Ελληνικα change

Error

×

Κεφάλαιο 31

Main page / Μάγια 1: Φορς-Μινόρ / Κεφάλαιο 31

Περιεχόμενα

    H Μποντγκάγια αποδείχθηκε τελικά μια αρκετά ασυνήθιστη πόλη. Τα πάντα εδώ ήταν κάπως ψεύτικα, όπως στην έκθεση ή στο μουσείο. Ένα υπαίθριο μουσείο της βουδικής αρχιτεκτονικής τέχνης – όχι τόσο απροκάλυπτο, όπως στο Σαρνάτχ στο Βαρανάσι, αλλά πολύ κοντά σε αυτό.

    Όλο το πρωί εγώ περιπλανιόμουν γύρω από το σημαντικότερο αξιοθέατο, ορατό από κάθε σημείο – ναό με τη μορφή μιας τεράστιας κεραμιδί πυραμίδας, δίπλα στην οποία μεγαλώνει το ξακουστό δέντρο του Μπόντχι. Συγκεκριμένα σε αυτό το μέρος, σύμφωνα με τον μύθο, ο Βούδας Γκαουτάμα βρήκε την φώτιση του. Γύρω από το δέντρο είναι ένα πάρκο, έχει πολλά ξέφωτα με μαλακό γρασίδι. Κάποιος κάθεται σε στάση του λωτού, μακριά απ` όλους, κάποιος εκτελεί τις βουδικές νύξεις, κάποιο άλλοι απλώς μιλάνε και ξαπλώνουν πάνω στο γκαζόν… Όλα ταύτα είναι περικυκλωμένα με σιδερένια κάγκελα, και εγώ δεν είχα μπει ακόμα, παρατηρούσα απ` έξω ο, τι συνέβαινε μέσα. Δεν ήθελα να μπω, λες και περίμενα – πότε θα νιώσω την παρόρμηση. Φτάνοντας από τη πίσω μεριά, μπήκα στο πάρκο και έκατσα στα σκαλάκια. Δίπλα μου ένα παλικάρι κοντά στα εικοσιπέντε λέει κάτι σε μια μικρή ομάδα ακροατών.

    Μετακινούμαι λίγο πιο κοντά, ο λόγος είναι για την ιστορία της καθιέρωσης του Βούδα, και αυτό δεν έχει μεγάλο ενδιαφέρον για μένα. Και τι περιμένω ουσιαστικά? Τον πρίγκιπα με το λευκό άτι? Έναν άγγελο? Πρέπει απλώς να σηκωθώ και να περπατήσω στο πάρκο – ίσως δεν θα βρω και καθόλου τον συνταξιδιώτη μου, τότε θα αναγκαστώ να έρθω εδώ και αύριο και να τον περιμένω όλη την ημέρα. Και τι θα γίνει, αν ούτε και αύριο αυτός δεν θα φανεί? Αν εγώ άργησα και εκείνοι έχουν φύγει ήδη??

    Ξαφνικά η ανησυχία με κατάπιε, σηκώθηκα και γύρισα, σχεδόν τρέχοντας, όλα τα ξέφωτα. Δεν ήταν πουθενά. Βρήκα μια πορτούλα για το διπλανό πάρκο, πήγα και εκεί, όμως, ήταν τελείως άδειο… Απρόσμενα ένοιωσα την απόλυτη κενότητα. Πόσο χαζή είμαι… δεν έπρεπε να περάσω τόσο καιρό στο Βαρανάσι. Γιατί ζούσα, λες και ήμουν σίγουρη, ότι δεν θα χάσω την ευκαιρία για αυτή την συνάντηση? Τι στην ουσία μου έδινε την εγγύηση να αφεθώ τόσο άνετα σε κάποιες «αισθήσεις», αντί να πιάσω την ευκαιρία μου? Τι θα γίνει τώρα?

