Ελληνικα change

Error

×

Κεφάλαιο 29

Main page / Μάγια 1: Φορς-Μινόρ / Κεφάλαιο 29

Περιεχόμενα

    Μέσα στον ύπνο το χτύπημα στην πόρτα μου φάνηκε τόσο δυνατό, σαν να με τίναξαν για τα καλά μερικές φορές. Σκοτάδι. Σήμερα έχω την πρωινή εκδρομή στον Γάγγη… Φωνάζω από μέσα, ότι ξύπνησα, κλείνοντας τα μάτια μου, ανάβω τα φώτα… Όσο ντύνομαι, στο κεφάλι μου επικρατεί το χάος από σκέψεις και εικόνες. Η μισοκοιμισμένη κατάσταση και το ασκητικό περιβάλλον του δωματίου προκαλούν μια αίσθηση της απομόνωσης, μέσα στην οποία ανακατεύτηκε η προσμονή και δυσανασχέτηση. Φωτογραφική μηχανή, τετράδιο, στυλό, μια μπλούζα (έχει δροσιά το πρωί στο ποτάμι), ρολόι. Βγαίνω έξω.

    Ξύπνημα νωρίς και έξοδος από το σπίτι, όταν δεν έχει ακόμα ξημερώσει έχει για μένα μια σταθερή αναλογία με τις αναμνήσεις από τα πρώτα παιδικά μου χρόνια. Μπορούσα να μείνω μόνη μου μόνο τις πρώτες πρωινές ώρες, προτού βγει ο ήλιος. Όλοι κοιμούνται, ντύνομαι σιγά-σιγά, θεός φυλάξει να τρίξει η πόρτα. Ξεγλιστρώ έξω στον διάδρομο. Κλείνω τη πόρτα, με τη γλώσσα μου έξω, πάρα πολύ προσεκτικά, γυρίζω το κλειδί – εντάξει! Ελευθερία! Συγκρατώ τα συναισθήματα, που ξεχειλίζουν… Ησυχία… Τα ήρεμα βήματα μου ηχούν σιγανά, πατώ το κουμπί και ξαφνικά βουίζει τρελά το ασανσέρ – νομίζω, πως θα ξεσηκώσει όλο το σπίτι, όμως όχι, όλα είναι ήσυχα, όπως πριν. Αισθάνομαι, λες και βρίσκομαι σε έναν διαφορετικό πλανήτη. Είναι ένα θαύμα – ούτε μια ψυχή! Μόνο αυτή τη στιγμή καταλαβαίνω – πόσο πολύ με έχουν πρήξει όλοι… Έξω είναι σκοτεινά, δροσερά, μυστικά. Εδώ ζει η ελαφριά ομίχλη… τώρα είναι τελείως διαφορετική, είναι ζωντανή. Τυλίγει, δεν απομονώνει, όμως, αντιθέτως, με συνδέει με εκείνα τα δέντρα, με κάτι, που εγώ δεν μπορώ καν να δω, με αυτή τη σκοτεινή κηλίδα πίσω από τα δέντρα, σαν να μην είναι απλή μαυρίλα. Είναι ζωντανή, ζει! Ένας μικρός φόβος, και ξαφνικά – η απρόσμενη χαρά της απόλυτης μοναξιάς. Ξέρω, ότι θα έρθει, και την περιμένω, και εκείνη ανάβει, χαϊδεύει την καρδιά μου με ένα ευχάριστο γαργαλητό, σαν μια γλυκόπικρη δύνη ξεφεύγει από το σώμα μου, προκαλώντας την τρυφερότητα, την επιθυμία να αγαπήσω. Ποιον? Να αγαπήσω απλά. Χωρίς κανένα «ποιον», απλώς να αφεθώ σε τούτη την προσμονή, και αυτή αρχίζει να ζει, δε χρειάζεται καμία προϋπόθεση – απλώς υπάρχει. Αργά, λες και είμαι στον ύπνο μου, περνάω δίπλα στο σπίτι, γυρίζω στη γωνία. Τώρα δεν υπάρχω εγώ. Όλα είναι βυθισμένα στο σκοτάδι, το φως από τις κολόνες δεν φτάνει εδώ. Μυρωδιά της υγρής νύχτας, το άρωμα της ζωής, την οποία εγώ δεν έχω. Σε μίση ώρα θα αρχίσει να ξημερώνει και θα έρθει το τέλος – η δύνη θα με καταπιεί χωρίς να πνιγεί. Εγώ θέλω να μείνω για πάντα σε αυτή την υγρή, σκοτεινή ελευθερία. Θέλω κάποτε να επιστρέψω εδώ – σε αυτή την ελευθερία, σε αυτή την ανέμελη ευτυχία να αγαπώ. Ξέρω, ότι θα φύγω σε λίγο, θα κοιμηθώ, θα γίνω μια κούκλα, όπως όλοι οι άλλοι. Για πολύ, πολύ καιρό, για χρόνια. Γνωρίζω, ότι πρέπει να επιστρέψω, και όχι μόνη μου. Δεν θέλω να είμαι μόνη μου. Θέλω να χαρίσω αυτή την αίσθηση στους άλλους, να τη χύσω, να τη μοιράσω όλη, και όσο πιο δυνατές είναι οι εικόνες της χαρούμενης αυταπάρνησης, τόσο πιο δυνατή γίνεται η σκληρότητα, παγώνει σαν μια ακατανόητη μάζα, και μέσα της βρίσκονται όλα, τα πάντα. Θα επιστρέψω εδώ, χωρίς αυτό είμαι ένα τίποτα.

    Στο ισόγειο κάθονται ήδη μερικοί ξένοι. Όταν με είδαν, φόρεσαν αστραπιαία νυσταγμένα χαμόγελα. Γεμίζοντας το στόμα του με μπετέλ, ο «άνθρωπος του ξενοδοχείου» (έτσι φωνάζουν εδώ αυτούς τους υπάλληλους στα αγγλικά), ξύνει τον πισινό του δυνατά, μας πηγαίνει στα αφετηρία. Όντως, έχει πολύ δροσιά… η μπλούζα δεν ήταν καθόλου κακή ιδέα. Ο βαρκάρης μας υποδέχεται στην όχθη, ήρθε η ώρα να ξεκινήσουμε.

