Ο Σαρτ δεν με σύστησε σε κανέναν, και παρά τις προσδοκίες μου, κανείς δεν μου έδωσε καμία σημασία, όλοι συνέχισαν να κάνουν ο, τι έκαναν και πριν – κάποιος ξάπλωνε απλά στο γρασίδι, χάζευε τον ουρανό, οι άλλοι συζητούσαν ήσυχα. Το άγχος μου, που έφτασε στο απόγειο τη στιγμή, όταν ο Σαρτ με έφερε στην παρέα, έπεσε στα τάρταρα από μόνο του, χωρίς καμία προσπάθεια – όπως πετάει στα σύννεφα ένα μπαλόνι, γεμάτο με ήλιο.
…Για ποιο πράγμα μιλάνε? Κάπου-κάπου τα καταλάβαινα όλα, όμως άκουγα πολύ συχνά τους όρους, τη σημασία των οποίων δεν μπορούσα ούτε να καταλάβω, ούτε να επινοήσω, και για αυτό μου διέφευγε η ουσία. Το μόνο, που μου έμεινε να κάνω, είναι να παρατηρώ. Πάντα απολάμβανα αυτή την ασχολία, μα τώρα αυτή έγινε ιδιαίτερα ευχάριστη – ήθελα να απορροφήσω αυτούς τους ανθρώπους μέσα μου, να τους νιώσω όσο πιο πολύ γίνεται κοντά και δυνατά.
Ο άντρας, ξαπλωμένος στο γρασίδι, μασούσε ένα χορταράκι και είχε μέτριο ύψος, αρκετά αδύνατος, όχι, όμως, καχεκτικός – φαινόταν πολύ γεροδεμένος. Όταν περνούσα με το βλέμμα μου το κορμί του, ένοιωσα μια παράξενη, άγνωστη μέχρι στιγμής ένταση στο βάθος του στήθους, σαν να επρόκειτο να συμβεί κάτι, μα τι? Ήθελα να πιάσω τη ματιά του, όμως, εκείνος κοιτούσε σταθερά σε ένα σημείο στον ουρανό, και μάλλον, αυτό θα μπορούσε να συνεχιστεί για ώρες. Δίπλα του καθόταν μια ξανθιά κοπέλα με γαλανά μάτια και πλούσιο στήθος, κάπως αφράτη. Συνήθως μου αρέσουν λεπτά, αθλητικά κορίτσια, αλλά τώρα οι ερωτικές προτιμήσεις μου άλλαξαν, – μου φάνηκαν πολύ συμπαθητικές οι καμπύλες της. Να την αγκαλιάσω, να την αγγίξω, να κοιτάξω στα μάτια … ναι, θα ήθελα πολύ να το κάνω αυτό, ακόμα και το κεφάλι μου άρχισε να γυρίζει λιγάκι…
Το κορίτσι συζητούσε κάτι με τον Σαρτ. Μου άρεσε η έκφραση του προσώπου της, η φωνή της, παρόλο που, αν την συνέκρινες με αυτόν, φαινόταν τεράστια διαφορά. Εκείνη έκανε την εντύπωση του άβγαλτου νεοσσού, και στον τόνο της φωνής της ακουγόταν συχνά η αβεβαιότητα, και μικρή δυσαρέσκεια, ωστόσο, παρόλα τ` αυτά δεν έπαψα να αισθάνομαι την αληθινή ειλικρίνεια σε ο, τι αυτή έκανε.
Με τη πλάτη, γυρισμένη προς εμένα, κάθονταν δυο άντρες, έτσι εγώ δεν μπορούσα να δω τα πρόσωπα τους.
Εκείνος, που ξάπλωνε, μου φαινόταν πιο «ελεύθερος» απ` όλους. Αποφάσισα να μην μπαίνω στις κουβέντες, οι οποίες γίνονταν με κάπως χαμηλωμένες φωνές, αλλά να γνωρίσω αυτόν συγκεκριμένα. Θέλω να τον πλησιάσω, σαν ζωάκι – στα τέσσερα. Σύρθηκα κοντά του, και κρύβοντας τον ουρανό, τον κοίταξα τα μάτια…
– Είμαι η Μάγια.
…Πτώση, ταχύτατη πτώση – όπως στο λούνα-παρκ ή στον ύπνο… Η αίσθηση αυτή είναι τόσο ρεαλιστική, ότι άθελα μου μπήγω τα νύχια μου στο γρασίδι, ένα παγωμένο αεράκι περνάει από τη ράχη και τα χέρια μου, κάνοντας με να ανατριχιάσω. Η αίσθηση αυτή εμφανίστηκε τη στιγμή, όταν διασταυρώθηκαν τα βλέμματα μας, και έφυγε δυο δευτερόλεπτα αργότερα. Τι ήταν αυτό?
– Τι ήταν αυτό?
Ηρέμησα την αναπνοή μου, κάθισα, το βλέμμα του, όμως, δεν με ακολούθησε, έμεινε στραμμένο στον ουρανό. Και πάλι στηρίχθηκα στα χέρια μου και τον κοίταξα από πάνω. Η πτώση ήρθε ξανά! …Τόσο απότομη, ότι τα δάχτυλα μου καρφώθηκαν στο χώμα ακούσια, και όλα επαναλήφθηκαν, όπως και πρώτη φορά. Αυτό δεν θα μπορούσε πια να είναι μια απλή σύμπτωση.
– Πες μου, τι μου συμβαίνει? Ποτέ πριν δεν ένιωθα κάτι τέτοιο… – δεν ξέρω καν, πως να τον κάνω να με προσέξει.
Δεν έχω καμία αμηχανία από το ότι τον ενοχλώ, σαν ανήσυχο γατάκι, – ίσως, επειδή δεν κάνει εντύπωση του ανθρώπου, ο οποίος είναι απασχολημένος, σκέφτεται για κάτι, έτσι μάλλον δεν θα μπορούσα και να τον ενοχλήσω. Δεν μπορώ επίσης να πω, ότι ξαπλώνει «έτσι απλά» – ίσως, επειδή στα μάτια του δεν είδα κανένα ίχνος από αυτό, που συνήθως συνοδεύει την απραξία – ούτε την ανία, ούτε επιθυμία να ασχοληθεί με κάτι πιο ενδιαφέρον, ούτε μιζέρια, ούτε απάθεια. Με έναν παράξενο τρόπο αυτός ο άνθρωπος, χωρίς να κάνει κάτι, δημιουργούσε γύρω του την ατμόσφαιρα της πλήρης ύπαρξης. Το ένιωθα σχεδόν σωματικά… σαν τη φρεσκάδα του νερού από το πηγάδι – σκοτεινή, κάπως πυκνή, δροσερή. Το πίνω, και γεμίζει όλο το κορμί μου.
