Ελληνικα change

Error

×

Κεφάλαιο 42

Main page / Μάγια 1: Φορς-Μινόρ / Κεφάλαιο 42

Περιεχόμενα

    Μέρα με τη μέρα οι σκέψεις μου επέστρεφαν επίμονα στο χαρτάκι με τη διεύθυνση, που μου άφησε η Ταιγκά. Έλεγε, βέβαια, ότι με περιμένουν εκεί μόνο το επόμενο φθινόπωρο, αλλά πώς θα μπορούσα να περιμένω έναν ολόκληρο χρόνο; Από πού να ξέρω εγώ, τι θα γίνει του χρόνου; Μπορεί να μην έρθω καν εδώ, να αρρωστήσω, να πεθάνω… Ίσως να είναι μια δοκιμασία; Μήπως η Ταιγκά ήθελε με αυτόν τον τρόπο να δει, αν υπάρχει το αληθινό πάθος για  ελευθερία μέσα μου; Διότι αν υπάρχει κάτι τέτοιο, είναι δυνατόν να αναβάλλεις έστω για μια εβδομάδα αυτό, το οποίο έχει την πιο άμεση σχέση με αυτό το πάθος;

    Μπορώ τουλάχιστον να κάνω μια βόλτα προς τα εκεί, να δω, τι έχει… Πάω.

    Ναι, δεν ήταν και ακριβώς διεύθυνση – έμοιαζε πιο πολύ με την περιγραφή της πορείας, παρόμοια με αυτήν, που δίνουν στους αγώνες του αθλητικού προσανατολισμού. Να ανέβεις αυτόν τον δρόμο μέχρι την τάδε στροφή, μετά να στρίψεις ξανά, ακόμα πιο πάνω, δίπλα από το πέτρινο πρόσωπο, πέρα από το πεσμένο βράχο… στο τέλος το μονοπάτι με έβγαλε στους πρόποδές του λόφου, υψωμένου περήφανα πάνω από την Νταραμσάλα, και καλυμμένου με πυκνά φουντωτά πεύκα. Από αυτό το σημείο έπρεπε να σκαρφαλώσω ακόμα δέκα ή είκοσι μέτρα προς τα πάνω σε ένα πολύ στενό μονοπάτι, περασμένο ανάμεσα στις πέτρες, – δηλαδή, μια μικρή ανάβαση:)

    Για δες εδώ, κατοχυρώθηκαν… φτάνοντας στο πιο ψηλό σημείο, βρήκα μια πορτούλα,  η ταμπέλα, κρεμασμένη πάνω της, με μεγάλα γράμματα πληροφόρησε, ότι αυτή είναι ιδιωτική περιουσία, και η είσοδος απαγορεύεται αυστηρά. Οι επιγραφές στα Χίντι και θιβετιανά, προφανώς, επαναλάμβαναν την προειδοποίηση. Σαν επιβεβαίωση σοβαρότητας, και στις δυο πλευρές της πόρτας και αρκετά πιο ψηλά από πάνω της όλα ήταν τυλιγμένα με δυο σειρές συρματοπλέγματος. Για ποιο λόγο χτυπάει έτσι η καρδιά μου; Το άγχος και η σωματική κόπωση, όλα ανακατεύτηκαν… Τώρα τι θα γίνει; Να φύγω; Πώς να φύγω; … Νομίζω, ότι δεν θα μπορέσω να φύγω πια, η περιέργεια καλπάζει πιο μπροστά από έμενα, άρχισα ακόμα και να αναπηδάω στη θέση μου… Ουσιαστικά, τι διαφορά έχει για εκείνους (η καρδιά μου χτύπησε γρηγορότερα, επειδή δεν ήξερα παντελώς τίποτα- ποιοι είναι, και αν… η ακόμα?…) – πότε θα έρθω – σήμερα η σε έναν χρόνο? … Και αν με διώξουν; Ε, τότε θα έχω έστω κάποια σταθερή σιγουριά… Και αν δεν θα με αφήσουν να ξαναμπώ; Ναι, ακριβώς, αν δεν θα με αφήσουν να ξαναμπώ, επειδή δεν τήρησα τους όρους της συνάντησης;… Με ενδιαφέρουν τέτοιου είδους άνθρωποι, οι οποίοι δεν θα θέλουν να συναναστραφούν μαζί μου μόνο και μόνο επειδή δεν θέλω να περιμένω ακόμα έναν χρόνο αυτό, που μπορεί να αλλάξει τη ζωή μου? Απ` ότι φαίνεται, ήδη δεν έχω και την καλύτερη γνώμη για αυτούς, αν υποθέτω, ότι μπορούν να μου απαγορεύσουν την παρέα τους λόγο αυτής της πράξης. Ίσως εγώ να αγνοώ κάτι, κάτι δεν καταλαβαίνω, και τώρα θα κάνω μια βλακεία, ένα ανεπανόρθωτο λάθος. Τι να κάνω; Από που να βρω οδηγίες;

    Ήταν αδύνατον να δω κάτι στην άλλη μεριά από το σημείο μπροστά στην πορτούλα, δεν γινόταν ούτε και να περπατήσω δίπλα στον φράχτη λόγο του συρματοπλέγματος, απότομης κλήσης της πλαγιάς, και πάρα πολύ κοφτερών αγκαθιών στους θάμνους (επίτηδες τα έχουν φυτέψει εδώ;). Πατώντας από το ένα πόδι στο άλλο μέσα στην αναποφασιστικότητα μου, ξαφνικά με την άκρη του ματιού μου είδα ένα μαύρο σποτάκι πάνω από την πόρτα. Απίστευτο! Κάμερα παρακολούθησης! Να και άλλη μια! Δηλαδή, με βλέπουν ήδη; Το άγχος μου δυνάμωσε. Λες και είναι κάποιο οχυρό εδώ… η ανησυχία με άγγιξε ελαφρά και κρεμάστηκε στα κλαδιά των θάμνων παραπέρα. Δεν υπάρχει κουδούνι κιόλας. Πώς μπορώ να μπω μέσα, λοιπόν; Να πετάω πέτρες; Να βάλω φωνές; Η υπάρχει κάπου στα βράχια κάποιο επόμενο θαύμα της μηχανικής; Κάτι σαν κινούμενη κονσόλα του υπολογιστή… Όσο η φαντασία μου ζωγράφισε εικόνες, άξιες μιας ταινίας για τους διαστημικούς πολέμους, η κλειδαριά ξαφνικά έκανε ένα κλικ, και η πόρτα άνοιξε.

    Δεν μπορώ να πω, ότι αυτό με έκανε να χαρώ ιδιαίτερα.  Η ανησυχία πηδούσε με μεγάλα άλματα στα κλαδιά των πεύκων, έτρεχε γύρω μου, προσπαθώντας να επιτεθεί και να κρεμαστεί στο λαιμό μου. Κάπως υπερβολικά στρατικοποιημένα είναι όλα εδώ – οι κάμερες παρακολούθησης, συρματόπλεγμα… δηλαδή, όχι μόνο είναι αδύνατον να μπω, αλλά, αν κρίνω σωστά, και να φύγω από «εκεί»!

    Είχα ξεχάσει τελείως, ότι τη διεύθυνση μου την έδωσε η Ταιγκά! Για ποιο πράγμα ακόμα πρέπει να σκέφτομαι; Μπαίνω μέσα αποφασιστικά, διστάζω για ένα δευτερόλεπτο – να κλείσω την πόρτα πίσω μου ή να την αφήσω έτσι; Ξαφνικά με έπιασαν οι σκέψεις – τι, αν είναι κάποια συμμορία των εμπόρων της λευκής σαρκός; Από τη Ρωσία και τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης  κάθε χρόνο εξάγονται μέχρι τριάντα χιλιάδες γυναίκες. Τους δελεάζουν με τις υποσχέσεις για  εργασία στο εξωτερικό, ή απλώς απαγάγουν, μετατρέπουν σε αμίλητα κτήνη, τα οποία δουλεύουν για ένα κομμάτι ψωμί, πουλώντας το κορμί τους στα πιο σκοτεινά καταγώγια του κόσμου. Τι, αν η πρακτική του ευθύ δρόμου – είναι απλώς μια «καινοτομία», ένας πετυχημένος τρόπος προσέλκυσης στα δίκτυα τους διάφορων ευκολόπιστων χαζούλικων κοριτσιών? Έτσι σε ξεγελάνε,  σε δελεάζουν, σε παρατάνε, για να θέλεις πιο πολύ να τους ξαναδείς, παίρνεις τη διεύθυνση… φτάνεις εδώ, μπαμ – και σε έπιασαν, τέλος, έκλεισε η φάκα… Και πάλι είδα μπροστά μου την μορφή της τρελής Ταγκά, να μου δίνει ένα ρουφηχτό φιλί στη μέση του δρόμου… αξίζει τον ρίσκο; Αφού η Ταιγκά δεν είναι ο Σαρτ, και δεν είναι ο Καμ… Τι ξέρω για αυτήν; Και τι σήμαινε, ότι ήταν μαζί τους, δεν ξέρω, πώς την αντιμετωπίζουν, και ποια είναι ανάμεσα τους, ίσως, να την ξέρουν μόλις μια-δυο μέρες, και αυτή χρησιμοποίησε την εμπιστοσύνη μου για εκείνους, για να με τραβήξει στην παγίδα… Εδώ στον τοίχο σκαρφάλωσε και πάλι η περιέργεια και άρχισε να κουνάει ικετευτικά την ουρά της – έστω με ένα ματάκι, έστω για δυο λεπτά, πάμε, πάμε… Όχι, όχι, δεν ξέρω τίποτα για τη Ταιγκά, και για το μέρος, από το οποίο εκείνη ήρθε, και αν συμβεί κάτι, κανείς δεν θα με βρει ποτέ εδώ. Θα τους γράψω ένα σημείωμα, να κλείσω μια συνάντηση στην ντόπια καφετέρια…

    Κλατς! Τη πουτάνα! Όσο εγώ παραπατούσα, η πόρτα έδειξε την ικανότητα όχι μόνο να ανοίγει, αλλά και να κλείνει αυτόματα. Μάλλον, κάποιος με παρακολούθησε μέσω της κάμερας, και όταν είδε, ότι άφησα την πόρτα, βρήκε την ευκαιρία να τη κλείσει. Δυσάρεστο ρίγος πέρασε από τη ράχη μου. Πιάστηκα… πιάστηκα…  η τρελή Ταιγκά… αγκαθωτό συρματόπλεγμα… Ένας διάολος ξέρει, τι τρέχει στο κεφάλι μου – μια θέλω να ανέβω στα πλέγματα, και να προσπαθήσω τελικά να βγω έξω, μια με πιάνει ξαφνική ηρεμία, ειδικά, όταν θυμάμαι τα μάτια της Ταιγκά, τα χέρια, τα χείλη της… Εντάξει, ας γίνει, ό, τι γίνει τώρα. Δεν μου αρέσουν αυτές οι υστερικές νότες, – κάτι υπάρχει μέσα σε αυτές από την υστερία, στην οποία χτυπιόντουσαν οι γονείς μου, όταν εγώ έφευγα για την Ινδία. Κάποιος κατεβαίνει! Γρήγορος ήχος των βημάτων πίσω από τον βράχο, μαζεύτηκα, συγκεντρώθηκα… πιο κοντά… τώρα!  Και βλέπω να βγαίνει μια κοπελίτσα – τόσο μικροκαμωμένη, με τέτοια τρυφερά μάτια, ότι όλοι οι φόβοι μου εξατμίστηκαν στη στιγμή. Γέλασα νευρικά, και αυτό της έκανε μεγάλη έκπληξη, μάλλον. Γιαπωνέζα; Κορεάτισσα;

    – Καόρου, – άπλωσε την παλάμη της. Ιαπωνεζούλα:)

    – Οχαιο γκοντζαιμας [ιαπ. «Καλημέρα»]. Με λένε Μάγια. – σφίγγω το χεράκι της, το παλαμάκι της είναι ζεστό, ευχάριστο… Τι είναι αυτό?! Στον καρπό της βλέπω τρία λουράκια ρολογιών! Στους τοίχους των τουριστικών γραφείων κρέμονται καμιά φορά ρολόγια, που δείχνουν την ώρα στα διάφορα σημεία της Γης, και για ποιο λόγο τα χρειάζεται αυτή; Πήρε από τα χέρια μου το σημείωμα της Ταιγκά και εξέταζε προσεκτικά τον γραφικό της χαρακτήρα.

