Ελληνικα change

Error

×

Κεφάλαιο 40

Main page / Μάγια 1: Φορς-Μινόρ / Κεφάλαιο 40

Περιεχόμενα

    Νερό, κοκκινωπό,  μοβ, σε πυκνά και αβίαστα ρεύματα ενώνεται με τις ψηλές και απότομες όχθες, που ανεβαίνουν, σαν τα λουλουδισμένα χαλιά στον ουρανό, ο οποίος τυλίγεται σε περίτεχνα σπιράλ της ευδαιμονίας. Ο Ται με έφερε εδώ, νιώθω, ότι είναι κάπου πολύ κοντά… Και ο Σαρτ, ο Καμ, η Κιάρα – όλοι τους  λες και βρίσκονται πάντα δίπλα μου… Ίσως εκεί, πίσω από το επόμενο λύγισμα του ποταμίσιου κορμιού?… Γιατί αυτά τα όνειρα είναι τόσο σύντομα? Με γεμίζουν με προσμονή – αν δεν μπορώ να βρω εκείνους στην πραγματικότητα, θα μπορέσω να τους βρω στα όνειρά μου. Τούτη  η παράξενη και παράλογη σιγουριά δεν με αφήνει εδώ και μερικές μέρες. Με τίποτα δεν μπορώ να θυμηθώ, πώς  αυτή εμφανίστηκε. Τώρα, αυτή τη στιγμή, θα γυρίσω και θα τους δω…

    Η Νταραμσάλα. Δεν κατάλαβα καν, πώς πέρασαν δεκαπέντε ώρες στο λεωφορείο. Ηλιόλουστο πρωί στο Μακλέοντ Γκαντζ, τα στενά δρομάκια φεύγουν από μένα προς όλες τις κατευθύνσεις, σαν αστέρι, αιωρείται η μακρινή μυρωδιά της φωτιάς, η δροσιά του βουνού περνάει στο κορμί μου με ανατριχίλες. Για που τώρα? Ρίχνομαι στην πρώτη τυχαία κατεύθυνση και νιώθω, ότι ακριβώς εκεί έπρεπε να πάω. Παραλίγο να τρέξω, αναπηδώντας, – το σακίδιο με σταμάτησε.

    Τι πρόσωπα! Γυναίκες, παιδιά, μοναχοί, γέροι – είναι ένας τελείως διαφορετικός κόσμος, το αισθάνεσαι έντονα μετά από πολύχρωμη και θορυβώδη Ινδία. Το μικρό Θιβέτ, που ονειρεύεται την ελευθερία. Θέλω να χαμογελάσω σε όλους τους περαστικούς, να κοιτάζω στα σκιστά λαμπερά μάτια τους, να βρίσκομαι ανάμεσα τους, να είμαι όσο πιο κοντά γίνεται στη δική τους ηλιόλουστη αυτάρκεια, η οποία γύρισε το βλέμμα εντός του εαυτού της.

    Εδώ, μάλλον, βρήκα το μέρος, που θέλω να μείνω –  μια μικρή κόκκινη βίλα κοντά στον δρόμο, με άσπρα καγκελωτά παράθυρα, ανοιγμένα προς καθαρά πρωινά βουνά. «Το σοκολατένιο καταφύγιο» – έτσι λέγεται αυτό το μέρος, με μικρή σοκολατερί, πέτρινα σκαλιά, που κατεβαίνουν ανάμεσα στα δέντρα του βουνού κάτω στο πράσινο ξέφωτο. Εκεί  βρήκα μια νεαρή κοπελίτσα  με σταρένιο δέρμα   να απολαμβάνει τον ήλιο,  με κλειστά τα μάτια.

    Όλα με εξέπληξαν στην ιδιοκτήτρια – και τα άψογα αγγλικά της, και η ιταλιάνικη εμφάνιση της, και η ελευθερία στην έκφραση, την οποία δεν είχα συναντήσει ποτέ πριν στις Ινδές. Με πήγε τόσο γρήγορα στο πάνω όροφο, ότι δεν πρόλαβα καν να συνέλθω – και καθόμουν ήδη στο πολυτελές για τα  ινδικά μέτρα διαμέρισμα, και ήμουν ευτυχισμένη, ότι εκεί υπήρξε ο, τι χρειαζόμουν για τη ζωή, ακόμα και ένα ψυγείο και εστία με φυσικό αέριο.

    Το μικρό διαβολάκι μέσα μου και πάλι προσπαθεί να αποδράσει, όπως τότε, στα παιδικά μου χρόνια, όταν ήμουν έτοιμη ανά πάσα στιγμή να σηκωθώ και να φύγω σε ένα συναρπαστικό ταξίδι, ακόμα και αν είναι ένα ταξίδι μέχρι τη γωνία του σπιτιού. Τα σιδερένια σπιράλ σκαλιά ακούγονται σε όλη την μικρή αυλή, και σωπαίνουν μεγαλόπρεπα, όταν εγώ πηδάω από το τελευταίο σκαλοπάτι και προσγειώνομαι στο γρασίδι.

    Το ξέφωτο με την ξανθομαλλούσα φιλοξενούμενη της με κοιτάει περίεργα, ψιθυρίζοντας με σκιές και παίζοντας με της αναλαμπές του ήλιου.

    – Για που τρέχεις έτσι? – τα γαλανά της μάτια με εξετάζουν με εξίσου καθαρό βλέμμα, όπως και ο σημερινός ουρανός το πρωί.

    – Να προϋπαντήσω τη ζωή. Ποια είσαι εσύ?

    – Είμαι η Λέσσυ.

