Η μεσημεριανή ζέστη έδιωξε τους πάντες στα σπίτια τους. Μπορούσα να κοιμηθώ μια-δυο ώρες κάτω από τον ανεμιστήρα, και μετά να ξαναμπώ στον μαραθώνιο. Πήρα τον ίδιο δρόμο με το ξανθό κορίτσι, και περπατώντας λίγο πιο πίσω, θαύμαζα τις γραμμές στα γόνατα, τον πισινούλη της μέσα στα σορτς,. Ξαφνικά εκείνη σταμάτησε, περίμενε, μέχρι να τη φτάσω, και σχεδόν χωρίς καμία έκφραση με ρώτησε
– Θέλεις?
– Τι?
– Τι, τι… με θέλεις?
Να μια απροσδόκητη στροφή των γεγονότων! Θεωρούσα τον εαυτό μου άνετο, να μην πω, πρόστυχο, αλλά έτσι απλά, στη μέση του δρόμου… Μια θολή αποξένωση, περιέργεια, ένας κυματισμός της διέγερσης… ακόμα και κατάκρισης!… με είχαν χαζέψει τελείως.
– Δεν ξέρω καν, τι να πω… – αποκρίθηκα με ένα νωθρό μουρμούρισμα.
Εγώ είμαι αυτή? Όχι, δεν είναι ο εαυτός μου, κάποιο μανεκέν έχει κατοχυρώσει το έδαφος μου. Ποτέ πριν δεν είχα μπει σε μια τέτοια απάθεια, από τις εποχές των κατασκηνώσεων, όταν έπρεπε να πω τα λόγια μου στις παραστάσεις, και ξεχνούσα παντελώς τον ρόλο.
– Κατάλαβα… άντε, πάμε, – με πήρε από το χέρι εκείνη, και προχωρήσαμε. (Που με πάει τώρα?). – Δεν υπάρχει καμία δυσκολία στο να πεις – τι θέλεις συγκεκριμένα, και τι δεν θέλεις αυτή τη στιγμή. Αν σε μια απευθείας ερώτηση απαντάς με τέτοιο τρόπο, – εκείνη έδειξε στο πρόσωπο της κάτι, που κατά τη γνώμη μου, δεν θα μπορούσε να έχει σχέση με μένα, – αυτό σημαίνει, πως έχεις κατσαρίδες στο μυαλό σου. Τις χρειάζεσαι στο κεφάλι σου αυτές?
– Όχι, δεν μου αρέσουν οι κατσαρίδες, βασικά… ( φρικτό, μα τι λέω τώρα?…)
– Άλλη μια φορά – με θέλεις? Απλώς πες μου – τι αισθάνεσαι, άφησε στην άκρη τα καθωσπρέπει σου, μιας και έχεις να κάνεις μαζί μου, και εγώ δεν είμαι ΚΑΘΟΛΟΥ καθωσπρέπει, δεν μπορείς να φανταστείς, πόσο πρόστυχη είμαι. –
Εκείνη με κοίταξε στα μάτια, και μετά μου έκλεισε πονηρά το δικό της ματάκι. – Αυτό σε τρομάζει ή σε ελκύει?
– Πιο πολύ με ελκύει … σίγουρα δεν με τρομάζει. Τι αισθάνομαι… πάντοτε μου άρεσαν λεπτές, αδύνατες κοπέλες, και μιλώντας γενικώς, εγώ στ` αλήθεια…
Αυτή κοντοστάθηκε απότομα και τράβηξε το χέρι μου.
– Λέγοντας «στ` αλήθεια» παραδέχεσαι, πως όλη την υπόλοιπη ώρα ψεύδεσαι. Πρόσεχε τα λόγια σου. Αν αυτή η ανόητη λογοδιάρροια από το στόμα σου θα συνεχιστεί, δεν θα μάθεις ποτέ την ξεκάθαρη νόηση, και κάποιος θα αναγκαστεί να ζοριστεί πολύ μαζί σου… – η κοπέλα χαχάνισε, για έναν άγνωστο για μένα λόγο, και έβαλε το χέρι της στον ώμο μου, όπως κάνουν τα παλικάρια με τα κορίτσια. Οι Ινδοί, που περνούσαν δίπλα, άρχισαν να μας ρίχνουν βλέμματα, γεμάτα περιέργεια… Μήπως είναι τρελή?
– Έχω ακούσει, ότι εδώ, στην Ινδία θεωρείται προστυχιά ακόμα και να κρατηθείς χέρι-χέρι δημόσια…
– Δεν με νοιάζει εμένα, ποιος θεωρεί τι εδώ. Μεταξύ τους μπορούν να απαγορεύουν ο, τι θέλουν, αλλά ας προσπαθήσουν να απαγορεύσουν κάτι σε μένα – σε μια λευκή γυναίκα. Εσύ είσαι ΛΕΥΚΗ ΓΥΝΑΙΚΑ, να το θυμάσαι αυτό και να χρησιμοποιείς τούτη την πλεονεξία, την οποία οι ίδιοι αυτοί δημιούργησαν για σένα, έτσι και εγώ θα κάνω εδώ ό, τι μου κάνει κέφι.
Με αυτές τις λέξεις αυτή με σταμάτησε άλλη μια φορά, έπιασε το κεφάλι μου σφιχτά με δυο χέρια, και ακριβώς στη μέση του δρόμου με φίλησε στο στόμα! Όταν μου έδωσε μερικά απολύτως ξεδιάντροπα φίλια, με δυνατό ήχο, εκείνη γύρισε προς το ακροατήριο, που είχε μαζευτεί στιγμιαία γύρω μας, και φώναξε δυνατά: «σας αρέσει αυτό, παλικάρια? Άντε, φιλήστε τις δικές σας κοπέλες-Ινδές, το έχετε κάνει ένα σχολείο θηλέων εδώ!!».
Δεν μπορούσα να δω καν με ευκρίνεια, τι συνέβαινε κοντά μας – έβλεπα τα πάντα διπλά από τα καμώματα της – λόγο του φόβου, ή από την υπερένταση, ή από την αγανάκτηση.
