Σε καμία άλλη κωλότρυπα του κόσμου δεν υπάρχει τέτοια φρικιαστική βρώμα, όπως στην Ινδία. Πάντοτε επηρεαζόμουν πολύ από τις μυρωδιές, σαν κάποιο ευαίσθητο ζώο. Μετρό, γεμάτα λεωφορεία, ασανσέρ – είναι τα στέκια των οσφραντικών παθών μου: αυτός ο άντρας σήμερα το πρωί έτρωγε πικάντικο τυρί, αυτή η κύρια έριξε πάνω της ολόκληρο το μπουκαλάκι της φθηνής κολόνιας, ο γείτονας στα δεξιά μου έχει, απ` ότι φαίνεται, πρόβλημα στο στομάχι του, και αριστερά μου – ο γκρίζος, σαν άσφαλτο, καπνιστής… Τι να πω για τους συνταξιούχους με τη ναφθαλίνη τους! Η μυρωδιά, που έχουν κάποιοι από αυτούς, μου φέρνει απλώς έναν νεκρωτικό τρόμο. Μήπως η ευαισθησία μου για τις μυρωδιές επιδεινώθηκε? Απίθανο… και όμως, δεν ήταν έτσι πριν. Ίσως, φταίει το ότι δεν έβγαζα τη μύτη μου πριν από τις τουριστικές περιοχές, και μεταφερόμουν από εδώ και από εκεί σε κλειστά λεωφορεία. Υπάρχει περίπτωση οι περιοχές κοντά στα Ιμαλάια να είναι πιο καθαρές, απ` ότι το ηπειρωτικό μέρος της Ινδίας? Και όλα τα σκατά απλώς να παγώνουν εκεί?
Οι μυρωδιές, που προέρχονταν από παντού, δεν με άφηναν να απομακρυνθώ και πολύ από το θέμα της προέλευσης τους. Μυρωδιές… δεν είναι μυρωδιές, είναι η κακοσμία, βρωμιά, σαπίλα, αναθυμιάσεις!
Θεέ μου, τι θα μπορούσε να βρωμάει τόσο πολύ, ότι δακρύζουν τα μάτια μου? Ένα μείγμα από όλα τα είδη σκατού, καυστικών χημικών, πτωματικής σαπίλας, πυκνής σκόνης και καυσαερίων, ατελείωτων τεράστιων βουνών από σκουπίδια σε αποσύνθεση – με αυτά με καλωσορίζουν τα προάστια του Μπεναρές, στα οποία το τρένο περνάει λες και επίτηδες τόσο αργά, σαν να απολαμβάνει το κάθε μέτρο. Και δεν υπάρχει μέρος να κρυφτείς από αυτό… Με τρώει ο λαιμός μου, έχω δηλητηριαστεί τελείως από αυτό το φαρμακερό νέφος, δεν το εισπνέω μόνο, πλέον, το εκπνέω κιόλας. Ο βήχας γδέρνει το λαρύγγι μου, – όχι, καλύτερα να συγκρατηθώ και να μην βήξω, αλλιώς όλη αυτή η λέρα θα με ποτίσει από μέσα προς τα έξω. Πρόσφατα το Μπεναρές μετονομάστηκε Βαρανάσι, όμως, έχω την εντύπωση, ότι στην Ινδία δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα, εκτός από τις ονομασίες.
Οι συνταξιδιώτισσες μου απέναντι, δυο γυναίκες (το πιο πιθανόν απ` όλα, μητέρα και κόρη), συνεχίζουν να μιλάνε, σαν να μην τρέχει τίποτα. Μου φαίνεται, ότι αυτές δεν μπορούν να κλείσουν το στόμα τους – μιλάνε συνέχεια, κάνοντας διακοπή μόνο για τον νυχτερινό ύπνο, καθισμένες η μια μπροστά στην άλλη, φτιάχνοντας όλη την ώρα το σάρι στο κεφάλι τους. Η κίνηση, εκτελούμενη πλέον με απόλυτο αυτοματισμό – το ρίξιμο του τελευταίου μέτρου του σάρι πάνω στο κεφάλι, σαν μαντίλα. Οι σύγχρονες Ινδές φοράνε το λεγόμενο πεντζάμπι, όμως, αφήνοντας το σάρι, δεν μπόρεσαν να ξεφορτωθούν αυτή την επίμονη κίνηση (μήπως αυτή δίνει κάποιο νόημα στη ζωή τους?), και κάθε δέκα-δεκαπέντε δευτερόλεπτα βάζουν μια στον ένα, μια στον άλλο ώμο την άκρη της φαρδιάς μαντίλας, που πέφτει και πέφτει ξανά, και φοριέται, πιθανότατα, για να κρύβει τελείως από τα ξένα μάτια τον λαιμό, τους ώμους και το στήθος.
