Ελληνικα change

Error

×

Κεφάλαιο 33

Main page / Μάγια 1: Φορς-Μινόρ / Κεφάλαιο 33

Περιεχόμενα

    Ξύπνησα πολύ πιο νωρίς, απ` ότι συνήθως – γύρω στις πέντε το πρωί. Τα όνειρά μου ήταν μπερδεμένα, όλα ανακατεύτηκαν σε ένα κουβάρι – η Μποντγκάγια, κάποιες εικόνες από τα παιδικά μου χρόνια, οι φωνές των τρελαμένων Ινδών, που με πολιορκούσαν με κραυγές και πρότειναν ξενοδοχεία, και γενικώς διάφορα, έτσι θέλησα να τινάξω την γλοιώδη σκιά αυτής της βλακείας, να κοιμηθώ ξανά και να δω στον ύπνο μου κάτι πιο ευχάριστο. Βγήκα στο μπαλκόνι μου, με περικύκλωνε το απόλυτο σκοτάδι, ούτε ένα φωτάκι, όλα νέκρωσαν.

    Οι νύχτες εδώ είναι αρκετά ψυχρές – μπορείς ακόμα και να κρυώσεις λιγάκι. Τελικά το ντόπιο κλήμα δεν είναι για μένα, έχω κουραστεί από τη ζέστη. Όσο και να κάνεις μπάνιο, είσαι συνέχεια βρόμικη και κολλάς. Με κούρασε και η μόνιμη και ενοχλητική προσοχή των Ινδών – ακόμα και όταν δεν προσπαθούν να σου φορτώσουν κάτι, οπωσδήποτε κάνουν ερωτήσεις, χαζεύουν, φωνάζουν πίσω σου… Ίσως, θα έπρεπε να ήμουν πιο σκληρή μαζί τους? Κουράστηκα από την φρικτή ακαταστασία και φανταστική βρωμιά, την οποία δυσκολεύεσαι ακόμα και να φανταστείς σε τέτοια έκταση, με την οποία αυτή υπάρχει στην Ινδία.

    Ναι, προφανώς, δεν ξύπνησα και με την καλύτερη μου διάθεση. Τι βλακείες είναι αυτές που βγαίνουν? Χτες εδώ, σε αυτήν την χεσμένη Ινδία, ήμουν με τέτοιους ανθρώπους, για χάρη των οποίων είμαι έτοιμη όχι μόνο να γυρίζω βρόμικη και να κολλάω, αλλά να χωθώ μέχρι τα αυτιά μου μέσα σε αυτή την χωματερή… Όταν είμαι δίπλα τους, δεν έχει καμία σημασία, τι συμβαίνει γύρω-γύρω, σαν να μην με αφορά ο κόσμος της συνηθισμένης ζωής, γλιστράει με απολύτως ανόητα ολογράμματα πάνω στην αόρατη σφαίρα, και εγώ ζω την δική μου καταπληκτική ζωή μέσα της.

    Να και εγώ που στέκομαι πάνω στο μπαλκόνι και αναμασάω την γεροντική δυσαρέσκεια μου, βυθίζοντας στην τόσο γνωστή μισοκαταθλιπτική κατάσταση, λες και δεν είχα συναντήσει κανέναν και δεν έζησα τίποτα ούτε χτες, ούτε στο Ρισικες, ούτε στην κοιλάδα Κούλου. Πώς γίνεται κάτι τέτοιο? Είχα διαβάσει στα βιβλία Καστανέδα, ότι εκείνος ξεχνούσε παντελώς ολόκληρα κομμάτια της ζωής του, τα οποία περνούσε με τους μάγους. Αυτός το εξηγούσε με την θέση του σημείου της κατασκευής, μετακινήθηκε αυτή η θέση – ορίστε, είσαι και πάλι συνηθισμένος άνθρωπος… Και αν αυτή θα μετακινηθεί για πάντα μέσα στην γεροντίστικη γρίνια, στην οποία εγώ πρόλαβα να βουλιάξω τόσο εύκολα και απαρατήρητα?

