Ο Μένγκες είναι ήδη πάνω! Η Τόρα άνοιξε τις πόρτες, βγήκε στο μπαλκόνι, ανατρίχιασε και κοίταξε τον ουρανό. Και αυτός ήταν… ναι, εκεί… – εκεί ήταν τα σύννεφα, φωτισμένα με ανατέλλον ήλιο, εκεί έγινε η έκρηξη του γαλάζιου – στο χρώμα του κάϊναιτ – του ζαφειριού από το Νεπάλ, στο οποίο μια εμφανίζονται, μια χάνονται τρυφερά-χνουδάτα συννεφάκια, – τόσο τρυφερά, όσο τα πρησμένα στηθάκια ενός δεκάχρονου κοριτσιού. Εκεί ήταν και οι κορυφές των δέντρων με τρεμάμενα, λαμπερά, σκούρο-πράσινα φύλλα. Τώρα οι κορυφές στέκονταν ήρεμα, παίζοντας λιγάκι ζωηρά με τα φύλλα τους, και ξαφνικά μεμιάς όλες έσκυψαν αριστερά, μετά – δεξιά, και ξανά, και ξανά, ο αέρας τα παρέσερνε πέρα-δώθε, όπως ζουλάει την κοπελίτσα του το αγοράκι, πιέζοντας και τραβώντας τις θηλές της, εκείνη πονάει λίγο και ταυτόχρονα να νιώθει πολύ ωραία, και αυτή η κίνηση των κορυφών συνάρπασε τη Τόρα, την έλκυσε, λες και η κοπέλα βρέθηκε ξαπλωμένη μέσα σε μια βάρκα, που κουνάει στις πατούσες της λίμνης. Η Τόρα βόγκηξε, αφηρημένη στις αισθήσεις, και μέσα στην καρδιά της, στο στήθος, στο λαιμό, σαν να ζωήρεψαν πολλά χαρούμενα κουταβάκια – απότομα, χωρίς δισταγμό, με φόρα, απελπισμένα, αφοσιωμένα, απόμακρα – μια ολόκληρη συμφωνία της απόλαυσης. Παλιά η Τόρα δεν είχε και την ορισμένη ιδέα για το πως δημιουργούνται τα σύννεφα – και εδώ, ακριβώς μπροστά της, είναι όλα – μέσα στον καθαρότατο ουρανό ξαφνικά γεννιέται μια απαλή σκίαση, άλλη μια, και άλλη, και ήδη σαν από το πουθενά εμφανίζεται το κορμάκι του σύννεφου. Ίσως να αιωρηθεί εκεί για κάμποσο καιρό, ίσως θα αρχίσει να πυκνώνει, ή το αντίθετο – να διαλυθεί ξανά μέσα στο καθαρό κενό.
Ο Μένγκες, απ` ότι φαίνεται, εδώ και αρκετές ώρες καθόταν στην ταράτσα– μάλλον, ξύπνησε περίπου στις τέσσερις η ώρα, του άρεσε να το κάνει αυτό. Το μαυρισμένο του κορμί μέσα στο απαλό-μπεζ φως του σούρουπου έμοιαζε να είναι σκεπασμένο με πάχνη, ακίνητο, καταπληκτικά όμορφο. Με γρήγορα βήματα η Τόρα πήδηξε πάνω στη ταράτσα, και ένας νέος κυματισμός της απόλαυσης ενώθηκε με τη μελωδία – απόλαυση από την στενή επαφή των ξυπόλυτων πελμάτων της με το τραχύ δέρμα των σκαλοπατιών της σκάλας, φτιαγμένης από ένα ολόκληρο κομμάτι του κορμού, με σκαλισμένα σε αυτό βαθουλώματα για τα πόδια. Τα πάντα εδώ ήταν καινούρια για εκείνη – και αυτή η σκάλα, και τα τραπέζια με παράξενο σχήμα από μασίφ ξύλο, οι επιφάνειες των οποίων έχουν λειανθεί έτσι, ώστε να φαίνονται τα περίτεχνα μοτίβα στην κόψη, και εκείνα τα βουνά, οι πλαγιές των οποίον ενώνονται με τέτοιον τρόπο, που σε κάνει να έχεις την ακαταμάχητη παραίσθηση, ότι πίσω από αυτά δεν υπάρχει τίποτα – τέλος του κόσμου, το απόλυτο κενό. Συνήθως χάρη στη συννεφιά ο χώρος πίσω από τα βουνά έχει όγκο, διάρκεια, ή τουλάχιστον, στην ελαφριά ομίχλη, όμως εκεί, σε αυτές τις πλάγιες – σαν να τελείωνε ο παντελώς καθαρός γαλάζιος ουρανός.
Από την ταράτσα οι γύρω κορυφές φαίνονταν ακόμα πιο κοντινές – τεράστιες, κρεμασμένες, πυκνό-σκούρο-μπλε-μεταλλικές κάτω, όπου δεν έχει φτάσει ακόμα ο ήλιος, και φλογισμένα-εκτυφλωτικά-λαμπερές με χρυσάφι επάνω. Η όγδοη βάση των Συγκεκριμένων Ιστορικών, στο δικό τους ιδιαίτερο αργκό – «δυτών», βρισκόταν μέσα στη στενή κοιλάδα στα Ιμαλάια, δίπλα της συνωστίζονταν τα όρη με ύψος έξι, εφτά και οκτώ χιλιάδες μέτρα. Κάποτε, πριν πολύ καιρό, εδώ ήταν το Βασίλειο του Νεπάλ, οι αυτοκράτορες του οποίου αγόραζαν στους εαυτούς τους τις χρυσές λεκάνες και δεν έδιναν μια για το ότι ο λαός τους πεινάει. Οι ρέμπελοι και απατεώνες από τον ίδιο λαό, κηρύσσοντας τους εαυτούς τους κομμουνιστές ευγενικά μεν, με τα όπλα στα χέρια δεν, μάζευαν τις μίζες από τους τουρίστες, και μετά από αυτό μεθούσαν ασύστολα και απολάμβαναν την απραγία τους. Εδώ βρήκαν καταφύγιο και οι θιβετιανοί πρόσφυγες τις χρονιές εκείνες, όταν το Θιβέτ είχε κατακτηθεί και σχεδόν καταστραφεί από τη Κίνα, και οι πάρα πολλές λίθινες ταμπελίτσες με τις σκαλισμένες λέξεις «ομ μάνι παντμε χουμ» ακόμα κείτονται εδώ και εκεί στις άκρες των μονοπατιών. Ούτε η Κινά, ούτε το Θιβέτ δεν υπάρχουν πια, εξαφανίστηκαν τα σύνορα, που χώριζαν κάποτε τα Ιμαλάια, ενώ οι λίθινες ταμπελίτσες έμειναν – τι να πάθουν και αυτά. Κοιτώντας σε αυτά τα στενά μονοπατάκια, που διακλαδίζονταν, προκαλούσαν τρυφερότητα και μια παιδική αγαθή αίσθηση του μυστήριου, προσμονή των νέων συμπάντων πίσω από την κάθε τους στροφή, ήταν πολύ δύσκολο να φανταστείς, ότι κάποτε υπήρχαν καιροί, όταν και τα δρομάκια, και οι πυκνή θάμνοι των ροδόδεντρων και γιγαντιαίες φυτείες του μπαμπού – όλα τα αυτά είχαν καταστραφεί από το πελώριο οδοστρωτήρα της «προόδου», που πέρασε ανελέητα