    Η μια μετά την άλλη, οι βάρκες ωθούνται μακριά από την όχθη, και αρχίζουν να πλέουν αβίαστα. Τα κουπιά δεν θέλουν να ενοχλήσουν τον κοιμισμένο Γάγγη, τον ακουμπούν προσεκτικά, σαν να χτενίζουν το τρίχωμα μιας κοιμισμένης τίγρης.

    – Πόσα «γκατ» υπάρχουν εδώ? – ρωτάει κάποιος.

    – Γύρω στα τριακόσια εξήντα – ο βαρκάρης, προφανώς, δεν έχει διάθεση για κουβέντα.

    – Και πόση ώρα χρειάζεται, για να περάσουμε δίπλα σε όλους?

    – Κοντά τρεις ώρες.

    Η συζήτηση πέθανε. Ο καθένας κοιτάει στη δική του μεριά, κουκουλωμένος όσο πιο ζεστά μπορεί.

    Κάποτε θα μπορέσω να κάνω καταπληκτικά ταξίδια σε μια τελείως διαφορετική πραγματικότητα. Πρέπει να βρω τον δρόμο. Νιώθω ένα ξαφνικό τσίμπημα του φόβου – και αν τυχαία θα μπω σε λάθος μέρος, απ` όπου δεν θα μπορέσω να βρω διέξοδο – αν θα χαθώ κάποια στιγμή? Γύρω μου θα είναι τα ίδια πράγματα, άνθρωποι, πόλεις, μα θα είναι μια άλλη ζωή, άλλος κόσμος με τι δική του ιστορία, ίσως να μην είναι και άνθρωποι ακριβώς … η καθόλου άνθρωποι? Χάθηκα και δεν ξέρω, πώς να γυρίσω πίσω – εκεί, όπου έζησα, που ζουν αυτοί, τους οποίους αγαπώ και ασχολούμαι με την ίδια πρακτική. Απόλυτη μοναξιά… παρασυρμένη σε μια άλλη διάσταση, άλλη πραγματικότητα, άλλο χρόνο, διαφορετικό από τον δικό μας, που μπορεί και να απέχει από εμάς εκατοντάδες, ή χιλιάδες χρόνια.

    Υπάρχει μια εικόνα, που για μένα έχει μια ιδιαίτερη αναλογία με πλήρη, απόλυτη μοναξιά. Απογευματινός, απαλός ήλιος, μικρή επαρχιακή κωμόπολη, έρχεται το φθινόπωρο, σκονισμένο δρομάκι στο πάρκο, παγκάκι, εγώ κάθομαι σε αυτό, δίπλα κατά καιρούς περνάνε άνθρωποι, οι οποίοι μου είναι ατελείωτα ξένοι. Δεν θα βρω ποτέ κάποιον οικείο – ούτε καν ελάχιστα. Όλοι κοιμούνται και βλέπουν δικά τους όνειρα, βυθισμένα στην ανέλπιστα μακρινή από εμένα ζωή τους. Έμεινα τελείως μόνη, πεταμένη για πάντα εκεί, απ` όπου δεν υπάρχει διέξοδος, και ο, τι μου μένει είναι να νιώθω την έξαρση του πουλιού, που πετάει ολομόναχο, να βιώσω την ασυγκράτητη έκσταση της απροβλεπτότητας αυτού, που βρίσκεται μπροστά μου, και να αισθανθώ την ξέχειλη αγάπη για εκείνους, τους οποίους δεν θα συναντήσω ποτέ ξανά, και να συνεχίσω το ταξίδι μου, παρά το οτιδήποτε.

    Πάνω από την άδεια όχθη ανάβει μια φωτεινή λωρίδα – από εκεί θα φανεί ο ήλιος. Η βάρκα πλέει κοντά στην παραλία, στην οποία μαζεύονται πολλοί άνθρωποι. Με μεγάλες κανάτες παίρνουν το νερό (το χρησιμοποιούν για μαγείρεμα??? Έτσι φαίνεται…), όλοι πλένονται, καθαρίζουν τα δόντια τους, οι άντρες βουτούν από τα σκαλιά, γυμνοί, μόνο με τα σώβρακα, οι γυναίκες μπαίνουν στο νερό κατευθείαν με τα σάρι, τα οποία κολλούν αμέσως στο σώμα, αποκαλύπτοντας ξεκάθαρα το τόσο προσεκτικά κρυμμένο στήθος. Ακόμα και το μπάνιο τους το κάνουν με το σάρι! Αυτό δεν μπορώ να το κατανοήσω… Προσεύχονται, ενώνοντας τις παλάμες τους, με τα μάτια κλειστά, στρέφοντας το πρόσωπο τους στον ανατέλλον ήλιο. Κοιτάζω στα μάτια τους… δεν φαίνεται καμία ιδιαίτερη χαρά, πιο πολύ μια θρησκευτική καθημερινότητα… Κάπου-κάπου κάθονται μικρές παρέες βρεγμένων ανθρώπων και ακούνε τους δάσκαλους τους… Ένα δελφίνι! Πώς γίνεται να είναι εδώ? Άλλο ένα!

    – Δελφίνια?

    – Ναι – του ποταμού!

    – Μα είναι τόσο βρόμικο το νερό εδώ!

    – Εδώ βγαίνει ένας άλλος ποταμός, με καθαρό ρεύμα, όμως, πολύ γρήγορο – βλέπετε, πόσο αργά προχωράει η βάρκα.

    Κόκκινος δίσκος του ήλιου… μπορείς να το χαζεύεις κατευθείαν, ποτέ δεν είχα δει κάτι τέτοιο. Το χρώμα αυτό με υπνωτίζει, θέλω με ένα άλμα να ριχτώ μέσα του, αφήνοντας τα πάντα… Σκισμένος με τα φτερά του αετού αέρας, μονότονοι θρησκευτικοί ψαλμοί, μικροσκοπικά κεράκια πάνω στα μεγάλα ξερά φύλλα, τα οποία διώχνει το πανίσχυρο ρεύμα, οι πολύχρωμες βάρκες, που λάμπουν με τα φλας των φωτογραφικών μηχανών… Χρωματιστή και θορυβώδη παραλιακή με πέτρινα σκαλιά χάνεται μέσα στο νερό, που λιώνει μέσα στο ηλιοβασίλεμα.

