Ελληνικα change

Error

×

Κεφάλαιο 10

Main page / Μάγια 2: Προέλευση των ειδών / Κεφάλαιο 10

Περιεχόμενα

    «Λίγος ο αέρας» – αυτή η σκέψη ήρθε πρώτη, προτού καν περάσει με απίστευτη ταχύτητα μια σειρά από εικόνες: επτά ράφτερς, βράχια, γέλια, κάποιο κατάπληκτο-τρομαγμένο πρόσωπο, με όλες τις δυνάμεις κωπηλατούν προς δεξιά, το ραφτ παρασέρνεται ασυγκράτητα προς έναν τεράστιο βράχο, ένα ξαφνικό βαθύ χάσμα στο όγκο του νερού, δίμετρο πάχος του κύματος, που έκρυψε τον ουρανό; το κουπί , απελπισμένα μέσα στον κάθετο υδάτινο τοίχο, χτύπημα του κύματος, το οποίο έκοψε την αναπνοή του και σχεδόν τον πέταξε έξω από το ραφτ, η σύγκρουση με τον βράχο, πτώση, άλλο ένα χτύπημα; το ραφτ, που μόλις χτύπησε στον βράχο, τώρα πιέζεται από υψωμένο όγκο πάνω στον κοφτερό, σαν τρίφτη, βράχο, συνθλίβει, γδέρνοντας το δέρμα από το αριστερό χέρι, από τον ώμο, τον ρίχνει κάτω. Πέρασε η σκέψη «θα είναι πολύ άσχημα τα πράγματα με το χέρι», και μετά άλλη : «στο διάολο το χέρι – τώρα πρέπει να επιβιώσω».

    Όλα τα αυτά καλπάσανε κάπως φανταστικά μέσα σε ένα κλάσμα του δευτερόλεπτου, και εμφανίστηκε, επιτέλους, μια ολοκληρωμένη σκέψη: «είμαι κάτω από τον βράχο». Η αίσθηση του πραγματικού κινδύνου δεν με τρόμαξε, μάλλον, πιο πολύ με κινητοποίησε. Ούτε για μια στιγμή δεν ένοιωσα πανικό, ακόμα και όταν ένα δευτερόλεπτο αργότερα κατάλαβα, ότι ο αέρας είναι πάρα πολύ λίγος, και εγώ δεν καταφέρνω να βγω στην επιφάνεια. Ένιωθα έκπληκτος με μια τέτοια παράξενη αδυναμία, σχεδόν παράλυση, και μετά – άλλη μια εικόνα του σήμερα – το δεύτερο ραφτ, που δεν έχει αποκτήσει ακόμα αρκετή ταχύτητα πριν από το χάσμα, κατέβηκε άγαρμπα από τα βράχια και έμεινε κυριολεκτικά καρφωμένο στον πυθμένα με το πελώριο βάρος του νερού, που έπεφτε από πάνω – οι γιγαντιαίες ροές χτυπούσαν από ψηλά, τα παιδιά, μέχρι τη μέση στο νερό, κωπηλατούν με όλες τις δυνάμεις, μάταια, όμως – το ραφτ μένει ακίνητο, σαν να έχει κολλήσει, σχεδόν διπλωμένο, το κοπάνημα του νερού το σπρώχνει στην υδάτινη «τρύπα» μπροστά από το χάσμα, και όλοι ήταν πλέον έτοιμοι να το εγκαταλείψουν, μα με μια συγχρονισμένη ισχυρή προσπάθεια κατάφεραν να βγάλουν το ραφτ έξω από αυτή την υγρή μηχανή του κιμά. Αυτή η ανάμνηση-αναλαμπή έφερε σαφήνεια – δεν είμαι παράλυτος, απλώς ακριβώς το ίδιο ρεύμα με σπρώχνει κάτω από τον βράχο. Μετά ένοιωσα την κρίση ακραίας αποφασιστικότητας, ύστερα δεν υπήρξε τίποτα, και τελικά – ελεύθερη αιώρηση, μαλακό αναποδογύρισμα μέσα στο ρεύμα, που με παρέσυρε, ο αέρας τέλειωσε πια, απελπισμένη κίνηση προς τα πάνω και καινούρια λάμψη της έκπληξης – δεν υπάρχει πιο πάνω, όμως, όπως και πριν, δεν βρίσκω αέρα να πάρω μια ανάσα, γύρω μου είναι πυκνός χτυπημένος αφρός. Μια στιγμιαία εκτίμηση της κατάστασης, λήψη της απόφασης: «αφρός – είναι νερό με αέρα, δεν έχω άλλη επιλογή – θα προσπαθήσω να αναπνεύσω» – εισπνοή – προσεκτικά, σουρώνοντας το νερό μέσα από τα δόντια μου, πάνω και κάτω από τη γλώσσα – έπιασε!!