    – Λέσσυ :) Πολύ τρυφερό όνομα! Εδώ μένεις?

    – Ναι.

    – Έλα στο δωμάτιο μου σήμερα.

    – Θα έρθω:)

    – Πιο βράδυ, ΟΚ? Περίπου στις πέντε, εντάξει?

    – Εντάξει.

    – Φεύγω! Να έρθεις οπωσδήποτε, σύμφωνοι?

    – Θα έρθω σίγουρα.

    Λέσσυ… Παραλίγο να την πάρω τώρα μαζί μου, ήθελα να της ζητήσω να μου τα δείξει όλα εδώ, όμως, κατάλαβα στην ώρα μου, ότι δεν είναι σωστό αυτό, αν το κάνω αυτή τη στιγμή,  θα τελειώσουν τα πάντα αμέσως, θα γυρίσουν σε ρουτίνα, ανία, βαρεμάρα… Πώς γίνεται αυτό? Γιατί, όταν σκέφτομαι, ότι αυτή θα έρθει σε μένα το βράδυ, πιστεύω, πως θα γίνει κάτι μελωδικό και λαμπερό, και αν θα έμεινα κοντά της τώρα ή θα την έπαιρνα μαζί μου, είμαι σίγουρη, ότι τίποτα από όλα αυτά δεν θα συνέβαιναν?

    Ζω συνέχεια, σαν να περνάω από το σημείο Α στο σημείο Β, είναι η κίνηση στην ευθεία. Σαν να με έχουν φυλακίσει σε αυτή την ευθεία, και τι σημασία έχει, πότε σε αυτήν θα εμφανιστεί το σημείο «Λέσσυ»? Ώρα νωρίτερα, ώρα αργότερα…Πόση νεκρότητα υπάρχει σε όλα τα αυτά! Σαν να είμαι στριμωγμένη από όλες τις μεριές με τσιμεντένιες πλάκες και μπορώ μόνο να σέρνομαι.

    Οι ζωντανές επιθυμίες – να τι σηκώνει αυτές τις πλάκες και ανοίγει ένα νέο σύμπαν-ταξίδι! Δεν ξέρω, τι με περιμένει μετά από το επόμενο βήμα, και η κάθε μου κίνηση – είναι η επιλογή μιας τέτοιας πραγματικότητας, όπου θα βρεθώ την επόμενη στιγμή, είναι η ίδρυση του νέου, στο οποίο η κάθε στροφή έχει σημασία. Αρκεί να αποσπαστείς λιγάκι και να βγεις από το κύμα της ζωντανής επιθυμίας, και επιστρέφεις αμέσως στον κόσμο της καθημερινότητας. Ναι, αυτές θα ήταν δυο τελείως διαφορετικές ζωές – με τη Λέσσυ τώρα και τη Λέσσυ, που θα έρθει απόψε. Γιατί είναι έτσι? Δεν ξέρω, δεν έχω καμία εξήγηση, αλλά υπάρχει η σαφήνεια, η οποία σαν μια χρυσαφένια κλώστη με οδηγεί σε νέες και νέες ανακαλύψεις.

    Πίσω από τις πόρτες, στολισμένες με αγριεμένα μούτρα των βουδιστικών θεοτήτων, βγήκαν, τρέχοντας, δυο πολύ νέες μοναχές, με τα κεφάλια ξυρισμένα γουλί. Σηκώνοντας τις μπορντό φορεσιές τους και γελώντας δυνατά, εκείνες έτρεξαν κάτω στο δρόμο, γεμάτο λακκούβες, που δεν έχει στεγνώσει ακόμα από την νυχτερινή δροσιά, μιλάγανε γρήγορα για κάτι στην μαγευτική, γάργαρη γλώσσα, και εγώ θέλω τόσο πολύ να μάθω, για ποιο πράγμα αυτές μιλάνε, τι σκέφτονται, με τη ζουν… Ο άνεμος ταλαντεύει τα πολύχρωμα σημαιάκια με θιβετιανά συμβολικά, ο ήλιος αντανακλάται στο ανοιχτό-κίτρινο κτήριο του μοναστηριού, στερεωμένου στην άκρη ενός χαμηλού λόφου, περικυκλωμένου με πεύκα του βουνού και φουντωτά έλατα.

    Στον πανύψηλο ουρανό διασκορπίζεται ένα σμήνος από κοράκια, τα οποία διαλαλούν στον κόσμο κάποια σημαντική είδηση. Θέλω να περπατάω αργά, να αφουγκράζομαι το κάθε βήμα – ένα μπουμπούκι, που ανοίγει προς τα μέσα, ένα στοιχείο εκρήγνυται εσωτερικά.

    Μια φασαριόζικη παρέα των αδέξιων κουταβιών πέφτει, σαν μια χνουδωτή μπάλα έξω από την πόρτα, καλυμμένη με κεντημένη κουρτίνα. Σηκώνοντας τις ουρίτσες, γαβγίζοντας και δαγκώνοντας, τρέχουν γύρω μου καμπόση ώρα, μα μόλις φάνηκε στο κατώφλι η μαύρη σκύλα με πονηρά μάτια και δυο σειρές κρεμασμένων σκούρων μαστών, εκείνα με ξεχνούν και επιτίθενται σε αυτήν, απαιτώντας την προσοχή της και τη τροφή. Η τρυφερότητα άναψε κατευθείαν στο κέντρο του θώρακα μου και τύλιξε με λεπτές λωρίδες όλη αυτή την παρείτσα των ζωών, ανταποκρινόμενη ευαίσθητα σε κάθε τους κίνηση.