Και πάλι έπιασα το βλέμμα του – μάλλον, όχι έπιασα, διότι αυτός δεν έφευγε πουθενά, απλώς το πήρα μέσα μου. Αυτή τη φορά ένοιωσα κάτι σαν χνουδωτό παιχνίδι μέσα στο στήθος. Δεν θα μπορούσα να βρω μια άλλη λέξη – ακριβώς έτσι, χνούδι, παιχνιδιάρικο, σφιχτό, γύριζε εκεί προς όλες τις μεριές ταυτόχρονα και εκσφενδονιζόταν με μικρές χρυσαφένιες σπίθες.
– Πώς σε λένε? – προσπαθώ και πάλι να τον πλησιάσω.
– Καμ.
Για κάποιο λόγο ήμουν σίγουρη, ότι αυτός είναι ο Καμ! Έκατσα δίπλα του και άρχισα να τον κοιτάζω προσεκτικά. Δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί δεν πετυχαίνω να φτιάξω μια ορισμένη εικόνα – αν στρέφω το βλέμμα μου αλλού και προσπαθώ να τον θυμηθώ, καταφέρνω να δω κάποια μεμονωμένα χαρακτηριστικά, όμως, αυτά δεν σχηματίζουν την συνολική ολοκληρωμένη εικόνα. Τώρα εκείνος μοιάζει με ένα αγοράκι, το οποίο παραείναι μικρό, για να κάνει κάτι σοβαρό – κάθεται δίπλα, σκαλίζει με ένα ξυλαράκι την άμμο, και μετά κοιτάζει ξανά στον ουρανό, και πάλι εκπέμπει κάτι ισχυρό, που ανταποκρίνεται στο κέντρο του στήθους μου με μια παράξενη ένταση…
– Ο Σαρτ ανέφερε, πως ο άνεμος σου μίλησε για μένα, ο άνεμος είπε, ότι είμαι εδώ. Τι εννοούσε, όταν το έλεγε?
– Το πιο πιθανόν απ` όλα, ακριβώς αυτό, που είπε.
Ο, τι είχα ακούσει νωρίτερα για την πρακτική του ευθύ δρόμου, ήταν άκρως συγκεκριμένα, χωρίς ποιητικές υπερβολές, για αυτό παρέμενα σε σύγχυση – τι άλλο, ουσιαστικά, θα μπορούσα να ρωτήσω πλέον? Του μίλησε ο άνεμος… Αν θα ήμουν σε μια συνέλευση στο Σιβαϊτικό ναό, ή ανάμεσα στους λάτρεις του εσωτερισμού στη Μόσχα, θα είχα υποψιαστεί, βέβαια, ότι προσπαθεί να με εντυπωσιάσει με τον πιο πρωτόγονο τρόπο, όμως, η αίσθηση, την οποία προκαλούσε ο Καμ και όλοι αυτοί οι άνθρωποι, ήταν τελείως διαφορετική, δεν έμοιαζε σαν μπουρμπουλήθρες και ελαφρότητες, αλλά είχε την άνεση και πληρότητα.
Ο Καμ γύρισε στην κοιλιά του και έβαλε το πιγούνι μπροστά, στα σταυρωμένα του χέρια, παίζοντας λιγάκι με τα ξυπόλυτα του πόδια. Δεν ξέρω, αν παρακολουθούσε τις κουβέντες… δεν φαινόταν, και όμως, κάτι άκουγε σίγουρα. Ένα ελαφρύ αεράκι φύσηξε, ανακάτεψε τα μαλλιά μου και έφυγε, ενώ εγώ πρόσεξα τα πέλματα του Καμ – είχαν πολύ συμμετρικό σχήμα, ήταν κάπως στρογγυλά, όπως τα πόδια ενός κοριτσιού ή του Βούδα, όπως τον ζωγραφίζουν κάποιοι Ινδοί στα πλακάτ – με λίγο θηλυπρεπή εμφάνιση. Εγώ κοιτούσα το παιχνίδι των πατούσων του, και μετά, απρόσμενα για τον ίδιο τον εαυτό μου, έπιασα μια και την έσφιξα στα χέρια μου.
Οι αισθήσεις, που με πλημμύρισαν, μου θύμισαν τον Τάι, ο χρόνος σταμάτησε για μερικά δευτερόλεπτα και πέρασε μια ιριδίζουσα με τρυφερότητα κλωστή ανάμεσα σε μένα, τον Τάι και τον Καμ… Δυο βράχια, ο μεσημεριανός ουρανός, η λίμνη, το βλέμμα του Καμ, η ζεστασιά του ποδιού του, τα χέρια του Τάι, – όλα αναμείχθηκαν εναντίον σε όλους τους κανόνες της διάστασης και άναψαν μέσα σε μια στιγμή τόσο δυνατά, ότι εγώ έκλεισα τα μάτια μου και δεν κατάφερα να συγκρατήσω έναν ελαφρύ αναστεναγμό της ερωτικής έξαρσης.
Ο Καμ δεν αντέδρασε καθόλου και συνέχισε να ξαπλώνει, σαν να μην τρέχει τίποτα. Χάιδεψα με την παλάμη μου το πόδι του, άλλη μια φορά, και ξανά… έσφιξα λιγάκι τα δάχτυλά του… Είναι αναπάντεχο… Σε λίγο δεν θα καταλάβω, που βρισκόμαστε…
Είχα ξεχάσει παντελώς, ότι υπάρχει κάποιος άλλος δίπλα μας, ότι μπορούν να μας δουν κάποιοι τελείως άσχετοι άνθρωποι… Λίγο ακόμα, να έρθω πιο κοντά του, όχι σωματικά, μα με έναν άλλο τρόπο… Δεν μπορώ πια να σταματήσω – το μάγουλο μου, το ζεστό του πέλμα – η συνάντηση των δυο θαλασσών, αδύνατον πια να διαχωριστούν.
Δεν είμαι στα καλά μου! Τι κάνω?… Η μυρωδιά της πατούσας, μαζί με τη μυρωδιά του γρασιδιού… Θέλω να γλείψω αυτή την παχουλή πατούσα, να τρίβω τα μαγούλα μου σε αυτήν, να τη σφίγγω στα χέρια μου… Όμως, σταματώ τον εαυτό μου, είναι καιρός πια να γυρίσω στη Γη.
Ο Καμ με κοίταξε με ένα μακρύ βλέμμα, το οποίο μου είπε περισσότερα, απ` ότι όλα τα λόγια και οι πράξεις. Δεν είχε τίποτα το σπασμωδικό, που συνοδεύει πολύ συχνά τη δυνατή ερωτική διέγερση. Είχε μέσα του σταθερή ισχύ, ένα φαρδύ σκοτεινό ποτάμι, που κυλάει πέρα από τον ορίζοντα, μέσα στο σκούρο-κόκκινο ηλιοβασίλεμα.
