Ελληνικα change

Error

×

Κεφάλαιο 43

Main page / Μάγια 1: Φορς-Μινόρ / Κεφάλαιο 43

Περιεχόμενα

    Τελικά ήταν πολύ πιο εύκολο να βγω από τον οικισμό, απ` ότι να μπω. Σε μια περίοπτη θέση βρισκόταν ένα  πολύ ευδιάκριτο κουμπί – το πάτησα, η πόρτα άνοιξε. Πώς δεν το πρόσεξα, όταν έτρεχα εδώ, αναζητώντας την έξοδο, σκεφτόμουν να ανέβω στο συρματόπλεγμα… να τι κάνει ο φόβος με τον άνθρωπο… μάλλον, και ο φόβος είναι ένα αρνητικό συναίσθημα, δεν μου αρέσει αυτή η αίσθηση. Από την άλλη… εγώ τώρα περπατάω στο μονοπάτι, και αν κάνω ένα  βήμα στην άκρη – θα σκοτωθώ, άρα, ο φόβος παίζει τον ρόλο του φύλακα, βοηθάει να επιβιώσω? Η όχι? Και τι, με το μυαλό μου μόνο δεν καταλαβαίνω, ότι θα σκοτωθώ? Φυσικά, και το καταλαβαίνω. Είναι απολύτως ξεκάθαρο, ότι ένα τεράστιο μέρος των φόβων είναι ανόητο και άχρηστο, είναι απλώς το βαρίδι, που σέρνει πίσω του έναν γενικό σπασμό, την απόλυτη βύθιση στα αρνητικά συναισθήματα, και τουλάχιστον αυτούς τους ανόητους φόβους εγώ σίγουρα θα ήθελα να απομακρύνω.

    Μια ολόκληρη αγέλη των πιθήκων ξαφνικά βγήκε έξω από το δάσος – δέκα, είκοσι… σαράντα… ποσά είναι πια?! Η ζούγκλα ζωντάνεψε, εκατοντάδες κλαδιά κουνιούνται, οι θάμνοι τρίζουν, υπάρχει κίνηση παντού, και μια δεκάδα μετά την άλλη στον δρόμο πέφτουν νέοι και νέοι πίθηκοι διάφορων μεγεθών – από μικροσκοπικούς μέχρι γιγαντιαίους, περίπου στο ύψος του ανθρώπου, κάτι παρόμοιο είδα στα κινούμενα σχέδια για τον Μόγλη – ποτέ δεν είχα φανταστεί, ότι η ταινία μοιάζει τόσο πολύ με την πραγματικότητα! Σκέτο ποτάμι – ένα αληθινό ποτάμι των πίθηκων. Με προσπερνάνε, κυλάνε γύρω μου απ` όλες τις μεριές… και είναι τρομακτικό, κιόλας! Στέκομαι στη μέση μιας ζωντανής ροής, και τι θα γίνει, αν μου επιτεθούν?

