Με το που έφτασα στην πορτούλα, αυτή άνοιξε αμέσως – δεν το πιστεύω, κάθεται κάποιος και κοιτάει στο μόνιτορ της κάμερας συνέχεια? Η Καόρου έμεινε μόνη στο σπίτι της.
– Όλο το εικοσιτετράωρο κοιτάς στο ματάκι, ε, Καόρου?:)
– Μην είσαι χαζούλα, Μάγια, ζεις στον εικοστό πρώτο αιώνα. Σε όλο το μήκος του μονοπατιού έχουν εγκατασταθεί υπέρυθροι αισθητήρες κίνησης, εκτός από αυτό, οι κάμερες αντιδρούν στην κίνηση των μεγάλων αντικειμένων. Ο υπολογιστής συγκρίνει τις εικόνες, και αν αυτές συμπίπτουν με τις ήδη υπάρχουσες στη βάση δεδομένων, η πόρτα ανοίγει αυτόματα. Αν όχι – ακούγεται το σινιάλο στην κονσόλα και λαμβάνοντα τα αντίστοιχα μέτρα, ανάλογα με την μετέπειτα εξέλιξη των γεγονότων. Πάρα πολύ απλό, κανένα θαύμα.
– Και αν κάποιος φορέσει μια μάσκα με τη δική μου φωτογραφία?
– Εμ, δεν είναι και η πεζοναυτική βάση των ΗΠΑ εδώ! Για όλους τους κάτοικους της Νταραμσάλα είναι ένα απλό ιδιωτικό σχολείο της γιόγκα, υπάρχουν μερικές δεκάδες τέτοιες στην περιοχή, και σε ποιον θα έρθει στο κεφάλι η βλακεία με τις μάσκες μόνο και μόνο για να δει άλλο ένα μάθημα της γιόγκα ή του μασάζ?? Και δεν πρέπει να υποτιμάμε τις ικανότητες των υπολογιστών. Δεν συγκρίνονται απλώς τα πρόσωπα, συγκρίνονται οι συμπεριφορές – πως περπατάει ο άνθρωπος, οι παράμετροι του, έτσι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Ακόμα και να υποθέσουμε, ότι κάποιος μπήκε εδώ μέσα – και τι θα δει? Πως κάποιοι άνθρωποι κάθονται και γράφουν κάτι στα τετράδια τους? Θα πέθαινε από την βαρεμάρα…. Έλα, θα σε πάω στη Μισέλ.
Το σπιτάκι της Μισέλ ήταν βαμμένο στα χρώματα της παραλλαγής και γενικώς έδειχνε σαν αρκετά πολεμοχαρή μέρος.
– Εδώ ζουν οι «κομάντος»?
– Ναι, – η Καόρου μου έριξε μια ματιά και ξαφνικά ρουθούνισε από τα γέλια. – Τέτοιο βάψιμο – είναι ένα αστείο, όπως και η ίδια λέξη «κομάντος». Όμως, αυτό, που εκείνοι κάνουν μέσα – δεν είναι καθόλου αστείο.
Άνοιξε την πόρτα, με έσπρωξε μέσα και εξαφανίστηκε.
Περίμενα να δω οτιδήποτε, αλλά τελικά δεν ήμουν καθόλου έτοιμη να δω αυτό, που είδα στην πραγματικότητα. Από την έκπληξη μου κάθισα εκεί, όπου στεκόμουν.
Δέκα χρόνια μετά
– Βασίλη, φέρε μου τη ρόμπα!
– Τώρα, τώρα, Μάγια… δεν βλέπεις, ότι έχω δουλειά; Γιατί κάθε φορά, όταν εγώ κάθομαι να διαβάσω την εφημερίδα, αμέσως θέλεις κάτι… εντάξει, τώρα, τώρα… τη φέρνω, τώρα!
– Και που χάθηκε ο Γκρίσκα? Πάλι πήγε μετά το σχολείο στο ποτάμι με αυτούς τους… δεν μου αρέσει αυτή η παρέα… ακούς καθόλου, τι λέω, Βασίλη; Σε σένα μιλάω!