– Καμ, πες μου για τον άνεμο. Πώς μιλάς μαζί του?
Εκείνος με κοίταξε και έσπρωξε λιγάκι με τον ώμο στον ώμο.
– Είσαι θρησκευόμενο κορίτσι?
– Εγώ? Όχι…γιατί, πρέπει να είμαι θρησκευόμενη, για να καταλάβω αυτά, που λες?
– Το αντίθετο, αν είσαι θρησκευόμενη, δεν θα το καταλάβεις.
– Και τι εσύ ονομάζεις θρησκοληψία?
– Όταν πιστεύεις, ότι υπάρχει κάτι, χωρίς να έχεις καμία δικαιολογία. Αν δεν έχεις δει κανέναν από τους θεούς ποτέ, αλλά θεωρείς, πως αυτοί υπάρχουν – αυτή είναι η θρησκοληψία. Αν δεν έχεις αναμνήσεις για τις προηγούμενες ζωές σου, αλλά νομίζεις, ότι τις έχεις – και αυτό είναι θρησκοληψία επίσης.
– Α, κατάλαβα. Δεν νομίζω να έχω κανένα πρόβλημα με αυτό. Είμαι άκρως πραγματική. Μάλλον, αυτό είναι το ελάττωμα μου, διότι όλα θέλω να τα βλέπω και να τα διαπιστώνω, να τα ελέγξω η ίδια… Πολύ συχνά νιώθω κάπως περιορισμένη από αυτό.
– Είμαι σχεδόν σίγουρος, ότι είσαι θρησκόληπτη, και δεν θα κάνεις ούτε βήμα μπροστά, αν δεν ξεπεράσεις αυτόν τον σκοτισμό.
Κάπως ξαφνικά ο Καμ άλλαξε και πάλι. Τώρα η εικόνα του μικρού αγοριού δεν του ταίριαζε καθόλου, το βλέμμα του έγινε διαπεραστικό, κρύο. Μάλλον, όχι, η λέξη «κρύο» δεν θα μπορούσε να είναι σωστή, διότι έχει μια απόχρωση της αποξένωσης, και δεν υπήρξε κάτι τέτοιο στα μάτια του Καμ… ψύχρα – αυτή, μάλλον, πάει πιο καλά – σαν ελαφριά ανοιξιάτικη ψύχρα, η οποία το πρωί παγώνει λιγάκι το γρασίδι. Εγώ περίμενα τη συνέχεια σιωπηλά.
– Χαζός – είναι αυτός, που ξέρει τα πάντα για τους πάντες, και έχει έτοιμη άποψη για την οποιαδήποτε ερώτηση, και αυτή η άποψη δεν έχει τις κατάλληλες βάσεις κανενός είδους, γενικώς, δεν έχει καμία σχέση με την αναζήτηση της αλήθειας, έχει άλλο προορισμό – να διατηρεί άθικτο το σκληρό σχήμα, μέσα στο οποίο και λειτουργεί ο χαζός. Σχεδόν όλοι άνθρωποι, τους οποίους εσύ συναντάς, είναι χαζοί, σύμφωνα με αυτό τον ορισμό. Πάρα πολύ λίγοι θα μπουν σε σκέψεις, ακούγοντας την ερώτηση, η απάντηση στην οποία θα απαιτούσε τον συλλογισμό, και ακόμα λιγότεροι, απαντώντας, θα πουν «δεν έχω σχηματίσει γνώμη για αυτό το ζήτημα ακόμα», ή «πρέπει να σκεφτώ και να ζυγίσω ο, τι γνωρίζω για αυτό». Δεν είναι μια ασυνήθιστη αντίδραση αυτή?
– Ναι, όντως. Και η ίδια δεν μιλάω έτσι σχεδόν ποτέ, μάλλον, και εγώ είμαι τελικά χαζή?:)
– Δεν το λες αυτό, αλλά πράττεις πολύ συχνά σε αυτό το στυλ, τον οποίο περιγράφουν αυτές οι λέξεις.
– Εμ… μάλλον, ναι… και αυτό στο είπε ο άνεμος?
– Γιατί να χρειαστώ τον άνεμο, όταν έχω εσένα μπροστά μου? Βλέπω το πρόσωπο σου, ακούω τη φωνή σου, κοιτάζω στις κινήσεις σου – αυτό είναι αρκετό, διότι αδύνατον να κρύψεις κάτι από έναν ελεύθερο από τους προσδοκίες και τις προτιμήσεις. Η οποιαδήποτε συνηθισμένη αντίδραση αντανακλάται στην μιμική, στους τόνους, και όσο και να προσπαθήσεις – μπορείς να το κρύψεις μόνο από έναν τυφλό, αν και οι άνθρωποι είναι όλοι τυφλοί, όπως και να έχει. Ο Σαρτ θα σου μιλήσει ακόμα για τα αρνητικά συναισθήματα, όμως, μπορώ να σου φέρω ένα παράδειγμα, ότι εάν κάποτε πετύχεις την άψογη απομάκρυνση όλων των αρνητικών συναισθημάτων, ποτέ κανένας άλλος άνθρωπος δεν θα μπορέσει με κανέναν τρόπο να κρύψει αυτά από εσένα – θα είναι ολοφάνερα, όλα τους, λες κα βρίσκονται στην απλωμένη παλάμη, θα μπορέσεις με απόλυτη ακρίβεια να φτιάξεις το ψυχολογικό πορτραίτο του οποιουδήποτε ανθρώπου. Το ίδιο συμβαίνει και με την ανθρώπινη βλακεία, δηλαδή, με την τάση να κάνουν υποθέσεις και δηλώσεις, οι οποίες δεν έχουν την ξεκάθαρη λογική βάση – αν είσαι ελεύθερη από την βλακεία, τότε βλέπεις ακόμα και τα ελάχιστα ίχνη τους σε έναν άλλο άνθρωπο. Κοιτάζοντας εσένα, βλέπω, ότι σίγουρα υποστηρίζεις την βλακεία μέσα σου, όμως, επιδιώκεις και την ειλικρίνεια, και είσαι χαζή μάλλον μόνο και μόνο, επειδή δεν ξέρεις, ότι είναι δυνατόν να σταματήσεις τη βλακεία.
– Λογικά καταλαβαίνω, τι μου λες, όμως, δεν έπιασα ακόμα – τι μπορώ να κάνω πρακτικά, για να αλλάξω?