– Αυτοί με λυπούνται, κοίτα τα πρόσωπα τους, σίγουρα – λυπούνται, σκέφτονται – πως μπορεί να είναι τόσο ξεδιάντροπη, χαλάει το κάρμα της. Λοιπόν, – εκείνη πάλι με αγκάλιασε από τους ώμους, και αρχίσαμε να περπατάμε ξανά, – πες μου, τι θέλεις, τι σκέφτεσαι, εμπρός!
– Τώρα, περίμενε… Πρέπει να συγκεντρωθώ.
– Να συγκεντρωθείς? Κάτι δεν πάει καλά με σένα? – αυτή γέλασε δυνατά, ακούστηκε σε όλον το δρόμο και με έσπρωξε με τον ώμο της.
Όντως είναι τρελή, τι να κάνω τώρα?
– Έχεις τέτοιο πρόσωπο αυτή τη στιγμή, λες και μόλις συνάντησες τη μαμά σου:))) … Μάλλον, θα σκέφτεσαι τώρα, αν είμαι με τα καλά μου, έτσι δεν είναι; – με κοίταξε συνωμοτικά και με έσπρωξε και πάλι λιγάκι.
Ένοιωσα ντροπή για τις καχυποψίες μου, διότι τη θεώρησα τρελή μόνο και μόνο, επειδή έκανε κάτι, που προκάλεσε τον φόβο μου. Κατά τα άλλα μου έκανε εντύπωση ενός λογικού ανθρώπου, και με το παραπάνω, μάλιστα.
– Συγχώρεσε με, δεν είμαι στα καλά μου…Θέλω να συνεχίσω την κουβέντα… Στ` αλήθεια… οχ!! (δεν μπορώ να πω δυο λέξεις!) – … δηλαδή, έχω μια πάρα πολύ μικρή πείρα στο σεξ με τις κοπέλες, έτσι δυσκολεύομαι…
– Μάγια, αν θα μιλάς με μισόλογα, άντε στο διάολο τότε. Τελευταία φορά σου λέω – ή θα πεις…
– Δεν λέω μισόλογα! – επιτέλους ξέσπασα και εγώ, – απλώς με έχεις σοκάρει τόσο πολύ με την συμπεριφορά σου, ότι έχω πέσει στην απόλυτη ηλιθιότητα και απάθεια. Και η ίδια δεν μπορώ να καταλάβω, πώς ξεστομίζω όλες αυτές τις φράσεις! Νομίζεις, ότι εμένα μου αρέσει να είμαι έτσι? Δεν μου αρέσει, απεχθάνομαι τον εαυτό μου – και για το ότι δεν μπορώ να απαντήσω στις ερωτήσεις σου, και για το ότι φοβάμαι την κατάκριση αυτών των Ινδών, και για το ότι σε θεώρησα τρελή… Ουφ, επιτέλους! …Μου αρέσει ο πισινός σου κάτω από αυτά τα σορτσάκια, και όταν περπατούσα πίσω σου, φανταζόμουν, τι θα γίνει, αν το πιάσω.
– Πολύ καλά! – η αγκαλιά της έγινε πιο σφιχτή. – Συνέχισε…
– Πώς σε λένε? Δεν το έχω μάθει ακόμα…
– Αυτό σε ενοχλεί?
– Όχι.
– Με λένε Ταιγκά.
– Πώς??
– Θα προτιμούσες την «Αν Τζον Πέρκινς?»:)
– Όχι, βέβαια:) αυτό σημαίνει «δριμύ δάσος» στα ρώσικα… Και μου θύμισε έναν άνθρωπο ακόμα… Ίσως τον ξέρεις και εσύ? Ξέρεις τον Τάι? – η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα.
– Όχι, δεν έχω ακούσει αυτό το όνομα – από τον τόνο της φωνής της κατάλαβα, ότι δεν σκοπεύει να συνεχίσει αυτό το θέμα. Πόσο πολύ διέφερε αυτό από την συμπεριφορά άλλων φιλενάδων μου, οι οποίες δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν, αν δεν τα μάθαιναν όλα!
– Κατάλαβα… Μου άρεσε να κοιτάω τις δίπλες πίσω από τα γόνατα σου. Θα τα έγλυφα:) – στην αρχή ήθελα να πω «τώρα αμέσως», μα το βούλωσα γρήγορα – τελικά το σοκ από τους τρόπους της δεν είχε περάσει ακόμα, ποιος ξέρει, τι μπορεί να της έρθει στο μυαλό, αυτής της μικρής τρελάρας!
– Τι άλλο…
– Ναι, σε θέλω. Για μένα το σεξ ήταν πάντοτε συνδεδεμένο με κάτι πολύ προσωπικό, δεν με τράβαγε σαν άθλημα, όταν απλώς ρίχνεσαι στο κρεβάτι και πηδιέσαι…
– Ο!… βγαίνουν οι κατσαρίδες, – η Ταιγκά γέλασε, και ταυτόχρονα μέσα μου άναψε ο θυμός. – Αγαπητή μου Μάγια, θυμήσου, ότι δεν έχει σημασία – σε ποια μορφή εκδηλώνεται το πάθος σου, η προσωπική σου προτίμηση. Καμιά φορά θέλεις να ξαπλώσεις και να γλειφτείς με κάποιον υπό το φως τον κεριών με ένα ποτήρι μαρτίνι στα χέρια σου, και μια άλλη να καβαλήσεις ένα πέος και να κάνεις το αθλητικό σεξ, όπως το λες. Ποιος θα το κρίνει – τι είναι σεξουαλικό και προσωπικό, και ποιος όχι; Ποιος;
– Καταλαβαίνω, πως δεν υπάρχει κάποιος, ότι στην τελική ανάλυση…
– Σε ποια ανάλυση?? Άκουσε με, σταματά να χύνεις διάρροια από το υπέροχο στοματάκι σου… αυτό θα το φτάσω ακόμα…, – εκείνη μισόκλεισε τα μάτια της με ένα αρπακτικό ύφος. – Καμία «τελική ανάλυση», πες κατευθείαν. Όλες αυτές οι φράσεις δεν έχουν κανένα νόημα, χρησιμοποιούνται μόνο και μόνο για να προσθέσεις την βαρύγδουπη σημαντικότητα στην ομιλία, η ακόμα χειρότερα, να αποφύγεις την ευθύνη για τα λόγια σου. Πρόσεξε τη γλώσσα σου!