πάνω από το Νεπάλ και τα ινδικά Ιμαλάια. Οι κινεζικές εταιρίες, οι Ευρωπαίοι ιδιωτικοί επενδυτές, τα αμερικανικά συνταξιοδοτικά ιδρύματα, οι Ινδοί πολιτικοί μηχανικοί και τα λοιπά και τα λοιπά καθάρματα πέρασαν από εδώ, ξεριζώνοντας ό, τι ζωντανό έβρισκαν μπροστά τους για χάρη της «προόδου», καταπατώντας αλύπητα τις τρυφερές πλαγιές των βουνών με τα απαίσια-συμμετρικά πεντάστερα ξενοδοχεία, σκλαβώνοντας τις φουντωτές χαράδρες με το αλαζονικό σκουπιδαριό των γεφυρών, σκίζοντας τη σάρκα και το αίμα αυτών των μανιασμένων βράχων με τις βαθιές σήραγγες, καταστρέφοντας το ζωηρό Βασίλειο της αδάμαστης φύσης με 24 λωρίδες βρομερών λεωφόρων, καρφώνοντας τα σουπερμάρκετ στη θέση των απόμερων λιμνών, εστιατόρια πάνω από τους ορμητικούς ορεινούς χείμαρρους, αμέτρητα γραφεία, πανσιόν, εκατοντάδες βενζινάδικα, χτισμένα βιαστικά σε οποιοδήποτε κομμάτι γης δίπλα στις εθνικές οδούς, τα οποία μετατράπηκαν σε αναχρονισμούς σχεδόν αμέσως, μόλις μπήκε για μαζική κατασκευή το πρώτο πυρινοκίνητο. Και όλα αυτά για χάρη του νέου Μολώχ – του «ακαθάριστου εθνικού προϊόν». Αυτό θεωρείτο «όμορφο», με αυτό ένιωθαν περήφανοι, πως, – εμείς «υποτάξαμε» τη φύση, και τώρα ο καθένας μπορεί να φάει ένα μεζέ από αρνάκι στην Νότια σέλα κοντά στο Έβερεστ ή να πιει κάνα ποτηράκι μπύρα στην πανοραμική καφετέρια, χτισμένη στο χαράδρα του Bonington, ή να δει τα διεθνή οικονομικά νέα στο κλαμπ «8848», ανεβαίνοντας με το ασανσέρ. Και ύστερα άρχισε ο Τελευταίος Θρησκευτικός Πόλεμος, συνέβη η Μεγαλύτερη Τεχνολογική Ύφεση – όχι σύντομα, καθόλου σύντομα, σχεδόν διακόσια χρόνια αργότερα… και φαινόταν, πως δεν υπάρχει διέξοδος. Σαν κορύφωση χτύπησε ο Μεγάλος Παιδικός Πόλεμος, ο οποίος έμοιαζε να ολοκληρώνει την αυτοκαταστροφή της ανθρωπότητας, αλλά τελικά συγκεκριμένα αυτός, απολύτως απρόσμενα (για τους ενήλικους), και πολύ αναμενόμενα (για τα παιδιά) χάρισε τις ευκαιρίες για αναγέννηση, και με πόση απόλαυση και απελπισμένη προσμονή οι επιζώντες άρχισαν να καταστρέφουν αυτό, που σχεδόν έπνιξε τη ζωή στον πλανήτη! Αποσύρθηκαν και ανακυκλώθηκαν δισεκατομμύρια τόνοι της κευρατίνης, φτιαγμένης με βάση το κράμα του μεταλλικού υδρογόνου, και κάτω από αυτήν βρέθηκαν ακόμα δισεκατομμύρια τόνοι του αρχαίου τσιμέντου, ασφάλτου, νάνο-πυριτικού άλατος. Βήμα προς βήμα έσωζαν τη δηλητηριασμένη, βιασμένη, εξαντλημένη Γη, της έκαναν τεχνητή αναπνοή, δημιουργούσαν και διεύρυναν τους εθνικούς δρυμούς, και παρά το ότι στην αρχή η ελπίδα ήταν πάρα πολύ αδύναμη, ενίοτε φαινόταν, ότι έχουν χάσει το παιχνίδι, και οι μελλοντικές γενιές των ανθρώπων θα αναγκαστούν να ζήσουν σε ένα τεχνητό κλουβί, όμως, οι ανιδιοτελείς προσπάθειες των εκατομμυρίων (ενώ κάποτε ο πληθυσμός της Γης μετρούσε δισεκατομμύρια!), επιζώντων τελικά έκαναν τη δουλειά τους – η Γη ζωντάνεψε ξανά, ανέπνευσε, μια μετά την άλλη εμφανίζονταν μικρές και μεγάλες περιοχές, όπου η ζωή είχε νικήσει – μέτρο προς μέτρο. Μπορούμε να βρούμε στα αρχεία τους πληροφοριακούς κρυστάλλους εκείνης της εποχής. Η Τόρα ξεφύλλιζε κάποτε την «Ημερίδα των δασών του Αλτάι», το «Δελτίο των βιοκοινοτήτων της Καρελίας» και θαύμαζε την γενναιότητα και την επιμονή εκείνων, οι οποίοι κυριολεκτικά σπιθαμή προς σπιθαμή αναδημιουργούσαν τα γόνιμα εδάφη, τα έσπερναν με αγριόχορτα, θάμνους, πουρνάρια και τα λοιπά εδαφικά υποστρώματα της χλωρίδας. Σώζοντας έτσι και την πανίδα.
Η απίστευτη ποικιλομορφία των ειδών της Φύσης κατέπληξε τους ανθρώπους κάποτε. Φαινόταν, ότι δεν υπάρχει τελειωμός για τα νέα είδη. Μέχρι τον εικοστό αιώνα ο ρυθμός της ανακάλυψης των νέων και της εξαφάνισης των γνωστών ειδών είχε σχεδόν ισοσταθμισθεί. Στην αρχή του εικοστού πρώτου αιώνα, για να ανακαλυφθούν τα νέα είδη, έπρεπε πια να γίνονται οι εξαντλητικές αποστολές στις πιο μακρινές γωνιές του κόσμου, οι οποίες είχαν διατηρηθεί στο Βόρνεο, στην Νέα Γουινέα, στη Μαδαγασκάρη. Τα δάση αποψιλώνονταν με αυξανόμενη ταχύτητα, οι κόλποι ασυγκράτητα μετατρέπονταν σε χωματερές, οι περιοχές με αγρία φύση μειώνονταν, διαχωρίζονταν. Τότε δεν καταλάβαινε ακόμα κανείς (και δεν ήθελε να καταλάβει), ότι η ποικιλία των ειδών σε ένα μεμονωμένο κομμάτι της αγρίας φύσης δεν είναι καθόλου ίδια με την ποικιλία των δυο διαφορετικών περιοχών, το καθένα από τα οποία έχει δύο φορές μικρότερη έκταση. Αν σε μια μεγάλη περιοχή κάποιο φυτό θα καταστραφεί τυχαία, τα διπλανά φυτά θα αναπληρώσουν την απώλεια, θα επαναφέρουν την ισορροπία. Σε ένα μικρό κομμάτι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει ποτέ, και η εξάντληση των ειδών γίνεται πιο γρήγορα, απ` ότι θα μπορούσε να το περιμένει κανείς.
