Δρόσισε λίγο, και οι τουρίστες γέμιζαν τους δρόμους του Ρισικες… Έλειπα δέκα μέρες από εδώ. Στο ξενοδοχείο η απουσία μου δεν έκανε καμία εντύπωση σε κανέναν, τα πράγματα μου είχαν μαζευτεί, επειδή το δωμάτιο δεν πληρώθηκε, και το σακίδιο με περίμενε μέσα σε ένα μικρό δωματιάκι μέσα σε ένα σορό από κουβέρτες, σεντόνια και άλλη οικιακή σαβούρα. Οι άνθρωποι εξαφανίζονται στην Ινδία, και αν κρίνω από το αδιάφορο πρόσωπο του αγοριού, που μου επέστρεφε το σακίδιο, μαζεμένο από άγνωστα χέρια, όλοι εδώ το έχουν συνηθίσει.
Νιώθω τον εαυτό μου, λες και γύρισα από την άνοδο στην κορυφή, οι επίπεδες εικόνες των αντιλήψεων γλιστράνε, σαν διαφάνειες. Πώς ζούνε αυτοί οι άνθρωποι? Για ποιο λόγο μπορεί να χαμογελάσει αυτό το κορίτσι, που κάθεται απέναντι από ένα παλικάρι με αφηρημένο ύφος? Πραγματικά θέλει να χαμογελάσει? Τι γράφει προσεκτικά στο όμορφο τετράδιο της ένα άλλο κοριτσάκι, το οποίο μεταφέρει το βλέμμα της ή ονειροπαρμένα, ή απλώς χαζεμένα από την σελίδα στον Γάγγη? Οι τουρίστες πλέουν στους δρόμους με τα φαρδιά πολύχρωμα πουκάμισα και τσαλακωμένα παντελόνια τους, χαμογελώντας τεμπέλικα μεταξύ τους,. Τους αρέσει αυτή η μονότονη και μετρημένη ζωή, από την μια καφετέρια στην άλλη, από το ένα αξιοθέατο στο άλλο. Ανάμεσα σε αυτούς και τον εαυτό μου – η άβυσσος, πάνω από την οποία κανείς μας δεν θα καταφέρει να περάσει.
…Λίγες μέρες ακόμα. Η συνάντηση με τον Τάι μοιάζει με όνειρο. Δεν έμεινε τίποτα, ούτε κάποιος θολός απόηχος από εκείνο το Κάτι. Θυμάμαι, πως υπήρχε κάτι το μεγαλειώδης, μα τι?… Παντού είναι το κενό. Το Κάτι δεν υπάρχει πουθενά. Και δεν θα υπάρξει? Δεν θα υπάρξει… Βήμα προς βήμα να επαναφέρω στη μνήμη όλες τις συζητήσεις μας, βήμα προς βήμα να ξεκινήσω τη δουλειά. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος, μα ούτε και για αυτό δεν έχω ακόμα πολλές δυνάμεις, – όλα κάηκαν, μόνο οι αναπνοές του κρύου ανέμου μέσα στο άδειο μου στήθος, καμία επιθυμία, κανένας φόβος. Κάθε νέο πρωί γίνομαι όλο και περισσότερο συνηθισμένος άνθρωπος.
