Το κλαδί έσπασε με δυνατό κρότο, και ο Σλιπ πάγωσε.
«Έλα να δεις… σε λίγο θα είμαι ίδιος με τους καδούμ. Έγινα τελείως απρόσεκτος… καβάλησα το καλάμι; Κοίταξε καλά, Σλιπ, το δάσος μπορεί να σου δώσει ένα μαθηματάκι, όπως το έκανε στους καδούμ…»
Τώρα πρέπει να περιμένω, να σταθώ λιγάκι, ακόμα καλύτερα – να καθίσω. Ναι, καλύτερα να καθίσω. Σε μια τέτοια κατάσταση, όταν πατάς σε κλαδιά και κάνεις φασαρία γύρω-γύρω, μπορεί να πάθεις οτιδήποτε.
Τα πάντα γύρω μου είναι τραχιά, χνουδωτά, βρεγμένα, μυρωδάτα, πυκνό υγρό χορτάρι, τα ψηλά δέντρα με πλούσιες κορυφές έχουν κόκκινη κόρα, οι κορμοί και τα κλαδιά τους είναι γεμάτα με λειχήνες. Μεγάλα οβάλ φύλλα πλέουν στο ρηχό διάφανο ρυάκι.
Το δάσος ίσως θα φαινόταν σκοτεινό και αφιλόξενο σε ένα άπειρο μάτι, η σελήνη έφυγε από τον ουρανό, και όλες οι σκιές μαζεύτηκαν, ενώθηκαν μεμιάς σε ένα ολόκληρο, υγρό, νευρικό, απρόβλεπτο πλάσμα. Κάποτε τέτοιες αφέγγαρες νύχτες ο Σλιπ προσπαθούσε να μην βγάλει τη μύτη του έξω, όμως τώρα ήξερε, πώς να βρει το δρόμο του μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Για αυτό δεν έπρεπε να κοιτάζει σπασμωδικά προς όλες τις μεριές, και σίγουρα δεν χρειαζόταν να κοιτάζει κάπου, προσπαθώντας να διακρίνει κάτι – όλα τα αυτά ήταν τελείως περιττά. Για να δεις, πρέπει να σηκώσεις το βλέμμα σου λίγο πιο πάνω από το έδαφος, και να κούνησες το κεφάλι σου από την μια μεριά στην άλλη, αβίαστα, χαλαρώνοντας κάπως τα μάτια σου, να σαρώνουν το σκοτάδι απαλά και ευρεία; να μην προσπαθείς να πιάσεις τις λεπτομέρειες, αλλά να συγκεντρωθείς ήρεμα σε αυτό, που θέλεις, και τότε κάποια στιγμή ακριβώς στο κέντρο του στήθους εμφανίζεται μια λεπτή, σχεδόν άπιαστη προαίσθηση, η οποία και θα σε οδηγήσει στο στόχο. Τώρα και αυτός έμαθε πια να το κάνει, μετά από εξάσκηση μέσα στην πυκνή βλάστηση πάνω στους ακίνδυνους λόφους των Κορακιών, μισή μέρα δρόμου από εδώ. Τη νύχτα ο άνεμος με ιδιαίτερη μανία ξεφυσάει τις μυρωδιές έξω από τους λόφους, πιάνοντας τις πολύ κοντά στο έδαφος και παρασέρνοντας τις κάθετα, ψηλά προς τις κορυφές των δέντρων, και μετά τις κατεβάζει απαλά στην άκρη του δάσους, ανάμεσα στους λόφους, έτσι δεν χρειάζεται να ανησυχείς, ότι η ευαίσθητη μύτη θα δίνει τις απαντήσεις στα μάτια. Αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο, καθόλου… Ο Σλιπ ένιωθε περήφανος για τα επιτεύγματά του, αλλά αμέσως θυμήθηκε την μακριά Καρίσσα και γρήγορα μετρίασε την επάρκεια, που εμφανίστηκε, ακριβώς στη σωστή στιγμή! Η λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην ανέμελη γνώση, που ζούσε μέσα στο στήθος του, και αυτά, που εκείνος άκουσε, είδε, μύρισε, ένοιωσε, δεν είχε χαθεί. Έπειτα από μια μικρή κίνηση η σύνδεση επανήρθε, εκείνος και πάλι έγινε ένα αναπόσπαστο κομμάτι αυτού του δάσους, όχι μόνο ο κυνηγός η το θήραμα. Ναι… θα μπορούσε να μάθει πάρα πολλά από την Καρίσσα. Θα επιστρέψει σε αυτήν οπωσδήποτε, και όχι μια φορά.
Ο Σλιπ γύρισε τον κόσμο με τα μάτια του, αφουγκράστηκε τις αισθήσεις του. Ναι… αναμφισβήτητα, εκείνος ο σκούρος λεκές ανάμεσα στους άλλους μαύρους λεκέδες βρίσκει ανταπόκριση μέσα στο στήθος του. Πατώντας μαλακά και λυγίζοντας το κορμί του, επαναλαμβάνοντας τα τρυφερά αγγίγματα των φουντωτών κλαδιών από τα έλατα στα πλευρά του, εκείνος έκανε μερικά βήματα μπροστά. Το σκοτάδι υποχώρησε. Ακριβώς εδώ θα είναι πολύ καλά. Δυο μεγάλα πεύκα ψήλωσαν, ενωμένα κοντά στο έδαφος, δημιουργώντας ένα κρυφό ανθεκτικό κατάλυμα, και όταν ο Σλιπ ξεσήκωσε τα φύλλα κοντά στις ρίζες, η εσοχή έγινε αρκετά βαθιά, τώρα εκείνος μπορούσε να γείρει με τη πλάτη του πάνω στο τραχύ φλοιό. Ζεστό… τα πεύκα πάντα είναι ζεστά… ζεστά και άνετα. Και οι σημύδες είναι καλές, αλλά κάπως πιο απόμακρες, σαν να ζούνε τη δική τους ζωή και δεν τους αρέσει η παρέα. Τώρα μπορώ να χαλαρώσω και να αφεθώ στις σκέψεις και στις αισθήσεις μου.
