Ελληνικα change

Error

×

Κεφάλαιο 21

Main page / Μάγια 2: Προέλευση των ειδών / Κεφάλαιο 21

Περιεχόμενα

    – Αυτό δεν είναι σωστό. – Ο Μένγκες χάιδεψε προσεκτικά το κεφάλι μιας τεράστιας χελώνας, με  διάμετρο καβουκιού περίπου ενάμιση μέτρο. Τα τουρλωτά, εκφραστικά της μάτια χάζευαν με περιέργεια τους ανθρώπους, που πλατσούριζαν στα ρηχά. Και η Τόρα άπλωσε το χέρι της για να χαϊδέψει τις σκληρές, πετσωμένες «μασχάλες» της χελώνας – αγγίζοντας το ζώο,  είχε μια παράξενη, αντιφατική αίσθηση,  σαν να έπιανε μια μαλακή πέτρα. Η χελώνα πήρε  πολύ αργή στροφή, έσπρωξε τη Τόρα στο πλευρό με το τεράστιο πίσω πτερύγιο, και έφυγε στα βαθιά.

    – Τι ακριβώς δεν είναι σωστό?

    – Δεν είναι σωστό, ότι η ιστορία με τον τίγρη μας βρήκε όλους απροετοίμαστους. Ίσως αυτό να ήταν έκπληξη για εσάς, όχι για μας, όμως. Όχι αυτούς, που ασχολούνται επαγγελματικά με την μελέτη των ζώων.

    – Δηλαδή, περιμένατε την επαφή με τα ζώα; Θα μπορούσατε τότε και από μόνοι σας να προσπαθήσετε να δημιουργήσετε κάποια επικοινωνία μαζί τους.

    – Όχι ακριβώς περιμέναμε, αλλά δεν αποκλείσαμε, πως αυτό θα συμβεί αργά η γρήγορα. – ο Μένγκες έδειξε με το δάχτυλο προς τη κατεύθυνση, την οποία ακολούθησε η χελώνα, που έφυγε. – Αργά η γρήγορα θα έπρεπε να ξεκινήσει αυτό από κάποιον – από αυτές τις χελώνες, που ζουν διακόσια χρόνια, η από κοράκια, η από δελφίνια …

    – Και οι τίγρεις? Με τα δελφίνια είναι όλα ξεκάθαρα – οι άνθρωποι ήδη προσπαθούσαν πεντακόσια χρόνια πριν να βρουν επαφή μαζί τους, όμως οι τίγρεις …

    – Επικίνδυνα αρπακτικά, έτσι δεν είναι? – χαμογέλασε η Ροσομάχα [ένα είδος μικρόσωμου λύκου – παρατήρηση του μεταφραστή]. Εκείνη έφτασε μαζί με τον Μένγκες, και κρίνοντας απ` όλα, επίσης έπρεπε να λάβει μέρος στο πείραμα. Η Τόρα ήξερε για τη Ροσομάχα ότι εκείνη, όντας κομάντος, κατά καιρούς δίδασκε στα σχολεία των σεν και σκαντζόχοιρων.

    – Κάποτε όντως έτσι ήταν τα πράγματα, – συνέχισε εκείνη – οι τίγρεις ήταν απλώς επικίνδυνα αρπακτικά, τα κοράκια – απλώς άκακα πτηνά της πόλης,  τα δελφίνια – απλώς συμπαθητικά, φιλικά θαλασσινά θηλαστικά. Τα ζώα ήταν απλώς ένα μέρος του περιβάλλοντος, όχι κάτι παραπάνω από αυτό. Όμως, εκείνοι, που μελετούσαν τη συμπεριφορά τους, ήδη στον εικοστό αιώνα παρατήρησαν, πως κάτι άρχισε να αλλάζει. Στα ειδικά περιοδικά περί βιολογίας εμφανίστηκαν άρθρα, τα οποία αντιλήφθηκαν περισσότερο ως πλάκα, παρά σαν συμπτώματα κάποιου πιο σημαντικού φαινομένου. Κάποιος βιολόγος παρατηρούσε, πως τα συνηθισμένα αστικά κοράκια κάνουν τσουλήθρα με τη σειρά πάνω σε μια οροφή με κλίση, φτάνουν κάτω, πετάνε, και επιστρέφουν στην οροφή ξανά. Άλλος βιολόγος παρατηρούσε ένα σμήνος από κοράκια, που διασκέδαζε διαφορετικά: το ένα κοράκι πετούσε ψηλά, και έριχνε από εκεί κάποιο αντικείμενο, ενώ τα υπόλοιπα προσπαθούσαν να το πιάσουν – και οποίο πτηνό το έπιανε πρώτο, με τη σειρά του πετούσε ψηλότερα από τους άλλους, και το παιχνίδι επαναλαμβανόταν ξανά. Ασυνήθιστα παιχνίδια. Νωρίτερα  δεν γινόταν κάτι τέτοιο, η, τουλάχιστον, οι άνθρωποι δεν το έβρισκαν άξιο αναφοράς.

    – Είχα δει κάτι παρόμοιο! Μου αρέσουν τα κοράκια, ειδικά τα μεγάλα, που είναι κατράμι μαύρα, πολύ συχνά κοιτάζω, πως αυτά σκαλίζουν, τρέχουν, παίζουν τα παιχνίδια τους, μιλάνε…

    – Ναι, – διέκοψε την Τόρα η Ροσομάχα, – τώρα αυτά τα παιχνίδια των κορακιών δεν είναι σπάνιο πράγμα, εμείς συνηθίσαμε στο ότι αυτά παίζουν δύσκολα παιχνίδια, ότι αναμφισβήτητα έχουν μια αρκετά περίπλοκη κοινωνική δομή, έχουν τη δική τους γλώσσα, αλλά πεντακόσια χρόνια πριν ήταν κάτι καταπληκτικό – αφού δεν γινόταν αυτό νωρίτερα – τα κοράκια απλώς πετούσαν πέρα-δώθε και τρέφονταν με τα αποφάγια στους σκουπιδοτενεκέδες. Οι άνθρωποι αναγκάστηκαν να αλλάξουν κάπως τις αντιλήψεις τους και για τα αρπακτικά. Κάποτε τους θεωρούσαν κάτι σαν τα ρομπότ – μόλις πεινάσει, το αδηφάγο ζώο κυνηγάει το θήραμα του, το σκοτώνει αλύπητα και το καταβροχθίζει. Αλλά – και πάλι στον εικοστό πρώτο αιώνα άρχισαν μια φορά μετά την άλλη να παρατηρούν καταπληκτικά πράγματα – η λεοπάρδαλη, σκοτώνοντας τον μπαμπουίνο, τον πετάει, σαν κάτι εντελώς άχρηστο, και ασχολείται με το μωρό του, λες να είναι δικό της – παίζει, το μαθαίνει να σκαρφαλώνει ψηλά στα δέντρα, το ταΐζει – κάποια αλλαγή είχε ξεκινήσει ήδη. Άλλη περίπτωση – οι όρκες, θαλασσινά αρπακτικά θηλαστικά – έμαθαν να κυνηγάνε τις φώκιες με έναν νέο τρόπο – σπρώχνουν το κομμάτι του πάγου πιο μακριά στην ανοιχτή θάλασσα με τη φώκια επάνω του , επιταχύνουν όλες μαζί και μπροστά στο πλεούμενο πάγο σταματάνε – το κύμα, που σηκώνεται, ξεπλένει τη φώκια από το πάγο κατευθείαν στην απόλυτη εξουσία των αρπακτικών – θα έπρεπε να πέσουν πάνω της και να τη φάνε… μα δεν την έτρωγαν!