    Κολυμπώντας προς την ακτή, ο Τραππ είδε, ότι σπρώχνει μπροστά του το κουπί. Δεν το περίμενε αυτό! Από που ήρθε? Απίστευτο, όλη αυτή την ώρα με ποιο θαύμα κατάφερε να το κρατήσει κοντά του? Δεν είναι κάτι το παράξενο, όμως – η συνείδηση του είχε περιοριστεί αυστηρά στη λύση του πιο βασικού προβλήματος. Ίσως, αυτό το κουπί έπαιξε τον ρόλο εκείνου του μοχλού, το οποίο αυτός χρησιμοποίησε για την τελική υπερπροσπάθεια; Όσο και να προσπαθούσε τώρα να θυμηθεί εκείνη τη στιγμή – ούτε τώρα, περπατώντας στα γλιστερά βράχια της ακτής της Κάλι-Γκαντάκι, ούτε αργότερα – δεν το κατάφερε, και για εκείνον έμεινε για πάντα μυστήριο – τι έκανε τελικά, για να βγει από τη θανάσιμη παγίδα.

    Μπροστά – γύρω στα διακόσια μέτρα – στην όχθη φαινόταν το αναποδογυρισμένο ραφτ, δίπλα άραξε και το δεύτερο, και ο Τραππ περπάτησε προς τα εκεί, προσεχτικά πάνω στις γλιστερές πέτρες και υγρή άμμο. Ο πόνος στην δεξιά πλευρά του αυξανόταν σταδιακά, έγινε ξαφνικά πολύ δυνατός, και τότε θυμήθηκε για το χέρι του. Με δισταγμό, περιμένοντας να δει κάτι πολύ δυσάρεστο, εξέτασε τις πληγωμένες περιοχές, και – καταπληκτικό – το χέρι ήταν τελείως καλά. Όταν το ρεύμα τον τράβαγε, σφηνωμένο ανάμεσα στο ραφτ και τον βράχο, νόμιζε, ότι το δέρμα του κόβεται μαζί με τη σάρκα. Το χέρι πράγματι, υπέστη σοβαρές εκδορές, σε μερικά σημεία κρέμονταν κομμάτια δέρματος, μα όχι κάτι παραπάνω από αυτό. Από τις πιέσεις και τα χτυπήματα το χέρι θα μελανιάσει, φυσικά, θα κιτρινίσει και θα πονέσει, αλλά αυτά δεν είναι σημαντικά – σε δυο εβδομάδες δεν θα μείνει κανένα σημάδι. Άρα, στάθηκε τυχερός με την πέτρα – η κάτω μεριά της αποδείχθηκε σχετικά λεία. «Θα ήταν τελείως διαφορετικό, αν θα είχα στριμωχτεί πάνω σε σένα», σκέφτηκε ο Τραππ, κοιτάζοντας έναν άλλο βράχο λίγο πιο κάτω στον ποταμό – καλυμμένο ολόκληρο με κοφτερές, σαν λεπίδες, προσθήκες διαφορετικών πετρωμάτων, «δεν ξέρω, αν θα έμεινε κάτι από μένα τότε». Ήταν τυχερός. Όμως, στα πλευρά του έγινε κάτι πολύ πιο σοβαρό…

    «Και δεν ήθελα να βάλω το κράνος!» – ο Τραππ κούνησε το κεφάλι του, όταν θυμήθηκε, πως έκατσε μέσα στο ραφτ χωρίς αυτό. Ο ήλιος τον ζέσταινε τόσο ωραία, φυσούσε ελαφρύ αεράκι, και δεν είχε απολύτως καμία διάθεση να βάλει το κράνος. Με δυσαρέσκεια και ειρωνεία αναγκάστηκε να συμμορφωθεί με αυστηρή διαταγή του επικεφαλής – όλοι πρέπει να φοράνε τα σωσίβια και τους κράνους τους, καμία εξαίρεση. Και το γιλέκο του βοήθησε κιόλας. Αν μέσα στο παχύ και ελαστικό σωσίβιο τα πλευρά του έπαθαν τόση ζημία, τι θα γινόταν με γυμνό σώμα?