– Θα σου εξηγήσω. – Ο Καμ πέρασε το βλέμμα του από τα μάτια στο κεφάλι μου, και ένα δευτερόλεπτο αργότερα το αεράκι ανακάτεψε λιγάκι τα μαλλιά μου. – Ας πούμε, ο άνεμος… πες μου, τι σκέφτεσαι για τον άνεμο, τι νομίζεις, ότι είναι? Πες το πρώτο, που σου έρχεται στο μυαλό.
– Ο άνεμος… τι είναι – είναι η κίνηση του αέρα, η οποία…
Ο Καμ με σταμάτησε με μια κίνηση του χεριού του.
– Αρκετά. «Ο άνεμος – είναι η κίνηση του αέρα», κάτι παρόμοιο και περίμενα να ακούσω. Και τώρα προσπάθησε να αποδείξεις αυτό, που είπες τώρα.
– Να αποδείξω? Εμμμ… Δεν καταλαβαίνω. Να αποδείξω τι?
– Αυτή η ερώτηση σου σημαίνει περίπου το εξής : «πώς θα μπορούσα να αποδείξω, ότι ο άνεμος είναι η κίνηση του αέρα, όταν ο άνεμος είναι στην ουσία η κίνηση του αέρα», έτσι?
– Ε, ναι… δεν καταλαβαίνω, που το πας.
– Αυτή τη στιγμή ένοιωσες και εκδήλωσες μια ήπια δυσαρέσκεια.
– Εγώ?
– Γιατί με ξαναρωτάς?
– Μα απλώς δεν συμφωνώ…
Το βλέμμα του Καμ άλλαξε και πάλι. Μέσα του εμφανίστηκε η ισχύ των σύννεφων της βροχής.
– Μάγια, έχει τεράστια σημασία τουλάχιστον να αντιλαμβάνεσαι ξεκάθαρα, ότι νιώθεις αρνητικά συναισθήματα, χωρίς αυτό δεν θα μπορέσεις ποτέ να αρχίσεις την αναγνώριση και την απομάκρυνση τους, και όσο αυτά δεν έχουν απομακρυνθεί – δεν γίνεται τίποτα, καταλαβαίνεις? Τίποτα. Αυτή τη στιγμή σταμάτα, σκέψου, θυμήσου, ξαναζήσε για άλλη μια φορά το λεπτό, που πέρασε, και πες μου – διακρίνεις την ελαφριά δυσαρέσκεια, η οποία εμφανίστηκε τη στιγμή, όταν έλεγες «δεν καταλαβαίνω, για που το πας».
Αν στον τόνο της φωνής του θα είχε περάσει έστω μια νότα του εκνευρισμού ή του κηρύγματος, το πιο πιθανών απ` όλα, θα άρχιζα να φέρνω τις αντιρρήσεις, όμως, στην φωνή του υπήρξε μόνο η ακλόνητη σταθερότητα, σκληρή σιγουριά, χωρίς καμία νοθεία. Ένοιωσα έναν κυματισμό συμπάθειας για τον Καμ, και πάλι θυμήθηκα ξεκάθαρα, πόσο ωραία ήταν να χαϊδεύω την πατούσα του… και τότε κατάλαβα απόλυτα, ότι όντως, δυσαρεστήθηκα ακριβώς τη στιγμή, που εκείνος μου ανέφερε.
– Ναι, έχεις δίκιο:)
– Χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδες φορές κατά διάρκεια της ζωής σου, λέγοντας τις φράσεις τύπου «δεν καταλαβαίνω, που το πας» , ένοιωσες τη δυσαρέσκεια, τον εκνευρισμό ή κάτι άλλο ακόμα, έτσι τώρα αυτό σου έγινε συνήθεια. Ο μηχανισμός αυτός πλέον δουλεύει πέρα από την βούληση σου, σε έχει κυριεύσει, και δεν σε αφήνει να βιώσεις τις φωτισμένες αντιλήψεις εκείνη τη στιγμή.
– Συμφωνώ.
– Είσαι σίγουρη, ότι ο άνεμος – ΕΊΝΑΙ η ίδια κίνηση του αέρα, για αυτό σου φαίνεται ανόητη η πρόταση να αποδείξεις αυτή την άποψη.
Εκείνος συνέχισε τη συζήτηση για τον άνεμο, χωρίς κάποια κατάληξη στο θέμα της δυσαρέσκειας μου. Με κατέπληξε ιδιαίτερα, ότι η προηγούμενη κατάσταση δεν άρχισε με κανένα τρόπο να επηρεάζει την συνέχεια της κουβέντας, δεν άλλαξε τίποτα, δεν κρεμάστηκε, σαν ουρά, δεν αλλοίωσε τη διάθεση – σαν… σαν αεράκι – τώρα φύσηξε, και δρόσισε, και όταν αυτό δεν υπάρχει – όλα είναι όπως και πριν, καμία αλλαγή.
– Μα ναι, είμαι σίγουρη, ότι ο άνεμος – είναι η ίδια κίνηση του αέρα… δεν καταλαβαίνω, που θέλεις να καταλήξεις…, – γέλασα και χτύπησα το μέτωπο μου, – δεν το πιστεύω, ξανά…
– Εννοείται. Αυτό θα συμβαίνει ξανά και ξανά, επειδή εσύ δημιούργησες αυτή τη συνήθεια – να νιώθεις δυσαρέσκεια, ακούγοντας αυτές τις λέξεις. Για να σταματήσει αυτό, δεν είναι αρκετό να αισθάνεσαι κάποια συναισθήματα, δεν αρκεί να κάνεις κάποιες μεμονωμένες πράξεις ή να υποσχεθείς κάτι στον εαυτό σου. Πρέπει να δημιουργήσεις μια νέα συνήθεια – τη συνήθεια να μην αισθάνεσαι δυσαρέσκεια σε αυτές τις καταστάσεις, αλλά να το πετύχεις με τον ίδιο τρόπο – με πολλαπλή επανάληψη αυτής της κατάστασης και εκτέλεση των προσπαθειών για την απομάκρυνση της δυσαρέσκειας, για την αίσθηση κάποιας φωτισμένης αντίληψης τη στιγμή, όταν εσύ λες τη συγκεκριμένη φράση.
