Ελληνικα change

Error

×

Κεφάλαιο 37

Main page / Μάγια 1: Φορς-Μινόρ / Κεφάλαιο 37

Περιεχόμενα

    Άχαρο ξύπνημα. Τι είναι – ήδη πρωί? Πρωί… Και πάλι με έπιασε κάτι, με πλάκωσε, με σύνθλιψε. Πώς θα το παλέψω αυτό… σήμερα το λέω σαν επιβεβαίωση της απόλυτης απελπισίας, και όχι σαν  ερώτηση. Δεν μπορώ καν να φανταστώ, ότι υπάρχει τρόπος να αντισταθώ σε αυτή την απέραντη μάζα της ηλιθιότητας, βαθύ εκνευρισμού. Πρέπει, όμως… Χτες, φτάνοντας τρεχάλα στο παρκάκι, δεν βρήκα κανέναν από τους «δικούς μας». Για μια ώρα ολόκληρη τριγυρνούσα εκεί, αλλά τελικά δεν φάνηκε κανείς. Γιατί δεν έρχεται και η Ταιγκά? Πήγα στο ξενοδοχείο της – μου είπαν στην υποδοχή, ότι εκείνη μόλις παρέδωσε το δωμάτιο, πήρε ταξί και έφυγε. «Είστε η Μάγια? Ζήτησε να Σας δώσουμε αυτό το σημείωμα». Έτσι απλά. Πάρε να` χεις τις συζητήσεις περί των συναισθήσεων… Με παράτησαν… τι πάει πα πει «παράτησαν», λες και δεν έχω με τι να ασχοληθώ? …έτσι απλά, χωρίς να πουν ούτε μια λέξη… ποιες λέξεις χρειάζεσαι εσύ?… Οι σκέψεις γυρίζουν, με πιάνουν, με αφήνουν, αλλάζουν μεταξύ τους, μια με στέλνουν στην απελπισία, την άλλη την διώχνουν μακριά. Στο σημείωμα – πολύ λίγες λέξεις, σχεδόν τίποτα, μόνο μια διεύθυνση στη Νταραμσάλα με ένδειξη, ότι μπορώ να έρθω σε εκείνο το μέρος μόνο το επόμενο φθινόπωρο.

