Έχει ξημερώσει, και εγώ είμαι ακόμα εδώ! Με αυτή τη σκέψη ανέβηκα επιτέλους στην επιφάνεια, στον ήλιο, μακριά από το ολόμαυρο βάθος. Τα χέρια και πόδια μου με υπακούν, και πάλι ελέγχω τον εαυτό μου και την κατάσταση. Το φως του ήλιου διέλυσε παντελώς όλους τους φόβους μου. Πώς μπόρεσα να φοβηθώ? Τι θα γίνει, αν λόγο του φόβου αυτό δεν θα επαναληφθεί ποτέ ξανά? Πρέπει οπωσδήποτε να τα πω όλα στον Καμ και Σαρτ, θέλω να μάθω, τι ήταν αυτό, και αν υπάρχει κάποια στρατηγική για αντιδράσεις σε μια τέτοια εμπειρία… Γαμώτο, και εγώ η χαζή σχεδόν προσευχόμουν τη νύχτα να τελειώσουν τα πάντα πιο γρήγορα. Μια ζωή αυτό συμβαίνει – μπαίνω σε όλες τις πιθανές και απίθανες τρύπες, για να γίνω ένας άλλος άνθρωπος, να «πετάξω από πάνω μου όλα τα ανθρώπινα δεσμά», και μόλις το πράγμα φτάνει στην ρεαλιστική εμπειρία, τρέχω μακριά. Πώς είναι δυνατόν κάτι τέτοιο?
Τι είναι ο φόβος? Είναι ένα αρνητικό συναίσθημα ή όχι?
Πώς να τον ξεπεράσω?
Ποια πειράματα θα μπορούσα να εκτελέσω σε εκείνη την εμπειρία, την οποία έζησα χτες τη νύχτα?
Οι ερωτήσεις είναι αμέτρητες!
Στα γρήγορα συντάσσοντας τη λίστα με αυτά, που ήθελα να ρωτήσω τον Σαρτ, ντύθηκα βιαστικά, παραμέλησα το πλύσιμο και καθάρισμα των δοντιών, και έτρεξα έξω από το δωμάτιο, παραλίγο να ρίξω κάτω τον αργόσχολο πορτιέρη, ο οποίος πηγαινοερχόταν άπραγος στο διάδρομο.
Κάτι περίεργο… μια παράξενη αίσθηση στον τρόπο, που εγώ αντιλαμβάνομαι το περιβάλλον… Σταμάτησα και άρχισα να ακούω – κάτι, που βρίσκεται στην επιφάνεια, ναι, φυσικά, αυτό είναι ! Δεν το είχα ζήσει ποτέ πριν. Παλιά, όταν εγώ ξυπνούσα και άρχιζε το πρωί, ποτέ δεν ερχόταν έκπληξη από το ότι βλέπω τα πάντα, όπως τα βλέπω… Πόση ώρα πέρασε από τότε, που πήγα να κοιμηθώ? Μόλις μια νύχτα? Έχω την αίσθηση, ότι έζησα στον ύπνο μια ολόκληρη εβδομάδα, αυτή η νέα εμπειρία με επηρεάζει έτσι?
Αυτή τη φορά η παρέα ήταν μοιρασμένη σε δυο ομάδες. Στη μια εγώ είδα τον Καμ, ενώ η άλλη καθόταν περίπου τριάντα μέτρα πιο πέρα, και δεν κατάφερα να δω – ποιος είναι εκεί, μάλλον, δεν μπορούσα να μην αναγνωρίσω το ξανθό κορίτσι, το οποίο έκανε έντονες κινήσεις με τα χέρια, εξηγώντας κάτι. Θα πρέπει να ρωτήσω, πως τη λένε.
Και ο Σαρτ είναι εκεί!
Η ανυπομονησία από την επικείμενη συνάντηση με εκείνον τον άνθρωπο από το μοβ-λιλά κύκλο έφτασε στο απόγειο, ίδρωσε ακόμα και το μέτωπο μου. Δεν τον είδα μέχρι στιγμής… Να`τος, κάθεται δίπλα στον Καμ… Ίσως, δεν είναι αυτός? Η ίδια δεν ξέρω, τι θέλω τώρα – να είναι αυτός, ή να μην είναι… Πάγωσα στη θέση μου σε μια παράξενη παράλυση. Δεν μπορώ να πω, ότι υπάρχει φόβος, όμως, δεν μπορώ να κάνω ούτε βήμα – ακριβώς, όπως στο όνειρο μου… Μαζεύοντας όλες τις δυνάμεις μου με μια προσπάθεια, έσπασα το εμπόδιο της παράλυσης και πήγα κατευθείαν σε αυτόν τον άνθρωπο, κάθισα απέναντι του και κάρφωσα το βλέμμα μου στο πρόσωπο του.
Το ρίγος της ανησυχίας και της ανυπομονησίας πέρασε σε κάτι άλλο – αυτός ήταν. Ακριβώς αυτό το πρόσωπο είχα δει μέσα στο κύκλο, αυτά ήταν τα μάτια, που με έπιασαν, όπως το φίδι πιάνει ένα κουνέλι.
Συγκρατώντας έναν απελπισμένο σπασμό από την ένταση, λόγο του ότι κατάφερα και δεν χαιρέτησα κανέναν, έκανα την πιο ηλίθια ερώτηση, την οποία θα μπορούσε να κάνει κάποιος σε αυτόν τον άντρα.
– Πώς σε λένε?
Τα πρώτα μερικά δευτερόλεπτα δεν συνέβη τίποτα – όπως εκείνος καθόταν, κοιτώντας κάτω από τα πόδια του, έτσι συνέχισε να κάθεται.
– Πώς σε λένε? Εμένα με φωνάζουν Μάγια, – είμαι ανέλπιστη, τελικά, δεν θα δω ποτέ ούτε τη μαγεία, ούτε τη φώτιση… Γιατί δεν καταφέρνω ποτέ να σταματήσω στην ώρα? Κάτι με τραβάει, τραβάει…
Το βλέμμα του ανέβηκε και στάθηκε πάνω μου. Να πάρει… ένοιωσα, σαν να με άδειασε μέχρι τα σώθηκα μου, ζύγισε και τα έβαλε πάνω στα ραφάκι… Πόσο συγχυσμένη είναι αυτή η αίσθηση… Όχι, δεν με ξεκοίλιασε αυτός, εγώ η ίδια ανοίχτηκα στο βλέμμα του, πέρα από τη θέληση μου, δεν κατάλαβα καν, πώς συνέβη αυτό. Περιέργεια, ένταση, δυσαρέσκεια, αυξανόμενη έξαρση, και αδύνατον να καταλάβεις, που τελειώνει το ένα και αρχίζει το άλλο.
– Δεν θέλω να έχω ένα τέτοιο βάρος, όπως ένα όνομα, και δεν το έχω.
Τρίξιμο των ξύλων, που καίγονται μέσα στη φωτιά – έτσι είναι η φωνή του… Κάποιες θολές αναμνήσεις… Αυτή η φωνή δεν έχει εκείνο το βάθος των ημίτονων, το οποίο με έχει μαγέψει τόσο πολύ στη φωνή του Σαρτ… Οι μαγευτικοί ήχοι της φύσης, δεν είναι μια ανθρώπινη φωνή.
– Γιατί το όνομα είναι βάρος?
– Πόσα δευτερόλεπτα έχεις αφιερώσει για να προσπαθήσεις μόνη σου να βρεις την απάντηση στην ερώτηση σου?
