– Κορίτσι μου, τόσο μικρό… πόσο ωραία είναι να σε χαϊδεύω. Θυμάσαι, πώς θα είναι το «χαϊδεύω» στα θιβετιανά? Τσουρτσουρντζε…όμορφο, ε; Κοίταξε με, θέλω να δω τα μάτια σου.
– Το κεφάλι μου γυρίζει:). Είναι καταπληκτικό – να κυλιόμαστε έτσι, να χαϊδευόμαστε, να νιώθουμε ο ένας τον άλλο… – έσφιξα δυνατά το πέος του, και αυτό αποκρίθηκε με παλμό στην παλάμη μου.
Ο Ντένι με κάλυψε ολόκληρη με το κορμί του… μακρύς αναστεναγμός της προσμονής… Τα χέρια του, τόσο τρυφερά… τόσο αυταρχικά και επίμονα, σφίγγουν τους μηρούς μου, χτυπάνε το πισινό μου, χαϊδεύουν ελαφρά την κοιλίτσα, αλλά δεν αγγίζουν ακόμα ούτε τις σκληρές μου ρώγες, ούτε το μουνάκι, υγρό από την επιθυμία… Οι σπίθες της απόλαυσης πέφτουν παντού με χιλιάδες συντριβανάκια, ενώ στο βάθος όλο και πιο δυνατά ανάβει η φλόγα, με καίει με τις γλώσσες τις, γλύφει με τη ζέστη της το σώμα μου από μέσα.
…Με θέλεις ? Σαν ψίθυρος, ή σαν ήχο ακούγεται στο κορμί… Πες, ότι με θέλεις, θέλω να το πεις… άγγιξε, πόσο υγρή είμαι εκεί… σχεδόν ανεπαίσθητη κίνηση, και η στιγμή εκρήγνυται… Θέλω… πιο πολύ, άγγιξε με ξανά… Μου αρέσει, ότι το θέλεις… η γλώσσα περνάει από τη ρώγα μου… πλάτη, λυγισμένη από ηδονή… Και άλλο!…Κοριτσάκι μου… Και άλλο! Πόσο ζεστός είναι ο αέρας… πότε πια??? Τα δικά του χείλη πιάνουν μικρά δαχτυλάκια στα πόδια μου, τα πάθος γίνεται σχεδόν αναπάντεχο, θα φωνάξω τώρα – το πέος σου απλώς δεν μπορεί να γίνει πιο σκληρό… Και εγώ θα σε βασανίσω… έτσι…έτσι…να κάνεις υπομονή, μην τολμήσεις να τελειώσεις… θα σε μαλακίσω, όσο θέλω… γρήγορες κινήσεις των σκιών… Πόσο νόστιμα είναι τα δαχτυλάκια σου… αισθησιακά γόνατα… είσαι τόσο υγρή… με μια ξαφνική δύναμη ανοίγει τους μηρούς μου… όλο μου το σώμα τον απαιτεί – αφού το θέλεις, παρ` το!
…Νιώθοντας την ανάσα του Ντένι στο μάγουλό μου, άρχισα να ξυπνάω, τον αγκαλιάζω πιο σφικτά. Το σώμα θυμήθηκε το νυχτερινό πάθος, και από το κέντρο της κοιλιάς σε κάθε γωνία περάσανε οι κεραυνοί του πόθου, τόσο έντονου, ότι ένιωθα μερικούς σπασμούς. Άπλωσα το χέρι μου… είναι πολύ ωραία… και αυτός κοιμάται, μικρός, απαλός… αχά …απ` ότι φαίνεται, δεν κοιμάται πια…:) Με γύρισε στην πλάτη, έπιασε το μουνάκι μου – δυνατά, μα όχι άγαρμπα, σφίγγει, χαϊδεύει…
– Είσαι ακόμη υγρή, μωρό μου… με στρίμωξε από κάτω του αμέσως, έτσι, ώστε μην υπάρξει καμία ευκαιρία να αντισταθώ στην επίθεση του.
Καμιά φορά μου αρέσει να παίζω έτσι, όταν το αγόρι με παίρνει, χωρίς να αφήσει κανένα χώρο για αντιστάσεις, και τώρα σίγουρα αυτό ήθελα. Αγκάλιασα τους ώμους του, άνοιξα υπάκουα τα πόδια μου… Είναι τόσο ζεστός! Αρχίζω να αντιστέκομαι, προσπαθώ να τον σπρώξω, να ξεγλιστρήσω, ψιθυρίζω δυνατά «άντε, έλα να με πάρεις», απελευθερώνομαι μαλακά, λυγίζω, σαν φίδι, μα η στητή δύναμη αναπόφευκτα κολλάει στα χειλάκια μου, όμως, δεν μπαίνει μέσα – ο Ντένι σταματάει για ένα λεπτό, με κοιτάει στα μάτια τόσο βαθιά, σαν να είδε εκεί τον ορίζοντα…
– Θέλεις?