    Εδώ ακόμα και οι αγελάδες είναι διαφορετικές! Η δεν είναι τυχαίο, ότι μου αρέσει τόσο πολύ εδώ? …Άραγε, με ποιον τρόπο να έβρισκα τον Λομψάνγκ? Θα το καταφέρω? Ο Ντένι μου έγραψε, ότι πρέπει επειγόντως να επιστρέψει στη Γαλλία, και δεν έχω μάθει ακόμα, τι του συνέβη. Δεν ξέρω καν, τι εμφάνιση έχει  ο Λομψάνγκ… Απίστευτο – πίσω από τους τοίχους αυτών των μοναστηριών γίνεται το θαύμα? Εδώ, σε αυτό το μέρος γίνεται η συνεχόμενη χαρούμενη επεξεργασία του εαυτού σου, η οποία ένα βήμα μετά το άλλο σε πηγαίνει στους διαφορετικούς κόσμους? Με αυτή τη σκέψη ένα ζεστό κύμα ανέβηκε από τα πόδια μου και έγλειψε όλο το κορμί μου από μέσα με μια κοκκινωπή φλόγα.

    Έχω κάποια παράξενη κούραση από τέτοια πληθώρα των αντιλήψεων. Ποτέ δεν είχα φανταστεί, ότι είναι δυνατόν να κουραστείς από την ευτυχία, και τώρα θέλω να χαλαρώσω, να μπω σε ένα μαγαζάκι, να σκεφτώ για κάτι ασήμαντο. Θέλω να αποχαυνώσω τον εαυτό μου! Να φάω καλά, να αγοράσω ένα νέο μπλουζάκι, να ακούσω τη μουσική σ` εκείνο το μαγαζάκι, το οποίο ανοίγεται τις πόρτες του στον δρόμο με απόκοσμο τραγούδι των θιβετιανών μοναχών. Γύρω μου αγόρια… Τι γίνεται με μένα? Δεν ξέρω καν, με τι να πιαστώ, ίσως να ήταν καλύτερα να πάω σε κάποιο μοναστήρι και να μείνω εκεί, στη μοναξιά? Άραγε, είναι δυνατόν κάτι τέτοιο? Πρέπει να ψάξω για ένα καλό μέρος… Αγόρια. Κορίτσια. Λέσσυ. Σήμερα αυτή θα έρθει.

    Τελικά, επιλέγω το νόστιμο φαγητό, μουσική, αγόρια. Βουτάω.

    – Τι είναι το «μόμο»?

    – Μόμο? – το θιβετιανό αγοράκι-σερβιτόρος με κοίταξε με περιέργεια, – δεν ξέρεις? Εντάξει… Μόμο – είναι μόμο:) Αν θέλεις, μπορώ να σου δείξω.

    – Εντάξει.

    Σε δυο λεπτά μου φέρνει ένα πιάτο πελμένι. [Βραστά ζυμαρικά, κάτι σαν ιταλιάνικα ραβιόλια – παρατήρηση του μεταφραστή.]

    – Α-α! Κατάλαβα:) Το θέλω. Με μήλα και μέλι… Πώς είναι το θιβετιανό ψωμί?

    – Είναι σαν μια μεγάλη πίτα, άδεια από μέσα… Είναι πολύ νόστιμη, σε όλους αρέσει.

    – Πολύ καλά, θα πάρω μια μερίδα, με ψωμί. Και ένα κομμάτι τούρτα από σοκολάτα. Και ζεστή σοκολάτα.

    – Τόσο πολύ σου αρέσουν τα γλυκά? – κοιτάει με παιδικό θαυμασμό.

    – Ναι :)

    Η μικρή καφετέρια με ογκώδη ξύλινα τραπέζια, κομμένα με τις ακτίνες του ήλιου, και μια γωνία με τους υπολογιστές, κρυμμένη πίσω από ένα παραβάν, ήταν σχεδόν άδεια. Πάνω στον τοίχο ένα μεγάλο πλακάτ με κόκκινα γράμματα – «Εμείς δεν πουλάμε κινέζικα προϊόντα». Αλίμονο!

    Οι Κινέζοι, σαν ένας ανθεκτικός στα αντιβιοτικά ιός, έχουν το Θιβέτ υπό κατοχή και απ` ότι φαίνεται, δεν θα μειώσουν την πίεση τους, ωσότου δεν μείνει ένας κρανίου τόπος στη θέση του, πάνω στο οποίο εκείνοι θα μπορέσουν να κτίσουν τα δικά τους διαβολικά μνημεία των κομμουνιστικών αρχηγών και στρατώνες για τον κάθε ετερόδοξο. Από την αρχή της εισβολής ως τώρα οι Κινέζοι κατέστρεψαν έξι χιλιάδες μοναστήρια, σκότωσαν ένα εκατομμύριο διακόσιες χιλιάδες θιβετιανών μοναχών. Ένα εκατομμύριο! Ενώ όλος ο θιβετιανός λαός αποτελείται από μόλις έξι εκατομμύρια. Απόλυτη καταπίεση οποιουδήποτε εθνικού χαρακτήρα, ακραίος βαθμός της διάκρισης σε όλες τις κοινωνικές της μορφές, πολυετείς καθείρξεις, μαζικές εκτελέσεις, καθολική στείρωση αντρών και γυναικών – αυτή είναι η ζωή των θιβετιανών, οι οποίοι δεν κατάφεραν έγκαιρα να φύγουν από το Θιβέτ. Αλλά, δεν υπάρχει Θιβέτ πλέον, εδώ τώρα είναι η θιβετιανή επαρχία της Κίνας.