    Εχτές πέρασα όλο το απόγευμα σαν κοιμισμένη, μπήκα στη ροή των ανόητων τουριστών, για να κάνω έστω κάτι  με τα πόδια και μάτια μου, και, προχωρώντας μαζί με το ρεύμα, μια έφτιαχνα ένα σχέδιο πυρετωδώς για τον επόμενο μήνα, μια άφηνα όλες τις σκέψεις να φύγουν μακριά και χάζευα τον κόσμο του επιδεικτικού βουδισμού. Η βραδιά ήταν τόσο εμετική… το κόλπο  μου μούσκευε από μόνο του,  κύματα της σεξουαλικής διέγερσης με έπιαναν κάποιες φορές, φτάνοντας στο σημείο του αναπάντεχου, τα χέρια λες και από μόνα τους χώνονταν μέσα στο σορτς, και τις άλλες – αντιθέτως, – ερχόταν η απόλυτη αδιαφορία, απάθεια… πήγα δυο φορές κιόλας για δείπνο… γιατί? … σέρφαρα στο Ίντερνετ επί τρεις ώρες, διάβαζα ειδήσεις… δεν είχα ανοίξει καν το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, μου έμπαιναν διάφορα στο μυαλό… ας ερχόταν τώρα ο Αλες με τον φίλο του – θα είχα παρασύρει και τους δυο σε ένα σκοτεινό δρομάκι, και… και… και δεν πήγαινε η φαντασία μου παραπέρα, όλα με το ζόρι, σαν να έχει ανοίξει μια τρύπα, και εγώ προσπαθώ να τη βουλώσω με ό, τι να` ναι, και τι – η επόμενη μέρα θα χαθεί μέσα? Ποιο, όμως, είναι το παράξενο σε αυτό? Εγώ απλώς γύρισα στον εαυτό μου, εκεί, απ` όπου ήρθα στην Μποντγκάγια, και τώρα γίνομαι ξανά αυτή, που ήμουν πριν… δηλαδή,  – έτσι ζούσα πριν?! Ναι, έτσι ζούσα. Δεν μπορεί να γίνει αυτό… μα έτσι είναι… έτσι ζούσα, και πάντοτε, πάντοτε ένοιωσα αυτή την τρύπα – αυτό το κενό , που βρίσκεται μέσα στην καρδιά, στο μυαλό, ένας διάολος, ξέρει, που – διότι ζω μονίμως σε αυτό, προσπαθώ συνέχεια να το βουλώσω με διάφορα πράγματα – με τις εντυπώσεις ειδήσεις, γράμματα, με το σεξ, και τον τελευταίο καιρό εμφανίστηκε μια νέα τάπα – η πρακτική του ευθύ δρόμου, και τι έχει αλλάξει… τίποτα δεν άλλαξε, είναι λες και  συλλέγεις τα σπιρτόκουτα, και μετά πας να ασχοληθείς με το τένις – μοιάζει να αλλάζουν τα πάντα, και όμως, είναι όλα τα ίδια, όπως και πριν. Αφού τίποτα δεν άλλαξε, τίποτα… τίποτα δεν έχει αλλάξει μέσα μου… άκουσα πολλές ιστορίες, είδα όνειρα, έκανα μια πίπα μέσα στην καφετέρια, μίλησα, σκέφτηκα για διάφορα, συνάντησα καταπληκτικούς ανθρώπους, κατάλαβα πολλά, πραγματικά κατάλαβα, και δεν άλλαξε τίποτα…  Και εσύ τι νόμιζες – θα μπεις σε καραμπίνα,  θα σε χτυπήσουν, θα εκραγείς, θα περάσεις από την κάννη  και  πέταξες στην φώτιση? Και εσύ, δηλαδή, προσέχεις μόνο, να μην βγεις από εκεί… σαν το πανεπιστήμιο… Δεν υπάρχει εδώ καμία καραμπίνα, δεν υπάρχει κανείς, που θα σε βάλει μέσα ή θα σε βγάλει εκτός, κανείς να σε περάσει από εξετάσεις και να σου βάλει διάβασμα για το σπίτι… γαμώτο… πόσο παραμορφωμένους μας μεγάλωσαν, σε ποιο κώλο ζούμε… δεν με  χτύπησε ακόμα, ότι εγώ η ΙΔΙΑ πρέπει να θέτω στόχους στον εαυτό μου, να περνάω από εξετάσεις, να δουλεύω, να αναζητώ το νόημα, να καθορίζω τα κριτήρια και να κρίνω με όλη την αυστηρότητα του νόμου, τον οποίο και πάλι πρέπει να γράψω για τον ίδιο τον εαυτό μου… Με κάλυψε ένα τεράστιο κύμα, πνίγηκα με όλη αυτή την ευθύνη, την οποία αναπόφευκτα θα πρέπει να αναλάβω τώρα… ζούμε, σαν μωρά, καθόμαστε στα κλουβιά, μας φέρνουν διάφορα βυζιά – ρούφηξε  εδώ, τώρα εδώ, μπράβο, μην σκέφτεσαι, πρέπει να κάνεις, να κάνεις κάτι, υπάρχει ένα σύστημα βαθμολόγησης, πήρες άριστα – καλό κορίτσι! Ποιος τους σκέφτηκε αυτούς τους βαθμούς, γιατί ορισμένα τέτοιους, γιατί έτσι, γιατί πρέπει να επιδιώκεις το τάδε, και όχι εκείνο το πράγμα? Και γιατί να το σκεφτείς? Και ΠΟΤΕ θα σκεφτείς για αυτό? Είσαι κάτι σαν λουκάνικο, δεν πρέπει να αμφιβάλλεις, πρέπει να αντιστοιχείς στα πρότυπα, επειδή μόνο σε αυτή την περίπτωση θα πάρεις το καλύτερο κουτί με καλύτερη συσκευασία, μα γιατί αυτό το χαρτί και κουτί είναι τα καλύτερα?? Και για ποιο λόγο τα χρειάζομαι? Στο σπίτι μου στη Μόσχα υπάρχουν μέσα στη ντουλάπα ρούχα για αρκετές χιλιάδες δολάρια – μπουφανάκια, μπλουζάκια, παπουτσάκια, φορέματα έτσι, τοπάκια αλλιώς, και εδώ κυκλοφορώ δυο μήνες με δυο μέτρια φθαρμένες  μπλούζες, σορτς και παντελόνια, άντε και δυο ζευγάρια βρακιά… σφίχτηκε λίγο του μουνάκι μου από την ανάμνηση της μυρωδιάς των βρακακιών της Ταιγκά… όταν ήμουν έφηβη, ονειρευόμουν, ότι θα πάω κάπου, θα γίνω μια διάσημη ηθοποιός, θα επιστρέψω στο σπίτι, οδηγώντας  ένα τζιπ και θα φοράω γούνα – ναι, εδώ εγώ φτάνω στο σπίτι μου με πολυτελές τζιπάκι, βγαίνω, φορώντας την πανάκριβη γούνα μου, έχουν μαζευτεί όλοι, με κοιτάνε, ζηλεύουν, θαυμάζουν… πόσο χάλια είμαι… και το πιο απαίσιο απ` όλα –  τώρα όλο αυτό επιστρέφει – δεν το χρειάζομαι, αλλά δεν με ρωτάει κανείς, απλώς επιστρέφει ετσιθελικά, και ήδη διαβάζω τις ειδήσεις, ήδη πήγα εκδρομή, και τώρα κάθομαι μέσα στον απόλυτο κώλο με μια τρύπα στη ψυχή, και πρέπει να τη βουλώνω, αδύνατον να ζήσεις με αυτήν, βρίσκεται εκεί και φτύνει τα πάντα γύρω  με δηλητηριώδη σάλιο της, μα πώς ζούσα πριν… όχι, αλήθεια- πώς ζούσα πριν? Τι έκανα μέρα με τη μέρα? Πάντοτε είχα κάτι να κάνω, ναι, πάντα είχα κάτι να ασχοληθώ, κάπου να πάω, είχα ένα σορό από εναλλακτικές λύσεις, δεν μου έφτανε ο χρόνος! Πώς μπορούσα να κάνω κάτι, χωρίς να ξέρω – για ποιο λόγο? Και τον ήξερα αυτόν τον λόγο. Γι` αυτό και τα έκανα. Για ποιο λόγο τα λεφτά? Για να αγοράσω το γουνάκι. Γιατί  χρειάζομαι το γουνάκι – για να βγω βόλτα , φορώντας το. Γιατί να πάω βόλτα με τη γούνα – για να με κοιτάνε? Γιατί θέλω ναι με κοιτάνε – επειδή μου αρέσει να με κοιτάνε, να τους αρέσω και να με θαυμάζουν, να σκέφτονται για μένα, πόσο όμορφη και έξυπνη είμαι, απέκτησα δικά μου λεφτά. Και γιατί μου χρειάζεται η σκέψη τους – διότι… δηλαδή… για να … Γαμώ τη μάνα σου… ΓΙΑΤΙ θέλω να σκεφτούν για μένα? Ποιοι είναι αυτοί? Συγκεκριμένα, ποιοι? Η γειτόνισσα? Και τι με νοιάζει εμένα, τι θα σκεφτεί αυτή? Το αγόρι μου? Τι σημασία έχει για μένα, αν θα με δει με γούνα ή όχι, του σηκώνεται ανεξάρτητα από  οτιδήποτε, και εγώ δεν χρειάζομαι τίποτε άλλο από αυτόν… και αν πραγματικά θέλω κάτι από κάποιον, αν χρειάζομαι κάποιον ουσιαστικά, δηλαδή, δεν τον χρειάζομαι, αλλά είναι σημαντικός για μένα, μου είναι απαραίτητος σαν φίλος, σαν ένα δικό μου οικείο πλάσμα… και τι – θα νοιάζεται αυτό το κοντινό σε μένα πλάσμα για τη γούνα μου?! Τότε δεν είναι ένα «πλάσμα» – είναι ένα άδειο μέρος, και όχι πλάσμα… για ποιο λόγο τότε, για ποιον?? Δεν σκεφτόμαστε ποτέ για αυτά, σαν να κόβονται με ξυράφι αυτές οι σκέψεις, εδώ κρύβεται αυτή η μαλακία… πηγαίνεις εδώ και εκεί, δουλεύεις, σπαταλάς, αγοράζεις, βρίσκεις, χαίρεσαι, στεναχωριέσαι, και μάλλον, γνωρίζεις πάντα – για ποιο λόγο γίνονται όλα αυτά, ρώτησε τον εαυτό σου – ιδού η απάντηση – όλα είναι κατανοητά, και αν σκαλίσεις λιγάκι πιο βαθιά – και εδώ κατανοητά, και ακόμα πιο βαθιά – μπαμ! Δεν καταλαβαίνω! Γιατί, όμως, να σκαλίσουμε τόσο βαθιά, δεν κάνει έτσι, πρέπει να είσαι όπως όλοι οι άλλοι, και οι άλλοι τα