– Εγώ…
– Ποιες υποθέσεις εμφανίστηκαν? Τι έδειξε η αρχική ανάλυση αυτών των υποθέσεων? Δεν πέρασαν ούτε δυο δευτερόλεπτα μετά από την απάντηση μου, και εσύ έκανες άλλη μια ερώτηση, αυτό σημαίνει μόνο ένα πράγμα – ή έχεις ένα φαινομενικό μυαλό, ή είσαι μια χαζή τεμπέλα. Δεν μοιάζεις με ευφυΐα, ενώ με μια χαζή τεμπέλα – πάρα πολύ.
– Εγώ… Εγώ???
– Τεμπέλα – επειδή έκανες την ερώτηση, χωρίς να προσπαθήσεις να την αναλύσεις μόνη σου, άρα, δεν έχεις τη συνήθεια να σκέφτεσαι, δεν σου αρέσει αυτή η δουλειά, βαριέσαι. Χαζή – εφόσον δεν αγαπάς τη σκέψη, αντίστοιχα, δεν έχεις μάθει να σκέφτεσαι. Όπως και να έχει, δεν με ενδιαφέρει ένας τέτοιος άνθρωπος, κάνω μεγάλη χάρη, όταν σου λέω, ότι δεν με ενδιαφέρεις.
Το σαγόνι μου κρέμασε. Υπολόγιζα σε μια πιο εποικοδομητική συζήτηση, και δεν το περίμενα – έτσι απλά, με μια ματιά, χωρίς να δοκιμάσουν καν να με γνωρίσουν, να μου βγάλουν τη διάγνωση «χαζή τεμπέλα»… δεν ξέρω καν, τι να πω… Τι τον πείραξε τόσο πολύ? Το ότι εγώ δεν πήρα ως δεδομένο την δήλωση του περί του ονόματος?
– Βασικά. εμένα ποτέ κανείς δεν με είχε πει «χαζή τεμπέλα»… το αντίθετο – μου έλεγαν πολύ συχνά, ότι είμαι υπερβολικά δραστήρια και έξυπνη…
– Ποιος?
– Τι «ποιος»?
– Ποιος συγκεκριμένα σε αποκάλεσε δραστήρια και έξυπνη? Αλλά – μην μου απαντήσεις – οι εξίσου ανεγκέφαλοι με σένα σε ονόμασαν έτσι.
Ανεγκέφαλοι, σαν και εμένα??? Ωραία κουβέντα γίνεται… Έτσι σε λίγο θα αρχίσουμε να πλακωνόμαστε στο ξύλο μεταξύ μας…
– Εμ, δεν θα έλεγα ότι ήταν ανεγκέφαλοι…
– Εννοείται, επειδή είσαι ίδια με αυτούς.
Ξεροκατάπια, καταπίνοντας ταυτόχρονα και μια μπάλα από αμοιβαία δυσάρεστα επίθετα, που μεγάλωνε μέσα μου, προσπάθησα να συγκρατηθώ και να συνεχίσω.
-…δεν θα το έλεγα, ότι είναι ανεγκέφαλοι. Καταλαβαίνω, ότι δεν υπάρχουν πάρα πολλοί έξυπνοι και οι αισθησιακοί άνθρωποι, και όμως, ανάμεσα στους άλλους συναντάς καμιά φορά…
– Τότε τι κάνεις εσύ εδώ? – και πάλι με διέκοψε εκείνος. – Πήγαινε πίσω στους έξυπνους φίλους σου.
– Είσαι πολύ κατηγορηματικός. Μου αρέσει να κάνω παρέα με διάφορους ανθρώπους, να παρατηρώ, να μελετώ, και ακριβώς αυτός είναι ο λόγος που βρίσκομαι εδώ, διότι γνώρισα ανάμεσα στους άλλους τον Σαρτ, τον Καμ, μιλάω μαζί τους και θέλω να μιλήσω μαζί σου…
Εκείνος κούνησε το χέρι του και με σταμάτησε:
– Δεν θα μιλήσεις μαζί μου, επειδή δεν με ενδιαφέρεις, τέτοια που είσαι.
– Θα ήθελα να μάθω, πώς κατάφερες να βγάλεις ένα τέτοιο συμπέρασμα από μια και μοναδική ερώτηση μου?
Αυτός σιώπησε και συμπεριφερόταν, σαν να μην ήμουν εκεί.
– Εντάξει, αφού εγώ παραδέχομαι, ότι έκανα ένα λάθος, όταν ρώτησα κάτι, χωρίς να σκεφτώ, όμως, για ένα και μοναδικό λάθος μου κάρφωσες την ταμπέλα «ηλίθια»?
Σιωπή, απ` ότι φαίνεται, έχασα την προσοχή του για πάντα.
– Καλά, τότε εγώ δεν μπορώ πια να αλλάξω κάτι σε αυτό. Τότε, είμαι εδώ για να μιλήσω με τον Καμ. – Μεταφέρθηκα πιο μακριά από εκείνον, δίπλα στον Καμ. Στο κεφάλι μου βασίλευε το χάος, δεν ήξερα, τι να κάνω από εδώ και μπρος.
– Δηλαδή, εσύ μιλάς με αυτή την χαζή τεμπέλα?? – ρώτησε εκείνος τον Καμ με απορία, ζωγραφισμένη στην φυσιογνωμία του.
Θέλει να στρέψει και τον Καμ εναντίον μου!
Ο Καμ ρουθούνισε και κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.
– Ορίστε, – χαμογέλασε ευχαριστημένα αυτός ο…(πώς θα τον φωνάζω, γαμώτο… «εκείνος»?), – ο Καμ δεν είναι ηλίθιος.
Εγώ κοίταξα τον Καμ, και μου φάνηκε, ότι αυτός ή ντρέπεται, ή δεν τολμά να κάνει κάτι, που θα πήγαινε κόντρα στην πίεση «εκείνου». Τον κοίταζα στα μάτια, αλλά το βλέμμα τον Καμ με διαπερνούσε αδιάφορα. Αυτό δεν το περίμενα με τίποτα…
– Καμ!! Πώς μπορείς?? Εσύ ο ίδιος μου είπες χτες να συναντηθούμε εδώ το πρωί και να συνεχίσουμε τη συζήτηση μας για τα στοιχεία! Και τώρα προσποιείσαι, σαν να μην έχεις καμία δουλεία με μένα, σαν να ήρθα με το έτσι θέλω και σας ενοχλώ… τι γίνεται, Καμ??
Τα ίδια ατάραχα πρόσωπα… εντάξει, παιδιά, δεν πάνε τα πράγματα έτσι, έτσι απλά… καταλαβαίνω, ότι είστε σοφοί και τα λοιπά, που είναι, όμως, η στοιχειώδη ανθρωπιά, άντε, στο καλό με την ανθρωπιά, που είναι το απλό φιλότιμο?? Εγώ σηκώθηκα.