    Ο κόσμος είναι τυφλός και απρόσωπος, και τώρα μια μικρή ομάδα τρελών για κάποιο λόγο δεν αδιαφορεί για αυτά, που συμβαίνουν στο Θιβέτ. Όμως, αυτό δεν αλλάζει τίποτα. Ποιος θα αντισταθεί σε αυτόν τον παγκόσμιο οικονομικό γίγαντα – τη Κίνα? Και για ποιο λόγο? Για χάρη κάποιων θιβετιανών… όχι, τα δολάρια είναι πιο σημαντικά. Στη Ρωσία δεν εκδώσαν τη βίζα για τον Δαλάι Λάμα – έτσι είναι πιο ήσυχα, γιατί να νευριάσουμε τους κινεζικούς συντρόφους μας? Είναι σχεδόν έτοιμο το συμβόλαιο για τις πωλήσεις των καταδιωκτικών αεροπλάνων, το φυσικό αέριο επίσης, το ηλεκτρικό ρεύμα… στο διάολο ο Δαλάι Λάμα, τέλος πάντων, η Ρωσία είναι ορθόδοξη χώρα, δεν χρειαζόμαστε όλους αυτούς τους… Βία? Ρατσιστική διάκριση? Βασανισμοί και τρομοκρατία? Εντάξει, δεν είναι καλό, καθόλου καλό, βέβαια… αλλά και έτσι δεν θα δώσουμε τη βίζα στον Δαλάι Λάμα. Τι? Η τσακάλικη ανοχή για τη βία και ρατσισμό? Όχι, μα τι λέτε – αυτή είναι απλώς η στρατηγική σκέψη, για το καλό του μαρτυρικού λαού μας.

    Λέσσυ, Λέσσυ. Αλεπουδάκι, κορίτσι μου… Εγώ θα πέσω για ύπνο τώρα, και όταν ξυπνήσω, θα έρθεις αμέσως. Θα έρθεις, έτσι?:) …Κατάλαβα, ότι είχα κουραστεί πάρα πολύ τελικά από μια νύχτα στο λεωφορείο – μόλις έφτασα στο κρεβάτι, αμέσως σαν να με καταπλάκωσε πάνω του κάποιο βάρος, τα μάτια τυλίχθηκαν με βαριά και γλυκύ ομίχλη… Είναι ωραίο να λαγοκοιμάσαι και να σκέφτεσαι για ένα ξανθό διαβολάκι από το πρωινό ξέφωτο, ακόμα και αν αυτό θα μείνει μια μελωδική ανάμνηση… Δεν θα αλλάξει τίποτα, αν δεν έρθεις, δεν θα αλλάξει τίποτα, μικρούλα… Πόσο βαθιά είναι η ησυχία του ωκεανού των ονείρων, σαν να σε αγκαλιάζω, νιώθοντας το άρωμα του κορμιού σου, – αυτή είναι η μυρωδιά της τρυφερότητας.

    Το χτύπημα στη πόρτα μου φάνηκε παράξενο. Έμοιαζε με  ένα συνηθισμένο χτύπημα, αλλά εγώ ήξερα σίγουρα, ότι δεν είναι η Λέσσυ, μάλλον, είναι κάποιος δυσάρεστος… Ακριβώς – είναι ο ψευτομάτης Ινδός, ο υπάλληλος της ιδιοκτήτριας του σπιτιού. Χαμογελώντας τελείως σιχαμερά, και τρώγοντας με  ταυτόχρονα με τα μάτια του, ζητάει να του δώσω το διαβατήριο. Τον κοίταξα με καχυποψία και είπα, ότι θα πάω το διαβατήριο μου μόνη μου. Αυτός ο τύπος, σύμφωνα με τις αισθήσεις μου, είναι ικανός για πολλά, αν και τραβιέται από την ανησυχία, η οποία ενίοτε φτάνει στον φόβο. Πολλές φορές κάτω από τις μάσκες των ελεεινών και ντροπαλών ανθρώπων είδα τέτοια αγρία τέρατα και δεινόσαυρους, ότι δεν πιστεύω πια σε καμία εξωτερική αδυναμία και φόβο. Ίσως, αυτό είναι ένα πονηρό κόλπο της κακίας, που αναγκάζεται να κρυφτεί, για να συνεχίσει να υπάρχει ανενόχλητη?

    Να και η Λέσσυ!

    – Πάμε στην ταράτσα, θα σου αρέσει, κάθομαι εκεί κάθε βράδυ. Θα δεις και το ηλιοβασίλεμα, – η φωνή της είναι σαν τα γάργαρα νερά ενός ρυακιού στο πρωινό φως του ήλιου. – Πάρε, όμως, μαζί σου κάτι ζεστό.

    Από την στρογγυλή επίπεδη στέγη μπορείς να δεις τα βουνά, την σκεπτική κοιλάδα κάτω, το μοναστήρι, που έχει κρυφτεί σχεδόν ολόκληρο μέσα στο σούρουπο, την ώρα που τα βουνά απέναντι, αντιθέτως, ανάβουν με το κόκκινο χρυσό του ήλιου, που δύει. Πολύ κοντά οι κορυφές των ήσυχων φθινοπωρινών μάνγκο κρύβουν στα κλαδιά τους τα απογευματινά παιχνίδια των πουλιών. Η Νταραμσάλα ανάβει τα φώτα της, και τώρα κάτω από τα πόδια μας είναι μια σκούρο-πράσινη χαράδρα, η οποία λαμπυρίζει με τα φώτα της και βουτάει στην μακρινή θάλασσα των πυγολαμπίδων μέσα στην κοιλάδα.