Όταν ετοίμαζα τα πράγματα μου για το ταξίδι στην Ινδία, μπήκα στο Ίντερνετ, αναζητώντας τις πρακτικές οδηγίες, όμως, δεν βρήκα σχεδόν τίποτα, εκτός από άσχετα τεχνικά δεδομένα και ψυχοπαθητικά-εξημμένες περιγραφές, στις οποίες δεν είχα καμία εμπιστοσύνη – από μακριά φαίνεται, ότι οι συγγραφείς αυτών των άρθρων προσπαθούν τόσο πολύ να βρουν εδώ κάτι το μαγικό, ότι είναι έτοιμοι να επινοήσουν αυτή τη μαγεία μέσα σε οτιδήποτε – ακόμα και σε μια τέτοια αηδία… με αυτή τη σκέψη προσπαθώ να απομακρυνθώ από έναν Ινδό, που σκαλίζει τη μύτη του με παιδική ανεμελιά. Και πάλι ένα ασφυκτικά γεμάτο λεωφορείο… ίσως δεν έπρεπε να έρθω εδώ? Όμως, το Lonely Planet προτείνει ξεκάθαρα να επισκεφτώ «μια από τις πιο ιερές πόλεις στην Ινδία» – το Χαριντβάρ. Εφόσον στο Ρισικες εγώ είδα ο, τι μπορούσα, και το Χαριντβάρ είναι κοντά – μόλις μια ώρα με το λεωφορείο, εγώ πήγα να αναζητήσω την περιπέτεια μου. Το μέρος φαινόταν ακόμα πιο μυστηριώδη, επειδή πέρασαν όχι παραπάνω από δυο χρόνια από τότε, που επιτράπηκε η είσοδος στο σύμπλεγμα των ναών Χαρ-Κι-Παιρι για τους τουρίστες.
Το Χαρ-Κι-Παιρι είναι όντως πάρα πολύ εντυπωσιακό. Με την κραυγαλέα ανοησία του, να το πω… Και πάλι οι ναοί, βαμμένοι με έντονες αποχρώσεις, και πάλι η πολυκοσμία, πολλοί άνθρωποι, καθισμένοι, ξαπλωμένοι στα σκαλιά, που οδηγούν στον Γάγγη… όχι, με τίποτα δεν θα μπορέσω να καταλάβω την ομορφιά αυτού του μέρους. Είναι κάτι σαν γήπεδο, που αντί του γρασιδιού κυλάει ο Γάγγης, και στις θέσεις των θεατών κάθονται, κοιμούνται, τρώνε, μιλάνε οι Ινδοί – μόνοι τους και ολόκληρες οικογένειες, που ήρθαν από μακριά εδώ, για να κάνουν τις τελετές τους. Καμιά φορά αυτοί μπαίνουν μέσα στον ποταμό, στέκονται εκεί, προσεύχονται, γεμίζουν με νερό τα ειδικά μπιτόνια και το αδειάζουν πάνω τους. Τα αγοράκια… ναι, είναι πολύ όμορφα τα αγοράκια εδώ… μερικά πιτσιρίκια δώδεκα-δεκατεσσάρων ετών περπατάνε στο νερό με μακριές ειδικές βέργες, οι οποίες έχουν κάτι σαν κολλητική άκρη και μεγάλους φακούς, βουτηγμένους μέχρι τα μισά στο νερό. Όλος αυτός ο εξοπλισμός τους επιτρέπει να βρίσκουν με επιτυχία κέρματα στον πάτο, και να τα μαζεύουν, κολλώντας τα στην άκρη της βέργας. […Λογοκρίνονται…] και δεν μπορώ να κρατηθώ, βγάζω μερικές φωτογραφίες. Προσποιούμενη, ότι φωτογραφίζω τον Γάγγη, […Λογοκρίνονται…] – εδώ αυτοί σκύβουν λιγάκι, κοιτάνε στο νερό, εδώ ο ένας λέει κάτι στον άλλον, κουνώντας τα χέρια του, ένα χαριτωμένο γύρισμα του κεφαλιού, άπλωμα του χεριού του, […Λογοκρίνονται…] … είναι απλώς η ίδια η τελειότητα! Πρέπει να είσαι δενδροειδής ηλίθιος, που στερείται κάθε αίσθησης, […Λογοκρίνονται…] Είναι μια λεπτή απόλαυση – να κοιτάζω σε αυτά τα τέλεια δημιουργήματα της φύσης…