    – Τη πηδούσαν, δηλαδή?:)

    – Ίσως και τη πηδούσαν:), – η Ροσομάχα γέλασε και ξάπλωσε ανάσκελα. Το νερό κυλούσε πάνω της απαλά, περικυκλώνοντας τα φουσκωμένα στηθάκια της. – Λίγα λεπτά αργότερα οι όρκες έσπρωχναν τη φώκια πάνω στην επιφάνεια του πάγου, και έφευγαν. Έπρεπε να βρουν μια εξήγηση για αυτό, στην αρχή σκέφτονταν, ότι με αυτόν τον τρόπο οι όρκες μαθαίνουν τις δεξιότητες του κυνηγιού στα μικρά τους, όμως, αποκαλύφθηκε αργότερα, ότι τα μικρά δεν έχουν σχέση– τα ζώα απλώς έπαιζαν έτσι, έγιναν φίλοι. Τα ζώα έγιναν φίλοι. Ναι, συνέχιζαν να κυνηγάνε και να τρώνε ο ένας τον άλλον, και όμως, έφτιαχναν φιλίες – η επιλογή των θηραμάτων έγινε συνειδητή, η φυσική επιλογή άλλαξε – παλιότερα τα αρπακτικά σκότωναν τα πιο γερασμένα η αδύνατα, η άρρωστα ζώα. Τώρα προστέθηκε και άλλο ένα κριτήριο της επιλογής – τα αρπακτικά σταμάτησαν να επιτίθενται στους φίλους των ίδιων,  η των μελών της αγέλης τους.

    – Υπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα, – υποστήριξε ο Μένγκες, – πάρα πολλά. Αρχίζοντας από τον εικοστό πρώτο αιώνα – χειμαρρώδης αύξηση των παρατηρήσεων του πως ανάμεσα στα ζώα, τα οποία σύμφωνα με όλους τους κανόνες θα έπρεπε να είναι θανάσιμοι εχθροί, δημιουργούνται σχέσεις φιλίας, σύμπραξης, κοινών παιχνιδιών. Όμως, οι παρατηρήσεις δεν κράτησαν πολύ – οι θρησκευτικοί πόλεμοι, που ξεκίνησαν, επισκίασαν τα πάντα – οι άνθρωποι δεν είχαν τη  πολυτέλεια να ασχοληθούν με τη βιολογία και αστρονομία – το πρόβλημα της απλής επιβίωσης βγήκε σε πρώτο πλάνο. Και όταν τετρακόσια χρόνια αργότερα έφτασε η νέα τάξη, και αρχίσαμε να παρατηρούμε τα ζώα ξανά, αποκαλύφθηκε, ότι κάτι μας είχε ξεφύγει, και κάτι πάρα πολύ σοβαρό. Νομίζω ακόμα… – ο Μένγκες έκανε μια παύση και κοίταξε την Τόρα στα μάτια, – νομίζω, ότι αν δεν είχαμε σταματήσει έγκαιρα, τα ζώα θα είχαν ολοκληρώσει τη διαδικασία της ανθρώπινης αυτοκαταστροφής. Υπάρχουν αφορμές να υποθέσουμε, ότι ακόμα και τώρα είναι ικανά ανά πάσα στιγμή να μας αφανίσουν, σαν ένα σιχαμερό κακόβουλο ιό, ο οποίος για εκατομμύρια χρόνια κατέλαβε τον πλανήτη. Έμαθαν πάρα πολλά σε αυτά τα τετρακόσια χρόνια. Όταν εσύ σκέφτεσαι, και καλά, ότι τα δελφίνια και οι τίγρεις είναι έτοιμοι να έρθουν σε επαφή μαζί μας, το σκέφτεσαι με τρυφερότητα, δηλαδή, τα μικρότερα αδέρφια μας, θα τα χαϊδέψουμε στο κεφαλάκι, θα τα αγκαλιάσουμε, κοίτα πόσο εξυπνούλικα είναι, δες εδώ… – γίνεται κάτι τέτοιο, τους λες μωρουδίσματα στον εσωτερικό σου διάλογο?

    – Εεεε… ναι, μάλλον, ναι.

    – Εγώ δεν το κάνω αυτό. Εγώ ετοιμάζομαι. Ετοιμάζομαι, σαν να είναι η πιο σημαντική εξέταση στη ζωή μου, στην οποία εμείς πρέπει να πετύχουμε, για να επιβιώσουμε.

    – Δεν καταλαβαίνω… – η Τόρα πάτησε πάνω στα κοράλλια, κουνώντας τα χέρια της στο νερό για να κρατήσει την ισορροπία. – Με ποια έννοια – να επιβιώσουμε?

    – Νομίζω, ότι αυτά θέλουν απλώς να καταλάβουν – αν πρέπει να μας αφήσουν σε αυτόν τον πλανήτη, η να μας ξεριζώσουν, σαν αγριόχορτο.

    – !!! – Τα μάτια της Τόρας γούρλωσαν, και κυριολεκτικά κρέμασε το σαγόνι της.