Όπου κα να βρίσκονται οι Ινδές, ο, τι και να κάνουν – οι μαντίλες και εσάρπες συνεχίζουν να πέφτουν, και αυτές τις φτιάχνουν και τις ξαναφτιάχνουν, δεν τα βγάζουν ούτε στα σπίτια τους (!), όταν σφουγγαρίζουν, πλένουν, ετοιμάζουν φαγητό. Εγώ θα είχα τρελαθεί πιθανότατα πια από αυτή την ανάγκη, μα εκείνες απλώς δεν την παρατηρούν καν.
Το τρένο κάνει μερικά τελευταία τραβήγματα και επιτέλους σταματά. Κοιτάζω στο παράθυρο με τα σκούρα τζάμια – όντως, η αποβάθρα. Μέσα στο βαγόνι αμέσως τρέχουν ντυμένοι στα κόκκινα Ινδοί, με τα μάτια, που αναζητούν σπασμωδικά τους πελάτες. Είναι οι αχθοφόροι, και εγώ είμαι το καλύτερο θήραμα για αυτούς. Ήδη πέντε άτομα στέκονται κοντά στην καμπίνα μου, σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον με τους αγκώνες, προσπαθώντας όλοι μαζί να τραβήξουν την προσοχή μου, όμως εγώ δεν πιάνομαι με τίποτα σε αυτά πλέον. Είμαι ατάραχη, ψυχρή και σίγουρη για τον εαυτό μου. Για ελατέ, παιδιά…κάντε στην άκρη, – δείχνω με το χέρι μου, πως θέλω να φύγουν, και πέφτω έξω στην ολόχεστη (και πως αλλιώς θα μπορούσε να είναι) αποβάθρα.
Γενικώς, αυτό λέγεται αποβάθρα μόνο τυπικά – για κάποιους είναι το σπίτι τους, όπου αυτοί πλένονται, κοιμούνται, τρώνε, συλλογίζονται για τις λεπτές φιλοσοφικές ιδιότητες της Βεδάντα… αστειεύομαι, αστειεύομαι, φυσικά:) – απλώς όλη τη ζωή τους ξαπλώνουν πάνω στις σκισμένες ψάθες, χαζεύοντας χωρίς καμία σκέψη τη φασαρία του σταθμού. Παραλίγο να ξεχάσω – επίσης αυτοί κατουράνε και κάνουν τα κακά τους εδώ. Χοντροί αρουραίοι, ποντίκια με αστείες κάθετες ουρές, μύγες όλων των χρωμάτων και μεγεθών, ψωριάρικα ξεμαλλιασμένα σκυλιά, επιβάτες, ανάπηροι, ζητιάνοι, κατσαρίδες μεγάλες, σαν ποντίκια – όλα ανακατεύτηκαν με το καυστικό νέφος και θόρυβο από τις ρόδες. Πρέπει να φύγω από εδώ όσο πιο γρήγορα μπορώ…
Δίπλα στην είσοδο του σταθμού – επόμενη δοκιμασία: η επίθεση των ρίκσα. Αυτοί φωνάζουν, μουρμουρίζουν ικετευτικά, μπαίνουν στον δρόμο μου, τρέχουν μπροστά, στο πλάι, πίσω μου, προσπαθούν να με κοιτάξουν στο πρόσωπο, να πιάσουν το βλέμμα μου, έστω για ένα δευτερόλεπτο να έχουν την ελπίδα. Εγώ ξέρω, τι χρειάζομαι. Ξέρω, πόσα είμαι έτοιμη να πληρώσω. Αυτό μοιάζει με εξάσκηση – οι δυνατές σκέψεις επαναλαμβάνουν της οδηγίες του «Lonely Planet», τις οποίες έμαθα απέξω. Δεν θα κάνω ούτε ένα βήμα πίσω.
– Πενήντα ρουπίες μέχρι το Σιβάλα γκατ.
– Αυτό το αμάξι, όχι, αυτό, ma`am, Σιβάλα γκατ, πενήντα ρουπίες, ma`am! – ούρλιαξε ο ανήσυχος όχλος των ρίκσα με μια φωνή. Κάποιος αρχίζει να με τραβάει από το σακίδιο ακόμα, όμως, φοβούνται να ακουμπήσουν το σώμα μου.
Επιλέγω ανάμεσα σε αυτούς ένα αδύνατο κοντό παλικαράκι, που δεν φέρεται με τρελή δραστηριότητα, σαν να σκέφτεται για κάτι άλλο. Μου άρεσε να σκέφτομαι, ότι ίσως να είναι ερωτευμένος η αφοσιωμένος σε κάποια θρησκεία. Του κάνω ένα νεύμα, δείχνοντας, ότι θα πάω μαζί του.