    Απελπισμένη, περπάτησα για μια ώρα ακόμα, μα τελικά συγκράτησα τον εαυτό μου και αποφάσισα, ότι θα κάνω αυτό, που μου μένει να κάνω σε αυτή την κατάσταση. Θα έρχομαι εδώ κάθε μέρα και θα περνάω την ώρα μου σε αυτά τα ξέφωτα, γυρίζοντας τα όλα κατά καιρούς. Όπως και να έχει, είναι μια αρκετά αδιάφορη κωμόπολη, δεν έχω τίποτα απολύτως να κάνω εδώ, έτσι αυτό το μέρος ούτως η αλλιώς είναι το πιο κατάλληλο για να καθίσω ή να ξαπλώσω, να κάνω βόλτα, να διαβάζω ή να κάνω σημειώσεις. Εδώ έρχονται οι άνθρωποι για διάφορες διαλέξεις και θρησκευτικά γεγονότα – θα γνωρίσω κάποιους, θα μιλήσω, θα δω, με τι ζούνε. (Δεν το πιστεύω, ότι άργησα… γαμώτο…)

    Το απόγευμα γύρισα το πάρκο για άλλη μια φορά – και πάλι χωρίς κανένα αποτέλεσμα, άρα, είναι η καλύτερη ώρα να μπω στο Ίντερνετ, αν και ποιος θα μπορούσε να μου γράψει… κανένας από αυτούς, που με ενδιέφεραν πραγματικά.

    Είχα ξεχάσει παντελώς τη Νατάσκα! Έχω ένα μήνυμα από αυτήν – αυτό είναι πολύ καλό.

     

    «Εγώ είμαι και πάλι, η Νατάσκα σου. Δεν έχω χρόνο για γράμματα τώρα, όμως, σε σένα δεν θα μπορούσα να μην απαντήσω. Με σένα θέλω να μοιραστώ αυτά, που βιώνω, μόνο με σένα, με κανέναν άλλο, παρά το ότι γνωριζόμαστε πολύ λίγο καιρό, η ίσως, ακριβώς για αυτό? Όχι, νομίζω, πως αυτό συμβαίνει, επειδή εγώ νιώθω τόσο καλά, όταν σε σκέφτομαι, νιώθω ζεστασιά και θέλω να σε αγκαλιάσω.

    Ήρθα στην Νταραμσάλα. Δεν θα σου γράψω για τις εντυπώσεις μου από τους θιβετιανούς μονάχους και μοναστήρια – όταν θα έρθεις, θα τα δεις όλα και μόνη σου (θα έρθεις, έτσι δεν είναι?) Τα βουνά, όμως… Πήγα για μια πεζοπορία στα βουνά με τα παιδιά από την Αυστρία, που γνώρισα εδώ. Βουνά…, Αυτά μου έδειξαν απολύτως ξεκάθαρα αυτό, που εγώ είχα καταλάβει και πριν, όμως κάπως πιο λογικά, χωρίς την μανιώδη παρόρμηση να κάνω αυτήν την κατανόηση κομμάτι της ζωής μου. Ο παλιός μου εαυτός βρίσκεται σε απευθείας αντιπαράθεση με τον τωρινό τρόπο ζωής μου, και το γάντζωμα σε αυτό είναι θανατηφόρα επικίνδυνο. Πάντοτε είχα την τάση να απαρνηθώ σχεδόν οτιδήποτε για χάρη των ανθρώπων γύρω μου. Δεν μπορώ να παραιτηθώ απλώς από αυτό, που φυτρώνει μέσα μου τώρα, και αυτό με ανάγκασε κυριολεκτικά να επαναστατήσω εναντίον στις παλιές αγαπημένες συνήθειες να ζω άνετα και χαλαρά, να αισθάνομαι αμηχανία, ντροπή, φόβο να βάλω κάποιον σε έγνοια, σε αγγαρεία, τη συνήθεια να δείχνω ανέμελη και μη απαιτητική, να μου είναι αρκετά αυτά, που μου δίνονται. Τα χαρακτηριστικά, που εγώ βλέπω ως απαραίτητα για μένα (τα οποία ήδη άρχισαν να σχηματίζονται και να οριστικοποιούνται) – η συγκέντρωση, επιφυλακή, απουσία της αεικινησίας, η ικανότητα να θέτω και να πετυχαίνω τους μικρούς συγκεκριμένους στόχους, προσοχή και σκληρότητα για τον εαυτό μου.