    Δεν θέλουμε να μιλάμε καθόλου… Στην αρχή χαμηλόφωνα, ακόμα και κάπως δειλά, το μοναστήρι μας αγγίζει με το τραγούδι της γυναικείας χορωδίας, όμως, σε λίγα λεπτά την ακολουθούν νέες φωνές, και άλλες, και άλλες! Μου είναι τόσο εύκολο να φανταστώ εκείνες τις ανέμελες μικρούλες – μοναχές, οι οποίες τώρα έγιναν σοβαρές, συγκεντρωμένες – ακριβώς έτσι εγώ αντιλαμβάνομαι το θιβετιανό τραγούδι. Μέσα μου νιώθω το ίδιο στοιχείο, – η πλήρη άπνοια, βοή της καταιγίδας, τα αφρώδη ηλιόλουστα κύματα, ασημένια τρυφερά ρίγη.

    …Πώς, όμως, να βρω τον Λομψάνγκ?

    – Δεν κρύωσες ακόμα, Αλεπουδάκι? – αγκαλιάζω πιο σφιχτά τη Λέσσυ, και εκείνη, σαν γατάκι, βολεύεται πιο άνετα.

    – Ναι, έχει λιγάκι κρύο… Μου αρέσει η ζέστη, αλλά όταν έχει καύσωνα – όχι και τόσο πολύ. Μακάρι να ήταν συνέχεια η άνοιξη:)

    – Ναι? Εγώ λατρεύω το φθινόπωρο! Ακριβώς τέτοιο, όπως είναι εδώ, τώρα. Εκεί, όπου μένω εγώ, τέτοιο φθινόπωρο κρατάει μόνο λίγες ημέρες το χρόνο.

    – Θα είναι τέλεια κοντά στον ωκεανό σε λίγο. Έχεις πάει στην Γκόα?

    – Όχι, όχι ακόμα.

    – Εκεί έχει ακόμα πολύ ζέστη, αλλά τον Δεκέμβρη θα είναι πολύ εύκολα και δροσερά τα βράδια.

    – Εύκολα? Τι εννοείς?

    – Εμ… Όταν δεν προσέχεις καθόλου τον καιρό, δεν νιώθεις ούτε ζέστη, ούτε κρύο…

    – Α, κατάλαβα, κατάλαβα, και εμένα μου αρέσει, όταν είναι εύκολα, αφού δεν είναι απλώς μια αίσθηση, υπάρχει και κάτι άλλο σε αυτό, κάποια κρυσταλλικότητα, να το πω…

    – Το είπες πολύ ωραία – κρυσταλλικότητα! Ναι, αυτό μοιάζει με κρυσταλλικότητα – εκείνη πήγε ακόμα πιο κοντά σε μένα.

    – Ταξιδεύεις μόνη σου?

    – Τώρα – ναι.

    – Πόσο χρόνων είσαι?

    – Δεκαέξι.

    – Δεκαέξι???

    – Ναι:) Ήρθα εδώ με τους γονείς μου, εκείνοι γνωρίστηκαν εδώ, στην Γκόα, και εγώ πήγαινα μαζί τους κάθε χρόνο, από τότε που γεννήθηκα…Είχα μαζί και τη φίλη μου.

    – Φίλη? Εννοείς την κολλητή σου ή ήταν το κορίτσι σου?

    – Το κορίτσι μου. Είμαι λεσβία.

    – Απίστευτο! Πρώτη φορά συναντώ ένα κορίτσι, που λέει στ` ανοιχτά, ότι είναι λεσβία. Και τι, οι γονείς σου ξέρουν για αυτό?

    – Ναι, και τους αρέσει, ότι βγαίνω με κάποια. Ο πατέρας μου είπε, ότι στα δεκαέξι του και αυτός είχε αγόρι, και θεωρεί, ότι είναι το καλύτερο – στην αρχή να κάνεις κάποια ομοφυλοφιλική σχέση, και μετά να ξεκινήσεις να πηδιέσαι με τα κορίτσια. (είναι τόσο ξαφνικό να ακούσω από αυτήν τη λέξη «fuck»)… Και το αντίστροφο:)

    – Ναι? Για φαντάσου, δεν παύεις να με εκπλήσσεις! Και τι έγινε με το κορίτσι σου?

    – Μαλώσαμε. Στην αρχή θέλαμε να έχουμε ανοιχτή σχέση, ώστε και εκείνη, και εγώ να μπορούμε να πηδιόμαστε με άλλα αγόρια και άλλα κορίτσια. Όμως, όταν εγώ τα είχα φτιάξει με ένα  αγόρι… δεν ήταν καν σοβαρό, έτσι, για μια βραδιά… εκείνη την έπιασε τέτοια ζήλια, ότι δεν κατάφερε να μου το συγχωρέσει ποτέ. Και εγώ κατάλαβα, ότι δεν μπορώ να ζήσω έτσι, επειδή μου αρέσει να κάνω σεξ, και δεν θέλω να είμαι μόνο μαζί της … Και δεν θέλω να δω ποτέ ξανά τη ζήλια της. Ήταν τόσο τρομερό, αυτή έκλαιγε, ούρλιαζε, ακόμα και με χτύπησε μερικές φορές. Τότε της είπα να φύγει, επειδή μετά από αυτό δεν μπορούμε να έχουμε τίποτα πια. Με καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι?

    – Εννοείται. Η ζήλια είναι θάνατος για ο, τι ζωντανό, είναι δηλητήριο χειρότερο και από το κυανίδιο:)

    – Σωστά, σωστά! – γέλασε εκείνη με ένα κάπως άγριο χαχανητό.