– Σήμερα στις εφτά παίζει ο «Σπάρτακος»! Παραλίγο να ξεχάσω, διάολε… – η φασαρία της εφημερίδας έφτασε στο απόγειό της. – Στο τέταρτο κανάλι θα το δείξουν…
– Τι?? Ε, όχι, φτάνει για μένα με τον «Σπάρτακό» σου, – η Μάγια βγήκε από το μπάνιο με μια πετσέτα, τυλιγμένη στο κεφάλι, – θα δω την εκπομπή με τον Πόζνερ [δημοφιλής Ρώσος δημοσιογράφος -παρατήρηση του μεταφραστή], και εσύ κάνε ό, τι θέλεις… άντε να πας στον Ιβάν, εκεί θα δεις το ποδόσφαιρο σου…
Πετώντας την εφημερίδα, ο Βασίλη κάρφωσε γεμάτο μίσος βλέμμα στη γυναίκα του.
– Αφού το ξέρεις, ότι η Ζώικα του δεν με αντέχει, και πού να πάω, δηλαδή?
– Δεν ξέρω, Βασίλη, όπου θες… – κάνοντας ακατανόητους μορφασμούς μπροστά στον καθρέφτη, η Μάγια εξέταζε ένα σπυράκι, που δεν έλεγε να φύγει από την προηγούμενη εβδομάδα. – Και μην ξεχάσεις, ότι αύριο πάμε στο σπίτι των Μπιριουκόφ, γεννήθηκε η εγγονή τους, τι να κάνουμε… και εσύ πες στον Γκρίσκα – να έρθει στην ώρα του… πρέπει να αγοράσουμε και δώρο… ίσως, εκείνο το κρυστάλλινο βαζάκι, θυμάσαι, το είδαμε μαζί… γιατί εγώ πάντα πρέπει να σκέφτομαι για αυτό, α? Λες και άλλη δουλειά δεν είχα? Εσύ ποτέ δεν φροντίζεις για τίποτα μόνος σου…
– Να το μας, αρχίιιιιισαμεεεεε….
Μια τρελή φαντασία… και τι άλλο θα μπορούσε να περάσει από το μυαλό, όταν βλέπεις ΑΥΤΟ? Η εικόνα, που άνοιξε μπροστά στα μάτια μου, ήταν τόσο απελπιστική, ότι δεν θα μπορούσα να βρω άλλη λέξη, η εμφανιζόμενη από το πουθενά χαζή φαντασία για την μελλοντική γεροδεμένη Μάγια, που σκυλιάζει με τον άντρα της, πραγματικά ήταν πολύ ταιριαστή.
Η Μισέλ κάθεται πάνω στα μαξιλάρια, ροκανίζει ήρεμα το μήλο της, και χαζεύει τηλεόραση με την πιο ηλίθια έκφραση στο πρόσωπο. Πιο κοντά σε μένα κάθεται εκείνος ο Ιάπωνας, με τον οποίον εκείνη κυλιόταν στο δρομάκι, μασάει πατατάκια, και αυτός είναι εξ` ολοκλήρου συγκεντρωμένος στην τηλεόραση. Κρίκετ! Αυτοί βλέπουν κρίκετ! Αυτό είναι τρελό… Στην Ινδία δεν βλέπουν ποδόσφαιρο ή χόκεϊ, δεν ενδιαφέρει κανέναν το τένις ή κολύμβηση, ή ενόργανη γυμναστική – στην Ινδία βλέπουν κρίκετ… ολόκληρο το εικοσιτετράωρο σε μερικά κανάλια μεταδίδονται ρεπορτάζ από τον τόπο της οργάνωσης του ενός από τα πιο χαζά παιχνίδια, τα οποία είχε εφεύρει ποτέ η ανθρωπότητα. Ένας άντρας παίρνει φόρα, πετάει τη μπάλα, ο δεύτερος τη χτυπάει με το ρόπαλο, η μπάλα εκσφενδονίζεται, όλοι την πιάνουν, και βρίσκουν την ευτυχία τους. Και ΤΕΛΟΣ! Αυτό είναι όλο το άθλημα. Υπολογίζονται κάποιοι βαθμοί, βέβαια, κάποιος κερδίζει… αστέρες, συνεντεύξεις, μα πώς μπορεί κανείς να τα βλέπει αυτά; Χιλιάδες φορές επαναλαμβανόμενες κινήσεις… πέταξε-χτύπησε, πέταξε-χτύπησε, πέταξε-χτύπησε… ώρα με την ώρα, μέρα με τη μέρα… εκατομμύρια Ινδοί κοιτάνε στην οθόνη… πέταξε-χτύπησε… ζόμπι… σε λίγο θα χυθεί το μυαλό από τα αυτιά τους. Και εγώ βλέπω τώρα, πως οι πιο σκληροπυρηνικοί «ούλτρα» κάθονται και το παρακολουθούν!