    Παράξενο, αλλά το βασικό πρόβλημα, το οποίο εγώ συνάντησα στα βουνά, ήταν κάποιες πρακτικές ανησυχίες. Αυτό φάνηκε αργότερα, όταν εγώ θυμήθηκα καλύτερα, σαν να ξανάζησα, επανεξέτασα, ο, τι είχε γίνει με μένα στα βουνά. Εκεί αυτές φαίνονταν σαν ένα πέπλο, το οποίο κατά καιρούς κάλυπτε όλα αυτά τα υπέροχα, τα οποία ένιωθα – ο θαυμασμός για την ομορφιά των τοπίων, χαρά από την ομαδική εργασία, χαρά λόγο του ότι βρίσκεσαι πρόσωπο με πρόσωπο με το στοιχείο του βουνού… το πέπλο της ανησυχίας της πιο πεζής φύσης προσπαθούσε να με καλύψει, και εγώ το έσπρωχνα, έσπρωχνα μακριά, χωρίς να συνειδητοποιήσω – τι προσπαθώ να διώξω. Υπήρχε μια δυνατή κρίση πανικού, και άλλη μια αργότερα. Η πρώτη ήρθε, όταν σταματήσαμε για διανυκτέρευση σε έναν λόφο, το οποίο ανεβαίναμε μισή μέρα. Δεν σκοπεύαμε να κοιμηθούμε σε αυτό το ύψος, όμως, άρχισε ήδη να βραδιάζει, και δεν είχαμε ιδέα – πως να κατεβούμε, επειδή η αρχή του μονοπατιού, που θα μας πήγαινε προς τα κάτω, χανόταν κάτω από μια γλώσσα του χιονιού. Το ψύχος ερχόταν πάρα πολύ γρήγορα. Εμένα με έπιασε ένα μείγμα από απελπισία και φόβο, τα βουνά γύρω μου φάνηκαν ξένα και εχθρικά, και ένιωσα, σαν να είμαι μέσα σε μια παγίδα, το μυαλό μου απλώς αρνιόταν να πιστέψει, ότι αύριο θα μπορέσω να ανέβω ψηλότερα η να κατεβώ και να ξαναφθάσω στο πέρασμα, και τότε κατάλαβα ξεκάθαρα, ότι εάν δεν βγω αμέσως από αυτή την κατάσταση, την έχω βάψει. Ξερίζωσα τον εαυτό μου από τον φόβο με έναν τέτοιο τρόπο, σαν να εξαρτιόταν η ζωή μου από αυτό. Τα βουνά αυτά με άγγιξαν με συναισθήσεις απερίγραπτης ομορφιάς, και το κρύο, και ο βραδινός ουρανός, και το ηλιοβασίλεμα, και οι αναπάντεχες αγελάδες κάτω, και η άπλα, και ο ήχος από τα κουδουνάκια. Η δεύτερη κρίση ήρθε, όταν έπεσα από το μονοπάτι και έσπασα το πόδι μου. Υπήρξε η στιγμή μιας τέτοιας απόλυτης εσωτερικής ησυχίας, ένοιωσα, ότι μέσα μου είναι έτοιμο να γεννηθεί και να φουσκώσει… δεν ξέρω, και εγώ ακριβώς, τι, δεν είχα χρόνο να το δω καλά-καλά, όμως, αισθανόμουν, ότι αυτό ήταν τεράστιο, θα με είχε θάψει απλώς. Τη ξεπέρασα, σαν να έκοψα κάτι, μια και καλή, χωρίς να σκεφτώ, με μια προσπάθεια. Η συναίσθηση της ομορφιάς ξεχείλισε μέσα μου, ένοιωσα μια διαπεραστική τρυφερότητα για αυτό το βουνό. Φαινόταν, ότι νιώθω και χαϊδεύω το κάθε πετραδάκι πάνω του. Η τρυφερότητα χυνόταν για αυτά τα πουρνάρια, από τα οποία εγώ κρατιόμουν, για το ρυάκι… ένοιωσα καταπληκτικά, απερίγραπτα υπέροχα. Και αργότερα, όταν καθόμουν πάνω στο μονοπάτι και κοιτούσα την κοιλάδα, όπου έτσι και δεν κατάφερα να κατεβώ, ούτε ο φόβος, ούτε η ανησυχία, ούτε η λύπηση – τίποτα δεν θα μπορούσε να περάσει μέσα από την λαμπερή ανεμελιά.