    …Αφού εγώ δεν ξέρω τίποτα – τι σημαίνει «το σημείο της κατασκευής»! Εχτές νόμιζα, πως ποτέ ξανά δεν θα κάνω μια τέτοια βλακεία – να βασίζομαι σε κάτι, για το οποίο δεν έχω αντίληψη. Ορίστε, που το ξανάκανα, όμως… Και τι να κάνω τώρα? Με τη σκέψη, ότι πρέπει να απαρνηθώ την κάθε ιδέα για το σημείο της κατασκευής λόγο του ότι δεν έχω καμία αντίληψη για αυτήν, εμφανίστηκε η αίσθηση μιας τρομερής απώλειας, σαν να μου πήραν το αγαπημένο μου παιχνίδι. Ώστε έτσι σε ρουφάει αυτό… Η απελπισία έφτασε στο λαιμό μου, ήθελα να κλάψω και να παραπονεθώ, – και πάλι όλα πέφτουν πάνω μου… Ο, τι να καταλάβαινα χτες, ο, τι και να έζησα – αναπόφευκτα, αναπόφευκτα εγώ… Τι βλακεία είναι αυτή??? Μια το ένα, μια το άλλο. Τι να κάνω με αυτό – δεν καταλαβαίνω. Καλύτερα να πάω για ύπνο, παρά να χώνω τον εαυτό μου μια σε έναν κώλο, μια στον άλλο.

    Επέστρεψα στο δωμάτιο, έπεσα και πάλι στο κρεβάτι, κύλισα, τεντώθηκα… μακάρι να ήταν τώρα εδώ η Κρίστι… νυσταγμένη, ζεστή, τρυφερή… θα χάιδευα στα στηθάκια της, θα έδινα φιλιά στις πατούσες, θα έγλυφα τις σκληρές της ρώγες, θα ακουμπούσα με τα χείλη μου τα ποδαράκια της, θα δάγκωνα ελαφρά το σβέρκο, θα έπαιζα με τον σφιχτό της πισινό… το χέρι μου γλίστρησε κάτω, γρήγορα δάχτυλα άγγιξαν τη κλειτορίδα μου και πάνω στο κορμί μου άρχισαν να τρέχουν ζεστά κύματα της ηδονής. Έκλεισα τα μάτια μου και αφέθηκα σε αυτή την απόλαυση, φτάνοντας κατά καιρούς στο όριο του οργασμού και υποχωρώντας, ώστε σε μια νέα στροφή της διέγερσης να βγω ακόμα περισσότερα από τα όρια μου, να αγγίξω έναν ψηλότερο ουρανό…

    Ο ύπνος με τυλίγει όλο και πιο πολύ, με τραβάει… γλυκιά παραζάλη, τα δαχτυλάκια μου μια σταματάνε, υπάγονται στον ύπνο, μια επιστρέφουν ξανά τον εαυτό μου, στις φαντασιώσεις, και πάλι ύπνος… τα πρόσωπα του Σαρτ, του Καμ… στητό στήθος της Κρίστι… είμαστε μαζί, αγκαλιασμένες, χαϊδεύουμε η μια την άλλη με τα δαχτυλάκια … τα χείλη της… να και ο Καμ, ξαπλωμένος στο γρασίδι… Καμ… Καμ? Είναι όνειρο αυτό, η όχι? Ξαφνικά, κάτι σαν ένας μεγεθυντικός φακός τράβηξε ένα κομμάτι από τις συγκεχυμένες αισθήσεις και εικόνες, το κατέγραψε σταθερά και ξεκάθαρα, δημιουργώντας ένα νησάκι της σαφήνειας στη μέση της ζούγκλας των υποσυνείδητων, μισοκοιμισμένων αντιλήψεων, και κατάλαβα απολύτως καλά – αυτό το νησάκι – είμαι σίγουρα το «εγώ», και το χάος γύρω του – και πάλι «εγώ».

    Η επίδραση του μεγεθυντικού φακού ήταν καταπληκτική – έκανε τα πάντα να φαίνονται με ιδιαίτερη ευκρίνεια. Το νησάκι απέκτησε τη μορφή του τέλειου κύκλου, χρωματίστηκε σε ένα έντονο μοβ χρώμα, εγώ κοιτούσα μέσα από τον μεγεθυντικό φακό, και ο, το έβλεπα μέσα του – δεν τα είδα απλώς, τα βίωνα, δηλαδή, ήμουν ταυτόχρονα και ο παρατηρητής, και το αντικείμενο της παρατήρησης. Ήταν τόσο φυσικό, τόσο απλό, μα να πάρει, πώς είναι δυνατόν κάτι τέτοιο? Πώς?