έχουν όλα απλά, να βάλεις απλώς μια μπάρα μέσα στο κεφάλι σου και να μην κοιτάξεις ποτέ πέρα από αυτήν. Έτσι και ζούμε. Έτσι ζω Εγώ. Πώς,  όμως, να βάλω αυτή τη μπάρα, αν με είχαν πιάσει ήδη από τη μούρη, τη σήκωσαν, την έβγαλαν έξω, κλώτσησαν μια στα πλευρά, για να ανοίξω πιο πολύ τα μάτια μου… που να πάω τώρα, είμαι σαν το σκληρό αρνίσιο κρέας στο πιρούνι – ούτε πίσω, ούτε μπρος, και δεν μπορώ να γυρίσω, ούτε και να προχωρήσω παραπέρα, ούτε να μείνω εκεί, που είμαι τώρα, τι να κάνω πια? Τώρα, αυτή τι στιγμή, τι να κάνω? Να κατεβάσω τα πόδια από το κρεβάτι? Γιατί… για ποιο λόγο? Πριν δεν θα περνούσε καν από το μυαλό μου να αναρωτηθώ για κάτι τέτοιο, πάντοτε είχα κάποιο σκοπό, πάντοτε είχα εκατό στόχους μικρούς και δέκα μεγάλους, και ήταν τόσοι πολλοί, και ζωγραφιστοί με το πινελάκι, καλυμμένοι με πλακάκια, βαλμένοι στη σειρά, συντονισμένοι, κανονισμένοι, πακεταρισμένοι… είχα ποτέ πριν σκεφτεί σοβαρά – ΓΙΑΤΙ χρειάζομαι όλα αυτά, που κάνω? Διότι για να σκεφτείς έτσι, πρέπει ο ίδιος να έχεις την ευθύνη για τα πάντα, και πότε εγώ είχα την ευθύνη για όλα τα δικά μου? Ήμουν υπεύθυνη μόνο για τις μεθόδους, για τα μέσα της επιδίωξης του στόχου, πότε, όμως, είχα την ευθύνη για τους ίδιους τους στόχους? Για την ίδια την ουσία – πότε είχα ευθύνη? Όταν  κάθισα, σκέφτηκα και είπα – «τώρα θα ζήσω έτσι, θα επιδιώξω το τάδε πράγμα, και μετά θα δούμε»? Πότε γενικώς είχα καθίσει και έστω προσπάθησα να το σκεφτώ? Ποτέ. Ποτέ δεν δοκίμασα  καν  να βάλω στον εαυτό μου όχι κάποιο ενδιάμεσο, ασήμαντο σκοπό, αλλά τον στόχο βασικό, στρατηγικό, διότι θεωρείται, ότι η ερώτηση για το νόημα της ζωής δεν έχει νόημα, φυσικά, αυτό είναι πολύ βολικό – δεν έχει νόημα να σκέφτεσαι για αυτό, μωρό μου, άντε καλύτερα να πλύνεις κανένα πιάτο, έχεις διαβάσει?…, αυτό σκέφτομαι τώρα, σε λίγο θα πρέπει να φάμε, και δεν έχω τελειώσει κάτι… τρομερό πράγμα… όλη τη ζωή να βιάζεσαι, και να μην προλαβαίνεις, να κουνάς τα ποδαράκια σου και να προσπαθείς να πάρεις κάτι το καλύτερο, αλλά ΓΙΑ ΠΟΙΟ ΛΟΓΟ ΟΛΑ ΑΥΤΑ? Δεν έρχεται ποτέ αυτή η σημαντικότερη ερώτηση, δεν βρίσκεται καν στη λίστα των ερωτήσεων! Άντε, φτάνει με τα σάλια… ναι… είναι όλα τόσο φρικιαστικά, όλοι έτσι ζουν, και έτσι ζούσα και εγώ, έτσι τώρα η δύναμη της συνήθειας προσπαθεί να με γυρίσει στην παλιά μου κοίτη, και πια δεν υπάρχει ο παλιός μου εαυτός, ενώ ο νέος δεν ταιριάζει  με καμία του πλευρά, άρα, πρέπει να αρχίσω να ζω από την αρχή, και όχι απλώς από την αρχή, αλλά τελείως διαφορετικά. Εγώ ΠΡΩΤΑ πρέπει να ορίσω – για ποιο λόγο γίνονται όλα, που πρέπει να πάω, τι θέλω, και μετά θα ψάξω για τα μέσα και τους ενδιάμεσους στόχους, απορρίπτοντας αλύπητα ο, τι είναι περιττό,  πρέπει να φύγει όλη αυτή η ατελείωτη βλακεία από τα αυτιά και το μυαλό μου… πιθανόν, μαζί με το δέρμα… ίσως, και με το κρέας… υπάρχει άλλη επιλογή? Εγώ τώρα κάθομαι πάνω στο κρεβάτι και δεν μπορώ ούτε να κατεβάσω το πόδι κάτω, επειδή δεν ξέρω – γιατί να το κάνω, λοιπόν, υπάρχει κάποια επιλογή? Όχι, καμία επιλογή, θα ΑΝΑΓΚΑΣΤΩ να κάνω στον εαυτό μου την ερώτηση για το νόημα των πάντων, δεν υπάρχει επιλογή, εκτός από αυτό μπορώ μόνο να χαζέψω και να γυρίσω πίσω. Να χαζέψω… ενδιαφέρον… πολύ ενδιαφέρον… να χαζέψω, λοιπόν. Πώς είναι να «χαζέψεις»? Περίεργο… εντωμεταξύ, αυτό το «να χαζέψεις και να επιστρέψεις», ήταν, απ` ότι φαίνεται η ασφάλεια μου, το εφεδρικό αεροδρόμιο. Δηλαδή, αν γίνει κάτι – ας πάει στο διάολο, θα χαζέψω ξανά και θα αφεθώ στις συνηθισμένες χαρές τις ζωής… από που μου ήρθε γενικώς αυτό το « να χαζέψω»? Από που το ξέρουμε, ότι μπορούμε να «χαζέψουμε»? Πώς γίνεται? Τι είναι αυτό – «να χαζέψεις», να «ξεπέσεις»? Αφού ένα από τα φόβητρα μου ήταν ο φόβος να  μην θα «ξεπέσω», και τι είναι αυτό? Το ίδιο με το να τρέχεις από τους «θεούς». Δεν είχα δει ποτέ πριν κάποιον άλλον να ξεπέφτει, έτσι δεν έχω κάποια πείρα, στην οποία να μπορούσα να προσθέσω την ονομασία «εκφυλισμός»… είναι η κατάσταση, όταν στην αρχή είσαι έξυπνος, και μετά γίνεσαι όλο και πιο χαζός…δεν ξέρω, δεν έχω δει ποτέ τέτοιο πράγμα… είδα διάφορους ηλίθιους, για αυτούς λένε:  «ο, έχει ξεπέσει», αλλά από που το ξέρουν με σιγουριά, ότι όντως ξέπεσε? Ποιος τον είχε μελετήσει πριν, τον συνέκρινε με αυτό, που υπάρχει τώρα, και το πιο σημαντικό – με ποιο χάρακα μετράνε, δηλαδή? Ποιοι είναι οι κριτές? Με τι μετράνε? Να ένας αλκοολικός – έχασε το μυαλό του, κάποτε μπορούσε να λύνει τις εξισώσεις, τώρα είναι ικανός να μαζεύει άδεια μπουκάλια μόνο, κάποτε μπορούσε να τρέξει δέκα χιλιόμετρα, τώρα με το ζόρι σέρνεται εκατό μέτρα. Κατάπτωση. Και τι σημασία έχει η ικανότητα να λύνεις τις εξισώσεις και να τρέχεις στον μαραθώνιο? Κάποιος γέρος μοναχός κάπου στο Θιβέτ – με το ζόρι θα κάνει  εκατό μέτρα, και δεν ξέρει ούτε έναν αριθμό, και τι μ` αυτό? Δεν έχει σημασία, σημαντικό είναι ότι είναι ζωντανά τα μάτια του, είναι ευχάριστο να κοιτάς στο πρόσωπο του, και δεν αισθάνεσαι για αυτόν ούτε ίχνος από εκείνη την απέχθεια, η οποία έρχεται για τους δικούς μας γέρους, και εκείνος ο αλκοολικός – είχε πριν ζωντανά μάτια, και μετά αυτά έγιναν νεκρά? Πολύ αμφιβάλλω… γενικά, από που να έχει ζωντανά μάτια κάποιος, ο οποίος δεν έζησε ποτέ, δεν είχε αναρωτηθεί ποτέ – γιατί ζει, ποιος μπήκε στη σειρά, τελείωσε το πανεπιστήμιο, δουλεύει, φοράει καλογυαλισμένα παπούτσια, κρατά χαρτοφύλακα… και μετά θα τον απατήσει η γυναίκα του, εκείνος θα γίνει αλκοολικός, δεν θα έχει πια γυαλιστερά παπούτσια, αντί του χαρτοφύλακα – σακούλα, μα η ουσία, όμως, δεν άλλαξε – όπως ήταν χαζός, έτσι και έμεινε, και δεν ξέπεσε πουθενά… Μου είναι και τελείως αδιάφορο τώρα, με τι έχει φορτωθεί ένας άνθρωπος – με πληροφορίες, ρούχα, παπούτσια, εμένα άλλο με νοιάζει – αν είναι ζωντανά ή όχι τα μάτια του, αν χτυπάει ο ωκεανός μέσα σε αυτά, ή έχει παγώσει ένα κουτί της μπίρας  εκεί μέσα. Και αν κάποιος έχει το κονσερβοκούτι αντί για μάτια, πού θα μπορούσε να ξεπέσει πια – δεν υπάρχει χειρότερο, ήδη είναι ένα πτώμα, η ακόμα είναι πτώμα, ενώ αυτός, που έχει ζωή στα μάτια του – όπως την είχε «εκείνος», λοιπόν, αυτός θα μπορούσε ποτέ να ξεπέσει και να γίνει κονσερβοκούτι?? Δεν το ξέρω… εν πάση περιπτώσει, δεν ξέρω τίποτα για αυτό, έτσι μπορώ να πετάξω στα σκουπίδια τα ανίκανα εφεδρικά μου «θα χαζέψω και θα επιστρέψω». Και τι θα γίνει? Τι θα γίνει, αν θα μείνω έτσι ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου, θα ξαπλώνω, θα ξαπλώνω, θα ξαπλώνω… δεν θα σκέφτομαι για τίποτε, δεν θα κάνω τίποτε, επειδή από την κάθε σκέψη, από κάθε επιθυμία περνάνε αμέσως τα κύματα του πόνου, και η ερώτηση «για ποιο λόγο» καίει και δεν με αφήνει να κάνω τίποτα, τι θα γίνει πια? Από που να το ξέρω?! Θα ξαπλώνω εδώ και θα βασανίζομαι, μέχρι να μάθω με αυτόν τον τρόπο – τι θα γίνει. Θα δούμε έτσι – τι θα γίνει!