    – Ιδού, – γέλασε ο Μένγκες, – η αντίδραση του χομο σαπιενς, του βασιλιά της φύσης. Η ίδια σκέψη για το ότι κάποιος μπορεί να σβήσει το δύσοσμο του σώμα από προσώπου γης, του φαίνεται ιεροσυλία. Μην αμφιβάλλεις – θα το σβήσουν, αν το επιθυμήσουν. Οι άνθρωποι δεν ετοιμάζονταν ποτέ για αυτόν τον πόλεμο, και αν τα ζώα τον κηρύξουν – να είσαι σίγουρη, ότι πάρα πολύ γρήγορα θα πεθάνουμε όλοι, δεν χρειάζεται καν να υπολογίσεις τίποτα, είναι προφανές. Αλλά εμείς …, – συνέχισε ο Μένγκες, σταματώντας τη Τόρα, που άνοιξε ήδη το στόμα της για να πει κάτι, – εμείς, φυσικά, τα υπολογίσαμε όλα. Δεν έχουμε καμία πιθανότητα. Αν εκείνοι το θελήσουν – εμείς θα εξαφανιστούμε. Και αν κάποτε αυτό το «αν» ήταν καθαρά υποθετικό, μόλις ένα σενάριο για ταινίες τρόμου, τώρα πλέον τα πράγματα έχουν αλλάξει. Τώρα τα ζώα είναι όντως ικανά να οργανωθούν με τέτοιο τρόπο, ώστε να κηρύξουν τον πόλεμο εναντίον στους ανθρώπους. Είμαστε πάρα πολύ τυχεροί, επειδή καταφέραμε να ολοκληρώσουμε τους δικούς μας πολέμους προτού η εξέλιξη τους έφτασε στο σημείο, όπου η λήξη των δικών μας πολέμων θα ερχόταν από εκείνους.

    – Απίστευτο! –  είπε  η Τόρα. – Άρα, εκείνα βρίσκονταν σε εξέλιξη εκατομμύρια χρόνια, και…

    – Η εξέλιξη – δεν είναι γραμμική διαδικασία.

    – Δεν είναι γραμμική? Δεν καταλαβαίνω. Και ποια είναι τότε?

    – Αφού σου λέω – δεν είναι γραμμική. Ποια είναι – δεν ξέρουμε, αλλά ξέρουμε, ότι είναι μη-γραμμική. Αν πάρουμε για παράδειγμα την ικανότητα των ζωών να οργανώνονται μεταξύ τους με έναν τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορέσουν να καταστρέψουν έναν κακοήθη όγκο, τότε αυτή η ικανότητα είχε εκδηλωθεί και νωρίτερα. Θυμάσαι – υπήρξαν τέτοια ζώα, δεινόσαυροι? Θυμάσαι, πώς αφανίστηκαν αυτά?

    – Ξέρω, ότι το πιο πιθανόν απ`όλα, ότι όλοι τους πέθαναν λόγο συντριβής κάποιου μεγάλου μετεωρίτη εξήντα πέντε εκατομμύρια χρόνια πριν, και η σκόνη, που σηκώθηκε…

    – Μόνο κάποιος πάρα πολύ χαζός άνθρωπος θα μπορούσε να πιστέψει σε αυτή τη βλακεία, – τη διέκοψε ο Μένγκες. – Οι άνθρωποι απλώς βαρέθηκαν να το ψάχνουν, χρειάζονταν κάποια πολύ απλή εξήγηση, και την επινόησαν. Σκόνη, και καλά… Και μετά, δηλαδή, εμφανίστηκαν τα θηλαστικά?

    – Μα ναι, και…

    – Δεν ήταν καθόλου έτσι. Το ότι τα θηλαστικά εμφανίστηκαν πριν από τους δεινόσαυρους, το ξέρουμε ένας θεός ξέρει από πότε. Τα θηλαστικά ζουν στον πλανήτη πάνω από ογδόντα εκατομμύρια χρόνια, δηλαδή, για περισσότερο από είκοσι εκατομμύρια χρόνια εκείνα συνυπήρχαν με τους δεινόσαυρους, όπως τώρα συνυπάρχουν με μας. Και μετά το «βαρέθηκαν», μιλώντας σχετικά.

    – Ο μετεωρίτης, όμως! Πράγματι είχε πέσει ένας μετεωρίτης την εποχή, όταν εξαφανίστηκαν οι δεινόσαυροι. Αυτό διαπιστώθηκε με απόλυτη ακρίβεια, όταν στο έδαφος εκείνης της εποχής βρέθηκαν υψηλά ποσοστά …

    – Οι μετεωρίτες έπεφταν και τότε – τι νομίζεις, ότι είναι μοναδικός τέτοιος μετεωρίτης?

    – Δηλαδή… θέλεις να μου πεις, ότι η συντριβή του μετεωρίτη και η εξαφάνιση των δεινόσαυρων – είναι μια απλή τυχαία σύμπτωση?

    – Όχι, αμφιβάλλω – δεν είναι καθόλου σύμπτωση. Πάμε έξω, – ο Μένγκες έκανε στροφή και κολύμπησε προς την ακτή. – Δεν είναι σύμπτωση, φυσικά. Απλώς η συντριβή του μετεωρίτη δημιούργησε τις συνθήκες, τις οποίες εκμεταλλεύτηκαν τα ζώα, – οι εξουθενωμένοι δεινόσαυροι δεν μπόρεσαν να αντισταθούν για πολύ καιρό στα χτυπήματα των αντίπαλων τους. Και εξαφανίστηκαν. Αν οι δεινόσαυροι θα είχαν εκλείψει λόγο του μετεωρίτη – γιατί τα υπόλοιπα ζώα δεν πέθαναν μαζί με αυτούς?

    – Κα πάλι είναι παράξενο… – η Τόρα κούνησε με δυσπιστία το κεφάλι της. – και πως τα ζώα… ακόμα και αν εκατό λιοντάρια θα επιτεθούν σε έναν απατόσαυρο η τυραννόσαυρο – είναι σαν τους ψύλλους για σκυλί! Και ύστερα – οι δεινόσαυροι είχαν τεράστιο μέγεθος, ίσως δεν έβρισκαν αρκετή τροφή, έπειτα από τη πτώση του μετεωρίτη η βλάστηση δεν επανερχόταν με ίδιο ρυθμό.