Ήταν τόσο απλό – να τα καλύψουν όλα με τσιμέντο, και από πάνω να καρφώσουν την κευρατίνη, και με το νάνο-πυριτικό άλας, και με την «έξυπνη πλασμοπλαστική», να κάψουν το χώμα με την «ακίνδυνη» εκπομπή από τα δισεκατομμύρια χιλιόμετρα της οπτικής ίνας, και πόσο ατελείωτα περίπλοκο ήταν να γυρίσουν τη γη στη ζωή… καταπληκτικό, αλλά η άνθρωποι στην Εποχή της Τεχνολογικής Βαρβαρότητας, η ακόμα και αργότερα, στην Εποχή των Οικολογικών Τεχνολογιών (οι οποίες στην ουσία κατέστρεφαν τη φύση εξίσου επιθετικά λόγο των επεκτάσεων τους) φαντάζονταν τη γη σαν ένα «σωρό από λάσπη», η, στην καλύτερη περίπτωση, ως «περίπλοκο σύνολο των ορυκτών και μικροοργανισμών» – σκέτη τρέλα! Αγνοούσαν παντελώς, ότι το χώμα – είναι ένα ζωντανό πλάσμα με συνείδηση, όπως και το δέντρο, και το σύννεφο, και η Γη, και το ποτάμι… αλλά τι να λέμε τώρα, αφού υπήρχαν εποχές, όταν συζητούσαν, αν η γυναίκα είναι ισότιμη με τον άντρα!
Από τον εικοστό μέχρι τον εικοστό τέταρτο αιώνα η Γη πέρασε από το «λαιμό του μπουκαλιού» της εξέλιξης – αμέτρητα είδη των φυτών και των ζωών είχαν χαθεί ανεπιστρεπτί. Η γενετική βιομηχανία επέστρεψε καμιά-δυο δεκάδες είδη, και αναμφισβήτητα, εμείς θα μπορέσουμε να επαναφέρουμε ακόμα αρκετές εκατοντάδες ή ακόμα και χιλιάδες είδη. Η διεύρυνση του δικτύου της «γενετικής επαναφοράς» – είναι ένα από τα πιο επίκαιρα προβλήματα της δικής μας εποχής. Η Τόρα θυμήθηκε, πως τρεις μήνες πριν, όταν ολοκλήρωνε την εκπαίδευση, όλοι αγκαλιάζονταν και χόρευαν από τη χαρά τους, μόλις έμαθαν, ότι οι επιστήμονες κατάφεραν, επιτέλους, να λύσουν το πρόβλημα της στειρότητας των κλωνοποιημένων λεοπαρδάλεων, τώρα ίσως θα μπορέσουμε να εφαρμόσουμε αυτή την πείρα και σε άλλα είδη. Ωστόσο, αυτή είναι μια σταγόνα στον ωκεανό, έτσι το μόνο που μας μένει ουσιαστικά, είναι να ελπίσουμε, ότι η Γη από μόνη της αργά η γρήγορα θα κάνει ένα βήμα εμπρός στη ζωή, δημιουργώντας άλλη μια «έκρηξη» σαν της Καμβρίου, μιας και ο πλανήτης μας είχε περάσει αρκετές φορές μέσα από τους «λαιμούς των μπουκαλιών», και την τελευταία φορά σχετικά πρόσφατα κιόλας, την περίοδο της Πλειστόκαινου.
Και οι άνθρωποι είχαν αναγεννηθεί – ξανά, ένα βήμα μετά το άλλο ανακαλύπτοντας τα νέα διαστήματα των αντιλήψεων. Μετά από τον Μεγάλο Παιδικό Πόλεμο τα αρνητικά συναισθήματα κηρύχθηκαν νομοθετικά μια πολύ επικίνδυνη νόσο, η οποία έχει πλήξει την ανθρωπότητα από τις προϊστορικές εποχές. Καταπληκτικό – μόλις στον εικοστό πρώτο αιώνα έγινε γνωστό, ότι η ανθρωπότητα φέρει στα στομάχια της τα βλαβερά βακτηρία, τα οποία εγκαταστάθηκαν εκεί δεκάδες χιλιάδες χρόνια πριν, αλλά χρειάστηκαν άλλα τετρακόσια χρόνια, για να καταλάβουν όλοι, ότι οι άνθρωποι είναι κυριολεκτικά σκλαβωμένοι από έναν φρικτό «ιό» με την ονομασία «τα αρνητικά συναισθήματα», τερατώδες ποικιλόμορφο, με πολλές παραλλαγές, εύκολα προσαρμοσμένο στις οποιεσδήποτε συνθήκες, που θολώνει την συνείδηση σε τέτοιο βαθμό, ότι η ίδια νόσος θεωρείται από όλους ένα αναπόσπαστο ανθρώπινο χαρακτηριστικό, η θεμελιώδης δομή της προσωπικότητας, και η ίαση από αυτήν τη νόσο όχι μόνο δεν φαινόταν δυνατή, αλλά και βλαβερή, επειδή δήθεν στερούσε από τον άνθρωπο την προσωπικότητα του. Η έννοια της υγιεινής εμφανίστηκε κάτι λιγότερα από χίλια χρόνια πριν, και να καθαρίσουμε τα δόντια μας, να πλυθούμε έστω μια φορά την εβδομάδα, να πλένουμε τα χέρια μας πριν από το φαγητό – αυτά και άλλα πολλά ήδη έγιναν σχεδόν αντανακλαστικά στον δέκατο ένατο αιώνα στη ζωή των περισσότερων ανθρώπων, όμως, χρειάστηκαν ακόμα διακόσια χρόνια, προτού εμφανιστεί η έννοια των φωτισμένων αντιλήψεων στην ανθρώπινη κουλτούρα, και άλλα τετρακόσια, προτού η στοιχειώδη υγιεινή των σκοτισμών μπήκε στη σάρκα και στα οστά της κουλτούρας. Τώρα μάλλον δεν θα μπορείς πια να βρεις μια «βρομιάρα», η οποία το πρωί και πριν από το ύπνο δεν κάνει έστω την συναισθηματική λείανση, δεν δημιουργεί έστω μερικές δεκάδες πράξεις της προσμονής ή της αφοσίωσης.