    Αυτή η σκέψη ξαφνικά έφερε την ανακούφιση, ο πόνος της ανοησίας με άφησε λίγο, τι ώρα είναι, άραγε… και γιατί να το ξέρω? … τι θα αλλάξει από αυτό?…άντε, είναι οκτώ, η δέκα, ή έφτασε το μεσημέρι – και τι… τίποτα, άλλος ένας αυτοματισμός… δεν υπάρχω εγώ, υπάρχει ένας μεγάλος οργανισμός, ο οποίος ζει αντί εμένα, και που είμαι… πρέπει να βρω τον εαυτό μου… οι σκέψεις αρχίζουν να μπερδεύονται ξανά, να κάνουν κύκλους, και σε λίγο εγώ ξαναπέφτω για ύπνο.

    …Μετρό, πυκνό πλήθος του κόσμου… Κοιτάζω τα πρόσωπα τους και βλέπω, ότι όλοι τους μοιάζουν με πνιγμένους – μπλε, φουσκωμένοι, αληθινά πτώματα, και κουνιούνται κιόλας.  Ήταν δυσάρεστο να βρίσκομαι ανάμεσα τους, ένοιωσα δυνατό κάψιμο στο σώμα μου, μα δεν ήξερα, τι να κάνω. Το κάψιμο δυναμώνει, αρχίζω να αρρωσταίνω από την νεκρωτική μυρωδιά, θέλω να κάνω εμετό, και κοιτάζω στα μάτια τους… τι μάτια είναι αυτά… σαν σάπιες μέδουσες, και στέκεται εκεί αυτός ο όχλος των ζωντανών πνιγμένων, κινείται, με πλακώνει… τότε  θυμήθηκα τον Σαρτ και άρχισα να τον φωνάζω, με την κάθε μου κραυγή ένοιωσα λιγάκι πιο καλά, πιο ελεύθερα, και κατάλαβα, ότι δεν φτάνει απλώς να φωνάζω, – δεν είναι αρκετό, του είναι δύσκολο να με βρει εδώ, ανάμεσα στα κάκοσμα πτώματα, πρέπει κάπως να ξεχωρίσω, να γίνω πιο ευδιάκριτη για τον Σαρτ, μα πώς? Και ήρθε η σκέψη – πρέπει να νιώσω την ήπια χαρά! Τότε εκείνος σίγουρα θα με βρει, αδύνατον να κάνω λάθος. Συνέχισα να ουρλιάζω, και τη στιγμή της κραυγής συγκεντρωνόμουν στην επιθυμία να νιώσω την ήπια χαρά. Σε λίγο μέσα στο κορμί μου άρχισε να απλώνεται  μια ωραία ηδονή, ελαφρότητα, ξαφνικά τα πτώματα εξαφανίστηκαν, αλλά σε λίγα δευτερόλεπτα βρέθηκα ξανά με τους νεκρούς, και πάλι φώναξα τον Σαρτ, και εκείνη τη στιγμή οι δυσάρεστες αισθήσεις πέρασαν τελείως, ενώ εγώ συνειδητοποίησα, ότι κοιμάμαι! Αυτό ήταν πάρα πολύ παράξενο, πολύ ασταθές, νόμιζα, ότι ανά πάσα δευτερόλεπτο η  σαφήνεια μπορεί να χαθεί,  να κλείσει, και έπρεπε να κάνω κάτι για να μην γίνει αυτό, μα τι όμως? Για παν ενδεχόμενο επαναλάμβανα μέσα μου: «Σαρτ, βοήθησε με να κρατήσω την συνείδηση. Σαρτ, βοήθησε με…». Ένα τελείως ασυνήθιστο επίπεδο της σαφήνειας! Ανακάλυψα, ότι η συνειδητοποίηση του εαυτού σου στον ύπνο μπορεί να είναι διαφορετική, πολύ διαφορετική! Όπως και στην συνηθισμένη ζωή – και ο τελευταίος αλκοολικός μπορεί να πει, ότι και αυτός ζει, σκέφτεται, κινείται – εξωτερικά είναι σχεδόν σαν και εμένα, είναι «ξύπνιος», αλλά είναι τεράστια η διαφορά ανάμεσα στις δυο καταστάσεις! Απ `ότι φαίνεται, το ίδιο συμβαίνει και με τις συνειδητοποιήσεις του εαυτού σου στον ύπνο. Η κρυστάλλινη σαφήνεια έρεε μέσα μου, σαν μια δροσερή πηγή, κοιμάμαι… όλα αυτά είναι ένα όνειρο…τι ωραία, δεν με πιάνει η δύνη της μηχανικής δραστηριότητας, μπορώ έτσι απλά να καθίσω και να αισθανθώ αυτή την κατάσταση… να καθίσω? Που είμαι? Δεν είχα καταλάβει, ότι εδώ και πολλή ώρα δεν είμαι πια στο μέτρο και δεν υπάρχουν νεκροί γύρω μου, μα τι είναι αυτό το μέρος τότε? Πρέπει να κάνω κάποια προσπάθεια, για να δω, πρέπει να έχω κάποια όραση, μα πώς να τη χρησιμοποιήσω – άγνωστο… τι θα γίνει, αν… όντως! Θέλω να φωνάξω «εκείνον» τον άνθρωπο… α… διάολε, πώς να τον φωνάξω, αφού αυτός δεν έχει κάποιο όνομα?! «Θέλω να σε φωνάξω, αλλά δεν ξέρω το όνομα σου, δεν ξέρω, πώς να σε καλέσω, αλλά θέλω ΕΣΥ και μόνο εσύ να έρθεις σε μένα», έβαλα τη λέξη «εσύ» στο κάλεσμα μου λόγο απουσίας κάποιας καλύτερης, όταν επανέφερα στη μνήμη μου τα μάτια, τις κινήσεις του, τον τρόπο που μιλάει. Οι ακαθόριστες δομές άρχισαν να αποκτούν σχήματα, έτσι βρέθηκα σε λίγο σε ένα υπό κατασκευή κτήριο, με τσιμεντένιους τοίχους και πάτωμα, ήταν πολύ ήσυχα και δεν υπήρχαν άλλοι άνθρωποι.