    Δεν υπάρχει σχεδόν καμία ρωγμή ανάμεσα στις αισθήσεις εκείνων των ημερών, που πέρασα στα βουνά, και εκείνων, που πέρασα στο νοσοκομείο, και μάλλον σε αυτές, τις οποίες έχω τώρα. Πιθανών, επειδή μόνο οι αληθινές αισθήσεις μετράνε. Κάθε μέρα ερχόταν και έρχεται κάτι, το οποίο ο νους θεωρεί ένα όριο, και αυτό το όριο πρέπει να ξεπεραστεί. Είδα, ότι το μυαλό δεν ξέρει – από που και για ποιο σκοπό μπορούν να βρεθούν οι δυνάμεις, και να το ακούσεις σημαίνει να περιόρισες άκρως τον εαυτό σου. Παρόλα τα επιχειρήματα του, έχω τώρα την ξεκάθαρη αίσθηση, ότι συμβαίνει ακριβώς αυτό, που εγώ χρειάζομαι, και νιώθω την βαθύτερη ευγνωμοσύνη στη ζωή… σαν να με κρατάνε τρυφερά και καλά χέρια. Μαθαίνω ξανά να σηκώνομαι, να κάθομαι, να κινούμαι, να κρατάω την ισορροπία, να περπατάω στα σκαλιά, και μου αρέσει, ότι τώρα μετράω τον χώρο αλλιώς, και ότι αυτό απαιτεί από εμένα συγκεκριμένα τέτοιες εκδηλώσεις της προσοχής, τις οποίες εγώ θεωρώ σωστό να σχηματίσω.

    Γράψε μου, Μάϊκα, θέλω να σε αγγίξω… έστω και μέσω των μηνυμάτων:)»

     

    …Όλη την ώρα, όσο ήμουν στο διαδίκτυο και έγραφα την απάντηση, δεν το χωρούσε ο νους μου, ότι στη δική μου αντίληψη η Νατάσκα ήταν ένα όμορφο, γλυκό, αστείο, και φυσικά, ευαίσθητο πλάσμα, όμως, τώρα μου φάνηκε τελείως διαφορετική… πως να το εκφράσω… όλες οι λέξεις με κάποιον τρόπο προϋποθέτουν κάποιο βαθμό των ιδιοτήτων, οι ποιες από μόνες τους δεν είναι και τόσο κοντά σε μένα. Να πω, ότι αυτή είναι «σοβαρή» εδώ? «Πιο ώριμη»? «Σοφή»? Όχι, όχι, δεν ταιριάζουν όλες αυτές οι λέξεις. Είναι κάτι άλλο, όμως, δεν βρίσκω λόγια για να το πω, δεν τις ξέρω… Μάλλον, δεν είναι και η πρώτη φορά, όταν συναντάω την καταστροφική έλλειψη των λέξεων. Φαινομενικά – τι σημασία μπορεί να έχει αυτό, και όμως, η σημασία είναι τεράστια. Καμιά φορά σχεδόν αναπάντεχα αισθάνομαι, ότι έχω ανάγκη να βρω ή να επινοήσω μια λέξη, με την οποία θα ονομάσω την μια ή την άλλη κατάσταση . Στο σχολείο όλοι γαλουχηθήκαμε με τα ποιήματα του Πούσκιν, μάθαμε, ότι η ρωσική γλώσσα είναι πανίσχυρη, αλλά εγώ τη βρίσκω καμιά φορά αδύναμη, επίπεδη, ειδικά όταν μιλάμε για εκφράσεις των λεπτών αισθήσεων, σχεδόν δυσδιάκριτων αποχρώσεων. Συμβαίνει ενίοτε, ότι κάποια συναίσθηση ζητάει απλώς να ονομαστεί κάπως, να της δοθεί κάποιος ορισμός. Έρχονται και οι μέρες, όπως και η σημερινή, όταν αυτό γίνεται ένας αληθινός βασανισμός – τεράστια ποσότητα διάφορων αισθήσεων, αποχρώσεων, απόηχων λες και πετάει σε σμήνη των νυχτερίδων, και εάν για κάποια εγώ προλαβαίνω να επιλέξω τις περιγραφές, να βρω ονόματα, τότε μπορώ αργότερα να γυρίσω, να σκεφτώ, να θυμηθώ, και αυτό μου επιτρέπει να ξυπνήσω τις συναισθήσεις, που νόμιζα, ότι ξεγλίστρησαν ανεπιστρεπτί .