Ο Μένγκες κουνήθηκε, και η Τόρα κάθισε δίπλα του, βάζοντας το χέρι στην πατούσα του. Η Τόρα ήξερε πολλά για τα πλάσματα, τα οποία ζούσαν τώρα στον πλανήτη, ωστόσο, δεν είχε ακόμα καταλάβει καλά-καλά την ιστορία, για αυτό, μπαίνοντας στην ομάδα των Ειδικών Ιστορικών, άκουγε με αχόρταγο ενδιαφέρον τις συζητήσεις τους, προσπαθούσε όσο πιο πολύ μπορούσε να διαβάζει και να μιλά. Ο Μένγκες διεύθυνε μια ομάδα δέκα ερευνητών. Για τη θερινή τους κατασκήνωση αυτοί επέλεξαν την βάση στα Ιμαλάια, στους πρόποδες του Lhotse και Nouptse, στην Κοιλάδα του Χαμογελαστού Βράχου, και η Τόρα λάτρευε αυτό το μέρος. Σε λίγο θα ξυπνήσουν και οι υπόλοιποι. Θα σηκωθεί και ο Μάικ. Θα πεταχτεί στην ταράτσα, και κάπως αδέξια, αλλά δυνατά θα πιάσει την Τόρα, θα κοιτάξει στα ματάκια της και θα ρωτήσει – «θέλεις;», εκείνη θα γνέψει, και πάλι – όπως τη νύχτα, όταν την είχε πάρει στον ύπνο, θα τη ξαπλώσει ανάσκελα, θα ανοίξει τα πόδια της, θα χώσει τρυφερά το πέος του στο μουνάκι της και θα κουνάει τον ποπό του – μια γρήγορα και βαθιά, μια ίσα-ίσα ανοίγοντας με το κεφαλάκι τα χειλάκια, πιέζοντας το πρόσωπο του στις κάτω πατούσες της, θα δαγκώνει τα δαχτυλάκια, θα περνάει με τη γλώσσα του στο πέλμα της, θα εισπνέει με όλο του το στήθος την μεθυστική μυρωδιά των κοριτσίστικων πατούσων, θα ζουλάει τη κοιλίτσα, τα στηθάκια, τους ωμούς της. Και η Τόρα θα παίζει στα δαχτυλάκια τον ποδιών τη γλώσσα και τα χείλη του, θα κοιτάει στις φλογισμένες κορυφές των βουνών και θα νιώθει, πως ανάβει η φωτιά της τρυφερότητας μέσα στο λαιμό της. Και μετά θα του πει «στοπ», ή αυτός θα το πει πρώτος, και οι δυο θα παγώσουν στο τελευταίο όριο του οργασμού, και μετά θα συνεχίσουν ξανά και ξανά, ενώ ο Κερτ με τον Μπράις θα πλησιάσουν, θα χαϊδέψουν ή τα βυζάκια, ή την κοιλίτσα της, και αυτή θα τραβήξει κοντά της τον Μπράις, θα πάρει το πέος του στο στόμα της, αλλά δεν θα το ρουφήξει – θα το κρατήσει απλώς μέσα, νιώθοντας, πως αυτό γεμίζει με δύναμη και ζέστη, έπειτα ο Μάικ θα σηκωθεί ξαφνικά, θα τρέξουν όλοι μαζί για μπάνιο στην ψυχρή λίμνη του παγετώνα, και αυτή θα τρέξει πίσω τους, φτάνοντας και χτυπώντας οποίον να` ναι στον πισινό και στα μπούτια, και θα απολαύσουν την αίσθηση της επιθυμίας του σεξ και της τρυφερότητας, αφού είναι μια απίστευτη απόλαυση – να θέλεις! Η έξαρση της εισόδου στη λίμνη, απόλαυση από το πάτημα στο αργιλώδη χώμα, τα μαλακά βρύα, οι τραχιές λειχήνες, που έχουν κολλήσει στα βράχια, τα γαργαλιστικά αγγίγματα των κλαδιών – όλα θα ενωθούν σε ένα απαλά-μανιασμένο κύμα, χωρίς το οποίο είναι αδύνατη, αδιανόητη η ζωή. Δυνάμωσε η αποφασιστικότητα να περάσουν στις ερχόμενες δυο-τρεις μέρες μια εξέγερση της προσμονής – ανα ένα λεπτό να μπαίνουν στην προσμονή. Η Τόρα ήξερε από την πείρα της, ότι σαν αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής ήδη το μεσημέρι θα εκδηλωθεί βαθύ φωτισμένο φόντο της προσμονής, και αυτή η ανάμνηση ήταν από τους πιο δυνατούς φωτισμένους παράγοντες. Ωστόσο, ο οποιοσδήποτε, ακόμα και με μικρή ισχύ φωτισμένος παράγοντας μπορεί να παίξει έναν σημαντικό ρόλο στην επιτυχημένη διεκπεραίωση μιας τέτοιας εξέγερσης, διότι πιο συνηθισμένοι φωτισμένοι παράγοντες μπορούν να χάσουν την αποτελεσματικότητα τους λόγο της μαζικής χρίσης, και τότε μπορεί να αποδειχθεί κρίσιμα ουσιαστική η δυνατότητα να συνεχίσεις την δημιουργία της προσμονής με την εφαρμογή πάρα πολλών μικρών φωτισμένων παραγόντων. Γνωρίζοντας το αυτό, η Τόρα δεν ξεχνούσε να συμπληρώνει τη λίστα με τους παράγοντες μέσα στο ημερολόγιό της.
Όταν αυτοί επέστρεψαν, ο Μένγκες ήδη καθόταν κάτω, με έναν ανοιχτό δυναμικό ολογραφικό χάρτη μπροστά του – πάνω του οι ερευνητές σημείωναν τα γεγονότα, που είχαν ανακαλύψει στις προηγούμενες καταδύσεις τους. Στο πρωινό, κάποιος συνήθως αναλάμβανε τον ρόλο του ομιλητή και εξηγούσε στην Τόρα στην ουσία της δουλειάς τους.
– Πώς διαπιστώνετε την γνησιότητα των γεγονότων?
– Δεν αντιμετωπίζουμε αυτό το πρόβλημα, – ο Μπράις καθόταν κάπως σκυφτός, – το τραπεζάκι παραήταν μικρό για τον δίμετρο όγκο του, και εκείνος καθόταν με ανοιγμένα πλατιά τα γόνατα του, έτσι η Τόρα κατά καιρούς άπλωνε το χέρι της και χάιδευε τρυφερά τα μπαλάκια και το πέος του, έσφιγγε τους μηρούς του, – σήμερα αυτή είχε ξυπνήσει σε μια κατάσταση ιδιαίτερης διέγερσης, και ο Μάικ την είχε ανάψει με το σύντομο σεξ. Ο Μπράις ανατρίχιαζε λιγάκι από την απόλαυση κάθε φορά, όταν το χέρι της τρυφερά, αλλά σταθερά τον άγγιζε, και συνέχισε.
– Όταν οι πρακτικοί έμαθαν να συγκρατούν τη συνείδηση την ώρα των συνειδητοποιημένων οραμάτων, μπροστά τους ανοίχτηκε μια τεράστια ποσότητα των κατευθύνσεων για τις μελλοντικές μελέτες, αυτό το ξέρεις πολύ καλά. Ουσιαστικά, το ξέρεις πολύ καλύτερα και από εμένα, αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίο βρίσκεσαι εδώ μαζί μας, μας είναι άκρως αναγκαίοι οι συνεργάτες. Απ` όσο ξέρω, τα πρώτα πειράματα στους κόσμους των συνειδητοποιημένων οραμάτων είχαν δοκιμαστεί από τους ανθρώπους χιλιάδες χρόνια πριν. Αυτοί ήταν οι πρωτοπόροι. Κάποιοι έφταναν σε αυτό από παρενέργεια στις πνευματικές πρακτικές, κάποιοι άλλοι επιδίωκαν αυτόν το στόχο απευθείας. Βέβαια, έχουμε τώρα την γνώση, ότι οι προσπάθειες της επιτυχίας των σταθερών συνειδητοποιημένων οραμάτων μπορούν να φέρουν σοβαρά αποτελέσματα μόνο όταν βασίζονται στα ανθεκτικά θεμέλια των δυνατών φωτισμένων αντιλήψεων και του σταθερού φωτισμένου φόντου, όμως…
– Πνευματικές πρακτικές? – αφηρημένη μέσα στις σκέψεις, η Τόρα σήκωσε το χέρι της, σαν να προσπαθούσε να ψηλαφίσει την απάντηση στον αέρα. Απ` όσο ξέρω αυτός ο όρος…
– Αυτός ο όρος κάποτε σήμαινε οτιδήποτε, αλλά με τη σημασία, την οποία έχει τώρα, αναλογεί σε το οποιοδήποτε είδος δραστηριότητας, η οποία έχει ως στόχο την πιο συχνή, έντονη, βαθιά, διαπεραστική αίσθηση των φωτισμένων αντιλήψεων – της τρυφερότητας, χαράς, προσμονής, αίσθησης της ομορφιάς, του μυστηρίου, επιδίωξης…
– Θέλεις να μας αναγγείλεις όλον τον πίνακα των φωτισμένων αντιλήψεων? – η δραστήρια και σκληρή φωνή της Άρτσι, που δεν ταίριαζε καθόλου με τη τρυφερή έκφραση του προσώπου της, επενέβη απότομα στην διήγηση του. – Μπράις, θα ήθελα να μπει όσο πιο δυνατόν γρήγορα η Τόρα στο νόημα της δουλειάς, προτείνω να αναφέρεσαι μόνο στα πιο ουσιαστικά, τα υπόλοιπα αυτή θα τα βρει μόνη της, είναι πολύ δραστήριο κοριτσάκι. Άντε πιο κοντά στο θέμα μας με λιγότερες εισαγωγές – η Άρτσι κούνησε ανυπόμονα το κεφάλι της και έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα στην Τόρα.