Χωρίς να πάρει το βλέμμα της από την οθόνη της τηλεόρασης, η Μισέλ χτυπάει με το χέρι της το μαξιλάρι δίπλα, προσκαλώντας με να καθίσω.
– Θέλεις τσάι, αγάπη μου?
«Τσάι»? «Αγάπη»?? Και τι φωνή είναι αυτή… κάπως σιχαμερή, ταιριάζει τέλεια με φανταστική αντιουτοπία μου. Φτάνοντας στην Μισέλ, ακούμπησα λίγο τον Ιάπωνα.
– Λίγο πιο προσεκτικά, μπορείς?!
– ΤΙ??
– Τι-τι? Πιο προσεκτικά, σου λέω;
Δείχνει αδαής… τι απαίτηση είναι αυτή; Τι να του απαντήσεις… Ας πάει στο διάολο… Μισέλ!
– Άντε, μην κολλάς, κάτσε, – χτύπησε εκείνη και πάλι στο μαξιλάρι της. – Έχουμε πλάκα εδώ.
– Το βλέπω… Μισέλ… τι συμβαίνει?
– Μην τσιρίζεις, γατάκι, θα στο εξηγήσω τώρα. Μπορώ να φανταστώ, τι τρέχει στο κεφάλι σου αυτή τη στιγμή:)
– Απόλυτο χάλι!
– Δες εδώ, βλέπεις? – η Μισέλ έβγαλε από κάπου ένα τετράδιο, το κούνησε μπροστά από τη μύτη μου. Το πρόσεξες, ότι είναι πάντα μαζί μου?
– Όχι.
– Όταν εγώ κάθομαι εδώ, μπροστά στην τηλεόραση, τρώγοντας ένα μήλο, κάνοντας βλαμμένο πρόσωπο, τότε πραγματοποιώ αδιάκοπα την πρακτική της συναισθηματικής λείανσης, καταλαβαίνεις? Αδιάκοπα! Διότι αν χαλαρώσεις έστω για ένα δευτερόλεπτο, οπωσδήποτε θα εμφανιστεί το αρνητικό συναίσθημα. Σ` αυτό το σπίτι εμείς δημιουργήσαμε τις ειδικές συνθήκες, και όλες αυτές προορίζονται για έναν και μοναδικό σκοπό – να προκαλέσουν τον άνθρωπο να αισθανθεί τα αρνητικά συναισθήματα μέσω της εμφάνισης της οικιακής επάρκειας ή της οικιακής δυσαρέσκειας. Εδώ φέραμε τη συλλογή της πιο ηλίθιας ποπ-μουσικής, που θα μπορούσες να φανταστείς, – η Μισέλ έδειξε με το χέρι της το μουσικό κέντρο. – Εκεί είναι τα πιο χαζά και άχρηστα βιβλία, πιο ηλίθια έργα, σε αυτό το μέρος μαζεύονται οι άνθρωποι, πίνουν τσάι, μιλάνε για τον καιρό, πολιτική, τσακώνονται μεταξύ τους, φωνάζουν, απαιτούν κάτι, και όλα αυτά τόσο αληθοφανές, ώστε κανένας άνθρωπος απ` έξω δεν θα μπορούσε να το ονομάσει υποκρισία, και αν κάποιος δεν υποκρίνεται την ηλιθιότητα πολύ πιστευτά, αυτό σημαίνει, ότι έχει μέσα του κάποιον σκοτισμό, έτσι εκείνος αρχίζει να τον αναζητά.
– Μα ποιος σκοτισμός να είναι αυτός, με τον οποίον δεν μπορείς να υποκριθείς πολύ καλά τον ηλίθιο??
