «αρχή της απροσδιοριστίας», «η σταθερά του Πλανκ», «το ηλεκτρονικό νέφος», «ο  κυματοσωματιδιακός δυϊσμός της ύλης» και άλλους και να πετυχαίνουμε τα ακριβή αποτελέσματα και προβλέψεις, ωστόσο, κανείς από εμάς δεν είναι ικανός να το φανταστεί σε κάποια συγκεκριμένη μορφή. Γνωρίζουμε, ότι ο μικρόκοσμος υπακούει στους νόμους της πιθανότητας, και θυμόμαστε, τι έλεγαν οι μεγαλύτεροι φυσικοί για την ανέλπιστη αδυναμία τους να καταλάβουν με προαίσθηση αυτό, που συμβαίνει εκεί. Πώς μπορούμε μετά από αυτό να μιλήσουμε για την πρωτογονικότητα? Μιλάμε για την πολυπλοκότητα και δυσκολία της ψυχολογίας, υμνούμε διθυράμβους στο «εσωτερικό μας Σύμπαν», εντωμεταξύ με μια πιο προσεκτική ματιά διαπιστώνεται, ότι δεν υπάρχει καμία δυσκολία, ότι ο κάθε άνθρωπος είναι εντελώς προβλέψιμος λόγο του ότι δεν είναι παρά ένα κούτσουρο στο ρεύμα των γεγονότων, μιας και προγραμματίστηκε με χιλιάδες απαγορεύσεις, υποδείξεις, θεωρίες και τάσεις.

    – Δηλαδή, αρνείσαι, ότι ο οποιοσδήποτε άνθρωπος, – άρχισε να λέει η Τζέιν, όμως, ο Άντι τη διέκοψε.

    – Εγώ αρνούμαι γενικώς ο, τι αρχίζει με τις λέξεις «οποιοσδήποτε άνθρωπος», – είπε εκείνος, και το βλέμμα του απέκτησε και πάλι τη σκληράδα. – Ξέρω, ότι όλοι οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί, μα ξέρω επίσης, ότι αυτή η διαφορά είναι εντελώς υπολογίσιμη αξία. Βάλε στον υπολογιστή έστω μερικές δεκάδες παραγόντων, που ορίζουν τις θεωρίες και δεξιότητες του συγκεκριμένου ανθρώπου, και με την ικανοποιητική για σένα πιθανότητα θα λάβεις μια ακριβή πρόγνωση για το μέλλον του, όπως και την περιγραφή του παρελθόντος. Ναι, οι άνθρωποι αρέσκονται να νομίζουν, ότι είναι περίπλοκα πλάσματα, φορείς του «σύμπαντος», όμως, στην πραγματικότητα η ζωή τους είναι πολύ απλή και προβλέψιμη. Όχι, δεν αρνούμαι, ότι ο άνθρωπος μπορεί να γίνει φορέας; του σύμπαντος μέσα του. Πάνω από αυτό, ξέρω ακριβώς – πως θα το κάνω. Μα ποιος το κάνει στην πραγματικότητα; Ποιος σηκώνει το κεφάλι του πάνω από το κάκοσμο λάκκο της ηλιθιότητας, μηχανικών συνηθειών, αρνητικών συναισθημάτων, και φτάνει στον κόσμο των φωτισμένων αντιλήψεων, οι οποίες είναι και το μοναδικό πράγμα, που δίνει στον άνθρωπο εκείνη την μυστηριώδη πολυπλοκότητα, δημιουργούν ένα μυστήριο μέσα του και κάνουν το ίδιο ένα γρίφο? Ξέρεις εσύ τέτοιους ανθρώπους? Αυτή είναι μια ρητορική ερώτηση. Εσύ δεν ξέρεις τέτοιους ανθρώπους.

     

    Η πόρτα του γραφείου άνοιξε, και μέσα μπήκε μια κοπέλα περίπου είκοσι χρόνων.

    – η Μάρθα, – τη σύστησε ο Άντι.

    Η κοπέλα έκανε ένα νεύμα και έπεσε με φόρα στην διπλανή πολυθρόνα.

    – Το εργαστήριο μας δεν είναι και ιδιαίτερα ισχυρό, – χωρίς πολλά-πολλά ξεκίνησε εκείνη, απευθυνόμενη στην Τζέιν. – έτσι με το παράρτημα στο Ιλινόι έχουμε κάτι σαν τη συμφωνία ανταλλαγής — εμείς σας δίνουμε τις ιδέες και αποτελέσματα κάποιων πειραμάτων, τα οποία εσείς δεν μπορείτε να κάνετε για ορισμένους λόγους, και εσείς μας εξασφαλίζετε τα αποτελέσματα των πειραμάτων, που εμείς δεν μπορούμε να ολοκληρώσουμε λόγο ανεπάρκειας του εξοπλισμού μας. Για παράδειγμα, δεν μπορούμε να κατασκευάσουμε εδώ τον επιταχυντή, όπως καταλαβαίνετε, – χαμογέλασε εκείνη, – αν και έχουμε  δυο  μικρούς αντιδραστήρες.

    – Μα εγώ δεν καταλαβαίνω ακόμα…

    – Μην βιάζεσαι, – είπε ο Άντι καθησυχαστικά. – Τώρα ο επικεφαλής ιολόγος μας…

    Η πόρτα άνοιξε ξανά, και μέσα μπήκε ένας ψηλός μυώδης άντρας.

    – Και αυτός είναι. Μαξ, εξήγησε με δυο λόγια την ουσία του προβλήματος, στη λύση του οποίου θα λάβει μέρος αυτό το κουκλί από το παράρτημα μας στο Ιλινόι.

    Τα φρύδια της Τζέιν σύρθηκαν πάνω, όταν άκουσε τη λέξη «κουκλί», ωστόσο, η κοπέλα κρατήθηκε, κάνοντας, πως δεν την εκπλήσσει ένας τέτοιος χαρακτηρισμός. Γενικώς, αυτό ήταν περισσότερο ευχάριστο, παρά προσβλητικό, έτσι δεν υπήρξε λόγος να τσαντιστεί — στον τόνο του Άντι δεν υπήρξε υπεροψία, ούτε παραίνεση, την κοίταζε και συμπεριφερόταν, σαν να είναι όντως ένα κουκλί — συμπαθητικό ζωντανό κοριτσάκι, και αυτό της άρεσε κάπως. Το μόνο, που της φάνηκε λίγο παράξενο ήταν η κάπως αβάσιμη βεβαιότητα, με την οποία ο Άντι μιλούσε για την μελλοντική εργασία της σε αυτό το μέρος.

    Σε αντίθεση με τον Άντι ο Μαξ δεν έδειχνε τόσο φιλικός και πρόθυμος για συνεργασία. Φαινόταν, πως είναι μονίμως συγκεντρωμένος σε κάτι δικό του, μακρινό από αυτά, που συνέβαιναν εδώ.

    – Στο εργαστήριο μας…, – άρχισε ο Μαξ, όμως η Τζέιν τον διέκοψε.

    – Το εργαστήριο βρίσκεται σε κάποιο άλλο μέρος?

    – Γιατί σε άλλο? – απόρησε ο Άντι. – Εδώ.

    – Μα… πού συγκεκριμένα? Σε ένα τόσο μικρό κομματάκι της γης, στην κορυφή του λόφου…

    – Α, – γέλασε ο Άντι, – το εξετάζεις πολύ επιφανειακά το ζήτημα. Κυριολεκτικά «επιφανειακά». Δεν είμαστε «στην κορυφή του λόφου», όπως το λες, είμαστε στην κορυφή ενός βουνού με ύψος μισό χιλιόμετρο, δηλαδή κάτω από τα πόδια μας έχουμε τον βράχο. Τυπικά έχουμε μόνο την γη σε αυτούς τους μερικούς λόφους και  κοντινές περιοχές με έκταση περίπου δέκα στρέμματα, μα η ερώτηση είναι –   ενδιαφέρεται κανείς για αυτό, που συμβαίνει βαθιά κάτω από τα πόδια — στο βάθος αυτού του τεράστιου βράχου, πάνω στο οποίο στέκεται όλη αυτή η έκταση?

    – Α… και πόσο βαθιά έχετε…. χωθεί εκεί?

    – Βαθιά. Και  υπάρχει όσος χώρος θέλουμε, δεν στέκεται  κανένα εμπόδιο και είναι εύκολο να διατηρήσουμε το μέρος καθαρό. Άντε, Μαξ, πες τα στο κουκλί.

    Εκείνος έλεγε τη λέξη «κουκλί» με ολοφάνερη απόλαυση, και απ` ότι νόμιζε η Τζέιν, ειρωνευόταν λιγάκι την αμηχανία της.

    – Έχεις έρπη; – ξαφνικά ρώτησε ο Μαξ.

    – Καμιά φορά… έχω, βγαίνει στα χείλη μου, – επιβεβαίωσε η Τζέιν.

    – Και εγώ το έχω. Και αυτός, και αυτή, και πάρα πολλοί άλλοι.

    – Και…

    – Με τι το γιατρεύεις?

    – Με μια ειδική αλοιφή που πουλιέται, την βάζω…

    – Βοηθάει?

    – Ναι, αν τη βάλω μόλις πεταχτεί.

    – Και γιατί να μην το θεραπεύσεις τελείως?

    – Αυτό κάνετε τελικά; Τελείως δεν γίνεται. Απ` ότι ξέρω, ο έρπητας δεν γιατρεύεται τελείως — αν έχεις προσβληθεί, είναι για πάντα.

    – Ακριβώς, – επιβεβαίωσε ο Μαξ. – Αυτό είναι για πάντα. Αυτό είναι ανίατο.

    – Και εσείς προσπαθείτε να το διορθώσετε?

    – όχι. Εμείς προσπαθούμε να το κατανοήσουμε, και εκτός από αυτό, να το χρησιμοποιήσουμε σε κάτι άλλο. Τι λες, όταν οι πρώτοι ευκαρυωτικοί… δηλαδή, τα κύτταρα με πυρήνα, – διευκρίνισε ο Μαξ, παρατηρώντας την προειδοποιητική χειρονομία του Άντι, συνοδευομένη με χαμόγελο, που του έδινε να καταλάβει, ότι καλύτερα να αποφύγει τους ειδικούς όρους, – περιέλαβαν στον εαυτό τους τα μιτοχόνδρια…, – ο Μαξ σταμάτησε και πάλι και κοίταξε ερωτηματικά τον Άντι, όμως, εκείνος του κούνησε με παρακίνηση το χέρι του.

    – Όλα εντάξει, η Τζέιν γνωρίζει πλέον τον όρο «μιτοχόνδρια», της έχω πει δυο λόγια για το θέμα.

    – … τότε ήταν θεραπεύσιμο ή ανίατο για το κύτταρο; – συνέχισε ο Μαξ. – Μπορούσε τότε το κύτταρο να απορρίψει το μιτοχόνδριο και να αρχίσει να ζει χωρίς αυτό? Εγώ λέω «θεραπεύσιμο», και αμέσως αρχίζουμε να σκεφτόμαστε με τους όρους της αρρώστιας, κάτι ανεπιθύμητου για το κύτταρο. Αν πω, όμως, «συμβίωση», τα πάντα αλλάζουν, και αντιμετωπίζουμε πια διαφορετικά αυτό το γεγονός. Γιατί ονομάζουμε τον έρπη «αρρώστια»?

    – Μα πως…, – η Τζέιν δεν βρήκε, τι να απαντήσει, – μάλλον, επειδή είναι δυσάρεστο, όταν αυτός πετάγεται στα χείλη μας.

    – Ναι, δυσάρεστο, συμφωνώ.

    – Ακόμα, απ` όσα ξέρω, αν αφήσεις τον έρπη αθεράπευτο, όλο σου το στόμα θα πρηστεί πάρα πολύ, φρικτά! Ύστερα υπάρχει και ο έρπητας των γεννητικών οργάνων, πράγμα τελείως άσχημο, και μάλλον, θα έχει και τις παρενέργειες…

    – Όλα σωστά. Και οι δυσάρεστες αισθήσεις, και επιπλοκές συμβαίνουν. Και όμως, είναι όλα αυτά αρκετά, για να ονομάσουμε τον έρπητα αρρώστια και να αρχίσουμε τη θεραπεία για να τον ξεφορτωθούμε? Αφού τον περισσότερο καιρό αυτός υπάρχει εντελώς αόρατα στον οργανισμό μας, δεν εμποδίζει με κανέναν τρόπο και δεν ενοχλεί, όπως άλλοι εκπρόσωποι της μικροχλωρίδας. Τι πρέπει να κάνουμε, για να απαντήσουμε σε αυτή την ερώτηση, για παράδειγμα — είναι όντως κάτι ανεπιθύμητο, μια νόσος, δηλαδή, ή είναι το αρχικό στάδιο μιας νέας μορφής συμβίωσης — συμβίωσης του ιού και του ανθρώπου?

    – Συμβίωση του ιού και του ανθρώπου?? – η Τζέιν δεν συγκράτησε το σκεπτικό επιφώνημα.