Εντάξει, δηλαδή, δεν πήγα μάταια εδώ… στο δρόμο της επιστροφής στο Ρισικες δεν με ενοχλούν οι τρανταγμοί του λεωφορείου – νοητικά […Λογοκρίνονται…] και σκέφτομαι, πως θα κοιτάζω τις φωτογραφίες τους και θα έχω φαντασιώσεις για κάτι άλλο ακόμα… Μα πού να πάω μετά? Όπως και να έχει, έχω βαρεθεί μέχρι θανάτου τα λεωφορεία. Άρα, πρέπει να πάω με το τρένο. Διάβασα στο Ιντερνέτ τις περιγραφές για τα ινδικά τρένα – ότι είναι, και καλά, κάπως ιδιαίτερα όμορφα, ότι πρέπει να είμαι στην αποβάθρα μια ώρα πριν από την αποχώρηση, διότι δεν υπάρχει αρίθμηση των βαγονιών, μόνο οι λίστες με τα ονόματα των επιβατών, κρεμασμένα κατευθείαν πάνω στο βαγόνι, και πρέπει να βρεις το δικό σου, προχωρώντας δίπλα… Γενικώς, μέσα στη μνήμη μου έμειναν οι σοβαροί συνοδοί με πηλήκια, οι οποίοι έβαζαν με προσοχή τις λίστες των επιβατών μέσα στα περιποιημένα καδράκια μια ώρα πριν από την αποχώρηση, όμορφα καθαρά βαγόνια, που έτρεχαν ελαφρά ανάμεσα σε ατελείωτα λιβάδια, και μου ήρθε να γελάσω – πώς μπορείς και παίρνεις τόσο σοβαρά ένα τρένο, όμως, από την άλλη μεριά, υπάρχει μια ιδιαίτερη χαρά σε αυτό – ίσως, θα μπορέσω να αισθανθώ εκείνη την ξεχωριστή ευλάβεια, με την οποία αντιμετώπιζαν τα τρένα οι άνθρωποι του 19-του αιώνα? Να νιώθω ένα θαύμα σε κάτι, που θεωρείται συνηθισμένο εδώ και πολύ καιρό – αυτό θα έχει γούστο… ναι, θα συνεχίσω το ταξίδι μου με το τρένο.
Η αγορά των εισιτηρίων αποδείχθηκε άλλο ένα σοκ από την συνάντηση με την ινδική πραγματικότητα. Καταπολεμώντας τον πανικό, ο οποίος με έπιανε κατά καιρούς, σκεφτόμουν, ότι μάλλον κάτι παρόμοιο ζωγράφιζε στην φαντασία του ο Πούσκιν [ Ρώσος συγγραφέας και ποιητής του 19 αιώνα – παρ. του μεταφραστή], όταν έγραφε το «Όργιο την ώρα της πανούκλας». Η πλατεία του σταθμού ήταν ασφυκτικά γεμάτη με αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες των ρίκσα, που εξέπεμπαν πνιγερά μαύρα καυσαέρια, ενώ μέσα μου γινόταν κάτι το απολύτως απερίγραπτο. Βρήκα μερικά ταμεία, στα οποία κόλλησαν τεράστιες μακριές ουρές-βδέλλες. Και ποιος δεν υπάρχει μέσα σε αυτήν την ουρά… μάλλον, μόνο εκεί μπορείς να γνωρίσεις τους εκπροσώπους από όλες τις κάστες, τάξεις και άλλα κοινωνικά στρωματά της ινδικής κοινωνίας από τις εποχές της αρχαιότητας μέχρι και την σημερινή εποχή. Απόλυτη ψευδαίσθηση της σύγχυσης των αιώνων – σε μια σειρά και ο ευκατάστατος Ινδός κύριος με χρυσό ρόλοι, μοδάτο σακάκι και γυαλιστερά παπούτσια, και ο υπερήλικος γκριζομάλλης γέροντας με άσπρο ράσο, μπιτόνι και μπαστούνα στο χέρι του, ο συνηθισμένος μεσοαστός με γυναικεία μαντίλα στο κεφάλι, και κάποιοι τυλιγμένοι στα κουρέλια, απολύτως άγριοι στην όψη άνθρωποι… όπως και να έχει, εγώ είχα συνηθίσει ήδη, ότι στην Ινδία πίσω