Νωρίς το πρωί στην Νταραμσάλα. Μακρινά θιβετιανά πνευστά, διαπεραστικός κρύος ήλιος, υπόκωφα χτυπήματα των τύμπανων, παλλόμενο πάθος – με ξύπνησαν οι σκέψεις για τον Τάι. Δεν είναι οι σκέψεις, είναι κάτι άλλο… Και πάλι έβλεπα στον ύπνο μου, ότι ήταν κοντά μου, με άγγιξε σχεδόν ανεπαίσθητα, και όλο το κορμί άναψε με φλόγα. Εγώ ζω ξανά, μια νέα αιωνιότητα άρχισε σήμερα, είναι ήδη άλλος κόσμος, το χτες ήταν τόσο πολύ καιρό πριν. Χτες. Αυτή η μέρα θα λάμπει στη μνήμη μου – χτες απομάκρυνα τα αρνητικά συναισθήματα. Δεν ξέρω, πώς το έκανα αυτό. Μετατράπηκα ολόκληρη σε επιθυμία, στο πάθος, στον μανιασμένο σκοπό να ζήσω. Η μανία με άναψε από μέσα, και κάηκαν τα πάντα, ήρθε η ησυχία, τέτοια ησυχία, η οποία δεν υπήρξε ποτέ πριν. Ναι, Ντένι, ναι, τρυφερό μου πλάσμα… είσαι τόσο κοντά σε μένα τώρα… ναι, τώρα ξέρω και εγώ – τι είναι η ήπια χαρά. Αυτές είναι οι πιο σωστές λέξεις, ξέρω πλέον, ότι είναι αδύνατον να κάνεις λάθος, αδύνατον να επινοήσεις αυτή την κατάσταση, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, ότι αυτό συγκεκριμένα ένιωθα. Και τώρα ακούω ακόμα τους απόηχους της, όλο μου το είναι ελκύεται από αυτούς, τους ανοίγεται. Ντένι, αγόρι μου…:)
Μόλις είκοσι λεπτά με τα πόδια στο δρόμο από την κεντρική πλατεία της Νταραμσάλα ( θα μου ήταν πολύ δύσκολο να πω το Μακλεοντ πλατεία), και φτάσαμε με τη Λέσσυ στο Μπαγκσού. Εδώ τα πάντα είναι διαφορετικά από το Μακλεοντ Γκαντζ. Δεν ξέρω καν, πώς να το περιγράψω, πώς ακριβώς, αλλά το αισθάνομαι πολύ ξεκάθαρα. Α-α, σχεδόν δεν υπάρχουν θιβετιανοί, ο ναός του Χανουμάν, οι αδαείς μελαχρινές μούρες, που καλούν στα μαγαζιά τους… Κατάλαβα, εδώ ζουν οι Ινδοί. Χτες, όσο έκανα βόλτες και κοίταζα τα αγόρια (χωρίς επιτυχία – γύρω μου άσχημοι, και μαστουρωμένοι άσχημοι), πρόλαβα να καταλάβω, ότι αν και δεν υπάρχει τέτοια έχθρα, όπως στην Παλαιστίνη και Ισραήλ, ανάμεσα στους θιβετιανούς και Ινδούς, ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι και τόσο ειρηνικά, όπως θα ήθελαν να τα βλέπουν οι τουρίστες. Οι θιβετιανοί κρατάνε όλα τα πιο ακριβά μαγαζιά – με ασήμι, σουβενίρ, ρούχα, μουσική. Οι Ινδοί πουλάνε λαχανικά και πρήζουν τον κόσμο με τις ρίκσες και τα ταξί. Τα θιβετιανά αγόρια κυκλοφορούν αγκαλιά με τις Ευρωπαίες κοπέλες, οι Ινδοί τους χαζεύουν με πόθο και περιφρόνηση. Οι θιβετιανοί δείχνουν να είναι απολύτως ευχαριστημένοι με τη ζωή τους, ενώ στους Ινδούς σαν να ωριμάζει κάτι – ή θολή δυσαρέσκεια, ή ένα ήσυχο μίσος (και αυτός είναι πολύ σωστός όρος επίσης).