– Οποίος θέλεις. Για παράδειγμα, ο ποιο απλός – η έγνοια για τη γνώμη των άλλων ανθρώπων. Φοβάσαι, ότι εκείνοι όντως θα σε περάσουν για ηλίθια, για αυτό αρχίζεις να παίζεις λιγάκι πιο ψεύτικα, για να τους δώσεις να καταλάβουν, ότι στην πραγματικότητα είσαι διαφορετική. Εδώ, ανάμεσα στους δικούς μας, γίνεται μόνο το πρώτο στάδιο, η αληθινή εκπαίδευση ξεκινάει, όταν βγαίνεις στην κοινωνία, και ανάμεσα στους κανονικούς ανθρώπους φέρεσαι ηλίθια – έτσι, ώστε εκείνοι το πιστεύουν. Είναι πάρα πολύ δύσκολο – να απομακρύνεις την έγνοια για τη γνώμη των ανθρώπων υπό τις συνθήκες της πραγματικής ζωής, αλλά οι προσπάθειες, που καταβάλλονται υπό αυτές τις συνθήκες, είναι πολύ πιο αποτελεσματικές από αυτές της «πρακτικής του καναπέ». Ονομάσαμε αυτό το κομμάτι της δουλειάς «κοινωνικά πειράματα». Με τη βοήθεια των κοινωνικών πειραμάτων τελειοποιούμε πάρα πολλές προσπάθειες για την απομάκρυνση των σκοτισμών. Εγώ επιδιώκω την άψογη απομάκρυνση των αρνητικών συναισθημάτων, αυτός είναι ο πιο κοντινός μου στόχος, για τον οποίο είμαι έτοιμη να δώσω τα πάντα.
– Μου αρέσει η απελπισμένη αποφασιστικότητα σου.
– Έχω ζήσει κάποια πράγματα, και μπορώ να τα συγκρίνω. Όσο πιο κοντά βρίσκεσαι στην άψογη απομάκρυνση των αρνητικών συναισθημάτων, τόσο πιο συχνά και δυνατά εκδηλώνονται οι Συναισθήσεις, και ξέρεις… όταν έρχονται οι κυματισμοί των Συναισθήσεων… η επιστροφή στην συνηθισμένη καθημερινή κατάσταση – είναι σαν ένας μικρός θάνατος, και εγώ τον καταπολεμώ. Οι άνθρωποι νομίζουν, ότι πεθαίνουν, όταν σταματάει να χτυπά η καρδιά τους, αλλά αυτό είναι ένα φρικτό λάθος – αυτοί πεθαίνουν λίγο-λίγο κάθε φορά, όποτε βιώνουν ένα αρνητικό συναίσθημα.
Θυμήθηκα και πάλι, πως καθόμασταν στο ξέφωτο στην Μποντγκάγια. Ο Σαρτ έλεγε κάτι, και όλοι γύρω του τον άκουγαν, σαν τη πρώτη φορά. Και τώρα κατάφερα να καταλάβω με σαφήνεια – γιατί τον άκουγαν έτσι – ήθελαν να καταλάβουν όχι με το μυαλό, αλλά με όλο τους το είναι. Η Μισέλ τώρα δεν είπε κάτι εξ αρχής καινούριο, ωστόσο, αισθάνομαι απολύτως ξεκάθαρα, πως η κατανόηση ρέει μέσα μου, – κατανόηση του ότι το κάθε αρνητικό συναίσθημα είναι ένας μικρός θάνατος, που σταδιακά μαζεύεται στην αρρώστια, στο γήρας και στον τελικό θάνατο.
– Μα ο κάθε άνθρωπος πεθαίνει, Μισέλ…
– Για χαρά, γιαγιάκα!! – η Μισέλ ούρλιαξε με τρελή φωνή και χαχάνισε, σαν τρένο. Πρόσεξα, ότι τίποτα δεν άλλαξε στο πρόσωπο του Ιάπωνα – εκείνος καθόταν με την ίδια δυσαρεστημένη έκφραση. Πολύ πειστικό, πρέπει να πω… είναι μόνο και μόνο ένα παιχνίδι?…
– Γιατί «γιαγιάκα»?