– Δηλαδή, θα πρέπει να επαναλαμβάνω δέκα χιλιάδες φορές…
– Όχι. Η συνήθεια σου να αισθάνεσαι δυσαρέσκεια δημιουργήθηκε μηχανικά, εσύ δεν έβαζες έναν τέτοιο στόχο, δεν είχες αυτή την επιθυμία. Πάνω από αυτό, η συνήθεια αποκτήθηκε παρά το ότι αυτή δεν άρεσε σε σένα καθόλου. Υπό αυτές τις συνθήκες για τον σχηματισμό της νέας συνήθειας απαιτείται μεγάλος αριθμός επαναλήψεων και μια δυνατή πίεση απ έξω. Αν εσύ έχεις την χαρούμενη επιθυμία να σταματήσεις την αίσθηση της δυσαρέσκειας, αν έχεις θέληση να εξασκηθείς σε αυτό, επιθυμία να καταφέρεις ένα δυνατό χτύπημα – για παράδειγμα, να καθίσεις, και για μια ή δυο ώρες να λες συνέχεια τη φράση «δεν το καταλαβαίνω», παίρνοντας για βάση κάποια σκέψη, την οποία όντως δεν καταλαβαίνεις, και ταυτόχρονα να προσπαθείς να απομακρύνεις την δυσαρέσκεια, και ταυτόχρονα να συγκεντρώνεσαι σε κάποιον ή κάτι, για το οποίο νιώθεις συμπάθεια, έλξη (και ερωτική επίσης), τότε η συνολική δράση αυτών των δυνάμεων θα είναι τελικά πιο ισχυρή από τις μηχανικές συνήθειες σου. Αυτό είναι αρκετά απλό… στα λόγια. Έχεις κουραστεί?
– Όχι, όχι!
– Ας επιστρέψουμε στον άνεμο. Θα σου φέρω ένα παράδειγμα, από το οποίο εσύ θα καταλάβεις – τι εννοώ. Θα πάρουμε μια γάτα και θα ρωτήσουμε από κάποιο πλάσμα – τι είναι η «γάτα» ? Αυτό το πλάσμα παίρνει το οξύ, διαλύει σε αυτό τη γάτα, μετράει προσεκτικά την ποσότητα των μορίων, και μας δίνει την απάντηση: η γάτα είναι αυτά τα στοιχεία σε αυτές τις ποσότητες. Θα έχει δίκιο? Η πάρε ένα δέντρο, διέλυσε το σε πιο λεπτά ξυλάκια – θα μπορέσεις να βρεις εκεί τα λουλούδια, που θα είχε αυτό το δέντρο σε μια εβδομάδα? Καταλαβαίνεις? Η απάντηση σου στην ερώτηση «τι είναι ο άνεμος» – είναι η χημική και φυσική άποψη, είσαι εξ `αρχής σίγουρη, πως δεν υπάρχει τίποτε άλλο, εκτός από χημεία σε αυτό, όμως, και ο άνθρωπος δεν είναι απλώς εβδομήντα κιλά κρέας – είναι κάτι πολύ περισσότερο. Ωστόσο, για να αντιληφθείς αυτό το περισσότερο – αισθήσεις, σκέψεις, προσδοκίες, πρέπει και εσύ να έχεις τέτοιες αντιλήψεις, που να έχουν ομοιότητα, και ικανότητα να αλληλοεπηρεάζονται, εκδηλώνοντας έτσι την ύπαρξη τους. Και αν εσύ συγκεντρώσεις μια απαιτούμενη ποσότητα των μορίων, ακόμα και αν καταφέρεις να τα τοποθετήσεις με τη σωστή σειρά, θα έχεις όχι την γάτα, φυσικά, όμως, μια απομίμηση της. Και πώς θα επαναφέρεις τα αισθήματα και τις επιθυμίες της? Από ποια μόρια?
– Για το άνθρωπο και δέντρο – κατάλαβα καλά, μα όταν επιστρέφω στον άνεμο, αρχίζουν να «τρίζουν τα μυαλά» μου – αφού « ο άνεμος είναι…»:)
– Αυτή ακριβώς είναι η μηχανική θρησκοληψία, όταν πιστεύεις, πως υπάρχει ή δεν υπάρχει ο θεός, όταν ο άνεμος είναι αυτό το πράγμα, και η θάλασσα – εκείνο, όταν καλύπτεις ολόκληρο τον κόσμο με ένα δίκτυο του «γνωστού», κλείνεις τον δρόμο προς τις ανακαλύψεις, προς νέες αντιλήψεις για τον εαυτό σου. Αυτή η στάση – να αντιλαμβάνεσαι εκ των προτέρων τον κόσμο ως κάτι γνωστό, απλό, κατανοητό – είναι ασύμβατη με τις εκδηλώσεις των νέων αντιλήψεων. Αυτό είναι ένα αναπόφευκτο γεγονός.
– Καμ, από την άλλη, όμως, από που να το ξέρω εγώ, ότι ο άνεμος είναι και κάτι άλλο? Βλέπω πολύ συχνά τους ανθρώπους, που φωνάζουν, φτύνοντας, ή, αντιθέτως, σταυρώνουν τα χεράκια τους ελεεινά, οι οποίοι πιστεύουν, ότι σε αυτό το άγαλμα ζει ο Σίβα, ότι κάποιος μάτιασε τον άλλον και τα λοιπά. Δηλαδή, βγαίνει, ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι πιο κοντά στην αλήθεια, απ` ότι είμαι εγώ? Αλλά εγώ δεν θέλω να επινοώ κάτι, δεν θέλω να φτιάχνω τις κενές χάρτινες φαντασιώσεις. Όταν το κάνω αυτό, το κενό μέσα μου γίνεται ακόμα πιο βασανιστικό. Εγώ θέλω την αλήθεια, θέλω αλήθεια, οποία και να είναι .
– Συγκεκριμένα αυτή η θέληση σου να βρεις την αλήθεια σε κάνει ικανή να γίνεις ένα ζωντανό πλάσμα. – Ο Καμ με κοίταξε πολύ προσεκτικά, και πάλι από το βλέμμα του ένας χνουδωτός βόλος άρχισε να κινείται μέσα στο στήθος μου. – Στην ερώτηση για τις επινοήσεις κάνεις ένα λάθος, ένα στοιχειώδη σφάλμα. Δεν σου προτείνω να γίνεις μια φαντασιόπληκτη και να ζήσεις με οράματα. Σου προτείνω το σκληρό έδαφος της πραγματικότητας, και αυτή συνίσταται στο ότι εσύ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ – υπάρχει κάτι άλλο, εκτός από την κίνηση του αέρα μέσα στον άνεμο, ή όχι? Υπάρχει μια τεράστια διαφορά στην επιλογή της θέσης, την οποία θα πάρεις – τη θέση της ειλικρινής παραδοχής, πως δεν το γνωρίζεις, ή η θέση της χαζής άρνησης της ύπαρξης όλων αυτών, τα οποία εσύ δεν αντιλαμβάνεσαι, ή ακόμα πιο ηλίθια θέση της χαζής επινόησης αυτού, που δεν αντιλαμβάνεσαι. Αυτή η διαφορά διακρίνεται πάρα πολύ εύκολα.