– Πού είναι το αμάξι σου?
Καρφώνει το δάχτυλο σε έναν μαύρο σκαραβαίο με μικρούλικες ρόδες, και όλοι οι άλλοι κουρελιάρηδες, που έχασαν σε αυτή την λοταρία, φεύγουν με απογοήτευση, ζωγραφισμένη στα τα πρόσωπα τους. Μόλις κάθομαι στο αυτοκίνητο, όμως, αυτοί με έχουν ήδη ξεχάσει, όπως ξεχνάνε και την αποτυχία τους – έτσι είναι η ζωή τους, μέσα σε αυτή τη μάχη περνάει η κάθε μέρα. Ποτέ δεν υπάρχει κάτι νέο, και η βρομερή μπόχα, αναμειγμένη σε διαβολικές αναλογίες με κολλώδη ζεστή, για αυτούς είναι απλώς ο συνηθισμένος αόρατος αέρας.
Το αμαξάκι παίρνει μπρος, αρχίζει να τραντάζεται ολόκληρο, κάνοντας ταυτόχρονα έναν εκκωφαντικό θόρυβο, και με πρόκληση, άξια ενός Σουμάχερ, τραβάει κατευθείαν μέσα στη μάζα της χαοτικής κίνησης του δρόμου. Καυτός και βρόμικος αέρας, τα ξεδιάντροπα βλέμματα από όλες τις μεριές μπαίνουν στο μικρό μου καταφύγιο… Δεν πρέπει να είναι και πολύ μακριά. Θέλω να φτάσω γρήγορα, να κάνω ένα δροσερό ντους. Δεν θέλω να κοιτάω έξω – όλες οι πόλεις της Ινδίας είναι εξίσου απαίσιες και άσχημες, με εξαίρεση τα μέρη, όπου συγκεντρώνονται τα ιστορικά αξιοθέατα και τουριστικά θέρετρα. Εάν δεν επιδιώκεις την υπερβολική αναλογία της αδρεναλίνης στο αίμα σου, η Ινδία – δεν είναι η κατάλληλη χώρα για να κάνεις πειράματα, εδώ πρέπει να ακολουθείς πιστά τις οδηγίες των ταξιδιωτικών γραφείων και τις συμβουλές εκείνων, οι οποίοι ήδη έχουν την πείρα των μετακινήσεων στο ινδικό έδαφος.
Έτσι και το ιερό Μπεναρές δεν διαφέρει σε τίποτα από οποιαδήποτε άλλη πόλη. Δεν μπορώ να φανταστώ καν, πως μπορεί να ζει κανείς εδώ… Θυμήθηκα, ότι σε μια διάλεξη για τη γιόγκα, που είχα πάει στη Μόσχα, ένας κάπως μαλακισμένος ομιλητής είπε αφηρημένα, ότι έχει ένα όνειρο – να παρατήσει τα πάντα και να ζήσει στο Άσραμ ή στο Μπεναρές, όμως, το κάρμα δεν του επιτρέπει ακόμα να πάει στην Ινδία να δει τον δάσκαλο του. Τότε, φυσικά, εκείνος δεν μου φάνηκε τόσο ηλίθιος, και οι λέξεις «Μπεναρές», «Άσραμ», «Δάσκαλος» προκαλούσαν στον εαυτό μου μια δόνηση της προσμονής – κάπου στον κόσμο υπάρχει Κάτι.
Η πόλη του Σίβα, του θεού του θανάτου στον ινδουισμό, είναι κτισμένη στην όχθη του ιερού Γάγγη – εδώ συνωστίζονται οι πιστοί γέροντες και περιμένουν τον θάνατο. Να καείς στο Μπεναρές, δίπλα στον Γάγγη, – σύμφωνα με τις πεποιθήσεις τους – είναι μια τελεία στα δισεκατομμύρια μετενσαρκώσεις, η παύση του κάρμα, ένωση με τον Σίβα. Είναι όλα τόσο απλά… Δεν έχει σημασία, πως έζησες τη ζωή σου, τι έκανες, τι ένιωθες, – τίποτα δεν έχει σημασία, εκτός από το ότι το σώμα σου παραδόθηκε στην πυρά ορισμένα εδώ. Πόσο ανώριμος πρέπει να είναι κάποιος, για να ζήσει με τέτοια πρωτόγονα πιστεύω! Η αυτές οι πεποιθήσεις εμφανίζονται ακριβώς ως συνέπεια τέτοιων χαρακτηριστικών ιδιοτήτων του έθνους? …Πόσο ακόμα θα κρατήσει αυτή η διαδρομή, που μου βγάζει την ψυχή ?…Όχι, είναι απολύτως σίγουρο το ότι δεν συμπαθώ τον ινδουισμό, – όσο πιο ξεκάθαρα φαίνονται οι λεπτομέρειες αυτού του φαινομένου, τόσο πιο πολύ δεν μου αρέσει αυτό. Δεν θα μείνω για πολύ στο Βαρανάσι.