…η Καρίσσα. Περνούσε ωραία μαζί της… Μακριά, αστεία… Στην αρχή ο Σλιπ δεν τη πήρε στα σοβαρά, αλήθεια – τι μπορείς να περιμένεις από ένα τόσο παράξενο πλάσμα; Η συνάντηση τους ήταν τυχαία. Συνέβη, όταν εκείνος έκανε την πρώτη του προσπάθεια να φτάσει στα σύνορα. Ήταν διαβολικά πεινασμένος τότε, δεν είχε βρει κανένα φαγητό εδώ και δυο μέρες, και το ήξερε εκ των προτέρων, πως δεν θα υπάρχει τίποτα σε όλο το δρόμο από τους βάλτους με τα καλάμια μέχρι την παρατημένη φωλιά, αλλά η περιέργεια νίκησε τη λογική, και γνώριζε κιόλας, ότι μετά από την παρατημένη φωλιά άρχιζε η κοίτη του ποταμού, γεμάτη με τροφή. Δυο μέρες χωρίς φαγητό – δεν είναι και τίποτα το φοβερό, υπήρξαν και πιο δύσκολοι καιροί, μα και ο Σλιπ δεν ήταν παιδάκι πια και ήξερε, πώς να επιβιώσει στο δάσος, όμως, δεν προέβλεψε την έλλειψη του νερού. Δεν του πέρασε από το μυαλό να ρωτήσει, και η Νάρα δεν είπε τίποτα – είτε ξέχασε, είτε το έκανε επίτηδες – για να μάθει, να του φύγει η όρεξη να φυτρώνει εκεί, που δεν τον έσπειραν. Φυσικά, η Νάρα δεν τα χρειάζεται όλα αυτά, τα έχει όλα καλά, για ποιο λόγο να ψάξει για μπελάδες; Πολύ χαρακτηριστικό για εκείνη… έτσι είναι όλοι τους – όλο το σόι και οι φίλοι του, και οι συγγενείς των φίλων του… επάρκεια… στην αρχή νομίζεις, ότι σε αυτήν βρίσκεται η ευτυχία, και μετά η επάρκεια μετατρέπεται σε μια ανοιχτή πληγή, σαν να πεθαίνεις λεπτό προς λεπτό. Γιατί έτσι; Γιατί οι άλλοι μπορούν απλώς να ζουν μια μέρα μετά την άλλη, και αυτός, ο Σλιπ, δεν μπορεί;
Μήπως η Νάρα δεν είχε πάει και ποτέ εδώ, απλώς το καμαρώνει? Ποιος ξέρει… πάρα πολλά κουτσομπολιά, και πολύ λίγη αλήθεια. Όπως και να έχει, τουλάχιστον, τώρα θα υπάρξει περισσότερη σαφήνεια.
Τη πρώτη μέρα εκείνος έτρεχε με μέγιστη ταχύτητα, αλλά μέχρι το βράδυ είχε κουραστεί πολύ να λικνίζεται ανάμεσα στους αμέτρητους κορμούς, που μεγάλωναν προς όλες τις μεριές, ή ήταν τυλιγμένοι μεταξύ τους υπό τις πιο απίστευτες γωνίες. Στο τέλος, με πρησμένη από τη δίψα γλώσσα, ο Σλιπ έπεσε σε ένα ανάχωμα, καλυμμένο με πυκνά ξερά βρύα, και για πρώτη φορά στη ζωή του ζήλεψε τα δέντρα, μετανιώνοντας για την απουσία των ριζών, με τις οποίες θα μπορούσε να βγάλει το νερό από τη γη. Να είχε μια τέτοια ρίζα τώρα, όπως το έλατο – να περνάει δυνατά κάτω, προς τη ζέστη, προς το νερό. Τα δέντρα ζουν τη δική τους ζωή, μυστική, μακρινή… Σχεδόν αποκοιμισμένος, ο Σλιπ έβλεπε ανάμεσα στα μισόκλειστα βλέφαρά του, πως μέσα από τα κλαδιά των πεύκων και ελάτων ρέουν ασταμάτητα πάρα πολλά λεπτά πράσινα διακεκομμένα νήματα. Τα δέντρα επικοινωνούν μεταξύ τους, το γνώριζε αυτό, αλλά είναι δυνατόν να τα καταλάβεις; Όχι απλώς να χρησιμοποιήσεις αυτή την αμίλητη γνώση, αλλά συγκεκριμένα να καταλάβεις, να αισθανθείς – τι εκείνα νιώθουν και πώς; Αυτή είναι και πάλι, μια «περίσσια» ερώτηση, – από εκείνες, για τις οποίες τον κυνηγούσαν συχνά οι μεγάλοι. Και αν φανταστεί, ότι και από εκείνον βγαίνουν τα λεπτά νήματα, μπαίνουν σε αυτόν τον αεικίνητο χορό;… για μερικά δευτερόλεπτα ο Σλιπ ένιωσε μια ασυνήθιστη αίσθηση, τον διαπέρασε ένα ελαφρύ άγγιγμα, όμως, ο ερχόμενος ύπνος τον παρέσυρε μακριά.