– Συμφωνώ. – Ο Μένγκες μιλούσε σπάνια, πολύ λιγότερο από τους υπόλοιπους, υπήρξαν μέρες, όποτε δεν είχε πει κουβέντα, αλλά τα λόγια του συχνά ήταν γεμάτα με την συναρπαστική δύναμη του συγκρατημένου χειμάρρου, έτοιμου να περάσει με μανιασμένη φόρα. Η Τόρα θα μπορούσε να ακούει τον Μένγκες για ώρες ολόκληρες, ακόμα και αν αυτός θα της έλεγε απλώς τον πίνακα με τα τετρακόρντα των φωτισμένων αντιλήψεων σε όλες τις θεμελιώδης λωρίδες της απλής επαγρύπνησης. Συνήθως ο Μένγκες για καμπόση ώρα έκοβε γύρους πολύ κοντά, ψηλάφιζε, εξέταζε, ενίοτε έκανε προσεκτική ανάλυση, καμιά φορά διάβαζε πρόχειρα τις αναφορές των μελών από τις άλλες ομάδες, ή ακόμα άφηνε στην άκρη όλες τις δουλειές του και έκανε βόλτες στην περιοχή. Η αγαπημένη του ασχολία ήταν η επιβράδυνση της διάκρισης της μοναδικότητας, κατά τη διαδικασία της οποίας αυτός εν μέρει ενσωματωνόταν στις αντιλήψεις άλλων συνειδητοποιημένων πλασμάτων – ροής στο ρυάκι, ενός κομματιού βρύων, χλωρού βλασταριού, μακρινής κορυφής, του σύννεφου, που ταξιδεύει στον απέραντο ουρανό. Η ασχολία αυτή με τον καιρό έγινε για εκείνον τόσο συνηθισμένη, ότι πολύ συχνά συνέβαινε αυτόματα – εξίσου εύκολα και γρήγορα, όπως μας φαίνεται εμάς τώρα φυσικό και εύκολο να νιώθουμε τους κυματισμούς της αίσθησης της ομορφιάς και συμπάθειας για τις «μουσούδες της Γης» , όσο κάνουμε έναν περίπατο στο δάσος. Φυσικά, την ίδια στιγμή ενσωματωνόταν μόνο εκείνες οι αντιλήψεις, οι οποίες δεν είχαν ιδιαίτερη επιρροή στην πληρότητα της ανθρώπινης μορφής, αλλά και αυτό από μόνο του είχε πάρα πολύ ενδιαφέρον – να βρει ακριβώς τέτοια σύνολα των αντιλήψεων. Ενίοτε ο Μένγκες συμπλήρωνε την αντίστοιχη σελίδα στην μουσούδο-Wiki, την οποία επέβλεπε αυτός και άλλοι ερευνητές, απασχολημένοι με την ίδια διαδικασία, και η ανάγνωση της ήταν αρκετά συναρπαστική και ωφέλιμη. Αυτό θύμιζε στην Τόρα το παιχνίδι του ανθρώπου, που ποτέ πριν δεν είχε ασχοληθεί με το σκύλο – μπορεί να τον χαϊδέψει στη ράχη, να χώσει το χέρι μέσα στο στόμα του, για να τον δαγκώσει για πλάκα, να το αφήσει να του γλείψει το πρόσωπο και τα λοιπά – όλα τα αυτά δίνουν νέες αντιλήψεις, κάποτε και νέους φωτισμένους παράγοντες, αλλά όλη η φασαρία, ωστόσο, δεν έχει σημαντική επίδραση στο αντικείμενο, με το οποίο αυτός ασχολείται περισσότερο αυτόν τον καιρό.
Κάποιος άσχετος παρατηρητής, ο οποίος δεν ήξερε την ουσία των όσων συνέβαιναν στην ομάδα, θα μπορούσε να σκεφτεί καμιά φορά, ότι ο Μένγκες είναι κάπως αταίριαστος σε αυτή την παρέα των ανθρώπων, ενθουσιασμένων με τη δουλειά τους – δεν κινείται τόσο γρήγορα, δεν πλατσουρίζει τόσο χαρούμενα και ανέμελα στο ορεινό ποταμάκι, είναι υπερβολικά σκεπτικός και λιγομίλητος, δεν μιλάει ακατάπαυστα για το τι κατάφερε να βιώσει στις σημερινές έρευνες του, σπάνια στέλνει μηνύματα στα «Μέσα των Ειδικών Ιστορικών», και δεν παίρνει ιδιαίτερο μέρος στην τελειοποίηση αυτών των μηνυμάτων, για να αποκτήσουν τη μορφή ενός ολοκληρωμένου και απολύτως ξεκάθαρου τμήματος. Μόνο όταν τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας κατά διάρκεια πολλών ωρών εκτελούσαν τον από κοινού συντονισμό και στερέωναν τις συνειδήσεις στους κόσμους, μακρινούς από τον κόσμο της συνηθισμένης πραγματικότητας, η όταν εκτελούσαν τις κοινές εκπαιδευτικές ασκήσεις, τότε οι διαφορές στην ιδιοσυγκρασία έσβηναν, και η αίσθηση της ενθουσιασμένης και δραστήριας σοβαρότητας φώτιζε τα πρόσωπα όλων στον ίδιο βαθμό.
Αυτό μπορούσε να κρατήσει μερικές μέρες ή μια εβδομάδα ακόμα. Έπειτα κάποια στιγμή ο Μένγκες διατύπωνε τις ερωτήσεις, οι οποίες με μεγάλη πιθανότητα θα μπορούσαν να ορίσουν το σημείο διάσπασης – και αυτό μπορούσε να συμβεί οποτεδήποτε – όσο εκείνος καθάριζε τα δόντια του, ή έκανε ηλιοθεραπεία κάτω από το άγριο ήλιο των Ιμαλαΐων, έγλυφε τα στηθάκια της Ριάνας, όταν αυτή σερνόταν με τον ποπό της πάνω στο πέος του, ή όσο μελετούσε τα τελευταία νέα των σχετικών ή τελείως μακρινών επιστημών. Ο Μένγκες πάγωνε χωρίς καμία παύση και έλεγε δυνατά: «είμαι έτοιμος να διατυπώσω». Τη στιγμή εκείνη μεταμορφωνόταν σε έναν έφηβο, περίεργο, ανυπόμονο – να τα πει σε όλους γρήγορα, επειγόντως, αυτή τη στιγμή. Η ομάδα περίμενε αυτό το γεγονός με τεράστια προσμονή – ο Μένγκες ήταν μοναδικός, αναντικατάστατος στην τοποθέτηση των προβληματικών ερωτήσεων, οι οποίες έπαιζαν ρόλο των βλασταριών για τα σημεία της διάσπασης. Είχε το καταπληκτικό ταλέντο να συνοψίζει τα γεγονότα, εκ πρώτης όψεως, άσχετα μεταξύ τους, σε ένα ενιαίο φαινόμενο, να παρατηρεί σε αυτά ένα μοτίβο, το οποίο σε μια ξεχωριστή ανάλυση δεν δημιουργούσε την προσμονή, ωστόσο, μαζεμένο με τα άλλα και προβαλλόμενο από μια συγκεκριμένη γωνία, οδηγούσε στις δυνατές αναλαμπές των υποθέσεων έντονων χαρούμενων επιθυμιών, στην εκδήλωση της ατελείωτης δίψας για πειράματα. Κάποτε ο Μπράις ονόμασε τον Μένγκες «Σέρλοκ Χολμς». Την ίδια μέρα η Τόρα βρήκε στην βιβλιοθήκη δυο βιβλία για τον Χολμς και δεν μπορούσε να διαφωνήσει, ότι μια τέτοια αναλογία όντως θα μπορούσε να ισχύει.