Επιτέλους! Το κτήριο, που μοιάζει λίγο με ευρωπαϊκή κατασκευή, είναι το ξενοδοχείο μου. Έχει λυρική ονομασία – «Sunrise Hotel»… Τα βλασταράκια της υγρασίας και βρομιάς ήδη άρχισαν να το τυλίγουν, και σε περίπου δέκα χρόνια από τώρα αυτό θα ενωθεί εκστατικά με τη πέτρινη σκουπιδιάρικη ζούγκλα, την οποία δεν μπορώ καν να αποκαλέσω πόλη.
Μέσα βρίσκω την ίδια υγρασία και μια ειδική μυρωδιά, η οποία ξεκινάει ήδη στο αεροδρόμιο και ποτίζει ο, τι αγγίζουν τα χέρια των Ινδών. Μπροστά μου εμφανίζεται ένας καχεκτικός καράφλας… με το στόμα του ματωμένο! Τι τρέχει με αυτόν? Έχω την εντύπωση, πως έχει το στόμα γεμάτο με αίμα, και δεν μπορεί καν να μιλήσει κανονικά – γυρίζει το κεφάλι του πίσω, οι λέξεις του φτάνουν μέσα από έναν απαίσιο αναβρασμό (ποιον να καλέσω? Αστυνομία, πρώτες βοήθειες?) …παράξενο, όμως αυτό δεν εκπλήσσει κανέναν, δεν δίνει σημασία καν, κανείς! Να πάρει… να άλλος ένας με το ίδιο στόμα, φτύνει με πολλά σάλια το κόκκινο χυλό στην άσφαλτο. Με πιάνει ναυτία, κοιτάω αλλού… Βγαίνει άλλος να με συναντήσει, μάλλον, υπάλληλος του ξενοδοχείου. Ποτέ δεν μπορείς να διακρίνεις έναν υπάλληλο από απλό περαστικό – όλοι είναι το ίδιο άπλυτοι, και τα μάτια ακριβώς ίδια – γυάλινα, ένα και ένα με τα μάτια της κούκλας. Οι κόρες των ματιών σχεδόν δεν φαίνονται… διάολε, σαν βαμπίρ μοιάζουν.
Πολύ αργότερα έμαθα, ότι πάρα πολλοί Ινδοί είναι εθισμένοι στο αναμάσημα των φύλλων του μπετέλ – ένα είδος ελαφρύ ναρκωτικού, το οποίο πουλιέται νόμιμα σε κάθε γωνία. Η άσφαλτος όλων των δρόμων του Μπεναρές, όπως και οι τοίχοι πολλών σπιτιών στο ύψος ενός ανθρώπου είναι κοκκινισμένα από τα σάλια, δηλητηριασμένα με μπετέλ. Αυτή η πόλη απλώς βυθίζεται στο μπετέλ, και λάμπει στις αντανακλάσεις των γυαλιστερών ματιών!
Είχα το πιο συνηθισμένο δωμάτιο – βρόμικοι τοίχοι, γκρίζα σεντόνια, τρελός ανεμιστήρας, πέτρινο πάτωμα, ασταθή σκονισμένο τραπεζάκι, άβολη καρέκλα… Κάμαρα, όπου το μόνο που μπορείς να κάνεις, είναι να κοιμηθείς. Οι μπαλκονόπορτες, όπως και τα παντζούρια, είναι ερμητικά κλειστές. Ανοίγω αποφασιστικά τα εμπόδια για τον καθαρό αέρα… γαμώτο, ξέχασα, που βρίσκομαι… η ζεστή, πνιγερή μπόχα εισβάλει από τον δρόμο. Κλείνω τα πάντα και πάλι. Εντάξει, τουλάχιστον έχω ζεστό νερό, και προσφέρεται τηλεόραση – μόνο για ένα δολάριο την ημέρα. Λέω, πως δεν τη χρειάζομαι και τζάμπα και επιτέλους μένω μόνη μου, σε σχετική ησυχία και απομόνωση από τον έξω κόσμο.