    – Και τι, οι γονείς σου σε άφησαν εδώ μόνη σου?

    – Ε, ναι, είπαν, ότι θέλουν να μείνω εδώ για έξι μήνες ακόμα, να διασκεδάσω σε διάφορα πάρτι, να πηδηχτώ με αγόρια και κορίτσια.

    – Λέσσυ! Τσίμπα με, μήπως κοιμάμαι? Πες μου για τους γονείς σου.

    – Ήταν κάποτε χίπηδες…

    – Α, κατάλαβα:)

    – …έζησαν λίγα χρόνια στην Γκόα, σε μια απλή σκηνή, ούτε  καν σκηνή, αλλά μια τέντα , κάτω από τη σήτα. Τότε η Γκόα ήταν διαφορετική, δεν υπήρχαν τουρίστες, ξενοδοχεία. Θυμάμαι κάποια πράγματα, όμως, θολά… Όταν ήμουν 13, οι γονείς μου έδωσαν να δοκιμάσω μαριχουάνα.

    – Οι ίδιοι την καπνίζουν?

    – Όλη τη ζωή. Έχουν μια ολόκληρη φιλοσοφία για αυτήν, όμως, εγώ είμαι διαφορετική. Δεν μου αρέσουν τα πάρτι, τα ναρκωτικά, και τα πιο πολλά αγόρια δεν μου αρέσουν επίσης. Θέλω σεξ μόνο, όταν έχω μια σωστή αίσθηση.

    – Σωστή αίσθηση?

    – Ε, ναι:) Όταν βλέπεις έναν άνθρωπο και χωρίς καμία αμφιβολία ξέρεις, ότι τον θέλεις, λες και όλα μέσα σου αρχίζουν να έλκονται από αυτόν.

    – Βεβαίως και το ξέρω! Κατάφερες να το εκφράσεις τέλεια – η σωστή αίσθηση. Και με τα κορίτσια τι γίνεται?

    – Τα κορίτσια μου αρέσουν πιο συχνά, σκέφτομαι ακόμα, ότι δεν θα το κάνω καθόλου με αγόρια, κάτι δεν πάει καλά με αυτό…

    – Όχι, Λέσσυ, απλώς είναι δύσκολο να βρεις τρυφερά αγόρια. Μου είχαν τύχει, όμως:) …Πάμε στο δωμάτιο μου, να πιούμε τσάι, έπιασε πολύ κρύο.

    – Ναι, αλλά δες – τι αστέρια έχει!

    Μα εγώ δεν είχα διάθεση για αστέρια – η αμφιβολία, η δυσαρέσκεια με τον εαυτό μου, η μιζέρια, ίσως και όλα μαζί – κάτι έψαχνε στα τυφλά τον δρόμο του κάπου πολύ βαθιά μέσα στην κοιλιά μου, απλώνοντας τα πλοκάμια του στο στήθος, στο λαιμό μου. Μάλλον, έχει ανακατευτεί και η απογοήτευση εδώ – περίμενα να δω τη Λέσσυ ευαίσθητο και τρυφερό κοριτσάκι, και εκείνη συμπεριφέρεται, σαν αδέξιος έφηβος με απότομο γέλιο, αν και γίνεται κάποιες φορές αληθινή γατούλα. Προσδοκίες, προσδοκίες – αυτό μας φέρνει τις απογοητεύσεις, αυτό κρύβει τον κόσμο από εμένα. Σαν να έρχεσαι στο ολάνθιστο κήπο με μανταλάκι στη μύτη, ευαίσθητος μόνο σε μια μυρωδιά, και να γυρίζεις με δυσαρεστημένο ύφος, λέγοντας, ότι είναι όλα τόσο γκρίζα, άνοστα, και δεν μυρίζουν…

    Και τώρα – τι? Η ίδια δεν ξέρω τώρα, τι θέλω – να μείνω με τη Λέσσυ, ή να κανονίσω μια συνάντηση μαζί της αύριο, για να καταλάβω τις επιθυμίες μου μέχρι τότε. Ναι, μάλλον αυτό θα κάνω. Το τσάι! Αφού τη φώναξα. Εντάξει, δεκαπέντε λεπτά ακόμα δεν θα αλλάξουν τίποτα… Νιώθω κάτι μέσα σε αυτό, όχι πολύ έντονο, και όμως βασανιστικό, θυμήθηκα τις συναντήσεις με τις φίλες μου στη Μόσχα – μόνη μου τους φώναζα, αλλά όταν εκείνες έρχονταν, ξαφνικά όλα γίνονταν βαρετά, και γκρίζα, και ήθελα χωρίς καμία κουβέντα να καθίσω, ή να τους διώξω ακόμα, όμως, επειδή φοβόμουν τη μοναξιά η από ευγένεια δεν κατάφερνα  να καταλάβω, τι θέλω στην πραγματικότητα.

    – Αχ, είναι πολύ ωραία εδώ! Πρώτη φορά βλέπω κάτι τέτοιο στην Ινδία. Έχεις ακόμα και τηλεόραση! Καλύτερα να αγοράζεις τις πάστες εδώ, από τη Σεριλ, είναι τα πιο νόστιμα.

    – Ασχολείσαι με κάτι? – αισθάνομαι όλο και μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ μας, οι ερωτήσεις της μου φαίνονται κενές… Εγώ τώρα είμαι η μεγαλύτερη αδερφή της, η μάνα της, με το σωστό τόνο κάνω τις σωστές ερωτήσεις.