– Ναι…αλλά μην βιάζεσαι… πιο αργά…σταμάτα, σταμάτα… μην κινείσαι ακόμα, ναι, περίμενε, μην μπαίνεις πιο βαθιά.
– Θα το κάνω αργά, απλώς θα σε χαϊδέψω με το πέος μου, παρόλο που θέλω τόσο πολύ να σε πηδήξω για τα καλά, παλιοκόριτσο!
– Μ-μ-μ:) …Αν θα με κοιτάς έτσι, σίγουρα θα τελειώσω τώρα! –
– Μα τι να σε κάνω εσένα, μικρή αχόρταγη τίγρη… Θέλω να σε βλέπω, να σε κοιτάζω ατελείωτα… τόσο όμορφη, τόσο παθιασμένη… Ακόμα πιο αργά?:)
– Ντένι, είναι αναπάντεχο, είναι θαύμα, ότι δεν έχω τελειώσει ακόμα.
– Και εγώ, μωρό μου, και εγώ.
– Έλα, έλα… πιο βαθιά, πιο…
Και πάλι το ορμητικό ρεύμα της απόλαυσης σχίζει την σπονδυλικοί στήλη, ανοίγει το κεφάλι μου, εκρήγνυται κάπου πολύ-πολύ ψηλά και πέφτει με αναμμένες σπίθες του πόθου, σαν πυροτεχνήματα.
Πόσο κρατά αυτή η επαφή με απόλαυση, που σε σπάει σε κομμάτια; Μερικά δευτερόλεπτα; Λεπτό; Είναι λίγο, δεν μου αρκεί τόσο λίγο… και με τίποτα δεν καταφέρνω να κρατηθώ εκεί, σε αυτή την κορυφή. Η τρυφερότητα διαρκεί για πολύ ακόμα, μα όχι πια τόσο δυνατή, σαν να καλύπτεται από μουντή ομίχλη… τώρα θέλω να κάνω αργό, τρυφερό σεξ… έτσι, έτσι… τόσο, όσο θα μπορέσεις… ακόμα και για ολόκληρη αιωνιότητα…
– Σήμερα είναι η τελευταία μου πληρωμένη μέρα εδώ, και η αλήθεια είναι, πως δεν θέλω να μείνω, αλλά δεν έχω ιδέα, τι να κάνω μετά.
– Γιατί να μην πάμε μαζί στην Νταραμσάλα?
Πεινάω τόσο πολύ! Δεν θα με χορτάσει αυτό το πρωινό, θα θέλω να φάω ακόμα κάτι.
– Αχόρταγη σε όλα:)
– Γέλα-γέλα εσύ, θα σε έβλεπα, αν σε είχαν βιάσει, όπως εμένα τη νύχτα… και το πρωί… και άλλη μια φορά το πρωί:)
– Λοιπόν, τι λες – πάμε?
Ο ουρανός, και η λίμνη, που αντανακλάται σε αυτόν… έχει πολύ δροσιά το πρωί… τι θέλω εγώ? Θέλω κάτι? Εγώ δεν έμαθα να θέλω… ακούγεται παράξενα – «έμαθα να θέλω»… ναι, εδώ και πολύ καιρό ξέμαθα να θέλω αληθινά, δυνατά, ισχυρά, χαρούμενα, έχω συνηθίσει, ότι οι επιθυμίες μου – δεν είναι «επιθυμίες», αλλά οι «τρέλες», «καπρίτσια», «γούστα» – και δεν πρόσεξα, πως συνέβη το ότι άρχισα να αντιμετωπίζω τις επιθυμίες μου σαν ένα ενοχλητικό εμπόδιο, σαν κάτι το άπρεπο, σχεδόν ντροπιαστικό, διότι αυτό τραβάει από την παιδική ηλικία…και τώρα, όταν εγώ έβγαλα το κεφάλι μου έξω από τον πνιγηρό βαλτό, όταν η ελευθερία είναι γύρω μου, τώρα πρέπει να μάθω να θέλω ξανά από την αρχή.