– Εγώ δεν καταλαβαίνω ούτε εσένα – κούνησα το κεφάλι μου σε «εκείνον», – ούτε εσένα, Καμ. Δεν καταλαβαίνω, γιατί έγινες απόμακρος ξαφνικά. Θεωρώ, ότι εσύ, Καμ, είσαι ανειλικρινής, άτιμος, επειδή προσποιείσαι, πως δεν έχεις καμία σχέση με αυτό, απλώς μου γύρισες την πλάτη, γιατί δεν άρεσα σε αυτόν τον άνθρωπο. Εσύ… εσύ με πρόδωσες, Καμ. Περίμενα βοήθεια από εσένα, μα από ποιον άλλον να τη περιμένω? Και εσύ με πρόδωσες, έτσι απλά. Εσύ μου έλεγες για την ελευθερία από τα αρνητικά συναισθήματα, ενώ ο ίδιος τώρα δεν νιώθεις αποξένωση με μένα? Ο φίλος σου δεν δηλώνει στ` ανοιχτά την αντιπάθεια του, που ήρθε από το πουθενά? Πώς γίνεται αυτό? Πού είναι τότε η λεγόμενη πρακτική σας? Μου αρέσεις παρά πολύ, Καμ, όμως, δεν μπορώ να είμαι τόσο γλιστερή, θέλω να λέω την αλήθεια, αν και με πονάει, όταν μιλάω τώρα, επειδή καταλαβαίνω, ότι θα με απορρίψεις τελείως τώρα, όμως, δεν έχω άλλη επιλογή, δεν τα θέλω τα ψέματα. Άρα… δεν το είχε η μοίρα μας.
Ναι, για τη μοίρα – πιθανόν ήταν περιττό πια, αλλά δεν μπορώ να σηκωθώ και να φύγω έτσι απλά! Μάλλον, είμαι έτοιμη να κλάψω τώρα από αδυναμία και αδιέξοδο…
Μέχρι την τελευταία στιγμή περίμενα έστω κάποια αντίδραση… αλλά δεν υπήρχε καμία. Έκανα τη στροφή και έφυγα, προσπαθώντας να δείχνω σίγουρη και σκληρή, παρά τα δάκρυα, που κάλυπταν τα μάτια μου, και το κουβάρι στο λαιμό μου γινόταν όλο και πιο επώδυνο. Ποτέ πριν δεν με είχαν προδώσει έτσι…ένας αμβλύς πόνος χτυπούσε μέσα στο στήθος μου, ανταποκρινόμενος, σαν ηχώ, σε κάθε μου βήμα. Για ποιο λόγο να ζήσω πια, αν οι πιο κοντινοί μου άνθρωποι δεν με κατάλαβαν και με έδιωξαν? Το νόημα της ζωής μου έλιωνε, σαν χιόνι μέσα στην παλάμη – αργά, και αναπόφευκτα, και όσο πιο μακριά έφευγα, τόσο πιο πολύ πονούσα. Μήπως, να γυρίσω? Πού??
Βγήκα έξω στον δρόμο, και πάγωσα. Δεν έχω ΚΑΝΕΝΑ μέρος να πάω… Υπήρχε ποτέ πριν στο μυαλό μου μια τόσο δολοφονικά ξεκάθαρη αντίληψη του απόλυτου αδιεξόδου? Οποιαδήποτε σκέψη προκαλούσε μια τέτοια έκρηξη της απελπισίας, ακόμα λίγο, κα θα βάλω τα κλάματα κατευθείαν εδώ. Να πάω στο ξενοδοχείο μου? Ε, όχι… φοβάμαι υπερβολικά να μείνω μόνη μου, τελείως μόνη, κλεισμένη μέσα στο πνιγερό δωμάτιο ενός άθλιου ξενοδοχείου. Να περπατήσω στους δρόμους? Τα πλήθη των Ινδών για πρώτη φορά μου φάνηκαν τόσο οικείοι, τόσο συγγενικοί. Χαμογέλασα τρυφερά σε έναν ζητιάνο. Τα παρακάλια του μείωσαν τον πόνο μου, του έδωσα δέκα ρουπίες…
Εγώ νόμιζα, ότι αυτοί με αγαπάνε, το πίστευα αυτό. Γιατί δεν μου είπαν την αλήθεια – ότι το μόνο που θέλουν, είναι να τους αδειάσω τη γωνιά? Δεν έχω κανένα έδαφος κάτω από τα πόδια μου, το μόνο που βλέπω – είναι τα αδιάφορα μάτια του Καμ, τη σκληρότητα αυτού, που υποτάσσει τους πάντες και τα πάντα σύμφωνα με τη δική του θέληση. Κάποια ευφυέστατα μηχανήματα δημιουργήθηκαν χάρη σε αυτή την διαολεμένη πρακτική – αφού μπορούν τόσο άψογα να ελέγχουν τους ανθρώπους. Και εγώ πίστευα, ότι είναι φωτισμένοι… Δεν θέλω να γίνω και εγώ τέτοια, δεν θέλω να φτάσω σε αυτό, το φοβάμαι, καλύτερα να πεθάνω. Τους φοβάμαι, φοβάμαι και δεν θέλω να μιλάω μαζί τους. Καταλαβαίνω, ότι ο δρόμος μαζί τους προς οποιοδήποτε μέρος τώρα για μένα είναι κλειστός, μα και εγώ δεν τους θέλω τέτοιους, όπως είναι, έτσι σε οποιαδήποτε περίπτωση, βγαίνω εκτός.
Ο Σαρτ! Πώς μπορούσα να τον ξεχάσω… Αυτός δεν θα με αφήσει, σίγουρα! Τώρα θα του τα πω όλα, θα του αποδείξω, ότι δεν έκανα τίποτα μεμπτό. Γιατί είχα αποφασίσει, ότι είναι και αυτός μαζί τους? Είναι τελείως διαφορετικός, το ξέρω σίγουρα. Σχεδόν τρέχοντας, επιστρέφω στο ξέφωτο. Μα πως… με την πρώτη ευκαιρία εγώ πρόδωσα τον Σαρτ, δεν ρώτησα τίποτα, δεν πήγα κοντά του, στην ουσία εγώ τον πρόδωσα πρώτη…
– Γεια σου, Σαρτ:), χαίρομαι τόσο πολύ, που σε βλέπω… Γεια σου, Σαρτ!
Η τρυφερότητα μαζί με τα δάκρυα με γέμιζε, έκατσα λίγο πιο κοντά σε εκείνον… και σχεδόν σωματικά καρφώθηκα σε απολύτως ψυχρό βλέμμα του – ξένο, τυπικό.
– Δεν μπορεί να γίνει αυτό! Σαρτ… Σαρτ!
– Κοπελιά, μας ενοχλείτε, να έχετε την καλοσύνη να μην φωνάζετε εδώ και να μας αφήσετε, παρακαλώ.
Ουάου!!! Για δες… αυτή είναι μια καλή κλοτσιά… Σηκώθηκα, και σαν να με έχουν φτύσει, απομακρύνθηκα, όμως, πρόλαβα να δω, ότι η παχουλή ξανθιά, μάλλον, είναι πολύ ευχαριστημένη με την πόρτα, που εγώ έφαγα… Τι προδοσία.. Τι να κάνω? Πώς θα ζήσω τώρα?
Δεν έχω δυνάμεις ούτε να προσποιηθώ ένα σταθερό βήμα… Έκανα λίγα αδύναμα βήματα, έπεσα κάτω στο γρασίδι και έβαλα τα κλάματα… Αυτό μοιάζει με ένα γερο χαστούκι… γιατί?? Γιατί με κάνουν να πονάω τόσο πολύ?? «Γιατί έτσι», «γιατί έτσι» – κόλλησε η βελόνα, η ερώτηση γυρίζει στο κεφάλι μου. «Γιατί έτσι»… σαν να έπεσα μέσα στον λάκκο, παγωμένο και σκοτεινό… δεν κατάλαβα καν, ότι είχα δεθεί τόσο πολύ με αυτούς τους ανθρώπους, και όχι τόσο πολύ με αυτούς, πόσο με το όνειρο για αυτούς, για το ότι υπάρχουν κάπου φωτισμένα πλάσματα, τα οποία θα μπορέσουν να δουν την επιδίωξη της αλήθειας μέσα μου, δεν θα με στείλουν στο διάολο μόνο και μόνο επειδή εγώ δεν έκανα κάτι σωστά… Δεν ήταν έτσι με τον Δον Χουάν του Καστανέδα, καθόλου!