    – Μα ναι…

    – Με τι? – γιατί το ρωτάω αυτό;

    – Διαβάζω… καμιά φορά, – εκείνη, προφανώς, βαριέται να απαντήσει, σαν να νιώθει, ότι και εγώ έχω αλλάξει.

    Ένα καλοκαίρι στη ζωή μου δούλεψα σαν διασκεδαστής στη Τουρκία, από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ ήμουν με ανθρώπους – μιλούσα, έκανα μαθήματα αεροβικής, διαγωνισμούς, παραστάσεις, βόλτες στα νυχτερινά κέντρα. Και παρατήρησα μια νομοτέλεια – πάντοτε, όταν ήμουν σε μια ζωηρή και χαρούμενη διάθεση, χωρίς κόπο κατάφερνα να τους γοητεύσω, να «ανάψω» όλους γύρω μου, να τους κάνω να συμμετάσχουν σε οποιαδήποτε περιπέτεια, να γελάσουν. Εκείνες τις στιγμές ένιωθα τον εαυτό μου σαν ένα κύμα, που σηκώνει τις σταγόνες νερού και τις παρασέρνει σε μια δύνη του δυνατού παιχνιδιού. Ωστόσο, όταν ήμουν σκυθρωπή και βαριόμουν, ό, τι και να έκανα, όσο και να προσπαθούσα να δείξω τη χαρά και ζωηράδα, τίποτα δεν γινόταν σωστά – οι σταγόνες συνέχισαν να στεγνώνουν κάτω από το καυτό τούρκικο ήλιο και να χαζεύουν βαριεστημένα εδώ και εκεί… Έτσι και η Λέσσυ σίγουρα νιώθει τώρα, ότι κάτι δεν πάει καλά.… Αλλά και τι  μπορώ να κάνω? Μπορώ να αλλάξω κάτι σε αυτό? Πόσο πολύ ήθελα πάντα να βρω το κλειδί, στο να γίνω για πάντα αυτό το κύμα! Και πάντα σκεφτόμουν, ότι είναι αδύνατον, ότι το μόνο που μένει, είναι να περιμένεις την επόμενη παλίρροια… Όμως  τώρα,  τώρα έχω…όχι, όχι το κλειδί, όχι το κλειδί ακόμα, – έχω την κατεύθυνση, στην οποία μπορώ να το ψάξω. Πώς, όμως? Μπορούμε να ανταλλάσσουμε τις αντιλήψεις, μπορώ αυτή τη στιγμή να νιώσω αυτό, που θέλω. Μπορώ να απλώσω το χέρι μου και να πιάσω αυτό, που θέλω. Είναι το ίδιο πράγμα… Εντάξει, η Λέσσυ βλέπει τηλεόραση, μπορώ να μην της δίνω σημασία, το παιδί βρήκε επιτέλους τον εαυτό του:)… Όταν ήμουν βρέφος, δεν ήξερα ακόμα, πώς να χρησιμοποιήσω τα χέρια μου, και αναγκάστηκα να προσπαθώ για μερικούς μήνες κάθε μέρα, ώστε να μάθω να το κάνω. Για ποιο λόγο, λοιπόν, περιμένω τώρα, ότι θα το πετύχω αμέσως; Γιατί επιτρέπω στον εαυτό μου να απογοητευτεί και να πέσει στις αμφιβολίες τώρα, μετά από μόλις μια ώρα της καταπολέμησης? …Μια ώρα??? Να ένα ψέμα! Είχα ποτέ μου καταπολεμήσει κάτι για μια ώρα? Θέλω να το πιστέψω, να το λέω στον εαυτό μου, αλλά είναι ένα τεράστιο ψέμα. Και ακριβώς με τη βοήθεια του καθησυχασμού και συνεχίζω να ζω, όπως παλιά… Όχι, ποτέ πριν δεν πολεμούσα κάτι για μια ώρα. Δεν ξέρω, πόση ώρα μαχόμουν αληθινά, αγρία, με πλήρη απόδοση… Είκοσι λεπτά? Δέκα? Πέντε? Μόλις πέντε λεπτά? Όταν ήμουν παιδί, θα μου έπαιρνε χρόνια ολόκληρα να μάθω να βάζω ένα κουτάλι στο στόμα μου, αν θα αφιέρωνα τόσο χρόνο σε αυτό, όσο δίνω τώρα στην απομάκρυνση των ΑΣ.

    Η Λέσσυ αλλάζει τα κανάλια βαριεστημένα και καταβροχθίζει τις πάστες – απ` ότι φαίνεται, δεν τη νοιάζει καθόλου, τι κάνω εγώ, και έπιασα τον εαυτό μου ήδη στην επιθυμία να της πω να μην τρώει το γλυκό χωρίς τσάι …Μήπως πρέπει να γεννήσω ένα παιδί και να ηρεμήσω πια? Αντί να φιλιέμαι και να ζουλάω στηθάκια μιας μικρής λεσβιούλας, πετάω γύρω της, σαν κλώσα… όχι αυτό, όχι εκείνο, Λέσσυ, μην βλέπεις αυτή τη χαζή σειρά, ας μιλήσουμε καλύτερα για το νόημα της ζωής… Νιώθω τον εαυτό μου σαν μια νταρντάνα, όχι, σαν μια γεροδεμένη γριά – κάθομαι φουσκωμένη, σκέτο βατράχι, με τα χέρια σταυρωμένα, και κοιτάζω αφ` υψηλού τα χαζά παιχνίδια ενός άτακτου παιδιού.

    Επιτέλους,  ήπιαμε το τσάι, λέω στην Λέσσυ, ότι πεθαίνω της νύστας, (πόση ψευτιά υπάρχει μέσα μου), και ότι μπορούμε να συναντηθούμε αύριο.