Τι σκύλα!
Απεχθανόμουν, και ταυτόχρονα θαύμαζα τον ρόλο της δασκάλας, τον οποίο αυτή επέλεξε, μιλώντας μαζί μου. Της πήγαινε αυτός ο ρόλος, και εκείνη κατάφερνε να μην πέφτει στα κηρύγματα. Οι συμβουλές η, να πω καλύτερα, διαταγές της, θύμιζαν έναν διάφανο κρύσταλλο – ξεκάθαρο, χωρίς κανένα ψεγάδι. Και όμως, συνέχεια ένοιωθα θυμό για τον εαυτό μου, για την απόλυτη ανικανότητα μου δίπλα της. Κάθε λίγο και λιγάκι ένιωθα σαν ένα χαζό σκυλάκι, το οποίο τρίβουν με τη μύτη στις αταξίες του. Από κάποια μικρή ηλικία και ύστερα πολύ συχνά ακριβώς έτσι ένιωθα τον εαυτό μου – μου φαινόταν, ότι είμαι η πιο άχρηστη, ανίκανη και αδιάφορη. Και όταν κατάλαβα επιτέλους, ότι μπορώ και εγώ να τραβήξω την προσοχή, και μάλιστα πολλή προσοχή, έγινα τέτοια σκύλα, ότι και η ίδια ντρεπόμουν καμιά φορά για τα καμώματα μου. Και εδώ κάποιο παλιοκόριτσο, που το βλέπω για πρώτη φορά στη ζωή μου, μου φέρεται, λες και είμαι ένα τίποτα σε σύγκριση με αυτήν! Ήδη είχα παραδεχτεί, ότι την αυταρέσκεια μου την «τιθασεύουν» οι «σοβαροί» άντρες, σαν τον Σαρτ, όχι, όμως, κάποιο κορίτσι! Κάτι μέσα μου αντιστεκόταν με κάθε τρόπο σε αυτό, αλλά ταυτόχρονα υπήρξε και μια δυνατή συμπάθεια για την Ταιγκα, μια ξεκάθαρη αίσθηση, η οποία περνούσε σαν ένα πράσινο βλαστάρι μέσα από όλα τα εμπόδια, ένοιωσα, ότι δεν με κοροϊδεύει και δεν υψώνει τον εαυτό της εις βάρος μου, αλλά έτσι εκφράζεται η σταθερή και αδιάλλακτη στάση της απέναντι στους σκοτισμούς.
– Καταλαβαίνω, ότι η ελκυστικότητα τους σεξ καθορίζεται μόνο από την ίδια ελκυστικότητα – το λέω, και ξέρω, ότι το λέω «σωστά», όμως, δεν φαίνεται καμία σαφήνεια.
– Ωστόσο, εκφράζεσαι, σαν να θεωρείς, ότι υπάρχουν κάποια εξωτερικά κριτήρια.
– Δεν καταλαβαίνω, πώς γίνεται αυτό! Κοίτα, έχω την κατανόηση αυτή, και εκατό φορές να με ρωτήσεις, δεν θα πάει πουθενά. Ταυτόχρονα, όμως, βλέπω πολύ καλά, ότι και πάλι συνεχίζω να πιστεύω, πως το σεξ χωρίς εκδηλώσεις της τρυφερότητας – είναι κάτι το διεστραμμένο.
– Η απάντηση είναι απλή – η εργασία σου με τις θεωρίες ισούται με μηδέν, αλλά δεν θα μιλήσουμε για αυτό τώρα. Αργότερα. Τι άλλο θέλεις να μου πεις? – η μουρίτσα της έγινε και πάλι πονηρή και κάπως τρελούτσικη, έτσι κατάλαβα αμέσως, ότι επέστρεψε ξανά στο θέμα του σεξ. Πόσο γρήγορα αυτή αλλάζει! Μόλις τώρα ήταν τόσο σοβαρή, ξεκάθαρη, αυστηρή, συγκεντρωμένη, και ποτέ δεν θα μπορούσα να φανταστώ, ότι εκείνη μπορεί να γίνει τόσο ξεδιάντροπη στην προστυχιά της… Και πάλι μια τεταμένη ανησυχία – τι άλλο έχει σκαρφιστεί τώρα?
– Με ανάβει, ότι με αγκαλιάζεις έτσι αυταρχικά, με φιλάς, με πας κάπου… Πού πάμε?
– …; Σαν μωρό παιδί (εγώ???), μα το θεό… που να πάμε πια… εμείς πάμε να ΠΗΔΗΧΤΟΥΜΕ, κατάλαβες? Θα σε πηδήξω, και γενικώς θα κάνω ο, τι θέλω.
Το κεφάλι μου άρχισε να γυρίζει λιγάκι, και πάλι δεν καταλάβαινα τίποτα, οι σκέψεις άρχισαν να κινούνται χαοτικά, η βρόμικη άσφαλτος έκανε νερά, μόνο το καρδιοχτύπι έμεινε σε όλο το κορμί μου… Αυτή θα φωνάξει όλους τους Ινδούς τώρα… θα της έρθει να βγει έξω στο δρόμο γυμνή, και θα με βάλει εμένα να κάνω το ίδιο… θα με θυσιάσει σε μια ταντρική σέκτα… Να μην πάω? Δεν θα πάω! Δεν μπορώ να πάω… και δεν μπορώ να σταματήσω. Εκείνη με έχει υπνωτίσει.
Μια πόρτα με τζάμι, λερωμένο με βρόμικα δάχτυλα…κολλώδη δροσιά… η πέτρινη σκάλα, που βρομάει με ντόπιο σαπούνι… παράξενος ήχος του κλειδιού… Τέλος, η παγίδα έκλεισε.