Ίσως, να μην είναι καν πρακτικοί, ασχολούμενοι με την πρακτική του ευθύ δρόμου? Ίσως θα έπρεπε να ψάξω τον Λομψάνγκ? Όμως, ο Ντένι έλεγε, ότι ένοιωσε το μίσος, που ερχόταν από εκείνον… τι, αν ο Ντένι απλώς πιάστηκε σε κάποιες εξηγήσεις, πέρασε το ζητούμενο για πραγματικό? Δηλαδή, δεν υπάρχει ΤΊΠΟΤΑ σε όλα τ` αυτά? Ακόμη μια απάτη, επόμενη γκάφα, ή και κάτι χειρότερο – μια εμπορική επιχείρηση, αφού ο Σαρτ δεν ταξιδεύει όπου και όπου – σε βαγόνι πρώτης τάξεως, – από που βρήκε τέτοια χρήματα? Δεν είχα δει ποτέ πλούσιους μοναχούς, πλούσιους αναζητητές της αλήθειας. Είναι απλώς ένα πάρα πολύ μεγάλο ψέμα?… Ναι… Και τώρα – τι? Μέχρι στιγμής, δεν αναρωτήθηκα ούτε μια φορά – τι να κάνω μετά, ήταν όλα ξεκάθαρα – να πιάνομαι από τα νήματα, που με έφερναν στην πρακτική του ευθύ δρόμου, να αρχίσω την εργασία της απομάκρυνσης των αρνητικών συναισθημάτων… και τι να κάνω τώρα? Καθόμουν απλώς, με το βλέμμα καρφωμένο στη γη, και σταμάτησα να σκέφτομαι τελείως, τι θα μπορούσα πια να σκεφτώ σε μια τέτοια κατάσταση… Θυμήθηκα τη Μόσχα, σχεδόν ξεχασμένη πια μυρωδιά του σπιτιού μου, τον Μαξ… βέβαια, είναι ένας όχι πολύ έξυπνος άνθρωπος, όμως, τουλάχιστον, δεν με έχει παρατήσει, εγώ ήμουν αυτή, που τον παράτησε, τέλος πάντων… όχι, όχι, και τι με αυτόν… δεν υπάρχει επιστροφή στην παλιά ζωή… εκεί αρχίζει ο χειμώνας τώρα, σε λίγο το χνουδωτό χιόνι θα καλύψει τα πάντα… πόσο ωραία θα ήταν τώρα να τρέξω πάνω στο χιόνι… τη βαρέθηκα την Ινδία, δεν καταλαβαίνω καν, τι να κάνω εδώ, στη ζέστη και στα σκουπίδια… εγώ ερχόμουν για τις εντυπώσεις, νόμιζα, ότι εδώ είναι οι γιόγκι σε κάθε σου βήμα, μοναχοί, οι οποίοι αναζητούν ειλικρινά την αλήθεια, ενώ αυτοί, όλοι αυτοί οι πρακτικοί, για ποιο λόγο ήρθαν ως εδώ? Ίσως ακριβώς για να μάθουν την εμπορικοποίηση και να βγάζουν το ψωμί τους από τέτοιες ηλίθιες, σαν και εμένα?…
Στάθηκα όρθια και τέντωσα τα χέρια μου. Το πρώτο σοκ έχει περάσει, το κεφάλι μου ήταν λίγο πιο καθαρό. Όχι, δεν χρειάζομαι εγώ αυτές τις γλυκανάλατες αναμνήσεις για την οικογενειακή ευτυχία. Ας πούμε, ότι εδώ την πάτησα, αλλά αυτό δεν αλλάζει τίποτα σε όλα τα υπόλοιπα. Για δες, πως γίνεται αυτό – όταν δεν είμαι καλά, αμέσως αναδύεται η γλυκιά μυρωδιά της κάλπικης σπιτικής ευτυχίας, με τη ρόμπα, παντόφλες στα πόδια, κρύσταλλα μέσα σε σύνθετο, με τους συγγενείς, οι οποίοι και θα σε παρηγορήσουν, και θα σε βοηθήσουν, και σίγουρα δεν θα σε παρατήσουν με τίποτα… και όταν αισθάνομαι τον εαυτό μου δυνατό, δραστήριο, με χαρούμενη προσμονή, απεχθάνομαι με όλη μου τη ψυχή όλη αυτή την σαπίλα. Ο! Στοπ.
Από την υπερένταση, που με γέμισε ξαφνικά, εγώ κάθισα πίσω στο γρασίδι. Μια γρήγορη ματιά – είναι ακόμα εκεί? Ναι. Ωραία. Τώρα είναι σημαντικό να μην παραπλανηθώ, να μην χάσω τη γραμμή, την ξεκάθαρη αίσθηση της σημαντικότητας αυτής της στιγμής. Για αυτό καλύτερα να πάρω το τετράδιο και να καταγράψω εν συντομία τα πιο βασικά σημεία… Έτσι… Το πρώτο λοιπόν – είναι απολύτως σίγουρο γεγονός, ότι όσο χειρότερα εγώ νιώθω, τόσο πιο πολύ βυθισμένη είμαι στην απελπισία, στην μοναξιά, στην λύπηση για τον εαυτό μου… μάλλον, σε πολλά αρνητικά συναισθήματα, τόσο πιο δυνατή είναι η τάση να γυρίσω πίσω στο σπίτι, στους συγγενείς μου, στην ίδια τη ζωή, την οποία τη στιγμή, όταν αισθάνομαι την δημιουργική άνοδο, χαρά από την αίσθηση του εαυτού μου ζωντανή, την θεωρώ χειρότερη και από τον θάνατο. Δεύτερο: εξίσου ορισμένο γεγονός είναι το ότι μόλις τώρα είχα την τάση να γυρίσω στην σαπίλα. Αυτό μπορεί να σημαίνει μόνο ένα πράγμα – ότι είμαι σε απόλυτο αδιέξοδο τώρα. Ε, αυτή τη στιγμή όχι πια, μα πριν για αρκετή ώρα ήμουν. Έτσι… Άρα, αν είμαι σε έναν τέτοιο κώλο τώρα, ότι με τραβάει η ζωή, την οποία εγώ η ίδια θεωρώ χειρότερη από τον θάνατο, υπάρχει περίπτωση εγώ να κρίνω αντικειμενικά τότε? Μπορούσα να κρίνω ξεκάθαρα, να εκτιμώ, να αντιλαμβάνομαι? Φυσικά και όχι. Άρα, έτσι εμφανίζεται μια ευκαιρία για μένα… Μπορεί να είναι και μοναδική, τελευταία… Πόσο εύκολο είναι να τη χάσω, την έχω χάσει σχεδόν! … Όμως, ήμουν χαρούμενη, είχα διάθεση για ενδιαφέρουσες συζητήσεις, όταν ήρθα σε αυτούς, δηλαδή, μπορούσα να εκτιμήσω ανάλογα, όσο επέτρεπαν οι δυνατότητες μου, και αυτό είναι το μόνο, στο οποίο μπορώ να βασιστώ… αυτό σημαίνει, ότι δεν υπάρχει η ευκαιρία?