Πέρασε τη νύχτα με εφιάλτες. Έβλεπε διάφορες βλακείες – μια τις κραυγές των καδούμ, και ερχόταν ο φόβος, ότι θα τον βρουν και τον πιάσουν, μια το ανάχωμα άρχισε να βουλιάζει, και στην αρχή αυτός χάρηκε – έτσι επιτέλους θα φτάσει στο νερό, αλλά με κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε, ζεσταινόταν όλο και πιο πολύ, ο αέρας άναψε και τον πονούσε κατά την εισπνοή. Ο Σλιπ ξύπνησε με βραχνό επιφώνημα, προσπαθώντας να ηρεμήσει την αναπνοή του και ανακάλυψε, ότι ο λαιμός του όντως άναψε και πονάει με κάθε γουλιά, – αποδείχθηκε, ότι εκείνος έκανε ένα σοβαρό λάθος. Μέσα στα βρύα φύτρωναν οι βρομιάρες [μανιτάρια – παρατήρηση του μεταφραστή], και όταν αυτός έπεσε πάνω τους στον ύπνο, ολόκληρο σύννεφο από πικρά σπόρια βγήκε στον αέρα, τα εισέπνευσε τώρα, και ένιωθε πολύ χάλια. Το υπόλοιπο της νύχτας πέρασε στο παραμιλητό. Ο Σλιπ μια έπεφτε μέσα στα πυρετώδη οράματα, μια έβγαινε από αυτά με έναν αναστεναγμό. Μόλις έκλειναν τα μάτια του, και άρχιζε ξανά η κίνηση των δέντρων, θάμνων, χόρτων, η γη έτρεχε κάτω από τα πόδια και ξαφνικά έστριβε αριστερά, πάνω, κάτω… Πόσο πια θα κρατήσει αυτός ο βασανισμός… Πότε θα ξημερώσει? Ένα λεπτό περνούσε μετά το άλλο, ο Σλιπ ανασηκωνόταν, γύριζε, άλλαζε πλευρό, βούλιαζε στον ύπνο και έβγαινε από αυτό, σχεδόν κλαίγοντας από την απελπισία, αφού ακόμα και ο ύπνος δεν τον έσωζε από τη φρίκη.
Μόλις ξημέρωσε, εκείνος αμέσως πήρε δρόμο, αν και καταλάβαινε, βέβαια, ότι είναι αρκετά επικίνδυνο – να περπατάει στα υγρά από τις δροσοσταλίδες χόρτα, πατώντας τα και αφήνοντας ίχνη. Στο κεφάλι του υπήρξε μόνο μια σκέψη – να φύγει μακριά όσο πιο γρήγορα μπορεί, ώστε να μην έχει νόημα η επιστροφή, για να γίνει η κοίτη του ποταμού ένας μαγνήτης, που τον τραβά και αυξάνει τις δυνάμεις του. Δοκίμασε να γλείψει τις δροσοσταλίδες, αλλά αυτό έκανε τη δίψα του χειρότερη – όχι, καλύτερα να το ξεχάσει, εμπρός, μόνο εμπρός. Αυτή είναι μια σημαντική ανακάλυψη – όσο πιο πολύ σκέφτεσαι για το πόσο χαλιά είσαι, τόσο χειρότερα γίνεσαι, έτσι πρέπει απλώς να σταματήσεις να σκέφτεσαι για όλα τα αυτά.
Όταν η Κάρι τον μάθαινε να σκέφτεται, ανάμεσα στα πολλά του έλεγε, ότι οι καδούμ δεν σταματάνε ποτέ τη σκέψη – απλώς δεν μπορούν να τη σταματήσουν. Καταπληκτικό! Πόσο παράξενα, ακατανόητα πλάσματα είναι! Τότε τους είχε ζηλέψει, απίστευτο – εκείνος σχεδόν βγαίνει από το δέρμα του για να μάθει να σκέφτεται έστω λιγάκι, και αυτοί… όμως, τώρα ο Σλιπ κατάλαβε, γιατί η Κάρι μιλούσε για αυτή την καταπληκτική ικανότητα με λύπηση, και όχι με ζήλια, μάλλον, εκείνη τη στιγμή τους συμπονούσε! Μα όχι, είναι αδύνατον… ποιον συμπονούσε εκείνη, λοιπόν; Τώρα θα είναι η πιο σωστή στιγμή να ελέγξει – πόσο καλά είχε μάθει τα μαθήματα του. Ένα πράγμα – να σκέφτεσαι, όταν είσαι χορτάτος, ξεδιψασμένος και ευχαριστημένος, και τελείως διαφορετικό – όπως είναι τώρα… κουρασμένος, πάνω στο τρέξιμο… θα το καταφέρει?
Το δριμύ δάσος ξαφνικά αραίωσε, η γη έγινε σκληρή, σκονισμένη, το φτωχό χορτάρι δεν τη συγκρατούσε. Τα χελιδόνια πετούσαν γύρω σε σμήνη, πιο ψηλά από αυτά έκοβαν κύκλους τα κοράκια, και ακόμα πιο ψηλά απλωνόταν σχεδόν καθαρός ουρανός, ατέλειωτος, ακατανόητος, διαπεραστικός.
Ο Σλιπ συγκεντρώθηκε στην ερώτηση και άρχισε να ψάχνει μέσα του εκείνη την ξεχωριστή αίσθηση, η οποία οδηγεί στην γέννηση της απάντησης. Πόσος καιρός, πόσοι κόποι είχαν αφιερωθεί, ωσότου εκείνος δεν έμαθε να ψηλαφίζει αυτή την σχεδόν άπιαστη κατάσταση. Η Κάρι… ήταν τόσο αφοσιωμένη… Σε ευχαριστώ, Κάρι, πρόλαβες να με διδάξεις. Σαν να ένιωσες, ότι οι μέρες σου είναι μετρημένες, και βιαζόσουν τόσο πολύ, με βασάνιζες τόσο αλύπητα, ότι κάποιες φορές ήθελα να σου βάλω τις φωνές. Αλλά τώρα πια δεν θα ξεχάσω, δεν θα το χάσω αυτό…
Η αίσθηση της προσμονής για τη γέννηση της σκέψης εμφανίστηκε σε τριάντα δευτερόλεπτα περίπου. Όχι ιδιαίτερα εντυπωσιακό, φυσικά, μα είναι κατανοητό, αφού η κούραση είναι τόσο δυνατή. Αυτή η αίσθηση – σαν τεντωμένη μέσα στον θώρακα χορδή, λεπτή, μελωδική, αν θα μπορούσες να τη δεις, θα έδειχνε σαν ένας ανάλαφρος, υγρός αραχνοιστός, που λάμπει μέσα στις ακτίνες του ήλιου. Τώρα πρέπει να «φτιάξει τη φωλιά». Η Κάρι αγαπούσε αυτή την εικόνα, τις άρεσαν γενικά οι μορφές – βοηθούσαν στ` αλήθεια πάρα πολύ καλά, ειδικά στην αρχή. Να νιώσεις την προσμονή της γέννησης της σκέψης, και ταυτόχρονα να συγκεντρωθείς στην ερώτηση σου – να περνάς από το ένα στο άλλο, από το άλλο στο τρίτο, πολλές φορές, ωσότου αυτά δεν ενωθούν μεταξύ τους, ωσότου δεν εμφανιστεί η αίσθηση της σκληρής βεβαιότητας – αυτό το φαινόμενο η Κάρι ονόμασε «το φτιάξιμο της φωλιάς», και έλεγε, ότι από τη στιγμή, που υπάρχει η φωλιά, και είναι καλοφτιαγμένη και ζεστή, το πουλί οπωσδήποτε θα έρθει να ζήσει σε αυτήν. Πρέπει απλώς να περιμένεις λιγάκι, και αυτό θα πετάξει.