    Το ζωντανό ποτάμι από τη ζούγκλα κυλούσε από τη μια μεριά του δρόμου στην άλλη για δυο λεπτά, και τελείωσε εξίσου ξαφνικά, όπως και άρχισε. Η ζούγκλα κουνιέται ακόμα, ανασαίνει, σαν θάλασσα, αλλά ηρεμώντας πια, αποχωρώντας. Μόνο ένα θηλυκό με δυο μωρά καθυστέρησε στην άκρη, με κοιτάει – είτε λυπητερά, είτε στενάχωρα– κάθεται εκεί, παρατηρεί, ξύνεται αστεία, τα μικροσκοπικά  πιθηκάκια γαντζώθηκαν στη γούνα της και κρέμονται, σαν… σαν μαϊμούδες, φυσικά:) Πεινάει, μήπως… και δεν έχω τίποτα να της δώσω, δεν έχω τίποτα απολύτως μαζί μου – έψαξα τις τσέπες μου – τζίφος. Τη λυπάμαι, πήγα πιο κοντά, κάθισα, κοιτάζω, τα βλέμματα μας συναντήθηκαν, πόσο λυπητερά είναι τα μάτια της… οχ… ΟΧ! Γαμώτο!! Η λυπημένη μαϊμού σε ένα δευτερόλεπτο έγινε θηρίο! Μόλις συνάντησα το βλέμμα της, τα μάτια της γέμισαν αίμα, το ζώο αγρίεψε, άνοιξε ένα στόμα γεμάτο με κοφτερά δόντια, και προχώρησε κοντά σε μένα! Από τους θάμνους πήδηξε ένας μεγάλος αρσενικός, και στο κλάσμα του δευτερόλεπτου βρέθηκε δίπλα στα πόδια μου, ισορρόπησε στις μπροστινές πατούσες του, κούνησε τους ώμους του, είναι έτοιμος να μου χιμήξει! Δόντια! Ο… Διαβολικά  πλατύ ανοιχτό στόμα είναι γεμάτο με ΤΕΤΟΙΑ δόντια – σαν  πραγματικός καρχαρίας! Επιτέλους κατάλαβα, ότι πρέπει να σταματήσω να τους κοιτάζω σα μάτια – για κάποιο λόγο αυτό τους αγριεύει. Μάλλον, είναι πλέον αργά… Από το φόβο μου στην αρχή ένιωθα παράλυτη, και μετά, όταν κατάλαβα, πως δεν θα γλιτώσω την επίθεση, έκανα αυτό, που δεν περίμενα η ίδια από τον εαυτό μου – έσκυψα απότομα στον αρσενικό, σχεδόν μούρη με μούρη, άνοιξα το στόμα μου, έκανα έναν δυνατό συριγμό, κούνησα τα χέρια, με ένα άγριο ύφος στο πρόσωπο μου, άρχισα να τρίζω τα δόντια μου μανιασμένα και αρπακτικά… να με έβλεπε κάποιος εκείνη τη στιγμή:) Θα με σκοτώσει τώρα το καθίκι… για δες!… έπιασε! Το αρσενικό μετρίασε την οργή του, κουνήθηκε λιγάκι, γύρισε το πλευρό και οπισθοχώρησε… και με αυτά πήραμε ο καθένας τον δικό του δρόμο. Ένα μάθημα για το μέλλον για μένα – να μην κοιτάζω τους πίθηκους στα μάτια. Απ` ότι φαίνεται, ο φόβος καμιά φορά βοηθάει να βρεις μια απρόσμενη λύση – δεν θα μου περνούσε από το κεφάλι να δείξω έτσι τα δόντια μου και να σίζω, ίσως να ξύπνησαν κάποια αρχαία ένστικτα μέσα μου? Άρα, ο φόβος ενίοτε βοηθάει τελικά να βρούμε τη σωστή λύση? Λοιπόν – θα προσπαθήσω να πετάξω αυτό, που προφανώς εμποδίζει, και πρέπει να ξεκαθαρίσω με τα υπόλοιπα. Δεν αποκλείεται, πως αν εξαφανιστεί η αυτονόητη  σαβούρα των αρνητικών συναισθημάτων και αναιτιολόγητων φόβων, θα υπάρξει και η περισσότερη σαφήνεια.

    Γενικώς, κάτι παράξενο βγαίνει… η Καόρου είπε, ότι είναι συντηρητική ούλτρα, και η Μισέλ – κομάντος, ωστόσο, δείχνουν το απολύτως αντίθετο: η Καόρου είναι συγκρατημένη και δραστήρια, ακόμα και σκληρή, παρόλο που το αγοράκι εκείνο το χαστούκισε στον πισινό με πολλή αίσθηση… πρόστυχη σκυλίτσα, σίγουρα… Και η Μισέλ – καυτή, όχι βιαστική, ανασαίνει στα αυτιά, λέει τρυφερά λόγια… ζούληξε τα στηθάκια μου … ανατρίχιασα από το κύμα ξαφνικής διέγερσης, που πέρασε… και ο Καμ… όχι, δεν καταλαβαίνω ακόμα – ποια είναι η διαφορά ανάμεσα τους.