    – Είσαι πολύ μικρή ακόμα και δεν γνωρίζεις πολλά. Όμως, τουλάχιστον μπορείς να αντιληφθείς το γεγονός αυτό. Φυσικά, φταίει και το ότι μεγάλωσες σε μια συνηθισμένη οικογένεια, και όχι ανάμεσα στους σεν και σκαντζόχοιρους… από εκεί κόλλησες διάφορες βλακείες. Είναι λανθασμένη η συνηθισμένη ψευδαίσθηση, ότι οι δεινόσαυροι ήταν τεράστιοι και τρομακτικοί. Η πλειοψηφία των δεινόσαυρων είχε πάρα πολύ μικρό μέγεθος –σαν το αρνί η ένα άλογο. Μια ομάδα οργανωμένων ζωών θα ξεκάνει ένα τέτοιο θήραμα χωρίς κανένα κόπο. Πιθανόν και ο βαθμός της οργάνωσης τότε δεν ήταν ίδιος με αυτόν, που έχουν τώρα, υπήρξαν και άλλοι παράγοντες, για τους οποίους εμείς δεν γνωρίζουμε, για αυτό οι δεινόσαυροι εξαφανίζονταν σχετικά αργά – η διαδικασία του αφανισμού τους κράτησε για ένα εκατομμύριο χρόνια, μάλλον. Αλλά τώρα – τα πάντα είναι διαφορετικά. Τώρα τα ζώα έχουν αλλάξει – βρίσκονται σε μια νέα στροφή της εξέλιξης τους. Έχοντας αναλύσει τα γνωστά σε μας παιχνίδια και εκπαίδευση των ζωών, ξέρουμε σίγουρα – αυτά θα μας σκοτώσουν μέσα σε λίγα χρόνια. Όλους. Αν το θελήσουν. Φυσικά, εμείς οι ίδιοι τους βοηθήσαμε σε αυτό, αφού παραλίγο να αυτοκαταστραφούμε μόνοι μας… Έτσι, Τόρα, δεν μας περιμένει μια απλή τρυφερή κουβεντούλα με τιγράκια – θα περάσουμε από εξέταση. Εξέταση για το δικαίωμα να παραμείνουμε σε αυτόν τον πλανήτη. Και για αυτό το λόγο …, – ο Μένγκες έκανε μια παύση, όσο εκείνοι έβγαιναν στην ακτή, περάσανε πάνω και ξάπλωσαν σε μια ξύλινη προβλήτα, – όλα τα άλλα για μένα είναι δεύτερης σημασίας. Το ταξίδι της συνείδησης – ωραία, ο Μπόντχι με τα δρακάκια– θαυμάσια, η προοδευτικότητα και η αποίκηση των άλλων συμπάντων – εντυπωσιακό, αλλά δεν έχουν προτεραιότητα. Το πιο σημαντικό είναι – εμείς πρέπει να αποδείξουμε, ότι είμαστε άξιοι να μείνουμε, εμείς – δεν είμαστε δεινόσαυροι. Ότι καταφέραμε να φτάσουμε στην κατανόηση της ανάγκης να ελευθερωθούμε από το δηλητήριο των αρνητικών συναισθημάτων, και θέλουμε πάρα πολύ να ταξιδεύουμε στις φωτισμένες αντιλήψεις. Και για αυτό θα προσπαθήσω με όλες τις αδύναμες να τραβήξω την κουβέρτα προς το δικό μου μέρος σε αυτό το πείραμα. Και εναντίον σου επίσης! – εκείνος κάρφωσε με δύναμη το δάκτυλο του προς τη μεριά της Τόρας, και το βλέμμα του ήταν σκληρό και σίγουρο. – Ξέρω, ότι είσαι μια από αυτούς, που κατουριούνται από τη χαρά τους με τη σκέψη για την προοδευτικότητα. Νιώθεις συμπάθεια για τα πλάσματα, που επιδιώκουν τις φωτισμένες αντιλήψεις, και ταυτόχρονα αισθάνεσαι προσμονή για νέες περιπέτειες και εντυπώσεις… μα σκέψου, όμως – ποιος θα βοηθήσει στα δικά σου, ας το πούμε έτσι, «αγόρια και κορίτσια» από τους άλλους κόσμους, αν εμείς εξαφανιστούμε? – Ο Μένγκες την κοίταζε κατάματα, χωρίς να πει τίποτα παραπάνω, και η Τόρα απλώς δεν μπορούσε να μην παραδεχτεί, ότι εκείνος έχει δίκιο, ότι τα πάντα χάνουν το νόημα τους, αν τα ζώα κηρύξουν πόλεμο εναντίον στους ανθρώπους. Όσο δύσκολο και ήταν για τον εαυτό της να αναβάλλει την άμεση πραγματοποίηση του ονείρου για την εκπαίδευση των πλασμάτων με επιδίωξη από τα άλλα σύμπαντα, άλλο πράγμα είχε τώρα μεγαλύτερη σημασία. Το πιο σημαντικό ήταν να επιβιώσουν οι ίδιοι. Να αποδείξουν, ότι οι άνθρωποι είχαν επίσης εξελιχθεί, ότι έχουν τη δύναμη και επιθυμία για μια από κοινού εξέλιξη.

    – Δεν το περίμενα αυτό… – η Τόρα βρισκόταν σε σύγχυση, οι σκέψεις της μπερδεύονταν και με τίποτα δεν μαζεύονταν σε μια ξεκάθαρη εικόνα. – Νομίζαμε, ότι οι πόλεμοι έχουν τελειώσει, έχουμε νικήσει, για πρώτη φορά στην ιστορία η ανθρωπότητα μετατράπηκε σε μια κοινωνία από ανθρώπους, που επιδιώκουν την αίσθηση των φωτισμένων αντιλήψεων, η τουλάχιστον, ανθρώπους, που δεν εμποδίζουν την επίτευξη αυτού του στόχου, αρχίσαμε την επαναφορά της χλωρίδας και πανίδας, ξεκινήσαμε τόσα πολλά, πως φτάσαμε στο ότι τα ζώα μπορούν να μας εξολοθρεύσουν; Ακριβώς αυτή τη στιγμή! Θα καταλάβαινα, αν αυτό φα γινόταν διακόσια χρόνια πριν, όταν τα πάντα είχαν βουλιάξει στο αίμα, μα τώρα?..

    – Δεν είναι καθόλου παράξενο, – ο Μένγκες έβγαλε το τηλεχειριστήριο, ανέπτυξε την ολογραφική οθόνη και έκανε κάποια σύντομη σημείωση. – Για σένα διακόσια χρόνια – είναι μια ολόκληρη ζωή. Ενώ για αυτά; Η συνείδηση τους διαφέρει πάρα πολύ από τη δική μας, δεν ξέρουμε ακόμα – με ποιον τρόπο. Εμείς έχουμε την ατομική συνείδηση, και αυτά – τη συνείδηση του «γένους» η του «είδους» – δεν αρκεί να το ονομάσουμε κάπως – πρέπει να το βιώσουμε στο δικό μας το πετσί. Αυτά – σαν ένα ολόκληρο είδος, και ίσως όχι μόνο ένα είδος, αλλά και σαν μια ευρύτερη τάξη, που τους ενώνει για εκατοντάδες χιλιάδες, εκατομμύρια χρόνια. Εγώ, η Ροσομάχα, μα και εσύ ακόμα – όλοι μας έχουμε κάποια πείρα ενσωμάτωσης των αντιλήψεων των μουσούδων της γης, όπως και των φυτών, βράχων, ζωών. Ξέρεις, ότι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά συμπτώματα της ενσωμάτωσης των μουσούδων της γης – είναι μια ιδιαίτερη αίσθηση της «διαχρονικότητας», και είναι ένας από τους κινδύνους, τους οποίους επιφυλάσσει για μας αυτός ο δρόμος. Όμως, βρισκόμαστε στην αρχή ακόμα, μόλις ξεκινήσαμε να εξερευνούμε το έδαφος, κάνουμε τα πρώτα πειράματα, και οι πρώτες εμπειρίες δείχνουν ήδη – πόσο πολύ η συνείδηση των ζωών διαφέρει από το δική μας. Αυτά, ίσως, να μην είχαν παρατηρήσει καν, ότι εμείς αλλάξαμε, ότι η ανθρωπότητα έχει μεταμορφωθεί. Ίσως και να το παρατήρησαν, και για αυτό ήρθανε σε επαφή μαζί μας.