    – Γιατί όχι? Γιατί δεν μπορούμε για εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια να ζήσουμε σε συμβίωση με τα βακτήρια, και δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε μια συμβίωση με τους ιούς? Βεβαίως, η λέξη «ιός» αυτόματα φέρνει την αναλογία με τον κίνδυνο, ωστόσο, μιλώντας ανοιχτά, και ο ίδιος άνθρωπος είναι ένας ιός στο σώμα του πλανήτη. Και είναι αξιοπερίεργο, ότι μόλις η ανθρωπότητα άρχισε να συμπεριφέρεται, σαν ένας ιός, ταυτόχρονα πολλαπλασιάστηκαν σαν μύγες  και οι αρρώστιες με την ιογενή φύση. Σε αυτό, πιθανόν, υπάρχει κάποια νομοτέλεια, όπως και στο ότι στη φύση τα πάντα είναι πολωμένα – κάποιοι ιοί επιλέγουν να πολεμούν  με τον άνθρωπο… και μέχρι τον δέκατο ένατο αιώνα το έκαναν αρκετά επιτυχημένα. Και μετά; Ο Παστέρ, ο Κοχ, ο Έρλιχ… εκατοντάδες και χιλιάδες λαμπροί επιστήμονες, πενικιλίνη, άλλα αντιβιοτικά, αλοιφές υδραργύρου και τα λοιπά και τα λοιπά – πώς έχουν τα πράγματα τώρα? Πού είναι η ισπανική γρυπή, που κάποτε έπαιρνε εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές? Πού είναι η σύφιλη,  η μάστιγα της ανθρωπότητας; Πού είναι δεκάδες αρρώστιες, οι ίδιες ονομασίες των οποίων εδώ και πολύ καιρό έπαψαν να μοιάζουν πραγματικές, ανήκουν πλέον περισσότερο στην ιστορία, παρά στην βακτηριολογία και ιατρική? Είναι όντως παράξενο, ότι κάποιοι ιοί μπορούσαν να επιλέξουν έναν εντελώς διαφορετικό δρόμο για τον εαυτό τους — τον δρόμο της αναλογίας με τον άνθρωπο, της ένωσης μαζί του, τακτικής, ας το πούμε, συνεργασίας, διότι ο ανθρώπινος οργανισμός δύσκολα θα δεχόταν έτσι απλά, «δωρεάν» ένα ξένο πλάσμα μέσα του — όχι λόγο της κακίας, αλλά μόνο και μόνο επειδή η  τέτοιου είδους σχετικότητα φέρνει αναπόφευκτα μαζί της κάποιες συγκρούσεις τοπικής σημασίας, σαν τις επώδυνες φουσκάλες στα χείλη, ενώ δίνει ακόμα και κάποιες επιπλοκές κατά καιρούς. Όχι,   σαν απάντηση ο οργανισμός μας απαιτεί ένα ουσιαστικό χτύπημα ανταπόκρισης. Και να ο έρπης. Κοίτα — ζει στον οργανισμό μας, και εμείς δεν τον παρατηρούμε. Δεν δίνουμε τώρα σημασία στις εξαιρέσεις σαν τις φουσκάλες μετά από υποθερμία στα χείλη μας, αυτά είναι ψηλά πράγματα, αναπόφευκτα με κάθε ένωση. Ύστερα — να το βγάλουμε από τον οργανισμό είναι αδύνατον, δεν γίνεται με τίποτα. Ο έρπης αντιστέκεται τόσο πολύ, ναι? Ίσως. Ενώ οι άλλοι ιοί και βακτηρία δεν αντιστέκονται, όταν τα διώχνουμε από το σώμα μας? Και αυτά αντιστέκονται, όμως, τα ξεπερνάμε με επιτυχία, ενώ τον έρπη – όχι. Ίσως, δεν είναι ο έρπητας, η όχι τόσο ο έρπης, όσο στην ουσία ο οργανισμός μας αντιστέκεται σε αυτό τόσο πολύ? Ξέρετε, ο οργανισμός μας, αν το θελήσει, μπορεί να ξεφορτωθεί και την πανώλη, και χολέρα. Οτιδήποτε  μπορεί, αν υποστηρίξουμε τις δυνάμεις της άμυνας του με αντιβιοτικά, βιταμίνες, σιγουριά για την ίαση με τις φωτισμένες αντιλήψεις. Ενώ από τον έρπη — με τίποτα. Περίεργο? Περίεργο. Αυτός ο λεγάμενος έρπης μας βοηθάει σε κάτι; Αν θα βρίσκαμε απάντηση σε αυτή την ερώτηση, αν είχαμε ξεκαθαρίσει πραγματικά, ότι υπάρχει κάποιο πραγματικό όφελος από τον έρπητα, τότε η υπόθεση της δημιουργίας της νέας ένωσης, ας πούμε της «νέας ιικής διαθήκης», θα λάμβανε μια σοβαρή βάση, και αργότερα — κάτι παραπάνω από αυτό…

    – Και βρέθηκε αυτό το όφελος? – ενδιαφέρθηκε η Τζέιν;

    – Ναι, αναμφισβήτητα. Βέβαια, θα χρειαστούν ακόμα χρόνια των κλινικών δοκιμών, παρατηρήσεων, στατιστικής εργασίας  και τα λοιπά, όμως, μιας και δεν είμαι πολιτικός και δεν έχω ορκιστεί, και εμείς δεν παράγουμε φάρμακα, αλλά μόνο μελετάμε, μπορώ να πω ορισμένα — ως επιστήμονας είμαι σίγουρος, ότι ο ιός του έρπητα μας προστατεύει από το AIDS. Και ίσως, όχι μόνο από αυτό.

    – Πράγματι, αυτό είναι καταπληκτικό! – η Τζέιν όντως ένιωθε έκπληκτη, μα περισσότερο απ` όλα την κατέπληξε το ότι μέσα της για πρώτη φορά ξύπνησε το ενδιαφέρον για την ιατρική. – Δηλαδή, θα μελετήσουμε τον ιό του έρπητα, πως αυτός επηρεάζει…

    – Όχι . – Ο Άντι σηκώθηκε και βημάτισε στο δωμάτιο, με τα χέρια του ενωμένα πίσω στην πλάτη. Φορούσε ένα κοντό σορτς, και η Τζέιν, περιμένοντας τη συνέχεια της φράσης του, λόγο απραξίας άρχισε να παρατηρεί τα γόνατα του. Πολύ γυμνασμένα, με όμορφη επιδερμίδα. Και στα χέρια του το δέρμα του δείχνει ελαστικό, και … πόσο χρόνων είναι, άραγε? Ξαφνικά εκείνη στο βάθος της κοιλιάς της ένιωσε ερωτική παλλόμενη ζέστη, που δυνάμωνε κάθε φορά, όταν το βλέμμα της άγγιζε και πάλι τα γόνατα του. Της φάνηκε, ότι άρχισε να κοκκινίζει, και με όλες τις δυνάμεις της προσπάθησε να αποσύρει την προσοχή της από αυτή την επικίνδυνη κατεύθυνση.

    – Εντελώς διαφορετικό. Αυτό ας το μελετήσουν οι ιατροί, μας ενδιαφέρει κάτι απολύτως, απολύτως διαφορετικό.

    Ο Άντι κάθισε στο χερούλι της πολυθρόνας και την κοίταξε.

    – Γνωρίζεις, πώς αναπτυσσόταν η ιστορία της θεραπείας των νόσων με βεβαιότητα και φωτισμένες αντιλήψεις?

    – Όχι , – σήκωσε τους ώμους της η Τζέιν. – Έχω ακούσει, ότι είναι μια από τις θεωρίες, και μάλλον την εφαρμόζουν σε κάποιες κλινικές, μα να είμαι ειλικρινής, δεν είμαι ενήμερη για αυτό, και η ίδια προτιμώ τα παλιά καλά χαπάκια:)

    – Όπως και η πλειοψηφία των ανθρώπων, – συμφώνησε ο Άντι. – Η ιστορία αυτή μετράει περίπου εκατό χρόνια. Εκατό χρόνια πριν — στην αρχή του εικοστού πρώτου αιώνα είχε δημοσιευθεί η θεωρία των αντιλήψεων, η οποία περνούσε των εξ αρχής διαχωρισμό ανάμεσα στις αντιλήψεις σκοτισμένες, μιλώντας μεταφορικά, και φωτισμένες αντιλήψεις (σύντομα «ΦΑ»). Στις σκοτισμένες ανήκουν όλοι τύποι των αρνητικών συναισθημάτων, διάφορων μορφών δόγματα, – από τις δεισιδαιμονίες έως θρησκείες, και επίσης προερχόμενες από την ακολουθία αυτών των δογμάτων επιθυμίες – εμείς τις ονομάζουμε «μηχανικές» του τύπου «χρειάζομαι το τάδε πράγμα» η «πρέπει να πράξουμε με αυτόν τον τρόπο», και κάθε λογής αρνητικές φυσικές συναισθήσεις, από δυσφορία μέχρι αρρώστιες και γήρανση. Στις φωτισμένες ανήκουν ουσιαστικά οι φωτισμένες αντιλήψεις, όπως η τρυφερότητα, αίσθηση ομορφιάς, προσμονή, αφοσίωση, ανοιχτοσύνη, και άλλα, επίσης η λογική σαφήνεια, βασισμένη στην πείρα και λογική, και οι επιθυμίες, συνοδευμένες με προσμονή και άλλες ΦΑ — ονομάζουμε τέτοιες επιθυμίες χαρούμενες. Στις φωτισμένες επίσης μπορούμε να καταλογίσουμε και όλους τους τύπους των ευχάριστων αισθήσεων. Την ίδια εποχή  θεσπίσθηκε η θεωρία, σύμφωνα με την οποία είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικά τα φάρμακα, που εμείς καταναλώνουμε, όταν συνοδεύονται με σκληρή βεβαιότητα για το ότι αυτά οπωσδήποτε θα δράσουν. Παραπάνω από αυτό — η θεωρία αυτή δήλωνε, ότι η αποκάλυψη του Μέτσνικοφ – η κυτταροφαγία  – είναι μόλις ένας από τους αμυντικούς μηχανισμούς, ο πιο φανερός, πιο επιφανειακός, ας πούμε. Εκτός από αυτόν, όμως, υπάρχουν και άλλοι αμυντικοί μηχανισμοί, οι οποίοι μπορούν με επιτυχία να ενεργοποιηθούν αποκλειστικά και μόνο με αυτή την σκληρή βεβαιότητα, ειδικά σε συνδυασμό με τις ΦΑ. Έχουν γραφτεί πάρα πολλά βιβλία για αυτό το θέμα από τότε, και έχουν γίνει πολλές μελέτες, νομίζω, με τον έναν ή άλλο τρόπο θα τα έχεις συναντήσει…

    Η Τζέιν έγνεψε.

    – … και πράγματι, ολόκληρη σειρά από κλινικές δουλεύουν αποτελεσματικά με αυτή τη μέθοδο, θεραπεύοντας τους ανθρώπους από τις φαινομενικά ανίατες ασθένειες. Οι πρώτες κλινικές τέτοιου είδους άρχισαν τη λειτουργία τους μόλις στη δεκαετία του τριάντα του εικοστού πρώτου αιώνα, μα, όπως καταλαβαίνεις, δεν μπορεί ο καθένας να γίνει δεκτός σε αυτές τις κλινικές. Η υπερβολικά δυνατή δυσπιστία στην δυνατότητα ίασης μόνο με τη δημιουργία της βεβαιότητας, υπερβολικά δυνατό πάθος για τα αρνητικά συναισθήματα, ασθένεια σε υπερβολικά προχωρημένο στάδιο, όταν ο άνθρωπος δυσκολεύεται να πιστέψει στη δυνατότητα της θεραπείας, υπερβολικά μεγάλη αντίσταση από την πλευρά της παλιάς — φαρμακολογικής και χειρουργικής ιατρικής, όπως και η ανάγκη να μάθει έστω των στοιχειώδη έλεγχο της βεβαιότητας — όλα τα αυτά αποτελούν εμπόδιο για την ευρύτερη εξάπλωση αυτής της μεθόδου. Όσο αστείο και να είναι – τούτη  η παράξενη ιδιότητα, συνδεδεμένη με αυτό, που ονομάστηκε «προδιάθεση» είχε παρατηρηθεί ακριβώς την εποχή της ραγδαίας ανάπτυξης της μικροβιολογίας. Υπάρχει μια γνωστή ιστορία, δεν τη θυμάμαι ακριβώς… ένας από τους μελετητές των μικροβίων στον δέκατο ένατο αιώνα δήλωνε, ότι η χολέρα έχει βακτηριολογική προέλευση. Τότε η οποιαδήποτε διατύπωση για το ότι η αιτία της αρρώστιας είναι τα μικρόβια, αντιμετωπιζόταν με σκληρή κριτική, και αυτή η ιδέα για την χολέρα επίσης θεωρήθηκε από πολλούς ειδικούς φανταστική.  Η ιστορία τελείωσε  με το ότι ένας  πάρα πολύ γνωστός καθηγητής,  μανιασμένος αντίπαλος της βακτηριολογικής προέλευσης της χολέρας ζήτησε από τον μεγάλο επιστήμονα ένα δοχείο με την πιο θανατηφόρα και μοχθηρή χολέρα. Όταν το πήρε στα χέρια του, ήπιε το περιεχόμενο του δοχείου μπροστά

    στα μάτια του συγκλονισμένου κοινού, και, χαϊδεύοντας την γενειάδα του, υποσχέθηκε να διαψεύσει με αυτόν τον τρόπο την χαζή θεωρία. Τη θεωρία εκείνος, φυσικά, δεν τη διέψευσε, όμως, δεν παρουσίασε κιόλας κανένα σημάδι της χολέρας, ούτε εκείνη τη στιγμή, ούτε αργότερα. Αυτό ήταν ανεξήγητο. Όμως, έτσι καταφέραμε  να παρατηρήσουμε, ότι ο τόσο αποφασιστικός καθηγητής είχε την τσιμεντένια βεβαιότητα για το ότι δεν θα αρρωστήσει…

    – Παρεμπιπτόντως, κάθεσαι ακριβώς στο ίδιο σημείο, όπου είχε κτιστεί το πρώτο εργαστήριο για την μελέτη της νέας ιατρικής, – είπε ο Άντι. – Ακριβώς εδώ,  σε αυτό το μέρος ξεκίνησαν όλα. Στην αρχή αγοράζαμε τον πιο απλό εξοπλισμό, που  μπορούσαμε, μετά φτιάξαμε τον πρώτο χώρο στο εσωτερικό του βράχου και τοποθετήσαμε εκεί κάτι με μεγαλύτερες διαστάσεις, προσκαλέσαμε τους ειδικούς, και μετά… μετά οι εργασίες της διεύρυνσης του εσωτερικού χώρου δεν σταματούσαν πια – φαντάσου — πόσος χώρος χρειάζεται, για να τοποθετηθεί έστω ένα  ηλεκτρονικό μικροσκόπιο!