Άραγε, για ποιο λόγο φτιάχνουν τα παράθυρα, που κοιτάνε από τα δωμάτια στο διάδρομο?… Για να το κλείσεις τώρα αυτό το παράθυρο… ας κοπανίσω τώρα τα παντζούρια με μπουνιά… Έτσι είναι πολύ καλύτερα… Γιατί εγώ σκέφτομαι για διάφορες βλακείες? Και τι να κάνω? Καμιά φορά οι σκέψεις ηρεμούν λίγο, ενώ τις άλλες απλώς τρελαίνονται, και τότε ένα αεικίνητο γκρίζο πέπλο τυλίγει τα πάντα. Νιώθω τον εαυτό μου σαν ένα κονσερβοκούτι, δεμένο στην ουρά μιας γάτας – οι σκέψεις τρέχουν, και εγώ πετάω πίσω από αυτές και κάνω τέτοια φασαρία στην άσφαλτο, ότι θέλω να κλείσω τα αυτιά μου… Το πέπλο αυτό μοιάζει με σωματική αδυναμία – σφίγγεις έναν μύα, για να κάνεις μια κίνηση, μα αυτό χαλαρώνει αμέσως… Το πιο φρικιαστικό είναι όμως, το ότι αυτή η πεθαμένη γκρίζα κατάσταση έχει την «δική της ομορφιά», το απολαμβάνω, όταν είμαι σαν κάποιος σαχλός ζελές. Προσπάθησα να φανταστώ, ότι αυτή τη στιγμή μπορώ να πατήσω ένα κουμπί και να αρχίσω να αισθάνομαι την φρεσκάδα και συγκέντρωση… Φρίκη!!! Ακόμα και έτσι ΔΕΝ ΘΈΛΩ να δω καμία αλλαγή. Δηλαδή, δεν θέλω να αλλάξω τίποτα.. και θέλω, και δεν θέλω, αυτός είναι ο λόγος, που δεν γίνεται τίποτα… για αυτό και εμφανίζεται δυσαρέσκεια, όταν αναγκάζεις τον εαυτό σου να κάνει κάτι, που δεν επιθυμείς. Όχι, δεν είναι σωστό – όταν αναγκάζεις τον εαυτό σου να κάνει αυτό που θέλεις, και δεν θέλεις ταυτόχρονα… Βλακεία βγαίνει… Πώς μπορεί να γίνεται κάτι τέτοιο, όταν εγώ η ίδια επιλέγω την ηλιθιότητα αντί συγκέντρωσης? Και τι σημαίνει «θέλω» και «δεν θέλω» ταυτόχρονα? Αδύνατον να γίνει αυτό, και εγώ πάλι δεν καταλαβαίνω κάτι, κάπου κάνω λάθος στους συλλογισμούς μου. Πώς να βολευτώ εδώ… Αν φέρω αυτό το τραπεζάκι κοντά στο κρεβάτι και βάλω το τετράδιο πάνω του – γίνεται κάτι σαν γραφειάκι μέσα σε μια άνετη φυλακή – για δες, δεν είναι καθόλου κακό! Στην αρχή εμφανίζεται η φρίκη της γερής σπιτονοικοκυράς – πως μπορείς μέσα σε ΤΕΤΟΙΕΣ συνθήκες να ζήσεις, να μελετήσεις, να γράψεις, όμως, αν κοιτάξεις σοβαρά και αντικειμενικά… οι συνθήκες είναι απολύτως κατάλληλες – τίποτα δεν αποσπά τη προσοχή, μπορείς να συγκεντρωθείς εξ` ολόκληρου στο θέμα σου. Δεν το περίμενα – να απολαύσω κιόλας τις συνθήκες της φυλακής:)
Εντάξει, γυρίζω πίσω – τι αισθάνομαι τώρα? Θέλω να αλλάξω την κατάσταση μου, η όχι? Μάλλον όχι, όχι έτσι. «Να αλλάξω» – είναι ήδη κάτι δραστήριο, τώρα δεν είναι το θέμα μου αυτό. Αναρωτιέμαι, αν θέλω να εξαφανιστεί η μιζέρια από μόνη της με το πάτημα του ενός κουμπιού? Δεν θέλω. Μα όχι, θέλω! Και ταυτόχρονα δεν θέλω. Τι πράγμα είναι αυτό… είναι μια βλακεία! Δεν μπορώ να αποφασίσω – αν θέλω ή δεν θέλω κάτι αυτή τη στιγμή? Πώς να ξεκαθαρίσω κάτι πιο περίπλοκο, όταν με τίποτα δεν μπορώ να καταλάβω ένα τόσο απλό πράγμα! Λοιπόν, θέλω ή δεν θέλω?! Θέλω. Όχι, δεν θέλω. Όχι, θέλω. Αυτό είναι αδύνατον… Από που το κατάλαβα, ότι είναι αδύνατον… γιατί νομίζω, ότι αυτό είναι αδύνατον? Μάλλον, βρήκα επιτέλους εκείνο το βατράχι, που δεν με αφήνει να ζήσω…- αυτό το συγκεκριμένο «αδύνατον». Γιατί επιμένω με αυτό το «αδύνατον»? Πρέπει να έχω το θάρρος να παραδεχτώ τα γεγονότα, και το γεγονός είναι, ότι εγώ θέλω και δεν θέλω κάτι ταυτόχρονα. Μα έτσι γίνεται ένα παράξενο πράγμα – αν αυτή τη στιγμή εγώ θέλω, τότε, ποιος άλλος δεν θέλει ? Και αν πράγματι εγώ δεν θέλω κάτι τώρα, τότε ποιος άλλος θέλει? Ποιος θέλει? Ποιος δεν θέλει? Αυτή είναι μια ερώτηση με περισσότερο ενδιαφέρον… Ποιος? Και τι είναι το «ποιος?»