– Ναι… εγώ, φυσικά, δεν έχω μια τέτοια πείρα ακόμα, γενικώς, δεν μπορώ αυτή τη στιγμή να πω κάτι συγκεκριμένο σε αυτά, που εσύ λες, και στον τρόπο, που τα λες υπάρχει μια ιδιαίτερη γεύση – η γεύση του γνήσιου, δεν ξέρω, πως αλλιώς θα μπορούσα να στο πω. Πάντοτε σκεφτόμουν, ότι είναι αδύνατον να πεις κάτι, το οποίο θα ήταν απολύτως αληθινό, νόμιζα, ότι για να πεις κάτι γενικώς, πρέπει να ξέρεις την τελική αλήθεια, και από που να την πάρεις αυτή την τελική αλήθεια? Όλες οι απόψεις μου μπορούν να αλλάξουν, μπορούν να προστίθενται γεγονότα και νέες ερμηνείες. Ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό, ότι ακόμα και σε αυτή την εξ αρχής κρεμασμένη κατάσταση θα μπορούσε κάποιος να πει κάτι, το οποίο να είναι η απολύτως σταθερή βάση, κάτι εκατό τοις εκατό αληθινό. Εγώ μπορώ με σιγουριά να πω, ότι δεν ξέρω τώρα – αν υπάρχει κάτι στον άνεμο, πέρα από την κίνηση του αέρα, ή όχι, και αυτή η δήλωση είναι απολύτως αληθινή. Πόσο πολύ μου αρέσει αυτό! Αισθάνομαι τον δρόμο μέσα σε αυτό, νιώθω, ότι αυτή είναι μόνο η αρχή για κάτι πάρα πολύ συναρπαστικό – κάτι, το οποίο πάντοτε με προσέλκυε τόσο πολύ.
Μερικά λεπτά απλώς ξαπλώναμε σιωπηλοί στο γρασίδι, εγώ προσπαθούσα να συνηθίσω σε μια τέτοια απλή, όχι – στοιχειώδη μέθοδο, και δεν μπορούσα με τίποτα να πιάσω κάτι… κάτι σημαντικό… κάτι σημαντικό μου διαφεύγει…
– Κάτι σημαντικό μου διαφεύγει, Καμ. Τα καταλαβαίνω όλα… μάλλον… και όμως αυτή η κατανόηση… είναι κάπως ξινισμένη, κλούβια, αδύναμη… Καταλαβαίνεις?
– Αν καταλαβαίνω! – Μάλλον, για πρώτη φορά σε όλη την συζήτηση εκείνος χαμογέλασε. – Ξέρω ακριβώς, τι αισθάνεσαι αυτή τη στιγμή, διότι πέρασα αυτόν τον δρόμο από την αρχή. Η κατανόηση σου είναι ξινή, επειδή είναι μόλις μια αντίληψη τώρα, και δεν έχεις ακόμα τη συνήθεια να βρίσκεσαι μέσα σε αυτήν. Ταυτόχρονα έχεις μια άλλη αντίληψη, μέσα στην οποία συνήθισες να υπάρχεις – είναι η αντίληψη της χαζής βεβαιότητας «άνεμος είναι η κίνηση του αέρα». Η σύγκρουση αυτών των δυο αντιλήψεων συν εκείνα τα αρνητικά συναισθήματα, τα οποία εσύ νιώθεις λόγο αυτής της σύγκρουσης, – όλα αυτά δεν σου αφήνουν καμία δυνατότητα να βιώσεις την Σαφήνεια στην καθαρή της μορφή, για αυτό χρειάζεται εργασία – χαρούμενη, επίμονη δουλειά για την μόνιμη αντικατάσταση των ανεπιθύμητων αντιλήψεων με τις επιθυμητές.
Ναι, τώρα όλα βρήκαν τη θέση τους. Η σαφήνεια μου ακόμη ήταν κλούβια, όμως, τώρα εμφανίστηκε η απόλυτη σαφήνεια για τον λόγο της σαπίλας της, και μια μικρή σαφήνεια για το πως από την κλούβια να την κάνω ξεκάθαρη.
– Αυτό είναι τόσο απλό, τόσο προφανές, – πρέπει μόνο να επαληθεύσεις αυτό, που αντιλαμβάνεσαι, και να μην θεωρήσεις ΤΊΠΟΤΑ για αυτό, που δεν αντιλαμβάνεσαι. Ορισμένα αυτή η μέθοδος αφήνει το «παραθυράκι» για κάτι νέο, για την ανάπτυξη, για την πρόοδο?
– Απολύτως σωστά.
– Δες και κάτι άλλο… τι γίνεται με τον ανεμιστήρα? Και ο ανεμιστήρας δημιουργεί τη ροή του αέρα, τι πρέπει να σκεφτώ για αυτό? Είναι άνεμος ή δεν είναι?
– Σκέψου αυτό, που αντιλαμβάνεσαι. Αν και στις δυο περιπτώσεις εσύ αντιλαμβάνεσαι μόνο τις ροές του αέρα, πες το – «αντιλαμβάνομαι μόνο τις ροές του αέρα και στις δυο περιπτώσεις». Σχετικά με τον εαυτό μου μπορώ να πω, ότι και εγώ στις δυο περιπτώσεις αντιλαμβάνομαι τις ροές του αέρα, μόνο στην περίπτωση του ανεμιστήρα δεν αντιλαμβάνομαι τίποτε άλλο, ενώ με τον άνεμο… αντιλαμβάνομαι πάρα πολλά ακόμα, για αυτό δεν αντιμετωπίζω τον άνεμο ως κίνηση του αέρα, αλλά – θα το περιέγραφα πιο πολύ σαν αντιμετώπιση του ενός ζωντανού πλάσματος – πλάσματος με συνείδηση.
– Αλήθεια???… Όχι, όχι, μην με παρεξηγήσεις, σε πιστεύω, πιστεύω σε σένα πιο πολύ, επειδή έπεσαν πάνω μου τώρα τόσα πολλά συναισθήματα… Είμαι έτοιμη να κλάψω… Καμ, μπορεί κάποιος να το μάθει αυτό? –
– Και για πιο πράγμα μιλάμε, κατά τη γνώμη σου, όλη αυτή την ώρα? Είναι δυνατόν να το μάθεις, αλλά για να γίνει αυτό, πρέπει να ξεφορτωθείς από την μηχανική θρησκοληψία, και φυσικά λόγο αυτού πρέπει να πετύχεις την άψογη απομάκρυνση των αρνητικών συναισθημάτων, διότι αυτά, σαν ένα ΑΠΊΣΤΕΥΤΑ πυκνό δηλητηριώδες σύννεφο καλύπτουν τα πάντα, δυσκολεύομαι ακόμα και να το περιγράψω. Όσο τα αρνητικά συναισθήματα ζουν μέσα σου – δεν θα υπάρξει ΤΊΠΟΤΑ. Το έχω διαπιστώσει με τη δική μου πείρα, μπορείς να το κάνεις και εσύ με τη δική σου, και εδώ δεν σου προτείνω να το πάρεις τα λόγια μου στην πίστη θρησκευτικά.