… Όχι, αλλά δεν θυμάμαι, πότε ακριβώς η κατάσταση μου άλλαξε και σταμάτησα να είμαι αντικειμενική, έτσι είναι πολύ πιθανό, ότι αυτό μου συνέβη αμέσως, μόλις «εκείνος» άρχισε να μου επιτίθεται… εντάξει, τι να μαντεύω τώρα – πρέπει να τα ελέγξω όλα για άλλη μια φορά. Οπότε, το σχέδιο έχει ως εξής – θα καθίσω τώρα, θα συντονιστώ στην απόλυτη εμπιστοσύνη, σε εκείνη τη συμπάθεια, την οποία ένιωθα για τον Σαρτ, τον Καμ, γυρίζω τη ρόδα πίσω, απλούστατα ξεχνώ το παράπονο μου, για το πως εκείνοι μου φέρθηκαν… στοπ… εγώ τώρα βασίζομαι σε κάτι, που δεν γνωρίζω, διότι δεν ξέρω – πως αυτοί μου φέρθηκαν, και συλλογίζομαι, σαν να είμαι σίγουρη τελικά, ότι εκείνοι μου φέρθηκαν άσχημα… ναι, είναι το ίδιο πράγμα με αυτό, γα το οποίο μου μίλησε ο Καμ σχετικά με τις θεωρίες… Στοπ! Απίστευτο, πώς μπορούσα να το χάσω πριν? Ήμουν σίγουρα τρελή… αν ακόμα και αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι πρακτικοί, τι αλλάζει αυτό στην εμπειρία μου??!! Αλλάζει κάτι τουλάχιστον στο ότι χρειάζομαι, σαν τον αέρα, την ελευθερία από τα αρνητικά συναισθήματα? Όχι, δεν αλλάζει τίποτα. Και τίποτα δεν με εμποδίζει να αρχίσω τις μελέτες μου ανεξάρτητα, ένας λόγος παραπάνω – έχω ήδη μια σειρά από ενδιαφέροντα πειράματα, μπορεί αργότερα να καταφέρω να βρω τους αληθινούς πρακτικούς, μιας και η ίδια ιδέα της πρακτικής του ευθύ δρόμου δεν εμφανίστηκε από τ πουθενά… απ` ότι φαίνεται, μάλλον, γύρισα ξανά στο ότι αυτοί οι άνθρωποι – δεν είναι αληθινοί πρακτικοί … τι βλακεία είναι αυτή… οι θεωρίες τελικά είναι ένα πολύ δύσκολο μέτωπο των εργασιών, διάολε… δεν θα τη γλιτώσεις με τους συλλογισμούς – σκέφτηκες κάτι και είσαι έτοιμος. Λοιπόν, επιστρέφω στο σχέδιο – συντονίζομαι με την συμπάθεια, την οποία ΑΙΣΘΆΝΟΜΑΙ αυτή τη στιγμή για τον Καμ, τον Σαρτ και εκείνο το πλάσμα, το οποίο είδα στο «όνειρο μου», έπειτα από αυτό θα τους πλησιάσω ξανά και θα αρχίσω τα πάντα από την αρχή, και αυτό, που θα νιώσω γι αυτούς – σε αυτό και θα βασίζομαι, επειδή το μόνο, που μπορώ να κάνω – είναι να σχηματίσω την άποψη μου σύμφωνα με άκρως δυνατή, φωτισμένη κατάσταση, στην οποία έχω πρόσβαση αυτή τη στιγμή.
Ένιωθα αληθινή χαρά λόγο του ότι συνειδητοποίησα την απόλυτη ανεξαρτησία της δικής μου αναζήτησης από οποιονδήποτε άλλο. Πόσο αρμονικά αυτό ανταποκρίνεται στην παλιά μου ανακάλυψη – δεν έχει σημασία, αν υπήρξε ή δεν υπήρξε κάτι, έχει σημασία – τι άλλαξε από αυτό μέσα μου, ποιο σημάδι έμεινε. Ένιωθα χαρά, επειδή είδα, πόσο επίμονες είναι οι απόψεις, γεννημένες από τα αρνητικά συναισθήματα, από το ότι εγώ πήρα μια απόφαση, για την οποία δεν θα μετανιώσω ποτέ, μιας και αυτό είναι το πιο ειλικρινές πράγμα, που θα μπορούσα να κάνω τώρα. Και από αυτή την κατανόηση ήρθε μια πραγματική συμπάθεια για αυτούς τους ανθρώπους, οποίοι και να είναι αυτοί – χωρίς αυτούς δεν θα συνέβαινε αυτό, το οποίο με οδήγησε τελικά στην εύρεση μιας αληθινής βάσης. Σηκώθηκα και πήγα στον Καμ, που συνέχιζε να κάθεται δίπλα σε «εκείνον», κάθισα ακριβώς απέναντι του, τον κοίταξα κατευθείαν στα μάτια.
– Πώς σε λένε?
Αυτό, μάλλον, ήταν τελείως αταίριαστο (άντε πνίξου, που θα μας πεις, τι είναι ταιριαστό, και τι αταίριαστο…), όμως, εγώ ήμουν πλημμυρισμένη με μια έντονη χαρά, ήθελα να γελάσω, και ο, τι και να συνέβαινε τώρα, με τίποτα δεν θα με έριχνε ξανά στον γκρεμό της λύπησης για τον εαυτό μου… όχι, δεν θα γίνει αυτό.
– Δεν θέλω να κουβαλάω ένα τέτοιο βάρος, όπως ένα όνομα, και δεν το έχω.
Η φωνή του φάνηκε κάπως ξερή, χωρίς εκείνους τους χαμηλούς ημίτονους, που με είχαν μαγεύει τόσο πολύ στη φωνή του Σαρτ. Αυτή η φωνή έμοιαζε με το τρίξιμο των ξύλων στη φωτιά – ευχάριστο, άνετο, ελκυστικό, είναι οι ήχοι της φύσης, όμως, και όχι του ανθρώπου. Έτσι και στην δική του φωνή ήταν κάτι από τους ήχους της φύσης… αλλά αυτό δεν φαινόταν ξενικό, καθόλου.
…Φανταστικά… ΤΊΠΟΤΑ δεν άλλαξε. Εγώ θέλησα να τρίψω τα μάτια μου, τα αυτιά, τα χέρια, το κεφάλι, τα μυαλά μου… δεν άλλαξε τίποτα – ούτε στα λόγια του, ούτε στον τόνο της φωνής του, ούτε στο βλέμμα. Σαν να ΜΗΝ ΈΓΙΝΕ ΚΆΤΙ. Εντάξει… θα τα αναλύσω όλα αυτά αργότερα, και τώρα θα ρωτήσω τον εαυτό μου, ακολουθώντας το σχέδιο – πώς να αντιμετωπίσω τον Καμ, και «εκείνον»? Δεν υπήρξε τίποτα! Ούτε παράπονο, ούτε λύπηση, ούτε απογοήτευση – συμπάθεια, προσμονή, απόλυτη ανοιχτοσύνη.
Όνομα – βάρος. Για δυο-τρία λεπτά προσπαθώ να βρω κάτι με νόημα, μάταια, όμως, και τελικά σταματάω σε μια θεωρία, την οποία είχα ακούσει, ότι το όνομα καθορίζει σε κάποιο βαθμό και τον χαρακτήρα του ανθρώπου, και μάλλον αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίο εκείνος δεν θέλει να έχει ένα όνομα, για να μείνει ελεύθερος από την επιρροή του… και όμως, αν στο διαβατήριο του είναι γραμμένο κάτι, τότε, αυτός θα έχει ένα όνομα τελικά! Εδώ εγώ δεν υποχώρησα ούτε ένα εκατοστό, επειδή ήταν αλήθεια – έτσι, όπως την καταλάβαινα εγώ.