    Τι είναι τούτο??? Κάτι επιπλέει ένα μέτρο μακριά από τη βάρκα μας, μοιάζει πάρα πολύ με ανθρώπινο σώμα. Το είδε και η Γερμανίδα απέναντι, χλόμιασε, και με μια γκριμάτσα στο πρόσωπο μαζεύτηκε δίπλα στον άντρα της. Αυτό σίγουρα είναι ένα πτώμα…

    – Νεκρός, – με αδιάφορο ύφος είπε ο βαρκάρης. – Εδώ υπάρχουν πολλά τέτοια… Τώρα θα περάσουμε από τους γκατ της αποτέφρωσης, για αυτό να κρύψετε τις κάμερες. Αν σας δει κάποιος, θα στείλουν αμέσως μια βάρκα με αστυνομία.

    – Μα δεν ανάβουν φωτιές εκεί τέτοια ώρα!

    – Δεν έχει σημασία, απαγορεύεται και πάλι. Έτσι είναι ο νόμος.

    Τώρα προχωράμε πολύ κοντά στην όχθη. Πάνω σε μια μαύρη από τα καρβουνά γη κάθεται στα πόδια του ένα ξεμαλλιασμένο κοριτσάκι περίπου πέντε χρονών, ντυμένο σε ένα βρώμικο φούξια φορεματάκι… […Λογοκρίνονται…]  Μάλλον, αυτή είναι η παιδική χαρά της, τι κάνει εκεί?

    – Κάθε πρωί εδώ μαζεύουν χρυσό. Δηλαδή, θήκες, δαχτυλίδια – καταλαβαίνετε… – ακούγεται το ρινόφωνο σχόλιο του βαρκάρη.

    Στο νερό μέχρι τα γόνατα στέκεται ένας άνθρωπος με ένα μεγάλο κόσκινο, – κατάλαβα, αυτός ψάχνει για χρυσό με έναν τέτοιο τρόπο… Και το κοριτσάκι επίσης – αυτά είναι τα παιδικά της χρόνια.

    Μέιν γκατ, εδώ κάνουμε μια στάση, μπορούμε να βγούμε στην όχθη και να συμμετάσχουμε στην κίνηση. Όμως, αυτό μόνο φαίνεται συναρπαστικό – στην πραγματικότητα αισθάνομαι τον εαυτό μου, σαν αλμυρή πίκλα μέσα σε γλυκιά μαρμελάδα. Δεν υπάρχει χώρος εδώ για κανέναν άλλο πολιτισμό. Γλιστερά βρόμικα σκαλιά, ζητιάνοι, που κολλάνε από παντού πάνω σου, γρήγορα, σαν κουνούπια, σχεδόν αδιαπέραστος όχλος με βρεγμένα κορμιά, φωνές, που μοιάζουν είτε με καυγά, είτε με ζωηρή κουβέντα. Όλοι με χαζεύουν, χαχανίζουν, χαιρετούν…

    Μόλις ανέβηκε ο ήλιος, σχεδόν αμέσως έπιασε η ζέστη. Ναι, είναι μια φανταστική, συγκλονιστική παράσταση, όμως, θέλω να τη βλέπω μόνο από μακριά.

    – Εδώ σταμάτα! – μάλλον βρήκα ένα ήρεμο μέρος, μια μικρή υπαίθρια καφετέρια.

    – Ο-ο-κέυ, ma`am.

    Τέσσερα ξύλινα τραπεζάκια, γδαρμένες καρέκλες, σκονισμένος κατάλογος, δυο βρόμικοι σερβιτόροι – μια τυπική καφετέρια στην Ινδία. Και αυτή εδώ δεν είναι και χειρότερη εκδοχή! Με λίγη ανησυχία εξετάζω την καρέκλα, στην οποία σκοπεύω να καθίσω, δοκιμάζω με το δάχτυλο μου – όλα δείχνουν βρόμικα, όμως, στην πρόβα βγαίνουν καθαρά.

    – Για σου! Μπορώ να φάω το πρωινό μου εδώ? – μια φωνή πίσω από την πλάτη.

    Δεν είναι και άσχημο το παλικαράκι, αν και χαμογελάει κάπως λαστιχένια…

    – Φυσικά:)

    – Είμαι ο Ρόι.

    – Η Μάγια.

    – Χαίρομαι πολύ.

    Νοστιμούλης, το μόνο που δεν μπορώ να καταλάβω, είναι το γιατί μου είναι τελείως αδιάφορος? Κάποτε μου άρεσαν τέτοια αγόρια – αεικίνητα, μελαψά, μελαχρινά… Πρέπει να του μιλήσω λιγάκι, ίσως μετά θα τον συμπαθήσω? Δείχνει κάπως αναποφάσιστος, ενώ εγώ θέλω να είναι πιο πολύ δραστήριος. Όχι… μάλλον, δεν θα μιλάει, η θα κάνει κάποια ηλίθια ερώτηση, καλύτερα μόνη μου.

    – Σκοπεύω σήμερα να δω τους ντόπιους ναούς, θέλεις να πάμε μαζί?

    – Θέλω ! – αυτός ζωντάνεψε αμέσως, στα μάτια του φάνηκε η ελπίδα, η χαρά της ανακούφισης, ότι τώρα δεν είναι αναγκασμένος πια να σκεφτεί, τι να κάνει μετά, τώρα κάποιος άλλος αποφάσισε για όλα αντί εκείνον.

    – Γνωρίζεις αυτά τα μέρη?

    – Ε, βασικά ναι, είμαι εδώ δυο μήνες ήδη…

    – Δυο μήνες ??? – με τίποτα δεν μπορώ να πιστέψω, πως μπορεί κανείς να ζήσει εδώ δυο μήνες. – Είναι η δεύτερη μου μέρα εδώ, και ήδη σκέφτομαι, ότι είναι καιρός να βρω ένα μέρος πιο καθαρό και ήρεμο. Και τι έκανες εδώ τόσον καιρό?