… ναι… αδιέξοδος. Και πάλι αδιέξοδος. Εντάξει, το μόνο που μου μένει να κάνω, είναι να γυρίσω σε αυτά, που εγώ αντιλαμβάνομαι. Το γεγονός παραμένει – ταυτόχρονα υπάρχουν δυο επιθυμίες – ανεξάρτητα από το – ποιος είναι ο «ποιος». Και βγάζω το συμπέρασμα… ότι έχω μια ζυγαριά, όποιο είναι βαρύτερο, αυτό και θα γίνει. Και τι με εκπλήσσει, ουσιαστικά, σε αυτό? Εγώ τώρα θέλω και να πάω να κατουρήσω, και στην όχθη της Γιάνκης να πεταχτώ, και να κάτσω εδώ να σκεφτώ. Όλη την ώρα συμβαίνει αυτό, συνέχεια έχω μερικές επιθυμίες, και στο τέλος γίνεται αυτό, που είναι το αποτέλεσμα τέτοιων δυνάμεων – αν τα διαφορετικά θέλω θα τραβήξουν τη βάρκα μου στις διαφορετικές κατευθύνσεις και με διαφορετική δύναμη, κάπου τελικά θα πλεύσει και αυτή. Έτσι το ερώτημα τίθεται αλλιώς – μπορούμε με κάποιον τρόπο να δυναμώσουμε την μια επιθυμία και να μειώσουμε την άλλη. О!… αυτό είναι τελείως τρελό, αυτή είναι μια ζούγκλα:))
Χτυπάνε τη πόρτα – τι είναι πάλι? Διαβατήριο? Αχ, διαβατήριο… μετά… μετά, σας είπα! Θα το φέρω εγώ κάτω, αργότερα, ναι, θα κατεβώ και θα σας το φέρω εγώ στην υποδοχή, ναι, ναι, το ξέρω…
Καλά, έχουμε μερικές επιθυμίες λοιπόν – αυτή τη στιγμή. Να και μια ακόμα εμφανίστηκε – να φέρω το διαβατήριο στην υποδοχή. Αλλά η κάθε επιθυμία δεν ήρθε έτσι απλά. Θέλω να κατουρήσω, επειδή η φούσκα μου πιέζει τα μυαλά – δεν μπορείς να ξεφύγεις από αυτή την αίσθηση, σε τραβάει επίμονα στη τουαλέτα. Μάλλον, καταλαβαίνω, ότι πηγαίνοντας στην τουαλέτα, θα γλιτώσω από αυτή την αίσθηση… εδώ είναι όλα απλά. Θέλω να πάω στον Γάγγη, επειδή θέλω τις εντυπώσεις, με σπρώχνει η περιέργεια μου, και όχι μόνο, και η βαρεμάρα μου, φυσικά, διότι αν δεν βαριόμουν, δεν θα είχα τότε και ιδιαίτερη βιασύνη να πάω εκεί να χαζέψω. Ξέρω τη διαφορά ανάμεσα στην χαρούμενη, ήρεμη επιθυμία και στους αρπακτικούς σπασμούς, τους οποίους δεν μπορείς καν να τους πεις επιθυμίες. Ακριβώς τώρα είναι σπασμωδικές, επειδή δεν υπάρχει γύρω μου το συνηθισμένο σύνολο των εντυπώσεων – μόνο οι γυμνοί τοίχοι και εγώ με το ημερολόγιο μου. Έχω ακόμα την επιθυμία να φέρω κάτω το διαβατήριο μου – αυτή προέρχεται από την ευγένεια – αφού με περιμένουν εκεί… και βεβαίως, αυτή είναι μια βλακεία, επειδή δεν με περιμένει κανένας εκεί, αυτοί ποτέ δεν περιμένουν τίποτα, κολυμπώντας σε απρόσωπη ουσία του μπετέλ, και όμως, έχω την ανησυχία – έτσι συνήθισα, έτσι με έμαθαν… Και υπάρχει η επιθυμία να ξεκαθαρίσω αυτό το ζήτημα – «ποιος θέλει κάτι, τελικά». Αυτή η επιθυμία είναι η πιο ζωντανή απ` όλες – συνοδεύεται με προσμονή, με ενδιαφέρον, απολαμβάνω πραγματικά τις αδέξιες προσπάθειες μου.