    Τώρα, προχωρώντας αργά κοντά στα ραφτ, και διαλέγοντας μέσα στη μνήμη του τις αναδυόμενες εικόνες αυτού, που είχε συμβεί, ο άντρας θυμήθηκε ξεκάθαρα ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι, όταν βρέθηκε ακριβώς ανάμεσα στο ραφτ και τον βράχο. Προφανώς, λόγο αυτού του χτυπήματος λιποθύμησε, αλλά ευτυχώς, συνήλθε πριν πνιγεί κάτω από τον βράχο.

    Τα παιδιά, που έτρεξαν κοντά του, έδειχναν ανήσυχοι, είπαν, πως όταν ο Τραππ πετάχτηκε στο νερό, το ραφτ σηκώθηκε σχεδόν κάθετα, εκείνοι πρόλαβαν μόνο να δουν, πως το νερό τον χτύπησε πάνω στον βράχο με το κεφάλι και τον σφήνωσε, και ύστερα το ραφτ αναποδογύρισε τελείως, καλύπτοντας από πάνω το μισό της ομάδας, έτσι όλοι πέρασαν αρκετές δύσκολες στιγμές.

    Όταν το ραφτ άρχισε να γέρνει αριστερά, η Μπέρτα, που καθόταν στην δεξιά πλευρά, είδε βήμα-βήμα, όπως γίνεται σε αργή κίνηση, τη πτώση του Τραππ. Η ταχύτητα της αντίληψης αυξήθηκε αρκετές φορές. Γρήγορη μεταφορά του βάρους όλου του σώματος στο κέντρο του ραφτ – ίσως θα προλάβουμε ακόμα να το ισορροπήσουμε. Αλλά το βάρος δεν ήταν αρκετό. Όταν σε μια πανίσχυρη κίνηση το νερό αναποδογύρισε το ραφτ, εκείνη βρέθηκε από κάτω του, σχεδόν ακριβώς στο κέντρο. Με όλες τις δυνάμεις η κοπέλα προσπαθούσε να βγει έξω, αλλά οι ροές του νερού την έφερναν ξανά πίσω. Τη στιγμή, όταν οι δυνάμεις και ο αέρας σχεδόν εξαντλήθηκαν, ξαφνικά εμφανίσθηκε μια νέα φωτισμένη αντίληψη, την οποία εκείνη δεν είχε αισθανθεί ποτέ πριν, η αντίληψη αυτή αντηχούσε με την απόσπαση και αποφασιστικότητα. Οι ταιριαστές λέξεις για την περιγραφή της : «δεν υπάρχει επιλογή», «μπορείς μόνο να επιβιώσεις», ενιαία σκληρή τσιμεντοποίηση. Όταν εκείνη, επιτέλους, απελευθερώθηκε από το ραφτ, που την καταπλάκωνε, ανακάλυψε, ότι βρίσκεται ακόμα στα απότομο σημείο, και χαοτικά κύματα, τα οποία έσκαγαν με μανία, δεν την άφηναν να εισπνεύσει. Ένα κύμα μετά το άλλο κάλυπταν τη Μπέρτα, και τότε εμφανίστηκε μια ξεκάθαρη σαφήνεια, ότι εκείνη μπορεί να πεθάνει ακριβώς εδώ, στην Κάλι-Γκαντάκι, στη μέση των ανέμελων δασών, υγρών άγριων βράχων – τα πάντα ίσως να τελειώσουν εδώ και τώρα. Έπειτα από αυτή τη σαφήνεια η Μπέρτα, απρόσμενα για τον εαυτό της, δημιούργησε τη βεβαιότητα-500 και προσμονή-500, έτσι, προτού την καταπιεί το επόμενο κύμα, κατάφερε να πάρει μια βαθιά ανάσα και να βουτήξει βαθιά μέσα στο νερό, όπου την συνάντησαν γρήγορα, αλλά μαλακά ρεύματα. Βγαίνοντας στην επιφάνεια, η Μπέρτα βρήκε το δεύτερο ραφτ. Κολύμπησε λίγο, και ήδη έπιασε το σκοινί, περασμένο στο πλευρό του ραφτ.