– Όχι, Ντένι, πιο πολύ από όλα θα ήθελα τώρα να μην δημιουργήσω δέσμευση. Περνάω πολύ καλά μαζί σου, αλλά δεν ήρθα ως εδώ απλώς για να ταξιδέψω. Νομίζω, ότι μπορούμε να ξαναϊδωθούμε ξανά, ίσως στην Νταραμσάλα, αλλά δεν θέλω να γίνουμε ζευγάρι. Καταλαβαίνεις, για πιο πράγμα μιλάω;
Για μερικά δευτερόλεπτα έβλεπα την θλίψη στα μάτια του, αλλά αυτή η εντύπωση χάθηκε γρήγορα.
– Ναι, καταλαβαίνω. Την πρώτη εβδομάδα δεν βγαίνεις έξω από το κρεβάτι, και όλος ο κόσμος σου μοιάζει με παραμύθι. Την δεύτερη εβδομάδα ήδη αρχίζει να πλησιάζει η γκρίζα βαρεμάρα, αλλά ακόμα κάνεις βόλτες χέρι-χέρι, και μετά ξαφνικά η ρουτίνα σε χτυπά με όλη την δύναμη στο κεφάλι, μα εσύ συνεχίζεις να προσποιείσαι, ότι είσαι ερωτευμένος, ότι ακόμα θέλεις να φιλιέσαι νύχτες ολόκληρες ως το πρωί και να κρατιέσαι από τα χέρια… Έτσι?:) – εκείνος γέλασε, και τώρα ήμουν απολύτως σίγουρη, ότι δεν έχει απογοητευτεί, ίσως να αισθάνθηκε μια ελαφριά θλίψη.
– Ναι, έτσι ακριβώς. Θέλω τόσο πολύ τα πάντα να γίνουν αλλιώς! Πιστεύεις, πώς αυτό είναι δυνατόν?
– Δεν ξέρω, Μάγια, και εγώ θα το ήθελα αυτό, όμως, μοιάζει με φαντασία περισσότερο. Τουλάχιστον, δεν είχα συναντήσει ποτέ στη ζωή μου κάτι τέτοιο.
– Ίσως, αυτό μπορεί να γίνει μόνο με έναν και μοναδικό άνθρωπο? Εσύ πιστεύεις στο «άλλο σου μισό»?
– Όπως είπε ένας δυτικός γκουρού (και συμφωνώ μαζί του) – υπάρχει το άλλο σου μισό, αλλά δυστυχώς – βρίσκεται σε σένα τον ίδιο.
– Μπορεί να είναι και έτσι… μα κάθε φορά, όταν ερωτεύομαι, πιστεύω στο άλλο. Γενικώς, η ιδέα μιας τέτοιας εξ αρχής μοναξιάς με ελκύει και με τρομάζει ταυτόχρονα.
– Ίσως και δεν θα υπάρξει η μοναξιά για κάποιον, που βρήκε στον εαυτό του εκείνο το άλλο μισό?
– Δεν το πιστεύω…δεν θέλω να πιστέψω ότι έτσι είναι. Ναι, η αίσθηση της μοναξιάς είναι… βαθιά, αναπνέει, από μόνο της δεν είναι σκοτεινή και δεν σε τρομάζει, αλλά… θα έπρεπε να είναι τα πάντα κάπως διαφορετικά, όχι τόσο απότομα, μα πως – δεν το ξέρω και η ίδια. Θέλω πάρα πολύ να πιστεύω σε κάποιο «ξαφνικά».
– Τι αισθάνεσαι, όταν σκέφτεσαι, ότι έμεινες τελείως μόνη σου, και δίπλα σου δε θα υπάρξει ποτέ κανείς, μόνο σύντομες συναντήσεις, χωρίς δέσμευση, χωρίς προσδοκίες…
– Έξαρση και φόβο ταυτόχρονα.
– Και εγώ το ίδιο. Και όμως, ο φόβος – είναι κάπου ψηλά, σαν κακάδι, το οποίο θα πέσει κάποια στιγμή. Όταν τα βλέπω έτσι, αρχίζω να βιώνω τον κόσμο σαν ένα στοιχείο, και το κάθε βήμα μέσα σε αυτό αντηχεί με χαρούμενη ήχο. Καταλαβαίνεις?