…Λοιπόν, πάω γρήγορα στον καταρράκτη – μέσα από την πολύχρονη αψίδα της πύλης του ναού, δίπλα στον απρόσωπο Χανουμάν (έτσι και δεν κατάφερα να καταλάβω τον ινδουισμό), – γύρω από την πέτρινη πισίνα, γεμάτη με Ινδούς, που πλένονται, μέσα από περιστρεφόμενη σιδερένια πόρτα (τι διάολο κάνει εδώ?), με το μυξιάρικο αγόρι, το οποίο σκαρφάλωσε πάνω της, – στα βουνά.
Ένα φαρδύ μονοπάτι πάει πάνω, μακριά φαίνονται οι φούξιες τελείες – και οι μοναχοί πάνε στα βουνά. Ανοίγουμε το βήμα μας, για να ξεπεράσουμε πιο γρήγορα ένα κοπάδι από ιδρωμένους Ινδούς, οι οποίοι με αναστεναγμούς και συνεχόμενη κουβέντα σέρνονται προς τα πάνω, οικογένειες ολόκληρες, και οι Ινδοί έχουν πάρα πολύ μεγάλες οικογένειες.
Πόσο καλό είναι, ότι μπορείς απλώς να προχωράς σιωπηλά με τη Λέσσυ. Καμιά φορά εκείνη μου ζητάει να σταματήσουμε, στρίβει λεπτά τσιγαριλίκια, και τα καπνίζει, χωρίς να εισπνέει βαθιά, με ένα σοβαρό ύφος στο πρόσωπο, βγάζοντας αστεία τον καπνό. Μου αρέσει να είμαι απλώς δίπλα της. Αν δεν την κοιτάξεις, και να ακούσεις μόνο τα αισθήματα σου, σε κείνο το μέρος, όπου κάθεται η Λέσσυ, ανοίγεται η πρώιμη άνοιξη – αρχή του Απρίλη, υγρός και δροσερός αέρας, η σκούρα άσφαλτος, γεμάτη με ρυάκια, μαύρα βρεγμένα δέντρα, λεπτό φως του ήλιου μέσα από την ανοιξιάτικη ομίχλη, πρόγευση της ισχύς, που ξεκινάει να παίρνει στροφές.
Ζέστη. Μας αρέσει να ανεβαίνουμε πάνω γρήγορα, και ας είμαστε καταϊδρωμένες. Κάποιος μας φωνάζει, αλλά εμείς δεν γυρίζουμε να δούμε – γιατί, αφού ξέρουμε, τι θέλουμε?
Καφετέρια του Σίβα. Δενδρύλλια της κάνναβης, φυτά με ανθρώπινα πρόσωπα, μια μικρή πισίνα με γαλάζιο νερό, ζουμερές εικονίτσες στις πέτρες, κάποιος παίζει σκάκι (κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου, δεν μπορώ να περάσω δίπλα στην παρτίδα – ναι, πόσο πολύ πρέπει να μαστουρώσεις για να βρεθεί ο βασιλιάς σε αυτή τη θέση!), κάποιος ξαπλώνει στον ήλιο, και κάποιος άλλος – κάτω από το δέντρο… Εμείς θα πάμε ψηλότερα, ελπίζω? Προφανώς, η Λέσσυ παρατήρησε την απορία μου και με έσπρωξε και πάλι στο μονοπάτι. Κατεβήκαμε από εκεί στον καταρράκτη και σε λίγο, πηδώντας πάνω σε μονόλιθους, βρεχόμενους από το βουνίσιο ρυάκι, ανεβήκαμε σε μια πέτρινη εξέδρα δίπλα σε μικρή λιμνούλα ανάμεσα στα βράχια, το νερό στην οποία δεν έφτανε πιο ψηλά από τη μέση μου.
Με ανακούφιση έβγαλα το παντελώς βρεγμένο μπλουζάκι και άφησα το σώμα μου, ζεστό από την άνοδο στο ελαφρύ, αλλά αισθητά δροσερό αεράκι. Και η Λέσσυ γδύθηκε στη στιγμή, μπορούσα τώρα να χαζεύω το αδύνατο σταρένιο κορμάκι της, μακριά λεπτά ποδαράκια, μικρά στήθη με ροζ ρώγες… Περνώντας γρήγορα πάνω από τις κοφτερές πέτρες, εκείνη μπήκε στο νερό, μαζεύτηκε λιγάκι από το κρύο, και βούτηξε με μικρό επιφώνημα. Εμπνευσμένη, την ακολούθησα και εγώ.