    Είμαι ξαπλωμένη στο πάτωμα, καταλαβαίνω ξεκάθαρα και πάλι, ότι κοιμάμαι. Άρχισα να σηκώνομαι από εκεί, ήταν πολύ δύσκολο, κάπως άβολο να το κάνω. Είδα τη σκιά μου στον τοίχο, και πέρασε η σκέψη – ενδιαφέρον, πώς είναι η σκιά μου στον ύπνο, ήρθε η όρεξη να πειραματιστώ, να μελετήσω αυτόν τον κόσμο. Η σκιά ήταν ακριβώς, όπως είναι και στην πραγματική ζωή, ήμουν γυμνή και είδα το περίγραμμα της σιλουέτας μου. Μπροστά μου έβλεπα τον τοίχο, αποφάσισα να τον αγγίξω, να δω, αν θα περάσει το χέρι μου μέσα του, αλλά ο τοίχος αποδείχθηκε ακριβώς ίδιος με την κανονική πραγματικότητα – σκληρός και κρύος. Μόλις έκανα μερικά βήματα, σημείωσα την αύξηση της αίσθησης της απαίσιας μιζέριας, ωστόσο,  από τη στιγμή, όταν  θέλησα να καταλάβω – τι γκρίζα κατάσταση είναι αυτή, αμέσως φάνηκε η σαφήνεια, ότι δεν είναι κάτι άλλο από την έγνοια για τη γνώμη των άλλων ανθρώπων. Ίσως να μπορούσα να την απομακρύνω? Και ταυτόχρονα πέρασε άλλη σκέψη – «βαριέμαι»… Θέλω να ασχοληθώ έστω με κάτι, αφού είναι ένα όνειρο! Μπορείς να κάνεις ό, τι θέλεις σε αυτό, έτσι εγώ αποφάσισα να κάνω σεξ με κάποιον, και καταλάβαινα πάρα πολύ καλά, ότι έτσι θέλω να ξεφύγω από τη μιζέρια με τη βοήθεια των σεξουαλικών εντυπώσεων, και σε αυτή την επιθυμία δεν υπήρξε καμία χαρά. Εμπνεύστηκα με την ιδέα, ότι εδώ μπορώ να δημιουργήσω οποιοδήποτε αγόρι, τον οποίο θα ήθελα. Ήταν πολύ δύσκολο να περπατήσω, δεν ξέρω γιατί, και σκέφτηκα, ότι με εμποδίζει η δική μου αντίληψη για τις δυνατότητες του σώματος, πρέπει να την αποβάλω. Αμέσως μετά από αυτή τη σκέψη ήρθε η ελαφρότητα,  έτρεξα χαρούμενη στο μακρύ σαλόνι και είδα ένα αγόρι δίπλα στο παράθυρο. Δεν ήταν πολύ συμπαθητικό, αλλά ούτως η αλλιώς εμφανίστηκε η επιθυμία να φλερτάρω, εγώ προχώρησα και άλλο, περιμένοντας, ότι αυτός θα με ακολουθήσει, όταν άκουσα τα βήματα του πίσω. Η επιθυμία για φλερτ στην γκρίζα κατάσταση είναι απαίσια, συνήθως οδηγεί στο ότι κάνω αυτό, που θέλει το αγόρι, και όχι αυτό, που θέλω εγώ, έτσι δημιουργείται δυνατή δηλητηρίαση. Ακόμα και από το ότι εγώ προχώρησα, περιμένοντας από εκείνον να με φτάσει, ήρθε κάποια σαπίλα, και σε αυτό το σημείο εγώ σταμάτησα, σαν να με είχαν κολλήσει – είδα ξεκάθαρα, ότι ο διάδρομος κατέβαινε απότομα κάτω, με το κάθε βήμα ο αέρας γινόταν όλο και πιο πυκνός, πνιγερός, το όνειρο μετατρεπόταν σε κάτι θόλο και ηλίθιο. Με μια προσπάθεια έδιωξα την επιτιθέμενη ηλιθιότητα, άρχισα να ουρλιάζω ξανά, καλώντας «εκείνον», και μου φαινόταν πια, πως όλα χάθηκαν, ότι με την δική μου ανίκανη στάση της ανοχής για τη μιζέρια, της φυγής σε ένα αδρανή φλερτ, τα χάλασα όλα, όμως, δεν υποχώρησα, μάζεψα όλη την απελπισία μου και αποφάσισα, ότι θα τον φωνάζω μέχρι τέλος, ωσότου εκείνος  θα έρθει σε μένα, η μέχρι να με αφήσει η συνείδηση μου… Τι παράξενη πόλη… καλοκαίρι, κάνει πολύ ζεστή, αρκετά φτωχά πλήθη με ανθρώπους ασιατικού τύπου, ντυμένα στα πολυφορεμένα ρούχα με έντονα χρώματα. Καυτός αέρας χωρίς πνοή λιώνει την ρεαλιστικότητα του ονείρου. Ποτέ πριν δεν είχα ζήσει τόσο σκληρό  καύσωνα, ακόμα και εδώ, στην Ινδία, είχα μόνο ακούσει για αυτό, και τώρα κατάλαβα, ότι σε αυτή την πόλη είναι μια τέτοια ζέστη. Οι αντιλήψεις μου άλλαξαν – εμφανίστηκε μια καταπληκτική ελευθερία από τις έγνοιες. Είμαι ένας ταξιδιώτης, που βρέθηκε σε ένα άγνωστο μέρος και είναι ανοιχτός σε ο, τι μπορεί να του τύχει. Μέσα σε κάθε στιγμή υπάρχει μια υπέροχη  πληρότητα ζωής, παρά το γεγονός,  ότι δεν συμβαίνει τίποτα. Νέες και νέες αποχρώσεις, και ταυτόχρονα μου είναι τόσο γνωστές! Είναι δυνατόν να ζήσεις για πάντα σε αυτή την κατάσταση? Ναι, ναι, ναι! Κάποτε ήμουν μονίμως έτσι. Και όχι μόνο στα παιδικά μου χρόνια, όπως συμβαίνει συνήθως, αλλά σαν να ήμουν ενήλικη και ζούσα σε αυτήν. Ήταν η ανάμνηση για μιαν άλλη ζωή. Υπήρξε πάντα, πάντα, πώς μπορούσα να ξεχάσω γι` αυτό? Πώς μπορούσα να ζήσω τη ζωή, την οποία ζούσα, όταν τόσο κοντά υπήρξε ΑΥΤΟ?