    – Έχεις πάει στο καταρράκτη?

    – Όχι ακόμα.

    – Θα έρθω να σε πάρω το πρωί. Είναι ωραία εκεί, μπορούμε να μαυρίσουμε γυμνές…. αν και περνάνε μοναχοί καμιά φορά:)))

    – Εντάξει, πέρνα, Αλεπουδάκι, – ίσως, μέχρι το πρωί θα συνέλθω από την ψευτιά μου?

    Ξάπλωσα να κοιμηθώ, σαν να έπεσα σε έναν γκρίζο λάκκο. Πόσο γρήγορα πρόλαβα να πεθάνω – το πρωί είχα τέτοιο πάθος για τη ζωή, τέτοια έξαρση, και ήταν αρκετό να μιλήσω με τη Λέσσυ μόλις είκοσι λεπτά, πως ξαφνικά μετατράπηκα σε άδειο μέρος για τον εαυτό μου – σε απόλυτη απουσία των επιθυμιών, σε μιζέρια, σε ψυχρότητα, στην απογοήτευση και δυσαρέσκεια? Υπάρχει δυνατότητα να τα απομακρύνω όλα αυτά? Θα ήταν τόσο απλό – το θέλησες, και άρχισες να νιώθεις κάτι άλλο. Εγώ τώρα δεν μπορώ έστω και ελάχιστα να θυμηθώ αυτό, που ένιωθα το πρωί. Θυμάμαι μόνο, ότι ήταν κάτι δυνατό, και το κάθε μου βήμα ανταποκρινόταν στον κόσμο με χαρά και προσμονή. Και αν αυτό δεν θα επαναληφθεί ποτέ ξανά??? Πετάχτηκα έξω από το κρεβάτι, άναψα το φως. Από που έχω την σιγουριά, ότι εκείνο το πάθος για τη ζωή δεν χάθηκε για πάντα? Όχι, όχι αυτό. Διότι αυτό είναι  θάνατος. Τώρα είμαι νεκρή, το βλέπω τόσο ξεκάθαρα! Πώς θα μπορούσα να κοιμηθώ σε μια τέτοια κατάσταση?!?!

    Ανεμοστρόβιλοι της τσιμεντένιας μιζέριας άρχισαν να γυρίζουν στο δωμάτιο, λες και οι τοίχοι άρχισαν να λιώνουν και να με πνίγουν με ποτάμια της φρίκης και απελπισίας. Γλιστράω στο βάθος του γκρίζου σκοταδιού, πέφτω με τεράστια ταχύτητα, με το κεφάλι κάτω και δεν έχω τίποτα να πιαστώ. Πού είναι τα στηρίγματα μου? Πού είναι έστω μια ελάχιστη ευκαιρία να γυρίσω στην γνωστή ισορροπημένη κατάσταση? Για ποιο λόγο έσπασα αυτό το πάτωμα, αν από κάτω του βρέθηκε μια τόσο σκοτεινή άβυσσος? Έπρεπε να κοιμηθώ, έπρεπε να αναγκάσω τον εαυτό μου να κοιμηθεί… Οι δυνατοί τοίχοι του εφησυχασμού και της συνηθισμένης ανθρώπινης ζωής εκείνη τη στιγμή μου φάνηκαν σαν ελεεινά χαρτιά, παρασυρόμενα από τον άνεμο του στοιχείου, μόλις τα άγγιξα. Που είναι το λιμάνι πια? Αυτό δεν θα έχει τέλος? Όλα τα ένοιωσα βασανιστικά – το ηλεκτρικό φως, την ησυχία, τη νύχτα έξω από το παράθυρο, τη μοναξιά, το βαρύ κρύο πάπλωμα κάτω… Ανασαίνω βαριά, σαν να μην μου φτάνει αέρας. Νιώθω σπασμούς στη κοιλιά μου, κρίσεις παράξενης ναυτίας, το σώμα μου ανά πάσα στιγμή θα γυρίσει από την ανάποδη λόγο αυτής της δηλητηρίασης. Μα τι γίνεται εδώ, δεν καταλαβαίνω τίποτα, ποτέ πριν δεν ήμουν τόσο χάλια από τα αρνητικά συναισθήματα. Τι λάθος έκανα, σε τι φταίω? …Αυτό, που άρχισε, είναι πια κάτι υστερικό, μάλλον, θα κλάψω χωρίς να καταλάβω, για ποιο λόγο – η λυπήθηκα τον εαυτό μου ξαφνικά, η με έχει πιάσει φόβος, και καμία ένδειξη έστω κάποιας σταθερότητας. Ακόμα λίγο, και θα πνίγω στο τσιμέντο, θα κλείσει από πάνω μου και τέλος… τέλος…τέλος… Όχι! Πίεσα ένα μαξιλάρι στο πρόσωπο μου, φώναξα μέσα σε αυτό με όλες τις δυνάμεις μου, το πέταξα στον τοίχο, και σαν μέσα από μια ρωγμή στο σπασμένο διάστημα έλαμψε η φωτιά της μανίας. Όχι!!! Εγώ!!! Δεν θα παραδοθώ.

    Σιωπή. Πόσο παράξενη είναι η σιωπή…Όχι, δεν είναι ακριβώς  σιωπή… Ηρεμία? Γαλήνη?… Ήπια χαρά? Ήπια χαρά ??? Ήπια χαρά!!! Ήπια χαρά.

    Αυτή τη στιγμή, μόλις τώρα, εγώ απομάκρυνα τα αρνητικά συναισθήματα.