    – Κάπου είχα διαβάσει αυτή την ιστορία για το εργαστήριο μέσα στο βουνό, μα νόμιζα, ότι δεν είναι σοβαρό, οι συνηθισμένες φαντασίες! – η Τζέιν στ` αλήθεια ένιωθε έκπληξη.

    – όχι, δεν είναι φαντασίες, τα πάντα έγιναν εδώ, και  όχι μόνο έγιναν –  συνεχίζουν να γίνονται.

    – Νομίζω, ότι οι δαπάνες για την αφαίρεση  του βράχου είναι υπερβολικά μεγάλες…

    – όχι  όσο φαίνονται, – διαφώνησε ο Μαξ.

    – Εμείς δεν ροκανίζουμε τόσο, όσο κάνουμε χημείας:) – γέλασε η Μάρθα.

    – Ναι, στην αρχή μαλακώνουμε το πέτρωμα με χημικές ουσίες, και μετά δεν είναι καθόλου δύσκολο να το αφαιρέσουμε, – εξήγησε ο Άντι. – Όμως, έχουμε την εκατό της εκατό προστασία από τα περίεργα μάτια, από τους φυσικούς παράγοντες και διάφορης προέλευσης φασαρία και μόλυνση. Είμαστε άνετα εδώ, τα Ιμαλάια είναι δίπλα, νομίζεις, ότι οι χιονισμένες κορυφές κρέμονται ακριβός από πάνω σου – είναι και απίστευτα όμορφο, και ανά πάσα στιγμή μπορούμε να φύγουμε για τρεκ στα βουνά. Βέβαια, δεν μπορούμε να οργανώσουμε εδώ κάτι με μεγάλη έκταση, μα έχουμε και ένα νησί στην Ινδονησία και βάση στο Ιλινόι και όχι μόνο.

    – Τι γίνεται τελικά με τον έρπητα?

    – Με τον έρπητα, – ο Μαξ έβαλε τα χέρια πίσω από τη πλάτη και άρχισε να περπατάει στο δωμάτιο. – Θυμάσαι, με τι τελείωσε η ένωση των ευκαρυωτικών με τα μιτοχόνδρια? Τα μιτοχόνδρια άρχισαν να αποθηκεύουν και να δίνουν ενέργεια, πάρα πολλή ενέργεια, και τελικά — εμφανίστηκαν διάφορα ζώα, που μπορούν να κινούνται, να πηδάνε, να πετάνε, να δαγκώνουν, να μασάνε, να πηδιούνται και να τρέχουν. Και με τι τελείωσε η ένωση των ευκαρυωτικών με τα φωτοσυνθετικά βακτήρια? Εμφανίστηκαν οι χλωροπλάστες, δημιουργήθηκε  δυνατότητα να λαμβάνουν μεγάλες ποσότητες ενέργειας κατευθείαν από το ηλιακό φως. Έτσι αναπτύχθηκαν τα φυτά. Και όσο περισσότερα δούλευαν οι χλωροπλάστες, τόσο μεγαλύτερο ήταν το μέτωπο των εργασιών για τα μιτοχόνδρια, που χρησιμοποιούσαν αυτό τον οξυγόνο, και αυτό με τη σειρά του έδινε τροφή με τη μορφή του CO2 για τα φυτά και τα λοιπά. Ο κύκλος έκλεισε, και υποστηριζόμενοι μεταξύ τους τα ζώα και φυτά σταδιακά εκτόπισαν τους άλλους κάτοικους της γης, που συνήθιζαν να ζουν με χαμηλό ποσοστό του οξυγόνου, μαζί με τους δεινόσαυρους… αν και δεν είμαι τόσο σίγουρος για τους δεινόσαυρους, δεν τους είχα δει:) Αν τώρα, όμως, ο άνθρωπος, αντιμέτωπος με έναν νέο κίνδυνο, ενωθεί με διάφορους ιούς…

    – Διάφορους? – τον διέκοψε η Τζέιν. – Άρα, δεν μιλάμε μόνο για τον έρπη?

    – όχι, όχι μόνο. – ο Μαξ έτριψε την μύτη του και σκέφτηκε για λίγα δευτερόλεπτα. – Μέχρι τώρα γίνονται συζητήσεις για το αν πρέπει να θεωρήσουν αρρώστια την μυκοπλάσμωση, την μόλυνση με τα ουρεαπλάσματα και άλλα παρόμοια φαινόμενα. Αφού πάρα πολλοί άνθρωποι έχουν και μυκοπλάσματα και ουρεαπλάσματα συνέχεια, και όταν το ποσοστό της παρουσίας τους δεν υπερβαίνει  τις μια-δυο μονάδες, τότε δεν υπάρχει καμία δυσάρεστη ή ανεπιθύμητη συνέπεια. Απλώς ζουν μέσα μας και αυτό ήταν. Όμως, αν ο άνθρωπος βιώνει τα δυνατά αρνητικά συναισθήματα, αν καταπιέζει τις χαρούμενες επιθυμίες τους, σκοτώνει το σώμα του με μηχανικές επιθυμίες και διάφορα άλλα σκουπίδια, αν η άμυνα του αποδυναμώνεται, τότε το ποσοστό αρχίζει να αυξάνεται απότομα, και όταν φτάνει στις τέσσερις μονάδες — τέλος, αναπτύσσεται η ασθένεια.

    – Αυτό μπορούμε να το πούμε για πολλά πράγματα, – άνοιξε τα χέρια της η Τζέιν. – για παράδειγμα, αν αυξήσουμε το ποσοστό του σακχάρου στο αίμα, επίσης θα εμφανιστεί η ασθένεια, η αν τα ερυθρά αιμοσφαίρια είναι υπερβολικά πολλά, θα αυξηθεί η πιθανότητα θρομβώσεων, – απ` όσο ξέρω, σε αυτόν τον κίνδυνο βρίσκονται οι μόνιμοι κάτοικοι των οικισμών στο υψόμετρο, στο αίμα των οποίων υπάρχει αυξημένη πυκνότητα των ερυθρών αιμοσφαιρίων για καλύτερη παροχή του οξυγόνου στον οργανισμό. Αυτό δεν σημαίνει, ότι το σάκχαρο στο αίμα είναι δηλητήριο, ή ότι τα ερυθρά αιμοσφαίρια είναι επικίνδυνα.

    – Απολύτως σωστά, – έγνεψε ο Μαξ. – Επικίνδυνη είναι η ανισορροπία, και εδώ συναντάμε, όπως έλεγα και πριν, το ότι ένα λεπτομερής σχήμα του κύτταρου θα κάλυπτε ολόκληρο τον λόφο, τι να πούμε πια για δισεκατομμύρια κυττάρων, για τις αλληλεπιδράσεις τους!

    – Κάποιος πανίσχυρος υπολογιστής…, – ξεκίνησε η Τζέιν.

    – Ποτέ, κανείς, με κανένα τρόπο και σε κανέναν υπολογιστή δεν θα μπορέσει να υπολογίσει τίποτα για αυτό, πόσο μάλλον να το εκτελέσει. Αφού πρέπει πρώτα να λάβεις χιλιάδες δεδομένα από κάθε κύτταρο, από κάθε όργανο, και… – εκείνος κούνησε το χέρι του, – δεν μπορείς να επαναφέρεις την ισορροπία στον οργανισμό με τεχνητό τρόπο, είναι εξ` αρχής αδύνατον.

    – Και με τα συνηθισμένα φάρμακα?

    – Τα συνηθισμένα φάρμακα, – επενέβη ο Άντι, – δεν είναι ικανά επαναφέρουν την ισορροπία. Αν ο οργανισμός βρίσκεται πια στο στάδιο της ακραίας διάλυσης ή ανισορροπίας, τα φάρμακα μπορούν να καταφέρουν μόνο κάτι σαν το διορθωτικό χτύπημα, και, μειώνοντας ουσιαστικά τον βαθμό της ανισορροπίας, οι γιατροί με αυτόν τον τρόπο δίνουν στον οργανισμό μας ένα διάλειμμα και δυνατότητα να πάρει τη σκυτάλη και να φέρει τα πράγματα στο κανονικό.

    – Τα μιτοχόνδρια και τώρα έχουν το δικό τους DΝΑ, – με ενδιαφέρον μπήκε στη συζήτηση η Μάρθα, η οποία προσπαθούσε συνέχεια να προσθέσει κάτι και από τον εαυτό της. – Τώρα  δεν είναι ικανά για ανεξάρτητη αναπαραγωγή – τα μιτοχόνδρια παρέδωσαν αυτή τη δουλειά στον πυρήνα του κυττάρου και ασχολούνται με κάτι άλλο — δουλεύουν μόνο με το ΑΤΡ, όντας στην ουσία  ενεργειακοί σταθμοί  του κυττάρου. Όμως, μια τόσο στενή ειδίκευση τους επιτρέπει να δουλέψουν με μέγιστη αποτελεσματικότητα. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ιούς – τα μέρη του DΝΑ  τους εισέρχονται στο DΝΑ  των κυττάρων, έτσι ο πυρήνας του κυττάρου αρχίζει να παράγει τους ίδιους αυτούς ιούς. Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό οδηγεί στον θάνατο του κύτταρου – οι ιοί τέτοιου είδους δεν είναι φίλοι μας, όμως, στην περίπτωση του έρπη είναι μια φυσική διαδικασία της ειδίκευσης.

    – Και το ερώτημα είναι, – είπε ο Άντι και κοίταξε την Τζέιν με κάπως μυστηριώδη ύφος, – τι θα γίνει, όταν η ένωση του ανθρώπου με τον έρπη θα ολοκληρωθεί? Πώς θα αλλάξει αυτός ο άνθρωπος; Τι, αν οι αλλαγές, που θα συμβούν, θα είναι εξίσου σημαντικές, όπως και εκείνες, που συνέβησαν στην διαδικασία της εμφάνισης των ζωών και των φυτών; Και αν όχι — σε τι θα προετοιμάσουν τον άνθρωπο, για ποιες μελλοντικές αλλαγές; Ποιες συμβιώσεις του μέλλοντος μας περιμένουν?

    – Θα βγάλουμε φτερά, δηλαδή? – γέλασε η Τζέιν.

    – όχι, τα φτερά — είναι ένα είδος μέσου για μετακίνηση, και δεν τα χρειαζόμαστε, αν κρίνουμε από το ότι μέχρι σήμερα δεν τα έχουμε. Ενώ τα ποίκιλα φαινόμενα φυσικής μεταμόρφωσης, που συμβαίνουν σε εκείνους, που αρχίζουν να ασχολούνται επαγγελματικά με τις φωτισμένες αντιλήψεις, και επίσης με την ενσωμάτωση των αντιλήψεων από τις μουσούδες της Γης… Γενικώς, οι αλλαγές θα φέρουν έναν εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα — εξίσου ασυνήθιστο, όπως ασυνήθιστο θα ήταν, για παράδειγμα, να δεις ένα πεύκο, που τρέχει.

    – Δεν μπορώ να φανταστώ καν — σε ποια κατεύθυνση μπορούμε να σκεφτούμε εδώ.

    – Και εμείς:), – απάντησε ζωηρά ο Άντι, κοιτάζοντας τη κατευθείαν στα μάτια, και όσο τον κοίταζε πίσω, η Τζέιν ξαφνικά αντιλήφθηκε, ότι είναι σίγουρη, πως της λέει ψέματα.

     

    Το επόμενο πρωί η γνωριμία της Τζέιν με τον οικισμό-εργαστήριο συνεχίστηκε. Το πρωινό –  γλυκό λάσσι και μυζήθρα με μέλι – της φάνηκε πάρα πολύ νόστιμο.

    – Καταλαβαίνεις, – με κάποια αμφιβολία κοιτάζοντας στα μάτια την Τζέιν, έλεγε η Σίτα, – όταν προχωράμε στον κόσμο της γενετικής και των διαδικασιών της εξέλιξης, πρέπει να κάνουμε αυτό, που έκανε και ο Κοπέρνικος, ο οποίος παραδέχτηκε, πως η Γη — δεν είναι το κέντρο του κόσμου. Πρέπει να σταματήσουμε να θεωρούμε δεδομένο, ότι ο άνθρωπος είναι το κέντρο και το νόημα όλης της πλάσης. Ειδικά, αν εννοούμε έναν τέτοιο άνθρωπο, που στέκεται στο τρέχον σκαλί της εξελικτικής σκάλας. Για τις διαδικασίες της εξέλιξης είναι αδιάφορο — πόσο υψηλή ιδέα έχουμε για τον εαυτό μας. Αν φανταστούμε τη διάρκεια  της ύπαρξης της Γης σαν έναν χρόνο, τότε ολόκληρη η ζωή όλων των γνωστών σε μας πολιτισμών θα πάρει μόνο τα τελευταία δυο λεπτά — δεν είναι πάρα πολύ, για να είσαι ακλόνητα σίγουρος, ότι ο άνθρωπος — είναι κάτι πολύ σημαντικό και μακροχρόνιο;

    Η Σίτα είναι ένα νεπαλέζικο κορίτσι. Μόλις δυο χρόνων ήρθε στο σχολείο, που άνοιξαν οι επιστήμονες από το εργαστήριο στο γειτονικό χωριό. Συνηθισμένη, με μυξιάρικη μύτη, ατίθασα μαλλιά και μεγάλα ματάκια — απλώς ερχόταν και καθόταν μια εδώ, μια εκεί, παρατηρώντας και ακούγοντας. Σταδιακά μάθαινε ένα πράγμα μετά το άλλο – ένα γράμμα από την αγγλική αλφάβητο, ιαπωνικό ιερογλυφικό, την φόρμουλα του οξυγόνου, μια εικόνα, άλλη μια, φωτογραφία του ατόμου, του μορίου, του ατμοκινητήρα… μέχρι τα οκτώ της είχε ιδέα για τον κόσμο στο επίπεδο του μεσαίου φοιτητή, ειδικά την τραβούσε η πυρηνική φυσική, γενετική και μοριακή βιολογία. Επίσης της άρεσε η γεωγραφία και φυσιολογία. Έτσι την παρέσυραν οι επιστήμες, έμεινε εδώ, μελετώντας τις γλώσσες, ετοιμάζοντας συναρπαστικά βιβλία για παιδιά και περνώντας ώρες  μαζί με αυτά, αφιερώνοντας τον βασικό της χρόνο στα ιατρικά πειράματα, στην ανάγνωση των βιβλίων, βοηθώντας τους άλλους επιστήμονες στη δουλειά τους, μαθαίνοντας παράλληλα πολλά νέα πράγματα από τους δικούς τους τομείς.