Όλα τα αυτά και εκφώνησα.
Στη φωτιά προσέθεσαν ξύλα, και μάλιστα διάφορων ειδών – η ποικιλομορφία των ημίτονων αυξήθηκε:)
– Εφόσον η πρακτική του ευθύ δρόμου προϋποθέτει την αντικατάσταση των ανεπιθύμητων αντιλήψεων με τις επιθυμητές, θα ήταν πολύ περίεργο να υποθέσεις, ότι εγώ προσπαθώ να αποφύγω κάποια επιρροή στον χαρακτήρα μου με αυτόν τον τρόπο, διότι στην περίπτωση, αν δεν με ικανοποιούσε κάποια επιρροή, θα την είχα αλλάξει ή απομακρύνει τελείως, και αν αδυνατούσα να το κάνω – θα είχα συγκεντρωθεί πλήρως στο δεύτερο κομμάτι της δουλειάς: θα είχα απομακρύνει αυτά, τα οποία θα ήθελα να βγάλω από τον «χαρακτήρα μου». Έτσι η αιτία βρίσκεται αλλού. Όταν ο άνθρωπος συμφωνεί με το ότι έχει ένα όνομα, ταυτόχρονα συμφωνεί και με την εκτέλεση των καθηκόντων, που συμβαδίζουν με την ύπαρξη ενός ονόματος, αλλιώς για ποιο λόγο να έχεις ένα όνομα, αν δεν σκοπεύεις να το χρησιμοποιήσεις? Ποια καθήκοντα είναι αυτά? Για παράδειγμα, σε «φωνάζουν» με αυτό το όνομα, και όταν το δέχεσαι αυτό, επιλεγείς συνειδητά να συντηρείς τη σύνδεση ανάμεσα με τις λέξεις «το όνομα μου» και με την απόσπαση της προσοχής σου σε αυτόν, που το λέει – ΑΝΕΞΆΡΤΗΤΑ από το ότι θέλεις ή δεν θέλεις αυτό, αν ο άνθρωπος αυτός έχει ή δεν έχει για σένα ενδιαφέρον, επειδή αν εσύ κάθε φορά θα επιλεγείς – να δώσεις ή να μην δώσεις την προσοχή σου, το ίδιο το γεγονός της εκτέλεσης αυτής της επιλογής θα σημαίνει, ότι η προσοχή σου έφυγε ήδη, έχει κλαπεί από την δημιουργημένη από τον εαυτό σου συνήθεια να αντιδράς στο όνομα. Ως εκ τούτου, αποδεχόμενος ένα όνομα, εγώ ο ίδιος, με τα χέρια μου, δημιουργώ έναν μηχανισμό, με τη βοήθεια του οποίου οποιοσδήποτε άνθρωπος ανά πάσα στιγμή μπορεί να κλέψει την προσοχή μου, να την αποσπάσει, και αυτό είναι ανεπιθύμητο για μένα, – ένας λόγος παραπάνω, μιας και τα προβλήματα, που εγώ αναλύω στην πρακτική μου, λύνονται πιο αποτελεσματικά στην μέγιστη δυνατή συγκέντρωση. Όσο για αυτά, που αναγράφονται στο διαβατήριο μου… τι σημασία έχουν αυτά, που γράφονται κάπου, σημαντικό είναι – πως τα χρησιμοποιώ εγώ. Όταν περνάω τον έλεγχο στο τελωνείο, τους δείχνω το διαβατήριο μου και αντιδρώ στο όνομα, που έχει γραφτεί στα χαρτιά, και με την ίδια επιτυχία θα μπορούσα να ανταποκρίνομαι σε έναν σειριακό αριθμό, το οποίο θα μου έχουν δώσει προσωρινά, όσο ελέγχομαι στο τελωνείο, όμως. Στην απ` έξω ζωή μου θα μείνω αδιάφορος σε αυτόν τον αριθμό, όπως μένω αδιάφορος σε αυτά, που είχαν γραφτεί στο διαβατήριο μου.
– Όμως, το όνομα στο διαβατήριο δεν είναι ένας τυχαίος αριθμός, κάθε φορά διαφορετικός, αλλά μια μόνιμη λέξη, έτσι μάλλον δημιουργείται κάποια συνήθεια τελικά?
– Τι πάει να πει «δημιουργείται»? Το λες, σαν να είναι μια ανεξάρτητη από εσένα διαδικασία. Αυτή η διαδικασία ΕΞΑΡΤΆΤΑΙ από εσένα, και όταν εγώ καταλαβαίνω, ότι δημιουργείται κάποια ανεπιθύμητη συνήθεια, – την απομακρύνω, και τέλος.
– Μάλλον, αυτό είναι αρκετά περίπλοκο… μου είναι δύσκολο να φανταστώ, ότι εγώ…
– Δεν υπάρχει τίποτα να φανταστείς. Όλες οι αντιλήψεις σου προέρχονται από την προηγούμενη εμπειρία σου, η οποία είναι ασήμαντη, διότι δεν είναι μια πείρα της εξάσκησης στην τέχνη της συνειδητής δημιουργίας μιας συνήθειας, αλλά είναι η εμπειρία της ακούσιας δημιουργίας της συνήθειας υπό την εξωτερική επιρροή. Κάνε μια εξάσκηση! Είσαι στην Ινδία, μιας και το λέμε, και εδώ υπάρχουν πολλές ενδιαφέρουσες ευκαιρίες, τις οποίες δεν μπορείς να βρεις πουθενά αλλού. Πήγαινε έξω στο δρόμο, όπου έχει περισσότερο κόσμο, και κάνε μια βόλτα εκεί. Με συχνότητα περίπου ανά πέντε δευτερόλεπτα κάποιοι θα προσπαθήσουν να κλέψουν την προσοχή σου με τα επιφωνήματα «Χελλό», «Μις», «Μαι φρεντ», «Γουτ Χοτέλ», «Τσιπ πραίς», «Ρίκσα?». Εκτός από αυτό, οι ζητιάνοι θα σε αγγίζουν, ακόμα και θα πιάνουν τα χέρια σου, τα πόδια σου, θα σε κοιτάνε στα μάτια, θα σου κλείνουν τον δρόμο. Όλοι αυτοί οι αμέτρητοι Ινδοί θα πέσουν πάνω σου μεμιάς, ορίστε – εξασκήσου στο να μείνεις συγκεντρωμένη στον στόχο σου – έχεις ένα δικό σου μέτωπο εργασιών, ένα δικό σου επίκαιρο στόχο, έτσι δεν είναι? Να το φτάσεις, κράτα τις σημειώσεις στο ημερολόγιο σου, κατευθείαν, στο πόδι – αυτό θα δώσει στους Ινδούς έναν λόγο παραπάνω να εκδηλώσουν την περιέργεια τους, ενώ για σένα αυτό θα είναι μια σκληρή βάση για να κρίνεις την επιτυχία των προσπαθειών σου. Αν θα δεις στο ημερολόγιο μόνο αποκόμματα των λέξεων και μουντζούρες – αυτό θα σημαίνει, ότι η προσοχή σου είχε κλαπεί, δεν πέτυχες τίποτα.
– Πολύ φοβάμαι, πως έτσι και θα γίνει. Θυμάμαι πολύ καλά το μόνιμο σοκ, που είχα πάθει, περπατώντας στο Δελχί, στο Βαρανάσι… και αν «ανοιχτώ» σε όλους αυτούς σκόπιμα κιόλας!