    Άραγε, θα μπορέσω να επιστρέψω στην χτεσινή βραδιά? Αμέσως εμφανίστηκε το ξέφωτο, όπου καθόμασταν όλοι μαζί – να ο Σαρτ συζητάει για κάτι με την ξανθιά κοπελίτσα, εδώ είναι ο Σαρτ, και εγώ… Εγώ???

    Μήπως όλα αυτά είναι μια απλή παραίσθηση? Σίγουρα δεν είναι η φαντασία μου! Όταν φαντάζομαι κάτι, ξέρω – τι θέλω να φανταστώ, αναμιγνύω, σύμφωνα με τη θέληση μου τις ακαθόριστες εικόνες, ενώ τώρα δεν υπάρχει κανένα σχέδιο, κανένας ελεύθερος χειρισμός τους – θέλησα απλώς να το δω και το είδα, όμως, σε αυτό, που εγώ βλέπω, δεν μπορώ να επέμβω, να επινοήσω κάτι. Σαν να βλέπω μια ταινία με πλοκή, δεν είναι στο χέρι μου να αλλάξω τίποτα… και τη βλέπω το ίδιο ξεκάθαρα, όπως και στην μεγάλη οθόνη!

    Όχι, δεν είναι οι φαντασιώσεις, είναι κάτι το ξεχωριστό, κάτι, που ζει τη δική του ζωή, και εγώ μπορώ να την παρατηρήσω. Δίπλα είναι και οι δυο άντρες, τους οποίους δεν κατάφερα να δω καλά εχτές, όμως, τώρα η μοβ λάμψη φώτισε δυνατά τα πρόσωπα τους, και την προσοχή μου τράβηξε αυτός, που έδειχνε κάπως πιο γεροδεμένος, ρωμαλέος… Θέλω να δω το πρόσωπο του! Η εικόνα μετακινήθηκε, όπως πρόσταξε η επιθυμία μου. Εξετάζω το πρόσωπο του, το βλέπω πολύ κοντά, αν θα ήθελα, θα μπορούσα να δω ακόμα και τους πόρους στο δέρμα του… Ποτέ πριν δεν είχα τόσο καλή όραση!

    Όντως έτσι είναι και στην πραγματικότητα??? Αυτή η σκέψη με κατέπληξε και με τρόμαξε την ίδια στιγμή, Όχι, όχι βέβαια, αφού αυτό είναι το όνειρο, δικό μου όνειρο… Ωστόσο, το απολαμβάνω τόσο πολύ, αυτό το παιχνίδι, δεν ξέρω καν – πώς να το περιγράψω – ποτέ πριν δεν είχα δει κάτι τέτοιο. Και αν όλα θα εξαφανιστούν το ίδιο ξαφνικά, όπως και εμφανίστηκαν?

    Όχι, δεν εξαφανίζεται, μπορώ ακόμα και να ασχολούμαι με άλλες σκέψεις, και η ζωή εκεί συνεχίζεται. Πόσο όμορφα είναι τα μάτια του! Παραείναι κοντινό το πλάνο, θα ήθελα να «απομακρυνθώ» λιγάκι… ένα κύμα απότομου φόβου με χτύπησε στο στήθος και πέρασε, σαν καταιγίδα σε όλο μου το κορμί – αυτά τα μάτια με ΠΑΡΑΤΗΡΟΎΝ! Δεν μπορεί, δεν γίνεται, πήγε πολύ μακριά αυτό το παιχνίδι… Πρέπει αμέσως να σταματήσω τούτο το παράξενο πείραμα, να φύγω, δεν θέλω άλλο, δεν θα το κάνω, υπόσχομαι, ότι δεν θα το κάνω ξανά… Η μοβ κηλίδα έγινε θολή και εξαφανίστηκε σχεδόν, τι ήταν αυτό… τη σκαπούλαρα… Απ` ότι φαίνεται, τα ξόρκια βοήθησαν.