Έπειτα ο Μένγκες παρακολουθούσε επίμονα τις προσπάθειες των συνεργατών, βλέποντας τους από μακριά ή προσφέροντας τους την υποστήριξη του σε δεύτερους ρόλους. Σε αυτό το σημείο οποιοσδήποτε, ακόμα και μερικά από τα μέλη της ομάδας θα μπορούσαν να αναλάβουν την διοίκηση της – αυτή ήταν μια μεθυστική πράξη του από κοινού ταξιδιού, περασμένη με προσμονή και επιδίωξη τέτοιας εντατικότητας, ότι καμιά φορά έλιωνε το στήθια τους, και οι κυματισμοί της ευδαιμονίας πλημμύριζαν τα σώματα τους, ενώ η διαπεραστική απόλαυση στο λαιμό και στο κέντρο του μετώπου γινόταν σχεδόν αναπάντεχη, από εκεί οι ροές της απόλαυσης κατευθύνονταν στα χέρια. Οι καρποί και το πίσω μέρος της παλάμης, έπειτα και όλο το μπράτσο γινόταν τόσο αισθησιακό, ότι κανένα αχαλίνωτο σεξ δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με το πιο αθώο άγγιγμα σε αυτό το σημείο. Βέβαια, τόσο δυνατές συναισθήσεις συνέβαιναν μόνο από καιρό σε καιρό, και πρώτο απ` όλα – μόνο όταν η αφοσίωση κατάφερνε να μπει στις αντιλήψεις, ωστόσο, κάθε φορά, όταν γινόταν αυτό, εκείνοι συσσώρευαν την ανεκτίμητη εμπειρία – τα πολύτιμα δευτερόλεπτα, ή ακόμα και λεπτά μέσα στις εκστατικές φωτισμένες αντιλήψεις (εΦΑ).
Αν ο Μένγκες επενέβη σε μια αρκετά συνηθισμένη συζήτηση, αυτό σήμαινε κάτι – άρα, κάτι είχε μυριστεί. Οι κυνηγοί ένιωσαν το θήραμα.
– Μας συμφέρει να γίνει η Τόρα όσο πιο γρήγορα ισάξιο …, – ο Μένγκες σταμάτησε, – μέλος της διαδικασίας. Απ` όσο γνωρίζω, αυτή έχει μια σπάνια ευλυγισία, μια ειδική αίσθηση, η οποία επιτρέπει με επιτυχία να προσανατολίζεσαι εκεί, όπου το δίκτυο της διακριτικής συνείδησης δεν έχει πεταχτεί ακόμα στο σύνολο των νέων αντιλήψεων, δεν έχει στερεωθεί σε μια νέα θέση, και αυτό, όπως καταλαβαίνετε, έχει για μας ουσιαστικότατη, ενώ καμιά φορά και ζωτική σημασία. Είναι το σημείο-κλειδί. – Εκείνος γύρισε και την κοίταξε κατευθείαν. – Εν πάση περιπτώσει, αυτό μου έχει πει για σένα ο Μπέις, και αυτός δεν συστήνει κανέναν έτσι απλά.
Η Τόρα τον κοιτούσε σιωπηλή, το πρόσωπο της δεν έδειχνε ούτε την επάρκεια, ούτε ντροπαλότητα από το κολακευτικό σχόλιο του – ένα ανοιχτό βλέμμα του ανθρώπου, που δεν έχει να κρύψει τίποτα από τον εαυτό του. Βλέμμα του ανθρώπου, ο οποίος έχει περάσει από σοβαρή εκπαίδευση στους «κομάντος».
– Μην νομίζεις, όμως, ότι θα τα βρεις όλα εύκολα, – συνέχισε ο Μένγκες. – Αυτό, με το οποίο εμείς δουλεύουμε, είναι κάτι… κάτι τελείως ξεχωριστό… – εκείνος σώπασε, επιλέγοντας τις λέξεις. – Δεν είναι μια βόλτα, είναι… Πιστεύω, ότι γνωρίζεις για το πρόβλημα της πιθανής ύπαρξης του σημείου της εξ αρχής μη-επιστροφής κατά την σταδιακή ανταλλαγή των αντιλήψεων της ανθρώπινης λωρίδας. Η ερώτηση, μιλώντας πολύ πρόχειρα, έχει ως εξής: αν βήμα προς βήμα ανταλλάξεις τη μια αντίληψη από ολόκληρο το σύνολο αντιλήψεων με την ονομασία «άνθρωπος», με την άλλη αντίληψη, η οποία βρίσκεται στη σύσταση του ενός άλλου συνόλου ή που υπάρχει ξεχωριστά από τα γνωστά σε μας σύνολα, ή απλώς να την ενσωματώσεις χωρίς την ανταλλαγή, τότε, ξεκινώντας από κάποιο διάστημα, η σκληρότητα του αυτό- προσδιορισμού του εαυτού μας ως «ανθρώπου» μειώνεται κρίσιμα. Είναι αναγκαίο να εκτελεστεί η κυκλική διαδικασία της αυτοταύτισης, για να προχωρήσουμε παραπέρα, έχοντας επιβεβαιώσει, ότι η εφεδρική ομάδα της ασφάλειας έχει στερεωθεί στις νέες θέσεις. Καμιά φορά εκτελείται πιο περίπλοκη, σχεδόν καθόλου μελετημένη και πιθανόν επικίνδυνη διαδικασία της προοδευτικής μεταφοράς της αυτοταύτισης – γι` αυτό πρέπει να στερεώσουμε πολύ καλά την βεβαιότητα μέσα σε μια συγκεκριμένη ομάδα των αντιλήψεων του εξεταζόμενου πλάσματος, και είναι απαραίτητη η υποστήριξη από μια εφεδρική ομάδα, η οποία κινείται παράλληλα, μένοντας μόλις λίγα βήματα πιο πίσω, και επίσης στερεώνει μια ίδια βεβαιότητα, χρησιμοποιώντας, καθ αυτόν τον τρόπο, την επίδραση της ελεγχόμενης ομαδικότητας… όπως και να έχει, με αυτό γενικά ασχολούνται οι «κομάντος» και δεν είναι ουσιαστικό για τη συζήτηση μας. Κατά την κυκλική διαδικασία ένα μέρος των ενισχύσεων μένει στις θέσεις του μέχρι την ολοκλήρωση του πειράματος, ενώ το άλλο μέρος σε ακολουθεί, και είναι υπεύθυνο για την εξασφάλιση της επιστροφής στην εφεδρική ομάδα. Έτσι δημιουργείται η αλυσίδα της ασφάλειας, κατά προτίμηση με τους αντικαταστάτες… και που να βρούμε εμείς τόσο κόσμο… παντού χρειάζονται άνθρωποι, και σε μας επίσης… για αυτό αυξάνουν τις διαδρομές, και μειώνουν την ποσότητα των ενισχύσεων… στις αναφορές δεν μιλάνε και πολύ για αυτό, για να μην παγώσουν τις έρευνες… εγώ τα γνωρίζω όλα αυτά, και δεν εγκρίνω τα αδικαιολόγητα ρίσκα, ο Τόμας, όμως… είναι ενθουσιώδης άνθρωπος, ίσως υπερβολικά συνεπαρμένος, για να γίνει αρχηγός μιας ομάδας… Στην ομάδα του Τόμας Χέλντστριομ εμείς σταδιακά, βήμα προς βήμα σταθεροποιήσαμε μια νέα θέση της διακριτικής συνείδησης, κάνοντας το επόμενο βήμα όχι νωρίτερα, πριν διαπιστώσουμε, ότι ο δρόμος της επιστροφής είχε σημειωθεί και καταγραφεί καλά, έχει «πατηθεί», και μέσα στο νέο σύνολο των αντιλήψεων εκδηλώνεται αρκετά έντονα η «αυτο-ασφάλιση» – η προθυμία του δύτη κατά την ολοκλήρωση του πειράματος να κάνει την ίδια διαδρομή στην αντίθετη κατεύθυνση. Η ομάδα του Νόρτον, όπως θα έχεις ακούσει, προσπάθησε να λύσει αυτό το πρόβλημα «κατά μέτωπο» – να δημιουργήσει ένα σταθερό σύμπλεγμα των κίνητρων, μιας ιδιαίτερης μορφής «υπέρ-ασφάλιση», αλλά… παρασύρθηκαν, αυτή την ιστορία την ξέρουμε όλοι… η παραζάλη από τις επιτυχίες… Στην ομάδα του Τόμας είχες τη θέση του επικεφαλή της έρευνας, υπήρχαν δυνατά παιδιά στην ομάδα υποστήριξης, κάποιους τους ξέρω ακόμα από την δουλειά με τα…
– Μένγκες, έκανα δυο χρόνια εκπαίδευση στους «κομάντος», – τον διέκοψε η Τόρα. – Θέλω να σου υπενθυμίσω, ότι εσύ ο ίδιος δεν κατάφερες να κρατηθείς ούτε μια χρονιά εκεί, και αυτό σημαίνει… όχι, άφησε με να ολοκληρώσω, – ξαφνικά η Τόρα απαλά, και όμως αυταρχικά άπλωσε το χέρι της μπροστά, σαν να ηρεμούσε τον Μένγκες, ο οποίος πήγε να σηκωθεί.