– Εσύ, μάλλον, άκουσες χίλιες φορές αυτή τη φράση από τις γιαγιάδες, παππούδες και άλλα ζωντανά πτώματα. Τι ξέρεις εσύ για τον θάνατο ? Για σένα ο «θάνατος» – είναι μια κενή λέξη. Βλέπεις, πως οι άνθρωποι πεθαίνουν, αλλά τι ξέρεις για το τι εκείνοι αισθάνονται ταυτόχρονα ? Ξέρεις εσύ – τι είναι ο θάνατος για τον καθένα από αυτούς? Δεν ξέρεις τίποτα, και γι` αυτό δεν έχεις κάτι να πεις για τον θάνατο. Ενώ εγώ μπορώ να πω, ότι ο θάνατος είναι εξίσου διαφορετικός, όπως και η ζωή. Διότι μπορείς να δείξεις εμένα και έναν συνηθισμένο τουρίστα από την Νταραμσάλα, που έχει καπνίσει τα μυαλά του, και να πεις – ζείτε και οι δυο. Ναι, ζούμε και οι δυο. Αλλά ζούμε διαφορετικά, η δική του και η δική μου ζωή – είναι απολύτως διαφορετικές μορφές της ύπαρξης, και τίποτα δεν αλλάζει σε αυτό το γεγονός, επειδή ονομάζεται με την ίδια λέξη «ζωή». Έτσι και με τον θάνατο – ο ένας διαφέρει από τον άλλο. Ο θάνατος είναι το τέλος των πάντων μόνο για εκείνους, για τους οποίους και η ζωή ήταν το ίδιο τέλος των πάντων – μια απλή φωσφορική λάμψη των μηχανικών αντιλήψεων.
Πιάστηκε ακόμα και η αναπνοή μου… η λέξη «θάνατος» κατέρρευσε, και πίσω της έπεσε στα τάρταρα ολόκληρος σάπιος βράχος με διάφορες σαβούρες, συνδεδεμένες με αυτό το φάντασμα. Πρέπει να καθίσω μετά και να αναλύσω προσεκτικά όλες τις σχετικές αντιλήψεις μου… λες και κοίταξα στην άβυσσο… ναι… είναι η ίδια αίσθηση με εκείνη, την οποία είχα, κοιτάζοντας στα μάτια του Καμ – η ορμητική πτώση στο κενό. Στιγμιαία έξαρση, σαν να ανοίγεται κάτι, σπασμός στο στήθος μου… όχι, όχι σπασμός, σαν να δημιουργήθηκε μια δύνη, και με ρουφάει μέσα της…
– Σωματική συναίσθηση?
– Τι?
– Λέω – νιώθεις κάτι ασυνήθιστο στο σώμα σου? – η Μισέλ με έσπρωξε λίγο ακριβώς στο σημείο, όπου υπήρξε ο κυματισμός αυτής της «δύνης».
– Ναι, σωστά.
Ήθελα απλώς να καθίσω – σιωπηλή, χωρίς λέξεις, χωρίς σκέψεις, απλά να καθίσω και να αφήσω να καταλαγιάσει κάπως αυτή η κατανόηση, η οποία γεννήθηκε μέσα μου μετά από τα λόγια της Μισέλ για τον θάνατο. Αυτή τη στιγμή εγώ σχεδόν ΣΩΜΑΤΙΚΑ ένιωθα αυτή την κατανόηση – καταπληκτική αίσθηση… μα όχι, δεν είναι μια αίσθηση, βέβαια, απλώς το μυαλό μου από συνήθεια το ονομάζει με μια συνηθισμένη λέξη, αλλά εγώ δεν την αισθάνομαι με το κορμί μου, όμως, δεν είναι και ένα συναίσθημα, δεν είναι μια σκέψη… τι είναι αυτό, τελικά?!
Με καταπλάκωσε ο φόβος και έσβησε σε μια στιγμή όλα τα ίχνη αυτών, που συνέβαιναν μέσα μου. Το καθίκι!! Γιατί τον βίωσα, αυτόν τον φόβο! Ήταν τόσο σημαντικό, τόσο… ιδιαίτερα σημαντικό – αυτό, το οποίο συνέβαινε… Η Μισέλ με παρακολουθούσε προσεκτικά, χωρίς να κοιτάζει κάπου συγκεκριμένα, σαν να με περνούσε με την περιφερειακή της όραση. Άρχισα να της λέω, τι μου συνέβη, αλλά εκείνη με διέκοψε στα μισά.
– Αυτή τη στιγμή, Μάγια, όταν μου το λες, αισθάνεσαι λύπηση για τον εαυτό σου, θλίψη της απώλειας, κακία για τον φόβο, που εμφανίστηκε, και τα λοιπά, και με αυτόν τον τρόπο αποτελειώνεις καθολικά την εμπειρία σου.
– Και τι να κάνω?