«Τον εαυτό της!» Η σκέψη εμφανίστηκε – ήρθε το πουλί. Ορίστε, κατάφερε τα πιο δύσκολα, ο Σλιπ πάντοτε κολλούσε σε αυτό. Με την παρορμητικότητα του, την αχαλίνωτη παιδιάστικη ενέργεια, που τον πλημμύριζε, το να μείνει ακίνητος κάπου πολύ βαθιά μέσα του, να «φτιάξει φωλιά» και να περιμένει – δεν ήταν καθόλου εύκολος σκοπός. Άρα, η Κάρι συμπονούσε τον εαυτό της. Παράξενη απάντηση… δεν καταλαβαίνω… για ποιο λόγο να λυπάται τον εαυτό της, αφού δεν είναι μια καδούμ, αν για εκείνη η παύση της νόησης ήταν εξίσου απλή, όσο είναι απλό για μένα να σταματήσω το τρέξιμο μου; Κάτι δεν ταιριάζει, κάτι δεν πάει καλά… εντάξει, αργότερα.
Έτσι, με τις σκέψεις και τις αναμνήσεις για διάφορα, η και καθόλου χωρίς σκέψεις, αφηρημένος στις αισθήσεις του, προς το τέλος της δεύτερης ημέρας ο Σλιπ έφτασε τελικά στην παλιά του φωλιά. Οι συντεταγμένες ήταν σωστές. Τουλάχιστον σε αυτό η Νάρα δεν τον κορόιδεψε. Η φωλιά αποδείχθηκε ένα μικρό κομμάτι γη, κρυμμένο κάτω από μια πέτρινη εξοχή. Γύρω φύτρωναν πυκνοί θάμνοι της άγριας τριανταφυλλιάς, δίπλα κρέμονταν τα κλαδιά της σημύδας. Σε μια άλλη εποχή εκείνος οπωσδήποτε θα είχε απολαύσει αυτή την ιδανική φυσική κρυψώνα, όμως, τώρα δεν είχε καιρό για χάσιμο – χρειαζόταν επειγόντως νερό, και αυτό δεν υπήρχε. Με τη μύτη του ο Σλιπ έπιανε μια αδύναμη μυρωδιά της φρεσκάδας, αλλά από πού ερχόταν αυτή; Φυσικά, αν σηκωθεί αύριο πολύ νωρίς το πρωί και επιθεωρήσει την περιοχή, αργά η γρήγορα θα καταλάβει, προς τα που είναι το νερό, αλλά να περάσει άλλη μια νύχτα… όχι, δεν γίνεται.
Σιγά-σιγά άρχισε να τον πλησιάζει η απελπισία, διότι πριν από το ηλιοβασίλεμα δεν είχε καλές πιθανότητες να πετύχει την κατεύθυνση. Εκείνη τη στιγμή ο Σλιπ ανακάλυψε, ότι η δίψα έπαιξε το ύπουλο παιχνίδι της, και τελικά παρατήρησε πάρα πολύ αργά, ότι κάποιος τον παρακολουθεί. Ευτυχώς, δεν ήταν ένα θανάσιμο λάθος, μα αν θα ήταν ένας καδούμ… Δεν ήταν καδούμ, ωστόσο. Κοφτερό βλέμμα, πονηρή συμπεριφορά – αν ήθελε, ο Σλιπ θα μπορούσε με μερικά πηδήματα να φτάσει και να την αρπάξει, όμως, όχι στην κατάσταση, που βρισκόταν τώρα.
– Με λένε Σλιπ, και εσύ ποια είσαι? (ίσως, εκείνη ξέρει, πού είναι το νερό? Τότε η φιλία αυτή μπορεί να τον ωφελήσει.)
Τα διαπεραστικά ματάκια εξαφανίστηκαν στη στιγμή ανάμεσα στις πέτρες και ξερά κλαδιά… Τι να κάνει… Σύρσιμο στο πλάι – να τη, ακριβώς δίπλα, πάνω σε μια μεγάλη πέτρα! Πώς το καταφέρνει – να κινείται έτσι, ώστε ακόμα και αυτός, καθόλου τυχαίος στην τέχνη της ιχνηλασίας, δεν ακούει ούτε τον ήχο των βημάτων της, ούτε νιώθει τη μυρωδιά της?
– Άκουσε με, μη φεύγεις, δεν θα σε βλάψω…
Η μύτη της ζάρωσε με ένα χαμόγελο.
– Σίγουρα:) Ένα μισοπεθαμένο χνουδωτό σκουλήκι δεν μπορεί να βλάψει την γρήγορη Καρίσσα!
Κοίταξε την… Τα μάτια του Σλιπ άναψαν με θιγμένη περηφάνια. Κανείς δεν τολμά να τον ονομάσει έτσι, ακόμα και όταν είναι τόσο αδύναμος. Μα τι να κάνεις; Δεν θα ξεδιψάσει με την υπερηφάνεια, πρέπει να ξεπεράσει τον θυμό του, να συγκεντρωθεί και να μην το δείξει, για να μην τρομάξει την πονηρή τσαούσα.