    Καταπληκτικό, αλλά ο ορισμός παίζει τον ρόλο του αγκίστρου με το δόλωμα, το οποίο τραβάει την ψυχική κατάσταση, η οποία έχει ξεφύγει ήδη. Παλιότερα προσπαθούσα να επινοήσω όμορφους όρους, προσπαθούσα επίμονα να δώσω την λεπτομερέστατη περιγραφή αυτού, που ήθελα να καταγράψω, αλλά αυτό αποδείχθηκε απολύτως αδύνατον. Έχει σημασία το ίδιο το γεγονός της ονομασίας, και η ύπαρξη του αντίκτυπου ανάμεσα στον όρο και την αίσθηση, ώστε η προφορά αυτής της λέξης να προκαλεί τον αισθητό κυματισμό της συναίσθησης. Όταν κάποια λεπτή αίσθηση, η οποία νωρίτερα βιώθηκε ως άπιαστη, ως μια ελαφριά γεύση της ζωής, ως νύξη για κάτι ογκώδες, – όταν αυτή, συσσωρευμένη σε ξεχωριστές στιγμές, ξαφνικά περνάει κάποιο εσωτερικό όριο της ευκρίνειας, τότε εγώ έχω την επιθυμία να την ονομάζω. Δίνοντας της έναν όρο, εκτελώ την ολοκληρωτική προσπάθεια, και αυτή εκκολάπτεται τελικά, σχηματίζεται και αρχίζει το ταξίδι της ανάμεσα στις άλλες αισθήσεις. Η λέξη επιτρέπει στην προσοχή – όπως στο καλώδιο και δείκτη – να πάει στην αίσθηση, να την πιάσει τρυφερά από το πιγούνι, να της χαϊδέψει τη μουσούδα, να δώσει ένα κομμάτι κρέας, να βοηθήσει να αυτοπροσδιοριστεί μέσα στην μοναδική ιδιοτροπία της, και μετά να την απελευθερώσει. Η προσοχή με τη βοήθεια της λέξης συγκεντρώνεται στην αίσθηση, οδηγεί στην χειμαρρώδη ανάπτυξη της, και ακριβώς τότε έρχεται η στιγμή, όταν αυτή εκδηλώνεται πλήρως και ετοιμάζει τις μελλοντικές ανακαλύψεις, προσελκύει νέες και νέες αντιλήψεις. Αυτό μοιάζει με άλματα στα νησάκια μέσα σε έναν βάλτο. Άλμα – και στεριώθηκες σε μια νέα κατάσταση. Άλλο ένα – και ο κόσμος σου διευρύνθηκε ακόμα λίγο.

    Η νέα πορεία στο πάρκο δεν έφερε κανένα νέο. Στα σκαλιά πίσω από τους θάμνους καθόταν μια παρέα από διάφορους ανθρώπους, ετοιμάζονταν να ακούσουν έναν Ευρωπαίο, ντυμένο σε ινδικά ρούχα. Να τον ακούσω ?

    Έχοντας ήδη την θλιβερή πείρα από την ομιλία με τους «δάσκαλους και τους μαθητές τους» στο Ρισικες, και περισσότερο με την πείρα της συναναστροφής μαζί τους στη Ρωσία, ήθελα απλώς να ακούσω ήσυχα και να φύγω, μόλις βαρεθώ, όμως, η θρησκευτική συνέλευση απεδείχθη μόλις μια ειδική διάλεξη για την ιστορία του βουδισμού, για αυτό δεν κρατήθηκα (πάλι είναι κάπως αυτή η λέξη… να πάω να κατουρήσω?:))… δεν άντεξα και μπήκα στην κουβέντα τη στιγμή, όταν η σύζυγος του Μάρπα παρενέβη τις οδηγίες και έφερε στον Μιλαρέπα φαγητό, κάτι που εξόργισε τον Μάρπα, διότι έτσι αυτή μπορούσε να εμποδίσει την σωστή εκμάθηση ενός τόσο ταλαντούχου μαθητή.