από την εξωτερική αγριάδα κρύβονται τελείως φιλήσυχοι άνθρωποι, όπως συνήθισα και στο ότι πίσω από τον εξωτερικό πολιτισμό κρύβεται η ίδια ινδική μοναδική αγριότητα των ηθών… και όντως, ο αξιοσέβαστος κύριος μπροστά μου καθάρισε ηχηρά τη μύτη του κατευθείαν στο πάτωμα, ρεύτηκε, και το πρόσωπο του δεν έχασε ούτε για μια στιγμή την έκφραση της σημαντικότητας, το αξιοπρεπή ύφος του δεν κλονίστηκε καθόλου – αυτός είναι ο συνδυασμός του ασυνδύαστου – έφτασε η ώρα για κάθαρση, και σχεδόν αρχίζω να γελάω, όταν κάποιος με κλωτσάει πολύ αισθητά πίσω στα πλευρά. Μάλλον, κάποιος ξεχάστηκε εδώ, – εγώ είμαι η Λευκή Ma`am, θα υπενθυμίσω να μην το αγνοούν αυτό… γυρίζω, και βλέπω αυτό, που με τίποτα δεν περίμενα να δω – μια μαύρη γιγαντιαία ΑΓΕΛΆΔΑ, ο… ιδού, η κάθαρση… Η αγελάδα χώρισε αβίαστα την ουρά σε δυο μέρη, χωρίς να δώσει καμία σημασία στα επιφωνήματα και χτυπήματα των Ινδών, που προσπαθούσαν με λίγη ή πολύ ευγένεια να διώξουν το ατάραχο ζώο από τα ταμεία, αλλά, γεμίζοντας μας με τη φιλική της βρώμα, άδειασε το έντερο, και συνέχισε τον δρόμο της. Την ώρα που εγώ θύμιζα μια στήλη του άλατος, οι Ινδοί απλώς γύρισαν στις ασχολίες τους, και η αγελάδα, που είχε χωθεί στη διπλανή ουρά, για αυτούς απλώς έπαψε να υπάρχει, ενώ το βουνό της κοπριάς κάτω από τα πόδια μας… ε, σιγά το πράγμα, κοπριά… μια βρομιά λιγότερη, μια περισσότερη, όλα αυτά είναι ιερά – και η αγελάδα, και η κοπριά, και οι μύγες, που μαζεύτηκαν αμέσως, και αυτός ο σάντχου, που πάτησε με το ξυπόλυτο του πόδι μέσα στα σκατά, και έσυρε με τις πατημασιές του τα σημάδια της θεϊκής επίσκεψης …
Κοιτάζοντας γύρω μου, παρατήρησα, ότι υπάρχει μια ξεχωριστή ουρά για της γυναίκες, και μάλιστα πολύ κοντύτερη, από όλες τις άλλες. Αυτό μου έδωσε ξανά την ελπίδα να φύγω σήμερα, έτσι μεταφέρθηκα γρήγορα εκεί. Ωστόσο, μέχρι την αποχώρηση του τρένου μου έμεινε λιγότερα από μια ώρα, και η σειρά προχωρούσε πάρα πολύ αργά. Μπροστά – όπως και στη Ρωσία, – χωρίς σειρά συνέχεια προσπαθούν να χωθούν κάποιοι αλήτες. Οι γυναίκες προσπαθούν να τους διώξουν με τις φωνές, όμως, ανεπιτυχώς, – με ένοχο και φιλικό χαμόγελο, οι επιτήδειοι παραμερίζουν την ουρά και επίμονα χώνονται στο παραθυράκι. Εγώ προσπάθησα να χρησιμοποιήσω την δική μου σοβιετική δοκιμασμένη πείρα της μάχης στις σειρές, όμως, έπαθα φιάσκο – οι Ινδοί δεν αντιδρούσαν με κανένα τρόπο στις αγανακτισμένες βρισιές μου, χαμογελούσαν μόνο, και δεν είχα καμία διάθεση να σπρώχνομαι και να τους αγγίζω – άγνωστο, πως αυτοί θα συμπεριφερθούν, όταν τους πιάνει μια όμορφη λευκή γυναίκα – και εάν έρθουν σε οργασμό αμέσως… γιατί όχι? Αν αυτοί μπορούν να φτερνίζονται και να κατουρούν κατευθείαν εδώ – γιατί να μην χύσουν κιόλας?