    Πήγα στο μαγαζάκι, όπου πουλάγανε κάτι, και ρώτησα τον έμπορο – «Πού είναι ΑΥΤΟΣ»? Οι άνθρωποι γύρω μου με πρόσεξαν, κούνησαν τα κεφάλια τους, στα μάτια τους φάνηκε σεβασμός, έτσι εγώ κατάλαβα, ότι με σέβονται , επειδή μπορώ να φωνάξω «ΑΥΤΟΝ» συγκεκριμένα, ενώ αυτοί, για παράδειγμα, δεν μπορούν να το κάνουν… ένιωθα την παρουσία του ξεκάθαρα… δεν μπορούσα να καταλάβω- πώς, αλλά ήξερα με απόλυτη σιγουριά, ότι αυτός ήταν εδώ! «Πού είναι αυτός?» – ρώτησα ξανά, και οι πωλητές μου είπαν, ότι ήταν εδώ δυο μέρες πριν, δεν είναι τώρα, αλλά είναι βέβαιο, ότι εκείνος θα με συναντήσει οπωσδήποτε, έτσι θα` ναι, σίγουρα… οι μορφές τους, που μου έγνεφαν καταφατικά, σιγά-σιγά έφευγαν, έλιωναν, τα πάντα ανακατεύτηκαν, ένας ζεστός ανεμοστρόβιλος με σήκωσε ψηλά, παντού γύρω μου απλωνόταν καταγάλανος ουρανός, διαπερασμένος με τις χρυσαφένιες αναλαμπές, ο άνεμος φύσαγε στην πλάτη μου, και άρχισα να διασκεδάζω, να αισθάνομαι εξαιρετικά χαρούμενη, γελούσα και δεν μπορούσα να σταματήσω, μου φαινόταν, ότι με αυτό το γέλιο κάτι το πολύ ειλικρινές, λαμπερό μπαίνει μέσα μου, με γεμίζει και διώχνει μακριά την κάθε σαβούρα… έτσι  ξύπνησα με ένα χαμόγελο στα χείλη μου, και τώρα θα έρθει η καθημερινή ζωή, και θα πρέπει να ρίχτω στη μάχη με αυτήν την καθημερινότητα, για να μπορέσω να γυρίσω στον ίδιο τον εαυτό μου – ιριδίζον, ηλιόλουστο, διάφανο.