– Τι να κάνεις? Μα ακριβώς το ίδιο πράγμα – να απομακρύνεις τα αρνητικά συναισθήματα πάντα, όποτε αυτά εμφανίζονται. Παράλληλα – ορισμένα «παράλληλα», και όχι «αντί», ακόμα καλύτερα μετά από μια πράξη απομάκρυνσης, να αναζητήσεις τις θεωρίες, συνδεδεμένες με αυτά. Μόλις τώρα είχες μια εμπειρία – ήταν η εμπειρία μιας νέας αντίληψης! Συγκεκριμένα νέας, δεν μπορείς να τη συντάξεις με οτιδήποτε άλλο, που έχεις αισθανθεί πριν. Αυτή είναι η επίδραση της πρακτικής του ευθύ δρόμου. Σταδιακά, όσο εσύ απομακρύνεις σκοτισμούς και επιδιώκεις τις καταστάσεις, οι οποίες σου αρέσουν, μέσα σου αρχίζουν να εκδηλώνονται οι απολύτως καινούριες αντιλήψεις, νέες αποχρώσεις, και αποκτάς εκ νέου την δυνατότητα να τις επιδιώξεις και να ανακαλύψεις ακόμα περισσότερες πιθανότητες για άλλες καταστάσεις. Βίωσες μια εμπειρία, και ο, τι χειρότερο θα μπορούσες να κάνεις τώρα – είναι να αρχίσεις να αισθάνεσαι θλίψη, επειδή αυτή η στιγμή παραήταν σύντομη, η την κακία για τον φόβο, που σου έκλεισε την πρόσβαση στη συναίσθηση και τα λοιπά. Έζησες ήδη αυτή την εμπειρία! Κατάλαβε το και κρέμασε μια μεγάλη αφίσα στον τοίχο του σπιτιού σου – «ΒΙΩΣΑ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΕΜΠΕΙΡΙΑ», και δεν μπορεί κανένας πια να σου το πάρει αυτό. Η πρακτική συνίσταται στο ότι προσπαθείς ξανά και ξανά να μπεις στην κατάσταση, η οποία σου αρέσει, και να συσσωρεύσεις ένα λεπτό μετά το άλλο, διότι η εμπειρία της συναίσθησης αυτών των λεπτών μαζεύεται, σαν ηλικία. Όταν εσύ γίνεσαι δώδεκα χρόνων δεν σου κάνει έκπληξη το γεγονός, ότι αλλάζει απότομα το σώμα σου, αρχίζει η περίοδος, μεγαλώνει το στήθος, έτσι δεν είναι; Ακριβώς το ίδιο πράγμα γίνεται και με τις συναισθήσεις. Όταν μαζεύεται μια ορισμένη «ηλικία» της εκδήλωσης τους – αυτές αλλάζουν, αλλάζουν την ποιότητα τους, γίνονται δυνατές, καταλαμβάνουν όλο σου το είναι, το μεταμορφώνουν, ανοίγουν καινούριες δυνατότητες. Μάζευε δευτερόλεπτο προς δευτερόλεπτο τις εμπειρίες σου, πολέμησε για κάθε στιγμή, διότι αμέσως τώρα θα μπορούσες να μην ζεις τα αρνητικά συναισθήματα, αλλά να τα απομακρύνεις, και να βιώσεις και άλλη συναίσθηση, και άλλη, και άλλη! Αργότερα οι στιγμές αυτές θα αρχίσουν να συγχέονται σε ομάδες στιγμών, η συναίσθηση θα κρατήσει για μερικά δευτερόλεπτα, μετά – μερικά λεπτά! Το νιώθεις, σαν μια δεύτερη γέννηση, αλλά δεν μπορείς να το περιγράψεις – πρέπει να το ζήσεις.
Για δέκα λεπτά περίπου εμείς καθόμασταν σιωπηλές, εγώ χώνευα τα όσα άκουσα και ένοιωσα. Η Μισέλ με τον Ιάπωνα συνέχιζαν τη δουλειά τους, βγάζοντας τα τετράδια κατά καιρούς και κρατώντας κάποιες σημειώσεις.