    – Ο κύκνος, η καραβίδα και η τούρνα, δηλαδή…, – μουρμούρισε η Τόρα.

    – Ποιος? – σήκωσε έκπληκτος τα φρύδια του ο Μένγκες. – Ποια τούρνα?

    – Είναι από έναν ρωσικό μύθο, που λέει, πως μια φορά κανόνισαν ο κύκνος, η καραβίδα και η τούρνα να σύρουν μια άμαξα – ο ένας τραβούσε στον ουρανό, η άλλη στη θάλασσα, και η τρίτη δεν θυμάμαι, που. Είσαστε όλοι τόσο σίγουροι, ότι συγκεκριμένα ο δικός σας σκοπός είναι και ο πιο σημαντικός, και θα παίζετε ο ένας εναντίον στον άλλο, τι μπορεί να βγει από αυτό? Ακόμα και εσείς – ΕΣΕΙΣ, δεν μπορείτε να συμφωνήσετε για κάτι?

    – Να συμφωνήσουμε? – ο Μένγκες γέλασε. – Τελικά δεν καταλαβαίνεις σχεδόν καθόλου, τι συμβαίνει εδώ – με τίποτα δεν μπορείς να ξεφύγεις από κάποια στερεότυπα, προφανώς φορτωμένα σε σένα από τους γονείς σου. Εμείς έχουμε συμφωνήσει εδώ και αρκετό καιρό. Συμφωνήσαμε – ο καθένας θα κάνει αυτό, που τον τραβάει περισσότερο απ` όλα. Αυτό κανονίσαμε ήδη από την αρχή – στην Δήλωση του Νέου Κόσμου. Οι αντιθέσεις τέτοιου είδους εμφανίζονται πάντα, απλώς εσύ συνήθισες στ` άλλα – εγώ θέλω να φυτέψω το δέντρο εδώ, και εσύ – εκεί. Ο καθένας καταβάλλει προσπάθειες, για να πραγματοποιηθεί η δική του επιθυμία – τη δικαιολογεί, μαζεύει συνεργάτες,  πείθει. Στο τέλος το ζήτημα λύνεται με κάποιο τρόπο, διότι κανείς δεν θέλει να χρονοτριβεί με τη λύση του – όμως, τα θέματα, που εσύ αντιμετωπίζεις στην καθημερινή ζωή, είναι ασήμαντα, ούτε η δική σου ζωή, πόσο μάλλον η ζωή των άλλων ανθρώπων δεν εξαρτάται από αυτό, και σίγουρα δεν εξαρτάται από αυτό το μέλλον της ανθρωπότητας. Και όποτε θα βρεθείς μπροστά σε ένα ζήτημα τεράστιας σημασίας, είναι τεράστιος ο πειρασμός να δειλιάσεις, να απαρνηθείς τις αρχές, με τις οποίες εμείς συμφωνήσαμε να κτίσουμε τον νέο κόσμο,. Θυμάσαι την ιστορία του Μάικ, για την ενσωμάτωση των αντιλήψεων από τους γονείς, που φάσκιωναν τα παιδιά τους?

    – Ναι, τη θυμάμαι.

    – Το ίδιο και εδώ. Οι γονείς σκέπτονται – ναι, βέβαια, αυτό ίσως και να μην είναι τόσο καλό, όμως, έτσι έκαναν πάντα, και αν συμβεί κάτι κακό, αν δεν κάνουμε αυτό, που συνηθίζεται? Ας κάνουμε προς το παρόν αυτό που πρέπει, και μετά θα το δούμε… Αυτό το «μετά», εννοείται, δεν συμβαίνει ποτέ τελικά. Έτσι και εδώ – εσύ λες – αυτό είναι επικίνδυνο, έλα να το κάνουμε με τον παλιό τρόπο – καταπιέζοντας τις χαρούμενες επιθυμίες και τα λοιπά. Εμείς δεν θέλουμε να γίνει έτσι – θα ακολουθήσουμε την επιλεγμένη πορεία, – μέσω ελευθέρου ανταγωνισμού των χαρούμενων επιθυμιών – στο ταξίδι μέσα στις φωτισμένες αντιλήψεις.

     