    Η δεύτερη αφύπνιση με βρήκε ξαφνικά σε μια απρόσμενα δραστήρια κατάσταση. Καταλάβαινα, ότι δεν υπάρχει καμία σαφήνεια στα σχέδια μου τώρα, όμως, αυτό δεν με έκανε να αδρανήσω, ντύθηκα ήρεμα και καταλάβαινα, ότι θα πάω τώρα να πάρω το πρωινό μου, μετά θα διαβάσω και  θα απαντήσω επιτέλους στα μηνύματα του ταχυδρομείου, και όλα αυτά τα μικρά σχέδια δεν παραμέρισαν το πιο βασικό πρόβλημα, δεν το κάλυψαν, όπως παλιά, στις γωνίες της  συνείδησης μου. Γιατί ήμουν τόσο χαλιά, όταν ξύπνησα για  πρώτη φορά, και για ποιο λόγο τώρα έχω αυτήν την δραστήρια και εποικοδομητική διάθεση? Ξέρω, όμως, πώς να βρω την απάντηση στην ερώτηση μου! Έχω μάθει κάποια πράγματα στο Ρισικές…

    Έχοντας παραγγείλει στην καφετέρια λίγο γλυκό λάσσι και μια ομελέτα με λαχανικά, χαλάρωσα στην καρέκλα μου και συγκεντρώθηκα. Λοιπόν – το πρώτο μου ξύπνημα. Συνειδητοποίησα, ότι δεν καταλαβαίνω – τι πρέπει να κάνω. Το δεύτερο ξύπνημα – συνέβη το ίδιο. Και πάλι πρώτο – δεν ήξερα, γιατί να ντυθώ, γιατί να φάω, γιατί γενικώς γίνονται τα πάντα. Δεύτερο ξύπνημα – το ίδιο. Πού είναι η διαφορά, λοιπόν? Γιατί οι καταστάσεις είναι τόσο διαφορετικές? «Θέλω να καταλάβω, θέλω να καταλάβω» – επαναλάμβανα εγώ μέσα μου. Σε λίγο παρατήρησα, ότι η συνεχόμενη επανάληψη της ερώτησης με τη μορφή της δυνατής σκέψης (να ένας επιτυχημένος όρος!)  εμποδίζει πολύ   την επιθυμία να καταλάβεις, επειδή αρχίζεις να σκέφτεσαι, ότι από μόνη της η προφορά της ερώτησης είναι η και επιθυμία να καταλάβεις, γίνεται η αντικατάσταση του  περίπλοκου με κάτι πιο απλό, ενώ στην ουσία δεν είναι καθόλου το ίδιο πράγμα. Σταμάτησα να επαναλαμβάνω την ερώτηση μέσα μου, προσπάθησα να ψηλαφίσω ορισμένα την επιθυμία να καταλάβω, και όχι απλώς να γυρίζω ξανά και ξανά στη σκέψη για την επιθυμία. Επιθυμία, και όχι σκέψη… Κάποια ιδιόμορφη ψυχική ακροβατική… μας μαθαίνουν να κάνουμε ποδήλατο, να λύνουμε τις εξισώσεις, αλλά δεν μαθαίνουν ποτέ να  κρατάμε  τον στοιχειώδη έλεγχο των αντιλήψεων μας, αυτό είναι τόσο απλό – μην σκέφτεσαι για  επιθυμία, νιώσε την!! Είναι πολύ απλό, όταν έχεις την δεξιότητα, και εγώ τώρα ένοιωσα σαν παιδί, το οποίο μόλις άρχισε να μαθαίνει να περπατάει.

    Οι συλλογισμοί για την απουσία της συνήθειας να συγκεντρώνομαι στην επιθυμία με παρέσυραν κάπου παραπέρα. Και πάλι επιστρέφω στο θέμα – αναλύω το πρώτο ξύπνημα, το δεύτερο – ποια είναι η διαφορά? Θέλω να καταλάβω… πέρασαν περίπου είκοσι δευτερόλεπτα… ποιος θα μπορούσε να σκεφτεί, ότι είναι τόσο δύσκολο – να κρατήσεις τον εαυτό σου συγκεντρωμένο  μόνο σε ένα πράγμα για είκοσι-τριάντα δευτερόλεπτα… Άλλη μια φορά. Οι σκέψεις και οι αναμνήσεις – είναι το γάντζο, η επαναφορά της ανάμνησης για την κατάσταση, που είχε περάσει – είναι το ψάρεμα με το καλαμάκι, και η επιθυμία να καταλάβεις –  το δόλωμα. Περιμένω το ψάρι – περιμένω την κατανόηση. Άλλη μια φορά – πρώτο, δεύτερο… γιατί? Πρώτο… μην βιάζεσαι… τώρα το δεύτερο… Να το!!