– Εγώ θα κάνω ο, τι θέλω, και σου προτείνω να κανείς και εσύ το ίδιο, – δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτή η φράση με γύρισε πίσω στη ζωή. Και πάλι είδα μπροστά μου ένα κορίτσι, το οποίο μου άρεσε.
– Και τι θα γίνει, αν σε μια από εμάς δεν αρέσει κάτι, κάτι δεν θα είναι επιθυμητό? – πόσο αδύναμη, απ` ότι φαίνεται, μπορεί να γίνει η φωνή μου!
– Μια τυπική ερώτηση της παρθένας… Καρδούλα μου, αν δεν σου αρέσει κάτι – απλώς πες το μου, δεν είμαι κούτσουρο, θα προσπαθήσω να το αισθανθώ – όχι επειδή πρέπει, αλλά επειδή θα το ΘΕΛΗΣΩ. Να κάνω αυτό που θέλω – δεν σημαίνει «να βιάζω», έχεις τελικά τρομερή σαλάτα στο κεφάλι σου, σκέτη φρίκη. Θα καθαρίσεις κάποτε αυτό το σκουπιδαριό?
Τα πάντα μπήκαν στη θέση τους.
– Θέλω. Θέλω να αρχίσω να το κάνω…
– Α… άρα, ποτέ.
– Δηλαδή ??
– Όταν κάποιος λέει: «θέλω να αρχίσω να το κάνω», δεν αρχίζει τίποτα ποτέ, το ξέρω πάρα πολύ καλά και από τον εαυτό μου – ακούμπησε με το δείκτη το στήθος της και υποκρίθηκε το αστείο κήρυγμα – πίστεψε με Μάγια, ΑΥΤΟ το κορίτσι ξέρει, τι θα πει φευγιό από την πρακτική… έτσι δεν θα μπορέσεις να κρύψεις τίποτα από εμένα…
Πλησίασε πάρα πολύ κοντά… διάολε, πόσο πολύ με ανάβει αυτό… έβαλε τα χέρια της στους ώμους μου, πίεσε… στάθηκα στα γόνατα μου.
– Βγάλε μου το σορτς, πουτανίτσα.
Είναι τόσο ασυνήθιστο – να νιώσω σαν μια παρθένα, η οποία πιάστηκε στα χέρια ενός έμπειρου εραστή! Και πάλι ανακατεύτηκαν όλα – η αγανάκτηση, διέγερση, ταπείνωση, απόλαυση…
Κουμπάκι, ζώνη .. – μικρά εμπόδια… τραβάω το σορτς από τους σφιχτούς μηρούς της … φοράει ημιδιάφανο βρακάκι… η Ταιγκά πίεσε με δύναμη το πρόσωπο μου σε αυτό, νιώθω την μυρωδιά της… Το κεφάλι μου γυρίζει πολύ, από την διέγερση αυτή τη φορά. Αν θα είχα ένα πέος, τώρα αυτό θα είχε τρυπήσει το τζιν μου.
Γλείφω, σφίγγω τους δυνατούς μηρούς της, και μετά αγγίζω τρυφερά τα λακκάκια πίσω στα γόνατα της… Κοριτσάκι μου… Δαγκώνω ελαφρά, πιάνοντας απαλά το πεταχτό σφριγηλό της ποπό. Τη φιλώ πάνω από το βρακάκι, κολλάω το πρόσωπο μου, περνάω με τη γλώσσα μου – μια φορά, άλλη, τρίτη… το ύφασμα έχει υγρανθεί πια, και σχεδόν αισθάνομαι τη γεύση του δέρματος της… ακόμα πιο χαμηλά… χαμηλότερα… πόσο στρογγυλό είναι το μπουμπουκάκι εκεί… και αυτό με τρελαίνει – να τη φιλάω μέσα από ένα λεπτό ύφασμα… αν τη δαγκώσω και εδώ λιγάκι ?…
…Οι παλάμες της Ταιγκά ενώθηκαν πιο δυνατά στο σβέρκο μου, η κοιλιά της ανεβοκατεβαίνει πιο βαθιά… Με σήκωσε ξανά στα πόδια μου, ξεκούμπωσε το πουκάμισο της, γυμνώνοντας τελείως τα στηθάκια της… καταπληκτικά… δεν έχω δει ποτέ πριν τέτοια…όμως, η Ταιγκα δεν είχε καιρό για χάσιμο.
– Ρούφα! – μου χώνει κυριολεκτικά στο στόμα τη ρώγα της – άντε ρούφα, πουτανίτσα.
Παίρνω και με τα δυο μου χέρια το στήθος της, το ρουφάω, παίζω τη ρώγα με τη γλώσσα, δαγκώνω, κάνοντας τη να ανατριχιάσει ολόκληρη, ρουφάω και πάλι με δύναμη, σαν να προσπαθώ να πιο το γάλα…
Κάποια στιγμή νιώθω το χέρι της στο λαιμό μου, αφήνομαι στην δύναμη της, με τραβάει πιο πάνω, με κολλάει στον τοίχο (γαμώτο… είναι τόσο δυνατή και δεν της φαίνεται), βάζει το δεύτερο χέρι κάτω από τη μπλούζα μου, και χαϊδεύει τη κοιλιά μου, το στήθος, τα πλευρά, ακουμπώντας σχεδόν ανεπαίσθητα… τρυφερά-τρυφερά… ήταν τόσο αταίριαστο με το άγριο πιάσιμο στο λαιμό! Ξαφνικά εκείνη απλώς έχωσε το χέρι της ανάμεσα στα πόδια μου.
– Άνοιξε τα πόδια σου!
Και εγώ δεν μπορώ να μην τα ανοίξω.
Με αγγίζει χωρίς καμία ντροπή μέσα στο τζιν… σκύλα… Κοίτα, τι μου κάνει… Είμαι έτοιμη να τελειώσω… Σταμάτα, σταμάτα… σταμάτα πια…
– Είσαι υγρή?