– Άκου, χρειάζομαι μόνο το νερό, πες μου – πώς θα το βρω? Δεν μένει καθόλου χρόνος μέχρι τη νύχτα, έχω να φάω και να πιω δυο μέρες, και δεν θα ήθελα…
– «δεν θα ήθελα»? – η Καρίσσα τον διέκοψε, κοροϊδεύοντας περιφρονητικά τον τόνο του. – Δεν είσαι σε θέση να πεις «δεν θα ήθελα» – είναι η πιο κατάλληλη στιγμή να πεις «βοήθησε με, σε παρακαλώ». Τι – δεν σε αφήνει η περηφάνια?
Ο Σλιπ είχε εκνευριστεί και θίχτηκε, και ιδιαίτερα τον αγρίευε το γεγονός, ότι ήταν όντως πολύ αδύναμος για να κάνει κάτι, η υπερηφάνεια τον εμπόδιζε να δεχθεί τις συνθήκες, όπως αυτές έχουν σχηματιστεί. Υπερηφάνεια – είναι η οικογενειακή περιούσια, όλοι οι συγγενείς του καμάρωναν για αυτήν… αηδία… τι βλακεία και αυτή – καμαρώνουν για την περηφάνια τους… και τώρα βγαίνει, ότι αυτό, που του παρουσιαζόταν σαν μια απόλυτη άξια, γίνεται βάρος, και όχι απλό βάρος, αλλά ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο για την επιβίωση… και αυτή η Καρίσσα, απ` ότι φαίνεται, δεν σκοπεύει καθόλου να θεωρήσει δεδομένη την υπεροχή του, και θα έπρεπε να υποχωρήσει, για να επιβιώσει, ενώ εκείνος δεν το έχει συνηθίσει, δεν ξέρει, πώς είναι – να υποχωρείς.
– Καρίσσα, χρειάζομαι πάρα πολύ το νερό, αλήθεια…
– Αστείο σκουλήκι! Δεν σε βοήθησε η αλαζονεία σου, τώρα, δηλαδή, αποφάσισες να χτυπήσεις στη λύπηση; Δεν έχω χρόνο για βλακείες. Η θα με ρωτήσεις, όπως πρέπει, ή φεύγω.
Ο Σλιπ δεν ήθελε και δε μπορούσε πια να αντισταθεί, ήδη άνοιξε το στόμα για να πει «παρακαλώ»… και δεν μπόρεσε! Δεν γνώριζε ποτέ, ότι είναι τόσο δύσκολο! Καταραμένη υπερηφάνεια… πώς γίνεται αυτό, αφού θέλω τόσο πολύ… σαν να στράβωναν τα σαγόνια από μια κράμπα, όταν τελικά κατάφερε να πει τη σωστή φράση.
– Μα τους Θεούς! Ο ήρωας επιτέλους μας έκανε τη χάρη να ζητήσει κάτι:) – η Καρίσσα γέλασε χωρίς κακία. – Εντάξει, θα σε βοηθήσω. Έχεις όμορφα μάτια, και εγώ έχω αδυναμία στους νοστιμούληδες…
Η αίσθηση της βαθιάς δύνης εμφανίστηκε μπροστά, στο κέντρο του θώρακα του Σλιπ, σαν να άρχιζε να γυρίζει κάποιο βαρύ, πυκνό υγρό, υπακούοντας σε μια ακαταμάχητη δύναμη, πιο δυνατά, πιο βαθιά, αυτή η αίσθηση λες και ήταν μέσα και έξω του ταυτόχρονα, και τον γύρισε από τις αναμνήσεις στην πραγματικότητα. Τι σημαίνει αυτό; Δεν είναι και η πρώτη φορά – ο Σλιπ χώθηκε πιο μέσα στην εσοχή ανάμεσα στα δυο πεύκα, μύρισε τον αέρα, πάγωσε. Δεν πρέπει να χαλαρώνει τώρα, πρέπει να προσπαθήσει να καταλάβει – ποιο είναι το νόημα της αίσθησης αυτής, να αφήσει το δάσος να τον μάθει, και για να γίνει αυτό, πρώτα απ` όλα πρέπει να σταματήσει να σκέφτεται, μιας και οι σκέψεις, φυσικά, είναι καλές στο να κάνουν την σαφήνεια σκληρή, και να μην πλέει, σαν κλαδί στο ρυάκι, αλλά τώρα απαιτείται κάτι μεγαλύτερο από αυτόν – να γίνει ένα μέρος του στοιχείου, ένα κομμάτι του δάσους, και τότε αυτό θα του δείξει, θα τον διδάξει.
Η αίσθηση της «δύνης» μεγάλωσε ακόμα λίγο, τώρα την αντιλαμβανόταν ακόμα πιο ξεκάθαρα, απ` ότι την αίσθηση του κορμιού του. Κάποια στιγμή η ακινησία άρχισε να φαίνεται αφύσικη, ενοχλητική, και τότε πρώτα με το κεφάλι, και μετά με όλο του το κορμί ο Σλιπ έκανε σχεδόν άπιαστες μαλακές κινήσεις. Τώρα αυτός έχει ενωθεί παντελώς με το σκοτάδι του δάσους, με το χάος της συσσώρευσης των κινούμενων σκιών, ενώθηκε μέσα και έξω. Τα μάτια του έγιναν μάτια του δάσους, το δάσος άκουγε με τα αυτιά του, η ζωή του έγινε η ζωή του δάσους, και δεν μπορούσες να τον ξεχωρίσεις από το μεγαλειώδη Ολόκληρο, όπως δεν μπορείς να πιάσεις τη θάλασσα, όπως δεν μπορείς να κουβαλήσεις το δάσος στην τσέπη σου. Αυτό ήταν το ένστικτο – αρχαίο, πανίσχυρο ένστικτο της ένωσης με το στοιχείο, που χαρίζει ζωή και φέρνει τον θάνατο, σύμφωνα με μια ακατανόητη βούληση, χαρακτηριστική ακόμα και για το πιο σεμνό λουλούδι, ακόμα και για το πιο μικροσκοπικό έντομο.