!!! Πόσο παγωμένο είναι το νερό! Απίστευτα παγωμένο! Από την έκπληξη φώναξα τόσο δυνατά, ότι έκανα τη Λέσσυ να γελάσει.
– Δεν το περίμενες?
Βγήκα έξω σφαίρα, μαζεμένη σε μια τρεμάμενη μπάλα, βρήκα σπασμωδικά ένα μεγάλο μαντίλι, πάνω στο οποίο ήθελα να λιαστώ.
– Τι ήταν αυτό! – ακόμα δεν μπορώ να συνέλθω.
Η Λέσσυ γέλασε και πάλι.
-Να έβλεπες το πρόσωπο σου τώρα! – με κοίταζε για λίγα δευτερόλεπτα ακόμα, αλλά έχασε γρήγορα το ενδιαφέρον της και ξάπλωσε σε μια μεγάλη επίπεδη πέτρα, καυτή από τον απογευματινό ήλιο.
Επιτέλους σταμάτησα να τρέμω, σχεδόν ένοιωσα, ότι ζεσταίνομαι (πόσο ωραίο είναι αυτό το «σχεδόν»). Το τετράδιο μου, το player, η ζεστή πέτρα, η βοή του καταρράκτη, ο ήλιος, τα βουνά,– θα μπορούσα να μείνω εδώ για πάντα.
Ο ήχος του καταρράκτη με τραβάει σε μια γλυκιά παραζάλη των γρήγορα εναλλασσόμενων μορφών, ανακατεμένων με τη θέρμη του ηλίου, η μουσική μέσα στο όνειρο μπερδεύεται με τα δυνατά γέλια και αποκόμματα των φράσεων … τώρα, τώρα, να το!… ο θόρυβος του καταρράκτη, μουσική… είναι τόσο ωραία… κάποτε ο ήλιος θα με πάρει για πάντα.
Δεν κατάλαβα, πώς πέρασαν αρκετές ώρες. Έτσι και δεν έγραψα τίποτα. Η απογευματινή δροσιά μας θύμισε, ότι μάλλον, έφτασε η ώρα να φύγουμε, και καλό θα ήταν να φάμε κάτι. Ίσως σήμερα να βρω κάποιο αγόρι, και είναι τέλειο, ότι μπορείς να κάνεις, ο, τι θέλεις.
Τεντώθηκα με απλωμένα τα χέρια μου – ωραία!… Όλα άλλαξαν και πάλι – ο βροντερός καταρράκτης, ρίχνοντας τις αμέτρητες αναλαμπές, τρέχει ορμητικά προς τα κάτω, στην μακρινή κοιλάδα, σαν μια ενιαία ροή από τις υγρές πέτρες, νερό, βουνά, γεμάτα με πλούσια πουρνάρια. Η ζέστη του ήλιου, πιασμένη με την αναπνοή των αόρατων από αυτό το σημείο παγετώνων, γυρίζει γύρω μας, καλώντας στο παιχνίδι … Η ζωή είναι τελείως διαφορετική, όταν δεν υπάρχουν τα αρνητικά συναισθήματα! Θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ αυτά, που αισθάνομαι τώρα? Δεν ξέρω καν, πώς να το περιγράψω, τόσο πολύ ξεπερνάει όλες τις προσδοκίες και τις αντιλήψεις μου για τα πράγματα, που θα μπορούσα να βιώσω. Πώς να μείνω σε όλα τα αυτά? Δεν υπάρχει κανένας άλλος τρόπος – μόνο η απομάκρυνση των ΑΣ, μόνο αυτό. Υπάρχει μέσα μου μια τέτοια μανία τώρα, όταν ξέρω, για ποιο ΠΡΑΓΜΑ θέλω να πολεμήσω. Σκέφτομαι και πάλι, ότι έτσι θα είναι πάντα, ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει πια, ότι έτσι ήταν και πριν, πολλές φορές, και πάλι εμφανίστηκαν τα ΑΣ, και πάλι δεν υπήρξε καμία αναλαμπή Αυτού. Και αυτή η κατάσταση μπορεί να συνεχιστεί επ` αόριστον! Όλη την ώρα περιμένω, ότι τα πράγματα μπορούν να γίνουν κάπως αλλιώς, ακόμα λίγο, και όλα θα συμβούν μόνα τους, χωρίς καμία μάχη. Αυτή η αναμονή είναι όμοια με τον θάνατο … Όχι, είναι ίδιος ο θάνατος. Όταν αρχίζω να πολεμάω, την ίδια στιγμή ήδη γεννιέται Αυτό! Ήδη έρχεται κάτι από έναν άλλο κόσμο, από μια τελείως διαφορετική ζωή. Για δες! Καταπληκτική ανακάλυψη, ίσως και η πιο σημαντική, που έχει γίνει τον τελευταίο καιρό.