    Χτες, μετά από μερικές ώρες μαζί με την Τζέιν, ο Άντι πήρε την προκαταρκτική θετική απόφαση για εκείνη. Ο Ντικ στάλθηκε πίσω, και η Τζέιν έμεινε εδώ — για εκπαίδευση. Τη νύχτα ο λόφος κυριολεκτικά πνίγηκε στην τροπική βροχή. Οι αστραπές τύφλωναν τον τόπο, σε ένα δευτερόλεπτο μαζεύονταν πέντε-έξι — κάτι εντελώς απίστευτο. Μερικές φορές οι αστραπές έμοιαζαν να χτυπάνε κατευθείαν στο σπιτάκι της με τρομακτική φασαρία, αναγκάζοντας την να αναπηδήσει πάνω στο κρεβάτι και με ντροπή να παρατηρήσει κάποιον φόβο. Στέκοντας δίπλα στο παράθυρο, εκείνη ένιωθε θαυμασμό για πανίσχυρο στοιχείο, που βασίλευε παντού. Το πρωί πια γύρω -γύρω επικράτησε απόλυτη γαληνή. Τρυφερός ήλιος. Ζωντανή ζούγκλα. Οι αετοί πετάνε πάνω από το κεφάλι — καφέ, λευκοί. Οι παπαγάλοι, λες και κάνουν βουτιές, πετάνε από δέντρο σε δέντρο. Τα κολιμπρί αιωρούνται μπροστά στα κατακόκκινα λουλούδια του ροδόδεντρου, καρφώνοντας σε αυτά τις μυτούλες τους, πίνουν το νέκταρ, και πετάνε στο επόμενο λουλούδι.

    Περπατώντας ξυπόλυτη παράμερα, πολύ κοντά στον τοίχο, πάνω στο βρεγμένο γρασίδι, εκείνη παρατήρησε μια βδέλλα, και αυτό ήταν κάπως δυσάρεστο. Το μικρό νεπαλέζικο κοριτσάκι, που έβαλε στην βδέλλα αλάτι (και ύστερα από αυτό η βδέλλα αποκολλήθηκε αμέσως), της εξήγησε, ότι δεν υπάρχει λόγος να τις φοβάται — έχουν στο στομάχι τους μόνο ένα είδος βακτηριών, και αυτό, όταν βρίσκεται στον οργανισμό των ανθρώπων, έχει μια παράξενη θεραπευτική επίδραση, καταστρέφοντας είτε δεκάδες, είτε εκατοντάδες είδη των πιθανών παθογόνων βακτηρίων.

    Μετά για μισή μέρα η Τζέιν μελετούσε τα μηχανήματα. Γενικώς τα πάντα της ήταν γνωστά, εκτός από τα αντικείμενα της εφαρμογής — εδώ υπήρξε κάποια ιδιομορφία και χρειαζόταν προσοχή. Της διέφευγε ακόμα και συγκεκριμένα το αντικείμενο της μελέτης αυτού του εργαστηρίου, και αυτό, που την ανησυχούσε πιο πολύ απ` όλα – συγκεκριμένα  αυτή τι πρέπει να μάθει και να κάνει εδώ.

    Την ώρα του μεσημεριανού εκείνη έπεσε πάνω στη Σίτα, και έπιασαν κουβέντα. Την Τζέιν ενδιέφερε περισσότερο απ` όλα να μάθει – τι είδους έρευνα γίνεται σε αυτό το μέρος τελικά, και άθελά της περίμενε πια ή την ανοιχτή απροθυμία να μιλήσουν για αυτό το θέμα, ή μια κρυφή αντίσταση, όμως, η Σίτα κάθε άλλο παρά απρόθυμη ήταν και μίλησε ευχαρίστως για πολλά και διάφορα θέματα.

    – Μελετάμε εδώ πολλά, πάρα πολλά πράγματα — έλεγε εκείνη με ενθουσιασμό. – Αφού αυτό το εργαστήριο, ουσιαστικά, είναι ο πιονέρος στην έρευνα των συναρπαστικών ερωτημάτων, και πολλά από τα έργα, που ξεκίνησαν εδώ, βασικά δεν έχουν σταματήσει καθόλου, προχωράνε όλο και πιο πέρα. Εγώ, για παράδειγμα, ενδιαφέρομαι πάρα πολύ γι` αυτά, που κάνουν οι γεωλόγοι μας.

    – Γεωλόγοι?? – η Τζέιν εξεπλάγηκε ειλικρινά.

    – Ναι, το φαντάζεσαι:) – η Σίτα προφανώς ευχαριστήθηκε με ένα τέτοιο ενδιαφέρον.

    – Μα τι σχέση έχει η γεωλογία με την ιατρική?

    – Α…, εδώ είναι και το πιο καταπληκτικό. Καλύτερα να μην στα πω εγώ, μα ο Σουτζάν…

    – Αυτό είναι ινδικό όνομα.

    – όχι, είναι Νεπαλέζος. Έχουμε  πολλούς Νεπαλέζους και θιβετιανούς — όλοι άρχισαν την εκπαίδευση σε ηλικία δυο-πέντε ετών, και μετά, όταν μαθεύτηκαν να ενδιαφέροντα και τα ταλέντα τους, έμειναν εδώ να ζήσουν και να δουλέψουν. Έχουμε δικά μας τμήματα σε πολλά θιβετιανά μοναστήρια, τα πιτσιρίκια-μοναχοί λατρεύουν να μαθαίνουν πράγματα! Κάποτε στα μαθήματα τους ή μετά από αυτά τα παιδιά  βαριόντουσαν, ή ασχολούνταν με τα οικιακά, ενώ τώρα πάρα πολλοί σπουδάζουν, έχουμε μεταφράσει στα θιβετιανά τα βιβλία ειδικά για αυτούς, αλλά μαθαίνουν και τα αγγλικά επίσης.

    – Το νοικοκυριό μαράθηκε, μήπως? – χαμογέλασε η Τζέιν.

    – όχι, δεν μαράθηκε. Απλώς εκεί, όπου αυτή έχαναν ολόκληρη μέρα, τώρα χάνουν ένα λεπτό — εμείς χρησιμοποιούμε τις τεχνολογίες, είναι άνετο και ωφέλιμο.

    – Είναι ασυνήθιστο να ακούω τα νεπαλέζικα ονόματα, όταν μιλάμε για την επιστήμη. – Παραδέχτηκε η Τζέιν. – Βασικά εγώ φανταζόμουν τους Νεπαλέζους εντελώς αγράμματους, εντάξει, βόσκουν τα πρόβατα τους, προσεύχονται στον Βούδα…

    – Έτσι και ήταν, μέχρι τη στιγμή, όταν αυτό το συγκεκριμένο εργαστήριο άρχισε τη δουλεία του εδώ, στο Νεπάλ. Στην αρχή… να, ο Λομψάνγκ!

    Η Σίτα κούνησε το χέρι της σε ένα αγοράκι, που περνούσε στην διπλανή γαλαρία, και εκείνος έτρεξε κοντά τους.

    – Λομψάνγκ, αυτή είναι η Τζέιν, πολύ έξυπνο κοριτσάκι, ενδιαφέρεται για όλα.

    – Ο, όχι, δυστυχώς όχι για όλα:), – χαμογέλασε η Τζέιν. – Νομίζω όμως, ότι αν θα μείνω εδώ για μια εβδομάδα ακόμα, σίγουρα θα με ενδιαφέρουν τα πάντα.

    – Μείνε!

    – Αυτό δεν εξαρτάται από εμένα, – κατάπληκτη και η ίδια με την λύπηση της, απάντησε η Τζέιν. Πράγματι, ήδη αισθανόταν μια ελαφριά θλίψη λόγο του ότι αργά η γρήγορα θα αναγκαστεί να επιστρέψει στο Ιλινόι. – Μόλις με έχουν δελεάσει να μετακομίσω από τη Γερμανία στην Αμερική …

    – Αυτό δεν είναι τίποτα, – επενέβη ο Λομψάνγκ. – Αν μας κάνεις, θα σε δελεάσουμε και εμείς να φύγεις από αυτούς.

    Την ίδια στιγμή η Τζέιν συνειδητοποίησε, ότι είναι εντελώς ικανή να πάρει αυτή την ιδέα στα σοβαρά, παρόλο που αν κάποιος θα της έλεγε εχτές ακόμα, ότι θα θελήσει να ανταλλάξει την δουλειά της σε μια μεγάλη εταιρία με αρκετό κύρος και καθόλου άσχημο μισθό με εργασία στα απομακρυσμένα βουνά, ανάμεσα στους κτηνοτρόφους, καθισμένη, σαν μπούφος σε ένα κομμάτι του βράχου… δεν θα είχε γελάσει καν.

    – Πες της, με ποιο τρόπο σχετίζεται η γεωλογία με την ιατρική, Λο, – ζήτησε η Σίτα. – Σε γενικές γραμμές μπορώ και εγώ, αλλά εσύ θα το κάνεις καλύτερα.

    – όχι. Δεν θα το κάνω καλύτερα, επειδή για να το κάνεις καλύτερα, πρέπει να περάσεις έστω το ποιο γενικό σεμινάριο της γεοθεραπείας, και όχι μόνο το θεωρητικό, αλλά και πρακτικό.

    – Το θέλω! – η Τζέιν πράγματι το ήθελε πια. Και αυτό ήταν πάρα πολύ ωραίο — η επιθυμία να μάθει κάτι καινούριο.

    – Εμείς εδώ — στην μετωπική γραμμή μερικών κατευθύνσεων της επιστήμης ταυτόχρονα, οι οποίες αν και σχετίζονται με την ιατρική, δεν ολοκληρώνονται με αυτήν. – Συνέχισε ο Λομψάνγκ. Εντάξει, – εκείνος κοίταξε το ρολόι του, – έχω δυο λεπτά, κοίτα — τα πράγματα έχουν ως εξής. Σε μεγαλύτερο βαθμό η δομή της Γης μας είναι άγνωστη. Υπάρχουν κάποιες κοινώς αποδεκτές θεωρίες, μα είναι πάρα και πάρα πολύ πρόχειρες και με πολλές ελλείψεις. Ο φλοιός της Γης —  είναι ένα σκληρό περίβλημα, έχει πάχος περίπου εβδομήντα-ογδόντα χιλιόμετρων στο βάθος των ηπείρων, και είκοσι με τριάντα χιλιόμετρα — κάτω από τον ωκεανό. Αυτό είναι περίπου ένα τοις εκατό από την ακτίνα της Γης. Ο φλοιός αυτός — είναι σαν τον ξεραμένο αφρό, που επιπλέει στην επιφάνεια του μανδύα. Πάνω σε αυτόν τον αφρό βρίσκεται ο, τι βλέπει το μάτι μας — τα βουνά, οι ωκεανοί, όλα τα υπόλοιπα. Κάτω από τον φλοιό βρίσκεται ο μανδύας. Ακόμα βαθύτερα — ο πυρήνας. Το ενδιαφέρον είναι, ότι συγκεκριμένα στο κέντρο της Γης θα μπορούσε να υπάρξει η πλήρη απουσία βαρύτητας, αν η Γη θα ήταν η τέλεια σφαίρα, την ώρα που η πίεση σε αυτό το σημείο φτάνει στα πεντέμισι εκατομμύρια ατμόσφαιρες. Μας είναι άγνωστο – πως συμπεριφέρεται η ύλη υπό μια τέτοια πίεση,. Για σύντομα δευτερόλεπτα στις εργαστηριακές συνθήκες οι άνθρωποι μπορούν να προκαλούν εκρήξεις, που παράγουν τέτοια φαινόμενα, μα δεν είναι δυνατόν ακόμα να μελετήσουμε τα χαρακτηριστικά αυτής της ύλης. Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι μόνο στον πυρήνα. Ανάμεσα στον φλοιό και τον μανδύα βρίσκεται το μάγμα. Η θερμοκρασία του μανδύα στα σύνορα με τον φλοιό — είναι χιλιάδες βαθμοί, η ακόμα και περισσότερα, έτσι στις περιοχές, που ονομάζονται «ζώνες καταβύθισης», όπου η μια τεκτονική πλάκα ανεβαίνει πάνω στην άλλη και την πιέζει κάτω από τον εαυτό της, αυτό το καταπιεσμένο κομμάτι βυθίζεται και αρχίζει να λιώνει, δημιουργώντας το μάγμα. Πλούσιο με αέρια, πυρωμένο ελαφρύ (σε σύγκριση με τον μανδύα) μάγμα ανεβαίνει ορμητικά προς τα πάνω, δημιουργώντας την ηφαιστειακή δραστηριότητα. Δεν θα τα αναλύσω με περισσότερες λεπτομέρειες τώρα, μα με ποιον τρόπο όλα τα αυτά σχετίζονται με την ιατρική — έχει τρρρρομερό ενδιαφέρον!

    Ο Λομψάνγκ παραλίγο να αναπηδήσει στη θέση του. Η Τζέιν για άλλη μια φορά είχε εντυπωσιασθεί με το ότι όλοι οι άνθρωποι εδώ είναι σαν ηλεκτρισμένοι, λες και η ενέργεια τους πιέζει από μέσα.

    – Κρίμα, ότι δεν είμαι ο γεωγιατρός, αργότερα, όμως, θα το μελετήσω και αυτό. – Συνέχισε ο Λομψάνγκ. – Εν συντομία όλα είναι απλά. Ξέρεις για την πρακτική της δημιουργίας της βεβαιότητας?

    – Σε πιο γενικές γραμμές.

    – Η πρακτική της βεβαιότητας-500?