– Όταν το πείραμα αρχίζει από το αποτέλεσμα «δεν καταφέρνω να κάνω τίποτα», πρέπει να προσφύγεις στην βοήθεια των ψηφίων.
– Δηλαδή ?
– Ασχολήσου με την πρακτική του περιορισμένου έλεγχου. Κράτα δέκα λεπτά και κάνε το πείραμα. Κάθε φορά, όταν υποχωρείς στην την πίεση, και σαν απάντηση στην επόμενη πίεση δεν έδωσες εκεί την προσοχή σου, μα έκανες και κάτι άλλο, – ακόμα και αν είναι ένα ανεπαίσθητο νεύμα του κεφαλιού σου – βάλε ένα «ν». Και ύστερα μέτρα – ποσά «ν» μάζεψες σε αυτά τα δέκα λεπτά. Με την επίμονη προσπάθεια, παρά το ότι η γενική αίσθηση παραμείνει ίδια: «πλήρη αποτυχία», θα δεις, ότι οι αριθμοί δείχνουν αμείλικτα την μείωση της μηχανικότητας σου, αύξηση της ικανότητας να απέχεις από τις πράξεις, που καθορίζονται από την κλοπή της προσοχής σου. Δεν έχεις γνωρίσει ποτέ τις βάσεις της πρακτικής του ευθύ δρόμου?
– Δεν μου είχε περάσει καν από το μυαλό, ότι είναι δυνατόν να απομακρύνεις όχι μόνο τα αρνητικά συναισθήματα, αλλά και τις συνήθειες! Τέλεια ! Αριθμοί, δεκάλεπτα…Έτσι θα μπορέσω να αλλάξω τα πάντα μέσα μου!… Εσύ όντως με θεωρείς μια χαζή τεμπέλα?
– Από πού το κατάλαβες αυτό?
– ??
Πήγα να ανοίξω το στόμα μου, μα το έκλεισα ακριβώς τη σωστή στιγμή. Αυτό, μάλλον, ήταν αστείο, όμως, δεν με ένοιαζε πια. Με έλουσε κρύος ιδρώτας, παραλίγο να τα χαλάσω όλα και πάλι… δεν έχει σημασία, το βασικό είναι – έπιασα τον εαυτό μου, προτού να πω κάτι… αυτός ο άνθρωπος σίγουρα δεν μοιάζει χαζός, και πρέπει ή να είσαι μια τελείως χαζή, ώστε να ρωτήσεις «από που το κατάλαβα» μετά από όσα έγιναν, ή να υπάρχει κάποιο νόημα σε αυτή την ερώτηση. Ναι, σίγουρα θα έχει κάποιο νόημα αυτή η ερώτηση, και αν θα έφτυνα αυτόματα τώρα την απορία μου, αυτό και θα σήμαινε, ότι είμαι μια χαζή τεμπέλα – βαρέθηκα να αναζητήσω το νόημα, που προφανώς υπάρχει εδώ. Πρέπει να υπάρχει ένα νόημα εδώ.
Μου αρέσει να σκέφτομαι κοντά σε αυτούς τους ανθρώπους. Δεν έχω καθόλου την αίσθηση, ότι «κολλάω» – δεν χρειάζεται να φρενάρει κανείς, κανείς δεν πάει πουθενά, κανείς δεν πιάνεται σπασμωδικά από την συζήτηση, δεν νιώθει δυσαρέσκεια από την σιωπή μου – φαίνεται απολύτως ξεκάθαρα, ότι η ζωή αυτών των ανθρώπων είναι γεμάτη ως τις άκρες, και όταν μπαίνει μια παύση στη συζήτηση, δεν βαριέται κανένας– απλώς συνεχίζουν να ζουν μια άλλη πλευρά της ζωής τους.
Ξαφνικά με έπιασε το γέλιο, και άρχισα να γελάω με όλη την ψυχή μου. Πρέπει να έδειχνα τελείως ηλίθια!
– Άκουσε, είμαι τελικά μια χαζή τεμπέλα, έχεις απόλυτο δίκιο!:)) – το είδες τώρα, ότι δάγκωσα τη γλώσσα μου, τα κατάλαβες όλα, έτσι δεν είναι?
– Αυτό δεν έχει καμία σημασία – αν είσαι χαζή τεμπέλα ή όχι.
Αυτός ο άνθρωπος ξέρει να εκπλήσσει!:)
– Γιατί?? Δεν επιλέγεις να συζητήσεις με τους ανθρώπους, που έχουν ενδιαφέρον για σένα?
– Φυσικά και επιλέγω, αυτό σου λέω τώρα – για μένα δεν έχει καμία σημασία, αν είσαι χαζή τεμπέλα ή μια δραστήρια ευφυέστατη κοπέλα – αυτό με κανέναν τρόπο δεν επηρεάζει το ενδιαφέρον μου για έναν άνθρωπο.
– Περίεργο… ναι, αυτό για μένα ακούγεται περίεργο, επειδή… αλλά ναι… υπάρχουν εδώ κάποια πιασίματα, διότι και η δική μου αντιμετώπιση για έναν άνθρωπο… δεν κοιτάζω τα ρούχα ή το πορτοφόλι του, αλλά κάποιο εσωτερικό «εαυτό του», και αν μου αρέσει, αυτό γίνεται ανεξάρτητα από το αν είναι πολύ έξυπνος, ή όχι τόσο πολύ… αν και για τον εαυτό μου πρέπει να πω, ότι σίγουρα θα έχω προκατάληψη για κάποιον, αν θα δω, ότι είναι τεμπέλης και χαζός. Εσύ δεν θα έχεις κάτι τέτοιο?
– Όχι, επειδή εγώ κατανόησα, πως δεν έχω βάσεις για αυτό, και έπειτα απομάκρυνα και την ίδια τη συνήθεια της εμφάνισης αυτής της προκατάληψης. Δεν υπάρχει τίποτα το παράξενο, ότι ένας άνθρωπος είναι χαζός, άλλος – τεμπέλης, τρίτος θα πουλήσει και την ψυχή του για μια σοκολάτα, και τέταρτος – θα δώσει τη ζωή του για την Πατρίδα… δεν με εκπλήσσει τίποτα σε αυτό, και ο καθένας, που ήρθε στην πρακτική, καθένας έφτασε με το δικό του σύνολο των βλακειών. Άλλο είναι το σημαντικό για μένα – όχι οι σκοτισμοί, τους οποίους εσύ έχεις, αλλά το τι κάνεις με αυτούς. Εκεί περνάει η διαχωριστική γραμμή. Ένας άνθρωπος δεν παραδέχεται τους σκοτισμούς του, δικαιολογεί, συντηρεί, παίρνει την αμυντική στάση, και ο άλλος – τους παρατηρεί, παραδέχεται, νιώθει την επιθυμία να απελευθερωθεί από αυτούς, αρχίζει τις προσπάθειες της απομάκρυνσης τους.
– Δηλαδή, με αποκάλεσες χαζή τεμπέλα, επειδή ένοιωσα αποξένωση με σένα, παράπονο, αντί να παραδεχτώ την ύπαρξη του σκοτισμού μέσα μου?
– Όχι, σε ονόμασα χαζή τεμπέλα, επειδή έτσι είναι, – έκανε μια παύση. – Για πες… εμφανίστηκε ο θυμός αυτή τη στιγμή?
– Όχι… Ναι, ναι.