– Είσαι τόσο όμορφη τώρα, Μάγια:)
– Ναι? Και πώς τη βλέπεις αυτή την ομορφιά?
– Ε, δεν ξέρω… Να, χτες το βράδυ, για παράδειγμα, έγινες τόσο σπαστική ξαφνικά. (Κοίτα, το πρόσεξε!… ντρέπομαι.) Ενώ τώρα είσαι τελείως διαφορετική. Αλλάζεις τόσο πολύ – η Λέσσυ έμοιαζε με μικρό παιδί, που κοιτάει μαγεμένο σε ένα θαύμα. Και αυτή είχε αλλάξει.
Σύρθηκα κοντά της και άρχισα να τη κοιτάω στα μάτια. Ένα κύμα της ανοιξιάτικης φρεσκάδας κάλυψε όλες τις κινήσεις μου, ξαφνικά η Λέσσυ με έπιασε δυνατά από τους ώμους και με ξάπλωσε ανάσκελα. Στο κεφάλι μου χτύπαγε παλμός από το απότομο άλμα της διέγερσης, η αναπνοή μου κόπηκε. Η Λέσσυ… μια άχαρη έφηβη μετατράπηκε μέσα σε κλάσμα του δευτερολέπτου σε μια μικρή μάγισσα με αυταρχικά και τρυφερά μάτια, που χαϊδεύουν το σώμα με αργά βλέμματα… Αθώα και βαθιά φιλιά στα μάγουλα… θέλω να αναστενάξω. Λεπτά δαχτυλάκια περνάνε τις κλείδες μου, ακουμπώντας ίσα-ίσα, και κατεβαίνουν στα στήθη μου. Η πλάτη μου λυγίζει από διαπεραστική και αναπάντεχη απόλαυση… το ηφαίστειο του οργασμού, που πλησιάζει, είναι έτοιμο να εκραγεί … Σταμάτα!… Σταμάτα, Αλεπουδάκι, αλλιώς εγώ θα τελειώσω τώρα … Έτσι, έτσι… Και άλλο! Με τη ζεστή παλάμη της πιέζει το μέτωπο μου, και με την άλλη – στο κέντρο του στήθους μου, με κοιτάζει στα μάτια… Άνοιξη, τέλος του Απρίλη… Υγρά δέντρα, μαλακό χώμα, τρυφερός γκρίζο-μεταξένιος ουρανός, – τα ρεύματα του βαθύ ωκεανού στρίβουν σε σχεδόν αόρατα πελώρια σπιράλ … Το τελευταίο όριο πριν ανοίξει το πρώτο λουλούδι, το αποκορύφωμα της άνοιξης, το οποίο από στιγμή σε στιγμή θα γίνει σιωπηλή και ανέμελη αρχή της άνθησης. …Πόσο πολύ μπορεί να κρατήσει αυτό το «από στιγμή σε στιγμή»? … Δεν το πιστεύω????!!!
Γυρίζαμε πίσω σε σκοτεινιασμένο δρόμο, ανατριχιάζοντας καμιά φορά από τις εκκωφαντικές μοτορίκσες, οι οποίες περνούσαν δίπλα. Το σημερινό πρωί είναι τόσο μακρινό, προσπαθώ να το θυμηθώ, να το σχετίσω με την συνηθισμένη αντίληψη του χρόνου, αλλά δεν καταφέρνω τίποτα, – κάτι με πετάει, σαν φελλό στο σχεδόν σκοτεινό δρόμο, που οδηγεί στα φώτα, και ακόμα αντανακλά τον ψηλό βραδινό ουρανό. Οι σκέψεις μου λες και παγώνουν, και δεν υπάρχουν καθόλου δυνάμεις να τις ζωντανέψω. Μαλακό και γαργαλιστικό με την απόλαυση γύρισμα μέσα στο άδειο και ελαφρύ σώμα… Για μερικά δευτερόλεπτα το κορμί μου εξαφανίζεται, – μικροσκοπικά ασημένια σωματίδια μέσα στο διάφανο πυκνό διάστημα, και το κάθε ένα από αυτά εκπέμπει την απόλαυση … Πώς θα μπορούσα να τα περιγράψω όλα τα αυτά? Και όλες, όλες οι οπτικές αντιλήψεις μετατρέπονται σε αυτά τα σωματίδια – ελαφριά, λαμπερά, δροσερά… Ελευθερία! Θέλω να είμαι ελεύθερη! Με ακούς??? Ακούς???… Πανύψηλος ουρανός, μανιασμένο κάλεσμα. Άκουσες???