– Νομίζω, ότι καταλαβαίνω, το νιώθω. Παράξενο, αλλά μου αρέσει να σκέφτομαι, ότι ίσως και να μην ξανασυναντηθούμε ποτέ. Και όχι επειδή δεν θέλω να σε ξαναδώ, αλλά επειδή σε αντιλαμβάνομαι σαν εκδήλωση αυτού του στοιχείου, σαν κυματισμό της απρόσμενης ευτυχίας, και όχι σαν τον δικό μου γκόμενος, ο οποίος είναι πάντα διαθέσιμος.
– Ναι, ναι! Και εγώ σε νιώθω σαν στοιχείο, όταν δεν ξέρω, τι θα γίνει αύριο και αν θα συναντηθούμε ξανά κάποτε… Και όμως – πού θα πας μετά?
Μετά? Δεν είχα την παραμικρή ιδέα, που να πάω, δεν υπήρχε κανένας προορισμός, καμία συγκεκριμένη επιθυμία. Εφόσον οι «πολιτισμικές άξιες» με ενδιέφεραν πολύ λιγότερα απ` όλα τα άλλα, οι συμβουλές των τουριστικών οδηγών δεν μπορούσαν να με βοηθήσουν σε τίποτα. Σίγουρα γνώριζα μόνο αυτό, – δεν ήθελα πια να μείνω στο Σρι-Ναγκάρ.
Η σικάρα έσχιζε την εκτυφλωτική επιφάνεια της λίμνης, παίρνοντας με μακριά, μόνη μου. Χάζευα το παιχνίδι του νερού και του ήλιου, ωσότου δεν πόνεσαν τα μάτια μου. Έπεσα πίσω στο κάθισμα και αμέσως άρχισα να νυστάζω. Ήταν μια ευχάριστη υπνηλία, μου θύμιζε τον Ντένι…και την ίδια στιγμή ένοιωσα την παρουσία του. Φαινόταν, πως αρκεί να κλείσω τα μάτια μου – και θα τον δω. Καταπληκτικό, αλλά δεν το ένιωθα σαν αυταπάτη ή σαν φαντασία, πραγματικά τον αισθανόμουν δίπλα μου! Η, θα ήταν πιο σωστό να πω, ότι οι αντιλήψεις μου ήταν ίδιες, με αυτές που είχα, όταν εκείνος βρισκόταν δίπλα μου ; Τι είναι ο χωρισμός τελικά; Και τι είναι «να είμαστε μαζί»; Εάν κάθομαι στο ίδιο δωμάτιο με αγαπημένο μου αγόρι και δεν τον κοιτάζω, είμαστε μαζί, ή όχι; Και εάν αμέσως τώρα τον νιώθω, σαν να είναι δίπλα μου, απλώς δεν τον βλέπω, τότε είμαστε μαζί, η όχι; Πού να περάσω αυτή την γραμμή; Αρκεί να σκάψω λιγάκι, και στο μέρος, όπου πάντοτε όλα ήταν ξεκάθαρα, ξαφνικά ανοίγεται η άβυσσος…
Μπαίνοντας κάτω από την κρύα κουβέρτα, ακόμα σκεφτόμουν για αυτό, και όσο πιο ξεκάθαρα έβλεπα, ότι δεν καταλαβαίνω τι είναι «να είμαστε μαζί», και τι «να μην είμαστε μαζί», τόσο πιο έντονα εκδηλωνόταν η προσμονή, – σαν να περίμενα ανά πάσα στιγμή να ανοίξει κάτι, το οποίο θα αναποδογυρίσει όλες μου τις αντιλήψεις για τον κόσμο.
…Μελωδικό γέλιο, μεγάλη ξύλινη κούνια, αστραφτερό γρασίδι και χρυσά δέντρα, σύννεφα, σαν φτερά των φανταστικών πουλιών, χαμογελαστός ήλιος, άνεμος, που παίζει κρυφτό… Αυτό υπήρχε κάποτε; Η είναι απλώς ένα όνειρο: Εάν αυτό είναι όνειρο, δεν θέλω να ξυπνήσω ποτέ… Και όμως, αυτό συνέβη, πολύ καρό πριν, όταν ήμουν παιδί… Τα μονοπάτια, στα οποία εγώ τρέχω, λυγίζουν με μυστήριο και μαγεία, σηκώνω το κεφάλι μου ψηλά, και τα τεράστια δέντρα απλώνουν τα χέρια τους, σαν καλόκαρδοι Γίγαντες, τα φύλλα κολυμπούν στο πυκνό φως του ήλιου, τον οποίο μπορείς να ακουμπήσεις με τα ακροδάχτυλα σου…