Εντάξει, θα αφήσω στην άκρη το ερώτημα «ποιος θέλει κάτι τελικά» – δεν έχω ιδέα, πως να απαντήσω σε αυτό, παρόλο που είναι προφανής η αντίφαση – αν «εγώ» θέλω κάτι, τότε πώς «εγώ» θέλω κάτι άλλο ταυτόχρονα? Η είναι απλώς η μεταφορά της προσοχής ανάμεσα στις επιθυμίες? Αφού εγώ μπορώ να βλέπω ταυτόχρονα και το τραπέζι, και το τετράδιο, και τους τοίχους – ξέρω, ότι κάποιος έκανε ένα πείραμα: στην κόρη του ματιού κόλλησε έναν αισθητήρα, που αντανακλά την ακτίνα του λέιζερ, και όταν άνθρωπος απλώς «κοιτούσε το τραπέζι» «βλέποντας» ταυτόχρονα όλα τα αντικείμενα, αποκαλύφθηκε, ότι η κόρη του ματιού του έκανε τεράστιο αριθμό μικροσκοπικών κινήσεων – με απίστευτη ταχύτητα το βλέμμα του σάρωνε τον χώρο, που έμπαινε στο οπτικό του πεδίο, για αυτό και εμείς νομίζουμε, ότι τα βλέπουμε όλα ταυτόχρονα. Πιθανών το ίδιο συμβαίνει και με τις επιθυμίες και με όλα τα άλλα – μπορούμε να σκεφτόμαστε ταυτόχρονα για δυο πράγματα, να βλέπουμε το δωμάτιο, να θέλουμε το τάδε και το εκείνο – απλώς η προσοχή μας μετακινείται πάρα πολύ γρήγορα. Εντάξει, τέλος πάντων, η εξήγηση αυτή μπορεί να είναι σωστή, η σωστή κατά μισό, ή και τελείως λανθασμένη, ας είναι, – δεν μου χρειάζονται οι εξηγήσεις, θέλω κάτι άλλο. Πώς να δυναμώσω κάποια επιθυμία, ώστε αυτή να υπερισχύσει όλες τις άλλες?
Πώς να δυναμώσω … και «ποιος» θα το κάνει αυτό? О!… «κάποιος» θα πρέπει να το κάνει, μα «ποιος»? «Εγώ»? Και ποια είμαι «εγώ»? Και γιατί αυτή «εγώ» θα πρέπει να δυναμώσει ακριβώς αυτή την επιθυμία? Και πώς? Γαμώτο… Αδιέξοδος.
Ας προσπαθήσω να αλλάξω κάτι έστω και μηχανικά – να πάρω άλλη στάση, να αλλάξω την έκφραση στο πρόσωπο μου, να ισιώσω τους ώμους μου, και όσο περισσότερο κάθομαι έτσι, τόσο πιο άβολα νιώθω. Το κρεβάτι με τραβάει, με βάζει σε πειρασμό με το μαξιλάρι, με το προσκεφάλι, στο οποίο θα μπορούσα να γείρω… Με έπιασε. Τώρα καμία δύναμη στον κόσμο δεν θα καταφέρει να με κάνει να σηκωθώ ξανά, τώρα θέλω να ξαπλώνω. Αρκεί να μην σκέφτομαι, τι συνέβη μόλις τώρα, αλλιώς δεν θα μπορέσω να το κάνω και αυτό με ηρεμία. Η μάχη με τη μιζέρια έχει χαθεί, με έχει καταπιεί, με έχει τυλίξει, προσπαθώντας να διαλύσει μέσα στην θολωμένη σκούρα λήθη της τα πάντα χωρίς εξαίρεση. Να κάνεις ένεση και να ξεχαστείς… μιζέρια – το πιο ισχυρό ναρκωτικό.