    – Δηλαδή, αν ο Μάρπα εξοργίστηκε, και μάλιστα τόσο πολύ, αυτό σημαίνει, ότι δεν ήταν φωτισμένος? – η φωνή μου έσπασε τόσο δυνατά την μονότονη ηρεμία της ομιλίας, ότι η γειτόνισσα μου απο δεξιά ανατρίχιασε από την έκπληξη. Άθελα μου μαζεύτηκα λίγο εν αναμονή της έντονης αντίδρασης.

    Καταπληκτικό! Δεν υπάρχει ίχνος από κακία ή εκνευρισμό, ούτε σε ένα πρόσωπο – πιο πολύ περιέργεια.

    – Αυτή είναι μια ενδιαφέρον σκέψη!

    (Για δες, όντως, περιέργεια).

    Όλοι άρχισαν να συζητούν, να προτείνουν διάφορες εκδοχές. Τον ομιλητή δεν έπιασε καμία υστερία επίσης, απλώς σκέφτηκε και είπε, ότι πιθανών το κείμενο της ιστορίας δεν χρησιμοποιεί τις σωστές λέξεις, και μάλλον, ο Μάρπα δεν είχε νευριάσει τελικά, μόνο προσποιήθηκε την οργή, αφού βλέπουμε στους τοίχους των θιβετιανών ναών τις απεικονίσεις των μανιασμένων δαιμόνων, όμως, αυτοί δεν αντανακλούν τις σκοτισμένες καταστάσεις της συνείδησης, απλώς συμβολίζουν κάτι…

    Εκείνη τη στιγμή κάποιος άγγιξε τον ώμο μου από πίσω. Γύρισα και κόντεψα να πέσω από το παγκάκι. Ήταν ΕΚΕΊΝΟΣ!

    – Πάμε.

    Στον δρόμο ανταλλάξαμε σύντομες κουβέντες.

    – Πώς με βρήκες?

    – Ο Καμ μου είπε, ότι είσαι εδώ.

    – Καμ ? Ποιος είναι ο Καμ? Και αυτός από πού το ήξερε?

    – Τον Καμ θα τον γνωρίσεις τώρα, και αυτός το έμαθε από τον άνεμο. Ο άνεμος του λέει τα πάντα, που εκείνος θέλει να μάθει. Μίλησα στους φίλους μου για σένα, και ο Καμ ρώτησε τον άνεμο. Ο άνεμος του είπε κάτι, το οποίο τράβηξε το ενδιαφέρον του.

    – Περίμενε, δεν καταλαβαίνω τίποτα. Ποιος είναι ο άνεμος? Πες επιτέλους – πώς σε λένε?

    – Με λένε Σαρτ, και ο άνεμος – είναι άνεμος, – Ο Σορτ κούνησε τα χέρια του, δείχνοντας κάτι σαν ανεμόμυλο, και χαμογέλασε. – Ας το κανονίσουμε έτσι, – αυτός σταμάτησε και σκέφτηκε για ένα λεπτό. – Τώρα θα αποχωριστούμε, έλα σε εκείνο το ξέφωτο αργότερα, κάπου στις τέσσερις το απόγευμα. Θα σου γνωρίσω εκεί κάποιους δικούς μου φίλους, και θα έχουμε πολύ καιρό σήμερα και στις επόμενες μερικές μέρες, για να μιλήσουμε, όσο θέλουμε.

    Μιάμιση ώρα μέχρι τότε. Εγώ δεν μπορώ να σκεφτώ για τίποτε άλλο. Ο Σαρτ θα μου γνωρίσει τους φίλους του! – επαναλαμβάνω αυτή τη φράση (η αυτή γυρίζει από μόνη της?), και κάθε φορά η καρδιά μου επιταχύνει τον ρυθμό της με προσμονή. Θέλω να μετρώ τα λεπτά, κοιτάζω το ρολόι, όμως ο χρόνος πηγαίνει όλο και πιο αργά.

    Μικρός θιβετιανός ναός, μισοσκότεινη δροσιά, δυο μαξιλάρια και απόλυτη μοναξιά, στην οποία εμπλέκονται, χωρίς να διακόψουν, τα σχεδόν ανεπαίσθητα βήματα των μοναχών-φυλάκων, οι οποίοι ρίχνουν λάδι στις λαμπάδες και σκουπίζουν την αυλή. Έτσι αποφάσισα εγώ να περιμένω την ορισμένη ώρα.