Λίγα λεπτά αργότερα κάτι έβγαλε ξανά τον Σλιπ στην επιφάνεια, και τώρα ένιωθε τον εαυτό του σαν ένα μοναδικό κύμα πάνω στον ωκεανό – και μόνο του, και μέρος του καθολικού ταυτόχρονα. Εκείνος δημιουργούσε ξανά μέσα στο μυαλό του τις σκέψεις, και είχε την χαρά του πρωτοπόρου, ένιωθε τον εαυτό του σαν ορμητικό κύμα, σκληρό, σίγουρο, μαζεμένο σε ένα μέρος με μια παράξενη δύναμη και ικανό – αν το θελήσει- ή να υψώνεται πάνω από την απεραντοσύνη, ή να φεύγει στο βάθος.
…Εκείνο το βράδυ η Καρίσσα του έδειξε τον δρόμο για το νερό, και ο Σλιπ ήταν ειλικρινά απογοητευμένος. Μόλις ένα μικροσκοπικό ρυάκι, που κυλούσε κάτω από τις κρεμαστές πέτρες και απλωμένα φύλλα, έτρεχε χαρούμενα από το πουθενά στο πουθενά. Και όμως, ήταν νερό! Εκείνος έπεσε στο ρυάκι με όλο του το κορμί, γυρίζοντας, πιτσιλώντας και πηδώντας, σταματούσε σε μια απολαυστική στάση, απορροφώντας το νερό με το κάθε κύτταρο του κουρασμένου του κορμιού, έπινε, έπινε, έπινε… και επιτέλους, έμεινε ακίνητος, καρφώνοντας τη μύτη του στα ξερά φύλλα στην όχθη. Το ρυάκι έτρεχε πάνω από το καινούριο εμπόδιο, το περνούσε από το πλάι και συνέχιζε τη ροή του, και ξαφνικά μια ασυνήθιστη αίσθηση της ισχύς γέμισε τον Σλιπ, του μεταδόθηκε με έναν παράξενο τρόπο από το νερό. Ξαπλωμένος, χαζεύοντας τα σύννεφα, φωτισμένα με τη λάμψη του ηλιοβασιλέματος, ο Σλιπ κατάλαβε απολύτως ξεκάθαρα, ότι καμία δύναμη στον κόσμο δεν μπορεί να σταματήσει αυτή την φαινομενικά αδύναμη ροή. Ακόμα και αν τη καλύψουν με κορμούς δέντρων, ακόμα και αν προσπαθήσουν να τη φράξουν, αυτή θα μετατραπεί σε μια πανίσχυρη λίμνη, η οποία και πάλι ή θα ρίξει το φράγμα, ή θα βρει έναν παρακαμπτήριο δρόμο. Είναι η ίδια καταπληκτική δύναμη, η οποία επιτρέπει στο αδύναμο λουλούδι να ραγίσει το πάχος του ξηρού και σκληρού σαν πέτρα χώματος…
Ο Σλιπ κοιτούσε το μικρό κλαδάκι της βελανιδιάς, που φύτρωνε ακριβώς μπροστά από τη μύτη του, και η ίδια δύναμη, που έμπαινε μέσα του από το ρυάκι, ανταποκρίθηκε σε αυτό το τρυφερό πράσινο βλαστάρι. Είναι η ίδια δύναμη, η οποία παρά το οτιδήποτε ανοίγει τα φύλλα την άνοιξη. Μια μεγαλειώδης δύναμη κρύβεται στα πιο, με την πρώτη μάτια, αδύναμα, ανεπαίσθητα, απαρατήρητα φαινόμενα, και, διαθλασμένη μέσα στο καθένα από αυτά, τα κάνει, όπως είναι, και τίποτα δεν θα τη σταματήσει. Η δύναμη αυτή υπάρχει και μέσα στον Σλιπ, την ένοιωσε απολύτως ξεκάθαρα, ακριβώς αυτή τον κάνει μυώδη, γρήγορο, επίμονο, όπως έκανε εκείνο το φύλλο φαρδύ και πράσινο. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει αυτό, αλλά δεν μπορούσε και να μην το αισθανθεί. Ο Σλιπ θυμήθηκε, ότι η Κάρι ονόμασε αυτή την αίσθηση – «συναίσθηση της αιώνιας άνοιξης» και συμπλήρωσε, ότι οι καδούμ δεν την βιώνουν ποτέ, και για αυτό είναι συνέχεια άρρωστοι με κάτι. Απίστευτο – μπορείς να ζήσεις και να μην αισθανθείς ΠΟΤΕ κάτι τέτοιο?! Αφηρημένος και πάλι στην συναίσθηση της αιώνιας άνοιξης, ο Σλιπ με απόλαυση ένοιωσε, πως αυτή τον γεμίζει με ζωή: γιατρεύει τις γρατσουνιές, διώχνει τη κούραση, και σε έναν ενιαίο ρυθμό με αυτή την τεράστια δύναμη μέσα του ξυπνούσε, και παλλόταν σαν ρυάκι, η διαπεραστική δόνηση μιας αναιτιολόγητης ευτυχίας.
Η Καρίσσα, ξεκουράζοντας το κορμί της δίπλα σε ένα χαμηλό ανάχωμα, παρατηρούσε με χαμόγελο τη φασαρία του μέσα στο ρυάκι, και όταν εκείνος ξεδίψασε και βγήκε στην όχθη, τα βλέμματα τους συναντήθηκαν… Αστεία… Όμως, του έδειξε το νερό, και ο Σλιπ δεν ήθελε να την τρομάξει – περίμενε, ότι τώρα θα φύγει μόνη τις να κάνει τα δικά τις, αλλά η Καρίσσα δεν σκόπευε να πάει πουθενά.
– Περιμένεις κάτι από εμένα?
– Όχι από εσένα, – η Καρίσσα ζάρωσε και πάλι τη μυτούλα της.
– Και από ποιον?
– Από τον εαυτό μου.
– Δηλαδή?
– Θέλω να αισθανθώ – να σε μάθω ή να μην σε μάθω.
– Να με μάθεις τι? Τι θα μπορούσα να μάθω?