– Λέσσυ, θα ήθελα τώρα να καθίσω σε κάποιο μοναστήρι, γνωρίζεις, αν αυτό μπορεί να γίνει?
– Ναι, θα σου δείξω τον δρόμο. Έχει ένα ακριβώς δίπλα στην οικεία του Δαλάι Λάμα. Είναι ωραία εκεί το βράδυ, – δεν υπάρχει κανείς… Δεν τραγουδάνε, όμως. Την ημέρα τραγουδάνε. Κάθε μέρα, τέσσερις μοναχοί. Και όταν έχει πούντζα και διάφορες γιορτές, μαζεύονται όλοι οι μοναχοί, και μπορείς να καθίσεις μαζί τους…
– Ναι???
– Τι σε εξέπληξε τόσο πολύ?
– Όχι ακριβώς εξέπληξε… αλλά και αυτό, επίσης. Δηλαδή, μπορείς έτσι απλά να μιλήσεις με τους μοναχούς?
– Μα ναι… Μόνο που εκείνοι δεν μιλάνε αγγλικά. Με λίγες εξαιρέσεις.
– Ψάχνω έναν άνθρωπο, αυτός σίγουρα μιλάει αγγλικά.
– Α, κατάλαβα… Εντάξει, θα σε πάω εκεί.
– Στεναχωρήθηκες, επειδή φεύγω χωρίς εσένα?
– Έ, λίγο:) Όμως, δεν θέλω να μείνεις μόνο και μόνο, επειδή εγώ στεναχωρήθηκα. Δεν μου αρέσει, ότι ήδη έχω δεθεί λιγάκι μαζί σου, έτσι θέλω και εγώ να μείνω μόνη. Κοίταξε, αυτός ο δρόμος θα σε βγάλει κατευθείαν στο μοναστήρι.
– Μην στεναχωριέσαι, μικρούλα:)
Σκάλες, σκάλες, στροφές, μάλλον, το να χαθείς εδώ δεν είναι και τόσο δύσκολο … Α, ορίστε! Πάνω σε μια μεγάλη πλακόστρωτη αυλή, περπατάνε αργά οι μοναχοί, μετρώντας τις χάντρες στα κομπολόγια τους. Κάτω από τις λάμπες κάθονται και άλλοι ιερωμένοι, και, ταλαντευόμενοι από μια μεριά στην άλλη, διαβάζουν τραγουδιστά τα θιβετιανά βιβλία. Ο καθένας είναι συγκεντρωμένος στη δική του πρακτική. Δεν υπάρχει καμία πολυλογία, φιλικότητα, επάρκεια, ταυτόχρονα δεν πλανάται η σκυθρωπή ατμόσφαιρα των πνιγερών ορθόδοξων εκκλησιών – καμία σχέση. Αυτό το μέρος μοιάζει περισσότερα με ένα επιστημονικό ίδρυμα, όπου όλοι είναι απασχολημένοι με τις δικές τους έρευνες, και η σοβαρότητα της δουλειάς δεν κάνει τους ανθρώπους σκοτεινούς και απόμακρους. Με είδε ένας γέρος μοναχός, χαμογέλασε, μου έκλεισε το μάτι και συνέχισε τον δρόμο του, τραγουδώντας σιγανά «Ομ Μανι Παντμε Χουμ». Νιώθω σαν στο σπίτι μου εδώ! Και την ίδια στιγμή ξέρω με απόλυτη σιγουριά, ότι βρίσκομαι στο θιβετιανό μοναστήρι για πρώτη φορά. Στο μυαλό μου γυρίζουν σε μια πολύχρωμη δύνη οι δυνατές μορφές, μοιάζουν πάρα πολύ με αναμνήσεις,. Κάθισα σε ένα σιδερένιο σκαμνί, από το οποίο μπορούσες να δεις την κοιλάδα, απλωμένη μέχρι τον ορίζοντα – αυτή έσβηνε σιγά-σιγά στη νύχτα, που πλησίαζε.