    – Μαθαίνω να παίζω κάποια εθνικά μουσικά όργανα, πηγαίνω στα σεμινάρια της γιόγκα και βεδικής φιλοσοφίας, γνωρίζω κόσμο, διαβάζω.

    – Όμως, θα μπορούσες να τα κάνεις όλα αυτά σε κάποιο άλλο μέρος της Ινδίας?

    – Μάλλον… Αλλά μου αρέσει πολύ εδώ.

    – Άντε!

    – Δηλαδή, φεύγεις σε λίγο? – σε αυτά τα λόγια φαίνεται κάποια ελαφριά ανησυχία, το πιο πιθανόν απ` όλα, επειδή αυτός άρχισε να χάνει την ελπίδα ξανά.

    – Νομίζω, πως ναι. Εδώ θέλω ακόμα να δω το Σαρνάτχ. Έχεις ακούσει κάτι για αυτό?

    – Εκεί διάβασε ο Βούδας το τελευταίο του κήρυγμα, προτού φτάσει στην φώτιση.

    – Αυτό το ξέρω και εγώ:) Είναι ωραία εκεί?

    – Έχει πολλούς ναούς, καθαρά, γρασίδι, παρκάκια… Όμως, δεν μου άρεσε εκεί, – μοιάζει υπερβολικά με μουσείο. Οι ναοί του Βαρανάσι είναι γεμάτοι με μια ιδιαίτερη δύναμη, το αισθάνεσαι αμέσως, ενώ εκεί είναι όλα κάπως ψεύτικα.

    – Με δύναμη, ε?:)

    – Ναι, δύναμη. Το Βαρανάσι, οι ντόπιοι ναοί, ο Γάγγης – είναι τόποι της δύναμης.

    – Έχεις διαβάσει τα βιβλία του Καστανέδα?

    – Κάτι διάβασα, αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Αισθάνομαι πραγματικά αυτή τη δύναμη.

    – Και πώς τη νιώθεις?

    – Πώς? Πώς… Δεν είχα προσπαθήσει ποτέ να την περιγράψω. Νομίζω, ότι δεν έχει νόημα αυτό, πρέπει να το βιώσεις:)

    – Ένα δεν αναιρεί το άλλο. Ξέρεις, πολλοί άνθρωποι λένε, ότι έχουν κάποια ξεχωριστή πείρα, αλλά δεν μπορούν να περιγράψουν κάτι ορισμένο.

    – Ίσως, εσύ απλώς δεν τους καταλαβαίνεις? …Οχ, συγγνώμη, δεν ήθελα να σε προσβάλλω, όμως, κάτι τέτοιο είναι πιθανό. Ο Ναμκάι Νόρμπου Ρίνποτσε έλεγε, ότι όσο εσύ δεν έχεις πείρα των φωτισμένων καταστάσεων, θα αμφισβητείς τα πάντα, προσπαθώντας να καταλάβεις κάτι, το οποίο δεν μπορεί να κατανοηθεί με το μυαλό. Σε αυτή την περίπτωση αυτός συμβουλεύει να μην απογοητευτείς με τον βουδισμό, αλλά να προσπαθήσεις να αλλάξεις με έναν τέτοιο τρόπο, ώστε οι λέξεις του έφταναν όχι στο μυαλό, αλλά στην καρδιά σου.

    – Αισθάνομαι, λες και πήγα σε μια διάλεξη :) Εσύ γιατί αναφέρεσαι σε λόγια κάποιου? Έχεις κάποια άποψη για αυτό το ερώτημα?

    – Έχω, βέβαια, και αυτή συμπίπτει με τη γνώμη του και Ναμκάι Νόρμπου Ρίνποτσε.

    – Δηλαδή, σχημάτισες της άποψη σου μόνος σου, πριν ακούσεις τα λεγόμενα του Ρίνποτσε?

    – …Όχι, όχι πριν, – μαζεύτηκε εκείνος από την αμηχανία, – όταν το άκουσα, όμως, κατάλαβα, ότι είναι ακριβώς αυτό, που εγώ δεν μπορούσα να διατυπώσω τόσο καιρό. Την δέχτηκα αμέσως αυτή την άποψη… Ούτε καν τη δέχτηκα, αλλά… Βασικά, αυτό μου φαίνεται πολύ εύκολο στην κατανόηση.

    Γνωστά μοτίβα… τι να επιλέξω, όμως? Να βολτάρω ανάμεσα στους ζητιάνους, που με χαζεύουν με τα μάτια γουρλωτά, δε θέλω, να πάω για βαρκάδα – κουράστηκα… το παλικαράκι αυτό… συμπαθητικό, ναι… ίσως, να μιλάω λιγότερα? Γέρνω πίσω στην καρεκλά, αφουγκράζομαι τις επιθυμίες μου. Εντάξει, θα δούμε, τι θα βγει από αυτό.

    – Άρα, αυτό σου φαίνεται κατανοητό. Ας πούμε. Κατάλαβε με, δεν προσπαθώ τώρα να διαψεύσω την πείρα σου, για την ώρα σου ζητάω να την περιγράψεις. Αυτό δεν σημαίνει, ότι θα σε καταλάβω, αν εγώ δεν έχω ζήσει κάτι παρόμοιο, το`πιασα, όμως, πιθανών στην ίδια την περιγραφή θα αισθανθώ την ειλικρίνεια, τη φρεσκάδα, πιθανόν και όχι. Βλέπεις τη διαφορά σε αυτά, που λες εσύ, και σε αυτό, που σου ζητάω εγώ?

    – Για να είμαι ειλικρινής, όχι … Νομίζω, ότι είναι αδύνατον να περιγράψεις την μυστική εμπειρία.

    – Ο Καστανέδα, για παράδειγμα, την περιέγραφε κάπως, και ο Ραμακρίσνα, και ο Ναμκάι Νόρμπου Ρίνποτσε το έκανε! Και εγώ, παρεμπιπτόντως, δεν έχω καμία καχυποψία, ότι είναι η φαντασία τους. Κάποτε σκεφτόμουν, ότι είναι ένα ευφυές μυθιστόρημα, μα τώρα – όχι πια.