    Αναπνέω με ανακούφιση… αλλά ένα λεπτό αργότερα η διάθεση μου άλλαξε. Πώς μπόρεσα? Πώς μπόρεσα να χάσω μια τέτοια εμπειρία? Πίσω αμέσως! Υπερνικώντας τους αδύναμους παλμούς του φόβου, και πάλι «ζωντανεύω» την εικόνα. Ξανά το ίδιο ξέφωτο, οι άνθρωποι εκεί, πλησιάζω… και πάλι το πρόσωπο του… να τον κοιτάξω στα μάτια, ή όχι? Και αν δω ξανά, ότι με παρατηρεί? … Τελικά τον κοιτάζω… Τώρα, πιο κοντά… Και πάλι νέο χτύπημα του φόβου – είναι ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΞΕΚΆΘΑΡΟ, ότι με παρατηρεί! Ο φόβος μου μεγαλώνει, έρχεται σε κύματα, ένα μετά το άλλο, και ποτέ πριν δεν φοβόμουν τόσο πολύ. Όχι, τέλος, φτάνει για μένα, δεν θα το κάνω άλλο… δεν το καταφέρνω! Δεν μπορώ να πάρω τα μάτια μου από την εικόνα!

    Ο άνθρωπος εκείνος με φυλάκισε! Παρατήρησε, ότι τον κοιτάζω, και έπιασε δυνατά το βλέμμα μου! Πρέπει να ανοίξω τα μάτια, διότι δεν κοιμάμαι, πρέπει πιο γρήγορα να ρίξω από πάνω μου αυτή την νυσταγμένη κατάσταση, μεσ` την οποία και εμφανίστηκε η παραίσθηση… Δεν γίνεται τίποτα! Παγωμένη φρίκη, – τώρα αυτό θα με καταψύξει τελείως. Ούτε να ανοίξω τα μάτια μου, ούτε να κουνήσω ένα χέρι – τίποτα! Το σώμα μου είναι σε πλήρης παράλυση, και αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο εγώ πνίγομαι στον φόβο.

    Θέλω να φωνάξω δυνατά, μα δεν μπορώ να κουνήσω τη γλώσσα μου… Τέλος, φτάσαμε. Τότε ο φόβος μου πέρασε κάποιο όριο, πίσω από το οποίο ξαφνικά εμφανίστηκε ένα σημείο στήριξης, δηλαδή, κάποιο σημάδι της ύπαρξης του. Μάζεψα όλες τις δυνάμεις μου σε ένα κουβάρι, σε μια απελπισμένη προσπάθεια, και δοκίμασα να κουνηθώ, έτσι, ρίχνοντας από πάνω μου μια τσιμεντένια πλάκα βάρους ενάμιση τόνου, επιτέλους, καταφέρνω να γυρίσω στην αριστερή πλευρά.

    Εντάξει, προχωράει το πράγμα… τώρα πρέπει να ανοίξω τα μάτια μου και να σηκωθώ… ή είναι ήδη ανοιχτά? Τέλος πάντων, βλέπω όλο το δωμάτιο… πώς, όμως, μπορώ να το δω όλο?? Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα αυτό, που βρισκόταν τόσο μακριά από τα όρια του οτιδήποτε θα μπορούσε να υπάρχει, ότι δεν ένοιωσα κανένα συναίσθημα, μόνο με μια νέα ένταση άρχισε να βράζει ο βαρύς βαλτός του φόβου: το σώμα μου ήταν ξαπλωμένο δεξιά από εμένα, ανάσκελα, το ίδιο ακούνητα, και εγώ το κοιτούσα, «ξαπλωμένη στο πλάι» με το πρόσωπο μου γυρισμένο στην αντίθετη πλευρά!!