– Δηλαδή, όλα αυτά, που βλέπω εδώ – είναι ένα παιχνίδι…
– Ναι, έτσι είναι. Θέλεις να παίξεις?:)
– Όχι, όχι ακόμα…
– Μόλις κάνεις ένα ηλίθιο πρόσωπο, την ίδια στιγμή αρχίζεις να γίνεσαι και εσύ ηλίθια, μόλις αρχίζεις να φέρεσαι, σαν χαζή – να λες χαζά λόγια, να είσαι επιτηδευμένα ευγενική και τα λοιπά, αμέσως αρχίζεις να μετατρέπεσαι σε χαζοβιόλα, στο κεφάλι σου μπαίνουν ηλίθιες σκέψεις, έρχονται μαζικά τα αρνητικά συναισθήματα. Έτσι γίνεται η άσκηση. Μπορώ να σου ορκιστώ στα μπαλάκια αυτού του ομορφόπαιδου, – η Μισέλ έδειξε με το χέρι της τον Ιάπωνα, – ότι ήδη ένιωσες είκοσι δυνατά αρνητικά συναισθήματα, όσο προχωρούσες από την πόρτα μέχρι το μέρος, όπου καθόμουν εγώ.
– Ναι, τα ένοιωσα. Δηλαδή… εκείνος απλώς με δοκίμαζε, όταν μου μίλησε νευριασμένα?
– Δοκίμαζε? Γιατί?:) Μάγια, μικρή μου πουτανίτσα, ξέχνα πια τις δικές σου σχολικές συνήθειες. Εδώ δεν ενδιαφέρει κανέναν να περνάει τους άλλους από δοκιμασίες… δοκιμάζει μόνο εκείνος, που δεν έχει να κάνει κάτι ο ίδιος, και εδώ δεν υπάρχουν τέτοιοι, εδώ αρκεί να χαλαρώσεις για μια στιγμή, και ήδη περνάει κάποια αηδία. Δεν γράφει πουθενά πάνω σου, ότι είσαι μια μικρή αδέξια, και αν είσαι εδώ – πάει να πει, ότι έχεις μπει στη δύνη της πρακτικής μας, θες δεν θες, για αυτό το πέρασμα σου χρησιμοποιήθηκε για την άσκηση, και πώς εσύ θα χειριστείς την κατάσταση – εξαρτάται μόνο από εσένα, εσύ επιλέγεις. Εσύ επέλεξες να νιώσεις τη στεναχώρια, αρνητική αντιμετώπιση.
– Εγώ δεν επέλεξα, εγώ…
– Τι??
– Ναι… ε, ναι, βέβαια…
Απίστευτο – ακόμα ξεπετάγεται ο αυτοματισμός «δεν επέλεξα να αισθανθώ την κακία, μόνη της…». Σαν να τα «καταλαβαίνω» όλα, αλλά ακόμα δεν υπάρχει η αληθινή κατανόηση – μια τέτοια κατανόηση, η οποία θα γεμίσει όλες τις λέξεις μου, όλες τις πράξεις, την κάθε μου ανάσα.
– Ποιους άλλους τρόπους χρησιμοποιείτε, για να προκαλείτε τους εαυτούς σας?
– Πολλούς, διάφορα πράγματα… ο, τι πει στον καθένα η φαντασία, διότι πάρα πολλά εξαρτώνται από τα προσωπικά χαρακτηριστικά – κάποιος συνήθισε να εκνευρίζεται πιο πολύ, κάποιος άλλος – να νιώθει επάρκεια…
– Απομακρύνετε και την επάρκεια ?
– Φυσικά! Επάρκεια – είναι σαν ένα κομμάτι σκατά για το μικρόβιο της δυσεντερίας. Δεν έχεις παρατηρήσει, ότι όσο πιο πολύ αισθάνεσαι την επάρκεια, τόσο πιο χαζή γίνεσαι, τόσο πιο πολλά αρνητικά συναισθήματα εμφανίζονται, τόσο λιγότερη είναι η επιδίωξη, το ενδιαφέρον σου για τη ζωή? Έτσι αυτός, που είναι επιρρεπής στην επάρκεια, – γενικά, αυτό αφορά τον καθένα, φυσικά, – δημιουργεί για προσομοιωτή ένα αντίγραφο της σπιτικής άνεσης, της θαλπωρής, η οποία του προσφέρει επάρκεια, τον κοιμίζει. Μαλακά μαξιλάρια, νόστιμο φαγητό, ενδιαφέρον έργο, σεξ…
– Σεξ?
– Ναι, βέβαια. Για όλους τους ανθρώπους, που δεν ασχολούνται με την πρακτική, το σεξ είναι πρώτα από όλα ένας τρόπος να πάρουν εντυπώσεις, να αισθανθούν επάρκεια, να τελειώσουν και να ξεχαστούν.