Είχα παρατηρήσει πολλές φορές, πως όταν έρχομαι σε ένα καινούριο μέρος, τις πρώτες δυο μέρες οι εντυπώσεις με κουφαίνουν τόσο πολύ, ότι λες και παύω να υπάρχω ακόμα αυτόν τον καιρό, – δεν μένουν ούτε οι συνηθισμένες επιθυμίες, ούτε τα συναισθήματα, – γκρίζο κενό, αδιαφορία, σπασμωδικό πιάσιμο των εντυπώσεων – και άλλο, πιο πολύ, και πιο πολύ. Έπειτα η απόλαυση από τις εντυπώσεις αρχίζει να πέφτει, αλλάζει με κούραση, με την επιθυμία να ξεκουραστώ, να μείνω μόνη μου, και παράλληλα αρχίζω να ζωντανεύω, επιστρέφουν οι επιθυμίες μου, το ενδιαφέρον για τι ζωή. Με τι έχει σχέση αυτό, άραγε? Μοιάζει με δηλητηρίαση… Τις πρώτες μέρες η προσοχή απλώς γίνεται χίλια κομμάτια παρά τη θέληση μου. Τη δική μου…και ποιος τότε αναζητά τις εντυπώσεις? Άντε πάλι η ίδια βλακεία… πρέπει να ξέρω, που βρίσκομαι, για αυτό χαζεύω τα πάντα, παρόλο που θα ήταν πιο σωστό να πω, ότι δεν χαζεύω κάτι συγκεκριμένο, αλλά το βλέμμα μου κολλάει σε κάθε λεπτομέρεια, οι σκέψεις συνέχεια πιπιλάνε αυτά, που εγώ είδα, όπως οι αράχνες, που γρήγορα-γρήγορα πλέκουν τον ιστό, – έτσι δημιουργείται η εικόνα του νέου μέρους. Απολύτως άγνωστο, πως να αντισταθώ σε αυτό. Και αν δεν θα κοιτάζω γύρω-γύρω?… Σαν να κοίταξα μέσα στην άβυσσο… Φαντάζομαι, πως φτάνω σε ένα νέο μέρος, και δεν κοιτάζω γύρω μου, δεν ξέρω, τι κόσμος με περιβάλλει. Καταπληκτικό! Αγγίζω κάτι… Ρίχνω μια ματιά στην εικόνα του κόσμου, και πίσω της – το αλύπητο φουρτουνιασμένο στοιχείο, που μετατρέπει σε σκόνη ο, τι το αγγίζει έστω και ανεπαίσθητα.
…Δεν θέλω να μείνω ξαπλωμένη άλλο. Τώρα είναι το «εγώ», που δεν θέλει να ξαπλώνει, ή το «από μόνο του» δεν θέλει? Αν «από μόνο του» – τότε πού είναι το «εγώ» σε αυτό, και πως «εγώ» μπορεί να επηρεάσει κάτι? Με έχει πρήξει αυτή η ερώτηση! «Εμένα»? «Ποιος» «με» έπρηξε?? Ναι… έτσι δεν είναι δύσκολο να χάσεις τα λογικά σου:) Είναι μόλις δυο το μεσημέρι, ζέστη, να κάνω μια βόλτα στην διάσημη όχθη? Ο τύπος στην υποδοχή (ποιος είναι τελικά – υπάλληλος, ή τυχαίος περαστικός – ένας διάολος ξέρει..) αρχίζει να βγάζει ποτάμια των λέξεων, τάχα είμαι πολύ τυχερή, επειδή αύριο θα είναι γιορτή εδώ, και ότι είναι η καλύτερη εποχή για να παραγγείλω μια πρωινή βόλτα με βάρκα, και ύστερα να περπατήσω στις μουσουλμανικές συνοικίες και να κοιτάξω, πως εκεί φτιάχνουν το χειροποίητο μετάξι.
– Αύριο το πρωί θα μπορέσετε να δείτε, πως πάρα πολλοί άνθρωποι φτάνουν στην όχθη του Γάγγη, για να βουτήξουν στα ιερά νερά, να προσευχηθούν και να προσφέρουν δώρα στον ποταμό. Και μόνο αύριο για μια μέρα οι μάστορες του μεταξιού θα ανοίξουν τα παράθυρα των εργαστηρίων τους για τους ξένους παρατηρητές, είναι πολύ-πολύ ενδιαφέρον θέαμα, θα έχετε την ευκαιρία να κάνετε σπάνιες φωτογραφίες… Δηλαδή, αύριο στις πέντε το πρωί θα Σας περιμένω εδώ.
Ωραία! Θα λάβω ένα βουνό από εντυπώσεις. Τι είναι αυτό που μουρμουράει κάτι στο κεφάλι μου? Να μην υποκύπτω στην ύπνωση και να μην πιστέψω στις υποσχέσεις? Εντάξει, τι να κάνουμε… αν βαρεθώ – θα γυρίσω πίσω.
Αργότερα διαπίστωσα, πως ο υπάλληλος έλεγε αυτόν τον λόγο σε κάθε νέο πελάτη – κατάφερα να το δω με τα ίδια μου τα μάτια, και εκείνος το έκανε χωρίς καμία ντροπή, αδιαφορώντας πλήρως για το ότι είμαι και εγώ παρών σε όλον αυτόν τον τσίρκο.