Είχα μπει σε τεράστιο πειρασμό να του πω «όχι», ευτυχώς, όμως, δεν υπέκυψα στην αμυντική αντίδραση, αφού την πρώτη στιγμή όντως εμφανίσθηκε ο θυμός. Και πάλι ένοιωσα μια απίστευτη ανακούφιση, επειδή μπόρεσα να ακουμπήσω με τα χέρια μου αυτή την στάση – η στάση του ανθρώπου, που δεν κλείνει τα μάτια στους σκοτισμούς του, δεν τους κρύβει, αλλά τους παραδέχεται, σαν ένα υλικό, το οποίο πρόκειται να επεξεργαστεί.
– Είχα αρνηθεί να μιλήσω μαζί σου, επειδή δεν είχα μια τέτοια επιθυμία, και αν αναζητήσεις τις αιτίες – γιατί δεν εμφανίστηκε η επιθυμία, τότε το πιο πιθανόν από όλα αυτό συνδέεται με το ότι σαν απάντηση στη φράση μου όχι μόνο ένοιωσες τα αρνητικά συναισθήματα, αλλά πίστεψες ακόμα περισσότερο σε αυτά. Αυτό μου φαίνεται τώρα πιο σωστό, και επειδή έχω την επιθυμία να συνεχίσουμε εκείνη την εμπειρία, που είχαμε ξεκινήσει χτες το βράδυ.
– !! Άρα, όντως με παρατηρούσες?!!
– Όχι μόνο παρατηρούσα, αλλά θα μιλήσουμε για αυτό κάποια άλλη στιγμή, τώρα δεν έχω επιθυμία να το συζητήσω.
Και πάλι φέρθηκα αρκετά έξυπνα, για να το βουλώσω, να επιστρέψω στην προηγούμενη του φράση και να καταλάβω τη διαφορά ανάμεσα στις λέξεις «να συνεχίσω την εμπειρία» και να «μιλήσω».
– Καμ, και εσύ αρνήθηκες να μου μιλήσεις, επειδή επέμενα με τα αρνητικά συναισθήματα? Και ο Σαρτ… με έστειλε ακριβώς για αυτόν τον λόγο?
– Φυσικά. – Το βλέμμα του Καμ ήταν σοβαρό. – Για μένα δεν υπάρχει καμία τέτοια «Μάγια» σαν κάτι, που βρίσκεται πίσω από εκείνες τις αντιλήψεις, οι οποίες υπάρχουν στο δικό σου μέρος – όχι επειδή «αυτή» δεν υπάρχει, αλλά επειδή εγώ δεν «την» επινοώ και δεν «την» φαντάζομαι. Για μένα «εσύ» – είναι το σύνολο των αντιλήψεων, εκδηλωμένων στο δικό σου μέρος, και εφόσον εγώ είδα εκεί μόνο ένα σορό από αρνητικά συναισθήματα, και δεν είδα τις αντιλήψεις, που θα ήταν συμπαθητικές για μένα, εννοείται, ότι δεν θέλησα να έχω καμία επαφή με αυτές, και μόλις βλέπω τις αντιλήψεις, οι οποίες μου αρέσουν – προσπάθειες για την απομάκρυνση των σκοτισμών, φωτισμένες αντιλήψεις – τότε μπορεί να εμφανιστεί η επιθυμία να κάνω παρέα μαζί σου.
– Καμ, και αν εγώ είχα φύγει… δεν θα είχες επιχειρήσει τίποτα? Δεν θα με σταματούσες, δεν θα προσπαθούσες να μου εξηγήσεις τίποτα… θα χωρίζαμε έτσι απλά, για πάντα?
– Όχι. Δεν θα σταματούσα, και δεν θα εξηγούσα – σου λέω, δεν έχω επιθυμία να συναναστρέφομαι με εκείνο το σύνολο των αντιλήψεων, τις οποίες είδα μέσα σου. Και τι θα γινόταν μετά – πού να το ξέρω… σε οποιαδήποτε περίπτωση πρέπει να καταλάβεις, ότι η ευθύνη για της αντιλήψεις, οι οποίες εμφανίζονται στο δικό σου μέρος, την ευθύνη για τη ζωή σου την έχεις αποκλειστικά εσύ και κανένας άλλος. Αυτή η απάντηση σου δίνει την ευκαιρία να αισθανθείς – τι είναι η τελειότητα στις επαφές με τους ανθρώπους, τι είναι η απόλυτη ελευθερία από κάποια ουσία «εγώ», πέρα από κάποια επινοημένη «άλλη πλευρά» των αντιλήψεων, τι είναι η αψεγάδιαστη ειλικρίνεια. Μια αληθινή συνεργασία, πραγματική φιλία είναι πιθανή μόνο με κάποιον, που δεν θα σε κοροϊδεύει με μια προσποιητή φιλία, δεν θα σε λυπάται, δεν θα κλείνει τα μάτια στους δικούς σου σκοτισμούς, και αντί αυτού θα δηλώνει στ` ανοιχτά την αντιμετώπιση του για αυτά, που βλέπει μέσα σου, νιώθοντας ταυτόχρονα, φυσικά, τις φωτισμένες αντιλήψεις και βασίζοντας σε αυτές, και όχι από την διάθεση να σε θίξει, ή να σε τιμωρήσει και τα λοιπά.
Αισθανόμουν μια τεράστια ευγνωμοσύνη για αυτή την εμπειρία, αν και δεν με άφηνε μια απορία – «πώς μπορεί κανείς να είναι ευγνώμονος σε κάποιους, οι οποίοι έδειξαν μια τέτοια απόλυτη σκληρότητα για τον εαυτό του». Πλησίασα τον Σαρτ, κάθισα δίπλα του, πήρα το χέρι του και το κράτησα στις παλάμες μου. Εκείνος έσφιξε τα χέρια μου, απαντώντας, και ουσιαστικά, τι άλλο θα μπορούσαμε να πούμε? Μου ήταν απολύτως ξεκάθαρα όλα. Εκτός από…
– Σαρτ, πώς είναι δυνατόν να νιώθεις ευγνωμοσύνη σε κάποιον, που σου φέρθηκε τελείως αλύπητα?
– Έχει σημασία το κίνητρο, και όχι το εξωτερικό περίβλημα της πράξης. Αν κάνω κάτι σχετικό με σένα, και η πράξη αυτή προκαλείται από φωτισμένη επιθυμία, δηλαδή, από την επιθυμία, που έχει αντίκτυπο με τις Συναισθήσεις, προερχόμενες από την συμπάθεια, τρυφερότητα – τότε δεν υπάρχει τίποτα το παράξενο, ότι σε ανταπόκριση και εσύ βιώνεις τις παρόμοιες αντιλήψεις, παρά το ότι οι πράξεις μου είναι σκληρές και μπορούν να ερμηνευτούν με οποιονδήποτε τρόπο από το μυαλό σου. Εδώ ανακατεύεται η συνηθισμένη αρνητική απόχρωση της λέξης «αλύπητα», με την οποία σχετίζεται η εχθρότητα, αποξένωση, σκληρότητα, την ώρα που εγώ, όταν λέω την λέξη «αλύπητα», εννοώ συγκεκριμένα την κατάσταση χωρίς λύπηση, και όταν δεν υπάρχουν όλα αυτά τα σκουπίδια, τότε εμφανίζονται οι ξεχωριστές αντιλήψεις, τις οποίες εμείς ονομάζουμε Συναισθήσεις. Μόνο κάποιος ελεύθερος από την λύπηση μπορεί να αισθανθεί την αληθινή συμπάθεια και τρυφερότητα.