    – Ικιμασιο, [ιαπ. «πάμε»] – στιγμιαία περνάει στα γιαπωνέζικα, γυρίζει, και με ελαφριά βήματα τρέχει προς τα πάνω, την ακολουθώ.

    Λίγα μέτρα πιο ψηλά, και ανοίγεται η θέα για τα μπανγκαλόου, περικυκλωμένα από τα ηλιόλουστα ξέφωτα. Σειρές από πυκνούς θάμνους και λουλούδια χωρίζουν τα ξέφωτα, τα μοιράζουν σε κομμάτια, έτσι στο καθένα δημιουργείται μια πολύ ζεστή ατμόσφαιρα. Πολλές κρυμμένες γωνίες, όπου μπορείς να καθίσεις με ένα βιβλίο, να ξαπλώσεις στο πυκνό χαλί από γρασίδι… πισίνα με μικρή εξέδρα… γήπεδο του τένις… είναι ωραία εδώ! Στρωμένα με επίπεδες πέτρες δρομάκια λικνίζονται, σαν φιδάκια, και πάνω στα αυτά τρέχουν ορμητικά οι μικρές σαύρες, ζεσταίνονται κάτω από τον καυτό ήλιο. Η Καόρου με πάει προς τα μέσα. Τα μάτια μου δεν προλαβαίνουν να τα δουν όλα, κοιτάζω παντού, όπου επιτρέπει να ρίξω μια ματιά η πλούσια βλάστηση. Σε ένα ξέφωτο έχει κτιστεί ανοιχτό ντους, και μια γυμνή κοπέλα πλατσουρίζει κάτω από το δροσερό νερό … τέλεια:) Στην απόμακρη ρηχή σπηλιά, κάτω από τα κρεμαστά κλαδιά των δέντρων κάτω στο πυκνό γρασίδι κάθεται ένα αγόρι και δακτυλογραφεί κάτι στο λαπ-τοπ – το καλώδιο του υπολογιστή πάει προς ένα κολονάκι, που εξέχει από το γρασίδι. Να τι ήταν τα κολονάκια, τα οποία φαίνονταν εδώ και εκεί! Δηλαδή, όλη η περιοχή έχει εξοπλιστεί με αυτόν τον τρόπο? Ιδιοφυές!

    Ο θεέ μου! – παρά τη θέληση μου, βγάζω ένα επιφώνημα, όταν κυριολεκτικά πέφτουμε πάνω σε ένα ζευγάρι, που πηδιέται μετά από την επόμενη στροφή του μονοπατιού. Το κορίτσι είναι ξαπλωμένο στη μέση, με τα πόδια ανοιχτά, και απ` ότι φαίνεται, θα τελειώσει σε λίγο… μάλλον, εδώ την είχε πιάσει… η αυτή – εκείνον:) … μπήγει τα νύχια της στην πλάτη του, λυγίζει το κορμί της, αναστενάζει, με πάθος φιλάει τα χείλη του…  μοιάζει με Ιταλιάνα, ψηλή, αφράτη, με πλούσιο στήθος, τα ξυπόλυτα της ποδαράκια γλιστράνε στο γρασίδι, όταν ανασηκώνεται φιλήδονα, με την πλάτη της σαν τόξο, λες και προσπαθεί να ρίξει τον αναβάτη της. Η θέα των γεμάτων μηρών της, ανοιγμένων πρόστυχα δεξιά και αριστερά, των λερωμένων με το χώμα φτερνών του κοριτσιού,  του λυγερού κορμιού του αγοριού της, που κινείται ολόκληρο με ηδονή και χάρη,  ξαφνικά εκρήγνυται με τη διέγερση κάτω, χαμηλά στην κοιλιά μου… μεγάλες πατούσες… ακούω τη φωνή της: «Μοττο! Μοττο!!». Παράξενο… αυτή με τίποτα δεν μοιάζει με Γιαπωνέζα… α, να τι γίνεται, το αγόρι της είναι Ιάπωνας.

    Η Καόρου αναγκάζεται να περάσει από πάνω τους, ξαφνικά σκύβει, και αρκετά αισθητά έριξε μια στον γυμνό πισινό του αγοριού, σαν να μαστίγωσε ένα άλογο. Εκείνος επιτάχυνε τις κινήσεις του, με δύναμη κινείται μπρος-πίσω,  οι εραστές  φιλιούνται, κοιτάζονται στα μάτια μεταξύ τους. Η Καόρου σταματάει για λίγα δευτερόλεπτα, απολαμβάνοντας τα όσα που συμβαίνουν, και μετά με ένα νεύμα με καλεί να προχωρήσουμε. Με κάποια ανησυχία περνάω και εγώ πάνω από το ζευγάρι, που φτάνει στον οργασμό, και την ακολουθώ πιο πέρα.

    Με ανησυχία… ανησυχία για ποιο πράγμα?? Παράξενο… Πιάνω τον εαυτό μου με το ότι ένιωθα την τεταμένη αναμονή – μήπως με τραβήξουν, όταν θα περνάω από πάνω τους. Για ποιο λόγο, όμως, νιώθω αυτή την ένταση; Η θέα του ζευγαριού, που πηδιέται με όλη την ψυχή κατευθείαν στη μέση του δρόμου με ανάβει πάρα πολύ… ίσως, απλώς δεν ξέρω – πώς να συμπεριφερθώ, αν και αυτοί θα με καλέσουν στο παιχνίδι τους; Αμηχανία?… Εν μέρει, ναι… αλλά  η αιτία δεν βρίσκεται εκεί…. Για δες, δεν το περίμενα ποτέ, ότι η όψη των λερωμένων με το χώμα κοριτσίστικων ποδιών μπορεί να έχει τέτοια ανταπόκριση μέσα μου… θέλω… Δεν θέλω  καθαρά ποδαράκια τώρα, αλλά ακριβώς λερωμένα με το χώμα, να μυρίζουν με το άρωμα του γρασιδιού… πόσο τέλειο είναι, όταν αφυπνίζεται η σεξουαλικότητα, ζει τη δική της ζωή, όταν εμφανίζονται οι ακούσιες επιθυμίες – κανονικές και ασυνήθιστες…

    Πίσω από τα δέντρα φάνηκε άλλο ένα συγκρότημα των κτιρίων, που έδειχναν πάρα πολύ ωραία – σαν τα μπανγκαλόου, κτισμένα από κόκκινο τούβλο, περικυκλωμένα επίσης με τις πλούσιες σειρές των θάμνων και πυκνά χαλιά του γρασιδιού. Είχαμε σχεδόν φτάσει στο σπίτι, όπου με πήγαινε η Καόρου, όταν κατάλαβα την αιτία εκείνης της έντασης – ένιωθα αρνητική αντιμετώπιση για το ζευγαράκι, που έκανε σεξ! Μέσα μου ξύπνησε ο απόηχος εκείνου του μίσους, τον οποίο αισθάνονται οι συνηθισμένοι άνθρωποι για το ανοιχτό σεξ. Αν φανταστείς, ότι κάπου στη Μόσχα, σε ένα πάρκο στη μέση του δρόμου κάποιοι θα αρχίσουν να κάνουν έρωτα,  και να σκεφτείς την αντίδραση όλων των περαστικών… Τι να πούμε… Σε όλους μας μπήξανε μια στέκα στον πισινό, και η στέκα αυτή είναι η ιδέα της «ιδιαιτερότητας» του σεξ,  σαν να μην έφτανε αυτό – υπάρχει και η συνήθεια να αισθάνεσαι μίσος για το άτομο, που δεν κρύβει την «προσωπική» ζωή του. Απίστευτο… μετά από όλες τις σεξουαλικές περιπέτειές μου, έπειτα από την ορισμένη αίσθηση της ελκυστικότητας της πραγματοποίησης των πιο «πρόστυχων», πιο ποικιλόμορφων σεξουαλικών φαντασιών, να ανακαλύψω στον ίδιο τον εαυτό μου μια γριά, που μισεί το σεξ! Πώς γίνεται αυτό?… Ναι… πρέπει να ξεριζώνεις αυτή την αηδία από μέσα σου, να την βγάζεις μια χούφτα μετά την άλλη, αυτή φυτρώνει σε κάθε γωνία, όπου εγώ δεν έριξα ακόμα μια ματιά…

    Το εσωτερικό του σπιτιού ήταν πολύ άνετο. Ξαπλώσαμε με την Καόρου στα στρώματα, η μια απέναντι από την άλλη, από τα ανοιχτά παράθυρα έμπαινε μέσα ο ήλιος, τα τραγούδια των πουλιών, το θρόισμα  των φύλλων, ακούγονταν τσιρίγματα – μάλλον, κάποιος πλατσούριζε μέσα στην πισίνα.

    – Έχεις ήδη ένα συγκεκριμένο σχέδιο, έτσι δεν είναι?

    – Σχέδιο? Όχι… – εγώ δεν περίμενα μια τέτοια ερώτηση, αλλά προσπάθησα να κρύψω την έκπληξη μου.

    – Περίεργο… και γιατί τότε… – η Καόρου έκοψε την κουβέντα και σταμάτησε να μιλάει. – Η Ταιγκά δεν σε έστειλε εδώ?

    – Ναι. Όταν εσύ άνοιξες την πόρτα – πώς το κατάλαβες, ότι δεν είμαι μια απλή περίεργη?

    – Οι απλώς περίεργοι έχουν άλλη εμφάνιση, Μάγια, και έχουμε αρκετά κατάλληλα μέσα για να τους απωθούμε, εκτός από αυτό, είδα στα χέρια σου το σημείωμα με το σχήμα του περάσματος, – εκείνη χαμογέλασε, τεντώθηκε με όλο το κορμάκι της, με κοίταξε ερωτηματικά. – Λοιπόν, τι θα κάνουμε?

    Δεν ήξερα – τι να της απαντήσω… να πω τα πράγματα, όπως έχουν, τι να κάνουμε τώρα…

    – Άκουσε με, Καόρου, δεν έχω την παραμικρή ιδέα, τι θα κάνουμε :) Δεν καταλαβαίνω ούτε στο ελάχιστο, για ποιο λόγο η Ταιγκά με έστειλε εδώ. Κατάλαβα, ότι σε αυτό το μέρος ζουν οι άνθρωποι, που ασχολούνται με την πρακτική του ευθύ δρόμου, και με ενδιαφέρει πάρα πολύ να κάνω παρέα μαζί τους.

    – Να κάνεις παρέα μαζί τους?… Και αυτή δεν σου έχει πει τίποτα, τελείως τίποτα για όλα αυτά, που συμβαίνουν εδώ;

    – Όχι… – και μέσα μου ξύπνησε πάλι η ανησυχία.

    – Κατάλαβα. Εντάξει. Αφού εκείνη σε έστειλε εδώ, παρά το γεγονός, ότι δε ξέρεις τίποτα για αυτό το μέρος, τότε, έβλεπε κάποιο νόημα σε αυτό… – η Καόρου μάζεψε τα ποδαράκια από κάτω της και κάθισε, σαν ένας μικρός Βούδας.

    – Εδώ είναι ο οικισμός των «ούλτρα» [υπέρ – παρ. του μεταφραστή].

    – Τι πράγμα?

    – «Ούλτρα». Έτσι ονομάζουν τους εαυτούς τους εκείνοι, οι οποίοι μέσα στην πρακτική  επιλέγουν να προσφεύγουν στα ποιο ακραία μέτρα  επίδρασης για τον εαυτό τους.

    – Για παράδειγμα?