    Τη νύχτα, δίπλα στη φωτιά, αναπόφευκτα η κουβέντα γύριζε κατά καιρούς στις προσπάθειες να θυμηθούν τα γεγονότα με περισσότερες λεπτομέρειες και να τα κατανοήσουν. Ανάμεσα στα πιο ουσιαστικά συμπεράσματα βγήκε το ότι οι κινήσεις της ομάδας στα κρίσιμα σημεία παραήταν διστακτικά και νωθρά. Όταν το ραφτ σηκώθηκε κάθετα, μόνο η Μπέρτα προσπάθησε να το ισορροπήσει – οι υπόλοιποι καθυστέρησαν, χάθηκε ο πολύτιμος χρόνος – και εδώ τα δευτερόλεπτα αλλάζουν τα πάντα. Μόλις κατάλαβαν όλοι, ότι ο Τραππ δεν ανέβηκε στην επιφάνεια, εξαφανίστηκε, οι κινήσεις της ομάδας δεν έγιναν συντονισμένες.

    – Αφού το κατάλαβα αρκετά γρήγορα, ότι δεν είσαι μέσα – το πρόσωπο της Σερένας έδειχνε απορία. Πλατύ πρόσωπο, δυνατή κράση, μυώδη μπούτια – η εμφάνιση της συνέχεια σε προκαλούσε να φανταστείς, πως εκείνη ξεριζώνει τις σκουριασμένες ράγες του ασανσέρ έξω από τα βράχια. – Όμως σαν να είχα παγώσει, φώναξα στα παιδιά, ότι πρέπει να σε ψάξουμε, αλλά όλοι κοκάλωσαν, τα έχασαν. Με άκουσε τελικά κανείς?

    – Σε άκουσα, αλλά σκέφτηκα, πως μέσα σε όλη αυτή φασαρία απλώς δεν τον βλέπουμε. Άρχισα να μετράω τους ανθρώπους, που πλατσούριζαν δίπλα στο πρώτο ραφτ, όμως που να το κάνεις… δεν μπορούσα να δω καλά, τα κεφάλια μια φαίνονταν, μια χάνονταν, τα κύματα, το ραφτ, που χόρευε…

    – Και εγώ σε άκουσα, αλλά δεν κατάλαβα – τι έπρεπε να κάνουμε…

    – Τουλάχιστον μπορούσαμε να μην αναμασήσουμε την κατάσταση, να μην την αφήσουμε εκτός έλεγχου, μα να αντιληφθούμε το πρόβλημα και να σκεφτούμε μαζί – τι θα μπορούσαμε να κάνουμε – επέμενε η Σερένα.

    – Δεν μπορούσατε να κάνετε τίποτα, σας το είπα, ότι το ρεύμα με έχωσε κάτω από τον βράχο, – ο Τραππ άνοιξε τα χέρια του. – Δεν υπήρξε περίπτωση να κάνετε κάτι. Ο θάνατος ήταν πολύ κοντά. Είναι παράξενο να το συνειδητοποιείς αυτό.

    Δυνατή τσιρίδα του τζίτζικα σαν να γύμνωσε τη σιωπή πάνω από το ξέφωτο και την έκανε πιο έντονη.

    – Δεν ξέρω, πως αισθάνονταν οι άνθρωποι κοντά στον θάνατο εκείνες τις εποχές, όταν ο μέσος όρος ζωής έφτανε στα εβδομήντα χρόνια, – μετά από τη παύση συνέχισε ο Τραππ. – Όμως τώρα, όταν και τα διακόσια δεν φαίνονται να είναι το όριο… είναι κάπως ιδιαίτερα αλλόκοτο – να νιώθεις τον θάνατο κοντά.