– Περήφανος, χαζός…
– Περήφανος – ναι. Χαζός – όχι, από που το κατάλαβες, ότι είμαι χαζός?
– Η περηφάνια πάντα σε κάνει χαζό.
– Ε, τότε είναι και ο πατέρας μου χαζός, και η μητέρα χαζή, και ο παππούς, που μου έμαθε το κυνήγι, και όλοι οι συγγενείς μου, που με βοηθούσαν και με δίδαξαν – όλοι αυτοί είναι χαζοί, ναι?:), – ο Σλιπ γέλασε άκακα.
– Ναι, αν είναι περήφανοι, είναι χαζοί. Όλοι τους.
– Μα πώς σου ήρθε τώρα αυτό?
Η κουβέντα άρχισε να κουράζει λιγάκι τον Σλιπ. Βέβαια, της είναι ευγνώμον για τη βοήθεια, αλλά τώρα, μάλλον, ήρθε η ώρα να γυρίσει στην παρατημένη φωλιά, και να κοιμηθεί επιτέλους πριν από το αυριανό ταξίδι.
– Αν είσαι περήφανος, τότε είσαι αδύναμος. Και όσο πιο πολύ περήφανος είσαι, τόσο πιο πολύ αβοήθητος. Για παράδειγμα, τώρα – θα μπορούσα να διδάξω σε σένα μια πολύ σημαντική τέχνη, μάλλον, θα μπορούσα… δεν μου φαίνεσαι χαζός, αλλά απορρίπτεις τη βοήθεια μου μόνο και μόνο, επειδή λέω κάποια πράγματα, που σε θίγουν. Απορρίπτεις λόγο της περηφάνιας σου, επειδή έχεις μάθει, ότι είσαι μια σημαντική προσωπικότητα, ότι πρέπει να σε σέβονται. Και το αποτέλεσμα; Εσύ παίρνεις μια αλαζονική στάση και χάνεις την ευκαιρία σου, η υπερηφάνεια σου στερεί την ευαισθησία, και όταν εσύ είσαι αναίσθητος, περνάς δίπλα, ενώ πρέπει να σταματήσεις, και σταματάς, ενώ θα έπρεπε να τρέξεις, σαν το άνεμο. Δεν είναι μια βλακεία αυτό; Φαντάσου, ότι κάνεις το ίδιο, όταν κυνηγάς – έτσι δεν θα πιάσεις ούτε ένα ψωριασμένο ποντίκι!
Για κάποιο λόγο η μορφή του ψωριασμένου ποντικιού δεν άρεσε και τόσο πολύ στον Σλιπ. Αν και εκείνη δεν τον προσέβαλε, και πάλι… κάπως περίεργα ακούγονταν όλα αυτά. Ο Σλιπ ένοιωσε άβολα. Με έναν παράξενο τρόπο εκείνος δεν ένιωθε πια, πως ελέγχει την κατάσταση, και αυτή η αστεία μακριά Καρίσσα ήξερε να φερθεί έτσι, ώστε δεν μπορούσες να καταλάβεις με ακρίβεια – αν σε κοροϊδεύει η όχι.
– Αν δε θέλεις, μην το πιστεύεις, αλλά ξέρω να κυνηγάω αρκετά καλά.
– Πιστεύω. Όμως εγώ μιλάω τώρα για ένα άλλο κυνήγι. Σου λέω για το κυνήγι της σοφίας. Χρειάζεται άψογη υπομονή, αντοχή και τελικό ορμητικό άλμα για να πιάσεις τον λαγό, μιας και αν είσαι ανίκανος να καθίσεις ήρεμα στη θέση σου και θα κάνεις φασαρία – θα γελάσει και το τελευταίο κουνέλι της γειτονιάς. Το κυνήγι της σοφίας απαιτεί απόλυτη εσωτερική ησυχία – καμία υπερηφάνεια, κανένα παράπονο – τίποτα, απόλυτη σιγή, τότε θα πετύχεις. Λοιπόν, αξιότιμε φίλε μου, αυτή τη στιγμή θα κάνεις την επιλογή σου – ή θα μείνεις περήφανος και χαζός, και εγώ θα φύγω, ή αμέσως τώρα θα δείξεις ευαισθησία, συγκέντρωση στο στόχο και προσμονή, και τότε θα δε διδάξω.
Φτάνοντας σε αυτό το σημείο στις αναμνήσεις του, ο Σλιπ άθελά του ανατρίχιασε, και ένα κύμα αναταραχής πέρασε σε όλο του το κορμί. Πόσο τυχερός ήταν τότε, που δεν βούτηξε στη τσαντίλα! Διαφορετικά τίποτα από αυτά δεν θα μπορούσαν να συμβούν – ούτε το ταξίδι του προς τα σύνορα, ούτε η χαρά των ανακαλύψεων, και δεν θα είχε συναντήσει την Κάρι, και γενικώς…
Κόντευε να ξημερώσει. Ο Σλιπ ακόμα και με κλειστά τα μάτια ένοιωσε, πως το πρωί πλησιάζει, από την αύξηση της φρεσκάδας στον αέρα, από την δύναμη, που γέμιζε τους μύες του. Απίστευτο, θα φτάσει στα σύνορα σήμερα κιόλας; Δυο μέρες δρόμου μέχρι την παρατημένη φωλιά, ακόμα μια μέρα στα σπασμένα βράχια, – και πάλι χωρίς νερό, αλλά τουλάχιστον δεν θα υπάρξει κανένα πρόβλημα με τη τροφή, ακόμα μισή μέρα στην πυκνή, υγρή βλάστηση, τόσο πυκνή, ότι ήταν δύσκολο καμία φορά να βρει μια σκισμή ανάμεσα στους αμέτρητους κορμούς, και άλλη μισή μέρα πλάι στην χαράδρα. Θα το καταφέρει αυτή τη φορά? Ήταν η τέταρτη προσπάθεια του!