    – Θα στα πω όλα, μην βιάζεσαι. Δες, πώς ζουν οι άνθρωποι – ασχολούνται με διάφορα, πηγαίνουν για δουλειά, πάνε σινεμά, αγοράζουν πράγματα, φτιάχνουν τα σπίτια τους, περπατάνε στους δρόμους αργά, – γενικά, ο καθένας προσπαθεί να απολαύσει τη ζωή, όπως μπορεί. Και τώρα φαντάσου, ότι άρχισε ο πόλεμος, η μια πλημμύρα, επιδημία, δηλαδή, – συμβαίνει κάποια καταστροφή. Παρατήρησε τώρα – πώς αλλάζει η ζωή των ανθρώπων. Όλοι αλλάζουν! Φοράνε τα ίδια ρούχα – τη στρατιωτική στολή, υποτάσσουν τη ζωή τους οικειοθελώς σε στρατιωτική η εργασιακή πειθαρχία, μπαίνουν σε νέες κοινωνικές δομές – στον στρατό, η στις ομάδες ανταρτών, ή στους εθελοντές πυροσβέστες και τα λοιπά. Αλλάζουν παντελώς τον τρόπο της ζωής τους – δεν υπάρχει πια η υπολογισμένη ξεκούραση και εργασία με ωράριο – τα πάντα αφιερώνονται στη νίκη, όλες οι δυνάμεις, όλος ο χρόνος παραχωρείται στην μάχη για τον κοινό σκοπό, επειδή η άξια αυτής της μάχης – είναι η ζωή. Αρχίζουν να ζουν με τους κανόνες εν καιρό του πολέμου. Και δεν μπορούμε να πούμε, ότι αυτό τους προκαλεί μόνο και μόνο πόνο και βάσανα. Βέβαια, οι άνθρωποι ανέχονται τις δυσκολίες, δεν έχουν την δυνατότητα για κάποιες απολαύσεις, ωστόσο, πολύ συχνά αισθάνονται χαρά, είναι γεμάτοι με ενθουσιασμό, επειδή καταλαβαίνουν – ό, τι γίνεται τώρα, συμβαίνει για το μέλλον τους, για τη σωτήρια των οικογενειών τους, για τους ίδιους και για τα παιδιά τους, να γλιτώσουν από τη καταστροφή – επιδημία  ή θεομηνία, ή τρομοκρατική επίθεση, και  είναι έτοιμοι να κάνουν τα πάντα, ώστε να  το πετύχουν.  Άλλη μια σημαντική λεπτομέρεια – είναι γνωστός ο εχθρός τους, και το νόημα της ζωής άκρως ξεκάθαρο. Λοιπόν, εμείς…

    Η πόρτα άνοιξε, και μέσα μπήκε εκείνη η Ιταλιάνα! Τα ρούχα της ήταν ακατάστατα, πιο πολύ τόνιζαν, παρά  έκρυβαν την ομορφιά του ημίγυμνου σώματος,  και φαίνεται, ότι μόλις τώρα άφησε το αγόρι της. Κατέβηκε στα γόνατα της, σύρθηκε προς εμένα, με αγκάλιασε από πίσω, με έσφιξε δυνατά και ψιθύρισε ζεστά στο αφτί μου: «μου αρέσεις». Βρε τη σκυλίτσα!:) Για πότε πρόλαβε να με δει… Είναι ωραία, όταν με αγκαλιάζει τόσο σφιχτά. Δεν κάνει τίποτα – απλώς με έπιασε, κάθεται και αναπνέει κοντά στο λαιμό μου.

    – … έτσι και εμείς – ζούμε σύμφωνα με τους νόμους εν καιρό του πολέμου, αλλά ο καθένας τους επιλέγει για τον εαυτό του τους νόμους αυτούς.

    – Και τι πόλεμος είναι αυτός? Με ποιον?

    Από την έκπληξη της η Καόρου χτύπησε τις παλάμες της, γέλασε.

    – Τι πάει να πει «με ποιον»? Με τα αρνητικά συναισθήματα, φυσικά! Από την συνηθισμένη άποψη, τα αρνητικά συναισθήματα είναι κάτι σαν την αθώα αμαρτιούλα: «εντάξει, νευρίασα, συγνώμη, είχα άδικο»… Μάλλον, κάπως έτσι κάποτε αντιμετώπισαν τη σύφιλη. Αυτό, όμως, είναι κάτι πολύ πιο τρομακτικό από τη σύφιλη, και πολύ πιθανόν, σε πεντακόσια χρόνια από τώρα ο άνθρωπος, που βιώνει τη ζήλια ή τον εκνευρισμό, θα αντιμετωπίζεται  από το περιβάλλον του, όπως τώρα αντιλαμβάνονται εκείνον, που έχει τη σύφιλη και όχι μόνο δεν θέλει να θεραπευτεί ο ίδιος, αλλά προσπαθεί να μολύνει και τους άλλους. Τα αρνητικά συναισθήματα είναι μια τρομακτική νόσος, φρικτή! Ροκανίζει τον άνθρωπο από μέσα, τρώει την ίδια του τη ψυχή, τον μετατρέπει σε κινούμενο πτώμα, του στερεί την κάθε πρόσβαση στις συναισθήσεις.

    Μιλώντας για την «τρομακτική νόσο», η Καόρου δεν άλλαξε τον ήρεμο τόνο της φωνής της, ούτε την έκφραση τους προσώπου της. Παρατηρώντας μας από μακριά, θα μπορούσες να πεις, ότι συζητάμε για  τον καιρό.

    – Εγώ συγκαταλέγω τον εαυτό μου στους συγκρατημένους «ούλτρα», αλλά υπάρχουν ανάμεσα μας και εκείνοι, που ανήκουν στην ακροαριστερά, και η δική τους άποψη για τα αρνητικά συναισθήματα διαφέρει κάπως από τη δική μου… τέλος πάντων, θα σου πουν και οι ίδιοι για τους εαυτούς τους και για τη πρακτική τους.

    Στο μυαλό μου εμφανίστηκε η εικόνα των «ακροαριστερών ούλτρα» – φαντάστηκα τους ανθρώπους με τα πολυβόλα, έπειτα αυτοί μετατράπηκαν σε αποστεωμένους ασκητές, που εξαντλούν τους εαυτούς τους, καυτηριάζουν με κολλητήρια τα αρνητικά συναισθήματα τους, δηλαδή, διάφορες βλακείες άρχιζαν να μπαίνουν στο κεφάλι μου, και αναγκάστηκα με το ζόρι να πετάξω τις μπούρδες, οι οποίες μου επιτέθηκαν.

    – Και πού θα μπορούσα να δω τους ακροαριστερούς ούλτρα, Καόρου? Γενικώς, έρχονται σε επαφή, είναι δυνατόν να τους μιλήσω, η …

    – Αυτή τη στιγμή, Μάγια, η πιο αληθινή ακροαριστερή ούλτρα απλώνει την πατούσα της κοντά στο μουνάκι σου! – η Καόρου έβαλε τα γέλια, και σε ένα δευτερόλεπτο κατάλαβα και εγώ, ότι εννοεί την Ιταλιάνα, το χέρι της οποίας σιγά-σιγά κατέβαινε όλο και πιο χαμηλά στην κοιλίτσα μου, πιο κάτω, πιο κάτω… και ήδη έπιανε τις τριχούλες στην ήβη μου.

    – Είσαι η αριστερή ούλτρα? –  γύρισα να της μιλήσω, και εκείνη αμέσως άγγιξε τη μύτη μου με τα χείλη της.

    – Ναι, ναι, μετά, μετά θα τα πούμε, τώρα άκουσε την Καόρου… – ζεστός ψίθυρος, άγγιγμα των χειλιών στο αφτί μου… γλυκό κύμα πέρασε όλο το σώμα μου από πάνω έως κάτω, σταμάτησε κάπου χαμηλά,  τρεμούλιασε με απολαυστική δύνη και εξαφανίστηκε, αφήνοντας πίσω του παράξενες «ηλεκτρικές » αισθήσεις στη γλώσσα, ρώγες και φτέρνες.

    – Επίσης αυτοί ονομάζουν για πλάκα τους εαυτούς τους «κομάντος».

    – Και όμως, εν συντομία – ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στις απόψεις σας?

    Η Καόρου μπήκε στις σκέψεις..

    – Το να εξηγώ – σημαίνει  να χάνω τον χρόνο, πιο εύκολο είναι να στο δείξω, έτσι και θα καταλάβεις πιο εύκολα… αλλά εγώ δεν μπορώ να το κάνω… μάλλον.. ο Καμ? – η Καόρου κοίταξε ερωτηματικά τη Μισέλ.

    Εκείνη έγνεψε καταφατικά.

    – Καμ? Είναι εδώ ο Καμ? Εδώ πέρα? – ήμουν έτοιμη να πετάξω από τη χαρά μου.

    – Εδώ, εδώ είναι.

    Την ίδια στιγμή η Μισέλ άπλωσε το χέρι της, δείχνοντας την Καόρου, και με απρόσμενα σκληρό τόνο στη φωνή της είπε δυνατά – «αρνητικό συναίσθημα»! Η Καόρου ανατρίχιασε λίγο, χαμήλωσε το βλέμμα της κάπου κάτω από τον εαυτό της, έσφιξε τις μπουνιές, και τότε Μισέλ επανέλαβε πάλι την ίδια φράση, συνοδεύοντας την με  ίδια δυναμική χειρονομία. Αυτή τη φορά μόνο τα βλέφαρα της Καόρου άνοιξαν λίγο πιο πολύ, η κοπέλα καθόταν σιωπηλή, ακίνητη για λίγα δευτερόλεπτα, και έπειτα έκανε κάποιες σημειώσεις μέσα στο τετράδιο της.

    – Ένιωσες το αρνητικό συναίσθημα?

    – Ναι. Στην αρχή ένοιωσα αρνητική αντιμετώπιση πέντε για τη δική σου αντιδραστική κραυγή, και αν θα ήσουν προσεκτική με την αναζήτηση και απομάκρυνση των αρνητικών συναισθημάτων, θα το είχες παρατηρήσει στον τόνο μου, ή στην μιμική μου. Όταν η Μισέλ μου το έδειξε, εγώ ένοιωσα την λύπηση τρία, επειδή βίωσα την αρνητική αντιμετώπιση, λύπηση δυο, επειδή η ίδια δεν το κατάλαβα και δεν το απομάκρυνα άψογα, εκτός από αυτό, είχα και την δυσαρέσκεια τρία με τη Μισέλ… Μόλις αφήνεις τον έναν σκοτισμό να περάσει, αυτός την ίδια στιγμή κάνει κατάληψη σε όλο το στρατόπεδο, και ταυτόχρονα πλακώνουν και οι υπόλοιποι.

    – Περίμενε, περίμενε… ποια δυσαρέσκεια πέντε… πέντε τι?

    Η Καόρου άλλαξε τη στάση της και έκανε άλλη μια σημείωση στο τετράδιο.

    – Τι – και πάλι το αρνητικό συναίσθημα?:)

    – Ναι.

    – Καλά… απλώς πλάκα σου έκανα…

    – Πλάκα-πλάκα, αλλά αυτό δεν ακυρώνει το γεγονός, ότι και πάλι πέρασε η δυσαρέσκεια τρία με την ερώτηση σου. Αν μια ολόκληρη σειρά των σκοτισμών ξεφεύγει και δεν απομακρύνεται άψογα, λίγη ώρα αργότερα αυτοί θα προσπαθήσουν να περάσουν με νέα δύναμη, και τώρα αυτό συνέβη. Βέβαια, αυτή τη φορά αν και όχι άψογα, ωστόσο, με αρκετή ταχύτητα τους απομάκρυνα – σε λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο.

    – Εννοείς την εντατικότητα, δηλαδή?