    «Ξάπλωνα στην παράλια – περίπου δυο μέτρα μακριά από μια ψηλή βάρκα. Ήμουν ξαπλωμένη και εκτελούσα την κυκλική αντίληψη της βεβαιότητας. Κοντά μου πέταξε ένα κοράκι, κάθισε πάνω στη βάρκα, άρχισε να με κοιτάζει και να φωνάζει (πολύ έντονα, δεν θα μπορούσα να το ονομάσω κράξιμο). Ούρλιαζε για δεκαπέντε λεπτά περίπου! Μερικές φορές το παρέσερνε δυνατός άνεμος:) – φύσαγε πολύ δυνατά και καμιά φορά το κοράκι προλάβαινε να γαντζωθεί με τα νύχια του στο ξύλο της βάρκας, αλλά περίπου οχτώ φορές ο άνεμος το έπιανε απροετοίμαστο και το έριχνε κάτω. Δυο φορές το κοράκι έπεσε μέσα στη βάρκα, και έβγαζε το κεφάλι έξω από εκεί, συνεχίζοντας να κράζει. Μια φορά κάθισε σε ένα μέρος της βάρκας, φτιαγμένο από κέβλαρ, όπου δεν μπορούσε να καρφώσει τα νύχια του, και γλίστρησε πάνω, ανοίγοντας τα φτερά του, προσπαθώντας να αντισταθεί στο επόμενο φύσημα του ανέμου. Και πάλι το κοράκι επέστρεφε επίμονα και άρχιζε να κράζει στα μούτρα μου. Εμφανίστηκε αφοσίωση για αυτό. Και πάλι γύρισα με τις σκέψεις μου στο ότι ακόμα αντιλαμβανόμαστε τα ζώα, πουλιά, φυτά, τον ωκεανό, που μας περιβάλλουν, – σαν κάτι λιγότερα ανεπτυγμένο σε σύγκριση με μας. Δεν σκοτώνουμε πια τα ζωντανά πλάσματα, όμως, η σιγουριά για το ότι είναι κάπως καθυστερημένα – παραμείνει. Ξέθαψα ολόκληρο σωρό αρχεία για την έρευνα των επικοινωνιακών συμπεριφορών ζώων και φυτών – και διαπίστωσα για άλλη μια φορά, – τα πάντα μόλις πρόκειται να συμβούν. Θα πρέπει να ανακαλύψουμε αυτόν τον κόσμο για τους εαυτούς μας, η, αντιθέτως – να αποκαλύψουμε τους εαυτούς μας για εκείνους. Μέσω συνειδητοποιημένων οραμάτων, η μέσω ενσωμάτωσης των αντιλήψεων, η με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Ανακάλυψα, πως ακόμα έχω κάποια υπολείμματα, αταβιστικούς φόβους κατά τη σκέψη για το ότι μπορούμε να ενσωματώσουμε τις αντιλήψεις των ζωντανών μουσούδων – των ζωών, βουνών, του ουρανού. Εμφανίζονται σκέψεις «θα πάψεις να είσαι άνθρωπος» – μάλλον, κάτι παρόμοιο αισθάνονταν οι άνθρωποι, όταν μόλις άρχισε να αναπτύσσεται η τεχνολογία της εκτύπωσης των βιολογικών οργάνων σε βιοεκτυπωτή έγχυσης. Ο φόβος της απώλειας προσωπικότητας, φόβος «ξενικής εισβολής». Ίσως, κάτι σαν και αυτό ένιωθαν οι άνθρωποι, πατώντας σε μια νέα ήπειρο, κτίζοντας εκεί τις απομονωμένες αποικίες – ο φόβος της απώλειας «ανθρώπινης μορφής», ο φόβος του αγνώστου. Εμείς πρόκειται να βιώσουμε, να ξεπεράσουμε αυτόν τον φόβο, που τρέφουμε για ζωντανά πλάσματα. Θέλουμε τόσο πολύ να απομονωθούμε, να βουλιάξουμε στην «ανεπανάληπτη» προσωπικότητα μας, ότι δεν παρατηρούμε καν, πόσο εξαιρετικά δυνατά αντηχούν οι φωτισμένες αντιλήψεις με την επιθυμία να πλησιάσουμε στις μουσούδες της Γης, να μυηθούμε στις αντιλήψεις τους, να διευρύνουμε τους δικούς μας ορίζοντες ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, όπως κάποτε οι άνθρωποι τους άνοιγαν με τα ταξίδια στις μακρινές θάλασσες.

    Τα φυτά επικοινωνούν! Μάλλον, το ξέραμε όλοι αυτό, όμως, όταν συγκεντρώνεις πολλά δεδομένα σε ένα μέρος, αποκαλύπτεις, πως οι ορισμένες γνώσεις με αυτό το θέμα σαν να τυλίγονται με στο τετριμμένο «ούτως η αλλιώς δεν είναι αρκετά ικανά», «και τι μπορούν να κάνουν;», «ε ναι, με το ζόρι μπορούμε να το ονομάσουμε επικοινωνία, αλλά για ποιο πράγμα ουσιαστικά μπορούν τα φυτά να συζητήσουν;» Ναι, αυτό, πιθανόν, είναι και το ποιο σημαντικό – «ποιο θέμα, ουσιαστικά, αυτά μπορούν να συζητήσουν;» Εμείς είμαστε άνθρωποι, οι δικές μας ασχολίες είναι διαβολεμένα σημαντικές, ακόμα και αν το μόνο που κάνουμε – μαλώνουμε, μισούμε τα πάντα γύρω μας, πίνουμε μπύρα και χαζεύουμε τηλεόραση – όπως και να έχει – είμαστε οι βασιλιάδες της φύσης. Και για ποιο πράγμα μπορούν να μιλήσουν, ας πούμε, οι θάμνοι της ακακίας… αυτός είναι απλώς γελοίο, είναι κάποια κλαδιά με φύλλα μόνο. Είναι καταπληκτικό, ότι οι αρχαίοι άνθρωποι – τα προπολεμικά φρικιά, τα οποία σάπιζαν στους σκοτισμούς τους, με βεβαιότητα εκατό τοις εκατό θεωρούσαν, ότι αυτοί είναι και αληθινοί βασιλιάδες της φύσης, τα πιο σημαντικά όντα στον κόσμο. Μάλλον – όσο πιο δυνατό είναι αυτό το δόγμα, τόσο πιο ηλίθιος και τιποτένιος είναι ο άνθρωπος. Όταν οι φωτισμένες αντιλήψεις εκδηλώνονται μέσα μου δυνατά και ξεκάθαρα, δεν υπάρχει κανένα ίχνος περιφρονητικής αντιμετώπισης των μουσούδων της Γης – υπάρχει επιθυμία να τις χαϊδέψω, να αφεθώ στα χέρια τους, να νιώσω αφοσίωση, να πιάνω, να μεταδίδω τις δικές μου αντιλήψεις και να λαμβάνω τις δικές τους.