    Εδώ και δέκα λεπτά γυρίζω στα σκαλιά του γραφείου Αυτού Αγιότητας, όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές, μα δεν υπάρχει ψυχή πουθενά. Μοναχικός γέρος θιβετιανός παρατηρεί απαθής τις μετακινήσεις μου, γυρίζει στο δεξί του χέρι κάποιο θιβετιανό πραγματάκι με αλυσίδα στην άκρη, τα χείλη του ίσα που κουνιούνται στον ίδιο ρυθμό με τις κινήσεις – απ` ότι φαίνεται, αυτή είναι η πρακτική του. Άραγε, πιστεύει ειλικρινά, ότι θα πετύχει την φώτιση, γυρίζοντας κάποιο σιδεράκι? …Όμως, εγώ δεν ξέρω, τι άλλο κάνει, εκτός από αυτές τις ανόητες, κατά τη δική μου άποψη, κινήσεις. Προσπάθησα να τον ρωτήσω, αλλά εκείνος, φυσικά, δεν μιλάει αγγλικά, και με ένα χαμόγελο βυθίζεται και πάλι στην μονότονη ασχολία του.

    Απελπισμένη να μάθω έστω κάτι, κάθισα σε μια στραβή καρέκλα, την οποία κάποιος έβγαλε έξω στην αυλή, λουσμένη με το φως του ήλιου. Εδώ η ζωή είναι τελείως διαφορετική, δεν μπορώ να φανταστώ αυτή τη στιγμή, ότι κάπου αλλού υπάρχει το μετρό,  βιασύνη, μιζέρια, χειμώνας, δουλειά… Αργός, μονότονος ρυθμός του θιβετιανού κόσμου συμπλέκεται αρμονικά με την ορμή και μόνιμη ένταση της ζωής στον οικισμό – λες και ενώθηκαν δυο ροές ζεστού και κρύου, αλλά δεν ανακατεύτηκαν. Μου αρέσει να ταλαντεύομαι πέρα-δώθε, σαν στη κούνια – από την ανεμελιά στην αποφασιστικότητα, από την αργοπορία στην ορμητικότητα, από την σοβαρότητα στο ξετρελαμένο πάθος. Μια κούνια, ταλαντευόμενη πάνω από τον κόσμο… Πώς είμαι? Δεν μπορούσα ποτέ να δώσω μια απάντηση για αυτή  την ερώτηση στον εαυτό μου.

    – Περιμένεις κάποιον? –  ένας γεροδεμένος, κοντός Θιβετιανός εμφανίστηκε στην μακρινή άκρη της αυλής.

    – Ναι, χρειάζομαι κάποιον από το γραφείο.

    – Εγώ δουλεύω στο γραφείο.

    – Ναι? Ωραία:) Πες μου τότε, πώς να πάω στην ακρόαση του Κάρμαπα.

    – Αύριο έντεκα η ώρα πρέπει να είσαι στην οικεία του, με το διαβατήριο σου.

    – Και πώς θα μπορούσα να πάω εκεί?

    – Μπορείς να πας με ταξί, αν και είναι ακριβά, βέβαια. Έτσι είναι πιο απλό να πάρεις το λεωφορείο, πρώτα όμως να πας στην κάτω Νταραμσάλα και εκεί να μεταβείς στο λεωφορείο για Νορμπουλίνγκα. Δεν είναι δύσκολο:), αρκεί, φυσικά, να μην είσαι πρώτη μέρα στην Ινδία.