    – Ναι, την ένταση τους σε κλίμακα από ένα έως δέκα. Υπάρχει τεράστια διαφορά – πώς συγκεκριμένα καταγράφεις τα ΑΣ σου. Αν χρησιμοποιήσουμε τις λυρικές περιγραφές τύπου «ένοιωσα πολύ χάλια, αλλά μετά μου πέρασε», ή «στην αρχή ήμουν πολύ δυσαρεστημένη, και έπειτα λιγότερα», έτσι δεν θα κάνεις καμία πρόοδο, όμως, αν πεις «στην αρχή είχα δυσαρέσκεια με ένταση 5, σε τρία δευτερόλεπτα κατάφερα να την κατεβάσω στα 3, και ακόμα 3 δευτερόλεπτα αργότερα να την απομακρύνω, και έπειτα να δημιουργήσω την αντίληψη της ευδαιμονίας της τάδε ποιότητας» – αυτό είναι τελείως διαφορετικό, τότε η διαδικασία της έλεγχου και της απομάκρυνσης των ΑΣ γίνεται με τάξης ταχύτερο ρυθμό.

    – Και με τι συνδέεται αυτό?

    – Δεν ξέρω… δες, ένα τέτοιο παράδειγμα – ας πούμε, ότι έχεις σκοπό να ανεβάσεις την θερμοκρασία στο ένα από τα δάκτυλα σου. Αν καθίσεις και απλώς προσπαθήσεις να ζεστάνεις το δάκτυλο σου, δεν θα πετύχεις τίποτα, και ο παρατηρητής, ο οποίος παρακολουθεί τις αλλαγές της θερμοκρασίας, δεν θα δει τίποτα. Και τελείως διαφορετική υπόθεση – να δεις εσύ η ίδια τις ενδείξεις στον μετρητή της θερμοκρασίας του. Βλέπεις, ότι κάποια στιγμή η θερμοκρασία ανέβηκε λιγάκι – πολύ λίγο, για ένα εκατοστό του βαθμού. Αυτό είναι ένα ακούσιο άλμα, πολύ ασήμαντο. Και όμως, όταν εσύ γίνεσαι μαρτυράς μερικών δεκάδων τέτοιων ακούσιων αλμάτων, με κάποιο τρόπο αρχίζεις σταδιακά να πιάνεις τη σύνδεση ανάμεσα στην κατάσταση σου τη δεδομένη στιγμή, και στην άνοδο της θερμοκρασίας, έτσι  ξεκινάς σιγά-σιγά να ελέγχεις την θερμοκρασία του δάκτυλου σου. Αυτή είναι μια πολύ γνωστή αντίδραση, η οποία εφαρμόζεται ευρεία στις ψυχολογικές εκπαιδεύσεις. Στην περίπτωση τη δική μας δεν υπάρχει κάποιο τέτοιο όργανο, το οποίο  μετράει την ένταση των ΑΣ σου, όπως γενικά δεν υπάρχει και ανάγκη για αυτό – εσύ η ίδια μπορείς με αρκετή ακρίβεια να κάνεις την εκτίμηση, και καθ` αυτόν τον τρόπο μαθαίνεις να αισθάνεσαι – ποια συγκεκριμένη προσπάθεια οδηγεί στην αδύναμη πτώση της έντασης των ΑΣ, και ποια – στην απότομη και τα λοιπά.

    – Εντάξει, κατάλαβα… παρεμπιπτόντως, γιατί ένιωσες δυσαρέσκεια με την ενθουσιώδη αντίδραση μου? Ζηλεύεις μήπως?:)

    – Πρώτον, απλώς έχω την παλιά συνήθεια να αντιδράω έτσι σε οποιαδήποτε υπερβολικά εκδηλωμένα συναισθήματα. Δεύτερον, ο Καμ ακολουθεί τις δικές του επιθυμίες και όχι τις δικές μου:), και εδώ εμφανίστηκε η απογοήτευση με το ότι εγώ ήθελα να περνάω περισσότερη ώρα μαζί του, και αυτό δεν γίνεται τώρα, επειδή αυτός δεν το θέλει

    – Γιατί?

    – Τι εννοείς – «γιατί»?

    – Γιατί δεν το θέλει?

    – Πρέπει να υπάρχει κάποιο «γιατί»? Δεν του έρχεται μια τέτοια επιθυμία, και τέλος. Και αν εγώ βρίσκομαι στη γκρίζα κατάσταση, αν αποτυχαίνω στην εργασία μου για την συναισθηματική λείανση, τότε, φυσικά, αρχίζουν να εμφανίζονται τα αρνητικά συναισθήματα για αυτόν τον λόγο, διάφορες σκέψεις τύπου «είμαι ανέλπιστη», «είμαι τελείως χαζή, αν αυτός δεν θέλει να κάνει παρέα μαζί μου» και τα λοιπά. Ενώ όταν τα ξεπερνάω όλα, τότε με την οποιαδήποτε σκέψη για τον Καμ αισθάνομαι την χαρά, τρυφερότητα, αρχίζω να καταλαβαίνω, ότι και εγώ δεν έχω κάτι να συζητήσω μαζί του – τώρα έχω μπροστά μου ένα απολύτως ξεκάθαρο και μεγάλο μέτωπο των εργασιών, και η ίδια δεν θέλω να αποσπάσω την προσοχή μου με οτιδήποτε άλλο, μα να χτυπήσω με όλες τις δυνάμεις και να σπάσω τη συνήθεια της αίσθησης των σκοτισμών.

    – Γίνεται, δηλαδή…- αυτή τη στιγμή εγώ άκουσα βήματα έξω από το παράθυρο, η Καόρου μαζεύτηκε, άνοιξε η πόρτα και… μπήκε μέσα ο Καμ!

    Τι να κάνω?! Πανικόβλητες, οι σκέψεις έτρεχαν μέσα στο μυαλό μου. Ήθελα να του πω «γεια», αλλά αυτό είναι χαζό, και για ποιο λόγο είναι χαζό, αφού χαίρομαι, που τον βλέπω;  και αν εγώ χαίρομαι μόνο και μόνο επειδή δεν έφτιαξα  το μέτωπο τον εργασιών μόνη μου και θα γελοιοποιηθώ;  παρόλο που  αυτό το μέτωπο των εργασιών δεν έχει καμία σχέση με την χαρά; τι γίνεται, αν εδώ οι άνθρωποι συνηθίζουν να επικοινωνούν με κάποιον διαφορετικό τρόπο; και τι πάει να πει «συνηθίζουν»… Ο Καμ στεκόταν δίπλα στην είσοδο και με κοίταζε, και εγώ δεν μπορούσα καν να κουνηθώ – με εμπόδιζε η αμηχανία μου. Όταν  με πλησίασε, σηκώθηκα αυτόματα, και ξαφνικά αυτός με αγκάλιασε σφιχτά, χαμογελώντας πλατιά, ανακάτεψε τα μαλλιά μου.

    – Χαίρομαι τόσο πολύ να σε βλέπω, κορίτσι !

    Το λιγότερο απ` όλα εγώ περίμενα μια τέτοια άμεση αντίδραση, μα αν είναι έτσι… – τον έκλεισα και εγώ στην αγκαλιά μου, τσίριξα, τον ζούλαγα,  οι άλλες δυο φουριόζες έτρεξαν κοντά, και οι τρεις ρίξαμε το θήραμα μας πάνω στο στρώμα. Και πάλι μπορούσα να κοιτάξω στα απύθμενα μάτια του Καμ… και πάλι ένιωθα τον κυματισμό από κάτι τόσο λεπτό, για το οποίο δεν μπορούσα ακόμα να βρω τις κατάλληλες λέξεις.

    – Δείξε της, Καμ – τι είναι τα αρνητικά συναισθήματα. Θα το δείξεις? Θα δείξεις…το βλέπω, ότι θα το δείξεις:) – η Καόρου γρήγορα και επιδέξια μας έβαλε να καθίσουμε σε μια συγκεκριμένη σειρά. Εμένα με έχει βάλει να καθίσω με την πλάτη μου κοντά στη Μισέλ, εκείνη ρουθούνισε ευχαριστημένη και έπιασε με τα χεράκια της την κοιλιά μου… ή λίγο πιο ψηλά …:) Ο Καμ καθόταν απέναντι μου και πήρε στα χέρια του τον έλεγχο του παιχνιδιού, η Καόρου βολεύτηκε δίπλα του.

    – Στην αρχή θα μετατοπίσουμε την αντίληψη σου με τον πιο πρωτόγονο τρόπο – με τη βοήθεια της υπεροξυγόνωσης, και μετά θα σε βοηθήσω να πάρεις τη στάση, από την οποία θα μπορέσεις να δεις.

    – Να δω τι?

    – Δεν έχει σημασία, έλα – κάνε είκοσι βαθιές εισπνοές-εκπνοές, μετά κάνε μια βαθιά ανάσα και κράτα την αναπνοή σου, ενώ η Μισέλ θα σου σφίξει τον θώρακα. Όλοι έπαιζαν αυτό το παιχνίδι, όταν ήταν μικροί, μην φοβάσαι. Όταν θα νιώσεις, ότι είσαι έτοιμη να λιποθυμήσεις, κοίταξε με πολύ προσεκτικά στα μάτια, εντάξει? Κοίτα με στα μάτια, κατάλαβες?!

    – Καλά, ξεκινάω.

    Δεν ήταν και τόσο εύκολο να κάνω τις είκοσι εισπνοές-εκπνοές – νόμιζα, ότι δεν θα μπορέσω, αλλά το κατάφερα τελικά και μετά από την τελευταία εισπνοή κράτησα σφικτά τον αέρα μέσα στα πνευμόνια μου,  όσο η Μισέλ δυνάμωνε σταθερά την πίεση, έτσι εγώ άρχισα να «πλέω», με τις τελευταίες μου δυνάμεις συγκρατώντας την προσοχή στα μάτια του Καμ. Κάποια στιγμή είχα χάσει σχεδόν τελείως την συνείδηση μου – τα αυτιά μου βουίζανε, ένοιωσα ψύχρα μέσα στο στήθος, τα μάτια  γέμισε όλο και αυξανόμενη μαυρίλα, και ξαφνικά κάτι σαν να με έπιασε… δεν ξέρω, πώς να το εξηγήσω. Ανάμεσα στην εικόνα του κόσμου, που διαλυόταν, στη μέση του ίδιου του διαλυμένου εαυτού μου, δημιουργήθηκε ένα νησάκι – στην αρχή κρατιόμουν απλώς από αυτή την αίσθηση, χωρίς να αντιληφθώ – τι συμβαίνει, αλλά από αυτό το νησάκι άρχισαν να ανοίγονται τα κύματα της σαφήνειας, η ακοή και η όραση μου επέστρεψαν, η Μισέλ σταμάτησε την πίεση, και στο τέλος τα χέρια της με άφησαν τελείως ελεύθερη.

    – Μην σταματάς να με κοιτάς στα μάτια, εντάξει? – η φωνή του Καμ ακουγόταν κάπως χαμηλωμένη, σαν να είχαν κλείσει τα αυτιά μου.

    Την ίδια στιγμή κατάλαβα, ότι τα μάτια του ήταν εκείνο το νησάκι, το οποίο δεν με άφησε να πέσω στην ασυνείδητη κατάσταση. Η συγκέντρωση στα μάτια με έναν καταπληκτικό τρόπο υποστήριζε την κατάσταση της φρεσκότατης σαφήνειας,  ξεκάθαρης αντίληψης όλων αυτών, που βρίσκονταν γύρω μου, από την άλλη, όμως, δεν μπορούσα να καταλάβω – γιατί εμφανίζεται αυτή η αίσθηση της κρυσταλλικής ευκρίνειας, διότι όλα τα υπόλοιπα  αντικείμενα τα έβλεπα με την πλαϊνή μου όραση, όπως κανονικά, και ακόμα λιγάκι πιο ακαθόριστα.

    – Μην παίρνεις το βλέμμα από τα μάτια μου και με την περιφερειακή σου όραση κοίταξε το σώμα μου, βλέπεις κάτι ασυνήθιστο?

    Ασυνήθιστο? Όχι, δεν έβλεπα τίποτα το ασυνήθιστο …

    – Κοίτα στις άκρες της εικόνας, στα όρια!

    – Στις άκρες?

    – Συγκεντρώσου με την πλαϊνή σου όραση στα ορατά όρια του σώματος μου!