    – Σε ακόμα πιο γενικές:)

    – Πάμε να την πέσουμε εκεί, – ο Λομψάνγκ έδειξε με τον δάκτυλο του κάπου στον τοίχο, όμως, η Σίτα προφανώς  τον κατάλαβε.

    – Πάμε.

    Δυο λεπτά αργότερα, μετά από δυο διαδρόμους και άνοδο δυο επιπέδων, εκείνοι βρέθηκαν σε ένα μικρό δωματιάκι, όπου πράγματι το μόνο που ήθελες να κάνεις, είναι να πέσεις σε διάφορα καναπέ-στρώμα-κρεβατόμορφα μαλακά αντικείμενα. Ολόκληρο το δωμάτιο ήταν φωτισμένο με ήλιο, που έμπαινε μέσα από τον τεράστιο, σε όλο τον τοίχο,  παράθυρο. Η Τζέιν κατάλαβε, ότι σε αυτό το υπόγειο εργαστήριο όλα τα ανατολικά δωμάτια διαφορετικών επιπέδων κοίταζαν έξω, στην πλαγιά ενός αρκετά απότομου βράχου.

    – Στους ανθρώπους λειτουργεί ένας μηχανισμός, τον οποίο με σιγουριά μπορούμε να ονομάσουμε «η έλξη του θανάτου», συνέχισε ο Λομψάνγκ. – Πρώτον, η κούραση από τα προβλήματα, τις αρρώστιες, τις έγνοιες δημιουργεί την επιθυμία να «ξεκουραστείς», και ταυτόχρονα ο άνθρωπος καταλαβαίνει, ότι όσο ζει, δεν θα ξεκουραστεί ποτέ από τα αρνητικά συναισθήματα και από τις έγνοιες — έχει ζήσει αρκετά, για να καταλάβει — όσο περισσότερο προχωράει, τόσο περισσότεροι είναι οι φόβοι, η επιθετικότητα, οι κόποι. Δεύτερον — η τσιμεντένια βεβαιότητα για το ότι μπορούμε να ζήσουμε εξήντα με εβδομήντα χρόνια μάξιμουμ. Αν σταθεί τυχερός, ογδόντα η ακόμα και ενενήντα. Αυτή η βεβαιότητα στερεώνεται τόσο περισσότερα, όσο περισσότερο χρόνο ο άνθρωπος περνάει με τους συνομήλικους του, οι οποίοι συνέχεια παραπονιούνται για τις αρρώστιες, έχουν γεροντίστικο τρόπο ζωής και μιλάνε για τον θάνατο έτσι, σαν να είναι απολύτως αναπόφευκτος και πάρα πολύ κοντινός.

    – Αυτό είναι ιδιαίτερα σιχαμερό στα νοσοκομεία! – υποστήριξε η Τζέιν. – Περπατούν εκεί οι γιαγιάδες, βρωμάνε με θάνατο, η κάθε τους κίνηση και λέξη — απαίσια, φρίκη! Το βλέπεις — και θέλεις να κρεμαστείς στη επέτειο για τα σαράντα σου, για να μην μεταμορφωθείς και εσύ σε κάτι τέτοιο.

    – «Επέτειο» – είναι και αυτή, παρεμπιπτόντως, γεροντίστικη λέξη — γέλασε ο Λομψάνγκ. – Ναι, συμφωνώ — ανακατεύεσαι, όταν φαντάζεσαι τον εαυτό σου έναν τέτοιο γερο, και ως εκ τούτου επίσης εμφανίζεται η επιθυμία να πεθάνεις πιο γρήγορα. Όμως, εμείς, αντιθέτουμε σε αυτό κάτι σοβαρό. Πρώτον — την βεβαιότητα, δεύτερον — τις φωτισμένες αντιλήψεις. Φυσικά, είναι πάρα πολύ δύσκολο η ακόμα και αδύνατον να βιώσεις την βεβαιότητα, ότι θα ζήσεις τουλάχιστον πεντακόσια χρόνια. Εγώ, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορώ.

    – Ούτε και εγώ, – συμφώνησε η Σίτα.

    – Αλλά δεν υπάρχει και ανάγκη για αυτό. Εγώ ξεκίνησα από τα απλά — από τα εκατό είκοσι χρόνια. Είναι πολύ εύκολο να δημιουργήσεις την βεβαιότητα, ότι θα ζήσεις τουλάχιστον εκατό είκοσι χρόνια. Πρώτον, ξέρω, ότι ακόμα και οι πιο συνηθισμένοι άνθρωποι, που κάθε λεπτό της ζωής τους δηλητηριάζονται με τα αρνητικά συναισθήματα, καμιά φορά ζουν μέχρι αυτή την ηλικία. Δεύτερον, ακριβώς μπροστά στη μούρη μου έχω τα παραδείγματα των ανθρώπων, οι οποίοι όχι μόνο φτάσανε και ξεπέρασαν αυτή την ηλικία, μα είναι και πιο δυνατοί και δραστήριοι από εμένα. Και τα σώματα τους είναι όμορφα, έχουν λείο και τρυφερό δέρμα, δείχνουν τριάντα πέντε-σαράντα χρόνων. Αυτό το παράδειγμα από μόνο του διευκολύνει πάρα πολύ την δημιουργία της βεβαιότητας -120.

    – Ναι, μου είναι πολύ πιο απλό να φανταστώ, ότι θα ζήσω μέχρι τα εκατό είκοσι. – επιβεβαίωσε η Τζέιν.

    – Αρχίζω την χρονομέτρηση με το ρολόι μου, όταν δημιουργώ δραστήρια και βιώνω την βεβαιότητα-120, και τη σταματώ, όταν μεταφέρω την προσοχή μου σε κάτι άλλο. Στην αρχή είναι δύσκολο και απαιτεί μόνιμη υποστήριξη με τη μορφή κάποιου είδους φωτισμένων παραγόντων — για παράδειγμα, φαντάζομαι τον εαυτό μου, πως θα τρέχω σε αυτά τα βουνά, όταν θα είμαι εκατό είκοσι χρόνων, θα διδάσκω τα μικρά, θα αρχίζω τις νέες μελέτες — αυτό μου φέρνει την προσμονή, κατ τα λοιπά. Όσο συσσωρεύω την πείρα μου, η βεβαιότητα-120 αρχίζει να βιώνεται ως φόντο. Σε αυτό συμβάλλει και η πείρα της συσσώρευσης της βεβαιότητας-120, και η πείρα της παρατήρησης αυτών, που έχουν προ πολλού ξεπεράσει αυτή την ηλικία, ακόμα και το γεγονός, ότι εγώ φτιάχνω σχέδια για αυτή την ηλικία. Και όποτε η βεβαιότητα-120 αρχίζει να εμφανίζεται ως φόντο, τότε χωρίς καμία δυσκολία μπορείς να μεταφέρεις τον πήχη ακόμα πιο μακριά — για παράδειγμα, να δημιουργείς την βεβαιότητα-140, η 170 και περαιτέρω.

    – Πόσο χρόνο σου πήρε για να γίνει αυτή η αυθόρμητη αλλαγή? – ενδιαφέρθηκε η Τζέιν.

    – Εξαρτάται από το ποιο χρόνο εννοείς. Εγώ μετράω τον καθαρό χρόνο — αυτόν, που συγκεντρώνεται με το χρονόμετρο. Θεωρούμε, ότι για να αποκτήσει η διαδικασία αρκετή ταχύτητα, απαιτείται τουλάχιστον μια ώρα καθαρού χρόνου της αίσθησης βεβαιότητας κατά διάρκεια της ημέρας. Τότε η αυθόρμητοι αλλαγή του ορίου μπορεί να συμβεί μετά από δυο εβδομάδες η έναν μήνα — δηλαδή, πάρα πολύ γρήγορα. Όμως, δεν υπάρχει λόγος να βιαστούμε πουθενά — εγώ είμαι είκοσι οκτώ χρόνων τώρα, και έχω τσιμεντένια βεβαιότητα για το ότι θα ζήσω τουλάχιστον διακόσια δέκα χρόνια, ούτε μέρα λιγότερα. Αν, ας πούμε, σε είκοσι χρόνια εγώ θα θελήσω να μεταφέρω το όριο ακόμα πιο πολύ, αυτός ο ρυθμός, όπως καταλαβαίνεις, θα είναι ικανοποιητικός για μένα.

    – Και είσαι σίγουρος, ότι η δημιουργία τέτοιας βεβαιότητας όντως σου δίνει κάποια ελπίδα για το ότι θα ζήσεις τόσα χρόνια? – η Τζέιν δεν μπορούσε να δεχτεί, ότι η παράταση του χρόνου ζωής επιτυγχάνεται έτσι απλά.

    – Υπάρχει η βεβαιότητα. Αυτή βασίζεται και στην πείρα των άλλων ανθρώπων, και σε κάτι πολύ σημαντικό — στα αποτελέσματα των μελετών μας. Το εργαστήριο μας είναι πρωτοπόρος στην έρευνα αυτών των ζητημάτων, και από τότε, που ξεκίνησε αυτή η διαδικασία, έχουμε προχωρήσει αρκετά.

    – Εντάξει, μα εγώ δεν καταλαβαίνω αυτό το πράγμα, – δεν παραδινόταν η Τζέιν, – η διαδικασία της γήρανσης είναι μακροχρόνια, πως μπορείς να παρατηρήσεις, ότι οι προσπάθειες σου οδήγησαν στο αποτέλεσμα, αν εσύ — είσαι ένα νέο παιδί, που στην κάθε περίπτωση θα είναι νέο για δέκα χρόνια ακόμα, τι να κάνεις με αυτό?

    – Ε, αυτό είναι εύκολο. – μπήκε στη συζητήσει η Σίτα. – δεν το βλέπεις, ότι μόνο τα ορατά σημάδια της γήρανσης δεν έρχονται μεμιάς, όμως, μέχρι τη στιγμή, όταν η γήρανση γίνεται αντιλήψιμη, το σώμα προλαβαίνει να περάσει από μακρύτατες σειρές των αλλαγών.

    – Δηλαδή, μελετάτε κάποιους φυσιολογικούς παραμέτρους…

    – Φυσικά, και αυτό δεν είναι καθόλου δύσκολο. Ούτε εγώ, ούτε ο Λομψάνγκ είμαστε ειδικοί σε αυτόν τον τομέα, όμως, σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε, ότι η διαδικασία της γήρανσης μοιράζεται σε δυο κομμάτια — η γήρανση της ψυχής, ας πούμε, και η γήρανση του σώματος. Το πρώτο στάδιο της γήρανσης αποτελείται από καθαρά ψυχικά φαινόμενα — αυξημένη κούραση, απάθεια, τεμπελιά, επιβράδυνση των κινήσεων, δυσκολία συγκέντρωσης, διαταραχές του ύπνου, αυξημένη νευρικότητα και λύπηση για τον εαυτό σου, παύση της αίσθησης των φωτισμένων αντιλήψεων. Το δεύτερο στάδιο είναι πια η εμφάνιση των φυσιολογικών συμπτωμάτων, ωστόσο, παραμένει ανοιχτή η ερώτηση — αν δεν συμβεί το πρώτο στάδιο, θα έρθει το δεύτερο? Μήπως η αρχή των φυσιολογικών ηλικιακών αλλαγών είναι η συγκεκριμένη συνέπεια της εντατικοποίησης των αρνητικών συναισθημάτων και αρνητικών αισθήσεων?

    – Δεν έχετε βρει ακόμα την απάντηση σε αυτή την ερώτηση? – απόρησε η Τζέιν.

    – Και ποιος θα το θέλει αυτό!

    – Δηλαδή? – δεν κατάλαβε εκείνη.

    – Ποιος θα θέλει να το δοκιμάσει στον εαυτό του – στην αρχή να γερνάει για πολλά χρόνια, βιώνοντας τα αρνητικά συναισθήματα, ζώντας μια νεκρωτική ζωή, και μετά να παρατηρεί — αν έρχεται η γήρανση η όχι. Δοκίμασε εσύ, αν θέλεις:)

    – Ε, όχι, εγώ με τίποτα, – γέλασε η Τζέιν. – Όμως, μπορείτε να φέρετε κοντά σας …

    – Τους ηλικιωμένους και να δούμε — αν σταματάει η γήρανση, αν αυτοί αρχίζουν την καλλιέργεια των ΦΑ?

    – Ναι.

    – Τέτοιου είδους πειράματα θα ήταν πάρα πολύ ενδιαφέρον, μα δυστυχώς — πιθανότατα αδύνατον.

    – Γιατί όμως?

    – Δίνεις στη λέξη «γήρανση» μια πάρα πολύ στενή ερμηνεία, εντωμεταξύ η «γήρανση» – είναι ουσιαστικά μια τέτοια κατάσταση, όταν ο άνθρωπος δεν θέλει και δεν μπορεί πια τίποτα, και δεν θέλει επίσης να σταματήσει να γερνάει, δεν θέλει να πάψει την αίσθηση των αρνητικών συναισθημάτων, δεν θέλει να πολεμάει για τις ΦΑ, δεν θέλει να ζήσει μια πιο ενδιαφέρουσα ζωή. Αυτή είναι η γήρανση, έτσι είναι.

    – Θα τρελαθώ…, – μουρμούρισε η Τζέιν.

    Πράγματι, αυτή παλιότερα δεν είχε αναρωτηθεί ποτέ — τι είναι το γήρας. Αυτό φαινόταν κάτι μακρινό και πολύ τρομακτικό, και ξαφνικά σαν μια εικόνα την πλησίασε ορμητικά, και εκείνη μπόρεσε να το φανταστεί — δεν θέλεις τίποτα, δεν θέλεις να αλλάξεις τίποτα, η γήρανση προχωράει, από αυτό και η λύπηση για τον εαυτό σου, και αρρώστιες, και νωθρότητα, απουσία ενδιαφερόντων, και όταν κάποιος προτείνει – έλα , προσπάθησε να αλλάξεις, κοίταξε μας, υπάρχει ακόμα καιρός, εμφανίζεται εκνευρισμός, άντε παρατήστε με όλοι, δεν είμαι καλά, βαριέμαι να κάνω οτιδήποτε, σας μισώ — εσάς, τους νέους, δεν θα πετύχετε τίποτα, σπαταλάτε τον χρόνο σας μάταια, ηλίθιοι, θα ψοφήσετε, όπως όλοι, να ψοφήσετε, να ψοφήσετε!