Και εκείνη τη στιγμή ο Σλιπ ένιωσε, πως κάτι δεν πηγαίνει καθόλου καλά. Κάτι είναι λάθος… τι, όμως; θα αποτύχει και τώρα; Ανασηκώθηκε, πάγωσε. Όχι, δεν υπάρχει τίποτα στον αέρα, όλα είναι ήσυχα. Αδύναμο, σχεδόν καθόλου ευδιάκριτο φως της αυγής δεν τον άφηνε να δει τίποτα ακόμα, αλλά και χωρίς αυτό κατάλαβε ξεκάθαρα, πως φταίει κάτι άλλο – όχι αυτό, που μπορείς να ακούσεις ‘η να δεις. Είναι αλήθεια – αυτό, που έλεγε η Νάρα για μια μυστική δύναμη, η οποία φυλάει τα σύνορα, και την οποία δεν κατάφερε ακόμα κανείς να ξεπεράσει! Ο Σλιπ δεν πίστευε σε αυτά τα παραμύθια. Ο, τι και να ήταν αυτή η δύναμη, είτε θα είναι ένα μέρος του δάσους, και ο Σλιπ μπορούσε να την αισθανθεί, να τη προσπεράσει, να τη ξεγελάσει, μετατρεπόμενος σε ένα δικό της κομμάτι, είτε εκτός αυτού, και τότε… εκείνος δεν γνώριζε, τι θα γίνει τότε. Όχι, θα έπρεπε να αναζητήσει το λάθος σε κάτι άλλο, κάτι δεν πάει καλά με τον ίδιο τον εαυτό του… ήταν… όχι τώρα πια. Άρα – όλα είναι καλά; Όχι, έχει πλέον την πικρή πείρα της περιφρόνησης για την προαίσθηση του κινδύνου… Πρέπει να δοκιμάσει να επαναλάβει όλα ξανά από την αρχή, να τα ξεκαθαρίσει, αλλιώς, όταν ο εχθρός θα χτυπήσει, θα τον βρει απροετοίμαστο.
Ο Σλιπ ξάπλωσε και πάλι, χαλάρωσε, έπαψε όλες τις σκέψεις του, το όριο ανάμεσα στην προσωπικότητα και στην αίσθηση του ενιαίου στοιχείου θόλωσε λιγάκι, εκείνος «βούτηξε» ξανά κάτω από την επιφάνεια… τον κάλυψε ελαφριά υπνηλία, το σώμα σαν να κινήθηκε πιο πέρα… τώρα, ο Σλιπ άρχισε να ξυπνάει και πάλι, προσπαθώντας να επαναλάβει τα πάντα, όπως έκανε πριν. Φτάνει το ξημέρωμα… ο αέρας γεμίζει με φρεσκάδα και δροσιά, οι μύες του βουίζουν με μια ξεχωριστή κρυμμένη δύναμη. Σήμερα εκείνος θα φτάσει στα σύνορα; Δυο μέρες δρόμου… στοπ! Ακριβώς εδώ κάτι δεν πάει καλά. Και πάλι εμφανίστηκε η αίσθηση της ανησυχίας, κάτι στραβό, μα τι;;; Ορίστε, εδώ – – «απίστευτο, σήμερα θα φτάσει;».
Ο Σλιπ επαναλάμβανε αυτή τη σκέψη μια φορά μετά την άλλη, και τώρα έβλεπε απολύτως ξεκάθαρα, ότι ακριβώς αυτή έφερνε στη ζωή κάτι σκοτεινό, που κατανάλωνε τις δυνάμεις του και την οξύτητα της προσοχής του… Η Κάρι δεν έλεγε τίποτα για το ότι οι σκέψεις μπορούν να τον επηρεάσουν ΕΤΣΙ, όμως, εκείνη δεν είχε και καιρό για αυτό. Εντάξει, φτάνει με τη γρίνια. Έλεγε-δεν έλεγε, εκείνος έχει δικό του μυαλό. Όπως και να` ναι, τώρα κατάλαβε καλά, ότι οι σκέψεις, σαν και αυτήν, είναι εχθρικές, επώδυνες, σε χαλαρώνουν και αποχαυνώνουν. Θα το θυμάται αυτό…
Πώς είναι τα σύνορα; Η φαντασία του ζωγράφιζε πανύψηλους τοίχους, αγριεμένους με ακονισμένα κοντάρια, και πάνω τους λάμπουν συνέχεια οι αστραπές, βροντούν κεραυνοί, και από παντού χύνεται βραστό νερό – όπως στους μικρούς πίδακες πάνω στα βράχια της Άνω Λίμνης. Ναι, πρέπει να είναι έτοιμος για όλα, οτιδήποτε μπορεί να συμβεί, μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο… Αυτή τη σκέψη την ένοιωσε τελείως διαφορετικά! Η δράση της είναι εντελώς αντίστροφη με εκείνη, τη πρώτη – ο Σλιπ ένιωθε μια αύξηση στις δυνάμεις και στην αποφασιστικότητα του, του φάνηκε ακόμα, πως άρχισε να ακούει και να βλέπει με περισσότερη ευκρίνεια. Τώρα δεν θα επιτρέψει ποτέ ξανά να γεννηθεί η σκέψη «αν θα τα καταφέρω», ενώ η σκέψη «πρέπει να είμαι έτοιμος για το οτιδήποτε μέχρι τέλος» την προσκαλεί, ας έρχεται πιο συχνά, είναι η φίλη του, και χαίρεται να τη βλέπει. Θέλησε να φωνάξει δυνατά – «το κατάλαβα!», αλλά, φυσικά, δεν έκανε τίποτα τέτοιο, απλώς με μια άπιαστη κίνηση μάζεψε το κορμί του σε μια σφιχτή μπάλα και τη πέταξε απαλά εμπρός, στα σύνορα. Το σώμα του σαν να πετούσε πάνω από το χορτάρι, τα πόδια άφηναν σχεδόν αόρατα ίχνη πάνω στο υγρό χώμα, η χοντρή και χνουδωτή ουρά του κουνιόταν τακτικά με τις κινήσεις. Ο Σλιπ έριξε ένα λοξό βλέμμα στο κορμί του και σκέφτηκε ευχαριστημένα: «τελικά είμαι διαολεμένα όμορφος τίγρης».