    – Βλέπω! – ξαφνικά, άθελα μου έβγαλα μια κραυγή.

    – Περιέγραψε μου αυτά, που βλέπεις.

    – Ακριβώς πάνω στο περίγραμμα του κορμιού σου περνάει μια λευκή λωρίδα, πολύ λαμπερή και δυνατή, λες και το κορμί σου εκπέμπει κάτι.

    – Κοίταξε και άλλο σε αυτήν την λωρίδα, συγκεντρώσου, να πετύχεις την απόλυτη καθαριότητα της εικόνας.

    Για ένα λεπτό ακόμα ταλαντευόμουν μέσα σε αυτήν τη παράξενη αντίληψη, αλλά γρήγορα έπιασα – τι την κάνει να θολώσει, και τι – να γίνει πιο δυνατή.

    –  Τώρα μετέφερε το βλέμμα από τα μάτια μου σε αυτή την λάμψη, όχι βιαστικά, όμως, σιγά-σιγά, γύρισε με αυτό όλο το κορμί μου.

    – Ναι, ναι… γίνεται… το καταφέρνω, βλέπω.

    Γύριζα με το βλέμμα μου το περίγραμμα του σώματος του, και παντού έβλεπα αυτή την δυνατή λάμψη, με μήκος περίπου δεκαπέντε εκατοστά. Το όριο της λάμψης επαναλάμβανε ακριβώς το σχήμα του κορμιού του.- Τώρα εσύ βρίσκεσαι στην κατάσταση ασυνήθιστης για σένα πραγματικότητας, και βλέπεις αυτό, που κανονικά δεν  θα μπορούσες να δεις με τα μάτια σου. Μην κάνεις απότομες κινήσεις, μην υποκύπτεις στην λανθασμένη βεβαιότητα, να παρακολουθείς καλά τον συντονισμό της κατάστασης σου, για να μην τη χάσεις, να μην συγχυστείς, το κατάλαβες?

    – Ναι. Τι θα γίνει μετά?

    – Τώρα γύρισε το βλέμμα σου ξανά στα μάτια μου, αργά, χωρίς να χάνεις τον συντονισμό με τη λευκή λάμψη. Πάρα πολύ αργά, Μάγια, αργά …

    Αισθανόμουν σαν άπειρος κολυμβητής κάτω από το νερό – όλες οι κινήσεις μου είναι αργές, ο κόσμος φαίνεται κάπως αλλιώτικος. Η πιο απλή κίνηση απαιτεί κάποιες προσπάθειες, και στην συγκεκριμένη περίπτωση αυτές χρειάζονταν, για να μην βγω από την κατάσταση, στην οποία μπορούσα να δω ξεκάθαρα την λευκή λάμψη. Πέρασα το βλέμμα μου στα μάτια του Καμ.

    – Κοίταζε αδιάκοπα.

    Μα και η ίδια δεν θα μπορούσα πια να κοιτάζω αλλού… θύμιζε πάρα πολύ αυτό, που συνέβαινε τότε στο όνειρό μου με τα «δικά του» μάτια…. ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΑΥΤΟ!!!?? Μάλλον, έμεινα με ανοιχτό το στόμα, ή κάτι σαν αυτό, επειδή ο Καμ συνέχιζε να επαναλαμβάνει με σκληρή φωνή: «Μείνε συγκεντρωμένη, απλώς κοίτα». Και ήταν πολύ δύσκολο να κρατήσω την προσοχή μου… τα μάτια του με ΠΛΗΣΙΑΣΑΝ τόσο κοντά, ότι μπορούσα να τα βλέπω κατευθείαν, όπως εξετάζουν τα πράγματα με έναν μεγεθυντικό φακό. Αυτή η εικόνα σαν να απλωνόταν  πάνω σε μια άλλη όψη του κόσμου – την κανονική, στην οποία ο Καμ καθόταν ένα μέτρο μακριά από εμένα.

    – Μην διπλώνεις, μην ασχολείσαι με τα ασήμαντα, συγκεντρώσου σε μεγάλο πλάνο! – χαμηλωμένη η φωνή του, και ακούγεται, σαν να περνάει από βαμβάκι.

    Εντάξει, συγκεντρώνομαι στα μάτια του, είναι τόσο τεράστια … σαν λίμνες… βαθιές λίμνες με απίστευτο διαπεραστικό γαλάζιο χρώμα

    – Τώρα κοίταξε με την πρώτη όραση σου στο σώμα μου. Τι βλέπεις?

    Στρέφω την προσοχή μου και πάλι στο «γενικό πλάνο» – δεν το πιστεύω …!

    – Τι βλέπεις, Μάγια? Μίλα.

    – Βλέπω… δεν ξέρω τι βλέπω, Καμ:) Κάτι καταπληκτικό …

    – Λιγότερα επίθετα, κορίτσι μου, μίλα ουσιαστικά, – ζεστός ψίθυρος μέσα στο αφτί μου και μια ευχάριστη έκρηξη στην αριστερή ρώγα, η απόλαυση χύθηκε στο στήθος μου – είναι η Μισέλ, που έσφιξε δυνατά τη θηλή μου με τα δαχτυλάκια της… ναι, αυτό σε τονώνει, σε ξυπνάει:)

    – Βλέπω … χρώματα, πολλά χρώματα και είναι τόσο… δεν μπορώ να τα ονομάσω, δεν ξέρω, πώς να τα ονομάσω, δεν έχω ξαναδεί τέτοια, πορτοκαλί… δεν είναι ακριβώς πορτοκαλί… μοβ… πώς να το ονομάσω αυτό «μοβ» … έμεινα άφωνη…

    – Πολύ καλά, όλα σωστά. Και τώρα πήγαινε το βλέμμα σου στην Καόρου και κοίταξε προσεκτικά – προσεκτικά!

    Ο τόνος της φωνής του  ήχησε λιγάκι σαν καμπάνα, και ξαφνικά είδα, πως μια μαύρη σκιά πέρασε και καρφώθηκε στο σώμα της Καόρου! Εγώ ανατρίχιασα από την έκπληξη.

    – Το βλέπεις, κοπελίτσα? – και πάλι ο ψίθυρος της Μισέλ στο αφτί. – Δες και άλλο.

    Και πάλι πέρασε μια σκιά, σαν αντανάκλαση από πάρα πολλές πλευρές, με απίστευτη ταχύτητα πέταξε και εξαφανίστηκε ( και πώς γενικά μπορώ εγώ να δω κάτι, που μεταφέρεται με μια ΤΕΤΟΙΑ ταχύτητα!).

    – Τι βλέπει? – ρώτησε η Καόρου, αλλά, προφανώς, δεν απευθυνόταν σε μένα.

    – Για την ώρα μόνο τις σκιές.

    (Πώς το ξέρει αυτός!?)

    – Μάγια, συγκεντρώσου, μην διαλύεσαι. Δεν είναι σκιές, κοίταξε πιο καλά!

    Κάρφωσα το βλέμμα μου, έσφιξα τα χείλη, κοιτάω… Άλλη μια σκιά, ακόμα μια.

    – Μόνο σκιές, Καμ, δεν βλέπω τίποτα άλλο.

    – Κοίταξε πιο προσεκτικά, τράβηξε την εικόνα πιο κοντά.

    – Πώς??

    – Μην ρωτάς, κάνε! Να μην σε ανησυχεί το «πώς», καν` το, σε βοηθάω!

    Τραβάω… οι σκιές μεγάλωσαν, έγιναν κάπως πιο …απτές, να το πω;.

    – Αυτά έχουν χρώματα, Μάγια, κοίταξε – τι χρώμα έχουν.

    Δεν έχουν κανένα χρώμα, είναι απλώς σκιές … Ξαφνικά η μια από αυτές σταμάτησε να πλανάται δίπλα στην Καόρου, πήρε μια στροφή, σαν καταδιωκτικό, και με πλησίασε απειλητικά, έγινε τεράστια, κατάμαυρη, χτύπημα! Με χτύπησε! Πονάω τόσο πολύ! Σαν να έσυραν μέσα από τα σωθικά  και  πάνω από το στήθος μου ένα κομμάτι συρματόπλεγμα.

    – Χτύπα πίσω, μην κοιμάσαι!

    Χτυπάω – δεν ξέρω, πώς, αλλά χτυπάω, και ξανά, και ξανά, αυτή δεν υποχωρεί, νιώθω την μεθυστική μανία της μάχης και έναν άγριο φόβο ταυτόχρονα.

    – Αύξησε τη μανία, γέμιζε την προσπάθεια σου!

    Αυξάνω, γεμίζω, – δεν ξέρω, «πώς», αλλά όλα αυτά τα εκτελώ! Η σκιά κάνει μεταβολή, ετοιμάζεται για την επόμενη επίθεση, τώρα θα με κοπανήσει, θα κοπανήσει για τα καλά … μαζεύω τις δυνάμεις μου, σχεδόν ουρλιάζοντας από την ένταση, χτύπημα! Δεν κατάφερα να τη σταματήσω και πάλι, και ξανά ο πόνος χύνεται μέσα στο κορμί μου. Τι θα γίνει μετά? Νέα στροφή της σκοτεινής οχιάς, ο φόβος άναψε μέσα μου, το μέγεθος του πλάσματος έφτασε σε απίστευτα όρια, φαινόταν, ότι όχι απλώς κρύβει από εμένα ολόκληρο τον κόσμο, αλλά σαν να με τυλίγει, με πνίγει, δέρνει και πνίγει, και τότε ούρλιαξα με όλη τη δύναμη μου – «Καμ! Καμ!». «Η δεύτερη» εικόνα ξεκαθάρισε αμέσως, άρχισα να βλέπω ξανά τον Καμ κατευθείαν μέσα από το μαύρο σύννεφο της κρεμασμένης σκιάς, και αμέσως ένιωθα, πως κάτι με γεμίζει, μέσα μου ή έξω από εμένα χυνόταν κάποια δυνατή ροή – δύσκολο να το περιγράψω,  να το παρομοιώσω με κάτι – τα πάντα έβραζαν, όχι όμως, δυνατά, αλλά πολύ σιγανά, είχα μια κατάσταση στο όριο του γέλιου και των δακρύων, ένοιωσα μια τέτοια χαρά, ότι φοβόμουν να διώξω αυτή την αίσθηση, εμφανίστηκε η απέραντη συμπάθεια – άγνωστο, για ποιον, και η πυκνή επιθετική σκιά ξαφνικά διασπάστηκε σε εκατομμύρια κομματάκια, με μυριάδες λαμπερών κόψεων σε ανοιχτώ-κόκκινη απόχρωση. Το χρώμα ήταν πολύ πυκνό, αλλά κάπως βαρύ, δύσκολο να το πεις αυτό για τα χρώματα, όμως μέσα σε αυτά εμφανίστηκε μια απολύτως νέα ιδιότητα, την οποία και προσπαθώ εγώ να περιγράψω με τις λέξεις «βαρύ», ή «λαμπερό», όπως έκανα και με εκείνα τα χρώματα, που είδα στα μάτια του Καμ. Πυκνές, βαριές αποχρώσεις του κόκκινου αλλάζουν, ξεχύνονται, λάμπουν, και ξαφνικά… όχι, αυτή είναι μια τρέλα, μια παράνοια!

    – Βλέπει?

    – Νομίζω, πως βλέπει, τα βλέπει… – Η Καόρου μιλάει πολύ σιγά με τη Μισέλ.

    – Αυτό είναι αδύνατον … – αυτή είναι πια η δική μου φωνή.

    – Σίγουρα, τα βλέπει, – κρυστάλλινο γέλιο, είναι τόσο ωραίο, με τραβάει κάπου, όλα μπερδεύονται …

    Συνήλθα στα χέρια της Μισέλ. Ο Καμ, χωρίς να χάσει ούτε λεπτό, συνέχιζε να με κατευθύνει.