    Τα χείλη της κουνιόνταν, προφέροντας χωρίς ήχο αυτές τις φράσεις. Η Τζέιν έμεινε άναυδη, όταν κατάλαβε, ότι το πιο πιθανόν απ` όλα οι γέροι θα αντιμετωπίσουν με μίσος μια τέτοια πρόταση, και δεν θα την πάρουν, σαν μια μοναδική ευκαιρία.

    Η Τζέιν σαν να συνήλθε και κοίταξε με απορία τον Λομψάνγκ και τη Σίτα — εκείνοι κάθονταν με ακραία έκπληξη ζωγραφισμένη στα πρόσωπα τους.

    – Γιατί θέλεις να ψοφήσουμε όλοι, Τζέιν? – με κάποια συμπόνια ρώτησε η Σίτα.

    Η Τζέιν στην αρχή άναψε από την ντροπή, και μετά γέλασε, εξηγώντας τη ροή των σκέψεων της.

    – Ανάμεσα στα δευτερεύοντα σημάδια της γήρανσης, – συνέχισε ο Λομψάνγκ, μπορούμε να ξεχωρίσουμε την απώλεια της ελαστικότητας του δέρματος λόγο του ότι στα κύτταρα μειώνεται η ποσότητα του κολλαγόνου… ξέρεις, τι είναι το κολλαγόνο?

    – Η πρωτεΐνη, από την οποίο φτιάχνονται τα τοιχώματα των κυττάρων?

    – Ναι, είναι η πρωτεΐνη, από την οποία αποτελείται κυρίως ο λεγόμενος συνδετικός ιστός των ζώων — οι τένοντες, χόνδροι, ακόμα και οστά. Έχεις αγγίξει ποτέ ένα δελφίνι η καρχαρία?

    – Αν έχω αγγίξει λέει! – η Τζέιν θυμήθηκε, πως κάποτε πήγε στο ζωολογικό κήπο, όπου μπορούσες να κολυμπήσεις με τα δελφίνια, και είχε «ζουλίξει» τόσο πολύ ένα από αυτά, ότι ξαφνικά ανακαλύφθηκε ένα τεράστιο πέος, με το οποίο το ζώο την έσπρωχνε με ολοφάνερες διαθέσεις.

    – Θυμάσαι — πως είναι το δέρμα τους; Απίστευτα εύπλαστο, σφικτό – επειδή το δέρμα αυτό αποτελείται από πάρα πολλά στρωματά του κολλαγόνου. Παρεμπιπτόντως, ορισμένα το κολλαγόνο χρησιμοποιήθηκε, για να αποδείξουν ότι οι δεινόσαυροι είναι οι προγονοί των σύγχρονων πτηνών – όταν οι επιστήμονες κατάφεραν να βγάλουν το κολλαγόνο από τις διατηρημένους μαλακούς ιστούς του τυραννόσαυρου, …

    – Λομψάνγκ… έλα, μιλούσαμε για την γήρανση:), – μαλακά τον επέστρεψε στο θέμα της συζήτησης η Σίτα.

    – Ναι…, λοιπόν, – σε μια στιγμή γύρισε πίσω ο Λομψάνγκ, – η ποσότητα του κολλαγόνου στα κύτταρα — είναι μια παράμετρος, που μπορούμε να ελέγχουμε με ακρίβεια εδώ, στο εργαστήριο μας. Φαντάσου ένα απλό πείραμα – κάθεσαι και για έξι η οκτώ ώρες την ημέρα δημιουργείς την αίσθηση της σκληρότητας, ενώ τρεις μέρες αργότερα…

    – Η αίσθηση της ..? – τον διέκοψε η Τζέιν.

    – Αυτό είναι σχετικό με την ερώτηση περί γεωλογίας, θα επιστρέψουμε τώρα σε αυτό, – εξήγησε η Σίτα.

    – … εντάξει, σε τρεις μέρες μετράς τη ποσότητα του κολλαγόνου μέσα στα κύτταρα. Περνώντας πολλά διαφορετικά πειράματα μπορούμε να αρχίσουμε τη σύσταση των εντελώς δικαιολογημένων σχεδίων της εξάρτησης του συγκεκριμένου στοιχείου της γήρανσης από τη δημιουργία των φωτισμένων αντιλήψεων η φωτισμένων αισθήσεων. Βέβαια, στην πραγματικότητα όλα τα αυτά είναι πολύ πιο περίπλοκα, πιο δύσκολα και συναρπαστικά, διότι υπάρχουν πολλά είδη του κολλαγόνου — πέντε βασικοί τύποι και πάνω από δέκα πιο σπάνιων παραλλαγών του, και αυτές μπορούν να διαφέρουν με τον βαθμό της υδροξυλίωσης και γλυκοζιδίωσης, περιεκτικότητας της γλυκίνης και αμινοξέων που περιέχουν θείο… έλα, έλα, μην φοβάσαι:), – γέλασε ο Λομψάνγκ, βλέποντας τα σημάδια του τρόμου στα μάτια της Τζέιν. – Το λέω, για να σου δείξω, ότι εδώ υπάρχει περιθώριο για μελέτη — αρκεί να υπάρξει τέτοια επιθυμία.

    – Συναρπαστικό! Και για ποιους άλλους παραμέτρους κάνετε μέτρηση?

    – Υπάρχουν πολλά. Για παράδειγμα, κατά την γήρανση το δέρμα λεπταίνει, διότι διαταράσσεται η ισορροπία ανάμεσα στα νέα επιθηλιακά κύτταρα και νεκρωμένα παλιά — τα κύτταρα αρχίζουν να πεθάνουν πιο γρήγορα, απ` ότι δημιουργούνται. Ορίστε ένας πολύ απλός φυσικός παράγοντας — το πάχος του δέρματος. Δεν είναι τόσο δύσκολο να το μετρήσουμε, απ` όσο μπορεί να φανεί, αν και βέβαια, ένας τέτοιος παράγοντας είναι λιγότερα βολικός για τον έλεγχο, απ όσο οι χημικοί παράγοντες — η χημεία αλλάζει πολύ πιο γρήγορα, απ` ότι η ποιότητα του δέρματος. Και όμως, αν μια φορά το χρόνο μετράς το πάχος του δέρματος, μπορείς να παρατηρήσεις κάτι… Άλλος ένας απλός προς μέτρηση παράγοντας – το περιεχόμενο των μεταλλικών στοιχείων και βιταμινών στα μαλλιά, και τα λοιπά. Μα αυτά είναι τα πιο απλά, και βασικά οι παράμετροι τέτοιου είδους δεν είναι πολύ κατάλληλοι για τις μελέτες μας, διότι για να αλλάξει η περιεκτικότητα των μεταλλικών στοιχείων στα μαλλιά, απαιτείται αρκετός καιρός, ο άνθρωπος θα προλάβει να ζήσει τόσα πολλά… και ένα σωρό φωτισμένες αντιλήψεις, και θα ασχοληθεί με πολλές πρακτικές — θα ολοκληρωθεί ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής του. Γι` αυτό και εμείς πήγαμε πιο βαθιά — μέσα στο κύτταρο!

    Με αυτά τα λόγια ο Λομψάνγκ ξαφνικά χτύπησε δυνατά με τη μπουνιά το γόνατο του.

    – Πάμε μέσα στο κύτταρο, επειδή το κύτταρο — είναι ένα ζωντανό πλάσμα, η εσωτερική ζωή του οποίου μπορεί να αλλάξει πάρα πολύ γρήγορα σύμφωνα με αυτό, που αισθάνεται ο άνθρωπος. Αυτό είναι καταπληκτικό, αλλά το κύτταρο όντως αντιδρά στο αν εσύ χαίρεσαι η λυπάσαι, όμως, για να το καταλάβουμε, χρειάζονται σοβαρές γνώσεις και σοβαρά μηχανήματα. Θυμάσαι — προφανώς παρασυρόμενος από τη σκέψη του, εκείνος δεν αντιλαμβανόταν, ότι αυτή δεν μπορεί να θυμάται τίποτα, εφόσον δεν είχε ασχοληθεί ποτέ με αυτά τα ζητήματα — πόσο μεγάλο πρόβλημα ήταν να ξεχωρίσουν μια καθαρή καλλιέργεια των βακτηριών στον δέκατο ένατο αιώνα? Για να μελετήσεις τα βακτηρία, να αναζητήσεις τα δικά τους αδύναμα σημεία, πρέπει να τα φτιάξεις σε καθαρή μορφή, ξεχωριστά από τα άλλα, και πως να το κάνεις αυτό, αφού τα βακτηρία ανακατεύονται συνέχεια? Μόνο στο 1881 ο Ρόμπερτ Κοχ δημοσιοποιεί το έργο «Οι μέθοδοι της μελέτης των παθογόνων οργανισμών», στο οποίο περιγράφει καταπληκτικά απλή μέθοδο της δημιουργίας των καθαρών καλλιεργειών στις καθαρά κομμένες επιφάνειες. Η ιδέα ήταν πολύ απλή : μιας και τα μικρόβια ανακατεύονται στα υγρά, βάζουμε την πινελιά στην επιφάνεια μιας κομμένης πατάτας, αλείφουμε όσο πιο λεπτή στρώση γίνεται, και τότε γύρω από κάθε βακτήριο μεγαλώνει η παρέα των συγγενών του. Πάρε την μάζα, που βγήκε, στην οποία το κατάλοιπο των άσχετων βακτηριών θα είναι πολύ μικρό πια, και πασάλειψε την ξανά σε ένα στέρεο περιβάλλον — έτσι τελικά θα λάβεις τη ζητούμενη καθαρή καλλιέργεια. Και εμείς έχουμε περίπου τον ίδιο στόχο — να βρούμε, ποιες συγκεκριμένα φωτισμένες αντιλήψεις και φωτισμένες σωματικές συναισθήσεις επηρεάζουν με μέγιστη αποτελεσματικότητα την ίαση κάποιας ασθένειας η κάποια συμπτώματα της γήρανσης.

    – Άραγε — πως τα ίδια κύτταρα αντιλαμβάνονται εμάς τους ίδιους. Σαν θεό? – η Τζέιν προσπαθούσε να το φανταστεί. – αν η ζωή του κυττάρου εξαρτάται από τη διάθεση μου…

    – Και κάτι άλλο για τη γήρανση, – χωρίς να δώσει σημασία στην ερώτηση της, συνέχιζε ο Λομψάνγκ. Έκανε μια τέτοια εντύπωση, πως αν δεν τον σταματούσαν, θα μπορούσε να μιλάει ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο σερί. – Ένας από τους βασικούς λόγους της γήρανσης — είναι η εκφύλιση του DNA. Εδώ προσεγγίζουμε ένα πολύ περίπλοκο ερώτημα, επειδή η μελέτη του DNA  είναι άκρως δύσκολη λόγο του ότι το ίδιο DNA  είναι εξαιρετικά περίπλοκο. Οι κακώσεις στο DNA των κυττάρων συσσωρεύονται, όσο μεγαλώνει η ηλικία, και αυτό, όπως καταλαβαίνεις, δεν βελτιώνει την υγειά του ανθρώπου. Γενικώς, τον ρόλο των βιολογικών δεικτών της γήρανσης διεκδικούν τόσοι παράμετροι, ότι γίνεται σαφές — κατά τη διαδικασία της γήρανσης συμβαίνουν πάρα, πάρα πολλές αλλαγές στις πιο διαφορετικές φυσιολογικές διαδικασίες. Και εκ των προτέρων είναι αδύνατον να «φτιάξεις» κάτι σε ένα σημείο, για αυτό οι φαρμακολογικές προσπάθειες να σταματήσουν τη γήρανση φυσικά ήταν καταδικασμένες για αποτυχία, αν και οι ιατροί ασχολούνται ακόμα με αυτή τη βλακεία. Είναι ξεκάθαρο, ότι εδώ απαιτείται κάτι καθολικό — κάτι, που θα επιτρέψει να επαναφέρουμε αμέσως ολόκληρο το σύνολο των διαδικασιών. Για σένα, μάλλον, δεν θα είναι μυστικό επίσης, ότι ακριβώς η ελευθερία από τα αρνητικά συναισθήματα και καλλιέργεια των φωτισμένων αντιλήψεων τελικά αποκαλύφθηκε αυτό το μαγικό ραβδάκι.

    – Τότε… δεν καταλαβαίνω, τι μελετάτε εδώ, και για ποιο λόγο; – απόρησε η Τζέιν. – Αν το κλειδί για τη μακροζωία είναι στα χέρια σας, γιατί χρειάζονται όλες αυτές οι προσεκτικές μελέτες — πως ορισμένα επηρεάζει τον οργανισμό η κάθε ΦΑ; Για να υπάρξει απλώς η γνώση? Λόγο έλξης για την γνώση? Επιθυμία να κάνετε κάποια αποκάλυψη? Χωρίς κανένα ορισμένο στόχο?

    Ξαφνικά η Τζέιν ανακάλυψε, ότι ο Λομψάνγκ έχει τέτοιο ύφος, σαν να είχε πει κατά λάθος κάτι, που δεν έπρεπε. Η Σίτα κοιτούσε στο παράθυρα, δήθεν παρατηρώντας τις κορυφές των βουνών.

    – Βασικά, ναι… μελετάμε… επειδή το μελετάμε, μας κινεί το ενδιαφέρον. – Κάπως ασυνάρτητα είπε ο Λομψάνγκ και σηκώθηκε. Νομίζω, ότι θα σε δούμε ακόμα στις διαλέξεις μας — προσέθεσε εκείνος και εξαφανίσθηκε τρέχοντας.

    Στο δωμάτιο επικράτησε η σιωπή.

    – Και εγώ πρέπει να φύγω, – σηκώθηκε η Σίτα. – Εσύ τι σχέδια έχεις?