    Τα θαμνάκια της ακακίας αρχίζουν να απελευθερώνουν φερομόνες, που προειδοποιούν τα διπλανά φυτά για τον κίνδυνο, όταν η  καμηλοπάρδαλη τρώει τα φύλλα τους. Οι άνθρωποι το έμαθαν αυτό πεντακόσια χρόνια πριν. Θαυμάσια. Και σε αυτό επαναπαύτηκαν – πολύ ωραία – μπορούμε όλοι να το θαυμάσουμε – τα θαμνάκια της ακακίας δεν είναι και τόσο άμυαλα ξύλα, – κάτι εκπέμπουν εκεί. Στα κεφάλια των ανθρώπων εκείνης της εποχής αυτό εμφανιζόταν με τη μορφή κάποιων ειδικών γραναζιών – χημικών διαδικασιών. Οι άνθρωποι σκέφτονταν έτσι – «α, κοίτα πόσο συναρπαστική είναι η χημεία τους». Εκείνοι εκτόπιζαν το γεγονός, πως ο, τι συμβαίνει στα δικά τους σώματα – είναι ακριβώς ίδια χημεία, και ότι γενικώς – αν περάσεις τον άνθρωπο από μηχανή του κιμά, αποκαλύπτεται, πως και αυτός αποτελείται από κάποια ποσότητα ορισμένων χημικών ενώσεων. Όμως αυτό σημαίνει, πως εκείνα τα χημικά συστατικά – είναι στην ουσία «άνθρωπος»? Είναι αυτή η ιδέα τόσο περίπλοκη? Πόσο δύσκολο είναι – να πετύχεις τη σαφήνεια, πως ο άνθρωπος αναμφισβήτητα είναι ένας μάτσο κρέας, όμως, ΟΧΙ ΜΟΝΟ αυτό. Είναι δύσκολο να κάνεις ένα βήμα εμπρός και να πεις στον εαυτό σου – το βουνό – είναι ένας σωρός από πέτρες, μα είναι ΜΟΝΟ αυτό; Δεν τους ενδιέφερε ποτέ αυτό. Όταν σταματήσαμε επιτέλους να φτιάχνουμε σαν παράφρονες νέα και νέα μοντέλα των ηλεκτρικών σκουπών, και αρχίσαμε να ασχολούμαστε με τα πράγματα, που ενδιαφέρουν πραγματικά τους ανθρώπους με αναλαμπές των φωτισμένων αντιλήψεων – μόνο τότε μάθαμε επιτέλους, ότι εκείνα τα θαμνάκια της ακακίας εκλύουν φερομόνες όχι μόνο στην περίπτωση κινδύνου – ουσιαστικά, το κάνουν πάντα, μα είναι αυτό κάτι καταπληκτικό, όμως; Είναι παράξενο, ότι, για παράδειγμα, τα λουλούδια πάντα μυρίζουν; Έχουμε συνηθίσει σε αυτό – εντάξει, μυρίζουν, άντε να τα κόψουμε και να τα βάλουμε σε βαζάκι. Τι θα πει «μυρίζουν», όμως; Αποκαλύφθηκε, πως τα λουλούδια πάντα «μυρίζουν» διαφορετικά – εκπέμπουν μια απίστευτη ποσότητα ποικιλόμορφων συνδυασμών, φτιαγμένων από πολλές χημικές ουσίες – άπιαστη για τη μύτη μας, αλλά πολύ εύκολα αναγνωρίσιμη για τα μηχανήματα. Αυτή είναι μια γλώσσα! Τα φυτά αντιδρούν σε αυτό, που «άκουσαν». Για αυτά τα πλάσματα ο κόσμος των αδύναμων ηλεκτρομαγνητικών πεδίων είναι σαν τις βιβλιοθήκες η σινεμά για τους ανθρώπους. Αισθάνονται, ανταποκρίνονται, δηλώνουν, ζουν και επικοινωνούν μεταξύ τους, και η δική τους γλώσσα – πολύ πιθανόν – να είναι χιλιάδες φορές πιο πλούσια και περίπλοκη, απ` ότι είναι η δική μας – μια γλώσσα των καθυστερημένων- βασιλιάδων-της–φύσης. Στεκόμαστε μπροστά σε κάποιες επικές ανακαλύψεις χάρη στα ταξίδια στα συνειδητοποιημένα οράματα, αρχίσαμε να ενσωματώνουμε τις αντιλήψεις των ζωντανών μουσούδων και κάνουμε πολλά άλλα – γελοίο, ανόητο να φανταστούμε ακόμα, ότι κάποτε οι μισοπεθαμένοι άνθρωποι σκέφτονταν έτσι – «ναι-ναι, φωτισμένες αντιλήψεις, κάτι σαν τα ναρκωτικά, σιγά τα αυγά – μεγάλη χαρά να χαμογελάς συνέχεια, σαν χαζός». Τα βιβλία του Καστανέδα και του Μπόντχι, εμφανιζόμενα σχεδόν την ίδια εποχή… παρεμπιπτόντως, – μπορεί να είναι τυχαία αυτή η χρονική σύμπτωση? Είναι τυχαία αυτή η ομοιότητα σε κάποιες εκδηλώσεις του Μπόντχι και του Δον Χουάν? Μπήκα στα αρχεία – θυμάσαι, πως οι μουσούδες μου περιέγραφαν εκείνες τις παράξενες ιστορίες, που συνέβαιναν με τον Μπόντχι? Στην αρχή – παράξενες ροές «συμπτώσεων»,όταν ο Μπόντχι απαντούσε στις ερωτήσεις, που δεν είχαν καν σχηματιστεί και διατυπωθεί, σχολίαζε τις ανακαλύψεις και επιθυμίες, για τις οποίες η μουσούδα δεν είχε μιλήσει σε κανέναν  ακόμα, βοηθούσε να θυμηθούν κάποιον πολύ ξεχασμένο άνθρωπο, περιγράφοντας την εμφάνιση, τις συνήθειες, συμπεριφορές, το σπίτι του – και ύστερα θυμάσαι εκείνη την παράξενη ιστορία με τη Γιάρκα? Εννοώ αυτή την ιστορία:

    «Εγώ, ο Μποντχ, και άλλα δυο άτομα, πηγαίναμε κάπου με λεωφορείο – σε αυτό κάτω έχουν τα συνηθισμένα καθίσματα, και πάνω από αυτά – κουκέτες, όπως στο τρένο, όπου οι επιβάτες μπορούν να ξαπλώσουν. Εγώ και ο Μποντχ ταξιδεύαμε σε μια τέτοια θέση, – από τη μια μεριά είναι το παράθυρο, από τις δυο άλλες – τα τοιχώματα, που χωρίζουν τις θέσεις, και από την τέταρτη πλευρά δεν υπάρχει τίποτα, μόνο μια κουρτίνα καλύπτει τον διάδρομο.

    Εμείς καθόμασταν με τις πλάτες μας στα τοιχώματα, ο ένας απέναντι από τον άλλον. Ο Μποντχ κάθισε με το πρόσωπο προς το παράθυρο, δηλαδή, η πλάτη κόντρα στη κουρτίνα. Εγώ δεν έδωσα ιδιαίτερη προσοχή σε αυτό, διότι εμείς αλλάζαμε θέσεις καμιά φορά. Σε λίγα λεπτά παρατήρησα, ότι ο Μποντχ κάθεται κανονικά, στη στάση του κορμιού του δεν υπήρχε τίποτε το ασυνήθιστο, σαν μια πιασμένη πλάτη – ίσια η καμπουριασμένη. Συγκεντρώθηκα σε αυτές τις σκέψεις – για ποιο λόγο γενικώς εγώ πρόσεξα, πόσο άνετα κάθεται ο Μποντχ; Και κατάλαβα, ότι εκείνος κάθεται, στηρίζοντας την πλάτη του στην κουρτίνα, σαν να ήταν ένας σκληρός τοίχος. Μόνο που δεν υπήρξε κανένας τοίχος εκεί! Πίσω του βρισκόταν μόνο ταλαντευόμενη από τον αέρα κουρτίνα, και πέρα από αυτήν – ο διάδρομος του λεωφορείου.