    – Μην χάνεις καιρό, τώρα αμέσως περιέγραψε, τι είδες τελευταίο, αλλιώς θα το ξεχάσεις, θα πείσεις τον εαυτό σου να πιστέψει, ότι δεν συνέβη τίποτα. Μάθε να περιγράφεις αμέσως όλες τις ασυνήθιστες αντιλήψεις σου, ειδικά τις συναισθήσεις. Αυτό σε βοηθάει να ξεπεράσεις τον αυτοματισμό του έμφυτου σκεπτικού.

    Τι θυμόμουν… Ήταν αδύνατον να γίνει αυτό, που εγώ θυμόμουν.

    – Θα μιλήσεις, ή ήδη αρχίσεις να πείθεις τον εαυτό σου, ότι δεν έγινε τίποτα?

    – Μάλλον ναι, ήδη άρχισα …

    – Μάγια, λέγε τα πάντα ως έχει, μην επιλέγεις τα λόγια, και ας ακούγονται ανόητα. Μετά θα βρεις τις σωστές λέξεις – τώρα απλώς πες τα όλα, ό, τι φτάσει στην γλώσσα σου, ακόμα και αν σου φανεί τελείως παράλογο.

    – Καλά, καλά… Είδα ένα ον, άγριο, δεν έμοιαζε με μας, ήταν ζωντανό και είχε συνείδηση, καταλάβαινε, ότι το βλέπω, και αυτό το εξαγρίωσε, αλλά δεν ήταν ανθρώπινες αισθήσεις, ήταν κάτι άλλο, δεν ταιριάζουν οι λέξεις … Και οι δυο – εγώ και αυτό – καταλαβαίναμε, ότι το καταλαβαίνουμε, πώς… ουφ, μπερδεύτηκα. Τι ήταν αυτό?

    – Το αρνητικό συναίσθημα, φυσικά:) Δηλαδή, στην αρχή εσύ έβλεπες το αρνητικό συναίσθημα, και μετά, είδες ΑΥΤΟ, που στέκεται πίσω από το αρνητικό συναίσθημα.

    – ??

    – Και εσύ τι νόμιζες, ότι είναι το «αρνητικό συναίσθημα»?

    – Ε… δεν ξέρω, Καμ… αυτό, που εγώ αισθάνομαι.

    – Και βέβαια είναι κάτι, που αισθάνεσαι, φυσικά, αλλά εγώ δεν μιλάω τώρα για αυτό… ας πούμε, εσύ έκλεισες τα μάτια, και ήρθε ένας σκύλος κοντά σου – τρίβεται πάνω σου, σε γλύφει, σε δαγκώνει λιγάκι – όπως η Μισέλ τώρα …:), εσύ τα νιώθεις όλα αυτά, και αν σε ρωτήσουν – «τι είναι ο σκύλος», τότε εσύ θα πεις, ότι είναι αυτό, που εσύ αισθάνεσαι, μα τι βρίσκεται πίσω από την αίσθηση σου? Διότι ο «σκύλος» – δεν είναι απλώς το σύνολο των αισθήσεων, που εμφανίζονται, όταν αυτός σε αγγίζει, είναι κάτι παραπάνω, και αν εσύ τώρα ανοίξεις τα μάτια σου, θα δημιουργηθούν οι νέες αντιλήψεις του «σκύλου» – θα μπορέσεις να τον δεις, να δεις τα μάτια του, τα συναισθήματα του, χαρά και τα λοιπά, και τότε στην ερώτηση – «Τι είναι ο σκύλος» πλέον δεν θα απαντήσεις, ότι είναι ένα σύνολο κάποιων αισθήσεων του τριχώματος και των πατούσων – θα το περιγράψεις πια σαν μια προσωπικότητα, επειδή τον αντιλαμβάνεσαι πια διαφορετικά, σαν μια προσωπικότητα. Πάμε παρακάτω – τι βρίσκεται «πίσω» από αυτό, που εσύ περνάς για προσωπικότητα? Καταλαβαίνεις την ερώτηση μου?

    – Ναι, κατάλαβα πάρα πολύ καλά την ερώτηση, απλώς δεν είχα σκεφτεί ποτέ για αυτό …

    – Φυσικά, για σένα ο κόσμος – είναι ο κόσμος τον «αντικειμένων», όπου σε ρόλο των αντικειμένων υπάρχουν και σύνολα των αισθήσεων, και συναισθημάτων, και σκέψεων. Μα τι βρίσκεται «πίσω» από όλα αυτά ?

    – Από πού να το ξέρω?

    – Ακριβώς – δεν μπορούσες να το μάθεις πουθενά, και για τη στιγμή μπορείς μόνο να θέσεις λογικά μια τέτοια ερώτηση στον εαυτό σου, όμως, είναι δυνατόν να το κάνεις, μόνο και μόνο αν βιώσεις τη σαφήνεια, αλλιώς δεν θα ρωτήσεις τίποτα, αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα…, λοιπόν, μέχρι τη στιγμή, που εσύ θα θέσεις αυτή την ερώτηση, δεν θα υπάρχει δυνατότητα να εμφανιστεί μέσα σου και η επιθυμία να το λύσεις, να βρεις την απάντηση.

    – Και τι απάντηση θα είναι αυτή?

    – Περιμένεις κάποιες λέξεις, δηλαδή?

    Δεν μπορώ να καταλάβω… το βλέμμα του είναι τρυφερό και αυστηρό ταυτόχρονα, και δεν βλέπω κιόλας καμία μιμική τώρα, λες και η τρυφερότητα και αυστηρότητα εκπέμπονται από το πρόσωπο του…

    – Τότε, τι?

    – Η απάντηση δεν θα είναι λέξεις. Σκέψου, ότι είσαι τυφλή, και τώρα σου περιγράφουν έναν σκύλο, ο οποίος για σένα είναι μόνο ένα σύνολο των αισθήσεων…

    – Μα ναι, το κατάλαβα, καλά. Μόνο οι νέες αντιλήψεις μπορούν να είναι η απάντηση.

    – Σωστά. Οι νέες αντιλήψεις. Αν θέτεις μπροστά σου μια ερώτηση, δημιουργημένη από το βίωμα της σαφήνειας, αν αισθανθείς την επιθυμία να πάρεις την απάντηση, τότε αυτή θα εμφανιστεί συγκεκριμένα με τη μορφή των νέων αντιλήψεων. Μπορεί να είναι κάποια γνωστά είδη των αντιλήψεων, αλλά ίσως και να ανοιχτούν οι απολύτως νέες. Τώρα δεν έχεις την δυνατότητα να το κάνεις μόνη σου, και σε βοήθησα να πάρεις την «απάντηση» στην ερώτηση «τι είναι το αρνητικό συναίσθημα» – μετέφερα για λίγο την ικανότητα να έχεις τις νέες αντιλήψεις, και τώρα εσύ καταλαβαίνεις, ότι το «αρνητικό συναίσθημα» – δεν είναι μόνο «αυτό, που εσύ ονομάζεις αντίληψη του αρνητικού συναισθήματος» – είναι και κάτι άλλο ακόμα, την αλληλεπίδραση με το οποίο εσύ αντιλαμβάνεσαι, σαν «αρνητικό συναίσθημα». Καταλαβαίνεις τη διαφορά?

    – Βέβαια!

    – Τώρα ξέρεις, ότι το αρνητικό συναίσθημα είναι κάτι, που δημιουργείται τη στιγμή της αλληλεπίδρασης σου με αυτό το «πλάσμα», και η απάντηση στο ερώτημα «τι είδους πλάσμα είναι αυτό» επίσης απαιτεί την εμφάνιση των νέων αντιλήψεων, που και αυτές θα είναι μια απάντηση.

    – Τι πλάσμα είναι αυτό?

    – Εσύ ποιες αντιλήψεις έχεις, για να λάβεις την απάντηση? Και πάλι θέλεις σκέτες γυμνές λέξεις? Να φτιάξεις μια νέα θρησκεία στη θέση της παλιάς? Εμείς εδώ δεν δημιουργούμε τις θρησκείες, αλλά απελευθερωνόμαστε από αυτές.

    Η Μισέλ έφυγε από τη πλάτη μου, κάθισε στο πλάι, με αγκάλιασε και κοιτούσε φιλήδονα από όλες τις πλευρές.

    – Οι αριστεροί «ούλτρα» ερμηνεύουν τις αντιλήψεις τους, συνδεδεμένες με εκείνη την συνειδητοποίηση, την οποία εσύ αντιλήφθηκες, σαν κάποια άγνωστα πλάσματα, τα οποία θρέφονται από εμάς, και αυτό, που εμείς ονομάσαμε «αρνητικά συναισθήματα» – είναι απλώς ένας τρόπος να παίρνουν αυτή τη τροφή – εξίσου ποικιλόμορφη, όσο ποικιλόμορφα είναι τα αρνητικά συναισθήματα.

    – Δηλαδή, τους ταΐζουμε με τα συναισθήματα μας?

    – Όχι, επαναλαμβάνω άλλη μια φορά: τα αρνητικά συναισθήματα – είναι τέτοιες ειδικές αντιλήψεις, οι οποίες δημιουργούνται τη στιγμή της αλληλεπίδρασης μας με αυτά τα πλάσματα και συνοδεύουν τη διαδικασία της «καταβρόχθισης» των εαυτών μας από αυτά. Αυτό είναι το ίδιο με το ότι το φαγητό έχει την θρεπτική άξια και γεύση. Γεύση – είναι τα αρνητικά συναισθήματα, ενώ η θρεπτικότητα – κάτι άλλο, για το οποίο δεν μπορώ ακόμα να σου εξηγήσω – εδώ χρειάζονται εμπειρίες, και όχι λέξεις, και εσύ δεν έχεις τέτοια πείρα ακόμα. Όταν ο άνθρωπος κηρύσσει τον πόλεμο στα αρνητικά συναισθήματα, ταυτόχρονα κόβει αυτή την θρεπτική ροή σε αυτά τα πλάσματα, και αυτά, σε αντίθεση με πολλά άλλα, ανταποκρίνονται με αντιδράσεις, τις οποίες οι αριστεροί ούλτρα τείνουν να ερμηνεύουν ως «πόλεμο». Από τη δική τους άποψη τα πλάσματα πολεμούν τον καθένα, που θα προσπαθήσει να απομακρύνει τα αρνητικά συναισθήματα, ακριβώς γι` αυτό είναι τόσο εύκολο να μάθεις να σερφάρεις στην ιστιοσανίδα, να λύνεις τις δυσκολότερες εξισώσεις, και είναι τόσο δύσκολο να απομακρύνεις ακόμα και το πιο μικρό, πιο απλό αρνητικό συναίσθημα.

    – Λες συνέχεια «τείνουν να ερμηνεύουν», μα τι συμβαίνει πραγματικά? – η συζήτηση με συνάρπασε τόσο πολύ, ότι έχασα την κάθε αίσθηση του χρόνου.

    – Και τι είναι «πραγματικά»? Υπάρχουν σύνολα των αντιλήψεων, υπάρχουν αναμφισβήτητες προς το παρόν ερμηνείες αυτών, και υπάρχει ακόμα ένα τέτοιο φαινόμενο, όπως ο αντίκτυπος της ερμηνείας με τη συναίσθηση της Διαύγειας, και ακόμα άλλα πολλά, για τα οποία εσύ δεν έχεις ακόμα την παραμικρή ιδέα. Οι αριστεροί ούλτρα βλέπουν στην μάχη τους με τα αρνητικά συναισθήματα έναν πραγματικό πόλεμο με τους κατακτητές, τους εχθρούς, τις βδέλλες, που έχουν προσκολληθεί σε αυτούς, για αυτό αντιμετωπίζουν την κατάσταση τόσο σοβαρά – όπως και τον αληθινό πόλεμο. Μπορείς να δεις, με τι και πώς ζουν, και μπορείς, αν θέλεις, να συμμετάσχεις στην ατμόσφαιρα της αναζήτησης τους, της μάχης τους.

    – Εσένα δεν σου αρέσει αυτή η ατμόσφαιρα? Γιατί εσύ δεν είσαι ένας «αριστερός ούλτρα»?