– Ναι…
– Πολύ ωραία, λοιπόν. – Η Ταιγκά απομακρύνθηκε και κάθισε μέσα στην πολυθρόνα, σαν να μην τρέχει τίποτα. Εγώ έμεινα κοντά στο τοίχο, επειδή δεν ήξερα, τι πρέπει να κάνω.
– Δεν ξέρεις, τι να κάνεις?
– Σωστά!
– Βρήκες το πρόβλημα… κάνε ο, τι θέλεις, Μάγια. Γιατί απλώς δεν ρωτάς τον εαυτό σου : «τι θέλω τώρα»?
– Κόλλησα, γαμώτο. Αυτά, που κάνω εδώ μαζί σου τώρα δεν είναι καθόλου όπως τα είχα φανταστεί στο σεξ με άλλη κοπέλα, γενικώς, όλα είναι αλλιώς.
– Δεν σου αρέσει?
– Μου αρέσει πολύ. Όμως, μου προκαλείς τέτοιο σοκ, ότι κολλάω συνέχεια. Βασικά δεν είμαι ιδιαίτερα ντροπαλή…
– «Δεν είμαι ιδιαίτερα»? Τι σημαίνει αυτό? Αυτά ας` τα για τη γιαγιά σου. Ήδη σου είχα πει, ότι οι φράσεις τέτοιου είδους αφαιρούν την ευθύνη για τα λεγόμενα σου, σαν αποτέλεσμα δεν ζεις, αλλά αναβοσβήνεις, σαν ένα παλιό κερί. Αν θα βγάλεις τις λέξεις «όχι ιδιαίτερα», τι θα μείνει στο τέλος? Θα μείνει «δεν είμαι ντροπαλή», αυτό είναι ένα ψέμα, και αυτό το ψεύτικο νόημα εσύ προσπαθείς να φέρεις σε μένα, τυλίγοντας το σε ένα περίβλημα, ώστε να μπορέσεις μετά να πεις: «αφού δεν είπα, ότι δεν είμαι ντροπαλή – είπα, όχι ιδιαίτερα ντροπαλή», αλλά και πάλι, αυτό παραμένει ένα ψέμα.
– Συμφωνώ. Όμως, είμαι αλήθεια πολύ πιο άνετη, απ` ότι οι πολλοί άλλοι!
– Έλα εδώ. – Εκείνη μου έδειξε μια θέση δίπλα στα πόδια της, εγώ τη πήρα υπάκουα (και τι άλλο θα μπορούσα να κάνω κοντά σε αυτό το τέρας, το οποίο λες και έβλεπε μέσα μου?), κάθισα σε ένα μαξιλαράκι. – Σου αρέσουν τα ποδαράκια μου?
– Ναι, πολύ. – Ξεκούμπωσα τα σανδάλια της, πήρα τις πατούσες της στα χέρια μου, και άρχισα σιγά-σιγά να παίζω, και αυτές έπαιζαν μαζί μου, όλο προσπαθούσαν μια να χωθούν μέσα στην μπλούζα μου, μια να με χτυπήσουν ελαφρά στο μάγουλο, και εγώ τις έπιανα, τις χάιδευα, τις φιλούσα…
– Αυτή είναι μια χαζή ασχολία – να συγκρίνεις τον εαυτό σου με τους άλλους, Μάγια. Σύγκρινε με τον εαυτό σου, χέσε τους άλλους. Η ερώτηση δεν είναι – αν εσύ είσαι λιγότερο η περισσότερο άνετη από τους άλλους, είναι – αν ο βαθμός της ελευθερίας σου επιτρέπει η σεξουαλικότητα σου να αφυπνιστεί, να ζωντανέψει, να αρχίσει να αναπτύσσεται? Το επιτρέπει?
– Δεν ξέρω. Πώς θα το μάθω? Παρατηρώ, ότι γίνομαι πιο χαλαρή, πιο αισθησιακή – ας πούμε, πριν δεν θα μου περνούσε καν από το μυαλό, ότι θα μπορούσα να νιώθω τέτοια απόλαυση, φιλώντας τα δαχτυλάκια στα πόδια ενός σχεδόν άγνωστου κοριτσιού, ή να μου αρέσει να με πιάνουν άγρια από το λαιμό… Από τότε, που ο Ται μου είπε, πως δεν είναι καθόλου απαραίτητο να τελειώνω, και μπορώ να κάνω σεξ, χωρίς να φτάσω στον οργασμό, είναι σαν να άνοιξε η δεύτερη ανάσα μου! Συνέχεια μαθαίνω κάτι καινούριο, αλλάζω, όμως, ποια είναι τα κριτήρια για το ότι η σεξουαλικότητα μου ζωντάνεψε? Υπάρχει κάποιο όριο για αυτή την αφύπνιση?
– Μου αρέσουν οι ερωτήσεις σου:) Είσαι ζωντανή, ζωντανή, και αυτό είναι τέλειο:) Η πρακτική της παύσης στο όριο του οργασμού, αυτό εννοείς, έτσι δεν είναι?…λοιπόν, αυτή η πρακτική σίγουρα μπορεί να ρίξει από τα πόδια ακόμα και έναν ελέφαντα, ωστόσο, αν δεν θα καταβάλλεις τις απευθείας προσπάθειες για την απομάκρυνση των κόμπλεξ που έχεις, αν δεν αντιληφθείς ξεκάθαρα – τι θέλεις αυτή τη στιγμή, αν δεν ακολουθήσεις τις επιθυμίες σου, τότε η άμαξα σου θα σέρνεται πάρα πολύ δύσκολα. Είναι πιο δύσκολα για τα αγόρια να πραγματοποιήσουν τις επιθυμίες τους, αλλά για το κορίτσι όλα είναι πιθανά, με καταλαβαίνεις? Σχεδόν όλα, και θα ήταν έγκλημα να μην χρησιμοποιήσεις αυτή την δυνατότητα για την ελευθερία σου. Πάμε, θα σου δείξω.
Χωρίς πολλά-πολλά, εκείνη πήρε από μένα τα ποδαράκια της, ντύθηκε και με έβγαλε έξω από το δωμάτιο.
– Ταιγκά… – με ανησυχία άρχισα εγώ.