    – Θα μου πεις, γιατί συνέβη αυτό?

    – Ίσως… κάποια άλλη φορά.

    Στα τελευταία λεπτά άρχισα να αισθάνομαι κάποια δηλητηρίαση από την κουβέντα, και όσο περνούσε η ώρα, τόσο πιο δύσκολα κατάφερνα να ξεπερνάω ένα παράξενο βάρος, που μετατρεπόταν που και που σε εκνευρισμό. Περίεργο… Πάντα μου άρεσαν τέτοιες συζητήσεις, ειδικά με όμορφα αγοράκια. Μπορούσα να μιλάω ώρες ολόκληρες για μάγους, γιόγκι, νέες ανακαλύψεις των ψυχολόγων, μα τώρα αυτό το σιντριβάνι στέρεψε ως δια μαγείας. Σίγουρα δεν ήθελα πλέον να μιλάω, το αντιλαμβανόμουν τώρα σαν «κοπάνημα του αέρα».

    – Ο`κέυ, Ρόι, θα ήθελα να πάμε στους ναούς τώρα. Σύμφωνα με τον χάρτη, δεν είναι πολύ μακριά. Θα έρθεις μαζί μου?

    – Ναι, ναι, αφού το κανονίσαμε.

    Ποτέ δεν θα μπορούσα να σκεφτώ, ότι τα αγόρια με τόσο καλή εμφάνιση μπορούν να έχουν τέτοια προβλήματα, όπως η αμηχανία, ντροπαλότητα, ανησυχία για τη γνώμη μου. Η γίνονται ήρωες μόνο δίπλα στις κοπέλες, οι οποίες δεν έχουν αυτοπεποίθηση?

    Έχω την εντύπωση, ότι ανάμεσα στα κορίτσια και αγόρια ποτέ δεν υπάρχουν τρυφερές σχέσεις, με εμπιστοσύνη. Μάχη ανάμεσα στην μιζέρια και αυταρέσκεια. Άντε τις πρώτες μέρες, η καλύτερα να πω ώρες, η ζυγαριά ταλαντεύεται, και μετά αρχίζουν τα αμοιβαία πάθη. Ένας υποφέρει, επειδή «δεν τον αγαπούν», άλλος – επειδή «τον αγαπούν». Τι είδους αγάπη είναι αυτή? … Μα ακριβώς, είναι σίγουρα ένας πόνος! Και αυτόν τον πόνο ονομάζουν αγάπη! Πολλές φορές παρατηρούσα στον εαυτό μου τέτοιο μηχανισμό – το αγόρι μοιάζει πια να με έχει κουράσει, και ήδη άρχισα να σκέφτομαι, πως να τον χωρίσω, όμως, εκείνος ξαφνικά αρχίζει να μου φέρεται ψυχρά, και εγώ είμαι αυτή πλέον, που δεν θέλει να τον στείλει, προσπαθώ να τραβήξω την προσοχή του, περιμένω να μου τηλεφωνήσει, ζηλεύω…. Η ζήλια – είναι και αυτή σχεδόν συνώνυμο της αγάπης. «Ζηλεύει, άρα μ` αγαπά» – είναι μια τεράστια βλακεία! Όταν εγώ ζηλεύω, γίνομαι ένα ψυχρόαιμο εκδικητικό τέρας, έτοιμο να καταστρέψει τα πάντα, που προκαλεί τη ζήλια μου. Είναι δυνατόν να μην το βλέπουμε? Πώς ονομάζουμε ΑΥΤΌ – αγάπη? Πώς μπορεί να συμβαδίζει η ζήλια με την τρυφερότητα, θαυμασμό, συμπάθεια, ελεύθερη βούληση? Είναι όλα τόσο προφανές για μένα τώρα… δεν καταλαβαίνω, πως ζούσα όλα αυτά τα χρόνια χωρίς αυτή τη σαφήνεια…

    Πρωτότυπο στις σχέσεις ανάμεσα στα δυο φύλα είναι μια τέτοια συμπεριφορά, όταν ο καθένας προστατεύει τον άλλον από τη ζήλια, και ανησυχία. Και δεν έχει σημασία, ότι αντί αυτού θα λάβεις τη μιζέρια η την ρουτίνα – και αυτό ονομάζεται επίσης «η αληθινή αγάπη» στα παντρεμένα ζευγάρια. Ακούω συχνά τις φράσεις «ποτέ δεν την απάτησε», και αυτό θα πρέπει να σημαίνει αυτόματα, ότι την αγαπά. Δεν ενδιαφέρει κανέναν, τι ένοιωσε εκείνος ο αρχετυπικός «αυτός» ταυτόχρονα, και μήπως αυτός ήταν απλούστατα ανίκανος… Να και μια φράση ακόμα: «αυτοί έζησαν μαζί ευτυχισμένα πενήντα χρόνια»…τάφος… η εικόνα των «ευτυχισμένων» πτωμάτων: αυτή – καλλιτέχνιδα, φτιάχνει μαρμελάδα και σκαλιστά κουκούτσια από ροδάκινα. Και αυτός είναι επίσης ένας ενδιαφέρον άνθρωπος…

    Πάνω από το αφτί μου ακούστηκε μια τέτοια εκκωφαντική κραυγή, ότι πετάχτηκα από τη θέση μου και πήδηξα δίπλα. Γύρισα και είδα ένα πλάσμα, δεν θα μπορούσα να μαντέψω καν την ηλικία του… Πρέπει να είναι άντρας, αν κρίνω σωστά από την απουσία του στήθους και κάτι, που κρέμεται ανάμεσα στα πόδια του, τυλιγμένο σε ένα μικρό κομματάκι υφάσματος, όπως το κάνουν οι άντρες των αφρικάνικων φυλών… Μακριά, χοντρή και τρομακτική ουρά, κτηνώδη, διαπεραστικά μάτια, μπερδεμένα κοντά μαλλιά, που στέκονται όρθια, στα χέρια του μια ψηλή μαγκούρα με κρεμαστές χρυσό-κόκκινες λωρίδες… Τι είναι αυτό??? Σίγουρα είναι ένας άνθρωπος, μάλλον, κάποτε υπήρξε άνθρωπος, μα τώρα… Τον κοιτάω πιο καλά και καταλαβαίνω, ότι η ουρά δεν είναι αληθινή, βέβαια, όμως, δείχνει πάρα πολύ φυσική. Τρελός ζητιάνος? Λες και με έχει υπνωτίσει, συνεχίζω να τον κοιτάζω, προσπαθώντας να τον τοποθετήσω κάπου μέσα στην δική μου εικόνα του κόσμου. .