    – Εγώ τείνω να ερμηνεύω τις αντιλήψεις μου κάπως διαφορετικά, δηλαδή, είναι λίγο αλλιώτικη η δική μου ερμηνεία, που δημιουργείται από αντίκτυπο με την σαφήνεια.

    – Και με τι …

    – Με τίποτα! – και οι τρεις τους γέλασαν ταυτόχρονα. – Με τίποτα! Δεν υπάρχει απόλυτη αλήθεια, Μάγια, δεν υπάρχει η «κομματική γραμμή», δεν υπάρχει «πραγματικά». Ο κόσμος είναι τέτοιος, όπως τον αντιλαμβάνεσαι εσύ, και αν είναι κοντά οι δρόμοι μας – έχει καλώς, αν δεν είναι – δεν είναι. Είμαστε ταξιδιώτες στον ωκεανό της συνείδησης, και η ειλικρίνεια είναι το πλοίο μας, η επιδίωξη – τα πανιά μας, και οι επιθυμίες – οι ναύτες.

    Δεν ξέρω γιατί, αλλά τα μάτια μου γέμισαν με δάκρυα, όταν άκουσα αυτές τις λέξεις.

    – Καμ, είπες «σε αντίθεση από πολλά άλλα». Υπάρχουν δηλαδή, και άλλα πλάσματα?

    – Γιατί – δεν μπορούν να υπάρχουν κάπου αλλού και άλλα? – ψιθύρισε η Μισέλ στο αφτί μου. – Αυτή είναι η θρησκεία σου – να βλέπεις γύρω σου μόνο τη «νεκρή φύση», μα η πραγματικότητα είναι διαφορετική, τελείως διαφορετική…

    – Ναι, αυτή είναι η θρησκεία μου…και δεν μου αρέσει καθόλου.

    Ο Καμ έγειρε στα μαξιλάρια και συνέχισε να μιλάει, ενώ εγώ μια τον κοιτούσα στα μάτια, μια άρχιζα χωρίς καμία ντροπή να εξετάζω το καλοφτιαγμένο κορμάκι του, ενθουσιασμένη τόσο περισσότερα, οσο πιο επιδέξια γίνονταν τα ζωηρά δαχτυλάκια της Μισέλ…

    – Αν βάλεις στο στόμα σου ένα κομμάτι του δηλητηριώδη μανιταριού και το μασήσεις, θα νιώσεις την πίκρα και θα το φτύσεις – δεν θα σου αρέσει η γεύση. Όταν εγώ βιώνω ένα αρνητικό συναίσθημα, το φτύνω – δεν μου αρέσει αυτή η αντίληψη, και έρχεται η επιθυμία να τη σταματήσω. Φτύνοντας το μανιτάρι, αρνείσαι να έρχεσαι σε επαφή με εκείνο το πλάσμα, το οποίο εσύ αντιλαμβάνεσαι ως «όψη μανιταριού, γεύση μανιταριού», ωστόσο, και πάλι δεν θα καταφέρεις να ξεφύγεις εντελώς από τις συνέπειες της επαφής σας – για μερικές ώρες ακόμα θα σε πονάει το στομάχι σου, ενώ κάποιος άλλος άνθρωπος μπορεί να κάνει κάτι άλλο. Θα παρατηρήσει, ότι αν φάει το μανιτάρι βρασμένο, και όχι ωμό, ο πόνος στο στομάχι δεν θα είναι τόσο οξύς, και οι καταστάσεις της αλλοιωμένης συνείδησης, στην οποία θα βρεθεί, θα του φανούν πολύ ενδιαφέρον. Ακριβώς όπως με εκείνο το σκυλί – αν το πλησιάσεις και του τραβήξεις την ουρά, όταν αυτό πεινάει και ροκανίζει το κόκαλο του, τότε μπορείς να αποκτήσεις πολύ δυσάρεστες αισθήσεις, ενώ αν το ταΐσεις στην αρχή, και μετά θα του χαϊδέψεις το κεφάλι και τα λοιπά – τότε μπορείς να λάβεις κάποιες ευχάριστες αισθήσεις.

    – Πρέπει να τα χωνέψω όλα αυτά… αλλιώς και εγώ μπορεί να δαγκώσω κάποιον:)

    – Θα τα χωνέψεις:)… λοιπόν, στην πλειοψηφία τους οι άνθρωποι συγκεκριμένα αυτό κάνουν με τα αρνητικά συναισθήματα, όπως έκανε και εκείνος ο τύπος με το μανιτάρι – προσπαθούν να τους δώσουν μια τέτοια μορφή, με την οποία αυτά δεν τσιμπάνε τόσο θανάσιμα, αλλά  δηλητηριάζουν σιγά-σιγά, και αυτή η αίσθηση της δηλητηρίασης – δηλαδή, με έναν ορισμένο τρόπο αλλοιωμένη συνείδηση – τους αρέσει, όπως αρέσει στους ναρκομανείς να καπνίζουν και να βαράνε ενέσεις.

    – Άρα, τα ναρκωτικά – είναι και αυτά στην πραγματικότητα ουσίες, οι οποίες είναι εκδηλώσεις κάποιων πλασμάτων, κάποιας συνείδησης?

    – Φυσικά! Και δεν είναι καθόλου λιγότερα επιθετικά, απ` ότι εκείνη η συνείδηση, που στέκεται πίσω από τα αρνητικά συναισθήματα – δηλαδή, κάποιοι ερμηνεύουν τις πράξεις του ως «επιθετικότητα». Για αυτό μπορείς να εθιστείς στην ηρωίνη κυριολεκτικά μετά από τη πρώτη χρήση, και να μην ξεφύγεις ποτέ ξανά από τα νύχια της, και ο κόσμος εθίζεται εξίσου πιο σταθερά στην μαριχουάνα, και κατά κανόνα, δεν την αφήνει ποτέ ξανά. Και τα αρνητικά συναισθήματα…

    – Μα απ` όσο ξέρω εγώ, η μαριχουάνα δε προκαλεί εθισμό, γιατί εσύ λες, ότι δεν την κόβουν?

    – Ξέρω, τι λέω, Μάγια… σπάνια εμφανίζεται ο σωματικός εθισμός στην μαριχουάνα, και αυτό εννοούν, όταν λένε, ότι αυτή δεν γίνεται συνήθεια – δεν υπάρχει σύνδρομο στέρησης, τίποτα σαν και αυτό, που προκαλεί, για παράδειγμα, η ηρωίνη. Όμως, να βλέπουμε και την άλλη πλευρά του προβλήματος – την ψυχολογική εξάρτηση. Χωρίς χόρτο ο κόσμος γίνεται τόσο γκρίζος… και όσο πιο μακριά, τόσο πιο γκρίζα, τόσο πιο πολύ θέλεις να βουτήξεις στον καπνό του, τόσο λιγότερες είναι οι πιθανότητες να αρχίσεις να κινείσαι με τις δικές σου δυνάμεις εκεί, όπου θέλεις εσύ, και όχι εκεί,  όπου σε οδηγεί το ναρκωτικό. Η κάνναβη είναι φυλακή, φρικτή φυλακή. Έχει λαστιχένιους τοίχους, μα κάτω από το λάστιχο είναι στρωμένη με ατσάλι.

    – Εσύ είπες «όπου σε οδηγεί το ναρκωτικό», τι εννοείς με αυτό?

    – Αυτό θα σου το πω αργότερα.

    Η Καόρου έριξε μια ματιά στο ρολόι της, πάτησε μερικά κουμπιά, έβγαλε από τη τσέπη στο γόνατο της ένα τετράδιο με στυλό, και άρχισε να βάζει εκεί κάποια σηματάκια και αριθμούς.

    – Αν έχετε δουλειά τώρα, μπορώ να πάω να βολτάρω, και μετά να ξανάρθω εδώ.

    – Να βολτάρεις? – Η Καόρου σήκωσε το βλέμμα της σε μένα. Μάγια, είσαι στο στρατόπεδο των «ούλτρα», δεν έχεις χρόνο για «βόλτες», εδώ δεν «βολτάρει» κανείς, θα «βολτάρεις» στους δρόμους της Νταραμσάλα, – η Καόρου έλεγε τις φράσεις μετρημένα, τονίζοντας κάθε φορά τη λέξη «βολτάρεις».

    – Για ποιο λόγο χρειάζεσαι τόσα ρολόγια?

    Σιωπή.

    – Ποια είναι η ηλικία σου? – όσο η Καόρου συνέχιζε να κάνει τις σημειώσεις της, η Μισέλ μπήκε στη συζήτηση. Βαθιά, χαμηλή φωνή, μου αρέσει… και τα χέρια της μου αρέσουν πολύ…

    – Είμαι 26, γιατί?

    – Και εγώ 6649.

    – Δεν κατάλαβα…

    – Ξέρεις, γιατί είσαι 26?

    – Ε…

    – Επειδή εσύ δεν ζεις, αλλά κοιμάσαι.

    – Δεν καταλαβαίνω, τι εννοείς?

    – Σκέψου, ότι είσαι σπρίντερ, τρέχεις το εκατοστόμετρο. Σε αυτά τα εκατό μέτρα της κούρσας βιώνεις ένα ολόκληρο κομμάτι της ζωής. Κάθε δευτερόλεπτο παρατηρείς – πώς λειτουργεί  μια ή άλλη ομάδα των μυών, πώς πέρασαν τα αφετηρία, πώς έγινε η επιτάχυνση, περνάνε σε δεύτερο πλάνο οι εξέδρες με τους θεατές, δεν ακούς ούτε τις φωνές, ούτε τα χειροκροτήματα – τα πάντα είναι συγκεντρωμένα σε αυτό το δευτερόλεπτο, σε άλλο,  σε οποιοδήποτε από τα δέκα δευτερόλεπτα – είναι ολόκληρο μυθιστόρημα, μπορείς να περιγράψεις τo καθένα από αυτά λεπτομερώς, σε δυο σελίδες … και τώρα πάρε τον αθλητή, που τρέχει στον μαραθώνιο, και ρώτησε τον – τι έγινε ανάμεσα στο ογδοηκοστό και εκατό ογδοηκοστό μέτρο? Θα γουρλώσει τα μάτια του και θα λυθεί στα γέλια. Λοιπόν, εμείς είμαστε σπρίντερ, δεν έχουμε χρόνο για μαραθώνια, έχουμε μόνο πενήντα με εξήντα χρόνια καιρό, και αυτό στην καλύτερη περίπτωση. Δεν είναι μόνο αυτό, όμως – απλώς έχουμε τον χαρακτήρα, την ιδιοσυγκρασία των σπρίντερ. Δεν θέλω να περιμένω την φώτιση, η οποία θα μου συμβεί μετά από εκατό ή από πεντακόσια χρόνια – θέλω να ζήσω αμέσως τώρα, αυτή τη στιγμή θέλω να πνίγομαι στην πληρότητα ζωής, καταλαβαίνεις? Για αυτό και δεν υπολογίζω την ηλικία μου σε έτη, αυτό είναι παράλογο, και αδύνατον επίσης, διότι τώρα εγώ σε μια μέρα βιώνω πιο πολλά, απ` ότι βίωνα παλιά σε έναν μήνα – πολύ εύκολο να το δεις με τα ημερολόγια μου, μα και η ίδια το νιώθεις πάρα πολύ καλά. Εγώ μετρώ τη ζωή μου με τις μέρες! Η κάθε μέρα μου είναι μοιρασμένη σε συμβολικούς «μήνες», επειδή μια μέρα έχει είκοσι τέσσερις ώρες. Η πρώτες δυο ώρες είναι Γενάρης, δεύτερες – Φεβρουάριος, και τα λοιπά. Κάθε «μήνα» εγώ δίνω γραπτή αναφορά στον εαυτό μου– τι συνέβη. Τι έκανα στην πρακτική, τι κατάφερα, σε τι απέτυχα, ποιες είναι οι νέες ιδέες, νέες αποχρώσεις των αντιλήψεων και τα λοιπά. Η Καόρου τώρα κάνει το ίδιο πράγμα – καταγράφει το πιο σημαντικό, που της έτυχε στις τελευταίες δυο ώρες, τι κατάφερε να κάνει στην πρακτική της. Πώς βλέπεις μια τέτοια προσέγγιση της ζωής?