    – Εμ, – η Τζέιν κοίταξε στο ρολόι της, – σε μίση ώρα έχω το μάθημα στο μικροβιολογικό εργαστήριο, μέχρι τότε δεν έχω σχέδια, θα ξαπλώσω και θα κοιτάζω τα βουνά, και θα σκέφτομαι — τι είναι αυτό το πράγμα, το οποίο όλοι εσείς κρύβετε από εμένα. – Και έριξε ένα βλέμμα στη Σίτα. Εκείνη ανταποκρίθηκε με μια ευθεία ατάραχη ματιά και σήκωσε τους ώμους της.

    – Ναι, και εδώ υπάρχουν μυστικά, Τζέιν. Θα ήταν παράξενα, αν αυτά δεν υπήρξαν. Μεταφέρσου σε μας, και δεν θα υπάρχουν μυστικά για εσένα, θα γίνεις μέλος της ομάδας μας, θα ασχοληθείς με τη δουλειά — θα μας βοηθήσεις με το τεχνικό κομμάτι, και ταυτόχρονα θα μπορέσεις να δεις τα αποτελέσματα των μελετών του κάθε εργαστηρίου, να ερευνήσεις ο, τι σε ενδιαφέρει… εδώ γίνονται πολλά συναρπαστικά πράγματα:) Μίλησε με τον Άντι, νομίζω, ότι θα του αρέσεις. Το φαντάζεσαι — πενήντα χρόνια ενδιαφέρουσας, δημιουργικής ζωής? Εκατό χρόνια. Διακόσια χρόνια. Χρειαζόμαστε απελπισμένα καλούς τεχνικούς, Τζέιν. Τέτοιους, που όχι μόνο ξέρουν και αγαπούν να ασχολούνται με τα μηχανήματα, αλλά και είναι ικανοί να καταλάβουν και να μοιραστούν τις βασικές μας αξίες και ενδιαφέροντα. Πάρε μια απόφαση για τον εαυτό σου, και μίλησε με τον Άντι, η το αντίστροφο — μίλα πρώτα και αποφάσισε μετά:)

     

    Τα μαθήματα στο μικροβιολογικό εργαστήριο ακυρώθηκαν ξαφνικά, και η Τζέιν πήγε μια μικρή εκδρομή στην ενεργειακή καρδιά του εργαστηρίου.

    – Ο Πολ Βερντιέ, – σύστησε ο Άντι έναν όχι πολύ ψηλό άντρα περίπου σαράντα χρόνων. – Ηλεκτρολόγος, ας πούμε. Θα σου δείξει τον ηλεκτρικό μας εξοπλισμό – να εξοικειωθείς.

    Δεν ήταν δύσκολο να το κάνει, αν και παλιότερα η Τζέιν δεν είχε συναντήσει ποτέ ένα ισχυρό εργαστήριο, ολόκληρη επιστημονική μίνι-πόλη με ηλεκτρονικά μικροσκοπία, τομογράφους, και ένας θεός ξέρει το άλλο (μήπως έχουν και τον μικρό-επιταχυντή;),  να τροφοδοτείται εξ ολοκλήρου με ενέργεια από τις ηλιακές μπαταρίες, τοποθετημένες σε μια τόσο μικρή έκταση. Αν και γιατί όχι — δεν είχαν καμία έλλειψη του ήλιου, μα αυτό συνέβαινε τώρα,  τους άλλους μήνες;

    – Πόσες μέρες του χρόνου έχετε ήλιο, Πολ?

    – Κατά μέσο όρο — 365, –  χαμογέλασε εκείνος. – όχι, φυσικά, τυχαίνουν οι μέρες, όταν ο ήλιος δεν φαίνεται καθόλου, αλλά αυτές είναι πάρα, πάρα πολύ σπάνιες.

    – Και το χειμώνα?

    – Ο χειμώνας μας δεν είναι ίδιος με αυτόν της Ευρώπης. Μπορούμε ακόμα και να κάνουμε ηλιοθεραπεία το μεσημέρι, το βράδυ, βέβαια, έχει ψύχρα. Η πιο προβληματική εποχή είναι το καλοκαίρι — από το Ιούνιο μέχρι τον Αύγουστο — τρεις μήνες των μουσώνων, αλλά, όπως βλέπεις — τώρα έχουμε Ιούλιο με πάρα πολύ ήλιο. Τις νύχτες σε αυτούς τους καλοκαιρινούς μίνες βρέχει, αλλά από εννιά-δέκα  το πρωί και μέχρι το βράδυ βγάνει ο ήλιος και κάνει πολύ ζέστη. Μιλώντας γενικά η ύπαρξη των καθαρών ακτίνων του ήλιου δεν έχει αρχική σημασία – καταφέρνουμε να συγκεντρώσουμε την ενέργεια ακόμα και την ημέρα με συννεφιά. Η αρχή της λειτουργίας των ηλιακών μπαταριών σου είναι σίγουρα γνωστή — τα φωτόνια εκσφενδονίζουν τα ηλεκτρόνια από το εξωτερικό των ατόμων, και αυτά τα ηλεκτρόνια μας εξασφαλίζουν το ηλεκτρικό ρεύμα.

    – Βεβαίως, αυτό το ξέρω. Έκανα έξι μήνες εκπαίδευση στο πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης, και οι Σουηδοί είναι όλοι λιγάκι τρελαμένοι με την ηλιακή ενέργεια – δεν είναι τυχαίο, ότι η Σουηδία μια από τις πρώτες αρνήθηκε την χρίση των υδρογονανθρακικών καυσίμων.

    – Και εφόσον εμείς χρησιμοποιούμε στα ηλιακά μας κύτταρα τα νάνο-σωματίδια του πυριτίου, και χρησιμοποιούμε ουσιαστικά ολόκληρη την επιφάνεια του λόφου…

    – Δηλαδή, όχι μόνο τα τζάμια, αλλά και οι τοίχοι είναι καλυμμένοι με το νάνο-επίστρωση, που μαζεύει τον ηλεκτρισμό; – τον διέκοψε η Τζέιν.

    – Ναι, όλοι οι τοίχοι, τζάμια, ταράτσες — τα πάντα συγκεντρώνουν την ενέργεια, και οι είκοσι στρώσεις της επικάλυψης μας εξασφαλίζουν την υπερύψηλη απόδοση όσο στον υπεριώδες, τόσο και στο ορατό διαπασών. Εκτός από αυτό, στο βόρειο τμήμα του λόφου — έχεις πάει εκεί; – υπάρχει μια χαράδρα ύψους διακοσίων μέτρων.

    – όχι, δεν το είδα.

    – Να πας μια βόλτα, δες — εκεί είναι περασμένες πολλές πορείες στον βράχο, και σε όλη την επιφάνεια του είχε προστεθεί η νάνο-μεμβράνη — πολύ βολικό να έχεις από κάτω σου μια απότομη πλαγιά — δεν την χρειάζεται κανείς, και εμάς μας συμφέρει.

    – Ναι, αν έχετε ΤΟΣΟ μεγάλη επιφάνεια με ηλιακά κύτταρα, τότε, βέβαια, εξηγούνται τα πάντα…

    – Το ότι το ποσοστό της καθαρής απόδοσης είχε αυξηθεί έως και 90% στο υπέρυθρο φάσμα είναι ιδιαίτερα σημαντικό, επειδή ακριβώς σε αυτό το φάσμα η ακτινοβολία μετατρέπεται λιγότερα σε ενέργεια, οδηγώντας μόνο στην φθορά και την απώλεια θερμότητας, ενώ έχουμε όσο υπεριώδες ακτινοβολία  θέλουμε!

    – Τα νάνο-σωματίδια τι μέγεθος έχουν? – άρχισε να υπολογίζει η Τζέιν. – Μισό του νανομέτρου; Ένα νανόμετρο?

    – Ε όχι. Αυτό είναι περασμένος αιώνας. Το ένα εικοστό του νανομέτρου.

    Η Τζέιν σφύριξε.

    – Αυτό πρέπει να κόστισε… πάρα πολύ!

    – Ναι, αυτό κοστίζει πολύ. – συμφώνησε ο Πολ. – Όμως, εμείς δεν έχουμε προβλήματα χρηματοδότησης.

    – Είναι δυνατόν κάτι τέτοιο? – η Τζέιν κούνησε το κεφάλι της με αμφιβολία. – Όσο δουλεύω, τόσο ακούω τους αιώνιους αναστεναγμούς για το ότι δεν υπάρχουν καθόλου χρήματα.

    – Εσύ δούλευες στις κρατικές επιχειρήσεις, ενώ εδώ είναι ιδιωτικός τομέας. Σε μια ξεχωριστή ιδιωτική επιχείρηση μπορεί να πετύχεις πολλά, αν τη διοικούν άνθρωποι με καλό κεφάλι.

    Κρίνοντας από την υπερηφάνεια στη φωνή του Πολ, εδώ, προφανώς, δούλευαν οι άνθρωποι με καλό κεφάλι, στους οποίους εκείνος χωρίς καμία αμφιβολία καταλόγιζε και τον εαυτό του.

    – Ένα στρώμα από τόσο ψιλά νάνο-σωματίδια είναι εντελώς διάφανο, για αυτό μπορούμε να κάνουμε τέτοιες μεμβράνες με είκοσι επιστρώσεις, να τις τοποθετούμε στα παράθυρα και γενικώς σε οτιδήποτε άλλο — απλά δεν θα τις παρατηρήσεις. Επίσης ο αέρας εδώ είναι πάρα πολύ καθαρός,  αυτά είναι τα Ιμαλάια, δεν είναι μεγαλούπολη. Και η σκέδαση Rayleigh στα σωματίδια, το μέγεθος των οποίων είναι σημαντικά μικρότερο από το μήκος του κύματος φωτός, και η σκέδαση στα μεγαλύτερα σωματίδια είναι ελάχιστη.

    Εξετάζοντας τα στοιβαγμένα μηχανήματα, η Τζέιν κούνησε το κεφάλι της με σεβασμό.

    – Ναι… έχουμε προχωρήσει πάρα πολύ από εκείνη την ημέρα, όταν το 1954 δημιουργήθηκε η πρώτη ηλιακή μπαταρία με πυρίτιο.

    – Και από το 1983, όταν είχε κτιστεί το πρώτο εργοστάσιο με βάση τα ηλιακά κύτταρα με ισχύ μόλις ένα μεγαβάτ, – συνέχισε ο Πολ.

    – Ποια ύλη χρησιμοποιείται για τα ηλιακά κύτταρα?

    – Επί το πλείστον — τα κράματα του χαλκού, σεληνιούχου ίνδιου, καθώς χρησιμοποιούμε και το ρουθήνιο βάση ειδικής τεχνολογίας της πυρηνικής έγχυσης.

    – Ποσά βατ δίνουν οι μπαταρίες σας για ένα τετραγωνικό μέτρο; – η Τζέιν συνέχιζε να βομβαρδίζει τον Πολ με ερωτήσεις.

    – Κοντά στο ένα κιλοβάτ.

    – Άρα, ένας μόνο βράχος ύψους διακοσίων μέτρων και πλάτος — πόσο πλάτος έχει?

    – Περίπου το ίδιο.

    – Δηλαδή… μόνο ο βράχος σας δίνει σαράντα μεγαβάτ! Φοβερό!

    – Ναι, και ακόμα τόσο περίπου συγκεντρώνουμε από τις υπόλοιπες επιφάνειες. Με μια πρόχειρη εκτίμηση μπορούμε να ονομάσουμε συνολική ισχύ των εβδομήντα μεγαβάτ. Και εκτός από αυτό έχουμε ακόμα ένα ζευγάρι των μικρό-αντιδραστήρων για κάθε ενδεχόμενο. :) Όπως καταλαβαίνεις, αυτά μας φτάνουν και περισσεύουν, έτσι τα έργα της αφαίρεσης του βράχου συνεχίζονται ασταμάτητα – χρειαζόμαστε χώρο.

    – Εγώ νόμιζα, ατό το εργαστήριο είχε πια ολοκληρωθεί.

    – Χμ, – ο Πολ έβηξε κάπως παράξενα. – Εγώ θα έλεγα, πως τα πάντα έχουν μόλις ξεκινήσει. Κάποτε ήμασταν περιορισμένοι με αυτά, που βρίσκονται στο εσωτερικό του βράχου, δεν είναι και τόσο ευχάριστο να ζήσεις με τεχνητό φωτισμό. Όσο εμείς προχωρούσαμε προς τα κάτω, όχι πολύ βαθιά, μπορούσαμε μέσω οριζόντιων εξόδων να βγαίνουμε στους πλαϊνούς τοίχους του λόφου – όπως από την ανατολική πλευρά, όπου ο λόφος έχει αρκετά ήπια κλίση, έτσι και από τον βορρά, όπου βρίσκεται εκείνος ο κάθετος βράχος, και με αυτόν τον τρόπο είχαμε δυνατότητα να «τραβάμε» τον ήλιο εύκολα μέσα στον βράχο. Όμως τώρα βρήκαμε μια ενδιαφέρουσα λύση.

    – Τραβήξανε τον ήλιο κάτω από τη γη?

    – Ακριβώς. Στην πραγματικότητα, δεν είναι και τόσο δύσκολο.

    – Μικροοπτικά?

    – Πάρα πολύ σωστά. Χρησιμοποιούμε τις οπτικές ίνες, από τις οποίες περνάνε οι κυματικές δέσμες με μέγιστο πλάτος. Ξέρεις από αυτά?

    – Έχω ακούσει κάτι… μα αν θα χρειαστεί — θα τα μάθω, βέβαια.

    – Λοιπόν, έτσι, – σκάβουμε προς τα κάτω. Πρόσφατα αποκτήσαμε και τα ασανσέρ, μπήκαν σε λειτουργία τέσσερις ανελκυστήρες ταυτόχρονα – με περιθώριο, ας το πούμε.