    – Χελ-λ-λό! – και πάλι τσίριξε το πλάσμα, χωρίς να σταματήσει να με χαζεύει με θράσος. – Μπαξίσι? Λεφτά? Έστω δυο ρουπίες…

    Α, κατάλαβα, ποιος είναι! Δεν θυμάμαι, πως λέγονται αυτοί οι άνθρωποι, αλλά η ουσία της πρακτικής τους συνίσταται στο ότι προσπαθούν να μιμηθούν εξ` ολόκληρου θεότητα, την οποία λατρεύουν. Είχα διαβάσει, ότι ο Ραμακρίσνα λάτρευε έτσι τον Χανουμάν, ινδική θεότητα-πίθηκο. Και αυτός, δηλαδή, κάνει το ίδιο… Δεν είναι κακός:) Έλα, κράτα δέκα ρουπίες! Τσιρίζοντας χαρούμενα ακόμα κάνα-δυο φορές, ο φωτισμένος λάτρης των αρχαίων θρησκειών έτρεξε με πηδηματάκια στη μεριά της μάσας – σε μια μικρή καντίνα, η οποία πουλούσε μπανάνες, αποξηραμένα φρούτα και το αιώνιο μπετέλ.

    Οι χνουδωτοί του συγγενείς τρελαίνονται πάνω στα απλωμένα χοντρά κλαδιά των δέντρων και στις επίπεδες ταράτσες του μεγάλου ναού. Κάποιοι προσπαθούν κάθε λίγο και λιγάκι να επιτεθούν στο νόστιμο παγκάκι με τα φρούτα, και ο πωλητής είναι αναγκασμένος να κρατάει συνεχεία ένα χοντρό ξύλο και να παίρνει τρομακτικό ύφος, ώστε στην περίπτωση της επίθεσης να δώσει στους πιθήκους ένα καλό μάθημα.

    – Σου αρέσει εδώ? – ρωτάω τον Ρόι.

    – Ναι, πολύ. Είναι αρχαίος ναός, δεν νιώθεις, πως τα πάντα εδώ είναι διαποτισμένα με Σάκτι?

    – Όχι, δεν το νιώθω. Έχω λίγη περιέργεια, μα τίποτε άλλο. Εδώ επιτρέπεται να κάνω φωτογραφίες?

    – Απ` έξω – μπορείς, μα από εκεί και πέρα – απαγορεύεται – το αγόρι, προφανώς, στεναχωρήθηκε λίγο, επειδή εγώ δεν εκφράζω κανένα θαυμασμό για το μέρος.

    Τράβηξα αρκετές φωτογραφίες των ντόπιων κοριτσιών, την ομορφιά των οποίων δεν κουράζομαι να θαυμάζω, και έκανα σημάδι στον Ρόι, ότι μπορούμε να προχωρήσουμε στον επόμενο ιερό τόπο.

    Οι δρόμοι, σχετικά ελεύθεροι από την κίνηση, περνάνε απαρατήρητα σε βρόμικα «ξέφωτα», όπου ζουν οι άνθρωποι. Τα «σπίτια» τους, φτιαγμένα από καρτόνι, λάσπη και σελοφάν, μοιάζουν με φωλιές των ζώων, στις οποίες αυτοί σέρνονται με όλη την πολυάριθμη οικογένεια τους για διανυκτέρευση. Είναι τόσα πολλά παιδιά όλων των ηλικιών εδώ! Όλα είναι βρώμικα, μες στη σκόνη, ξυπόλυτα, πολύ συχνά τελείως γυμνά, μπουσουλάνε, τρέχουν, κάνουν κωλοτούμπες μέσα σε μια τέτοια βρομιά, ότι θα γινόταν κομμάτια η καρδιά της οποιασδήποτε ευρωπαϊκής μητέρας. Αλλά οι φτωχές Ινδές δεν δίνουν καμία σημασία σε αυτό. Μερικές από αυτές είναι απασχολημένες με «νοικοκυριό» – δίπλα μέσα σε έναν σιδερένιο τενεκέ ανάβει φωτιά, και πάνω της βράζει νερό σε μια παλιά κατσαρόλα, το νερό το έφεραν μόλις τα μεγαλύτερα παιδιά, και οι άλλες κοιμούνται ακόμα στα στρώματα, γεμάτα με κοριούς, με τα παιδιά κολλημένα πάνω τους, σαν θηλυκά ζώα. Οι άντρες δεν φαίνονται πουθενά. Μάλλον έρχονται μόνο το βράδυ… δεν μου πάει η καρδιά να πω «από τη δουλειά»… Ποια δουλειά μπορεί να υπάρξει εδώ? Στη μέση όλης αυτής της φασαρίας πάνω στη γη κάθεται μια νεαρή, έγκυος (για πολλοστή φορά?), πολύ όμορφη γυναίκα, ντυμένη στα κουρέλια. Δείχνει απολύτως ευτυχισμένη, χαμογελάει, σηκώνει το πρόσωπο της στον ζεστό ήλιο, και κλείνει τα μάτια της, σαν να πλέει στα όνειρα της. Ίσως, να είναι όντως ευτυχισμένη?