    Δεν ήμουν πρώτη μέρα στην Ινδία, αλλά μάλλον, δεν θα μπορέσω να συνηθίσω ποτέ το φαινόμενο με το όνομα «local bus»,  και στα βουνά, κιόλας! Απολύτως άγνωστο, πώς αυτή η σακαράκα, αυτός ο σκελετός, που διαλύεται, μπορεί να κάνει τόσο απότομες στροφές στα ορεινά «πέταλα». Δυο Ινδοί, που κάθονταν μαζί μου, (στα τοπικά λεωφορεία υπάρχουν τριθέσια καθίσματα, αν και είναι υπολογισμένα, μάλλον, για πάρα πολύ αδύνατους ανθρώπους), όλη την ώρα με στρίμωχναν στο παράθυρο με το διπλό τους βάρος, ξεκολλώντας πολύ απρόθυμα μετά από τις «αναγκαστικές» πιέσεις. Η φασαρία των σιδερών, η κόρνα, που χτυπάει αδιάκοπα στα μυαλά μου, τρίξιμο των λάστιχων, και πάνω σε όλα τα αυτά ρίχνεται εκκωφαντικός καταρράκτης της ντόπιας τρανταχτής  μουσικής, την οποία επαναλαμβάνουν οι μισοί από τους επιβάτες του λεωφορείου. ..Φι, όχι άλλο… Είμαστε πια στην κάτω Νταραμσάλα; Από εδώ θα πάρω ένα ταξί, όσο και να κοστίζει αυτό.

    Μετά από μια τόσο εξωτική κάθοδο είχα ναυτία, κυριολεκτικά. Το λεωφορείο με έφτυσε πάνω σε ένα βρόμικο στενό, κατευθείαν στον όχλο της γιορτινής παρέλασης. Ξεκουφαίνοντας τον κόσμο με τις κραυγές των χάλκινων πνευστών και με τα κουδουνίσματα των τεράστιων μπρούντζινων κύμβαλων, τα οποία με μανία και χωρίς ρυθμό βαρούσανε δεκάδες κάλπικες θεότητες, η πομπή αβίαστα κυλούσε κάτω στον δρόμο.

    Έκανα μια βουτιά και βγήκα στο πεζοδρόμιο, αλλά το κολλώδη ρέμα των εορταζόμενων έφτασε και εδώ, έτσι, απελπισμένη,  μπήκα στο πρώτο τυχαίο μαγαζάκι για να πάρω την ανάσα μου πριν από την τελευταία προσπάθεια να συναντήσω τον Κάρμαπα. Το μαγαζί με συνάντησε με τα συνηθισμένα περίεργα βλέμματα των ανθρώπων και απότομη μυρωδιά των ντόπιων χημικών… α, όχι, από αυτό ο δρόμος είναι καλύτερος… μόνο τούτη η κακοσμία μου έλειπε.

    Χρησιμοποιώντας όλες τις δεξιότητες της αναρρίχησης, της ορειβασίας και της υπερνίκησης των εμποδίων, επιτέλους, έφτασα στην πιάτσα των ταξί και μπήκα στο πρώτο τυχαίο αυτοκίνητο.

    Μαζεμένοι σε ένα πυκνό πλήθος στην αίθουσα αναμονής του πρώτου ορόφου, οι επισκέπτες περιμένουν την ορισμένη ώρα. Ναι, ο Κάρμαπα δεν έχει και το καλύτερο κάρμα, αν είναι αναγκασμένος να βλέπει όλους αυτούς τους ανθρώπους στις ακροάσεις του. Ένα χαμόγελο για όλους – σαν να το αγόραζαν στο ίδιο μαγαζί. Τι νιώθουν τώρα; Μπορώ να πάω κοντά και να τους ρωτήσω! Πλησιάζω ένα ζευγαράκι – το νεαρό παλικάρι κάτι λέει σε μια απρόσωπη μεσήλικη γυναίκα, τους χαιρετάω, και ρωτάω, τι αισθάνονται τώρα, πριν από τη συνάντηση με τον Κάρμαπα;

    – Ο! О! Είμαι τόσο αγχωμένη… Αφού είναι ζωντανός θεός! Νιώθω σαν παιδί μπροστά του, αν και εγώ είμαι σαράντα, και αυτός δεκαεφτά – το πρόσωπο της είναι άδειο, βαρετό, αν και τεντωμένο με χαμόγελο.

    – Και εγώ νιώθω, ότι τώρα θα συμβεί κάτι πολύ, πολύ σημαντικό στη ζωή μου – επαναλαμβάνει το παλικάρι τα λόγια της φίλης του.