Αυτή με κοίταξε στα μάτια – αυστηρά και ξεκάθαρα.
– Έχε μου εμπιστοσύνη.
Μετά από αυτό το βλέμμα δεν ρώτησα ποτέ ξανά – που πάμε και γιατί.
Κατευθυνθήκαμε στις κοντινές καφετέριες, και υπήρχαν πάρα πολλές στην κάθε μεριά του δρόμου, μια μετά την άλλη. Η Ταιγκά κοίταξε σε μια, άλλη, τρίτη – και δεν έβρισκε αυτό, που ήθελε. Τελικά, σε μια τέταρτη, προφανώς, είδε αυτό που ήθελε. Πήγαμε στο πιο μακρινό τραπεζάκι και καθίσαμε εκεί. Η Ταιγκα έκανε ένα σήμα στον σερβιτόρο, πως δεν θα παραγγείλουμε τίποτα τώρα. Εκτός από εμάς, υπήρχαν μερικοί τουρίστες ακόμα, και η Ταιγκα πήρε μια θέση δίπλα μου, ώστε να μπορέσουμε μαζί να παρατηρήσουμε τους ανθρώπους, που είχαν μαζευτεί μέσα.
– Σου αρέσουν εκείνα τα αγόρια? – έδειξε με νεύμα δυο παλικάρια κοντά στα εικοσιπέντε.
– Ε… απλά αγόρια, τίποτα το ιδιαίτερο, κανονικά.
– Τίποτα το ιδιαίτερο?? Μα εγώ δεν σε ρώτησα – αν έχουν κάτι το ξεχωριστό, η μήπως είσαι μια τέτοια γκόμενα, που δεν παίρνει ό, τι και ό, τι? Εσύ μπορεί να νομίζεις κάτι τέτοιο, αλλά η σεξουαλικότητα σου δεν δίνει δεκάρα για αυτό. Άντε, άλλη μια φορά, άνοιξε τα υπέροχα αυτάκια σου και άκουσε – τι σε ρωτάω: «σου αρέσουν αυτά τα αγόρια»?
– Δεν ξέρω, Ταιγκα… μου είναι αδιάφοροι, αν θα τους συναντούσα χωρίς εσένα, δεν θα ήθελα να τους γνωρίσω.
– Τι χαζό κορίτσι, – η Ταιγκα ξαφνικά γύρισε, έχωσε το χέρι της και με έπιασε ξανά δυνατά ανάμεσα από τα πόδια μου! – με ΑΥΤΟ να σκεφτείς, με αυτό! Άφησε το μυαλό σου στην ησυχία. Εντάξει, θα σε βοηθήσω. – και έβαλε τα χεράκια της καθωσπρέπει πάνω στο τραπέζι, σαν πρωτάκι στο σχολείο, έδειχνε πια σεμνή και αθώα. – Φαντάσου, ότι είναι και οι δυο γυμνοί. Θα ήθελες να τους δεις γυμνούς?
– Εμ… ίσως, ναι… ναι, θα τους κοίταζα.
– Δόξα συ ο θεός, νόμιζα πια, ότι μιλάω με μια γεροντοκόρη! Πολύ καλά, και αν εκείνοι είχαν στύση – θα ήθελες να τους αγγίξεις?
– Μμ… Δύσκολο να πω για αυτό, εξαρτάται από το σχήμα, δεν μου αρέσουν όλα τα πέη.
– Ακριβώς, πρέπει να δούμε… όμως, η ίδια η σκέψη, ότι αυτοί ίσως να έχουν όμορφα πει, σε ξεσηκώνει? Θα ήθελες να πιάσεις το πουλί εκείνου του αγοριού, αν σου άρεσε αυτό? Μιας και μιλάμε, ποια πέη σου αρέσουν?
– Όχι πάρα πολύ μεγάλα, ούτε και πολύ μικρά – περίπου δεκαέξι με είκοσι εκατοστά , όχι υπερβολικά χοντρά… ας πούμε, τέσσερα-πέντε εκατοστά… λυγισμένα ελαφρά προς τα πάνω, με καλά σχηματισμένο κεφαλάκι…
– Θα ήθελες να ρουφήξεις ένα τέτοιο, ε?… – Η Ταιγκά έκανε έναν ζουμερό ήχο. – Σου αρέσει να παίρνεις πίπα?
– Ναι, πολύ:) Μου αρέσει να ρουφάω, να δαγκώνω ελαφρά, να γλύφω τους όρχεις, να το τρίβω…
– Εντάξει. Αρκετά για τώρα. – Η Ταιγκά σηκώθηκε, πήγε στο τραπέζι των αγοριών, έμεινε εκεί για λίγο: από την θέση μου άκουγα τις πιο συνηθισμένες ερωτήσεις – «από που είσαι», «πόσο καιρό θα μείνεις ακόμα», «πώς πάει» και τα λοιπά. Μετά αυτή σηκώθηκε και πάλι, τους πήρε από τα χέρια και με κάποιο αστείο τράβηξε τα παιδιά στο δικό μας τραπέζι. Εκείνοι πήραν την κόκα-κόλα τους, πλησίασαν και κάθισαν. Η Ταιγκά τους «τοποθέτησε» στις αντίθετες πλευρές του τραπεζιού, και καθίσαμε ανά ζεύγη. Τα αγόρια είχαν τη συνηθισμένη για αυτά τα μέρη εμφάνιση – κάπως τεμπέλικη, καλοσυνάτη, φιλική, δηλαδή, αυτό, που εγώ ονομάζω «θετικά αγοράκια».
– Αλες, – η Ταιγκά έσκυψε στον γείτονα της, κράτησε το χέρι του, και είπε χαμηλόφωνα, για να ακούσουμε μόνο εμείς οι τέσσερις, – στην Μάγια αρέσουν τα πέη με μήκος δεκαέξι με είκοσι εκατοστά, πάχος τέσσερα-πέντε εκατοστά, και λυγισμένα προς τα πάνω. Ακριβώς τέτοια της αρέσει πολύ να ρουφάει, να γλύφει και να μαλακίζει. Πες μου, Αλες, έχεις ένα τέτοιο?