    Η ζωή όλων αυτών των ανθρώπων έχει οριστεί από τη γέννηση τους. Ξέρουν σίγουρα, ότι δεν θα μπορέσουν να αλλάξουν ποτέ τίποτα, δεν θα καταφέρουν να βγάλουν τόσα χρήματα, ώστε να βγουν από τη φτώχεια. Ο, τι μπορούν να κάνουν, είναι να βρουν χρήματα για φαγητό και ελάχιστα ρούχα. Τα κεφάλια τους δεν είναι φορτωμένα ούτε με την επιθυμία να σπουδάσουν, ούτε με την επιδίωξη της καριέρας η απόκτησης κάποιας περιούσιας, την ώρα που συγκεκριμένα σε αυτό σπαταλιέται η ζωή ενός Ευρωπαίου… Δεν έχουν τίποτα και δεν θα έχουν τίποτα ποτέ, έτσι για ποιο λόγο να νοιαστούν για κάτι? Πιθανόν, η ζωή αυτών των ζητιάνων φαίνεται δύσκολη μόνο απ` έξω, στην πραγματικότητα, ωμός, αυτοί δεν θα την άλλαζαν με τίποτε άλλο, αφού αυτή τη ζωή γνωρίζουν, και για να την κρατήσουν απαιτούνται πολύ λίγες προσπάθειες.

    Ο επόμενος ναός αποδείχθηκε εξίσου εντυπωσιακός με τον προηγούμενο, και ο Ρόι φαινόταν να έχει στεναχωρηθεί τελείως, επειδή εγώ του είχα πει με το ζόρι δυο λέξεις στον δρόμο. Όμως, κάτι με προσέλκυε σίγουρα σε αυτόν, παρά την φαινομενικά απόλυτη αδιαφορία. Δίπλα στην είσοδο του ξενοδοχείου τον κοίταξα για άλλη μια φορά και χαμογέλασα ειρωνικά, σκεφτόμουν, ότι εάν αυτός θα πάρει έστω κάποια πρωτοβουλία, θα τον φωνάξω για φαγητό, και εάν όχι, όχι… Βαρετά..

    – Άκουσε… είμαστε πολύ διαφορετικοί, Μάγια, μα θέλω να σου πω, ότι μου αρέσεις πολύ. Νομίζω, ότι ο κάθε άνθρωπος βρίσκει τον εαυτό του στα δικά του πράγματα… Ας φάμε μαζί. Έχουν καλό εστιατόριο εδώ?

    – Δεν είναι κακό:) Πάμε.

    Το πέος του ήταν πολύ ευχάριστο – και στη γεύση, και στην αφή. Όχι πολύ μεγάλο, λυγισμένο ελαφρά προς τα πάνω, στητό… Αν εκείνος δεν βιαζόταν τόσο πολύ να τελειώσει, όλα θα μπορούσαν να έχουν περισσότερο ενδιαφέρον… Ίσως. Ίσως και όχι. Δεν καταλαβαίνω τίποτα – μάλλον, το απόλαυσα, και νιώθω, λες και με έχουν αδειάσει, παρά το γεγονός, ότι εγώ δεν είχα οργασμό. Όλα συνέβησαν τόσο γρήγορα, σαν να μπήκα μέσα στο δωμάτιο για ένα λεπτό, έκανα μια στάση στον δρόμο μου για το εστιατόριο πάνω στην οροφή. Και πάλι είναι όλα τόσο γκρίζα και άδεια, μακάρι να είχε εξαφανιστεί αυτή τη στιγμή από το τραπέζι μου.

    – Τι γράφεις μέσα στο τετράδιο σου? Κρατάς κάτι σαν ημερολόγιο?

    – Ναι, – απαντώ με το ζόρι.

    – Και εγώ έχω ένα, όμως, δεν το κουβαλάω μαζί μου…

    Μετά βίας τελείωσα το φαγητό μου δίπλα του (πάλι καλά, ότι δεν βγήκε πολυλογάς!), τον αποχαιρέτησα και είχα σχεδόν φύγει, όταν εκείνος με έφτασε στην πόρτα και ζήτησε το e-mail μου. Για λίγη ώρα εγώ αμφέβαλα, δεν ήξερα, πως να του πω όχι (και αυτό ακριβώς ήθελα), όμως, τελικά του έδωσα τη διεύθυνση και σχεδόν έτρεξα μακριά, αφήνοντας τον σε μια ολοκληρωτική απορία.

     

    «** Οκτωβρίου

    Όταν έκανα βόλτα δίπλα στο ποτάμι, εμφανίστηκε έντονος εσωτερικός διάλογος για το πως θα μπορούσα να περιγράψω σε κάποιον αυτές τις εντυπώσεις. Και σε μια στιγμή ήρθε η αποφασιστική επιθυμία να προσπαθήσω να το σταματήσω, να δω – τι θα γίνει. Πιάνοντας σπασμωδικά τις σκέψεις από την ουρά, προσπάθησα να τις σταματώ στη μέση, όμως, αυτές επανέρχονταν ξανά. Όταν είχα ήδη σχεδόν παρατήσει τις προσπάθειες, θυμήθηκα πολύ ξεκάθαρα το πρόσωπο εκείνου του ανθρώπου στο τρένο, όταν μου έλεγε για τον εσωτερικό διάλογο, και ξαφνικά θέλησα τόσο πολύ να είμαι έστω για ένα λεπτό μέσα στο δικό του σκαρί… να νιώσω έστω για ένα λεπτό τη γεύση της ελευθερίας από τις σκέψεις… άραγε – εκείνος θα μπορούσε να με βοηθήσει σε αυτό?