    Φαίνεται, ότι όντως θέλει να δει έναν «ζωντανό θεό», αλλά το ίδιο ενδιαφέρον θα μπορούσα να φανταστώ, ότι έχει και για το… Τι να πω! Μάλλον, ποτέ δεν νιώθει ενδιαφέρον, αληθινό, ζωντανό, παθιασμένο, όταν για χάρη αυτού, που σε ελκύει, είσαι έτοιμος να δώσεις τα πάντα, να τα παρατήσεις όλα… Υπάρχουν γενικά τέτοιοι άνθρωποι; Ναι, υπάρχουν, τους είδα στην Μποντγκάγια, στον οικισμό… Όμως, όλοι οι άλλοι, όλοι αυτοί οι άνθρωποι οι οποίοι τώρα περπατάνε γύρω μου, εκφράζοντας αδιάκοπα τον τελείως ψεύτικο θαυμασμό τους, – αυτοί έχουν έστω κάτι ζωντανό μέσα τους?

    Μα και εγώ πολύ συχνά είμαι το ίδιο υποκριτική! Με έμαθαν, που και με τι πρέπει να δείχνω θαυμασμό, και καμιά φορά προσποιούμαι και εγώ, ότι μου αρέσει κάτι… Με τι ζούσα, προτού έρθω στην Ινδία; Μου φαινόταν πάντα, ότι η ζωή μου είναι πολύ γεμάτη, έντονη, δυνατή, όμως αυτή τη στιγμή αυτή πέρασε μπροστά στα μάτια μου σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα… Όλα αυτά, που εγώ θεωρούσα δυνατά και έντονα, τώρα δεν έχουν καμία σημασία. Τρομακτική και χαρούμενη ανακάλυψη. Μα δεν ήταν μόνο αυτό. Όχι μόνο. Μέσα από όλη αυτή την υποκρισία σαν ένα ζωντανό νεύρο περνάει η προσδοκία, στην αρχή θολή, χωρίς σκοπό, και μετά όλο και πιο δυνατά εκδηλωμένη, και επιτέλους, εκτινάσσεται με την οριστική απόρριψη της παλιάς ζωής και το ταξίδι εδώ, ένα απελπισμένο άλμα στην αναζήτηση του αγνώστου.

    …Για ποιο λόγο χρειάζεται ο Κάρμαπα όλα αυτά; Και αυτή η ανόητη διαδικασία της παραλαβής των κόκκινων κλωστών, και αυτή τη κενή διάλεξη, αυτές οι τυπικές φράσεις, τις οποίες εκείνος εκφώνησε για πολλοστή φορά βαριεστημένα και μονότονα? Αφού είναι μόλις δεκαεπτά… Τα μάτια της τίγρης, τα χείλη του… υπόκωφα πάλλεται η επιθυμία… Πατούσες, βλέμμα. – εκείνος με κοιτάζει, σαν αγόρι! Όσο ο άλλος μοναχός μεταφράζει στα αγγλικά τα λόγια του Κάρμαπα, εκείνος με χαζεύει, ή σαν παιδί, ή σαν ζώο… Να τον πιάσω, να τον τραβήξω μαζί μου, να κυλιόμαστε στο ψηλό γρασίδι, να γελάμε, να κοιταζόμαστε στα μάτια. Γεμάτο πάθος θιβετιανό αγόρι με τα ράσα… Θα ήθελα να μάθω, αυτός βλέπει ερωτικά όνειρα?