Το κελί. Ένα μικρό παράθυρο γεμίζει με φως του ήλιου και τους ανοιχτόχρωμους τοίχους, και μερικά απλά αντικείμενα, – τη ψάθα, λεπτή κουβέρτα, ξύλινο μπολ, μακρύ σκούρο-κόκκινο κομπολόι… Μεγάλη αίθουσα, χρυσός Βούδας, μονότονη και αποχαυνωτική ταλάντευση του σώματος, δυνατά χτυπήματα των κύμβαλων, διασκορπισμένα με ηχώ μέσα στο άδειο, σαν καμπάνα, σώμα…. Κίτρινος θρόνος με χρυσά κεντήματα. Κατάνυξη…. Χαρά, που ξεχειλίζει. Ο Δαλάι Λάμα! Πρόσωπο, πρόσωπο, πώς είναι το πρόσωπο του? Δεν μπορώ να το θυμηθώ.
Πετάχτηκα από το σκαμνί με σίγουρο σκοπό να τα μάθω όλα εδώ και τώρα. Πλησιάζω τον πρώτο τυχαίο μοναχό και του λέω, ότι θέλω να συναντήσω τον Δαλάι Λάμα. Εκείνος έδειξε ένα πλατύ χαμόγελο, φώναξε τους άλλους μοναχούς, και επιτέλους ανάμεσα σε αυτούς βρέθηκε κάποιος, που μίλαγε λίγα αγγλικά.
– Ο Αυτού Αγιότητα δεν είναι στην Νταραμσάλα τώρα. Πιθανόν θα γυρίσει την επόμενη εβδομάδα και θα κάνει μια δημόσια ακρόαση.
– Γνωρίζετε έναν άνθρωπο με το όνομα Λομψάνγκ? Υπάρχει ένας τέτοιος υψηλός Λάμα?
Εκείνοι κοιτάχτηκαν και σήκωσαν τους ώμους τους.
– Χρειάζομαι κάποιον από τον περίγυρο του Δαλάι Λάμα.
– Ίσως τον Αυτού Αγιότητα Κάρμαπα?
– Πώς μπορώ να τον βρω? Μπορώ να τον συναντήσω?
– Ναι, βέβαια. Είναι πολύ απλό – πρέπει να πας στην κάτω Νταραμσάλα.
– Και μπορώ να τον συναντήσω έτσι απλά?
– Μα ναι… Τρεις φορές την εβδομάδα και αυτός δίνει δημόσιες ακροάσεις, και είναι πολύ εύκολο να πας και εσύ σε μια από αυτές. Θα το μάθεις στο γραφείο, που βρίσκεται δίπλα στο ξενοδοχείο «Θιβέτ», στο Μακλεοντ. Όμως, σήμερα είναι Σάββατο, έτσι θα πρέπει να περιμένεις πέντε ημέρες.
– Πέντε μέρες? Εντάξει, ευχαριστώ… Και που μένει ο Αυτού Αγιότητα Δαλάι Λάμα?
– Εκεί πέρα, – οι μοναχοί έδειξαν μια πύλη, όχι πολύ μακριά.
Η συζήτηση γινόταν με μεγάλη δυσκολία λόγο των αγγλικών τους, κατάλαβα, ότι εκτός από αυτές τις επίσημες πληροφορίες δεν μπορώ να μάθω κάτι άλλο, έτσι πήγα κοντά στη πύλη, λιγάκι απογοητευμένη και με αυτό, και με το ότι ο Δαλάι Λάμα δεν είναι στην Νταραμσάλα.
Οι φύλακες, ψηλοί Ινδοί με αδιάφορο ύφος στα πρόσωπα και όπλα της εποχής του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, έριξαν μια ματιά προς το μέρος μου. Ρώτησα, αν θα μπορούσα να περάσω μέσα… Φυσικά, όχι. Κοίταξε να δεις, λένε συγγνώμη… Καλά, τότε, – αγοράκια, φαγητό (διάολε, πεινάω σαν λύκος, τώρα το κατάλαβα!), Ιντερνέτ… Η να πάω αμέσως τώρα να βρω τη Λέσσυ?