Το πρόσωπο του παλικαριού άρχισε να μοιάζει με το γκομπλέν «Βοσκοπούλα» – ξεθωριασμένο, τριμμένο. Νομίσω, ότι και εγώ δεν έδειχνα καλύτερα… ένοιωσα και παιδική ζωηρή έξαρση, και προς τον θυμό και τη φρίκη μου, ντροπή… Τράβηξα ένα χαρτομάντιλο και άρχισα να φτιάχνω μια σαΐτα, προσποιούμενη, ότι δεν έχω καμία σχέση με αυτά. Δεν μπορούσα να υψώσω το βλέμμα μου από τη ντροπή.
– Αλες, μην μας κάνεις να περιμένουμε – έτσι είναι το δικό σου? Και το δικό σου?, – η Ταιγκα απευθύνθηκε στον γείτονα μου.
Αυτός κατάφερε να συνέρθει πιο γρήγορα, και ψέλλισε κάτι, που θα μπορούσε να μοιάσει με «σχεδόν».
– Α, έτσι? Υπέροχα! Μάγια – είχες πει, ότι αν αυτός θα είναι, όπως το έχουμε περιγράψει, τότε θα ήθελες να το αγγίξεις. Πιάσ` το!
Να το πιάσω??? Κατευθείαν εδώ??? Ε όχι, Ταιγκα, όχι, αυτό παραπαίει… Εγώ δεν μπορώ καν να κοιτάξω στη μεριά αυτού του αγοριού, και εσύ μου λες να πιάσω… Της έριξα ένα ικετευτικό βλέμμα, γεμάτο ανησυχία – σε παρακαλώ, Ταιγκα, όχι, οτιδήποτε άλλο, εκτός από αυτό.
– Σαν μωρά παιδιά… – εκείνη ήρθε στην δική μας μεριά, πήρε το χέρι μου και, ξεπερνώντας την αντίσταση μου, το έχωσε ανάμεσα στα πόδια του. – Πιάσε! – Σκύβοντας πάνω από το αγόρι, αυτή έπιασε το κεφάλι μου, το τράβηξε κοντά της και ψιθύρισε μέσα στο αφτί μου: «Αν δεν το πιάσεις – φεύγω, και ούτε να σκεφτείς να με πλησιάσεις ξανά, χεσμένη παγωκολόνα».
Η «χεσμένη παγωκολόνα» κατάλαβε, ότι όπως και να έχει, το χέρι της είναι ήδη ανάμεσα στα πόδια του αγοριού, εκτός από αυτό, παρατήρησε, πως κάτι φουσκώνει εκεί πάρα πολύ γρήγορα… άρχισα να τον χαϊδεύω πάνω από το παντελόνι του, ενώ η Ταιγκά επέστρεψε και πάλι πίσω, και αν κρίνω σωστά από το αλλαγμένο πρόσωπο του Αλες, έκανε το ίδιο με μένα.
– Ξεκούμπωσε το παντελόνι και χώσε το χέρι σου στο σώβρακο!
Με τρεμάμενα δάχτυλα έβγαλα το ένα κουμπί… Γαμώτο, δεν είναι τόσο εύκολο να το ανοίξεις, θέλεις και τα δυο χέρια… Όχι, δεν θα το κάνω, θα με δουν οι σερβιτόροι, – σπασμωδικά κοίταξα γύρω-γύρω, η Ταιγκα έπιασε το βλέμμα μου. Τι σκύλα! Όλα τα βλέπει! Ιδρωμένα από το άγχος χέρια, άγαρμπες κινήσεις, καμία έξαρση…
– Μάγια, αν οι σερβιτόροι θα δουν κάτι, δεν θα συμβεί απολύτως τίποτα, καταλαβαίνεις? Τίποτα! Το μόνο, που θα αλλάξει σήμερα σε αυτόν τον κόσμο, ότι αυτοί θα την παίξουν πιο πολύ στην τουαλέτα, και αυτό ήταν. Πιάνεις το πέος του?
– Ναι, ήδη το έπιασα, – νιώθω ανακούφιση.
Μιας και το λέμε, ωραίο πουλί! Ακριβώς όπως μου αρέσει!
– Πώς είναι, σου αρέσει? – η Ταιγκά μου έκλεισε πονηρά το μάτι.
– Ναι!!! – ανακάλυψα, ότι μπορώ να πιάνω το πέος κάποιου μέσα στην καφετέρια!
Τα αγόρια, μάλλον, είχαν φοβηθεί, ότι κάποιος θα δει αυτά, που συνέβαιναν, πιο πολύ και από εμένα, για αυτό κράταγαν τα χέρια τους μαζεμένα, σεμνά πάνω από το τραπέζι και υποκρίνονταν, ότι είχαν μπει σε πολύ βαθιές σκέψεις.
– Τώρα έχει σημασία για σένα, αν το αγόρι σου δεν είναι ιδιαίτερα ξεχωριστό? Σε εμποδίζει αυτό να πάρεις αυτή την απόλαυση, την οποία έχεις τώρα? Ούτε λιγότερη, ούτε περισσότερη, αλλά ορισμένα αυτή, που λαμβάνεις?
– Όχι, δεν με εμποδίζει.
– Είδες; Έχεις βγάλει ήδη το πουλί του έξω από το παντελόνι?
– Όχι, εγώ…
– Βγάλ` το.
Γαμώτοοοο… με έπρηξε!
– Μαλάκισε!
Το μαλακίζω… άραγε – τι κάνει αυτή εκεί… και γιατί να μην τη ρωτήσω?? Καλή ιδέα!:)
– Και εσύ τι κάνεις?
– Ουουου… τι κάνω εγώ… χαϊδεύω με τα δάχτυλα μου το κεφαλάκι του, το σφίγγω, είναι τόσο δυνατό στα χέρια μου… πολύ υγρό και έχει μεγάλο κεφαλάκι… τέλειο είναι το πουλί σου, Αλες! Μόνο μην τελειώσεις, μωρό, να κρατηθείς, εντάξει? – του φερόταν, σαν να ήταν μικρό παιδί, αλλά αυτό δεν έδειχνε κακό, μα πολύ αισθησιακό.- Πώς είναι το δικό σου?