    Δεν καταλαβαίνω τίποτα τελικά σε αυτόν τον μαζικό βουδισμό. Τι πάει να πει να βλέπεις τη μητέρα σου σε κάθε πλάσμα; Είναι για μένα η μητέρα – το πιο κοντινό απ` όλους πλάσμα? Γιατί; θα το καταλάβαινα, αν θα μάθαιναν, ότι είναι ο Δαλάι Λάμα, ή ο Βούδας στο κάθε πλάσμα, αλλά η μητέρα;;; Όχι, αν εγώ θα βλέπω τη μητέρα μου στο κάθε χορταράκι… Η ιδέα της συμπόνιας μου είναι επίσης ακατανόητη. Από τον τρόπο, με τον οποίοι εκείνοι μιλάνε για αυτό, έχεις την εντύπωση, ότι το πιο σημαντικό δεν είναι αυτό, που εσύ βιώνεις, αλλά αυτό, που κάνεις – βοήθησε, δώσε και τα λοιπά. Λες και η βοήθεια συγκαταλέγεται μόνο στο να δώσεις! Και αν εγώ θα δώσω, και ο άνθρωπος θα γίνει ακόμα πιο άπληστος, αχόρταγος, θα στερεωθεί περισσότερα στους σκοτισμούς του; Όχι, δεν συμφωνώ, ότι υπάρχουν κάποιες πράξεις, τις οποίες σίγουρα θα μπορούσες να σχετίσεις με τη βοήθεια, με κάτι, που θα οδηγήσει τον άνθρωπο σε κάτι καλύτερο… Σε καλύτερο; Και τι είναι το καλύτερο? Διότι αυτό, που είναι καλύτερο για μένα, για κάποιον άλλον δεν θα είναι καθόλου καλύτερο… Και πού να απευθυνθείς για καθοδήγηση τότε; Βγαίνει, ότι οι βουδιστές βασίζονται στο ότι το δικό τους «καλύτερο» είναι και το «αληθινό», αν θεωρούν τις πράξεις τους βοήθεια για τους άλλους?

    Τα γραφικά δρομάκια του πάρκου Νορμπουλίνγκα με έφεραν σε ένα ρηχό ρυάκι με περίτεχνη γεφυρούλα. Εκεί σταμάτησα και εγώ, για να ξεκαθαρίσω τις σκέψεις μου. Καλύτερο-χειρότερο – γενικά, τι είναι αυτό? Αν εγώ επιθυμώ την φώτιση, τότε για μένα το καλύτερο θα είναι αυτό, που θα με φέρει σε αυτή. Όμως, δε υπάρχει καμία βεβαιότητα, ότι ταυτόχρονα θα είναι και κάτι ευχάριστο για μένα. Το αντίθετο – όσο πιο δυνατά είναι τα πάθη μου, τόσο πιο αναπάντεχη γίνεται η ζωή μου, και τόσο πιο μανιασμένα εγώ επιδιώκω την ελευθερία από τα αρνητικά συναισθήματα. Έτσι μπορώ να συμπεράνω, ότι για τον δικό μου στόχο – για την ελευθερία μου, ο συμπονετικός άνθρωπος, που θέλει να με βοηθήσει, πρέπει να δημιουργήσει τέτοιες καταστάσεις, στις οποίες εγώ θα υποφέρω, αν κάποια συγκεκριμένη στιγμή ακριβώς αυτό θα επιθυμήσω! Με ρωτάει, όμως, κάποιος – τι θέλω τώρα? Έστω ένας βουδιστής έχει μιλήσει γι` αυτό; Δεν άκουσα ποτέ κάτι τέτοιο. Όλο για κάποιες καλές πράξεις μιλάνε, και φυσικά, όλοι οι άλλοι το καταλαβαίνουν έτσι – δώσε τα τελευταία σου, άκουσε, μη δείχνεις οργή… Ακατανόητο.

    Τι είναι η συμπόνια τελικά; Δεν μπορεί να είναι ο από κοινού πόνος; Εγώ κάποτε ακριβώς έτσι σκεφτόμουν – αν  βλέπω, ότι κάποιος υποφέρει, τότε και εγώ πρέπει να αρχίσω να αισθάνομαι το ίδιο πράγμα, και αυτό ήταν το κριτήριο για την «μεγαλοψυχία» μου. Τι βλακεία! Αντί ενός πονεμένου τώρα υπάρχουν δυο. Αυτή είναι η φώτιση, δηλαδή?

    Όχι, δεν υπάρχει καμία σαφήνεια. Είναι ώρα να επιστρέψω πίσω. Αν και θα μπορούσα να καθίσω σε μια όμορφη δροσερή γόμπα με μαύρο πάτωμα και άψογη θιβετιανή διακόσμηση,  εγώ θέλω κάτι άλλο, δεν μπορώ τώρα να ηρεμήσω. Χρειάζομαι δράση.