– Ζωντανό… πλάσμα… με συνείδηση… Ο άνεμος…
– Το να πείσεις τον εαυτό σου, ότι σε περιβάλλει μόνο «νεκρή», ή «ασυνείδητη» φύση, να καταπιέσεις σχεδόν όλους τους τρόπους των αντιλήψεων, όλη τη ζωή να συντηρείς αυτή την πεποίθηση… και στο τέλος να μετατραπείς και η ίδια σε νεκρό και ασυνείδητο … αυτή είναι μια όχι και τόσο ζηλευτή μοίρα, έτσι δεν είναι? Για σένα το ζωντανό, το συνειδητό – είναι μόνο αυτό, που κινείται, μιλάει, και τα λοιπά. Για μένα, όμως, το ζωντανό και το συνειδητό είναι αυτό, που έχει αντίκτυπο με τις δικές μου Συναισθήσεις, κάτι που μου επιτρέπει να εξοικειωθώ με τις νέες αντιλήψεις.
– Αυτό το έχω ξανακούσει! Ένας γέρος στην κοιλάδα Κούλου, στο Ναγκάρ… είπε σχεδόν τις ίδιες λέξεις, – «για σένα ζωντανό είναι μόνο ο, τι κινείται και αναπνέει…», τον ξέρεις αυτόν?
– Τι σημασία έχει? Εάν δυο άνθρωποι είδαν ταυτόχρονα το ίδιο μήλο, δεν νομίζω να σου φανεί τόσο περίεργο, ότι και οι δυο το περιγράφουν με τις ίδιες λέξεις – στρογγυλό, κόκκινο, με κουκούτσια… απλώς συνήθισες να αντιμετωπίζεις τον τομέα των Συναισθήσεων, τις αισθήσεις, σαν κάτι το ακαθόριστο, απροσδιόριστο, ακόμα και μη-πραγματικό.
– Συναισθήσεις… τι συγκεκριμένα εννοείς?
– Είναι κάτι, που αρχίζει να εκδηλώνεται μέσα σου, όταν αρχίζεις να απομακρύνεις τους σκοτισμούς. Για αυτό θα σου μιλήσει ο Σαρτ ή οι κάποιοι άλλοι πρακτικοί.
– Πρακτικοί – ποιοι είναι?
– Αυτοί, που ασχολούνται με την πρακτική του ευθύ δρόμου.
– Καμ, έχω τόσες πολλές ερωτήσεις, ότι δεν μπορώ να κάνω καμία! Θέλω τόσο πολύ να μιλήσω με όλους τους πρακτικούς!
– Η επιθυμία να απαντήσεις εμφανίζεται, όταν η ερώτηση είναι πρακτική, όταν βγαίνει από την άσκηση σου, τότε και η απάντηση σε αυτό σε οδηγεί στην ανακάλυψη των νέων αντιλήψεων. Η θέληση της αλληλεπίδρασης με τον άνθρωπο μειώνεται, όταν αυτός απλώς εκδηλώνει την περιέργεια και ικανοποιεί τη δίψα του για νέες εντυπώσεις, αν οι ερωτήσεις του δεν προήλθαν από την θέληση του να πετύχει, δεν στηρίζονται με τις δικές του προσπάθειες στην αναζήτηση της απάντησης.
– Κατάλαβα τη νύξη σου:)
Άρχισε να σκοτεινιάζει πάρα πολύ γρήγορα, οι δυο άντρες ακόμα συνέχιζαν τη συζήτηση τους, όταν στην παρέα μπήκαν ακόμα τρία άτομα – δυο άντρες και μια κοπέλα. Όλοι μαζί αυτοί, χωρίς να πουν μια κουβέντα ή έναν αποχαιρετισμό, έφυγαν. Μετά από λίγα λεπτά σηκώθηκε και έφυγε ο Σαρτ. Ξανθιά κοπελίτσα με κοίταζε που και που χωρίς κάποιο ορατό ενδιαφέρον, και μέσα μου δεν φάνηκε επιθυμία να την πλησιάσω – νομίζω, ότι αυτή σκέφτεται κάτι σοβαρά.
– Αύριο, όταν ξυπνήσεις, έλα από εδώ ξανά, – ο Καμ σηκώθηκε, τίναξε τα χόρτα από πάνω του. Θα μιλήσουμε και άλλο.
Γύρισε τη πλάτη του και έφυγε. Παρατήρησα, ότι αν και όχι ολοφάνερα, όμως, με ενοχλεί κάπως η πλήρη απουσία κάποιων σημαδιών, με τα οποία οι άνθρωποι συνήθως συνοδεύουν τους συναντήσεις και τους αποχαιρετισμούς τους. Και αυτό παρά το γεγονός, ότι ποτέ δεν συμπαθούσα ιδιαίτερα αυτές τις τελετουργίες! Φαινομενικά, θα πρέπει να αισθάνομαι πιο καλά λόγο αυτής της ελευθερίας από τις υποχρεωτικές χειρονομίες, αλλά… η δυσαρέσκεια, ακόμα και ένα μικρό παράπονο υπήρξε απολύτως ξεκάθαρα μέσα στην ψυχή μου: «ούτε καν έγνεψε, ούτε ένα χαμόγελο, απλώς σηκώθηκε και έφυγε, σαν να μην ήμουν εδώ». Τι αηδία… Απ` ότι φαίνεται, έχοντας απαρνηθεί τις κοινώς αποδεκτές μορφές της ευγένειας, εγώ υποστήριζα ταυτόχρονα μέσα μου μια άλλη – περιορισμένη της μορφή, και αποδείχθηκα καθόλου λιγότερα δεμένη με αυτήν, απ` ότι όλοι οι άλλοι άνθρωποι – με τις δικές τους, έτσι σαν αποτέλεσμα αισθάνομαι τώρα την δυσαρέσκεια… Έχω πάρα πολύ δουλεία μπροστά μου – πρέπει να σηκώσω τα μανίκια μου και εμπρός! Όμως, ακόμα δεν κατάλαβα, τι να κάνω τελικά, τι να κάνω αυτή τη στιγμή?