    – Καταπληκτικό! Και τι – πράγματι, ΚΑΘΕ δυο ώρες στη ζωή σου συμβαίνει κάτι σημαντικό?

    – Ναι. Συνήθως η αναφορά μου για τον «μήνα», που πέρασε, γεμίζει μια σελίδα, καμιά φορά και δυο, και πέντε, ενίοτε  μόνο μερικές γραμμές, όμως, είναι άκρως σπάνιο να μην υπάρχει τελείως τίποτα, και αυτό δεν μου λέει, ότι κάτι μέσα μου εξαντλήθηκε, αλλά μόνο το ότι αυτόν τον «μήνα» ήμουν «κοιμισμένη».

    – Και τι θα γράψει η Καόρου για αυτά, που συνέβησαν τις τελευταίες «δυο εβδομάδες» του «μήνα» της, αφού μίλαγε μαζί μου και δεν έκανε τίποτε άλλο; Μάλλον, μόνο εκείνο το ζεύγος των αρνητικών συναισθημάτων…

    – Ο… σε διαβεβαιώ – θα γράψει πάρα πολλά, πολλά πράγματα, Μάγια!:) – γέλασαν και οι δυο εκείνες, η Μισέλ ακόμα πιο σφιχτά, σαν αρκουδάκι, με τύλιξε από το πλάι με τα χέρια και πόδια της. – Κάνεις λάθος, νομίζοντας, ότι αυτή δεν έκανε τίποτα άλλο, μα μόνο μίλαγε μαζί σου. Πρώτον, η ίδια η συζήτηση αποτελεί μια ορισμένη πρακτική, διότι η οποιαδήποτε συζήτηση – είναι ένα μείγμα των εισερχόμενων επιθυμιών, συναισθημάτων, σκέψεων, προβληματισμών, στερεότυπων και τα λοιπά. Μόνο που οι συνηθισμένοι άνθρωποι μιλάνε, απλώς παρασυρόμενοι από τη ροή των λέξεων, καθορισμένων να ακούγονται στην συγκεκριμένη περίπτωση. Εμείς δεν συζητάμε έτσι, επειδή αυτό, που «συνηθίζεται» – δεν μας ικανοποιεί. Παρακολουθούμε προσεκτικά την κάθε λέξη, εξετάζοντας τον εαυτό μας κάθε φορά – σίγουρα θέλω να το πω ή να το κάνω αυτό? Η εκείνο? Η είναι απλώς μια απόσπαση στην παραλαβή των εντυπώσεων? Ίσως το λέω αυτό, επειδή είναι άβολο να μην πω τίποτα? Και φυσικά, άκρως προσεκτικά παρακολουθούμε να μην εμφανίζονται τα αρνητικά συναισθήματα την ώρα της συζήτησης, ασχολούμαστε με την συναισθηματική λείανση. Μην νομίζεις, ότι μπροστά σου βλέπεις τα φωτισμένα όντα:) Και εγώ, και η Καόρου, και άλλοι, τους οποίους θα συναντήσεις εδώ – είναι τα πιο συνηθισμένα σκοτισμένα πλάσματα, και ο, τι μας διακρίνει από έναν κανονικό άνθρωπο – είναι η ακάθεκτη επιθυμία να βγούμε από τον βάλτο.

    – Όχι, απ` ότι βλέπω δεν είσαστε και τόσο «συνηθισμένοι» σκοτισμένοι άνθρωποι… και άλλο ένα ακόμα – δεν ξέρω, τι είναι η «συναισθηματική λείανση».

    – Ε, εντάξει, δεν μπορούμε να πούμε, ότι είμαστε και τελείως συνηθισμένοι, αλλά στους ούλτρα δεν τους αρέσει να βάζουν πάνω τους την ταμπέλα των δοξασμένων. Μας αρέσει να μην σκεφτόμαστε έτσι: «εντάξει, ήδη βιώνω το τάδε και εκείνο, και το κενό ανάμεσα σε μένα και στον συνηθισμένο σκοτισμένο άνθρωπο είναι απέραντο», αλλά διαφορετικά: «ναι, έχω κάνει κάποια πράγματα, ωστόσο, έχω ακόμα μπροστά μου ένα τεράστιο μέτωπο εργασιών, απέραντα διαστήματα των καταστάσεων, στα οποία δεν έχω πρόσβαση λόγο των σκοτισμών μου, και το κενό, που με χωρίζει από τα πιο φωτισμένα πλάσματα είναι τεράστιο, και όμως, είναι δυνατόν να το ξεπεράσω».

    – Δεν σας οδηγεί στην απογοήτευση αυτό, ή στην…

    – Αυτή η στάση φέρνει διάφορες αντιδράσεις – και στην απογοήτευση και στην έγνοια επίσης, αλλά και στην προσμονή, στην αύξηση της επιδίωξης, στην εντατικοποίηση της συμπάθειας για τα φωτισμένα πλάσματα, στην εντατικοποίηση της επιθυμίας να βγεις από τον βαλτό, και τα λοιπά.

    – Κατάλαβα. Αντίστοιχα, την απογοήτευση και άλλες βλακείες τις απομακρύνετε, και αυτό, που σας αρέσει – το υποστηρίζετε και καλλιεργείτε.

    – Απολύτως σωστά.

    – Θέλω να σε ρωτήσω για την συναισθηματική λείανση.

    – Αυτό είναι πολύ απλό. Αν αυτή τη στιγμή εσύ δεν βιώνεις τα αρνητικά συναισθήματα, δηλαδή – αν νομίζεις, ότι δεν τα νιώθεις, δεν τα παρατηρείς, και ταυτόχρονα δεν έχεις καμία Συναίσθηση, καμία φωτισμένη κατάσταση, αν δεν αισθάνεσαι μια αόρατη λάμψη, η οποία σαν να αναδύεται από τη δική σου συναισθηματική καθαριότητα, αν δεν αισθάνεσαι τη συναίσθηση μιας ιδιαίτερης μαλακής έξαρσης – αυτό και σημαίνει, ότι την ίδια στιγμή, όταν δεν αισθάνεσαι όλα αυτά, μέσα σου υπάρχει το «αδύναμο» αρνητικό φόντο. Και παρά το ότι είναι σχετικά «αδύναμο», ωστόσο, δεν παύει να είναι ένα δυνατό δηλητήριο, διότι εμποδίζει την εκδήλωση των Συναισθήσεων. Η δραστική αναζήτηση μας επιτρέπει να αποκαλύψουμε εκείνα τα αρνητικά συναισθήματα, τα οποία δεν παρατηρούσαμε νωρίτερα, αλλά αν και αυτό δεν φέρνει νέες ανακαλύψεις, και δεν έρχονται αδιάκοπα εμφανιζόμενες Συναισθήσεις και πάλι, τότε είναι η πιο σωστή στιγμή να εκτελέσεις την πρακτική της συναισθηματικής λείανσης, έτσι δεν νομίζω, ότι είναι πολύ επίκαιρο θέμα για σένα Μάγια, αν και… δεν ξέρω, αυτό αφορά την επιθυμία σου, από που θα ήθελες να ξεκινήσεις. Η πρακτική αυτή συνίσταται στο ότι εγώ αρχίζω να καταβάλλω τις προσπάθειες για την απομάκρυνση των αρνητικών καταστάσεων την ώρα, όταν αυτές οι καταστάσεις… μοιάζουν να μην υπάρχουν! Δηλαδή, εγώ νομίζω, ότι δεν υπάρχουν, διότι εφόσον δεν έχω Συναισθήσεις, τότε σίγουρα υπάρχουν οι αρνητικές καταστάσεις. Και καταβάλλω αυτές τις προσπάθειες ανεξάρτητα από οτιδήποτε – αν βρίσκομαι τώρα σε μια θετική, γκρίζα, σκοτεινή, θολή κατάσταση, αν παρατηρώ μέσα μου αρνητική ενεργειακή κατάσταση, ή αν δεν παρατηρώ τίποτα – και πάλι κάνω μια τέτοια προσπάθεια, σαν να είχα προσέξει μόλις τώρα κάποιο αρνητικό συναίσθημα και το απομακρύνω.

    – Αυτό, που μου είπες, είναι πολύ, πολύ σημαντικό, Μισέλ, διότι αυτή είναι η πέτρα, στην οποία σκοντάφτω συνέχεια… Αν δεν υπάρχουν τα αρνητικά συναισθήματα, και δεν μπορείς, μάλλον, να ασχοληθείς με την πρακτική της απομάκρυνσης αυτών, τότε, πώς να το κάνω; Και δεν μου περνούσε από το μυαλό η σκέψη, ότι πραγματικά, αν δεν έχω τώρα τα αρνητικά συναισθήματα, για ποιο λόγο και πάλι η ζωή μου παραμένει το ίδιο γκρίζα? Και σίγουρα δεν μου έχει περάσει ποτέ η σκέψη, ότι μπορείς να απομακρύνεις τα αρνητικά συναισθήματα ακόμα και τη στιγμή, όταν αυτά δεν υπάρχουν…

    – Όχι «όταν αυτά δεν υπάρχουν», αλλά όταν εσύ δεν τα βλέπεις!

    – Μα ναι, αυτό εννοούσα και εγώ…

    Η Μισέλ στιγμιαία αντάλλαξε βλέμμα με την Καόρου, έκλεισε με την παλάμη της το στόμα μου, και δεν την έπαιρνε όλη την ώρα, όσο η Καόρου μιλούσε, χαϊδεύοντας με τα δαχτυλάκια τα χείλη μου, ή αγγίζοντας τα με όλο το χεράκι της.

    – Μάγια, κάθε φορά, όταν εσύ λες κάτι διαφορετικό από αυτό, που ήθελες να πεις, κάθε φορά για αυτό υπάρχει κάποιος λόγος. Είναι πολύ μεγάλο λάθος να νομίζεις, ότι συνέβη ένα απλό σφάλμα. Να, και τώρα ήθελες να πεις «όταν δεν τα παρατηρώ», και είπες «όταν αυτά δεν υπάρχουν». Λέγοντας «όταν αυτά δεν υπάρχουν» εσύ, όλως περιέργως, συνεχίζεις να πείθεις τον εαυτό σου, ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν αρνητικά συναισθήματα, και αυτό δεν συμβαδίζει με την πρακτική. Εντάξει! – η Καόρου σηκώθηκε. – Πήγαινε για βόλτα στην Νταραμσάλα, θα γυρίσεις εδώ στις έξι, εγώ δεν έχω τώρα επιθυμία να ασχολούμαι μαζί σου.

    Εγώ γύρισα το βλέμμα μου στον Καμ – εκείνος ήδη για αρκετή ώρα δεν συμμετείχε καθόλου στη συζήτηση, και τώρα δεν αντέδρασε με κανέναν τρόπο στα λόγια της Καόρου. Είχε ενδιαφέρον – ήμουν σίγουρη, ότι θα εμφανιστεί μικρό παράπονο σε μια τέτοια αγένεια, διότι με «διώχνουν», μετά θα έρθει δυσαρέσκεια με το ότι εμφανίστηκε το παράπονο, ενώ εγώ δεν θεωρώ καθόλου αυτή την αγένεια προσβλητική, και αντιθέτως, μου αρέσει, όταν οι άνθρωποι μεταξύ τους λένε αυτό, που σκέφτονται, χωρίς όλα αυτά τα δεκανίκια, μαξιλάρια, τα οποία  έχουν σκοπό να μειώσουν τη σκληρότητα των λέξεων – και ΠΑΛΙ νιώθουν παράπονο:) Καταπληκτική επιμονή. Ναι… για να πνίξεις για τα καλά αυτή τη λέρα, δεν φτάνει απλώς να το θελήσεις, δεν φτάνει να τα «καταλάβεις όλα» – χρειάζεσαι κάτι άλλο… μάλλον, εγώ συνειδητοποίησα τώρα, τι θέλω – θέλω πρώτα απ` όλα να γνωρίσω τη δουλειά των «κομάντος».