    Η φαντασία της Τζέιν ζωγράφισε μια εντελώς φανταστική εικόνα — ένας σεμνός λόφος από μέσα απλώνει τα πλοκάμια του στο βάθος του βράχου, ακόμα πιο βαθιά, πολύ βαθιά, μεγαλώνει και πλαταίνει, ποιος θα μπορούσε να τους σταματήσει — στο πάχος του βουνού! Μια υπόγεια πόλη, λουσμένη με το φως του ήλιου! Εκεί κυλάνε και τα υπόγεια ποτάμια, και μεγαλώνει το γρασίδι, υπάρχουν πάρκα, έχουν και τον ήλιο ακόμα, δηλαδή, το δυνατό φως του ήλιου. Το μόνο που χρειάζονται, είναι καλός αερισμός. Όμως, με μια τέτοια ποσότητα της ενέργειας και με την αλλαγή της πίεσης… αυτό είναι παρά πολύ απλό.

    Σιγά-σιγά η συζήτηση τους γινόταν όλο και πιο εξειδικευμένη, και στο τέλος και οι δυο έριχναν ο ένας στον άλλον κάποιες εντελώς ακαταλαβίστικες φράσεις και όρους, και μάλλον, ένιωθαν ολοφάνερη απόλαυση από το ότι καταλάβαιναν, τι λένε, την ώρα που στον οποιοσδήποτε άλλο άνθρωπο η κουβέντα αυτή θα έλεγε λιγότερα, απ` ότι η γλώσσα των Αρεανών. Περικυκλωμένοι με τα ολογραφικά σχέδια, βουτηγμένοι με το κεφάλι στις τεχνικές λεπτομέρειες αυτού του περίπλοκου εργαστηρίου, οι ίδιοι σχεδόν δεν παρατηρούσαν, πως περνάει ο χρόνος.

    Τελικά η κούραση κέρδισε, και η Τζέιν, ισιώνοντας αργά την πλάτη, τέντωσε το κορμί της με επιφωνήματα απόλαυσης, και χασμουρήθηκε πλατιά.

    – Πολ, εσύ δημιουργείς την βεβαιότητα-500?

    – Πεντακόσια? – απόρησε εκείνος. – όχι, μου φτάνουν ακόμα τα διακόσια πενήντα.

    – Μπορείς να μου εξηγήσεις λεπτομερώς — πώς το κάνεις αυτό?

    – Μα είναι πάρα πολύ απλό — με κάποια έκπληξη απάντησε εκείνος, όμως, αντικρίζοντας την ερωτηματική σιωπή της, συνέχισε. – Έχω μια λίστα με φωτισμένους παράγοντες για αυτή την βεβαιότητα…

    – Είναι κάπου γραμμένη?

    – όχι, δεν χρειάζεται… τη θυμάμαι και έτσι, έχει μόλις δέκα αράδες. Πρώτος — τον ονομάζω «σαφήνεια για τους κάφρους»…

    – ??

    – Αφού μας είναι γνωστό, ότι οι πιο συνηθισμένοι άνθρωποι αρκετά συχνά ζουν έως και εκατόν είκοσι-εκατό τριάντα χρόνια. Ενώ αυτοί, που είναι εκατό δέκα, μετριούνται σε δεκάδες χιλιάδες. Λοιπόν, εγώ καταλαβαίνω — πως είναι, αυτοί οι άνθρωποι, και πως αυτοί ζουν. Αυτοί κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό εγχέουν στον εαυτό τους το δηλητήριο των ΑΣ…

    – ΑΣ?

    – Ναι, των αρνητικών συναισθημάτων.

    – Κατάλαβα, συνέχισε.

    – Και αν ακόμα με αυτή την φρικτή ζωή, εγχέοντας το δηλητήριο των ΑΣ, χωρίς να αισθάνονται τις ΦΑ, τα σώματα τους καταφέρνουν να φτάσουν στα εκατό είκοσι, γίνεται απολύτως σαφές, ότι χωρίς τα ΑΣ, βρισκόμενος σε φωτισμένο φόντο, βιώνοντας τις ΦΑ και φωτισμένες φυσικές συναισθήσεις, εγώ σίγουρα θα ζήσω και μέχρι αυτή την ηλικία, και ακόμα πολύ περισσότερο.

    – Δεν κατάλαβα καλά-καλά για τις φυσικές συναισθήσεις… θα το διευκρινίσω αργότερα, θα το διαβάσω, τι άλλο?

    – Δεύτερος παράγοντας — η προσμονή. Προσμονή εκείνων των ανακαλύψεων, τέτοιας ζωής, που με περιμένει στα διακόσια, διακόσια πενήντα μου χρόνια. Είναι κάτι παραπάνω από προσμονή, ενθουσιασμός, διότι δεν φαντάζομαι κάτι συγκεκριμένο, η αίσθηση αυτή δεν έχει αντικείμενο, απλώς φαντάζομαι, πόσο συναρπαστικά ενδιαφέρον θα είναι τότε. Ο τρίτος — η χαρά της μάχης.

    – Με ποιον?

    – Με κανέναν. Με τη γήρανση. Χαρά της μάχης, επειδή ζω, ζω ακόμα στην ηλικία, στην οποία οι άνθρωποι ήδη ανεπίστρεπτα και μακροχρόνια γερνάνε η πεθαίνουν. Μου αρέσει να βιώνω ένα τέτοιο, ας το πούμε, αθλητικό ενδιαφέρον — άλλος ένας μήνας, ένας χρόνος!, και εγώ είμαι ακόμα δυνατός, δραστήριος, η ζωή μου γίνεται όλο και πιο ενδιαφέρουσα και γεμάτη. Ο τέταρτος — η πλύση του σώματος.

    – Γιόγκα?

    – όχι, όχι, ποια γιόγκα:), – γέλασε ο Πολ. – Η πλύση του σώματος με απόλαυση, με τη χρυσαφένια λάμψη.

    – Απ` ότι φαίνεται, πρέπει να διαβάσω και γι` αυτό…

    – Διάβασε, αν και είναι πολύ απλό. Έχεις νιώσει ποτέ μια κάπως γλυκιά απόλαυση στο κορμί σου? Για παράδειγμα, στο στήθος σου, όταν βιώνεις δυνατή ΦΑ? Λοιπόν, απλώς θυμάσαι τον εαυτό σου σε εκείνη την κατάσταση, δημιουργώντας παράλληλα την ΦΑ, και αρχίζεις να βιώνεις αυτή την απόλαυση, το κυνηγάς πέρα-δώθε στο κορμί σου, συνοδεύοντας το με τη βεβαιότητα για το ότι το σώμα σου γίνεται δυνατό, υγιές από αυτή την πλύση.

    – Και η χρυσαφένια λάμψη?

    – Φαντάζεσαι, ότι ολόκληρος ο χώρος γύρω σου είναι γεμάτος με χρυσαφένιες λαμπερές σπίθες, που ανάβουν, σαν το φως του ήλιου. Αυτές οι χρυσαφένιες σπίθες διαπερνάνε τα πάντα, μαζί και το δικό σου σώμα, και πάλι χρησιμοποιείς την βεβαιότητα για το ότι αυτό κάνει το σώμα σου αθάνατο. Κατά την μια ποιοτική αντίληψη, νομίζεις, ότι ακόμα και σε μια συννεφιασμένη μέρα αρχίζεις να βλέπεις τον δυνατό ήλιο.

    – Νομίζω, ότι δεν θα καταφέρω να το φανταστώ τόσο ξεκάθαρα!

    – Και εγώ κάποτε δεν το κατάφερνα, και τι μ` αυτό? Είναι θέμα εξάσκησης,. Ασχολήσου με αυτό μια ώρα την ημέρα, συσσώρευε, για παράδειγμα, δεκαπεντάλεπτα τμήματα αυτής της πρακτικής, και ένα μήνα αργότερα θα το φαντάζεσαι μια χαρά, δεν είναι δύσκολο.

    Ο Πολ κοίταζε την Τζέιν με φανερή κατάπληξη, σαν να μην καταλάβαινε – πως μπορεί να μην γνωρίζει για τέτοια στοιχειώδη πράγματα, όμως, η Τζέιν δεν τα θεωρούσε στοιχειώδη. Βέβαια, όλα τα αυτά εκείνη είχε διαβάσει και ακούσει, όμως, το αντιμετώπιζε σαν κάτι ενδιαφέρον, πλην απίθανο, και ξαφνικά βρέθηκε ανάμεσα στους ανθρώπους, για τους οποίους αυτά δεν είναι απλά παραμυθία, και όχι κάτι, στο οποίο μπορείς να αφιερώσεις δυο λεπτά κατά καιρούς, μα τα αντιμετωπίζουν… επαγγελματικά, να το πει, και η ζωή αυτών των ανθρώπων απορρόφησε κατευθείαν όλες αυτές οι συνηθισμένες δεξιότητες.

    – Τι άλλο?

    – Ο πέμπτος — οι εικόνες των διαβατηρίων.

    – Τι? – δεν κατάλαβε η Τζέιν.

    – Τα διαβατήρια. Φαντάζομαι, ότι μέχρι τα διακόσια πενήντα μου χρόνια θα μαζέψω έναν σωρό από διαβατήρια, αφού σύμφωνα με τον νόμο τα αλλάζουμε κάθε είκοσι πέντε χρόνια. Και όταν φαντάζομαι αυτό το βουνό από διαβατήρια, και άλλα έγγραφα, η εικόνα αυτή για μένα έχει δυνατό αντίκτυπο με προσμονή της μακριάς ζωής, με βεβαιότητα σχετική με αυτήν.

    – Κατάλαβα, – είπε μακρόσυρτα η Τζέιν. – Η εικόνα αυτή την κατέπληξε με την μη-ποιητικότητα της και ταυτόχρονα, με την πεζή της ρεαλιστικότητα — όντως ήταν — αρκετά ασυνήθιστο.

    – Έκτος — συγκεκριμένα η καλλιέργεια της βεβαιότητας — συνέχισε ο Πολ. – Βάζω στην τσέπη μου μια πέτρα και εσύ είσαι σίγουρη, ότι στην τσέπη μου — μια πέτρα. Ενώ στην τσέπη υπάρχει  τρύπα, και όταν εγώ σου τη δείχνω, μέσα σου σχηματίζεται μια άλλη βεβαιότητα, ότι δεν υπάρχει πέτρα στην τσέπη. Αλλάζοντας με αυτών τον τρόπο τις βεβαιότητες, μπορούμε αργά η γρήγορα να μάθουμε την αίσθηση αυτής της ορισμένης βεβαιότητας ασχέτως με το αν έχουμε αφορμές για αυτό η όχι. Η βεβαιότητα είναι μια ανεξάρτητη αντίληψη, την οποία εμείς μπορούμε να ελέγξουμε σύμφωνα με τη θέληση μας. Έτσι και εγώ βιώνω τη βεβαιότητα, ότι οπωσδήποτε θα ζήσω μέχρι τα διακόσια πενήντα χρόνια, και την ίδια στιγμή σαν να «ψηλαφίζω» την επόμενη μου ηλικία, αναρωτιέμαι: «άραγε,  θα είναι δύσκολο να πετύχω και διακόσια εβδομήντα?». Μια τέτοια ερώτηση για τα διακόσια εβδομήντα κάνει την βεβαιότητα-250 πιο σταθερή. Έβδομος παράγοντας — ο θρίαμβος. Ο θρίαμβος του εξόδου πέρα από τα όρια των ασθενειών, των γεραμάτων και θανάτων. Εγώ φαντάζομαι τον εαυτό μου διακοσίων πενήντα χρόνων και νιώθω θρίαμβο – βγήκα έξω από τα όρια αυτής της αναπόφευκτης γήρανσης, και τι θα γίνει μετά — είναι ένα μυστήριο. Και αυτή η προσμονή μαζί με την αίσθηση του μυστηρίου — είναι το όγδοο στοιχείο της λίστας μου. Η αίσθηση αυτών των ΦΑ έχει δυνατό αντίκτυπο με την βεβαιότητα-250. Έπειτα υπάρχει και η προσμονή των νέων γνώσεων και δεξιοτήτων. Για παράδειγμα, δεύτερη χρόνια σπουδάζω στο σχολείο των πιλότων, μαθαίνω να οδηγώ ένα αεροπλάνο.

    – Σκοπεύεις να πετάξεις??

    – Εδώ σε θέλω, ουσιαστικά – όχι, – χαμογέλασε ο Πολ. – Αυτή η δεξιότητα θα μπορούσε να θεωρηθεί εντελώς άχρηστη, αν έχεις υπ` όψιν σου την καθαρά πρακτική της χρήση, όμως, μου αρέσει να το μαθαίνω! Αισθάνομαι απόλαυση από το ότι αποκτώ νέες δεξιότητες και νέες γνώσεις, και όταν σκέφτομαι — πόσα ακόμα ενδιαφέροντα πράγματα θα μάθω σε αυτά τα διακόσια πενήντα και παραπάνω χρόνια, θέλω να επιδιώξω να ζήσω όχι λιγότερα από αυτή την ηλικία =  η βεβαιότητα μου, η αποφασιστικότητα ενισχύονται.

    – Έμεινε ο τελευταίος, δέκατος παράγοντας!

    – Ναι. Η εκπαίδευση των άλλων ανθρώπων. Θέλω να μεταδώσω τις γνώσεις μου, τις δεξιότητες στους άλλους ανθρώπους, κάνοντας για αυτούς πολλά η λίγα — σύμφωνα με το βαθμό του αμοιβαίου ενδιαφέροντος μεταξύ μας.

    – Δηλαδή… αυτό, που κάνεις και τώρα?

    – Ναι, αφού σου λέω κάτι, που δεν ξέρεις, και που μπορεί να αλλάξει τη ζωή σου.

    – Μα εγώ μπορώ να τα μάθω όλα τα αυτά και χωρίς εσένα, απλώς διαβάζοντας τις οδηγίες η μιλώντας με τους άλλους.

    – Φυσικά, αλλά τι μπορεί αυτό να αλλάξει σε εκείνη την απόλαυση, που εγώ αισθάνομαι, όταν λέω κάτι ενδιαφέρον στον άνθρωπο, τον οποίο έχω συμπαθήσει?

    – Ε… ναι.

    – Εντάξει, – συνόψισε ο Πολ. – Τέλος για σήμερα.