Η Ριάνα γύρισε προς το μέρος τους, περνώντας το ένα της πόδι πάνω από το σκαμνί, το βλέμμα της έγινε κοφτερό, σχεδόν σκληρό.
– Ναι, Μένγκες, εσύ – τόσο δυνατός, τόσο έμπειρος, τόσο έξυπνος, ο αρχηγός της ομάδας και τα λοιπά, και τα λοιπά – εσύ δεν κατάφερες να αντέξεις ούτε έναν χρόνο εκεί, και δεν έχει νόημα να το εκτοπίζεις αυτό, και αν προτιμάς έστω στο ελάχιστο να μην αγγίζεις αυτό το θέμα, αυτό σημαίνει, ότι το εκτοπίζεις, άρα, αποδυναμώνεις τον εαυτό σου, διότι η ανειλικρίνεια – είναι το πιο δυνατό δηλητήριο, ενώ αποδυναμώνοντας τον εαυτό σου, θέτεις στον κίνδυνο όχι μόνο τη δική σου ζωή, μα ολόκληρη την ομάδα. Αν θέλεις τη συνεργασία μου, προτείνω να συνηθίσεις στο ότι εγώ θα είμαι ένα αγκάθι στο πισινό σου. Ακόμα καλύτερο θα είναι, αν όχι απλώς θα το συνηθίσεις, αλλά θα καλλιεργήσεις την αφοσίωση για τον άνθρωπο, που σου προτείνει να καθαριστείς από το δηλητήριο της ανειλικρίνειας.
Ο Μένγκες καθόταν με απολύτως ατάραχη έκφραση στο πρόσωπο. Η Τόρα σταμάτησε να μιλάει και τον κοίταζε προσεκτικά, τα χείλη της άνοιξαν λιγάκι, υγρά, γεμάτα, διαβολικά αισθησιακά, εκείνη έγειρε το κεφάλι της λιγάκι στο πλάι, έτσι κοιτάνε τα περίεργα κοράκια σε κάτι γυαλιστερό. Προφανώς αυτό, που εκείνη είδε, την ικανοποίησε, – δεν ανακάλυψε κανένα ίχνος της αποξένωσης, το ύφος του Μένγκες είχε αντίκτυπο με την επιμονή, με τη συμπάθεια. Έτσι η Τόρα γύρισε και πάλι στο τραπέζι, και, μασουλώντας ένα σάντουιτς, συνέχισε.
– Αυτό σημαίνει, ότι δεν χρειάζεται να παίζεις παιχνίδια μαζί μου. Πες κατευθείαν, τι σταματάς κάθε λίγο και λιγάκι? Δεν είσαι ο αντίπαλός μου, μπορώ να δω ξεκάθαρα μέσα σου, έτσι δεν θα καταφέρεις ούτως η αλλιώς να κρύψεις, ότι προσπαθείς να κρύψεις κάτι. Αν το θέλεις – εντάξει, δεν είμαι τόσο περίεργη, αλλά ας το πούμε καθαρά – θέλεις έστω να περιγράψεις τα όρια, που δεν θα ήθελες να με αφήσεις να περάσω?
– Να περιγράψω… όχι, θα το δεις μόνη σου. – Ο Μένγκες άρχισε να τρώει το πρωινό με όρεξη του λιονταριού, που πέρασε ολόκληρη την ημέρα στη σαβάνα, αναζητώντας τη λεία του. Οι υπόλοιποι επίσης άρχισαν να καταβροχθίζουν το απλό και νόστιμο φαγητό, η φασαρία του γεύματος, μικρά αποκόμματα των φράσεων, μικρά γελάκια – όλα τα αυτά ζέσταναν την ατμόσφαιρα, και οι ατσαλένιες νότες χάθηκαν από τη φωνή της Τόρα.
– Απλώς δεν θα ήθελα να το συναντήσω ξαφνικά στην πιο ακατάλληλη στιγμή.
– Θα το συναντήσεις ξαφνικά. Και στην πιο ακατάλληλη στιγμή. – Η φωνή του Μένγκες ήταν απαλή, αλλά αδυσώπητη. – Δεν μπορούμε να έχουμε καμία αμφιβολία γι` αυτό. Αλλά εσύ είσαι ένας από τους πιο ευλύγιστους πρωτοπόρους, αυτός είναι και ο λόγος, που βρίσκεσαι εδώ. Τη στιγμή, όταν θα συναντήσεις την αντίσταση – πραγματική ή φανταστική – εκείνων, οι οποίοι πρέπει να σε βοηθήσουν, ή, ακόμα πιο σοβαρή, εκείνων, οι οποίοι… και εσύ θα αισθάνεσαι περισσότερο ευάλωτη, η ευλυγισία, που έχεις, θα κληθεί να σε βοηθήσει να ξεμπερδέψεις. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Νόμιζα, ότι το ήξερες αυτό, διότι θα έπρεπε να σου εξηγήσουν, ότι…
– Μου το εξήγησαν σε γενικές γραμμές. Εγώ συμφώνησα, με ενδιέφερε αυτό. Δηλαδή, δεν θα μου πεις τίποτα τώρα?
Ο Μένγκες κοιτούσε στο παράθυρο σκεπτικά. – Όχι, δεν έχει έρθει ο καιρός ακόμα. Εγώ αισθάνομαι την επικαιρότητα καλά. Μπορείς να είσαι σίγουρη για αυτό – ό, τι και αν κάνω, το κάνω εν καιρό.
– Πολύ καλά. Ας γυρίσουμε στο θέμα μας.
– Τι γίνεται με την δική σου έκτη γραμμή, Μάικ? – Ο Μένγκες χαμήλωσε λίγο το κεφάλι του.