    Τα μάτια μου κυριολεκτικά πετάχτηκαν έξω και κρέμασε το σαγόνι μου. Νόμιζα, πως θα λιποθυμήσω εκείνη τη στιγμή. Ο Μποντχ γέλασε με την αντίδραση μου, έκανε πλάκα, και εγώ είχα συγκλονιστεί τόσο πολύ, ότι δεν μπορούσα ούτε να κουνηθώ, ούτε να ψελλίσω κάτι. Όταν συνήλθα τελικά και μπόρεσα να μιλήσω, το πρώτο πράγμα, που του είπα ήταν – «Μάλλον, είναι σφιγμένο το στομάχι σου». Τον έπιανα παντού – τη κοιλιά, τη πλάτη, τα μπούτια – αλλά όλοι οι μύες του ήταν εντελώς χαλαροί. Κάθισα στα πόδια, έγειρα πάνω του, τον έσπρωχνα, όμως, ο Μποντχ καθόταν με το ίδιο άνετο τρόπο και δεν έσκυβε πίσω ούτε ένα εκατοστό, όπως θα γινόταν, αν εκείνος θα έσφιγγε τους κοιλιακούς του – δεν θα μπορούσε να κρατήσει την ισορροπία με όλα τα σπρωξίματα μου. Ο Μποντχ γέλαγε μαζί μου, και μετά σήκωσε τα πόδια του και τα έβαλε πάνω στο παράθυρο, έτσι ακόμα και αν εκείνος έμεινε σε αυτή την απίστευτη στάση χάρη στους μύες του, με τα πόδια του υψωμένα θα είχε σίγουρα γκρεμοτσακιστεί κάτω.

    Καθόμουν πάνω του για περίπου μια ώρα. Και ήμουν τόσο αποσβολωμένη συνέχεια (μπορούσα μόνο να κινηθώ και να μιλήσω), όσο ήμουν μόνο, όταν τον ανακάλυψα να «αιωρείται».  Ενώ ο ίδιος όλη αυτή την ώρα ήταν απολύτως ήρεμος, η φωνή του δεν έτρεμε από τον κόπο, η αναπνοή του ήταν κανονική, μιλούσε μαζί μου, σαν να μη τρέχει τίποτα, αστειευόταν, με ζούλαγε. Μερικές φορές ο Μπόντχι έσκυβε μπροστά, για να ζουλίξει τις πατούσες μου, και μετά  έγειρε ξανά πίσω. Όλες οι κινήσεις του έκαναν την εντύπωση, πως γέρνοντας πίσω, εκείνος στηρίζεται σε έναν τοίχο, δηλαδή, στην αρχή απαλή κίνηση πίσω, και μετά το μαλακό άγγιγμα της πλάτης πάνω σε έναν αόρατο τοίχο».

    Πώς να κατανοήσεις μια τέτοια ιστορία; Από τη μια μεριά, δεν νομίζω, ότι η Γιάρκα λέει ψέματα, εκτός από αυτήν, υπάρχουν υπερβολικά πολλές παράξενες ιστορίες ακόμα και αυτό δεν μας επιτρέπει να τις καταλογίσουμε στην απάτη μιας μουσούδας. Όπως και να έχει, εγώ έχω μια μηχανική βεβαιότητα: «αδύνατον να γίνει αυτό» – και σαφήνεια για το ότι εγώ δεν αμφιβάλω για την ειλικρίνεια της Γιάρκα, δεν αποδυναμώνει την παρασιτική σιγουριά, πως τέτοια πράγματα απλώς αδύνατον να συμβούν. Για να απομακρύνω αυτό το φορτίο των μηχανικών βεβαιοτήτων, είναι απαραίτητη η ορισμένη πρακτική σε συγκεκριμένη κατεύθυνση, ορισμένες προσπάθειες, καταγραφές των αποτελεσμάτων – ο, τι κάνουμε, απομακρύνοντας τα αρνητικά συναισθήματα και θεωρίες.

    Εντωμεταξύ και τα ζώα επικοινωνούν ανάμεσα τους – εδώ εγώ συνεχίζω να σκαλίζω τους σωρούς από τις πληροφορίες, που βρήκα. Φαινομενικά – όλοι το ξέρουν εδώ και πολύ καιρό, μα τι γνωρίζουν συγκεκριμένα; Ότι οι μαϊμούδες μπορούν να μάθουν είκοσι νοηματικές λέξεις; Ότι τα σκυλιά είναι ικανά να καταλάβουν εκατό διαταγές; Και πάλι προσαρμόζουμε τα πάντα σύμφωνα με τα δικά μας δεδομένα, και εκτιμούμε τα πάντα από την δική μας οπτική γωνία – σαν να είμαστε εμείς το κέντρο του σύμπαντος. Απλώς αγνοούμε, ότι τα ζώα έχουν διαφορετικές μορφές επικοινωνίας. Για παράδειγμα, εκείνα βγάζουν ήχους σε υπερηχητικό διαπασών – πάρα πολύ απλά δεν τους αντιλαμβανόμαστε. Όταν ακούμε καταπληκτικής δυσκολίας ήχους, που κάνουν τα δελφίνια, και δεν μπορούμε με τίποτα να τους κατανοήσουμε, εμείς απλώς… αρχίζουμε να πιστεύουμε, πως οι ήχοι αυτοί δεν σημαίνουν τίποτα. Πόλη καλή στάση – ακόμα και μετά από ένα εκατομμύριο χρόνια εξέλιξης δεν θα αναπτύξουμε εξίσου περίπλοκες λέξεις, όπως αυτές των δελφινιών, άρα… τα δελφίνια είναι απλώς χαζά, και η γλώσσα είναι ανόητη, Πάλι καλά, πως βάζουμε μια τελεία και σε αυτή την εκκωφαντική ηλιθιότητα. Αρχίσαμε να βάζουμε τελεία. Όσο περισσότερα σκέφτομαι για αυτό, τόσο πιο πολύ συμφωνώ με το ότι τα ζώα ουσιαστικά μας προσκάλεσαν σε μια πρώτη στην ιστορία της ανθρωπότητας «συνέντευξη», και εκεί κρύβεται μια τεράστια ευκαιρία – όχι για αυτά, αλλά για εμάς.

    Δεν έχω άλλο χρόνο, τέλος

     

    Στέλνοντας το γράμμα, η Τόρα μέσα στο μυαλό της έγλειψε την κοιλιά της Πούρνα, σηκώθηκε, κλώτσησε δυνατά τον τοίχο του σπιτιού, φώναξε σε κάποιον άγνωστο: «θα σας δείξουμε!» – και  σαν ένας τρελαμένος ιπποπόταμος έτρεξε στο δρομάκι προς το κέντρο του νησιού.