Η Ταιγκά έσκυψε πάνω από το τραπέζι, κοίταξε.
– Ναι, πολύ ωραίο, αλήθεια – όπως σου αρέσει!
– Τέλειο..
– Άντε να το ρουφήξεις!
– Τι?? Όχι, Ταιγκα, δεν μπορώ…
Και πάλι ένα σκληρό βλέμμα, τα αλλάζει στιγμιαία… θυμήθηκα, πως «εκείνος» έλεγε, ότι με αντιμετωπίζει σύμφωνα με τις αντιλήψεις, οι οποίες έχουν εκδηλωθεί μέσα μου αυτή τη στιγμή. Απ` ότι φαίνεται, και η Ταιγκα είναι πάρα πολύ ευαίσθητη και αντιδρά τη στιγμή, όταν τα κόμπλεξ αρχίζουν να με εξουσιάζουν, όταν εγώ αρχίζω να υποτάσσομαι σε αυτά. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, ότι αυτή είναι ικανή να σηκωθεί και να φύγει, αν δει, ότι είμαι ανέλπιστη… Ένα δειλό βλέμμα γύρω-γύρω, όλοι είναι κάπως μακριά, το τραπεζάκι μας είναι σε μια σκοτεινή γωνία, έτσι έσκυψα γρήγορα και πήρα το πέος μέσα στο στόμα μου. Είναι τόσο ωραίο!… Κάτω από το τραπέζι είδα, ότι η Ταιγκα χαϊδεύει το πέος του Αλες, ναι, έχει έναν γίγαντα εκεί… την ίδια στιγμή και η Ταιγκα έσκυψε και με το στοματάκι της έπιασε το πέος του, τα βλέμματα μας συναντήθηκαν, και οι δυο γλείφαμε, κοιτάζοντας μια την άλλη, τότε την θέλησα τόσο πολύ… άφησα το πέος και της ψιθύρισα: «θα σε βιάσω, Ταιγκα!». Εκείνη μου έκλεισε το μάτι, χαμογέλασε, έριξε στον Αλες μια στο μπούτι του και σηκώθηκε, κάνοντας μου το σήμα να την ακολουθήσω. Σηκώθηκα και εγώ, στα χείλη μου έμεινε η γεύση του πέους.
– Πάμε, Μάγια.
Αφήσαμε τις θέσεις μας, και χωρίς να αποχαιρετήσουμε τα παλικάρια, βγήκαμε έξω από την καφετέρια.
– Νυστάζεις? – η Ταιγκα μύρισε τον αέρα, – Εγώ θέλω να κοιμηθώ, αλλά αν πάμε στο δωμάτιο μου, θα βιάσουμε η μια την άλλη, για αυτό ας πάμε στα σπίτια μας, και θα συναντηθούμε σε καμία-δυο ώρες στο παρκάκι. Πες μου – αισθάνεσαι αμηχανία, επειδή ξεσηκώσαμε τα παιδιά και τα παρατήσαμε, χωρίς να τους κάνουμε να τελειώσουν?
– Και τι δεν αισθάνομαι τώρα! Όσο για τους άντρες… Θέλω να κάνω αυτό, που θέλω εγώ, αυτό, που μου αρέσει, και γουστάρω, όταν και οι άλλοι κάνουν το ίδιο… όχι απλώς γουστάρω, αυτό με ανάβει! Τίποτα δεν τους εμπόδιζε να ανοιχτούν, να δείξουν τον εαυτό τους, να είναι πιο ζωντανοί, με πάθος, με φαντασία – και δεν επιχείρησαν τίποτα, όντας απλά παιχνίδια στα χέρια… και τα χείλη μας:), ίσως και να είχαν γεννηθεί κάποιες φαντασιώσεις για το δικό μου… αλλά μιας και κάθισαν εκεί άπραγοι, εκείνοι έκαναν την επιλογή τους, και εγώ έκανα την δική μου.
– Εγώ είμαι αυτή, που έκανε τη δική σου:) – η Ταιγκα γέλασε. – Τώρα έμεινε μια σημαντική διαδικασία… – εκείνη έβγαλε από την τσέπη της ένα μπουκαλάκι με υγρό. – Πάρε λίγο στο στόμα σου, ξέπλυνε καλά, αφού καρφωνόσουν βαθιά στο πουλί του, πουτανίτσα, θα σου έχει φτάσει ως το λαιμό, ε? (Σε θέλω, σε θέλω τόσο πολύ, Ταιγκά…). Κράτα το στο στόμα σου, μέχρι να φτάσεις στο σπίτι. Είναι ο κολλοειδής άργυρος – το καλύτερο μέτρο πρόληψης μετά το στοματικό σεξ χωρίς καπότα… Σου είχαν μπήξει ποτέ το πέος στο λαιμό, όσο παίρνει? Όχι? Θα σου δείξω, πώς το κάνουν αυτό … αξέχαστη αίσθηση! Και μην τα βάζεις όλα μαζί, συνήθισε το ότι η ζωντανή σεξουαλικότητα δεν δίνει δεκάρα για τα σχήματα σου, μπορεί να εκδηλώνεται σε πιο διαφορετικές μορφές, στα πιο απίθανα μέρη, στον καθένα με τον δικό του τρόπο. Και αν δεν το εμποδίζεις αυτό, αν πραγματοποιήσεις τις επιθυμίες σου ορισμένα με αυτή την μορφή και στην ποσότητα, με την οποία αυτές έρχονται – τότε η σεξουαλικότητα σου θα αρχίσει να ζωντανεύει, τότε θα ξεκινήσει το ταξίδι σου στον κόσμο του σεξ, και η πρακτική της παύσης στο όριο του οργασμού θα λάβει μια βοήθεια, όπως τη βρίσκουν από ένα απλωμένο χέρι. Άντε, πουτανίτσα, πήγαινε για ύπνο, θα σε πιάσω ακόμα!