– Δηλαδή, η επάρκεια είναι κακό?
– «Κακό»??
– Να πάρει, εννοούσα… ναι. Το είχαμε πει και αυτό. «Εννοούσα». Άρα, αυτό σημαίνει…
– Ναι, αυτό σημαίνει, ότι μόνο τυπικά συμφωνείς με το ότι δεν υπάρχει τίποτα καλό ή κακό, ενώ στην ουσία συνεχίζεις να υποστηρίζεις αυτές τις θεωρίες μέσα σου. Δεν θα είναι τόσο απλό για σένα να ξεφορτωθείς τις συνήθειες να ακολουθείς τις θεωρίες, δεν είναι αρκετό να το «καταλάβεις» αυτό – πρέπει ακόμα να περάσεις αυτή την κατανόηση στη ζωή, να γεμίσεις με αυτήν τη κάθε σου πράξη, και για αυτό είναι πολύ βολική η πρακτική της πρόκλησης, αλλά αυτή είναι μια άλλη κουβέντα, δεν θα το πούμε τώρα… υπάρχουν πολλοί τρόποι να ξεριζώσεις από μέσα σου τους σπόρους της ηλιθιότητας, για παράδειγμα, η πρακτική της μηχανικής ανταλλαγής… εντάξει, αργότερα για αυτό. – Η Μισέλ δεν μίλαγε για λίγο. – Επιστρέφοντας στην επάρκεια. Εγώ απολαμβάνω πολλά πράγματα, πολλές αντιλήψεις, και πάνω από αυτό – ακριβώς η λήψη της απόλαυσης είναι μια από τις κινητήριες δυνάμεις μας, και εσύ θέλεις να λαμβάνεις απόλαυση από τη ζωή, έτσι δεν είναι? Εγώ το θέλω, και τα αρνητικά συναισθήματα και διάφορες άλλες βλακείες με εμποδίζουν καταστροφικά σε αυτό, και όσο παράξενο και να φανεί αυτό – η επάρκεια! Ναι, μην μπερδεύεις την απόλαυση με την επάρκεια. Είναι εξ αρχής διαφορετικά πράγματα. Η απόλαυση σε κάνει πιο δραστήρια, αισθησιακή, αφυπνίζεται η προσμονή, εκδηλώνονται νέες πλευρές των συναισθήσεων, γίνεται πιο μανιασμένη η επιδίωξη… μα μόλις έρθει η επάρκεια – όλα γυρίζουν από τα πόδια στο κεφάλι. Μελέτησε αυτό το ζήτημα μόνη σου – είναι εύκολο. Μια από τις πιο άγριες βλακείες, τις οποίες προωθεί η κοινωνία, είναι η ψεύτικη θεωρία για το ότι η επάρκεια οδηγεί τον άνθρωπο στην ευτυχία, στην πλήρη ζωή. Στην πραγματικότητα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο, έτσι, μέχρι να δηλητηριαστείς με την επάρκεια, είναι δύσκολο να το αισθανθείς αυτό.
– Γιατί τότε οι άνθρωποι δεν δηλητηριάζονται με την επάρκεια και δεν φτάνουν σε μια τόσο απλή κατανόηση?
– Και πώς?
– Τι πώς?
– Πώς να δηλητηριαστούν με την επάρκεια? Πρέπει πρώτα να τη ζήσεις, για να δηλητηριαστείς, και πώς αυτοί να τη ζήσουν, αν δεν ακολουθούν ποτέ τις επιθυμίες τους? Αρχίζεις να αισθάνεσαι την επάρκεια, όταν έχεις αυτό, που θέλεις, και όταν δεν κάνεις αυτό, που θέλεις, μα μια ζωή εκτελείς μόνο τα προγράμματα-θεωρίες, αποκτημένες στην παιδική σου ηλικία, τότε η επάρκεια μετατρέπεται σε έναν ακαθόριστο στόχο-δόλωμα.
– Ναι… έχει ενδιαφέρον… είναι δύσκολο…
– Δύσκολο? – Η Μισέλ έγειρε ερωτηματικά το κεφάλι της. – Και να ζεις μέσα στον απόλυτο μαρασμό, όπως ζεις εσύ, για παράδειγμα, – δεν είναι δύσκολο? Η επιλογή είναι δική σου, Μάγια, μόνο δική σου.