    Και ξαφνικά γέμισα σιωπή, η ροή των σκέψεων σταμάτησε. Μαζί της σταμάτησε και η επάρκεια, που συνόδευε αυτές τις φαντασιώσεις. Για μια στιγμή εμφανίστηκε ησυχία, όλα πάγωσαν. Όλα ηρέμησαν για ένα λεπτό, είχα την εντύπωση, πως πριν από αυτό γύρω μου βούιζε κάτι, περιστρεφόταν, και τώρα όλα είχαν χαθεί και εγώ έμεινα μόνη, όχι όμως, απλώς μόνη, αλλά «μπροστά σε κάτι» το αδιανόητο – σε αυτό ταιριάζουν οι λέξεις «απρόσωπο στοιχείο», «παγωμένο σιωπηλό κενό». Σαν να βυθίστηκα στη σιωπή και «επιθεώρησα» αργά τη ζωή μου. Φάνηκε μια σκέψη, που προκάλεσε δυνατό αντίκτυπο – «Δεν ξέρω τίποτα για το πως πρέπει να ζήσω. Κάτι κάνω τόσο καιρό, και έχω κάποιους στόχους, κάποιες προτιμήσεις, αλλά στην πραγματικότητα δεν ξέρω τίποτα – για ποιο λόγο ζω και λειτουργώ, και που θα οδηγήσουν οι πράξεις μου». Η σκέψη αυτή σαν να με διαπότιζε, γινόταν όλο και πιο βαθιά, είχε μέγεθος και βάρος, και με γέμιζε με αυτό. Με μεγαλύτερη ακρίβεια θα έλεγα, ότι έζησα αυτή τη σκέψη: «δεν ξέρω τίποτα για το πως πρέπει να ζήσω». Το ένιωθα σαν ερώτηση, όμως, η απάντηση δεν είχε καμία σημασία. Και μετά ξαναμπήκε η σιωπή, αισθανόμουν τη βοή από κάπου μακριά. Τη στιγμή εκείνη εγώ κοιτούσα κάτω στον Γάγγη από τον ψηλό τοίχο της συνοικίας, και εμφανίστηκε μια τέτοια εικόνα: πέρα από τον ποταμό ακούω το κάλεσμα εκείνου, που βρίσκεται απέναντι, στην άλλη του όχθη. Αυτό – είναι κάτι το απίστευτο, τελείως διαφορετικό, απ` ο, τι είχα συναντήσει στη ζωή μου. Υπήρξε βεβαιότητα, ότι το κάτι – είναι μια κατάσταση, στην οποία εγώ μπορώ να είμαι, δηλαδή, πιο σωστά – στην κατάσταση αυτή δεν υπάρχω ούτε εγώ, ούτε κάποιος άλλος, όμως αυτός, που τώρα ονομάζω «εγώ», μπορεί να γίνει μια τέτοια κατάσταση. Ένοιωσα μια βεβαιότητα (και αυτό είναι κάτι καινούριο – στις νέες σκέψεις δεν υπήρχε χώρος για αμφιβολία, περιείχαν όχι απλώς την γνησιότητα, αλλά μια ιδιαίτερη σιγουριά), ότι για να γίνει το κάλεσμα αυτό πιο δυνατό, πρέπει να παγώσω, χρειάζεται ηρεμία – απόλυτη απουσία των σκέψεων και συναισθημάτων. Κάτι, από το οποίο ερχόταν το κάλεσμα, ήταν μυστήριο, όμως, όχι παιδικό και παραμυθένιο, όπως γίνεται συνήθως το βίωμα του μυστήριου, αλλά αλύπητο, παγωμένο, απολύτως απόμακρο. Ήταν ελκυστικό, και όμως πολύ ασταθές. Μέσα σε αυτή την αντίληψη δεν υπήρξε τίποτα γνωστό για μένα.

    Αυτή η παράξενη σιγουριά για τον εαυτό μου… Είναι πολύ απλή και χαρούμενη, πολύ φυσική. Απόχρωση μιας απόλυτης γενναιότητας. Ήρθε η σκέψη, ότι η εμφάνιση αυτής της κατάστασης έχει σχέση με το ότι εγώ πραγματοποίησα πολλές επιθυμίες τον τελευταίο καιρό. Παλιά οι επιθυμίες με τραβούσαν μάταια σε όλες τις μεριές, μα τώρα με έχουν αφήσει κάπως, απελευθερώθηκα και γύρισα σε αυτό, που χρειάζομαι πάνω απ` όλα. Βίωνα την ελευθερία, τη σιγουριά για το ότι μπορώ να κάνω ο, τι θέλω, παρόλο που τη συγκεκριμένη στιγμή δεν είχα καμία επιθυμία. Αυτή η αίσθηση μου έφερνε μια ιδιαίτερη χαρά, εμφανίστηκε σαφήνεια, ότι ένα τεράστιο μέρος των δικών μου θέλω – δεν είναι καν δικές μου επιθυμίες, είναι απλώς οι μηχανισμοί, που μπήκαν σε λειτουργία κάποτε, λόγο της μίμησης, η φόβου, και αυτά είναι τα αληθινά πάθη, όταν σταματούν να υπάρχουν, εμφανίζονται τελείως διαφορετικές επιθυμίες, στις οποίες μπορείς να αφεθείς, όπως αφήνονται στον άνεμο, ρεύμα η κάποιο άλλο στοιχείο, και τη στιγμή αυτής της απερίσκεπτης αυταπάρνησης είμαστε και οι ίδιοι στοιχείο.

    Αυτή η παράξενη σιγουριά για τον εαυτό μου… Η φράση «ο εαυτός μου» είναι περιττή εδώ. Αντιλαμβάνεται σαν απόλυτη ενηλικίωση. Έχω την βεβαιότητα, ότι η πείρα της διαμονής μέσα σε αυτή την κατάσταση συσσωρεύεται, ότι η κάθε στιγμή με αυτήν έχει σημασία, αλλάζει κάτι. Το να βρίσκεσαι σε αυτήν έχει μια ξεχωριστή ιδιότητα: δεν υπάρχει επιστροφή, η αντιστροφή, λες και εάν το έχεις νιώσει αυτό, γίνεσαι ένας άλλος, ακόμα και όταν αυτή είχε φύγει. Αφήνει το σημάδι της. Όλα τα άλλα – είναι πιο επιφανειακά, πιο ασήμαντα, και δεν υπάρχει η αίσθηση, ότι μαζεύονται τα χρόνια, αλλά αυτό – αυτό με διαχωρίζει από όλη την παλιά μου ζωή. Σίγουρα αλλάζει κάτι… Θέλω να δω εκείνον τον άνθρωπο, θέλω να του το πω, θέλω απλώς να μείνω δίπλα του και να τον ακούσω, να δω τους φίλους του. Μόλις τώρα άρχισα να καταλαβαίνω – τι ευτυχία είναι το ότι εγώ έχω μια τέτοια ευκαιρία, αφού αυτός με προσκάλεσε, όμως, δεν θέλω να έρθω με τα χέρια άδεια, θέλω και εγώ να του κάνω ένα δώρο – να φτάσω εκεί ήδη κάπως διαφορετική, θέλω να αποκτήσω περισσότερη πείρα.»