– Σήμερα τίποτα.
– Πόσοι κύκλοι?
– Σήμερα ή γενικώς?
– Σήμερα. – Ο Μένγκες χτυπούσε ελαφρά πάνω στην επιφάνεια του μασίφ τραπεζίου με τα δάχτυλά του.
Με μια κίνηση των δάχτυλων ο Μάικ άνοιξε την ολογραφική βάση δεδομένων και για καμπόση ώρα κοιτούσε συγκεντρωμένος μέσα στην ημιδιαφανή σφαίρα. Έπειτα σαν να άνοιξε κάτι με το χέρι του, και η σφαίρα, υπάκουη στην διαταγή του, μεγάλωσε μερικές φορές. Φάνηκε ξεκάθαρα η περίπλοκη εσωτερική δομή, αποτελούμενη από πολύχρωμες τελείες, δαχτυλίδια, νήματα, φωτισμένες χρωματιστές διακεκομμένες γραμμές, οι οποίες σήμαιναν τα συνδεδεμένα ερωτήματα, και τα λοιπά, και τα λοιπά, – ολόκληρο το αρχείο των σημειώσεων για τα αποτελέσματα των ερευνών της ομάδας τους. Μπορούσες, αν χρειαστεί, να διευρύνεις το πεδίο και να δεις τη βάση δεδομένων όλων των ομάδων. Μια μικρή κίνηση με τα δάχτυλα, σαν να γυρίζουν τη μικρή σφαίρα, και αυτή έστριψε καλόβολα. Ακόμα μια κίνηση του δάκτυλου, σαν να τραβάει μέσα ένα ανάλαφρο νήμα από τον αραχνοιστό, και η σφαίρα μεγάλωσε και άλλο, πλησιάζοντας και μεγαλώνοντας την μια από τις εσωτερικές περιοχές. Τώρα τα ημιδιάφανα σύνορα της βγήκαν εκτός από τα όρια του σπιτιού.
– Σβήσε το περίγραμμα, – ο Κερτ έσκυψε από την απέναντι πλευρά του τραπεζίου και κοίταξε προσεκτικά το περίπλοκο σχήμα.
Ο Μάικ έσφιξε τη γροθιά του για μια στιγμή, ενώ με τον δείκτη του δεξιού χεριού του σχημάτισε έναν μικρό κύκλο – τα εσωτερικά κομμάτια της σφαίρας έσβησαν αμέσως, ενώ τα αρχεία στο εσωτερικό της σχηματισμένης περιοχής άρχισαν να φαίνονται πιο ευδιάκριτα. Καρφώνοντας με το δάχτυλο έναν από τους κόμβους, και μετά κινώντας το δάχτυλο λίγο πιο χαμηλά, ο Μάικ άνοιξε την ολογραφική εκτύπωση των σημειώσεων του από τη τρέχον εβδομάδα, «τράβηξε τον αραχνοιστό» ξανά, μεγαλώνοντας την εικόνα, πάτησε κα πάλι στις σημερινές του σημειώσεις, ανοίγοντας και αυτές.
– Είκοσι τέσσερις κύκλοι. Από δυο μέχρι τέσσερις το πρωί.
– Έκανες σοβαρή δουλειά!
– Και γιατί δεν άνοιξες αμέσως τον σελιδοδείκτη των σημερινών σημειώσεων? – αυτή ήταν η φωνή της Τίσσα. Αυτή περνούσε κάπως απαρατήρητη, τόσο απαρατήρητη, ότι ακόμα και το ίδιο το γεγονός της διακριτικότητας της περνούσε απαρατήρητο για τους άλλους.
– Θέλω κάθε φορά, ανοίγοντας το αρχείο, να βλέπω – ποσά πολλά έχουν γίνει, να νιώθω προσμονή για αυτό, που θα συμβεί μετά.
– Και δεν έχεις αποτελέσματα?
– Δεν έχω ακόμα.
– Έλα να μου πεις ξανά για άλλη μια φορά αυτό, που θυμάσαι. – Ο Μένγκες δίπλωσε το ένα πόδι από κάτω του, προσπαθώντας να καθίσει πιο άνετα. – Θα σου κάνουμε ερωτήσεις, μήπως θα βγει κάτι. Υπάρχει έστω δευτεροβάθμια βεβαιότητα για την ύπαρξη της διάσπασης?
– Εξήγησε το. – η Τόρα άνοιξε το σημειωματάριο της και ετοιμάστηκε να γράψει.
– Αν μετά από κατάδυση έχουμε κάποιες συγκεκριμένες αναμνήσεις, έστω και διακεκομμένες, τις καταγράφουμε, και έπειτα περνάμε τους κύκλους της αναβίωσης αυτών ξανά και ξανά, έτσι κατά τη διαδικασία αυτή οι αναμνήσεις στερεώνονται πιο ξεκάθαρα, έρχονται νέες λεπτομέρειες. Ταυτόχρονα καμιά φορά εμφανίζεται μια λεπτή αίσθηση, σαν να είχε συμβεί και κάτι σημαντικό ακόμα, μα τι – δεν καταφέρνεις να το θυμηθείς. Και όμως, αυτό το κάτι είχε συμβεί αναμφισβήτητα. Ακριβώς αυτή τη βεβαιότητα εμείς την ονομάζουμε δευτεροβάθμια. Μιλώντας διαφορετικά, όταν διαλύεται το διπλό δίκτυο, κάποια περιγράμματα μένουν αμαρκάριστα. Αν το αντιλαμβάνεσαι ξεκάθαρα, και μια φορά μετά την άλλη εκτελείς την αναβίωση, αυτά τα περιγράμματα μπορούν να γίνουν απολύτως ευδιάκριτα.
– Διπλό δίκτυο… εννοείς, όταν ταυτόχρονα εκδηλώνονται, σαν να απλώνονται ένα πάνω στο άλλο, και τα δυο είδη του στερεώματος της διακριτικής συνείδησης?
– Ναι.
– Εντάξει, αυτό το γνωρίζω αρκετά καλά.
– Λοιπόν, όταν έχουμε την δευτεροβάθμια βεβαιότητα, τότε είναι ωφέλιμη η κυκλική αναβίωση, λαμβάνουμε αρκετά συχνά αποτελέσματα. Καμιά φορά είναι πιο αποτελεσματικό να το κάνουμε ξεχωριστά, κάποτε – από κοινού με ενεργή συμμετοχή των άλλων, το προσεγγίζουμε εναλλάξ. Υπάρχουν, παρεμπιπτόντως, μερικές ιδέες, οι οποίες δεν έχουν δοκιμαστεί ακόμα, για το πως θα μπορούσαμε να επαναφέρουμε τα διαλυμένα κομμάτια των περιγραμμάτων… όμως, τα καταφέρνουμε και έτσι. Τις περισσότερες φορές.
– Στάσου, η Τόρα γύρισε, μέτρησε με το βλέμμα της τους όσους ήταν παρόν. – Είσαστε οκτώ άτομα στην ομάδα, και εδώ βλέπω μόνο τους έξι, μήπως να φωνάξουμε και τους υπόλοιπους?
– Φύγανε για ράφτινγκ με τα παιδιά, που παιδεύονται εδώ με διάφορες τσιμεντένιες σαβούρες – αποσυναρμολογούν το ασανσέρ στο Lhotse. Θα γυρίσουν μεθαύριο, μάλλον. – ο Μένγκες έκανε μια φιλόξενη κίνηση με το χέρι του.
Ο Μάικ διάβασε συγκεντρωμένα τις σημειώσεις του ξανά, έβαλε και τις δυο του παλάμες στο τραπέζι.