    Φώναξα πάρα πολύ δυνατά, και ταυτόχρονα κατάλαβα, ότι είμαι η μόνη, που άκουσα την κραυγή μου – το σώμα μου είναι εκεί παράλυτο και δεν μπορεί να βγάλει άχνα. Τι να κάνω??? Αμέσως ήρθε μια έντονη σκέψη, την οποία δεν μπήκα καν στον κόπο να αναλύσω, ήμουν έτοιμη να δοκιμάσω οτιδήποτε, που θα μπορούσε να μου δώσει έστω κάποια ευκαιρία να σωθώ. «Δυνατά» φώναξα μερικές φορές: «Σαρτ, βοήθησε με!». Δεν μπορούσα πια να παρηγορήσω τον εαυτό μου, πως όλα αυτά είναι μόνο ένα όνειρο ή φαντασία – τα πάντα παραήταν ρεαλιστικά. Οι κραυγές, όμως, οδήγησαν στο ότι ο φόβος χάθηκε γρήγορα, όπως και να έχει, δεν με έπνιγε πια, αλλά ανακατευόταν κάπου πολύ χαμηλά. Συνέχισα να καλώ τον Σαρτ, και κάπου στο κεντρικό, αρκετά μεγάλο κομμάτι του «εαυτού μου» κυριάρχησε η ηρεμία. Αυτή η ηρεμία δυνάμωσε, και μετατράπηκε σε γαλήνη, η ένταση της οποίας αυξήθηκε σε έναν τέτοιο βαθμό, ότι «εγώ ολόκληρη» άρχισα να δονούμαι με μια ευχάριστη, βαθιά δόνηση. Ο φόβος πλατσούριζε «μέσα μου» «εξωτερικά», αλλά δεν μπορούσε με τίποτα να περάσει στην περιοχή της ηρεμίας, για αυτό η δόνηση της γαλήνης ήταν ένα αδιαπέραστο εμπόδιο, έτσι, παρόλο που εγώ συνέχισα να αισθάνομαι την δηλητηρίαση, ήταν κάτι το περιφερειακό. Τη στιγμή εκείνη ακούστηκε η φωνή του Σαρτ: «κοίταξε με στα μάτια, μπορείς να τα εμπιστευτείς». Ήταν σίγουρα η δική του φωνή, δεν θα μπορούσε να είναι λάθος, δεν καταλάβαινα, από που προέρχεται, αυτή εμφανιζόταν σε κάποιο σημείο μέσα στην περιοχή της δονούμενης ηρεμίας.

    Είχα ακλόνητη εμπιστοσύνη στο Σαρτ, έτσι απέρριψα την αναποφασιστικότητα, λες και βούτηξα στο κρύο νερό, συγκεντρώθηκα, θέλησα να δω την μοβ κηλίδα ξανά, και σε λίγα δευτερόλεπτα την είδα, γύρισα και πάλι στο ξέφωτο, (αν και όχι άνευ ανησυχία) ξαναείδα εκείνο τον άνθρωπο, «πέταξα» κοντά του, τον κοίταξα στο πρόσωπο και για καμπόση ώρα ακόμα δεν μπορούσα να το τολμήσω. Άντε, άντε, φτάνει με τις μικροψυχίες… μια βαθιά εισπνοή, και επιτέλους τον κοίταξα στα μάτια, ο φόβος, σαν ρεύμα, με τίναξε γι` άλλη μια φορά, – πώς μπορείς να συνηθίσεις κάτι τέτοιο??

    Υπήρχε ίχνος από ειρωνεία αυτή τη φορά στα μάτια του, αλλά εγώ δεν ήμουν για ειρωνείες. Χωρίς να ξέρω, τι να κάνω τώρα, απλώς συνέχισα να τον κοιτάω στα μάτια, και έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα αυτά με πλησίασαν, όμως, εγώ δεν έκανα τίποτα για αυτό. Είχα την αίσθηση, σαν κάποιος να άνοιξε τον αυτόματο πιλότο «μέσα μου», και αυτός έκανε κάτι, το οποίο εγώ δεν μπορούσα πια να επηρεάσω, και δεν το ήθελα κιόλας, παρηγορώντας τον εαυτό μου με τη σκέψη, ότι ο Σαρτ μου πρότεινε να εμπιστευτώ αυτό το πλάσμα. Είχα πλησιάσει τόσο πολύ, ότι έβλεπα μόνο το ένα του μάτι πια – το δεξί, ήταν τεράστιο, κάλυπτε όλο το οπτικό πεδίο μου, και μέσα σε αυτό αναδιπλωνόταν μια καταπληκτική ζωή. Ήταν το μάτι μόνο από απόσταση, ενώ από τόσο κοντά φαινόταν σαν κάτι το απερίγραπτο, ανεξήγητο, και εγώ έστρεψα την προσοχή μου στην κόρη του ματιού, το μόνο σταθερό νησάκι στον ωκεανό του, αυτή μεγάλωσε ξαφνικά, κουνήθηκε προς εμένα απρόσμενα, και κύλησα μέσα της, χάνοντας την κάθε συνειδητοποίηση εκείνη τη στιγμή.