    Πετάχτηκα πάνω στην καρέκλα μου, σαν τσιμπημένη, χτύπησα με τα γόνατα  το τραπεζάκι, παραλίγο να το αναποδογυρίσω, κάτι έπεσε από πάνω του στο πάτωμα, κουνήθηκε η ομπρέλα, έσπασα τίποτα? Όχι, εντάξει. Ναι, ακριβώς όπως το ψάρεμα. Πίσω, πίσω! Πιάστηκα σπασμωδικά στην άκρη του τραπεζίου, έσφιξα τα δόντια μου. Να μην αφήσω τις έγνοιες και τις σκέψεις να με παρασύρουν μακριά. Αυτή τη στιγμή βίωνα την κατανόηση με απόλυτη σιγουριά, και το εκπληκτικό ήταν, ότι αυτή δεν είχε εκφραστεί με λέξεις ακόμα! Απίστευτο! Σχεδόν πνιγόμουν από την υπερένταση, αλλά η αυτοσυγκράτηση μου ήταν αρκετή για  να ηρεμήσω και να εστιάσω την προσοχή στο θέμα μου ξανά. Ναι, αυτό που αισθάνομαι τώρα – αυτή είναι η κατανόηση, η οποία αφορά συγκεκριμένα το πρόβλημα μου, τώρα ξέρω χωρίς καμία αμφιβολία – ποια είναι η διαφορά, παρά το γεγονός, ότι δεν υπάρχει ούτε μια δυνατή σκέψη, η οποία να εξέφραζε αυτή την γνώση. Ούτε σκέψη, ούτε μορφή. Αν θα ήθελα να διηγηθώ σε κάποιον την ιστορία αυτής της κατανόησης, δεν θα κατάφερνα τίποτα. Ήρθε ακόμα και η ελαφριά ανησυχία – τι θα γίνει, αν αυτή η κατανόηση θα παραμείνει έτσι, ανέκφραστη, και θα ξεγλιστρήσει? Έκανα μια μικρή προσπάθεια, σαν να έσπρωξα ένα μικρό πετραδάκι από το βουνό, και οι σκέψεις εμφανίσθηκαν αμέσως, εκδηλώνοντας την κατανόηση στιγμιαία. Άρα, δεν οδηγούν οι σκέψεις στην κατανόηση, αντιθέτως – στην αρχή γεννιέται η κατανόηση, η οποία καλύπτεται αυτόματα με τις σκέψεις, και αυτό συμβαίνει πάρα πολύ γρήγορα, έτσι εμείς νομίζουμε, ότι γίνεται το αντίστροφο. Σε αυτό το λάθος βασίζεται λοιπόν η χαζή και ανίκανη συνήθεια να «σκέφτεσαι» με μέθοδο της διαλογής των σκέψεων! Έτσι μπορείς να συλλογίζεσαι, να βγάζεις συμπεράσματα, να κάνεις υποθέσεις, όμως να σκεφτείς – όχι! Δεν μπορείς να γεννήσεις μια νέα κατανόηση με την διαλογή των σκέψεων. Η κατανόηση – είναι μια απολύτως ξεχωριστή αντίληψη, η οποία διαφέρει από τον συλλογισμό, όπως… δεν ξέρω, τι, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει, ότι έκανα δυο ανακαλύψεις. Η κατανόηση δημιουργείται ως συνέπεια της επιθυμίας να καταλάβεις, και πρέπει να είναι μια δυνατή, ισχυρή, συγκεντρωμένη επιθυμία, και για να γίνει αυτό το πράγμα, πρέπει να είναι κάτι το πραγματικά σημαντικό για μένα, κάτι που λαχταρώ καιρό. Για αυτό είναι αδύνατον να κάνεις τον άλλον να καταλάβει κάτι με το ζόρι – έτσι μπορείς μόνο να αναγκάσεις να παραλάβει μηχανικά ένα έτοιμο συμπέρασμα. Για αυτό το σύστημα της επιβεβλημένης διαπαιδαγώγησης τον παιδιών δεν τους κάνει έξυπνους ανθρώπους, αλλά μόνο μηχανισμούς, μαθημένους να καταγράφουν και να συνδυάζουν, και αυτό απέχει πάρα πολύ μακριά από την αληθινή τέχνη, η οποία και είναι στην ουσία η γνήσια νόηση!

    Θέλω τώρα να επιστρέψω στο πρώτο ξύπνημα, να το σημειώσω γραπτώς. «Θα δούμε – τι θα γίνει» – αυτή είναι η φράση-κλειδί, την οποία εγώ επανέλαβα, πριν κοιμηθώ για δεύτερη φορά. Το κλειδί της απάντησης βρίσκεται ορισμένα σε αυτό, που εγώ ένιωθα, λέγοντας αυτή τη φράση. Ένα είναι να βασανίζεσαι, να πονάς, να μην ξέρεις τι να κάνεις και τα λοιπά. Και άλλο, τελείως διαφορετικό – να ΜΕΛΕΤΗΣΕΙΣ τα ίδια τα πάθη, τις αμφιβολίες και τις έγνοιες σου. Στην πρώτη περίπτωση είμαι απλώς ένα πονεμένο πλάσμα, και δεν έχω καμία άλλη διέξοδο – μπορώ μόνο να το ξεπεράσω αυτό, να βασανίζομαι, να πέσω και να ξεχαστώ, να μεθύσω, να τελειώσω και να ελπίσω, ότι θα δουλέψει κάποια βαλβίδα ασφάλειας, και θα πεταχτώ ξανά σε μια πιο αποδεκτή για σένα κατάσταση. Στη δεύτερη περίπτωση εμφανίζεται κάποιος, ο οποίος από την αρχή στεκόταν στην άλλη μεριά των παθών,  ο ερευνητής του πονεμένου πλάσματος, και αυτή η στάση του ερευνητή αμέσως σε φέρνει σε ένα απροσδόκητο αποτέλεσμα – αρχίζουν να συμβαίνουν, χωρίς αναβολές, αλλαγές, ανακαλύψεις, παρατηρήσεις, μπορείς να τα αναλύσεις, να τα συγκρίνεις,  να τα έχεις υπ όψιν σου, χάνεται η απόλυτη απελπισία, κυκλοθυμία, η ζωή αρχίζει να ανοίγεται κατευθείαν μέσα σου, αποκτάς την ικανότητα να θέτεις τις ερωτήσεις, άρα, και να βιώνεις την επιθυμία να καταλάβεις, και η κατανόηση φέρνει την αλλαγή… όλα είναι τελείως διαφορετικά, όταν εσύ μετατρέπεσαι από  θήραμα σε κυνηγό, ο οποίος παραμονεύει τον ίδιο τον εαυτό-θήραμα του.