    – Μπα, όχι, νομίζω – και εκείνοι ένιωθαν ακριβώς το ίδιο, – εκφώνησε κάποιος πολύ αργά. – Όταν ο θάνατος είναι κοντά, μάλλον, πάντα σκέφτεσαι, ότι έζησες πολύ λίγο, πάντα πρέπει να έρχεται η αγονία της θέλησης να ζήσεις. Εγώ, τέλος πάντων, έτσι το αντιλαμβάνομαι.

    – Και πώς έγινε, ότι δεν θυμάσαι εκείνη τη στιγμή, όταν βγήκες στην επιφάνεια; Δεν θυμάσαι απολύτως τίποτα; – απ` ότι φαινόταν, η Μπέρτα, όπως και ο Τραππ, δεν ανησυχούσε και πολύ για αυτό, που βασάνιζε τη Σερένα.

    – Δεν θυμάμαι. Ποιος ξέρει. Η μοναδική εξήγηση, που περνάει από το μυαλό μου… αφού υπήρξε η ακραία συγκέντρωση, ύστατη αποφασιστικότητα, όταν τα πάντα αποφασίζονταν. Θυμάμαι, ότι έκανα κάποια υπερπροσπάθεια, αλλά πιο συγκεκριμένα – δεν μπορώ να το θυμηθώ. Η κατάσταση αυτής της αποφασιστικότητας και ετοιμότητας για την υπερπροσπάθεια διαφέρει υπερβολικά από αυτή, στην οποία εγώ βρίσκομαι συνήθως – πιθανόν, για αυτό η μνήμη μου δεν μπορεί να επαναφέρει τώρα αυτό, που έγινε τότε – παραείναι μεγάλη η διαφορά.

    – Όπως και να έχει! – η φωνή της Σερένας έκοψε τη κυριαρχία της σιωπής. – Πάλι δεν μου αρέσει η απραξία μας, η ασυνεννοησία στις κινήσεις. Ο Τραππ και η Μπέρτα, φυσικά, μπορούν να αντιμετωπίζουν ήρεμα τέτοιες καταστάσεις, διότι είναι «δύτες» και, πιθανόν, συναντούν συχνά τους κινδύνους, δεν το ξέρω. Έχουν δικό τους τρόπο ζωής, είναι δύσκολο να πω κάτι για αυτό. Εγώ θα μιλήσω για τον εαυτό μου, όμως – έπραξα διστακτικά και νωθρά. Έχετε ακούσει για ένα τέτοιο φαινόμενο – διάχυση της ευθύνης? Αυτό ακριβώς μας συνέβη. Ο καθένας σκέφτηκε, ότι ο άλλος έκανε κάτι σωστό, σαν αποτέλεσμα – δεν έγινε απολύτως τίποτα.

    Όση ώρα εκείνη μιλούσε, η Μπέρτα κοίταξε τη Σερένας με συμπάθεια και ενδιαφέρον, άνοιξε κάποια στιγμή το στόμα της, αλλά μετά άλλαξε γνώμη.

    Ο Τραππ έσπασε δυο πλευρά, έτσι αν και πέρασε το υπόλοιπο του ταξιδιού καθισμένος στην ίδια θέση – στη μύτη του ραφτ, ωστόσο, ήταν ελάχιστη η συμμετοχή του ως επικεφαλής κωπηλάτη. Ακόμα και η αναπνοή προκαλούσε πόνο, δεν μιλάμε καν για τα άλλα. Κατά καιρούς εκείνος άρχιζε να κωπηλατεί με παλιά ένταση, για να αποκτήσει τη πείρα της υπερνίκησης του πόνου – αυτό είχε αντίκτυπο με την επιμονή και αποφασιστικότητα, και κάτι άλλο, καταπληκτικό για εκείνον – με την κτηνώδη ζωηράδα, σχεδόν παιχνιδιάρικη διάθεση. Κατά τη επιστροφή στη βάση, ωστόσο, τον περίμενε περίοδος της σωματικής απραξίας και έντονης δημιουργίας της απόλαυσης στην τραυματισμένη περιοχή.