Άφησα τη θέση μου και έφυγα, νιώθοντας την αληθινή στέρηση και αίσθηση της αυξανόμενης αμηχανίας, επειδή ανάγκασα τον εαυτό μου να μην υποχωρήσω στον αυτοματισμό και δεν έκανα κανένα σήμα στην κοπέλα, που έμεινε. Έτσι και βασανιζόμουν μέχρι τη στιγμή, όταν η σιλουέτα της χάθηκε στο σκοτάδι.
«** του Οκτώβρη
Μετά από την σημερινή συνάντηση κάτι ξεχειλίζει μέσα μου, είμαι σαν ένας θεατής, ο οποίος παρατηρεί τα συναισθήματα, απερίγραπτα με τις λέξεις, και εγώ είμαι αυτή που βλέπει, και τα αισθάνεται. Πώς να διαχωρίσω το εξωτερικό – αυτό, που έχει φορτωθεί σε μας από το περιβάλλον κόσμο των συνηθειών, των φόβων, από το εσωτερικό, το κρυμμένο? Μάλλον, το μοναδικό κριτήριο βρίσκεται στο ότι το εξωτερικό, το συνηθισμένο δεν έχει κάποια ιδιαίτερη εσωτερική λάμψη, και δεν μπορείς να μην το αισθανθείς αυτό. Και το αντίθετο – αυτό, που προέρχεται από την προσωπικότητα, που είναι στην ουσία η έκφραση εκείνων των δυνάμεων και προσδοκιών, που μεγάλωσαν και ζουν μέσα μου φυσικά – σαν να προσθέτουν δύναμη σε αυτό το φως. Η διαφορά φαίνεται ξεκάθαρα. Με αυτόν τον τρόπο η συναίσθηση της εσωτερικής λάμψης, μιας ξεχωριστής εσωτερικής χαράς, πληρότητας ζωής, γίνεται κιόλας ένα κριτήριο, και όχι μόνο το περιεχόμενο, ή οποιοδήποτε αληθινό περιεχόμενο άφευκτα παίζει το ρόλο του κριτηρίου? Έτσι η ανάγκη για κριτήριο, ως κάτι το εξωτερικό, εξαλείφεται. Εγώ η ίδια – είμαι η συναίσθηση και το κριτήριο.
Τι θα γίνει, αν θα διώξω όλα τα στερεότυπα? Θα εξαφανιστεί η ίδια η προσωπικότητα? Μήπως θα χάσω την ευκαιρία να συναναστρέφομαι με τους ανθρώπους? Η θα μετατραπώ σε ένα ξηραμένο, απόμακρο πλάσμα? Όμως, ούτε ο Καμ, ούτε ο Σαρτ δεν μοιάζουν με ασυναίσθητους – αντιθέτως, εγώ σε σύγκριση μαζί τους αισθάνομαι, σαν κούτσουρο. Ανακάλυψα, ότι υποσυνείδητα η ερώτηση αυτή με ανησυχεί αρκετά όλη την ώρα, όταν εγώ σκέφτομαι για την απομάκρυνση των αρνητικών συναισθημάτων. Τώρα, ακόμα και ύστερα από μια τόση σύντομη συναναστροφή με αυτούς τους ανθρώπους, βλέπω ξεκάθαρα, ότι απομακρύνοντας τους σκοτισμούς, απλώς αντικαθιστώ την θολή λάμψη των παλιών συνηθειών με δυνατό φως της αληθινής προσωπικότητας. Η προσωπικότητα δεν χάνεται, αλλά σαν να αναγεννιέται. Η κάθε χειρονομία, κάθε κίνηση της ψυχής, του σώματος ή της αίσθησης δεν παραβιάζει αυτό, που δεν πρέπει να παραβιαστεί, ακριβώς το αντίθετο – συνδυάζεται με αυτό αρμονικά. Αυτές οι παράξενες αισθήσεις, οι οποίες τώρα μου φαίνονται τόσο μυστήριες, και εκδηλώνονται για κλάσματα του δευτερόλεπτου την ώρα της διαμονής μου με τους πρακτικούς – αυτές έχουν μέσα μου μια τόσο βαθιά ανταπόκριση, λες και στα πιο ενδότερα της ψυχής μου κάτι τα γνωρίζει εδώ και πολύ καιρό, θέλει να τους συναντήσει, προσπαθεί να βγει έξω όσο πιο δυνατά μπορεί.
Ευτυχία άνευ λόγου – πόσο συχνά την αισθάνομαι? Και αν την αισθάνομαι – εκτιμώ αυτές τις στιγμές? Όταν θυμάμαι τον εαυτό μου, καταλαβαίνω ξεκάθαρα, πως όταν μου τύχαινε να αισθανθώ τον κυματισμό της ευτυχίας χωρίς λόγο, προσπαθούσα να τον σταματήσω αμέσως – μου φαινόταν κάπως… όχι σοβαρό, πως να το πω. Μπορεί κανείς να σκεφτεί κάτι πιο ηλίθιο από αυτό? Αν εγώ νιώθω την επάρκεια από το τάδε ή από εκείνο – είναι εντάξει, αντάξιο για έναν σοβαρό άνθρωπο, όμως, έτσι απλά… και ευτυχία κιόλας… Ίσως ο λόγος για αυτό βρίσκεται στο ότι προσπαθούσα ενστικτωδώς να αποφύγω αυτό, που δεν μπορούσα να πιάσω, άρα και να χρησιμοποιήσω? Πιθανόν, να φοβόμουν απλώς αυτές τις καταστάσεις της αβάσιμης ευτυχίας, επειδή δεν μπορούσα να τους επαναλαμβάνω με τη θέληση μου, και δεν ήθελα με τίποτα να είμαι η όμηρος των αισθήσεων, οι οποίες έρχονται με έναν άγνωστο για μένα τρόπο, και μάλλον, υπήρχε κάπου στο μυαλό μου η αρχή της εξαίρεσης – καλύτερα να πετύχω έστω και κάλπικη, αλλά μια τέτοια ευτυχία, η οποία έρχεται με έναν γνωστό τρόπο, για να την επαναλάβω ξανά και ξανά αργότερα.
Όχι… μόνο η ευτυχία χωρίς λόγο είναι η αληθινή, και η ευτυχία με αιτία – δεν είναι, είναι πιο κοντά στην επάρκεια, και πιέζοντας σε ένα γνωστό κουμπί, πολύ γρήγορα φτάνω στον υπερκορεσμό και δηλητηρίαση. Μια καταπληκτική ιδιότητα της αναιτιολόγητης ευτυχίας – το ανεξάντλητο και η αιώνια φρεσκάδα της. Τώρα δεν φοβάμαι πια να το πω στον εαυτό μου με σιγουριά.»