Ακριβώς στη μέση όλης αυτής της βαβούρας ξαφνικά εμφανίστηκε ένας αστυνομικός – βαριεστημένα, και όμως αυστηρά, εκείνος κοπάνισε απλά με το μπαστούνι του τις πλάτες και τα πισίνα των θρασύδειλων αλητών. Ο Θεέ μου, τι θα γίνει τώρα.. μα όχι, τίποτα δεν έγινε – τα ίδια ευγενικά, και να με πάρει ο διάολος, ειλικρινά χαμογελά, βλέμματα, γεμάτα ενοχές, δηλαδή, μας συγχωρείς φίλε, απλώς βιαζόμαστε, άλλα δυο χτυπήματα στους πισινούς, δυο άγριες ματιές – και επανήλθε η τάξη.
Στην Ινδία υπάρχουν μερικές εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες διαφορετικές γλώσσες. Οι τρεις θεωρούνται επίσημες γλώσσες του κράτους – Χίνδι, αγγλικά, και η γλώσσα της δεδομένης πολιτείας, όμως, από που να το ξέρουν αυτό εκείνες οι γριούλες, τυλιγμένες στα μαύρα, οι οποίες πέρασαν όλη τη ζωή τους στην απίστευτα μακρινή επαρχία, και επιτέλους έκαναν το ταξίδι τους για τον ιερό Γάγγη – εκείνες μουρμουρίζουν σε κάποια δική τους διάλεκτο, και μέσα στη σειρά προσπαθούν απελπισμένα να βρουν έστω κάποιων, που θα μπορούσε να τους καταλάβει. Τελικά με τη βοήθεια της νοηματικής τα πάντα κανονίζονται, οι γριούλες έχουν τα εισιτήρια τους, τα χρήματα τους μετρήθηκαν, ο χρόνος, όμως… περνάει ο χρόνος μου! Έτσι και θα έμεινα για όλη την νύχτα στο σκονισμένο Δεραδούν, μα η τύχη μου χαμογέλασε με τη μορφή του νεαρού Ινδού μέσα στο μοδάτο φούξια τουρμπάνι, ο οποίος πλησίασε, και χαμογελώντας, άρχισε να με σπρώχνει κάπου προς το ταμείο. Εγώ στην αρχή νόμιζα, ότι γίνεται κάτι κακό, όταν είδα, ότι από τη μεριά του ταμείου κάποιος κάνει απελπισμένα κινήσεις με τα χέρια του – ήταν ένας από τους ταμίες. Ξαφνικά, σαν ένας σιωπηλός παλμός πέρασε μέσα στην αίθουσα, όλη η σειρά γέμισε με μητρικό ένστικτο, έτσι, αφήνοντας τον εαυτό μου στον ωκεανό των χεριών, ματιών, χαμόγελων, ένιωθα τον εαυτό μου θεϊκό Γκοπάλα στην αγκαλιά της μητέρας Κάλι και έτρεξα στην πόρτα, που οδηγούσε στον χώρο για προσωπικό. Εκεί με έβαλαν ευγενικά να καθίσω σε μια καρεκλά και άρχισαν να ρωτάνε για κάποιες κατηγορίες… ποιες στο καλό κατηγορίες?… αχ, ναι… διάφορες κατηγορίες θέσεων, μα για μένα δεν έχει σημασία – δώστε κάτι πιο οικονομικό… ναι, τι με κοιτάτε?… να και πάλι με κοιτάνε… ναι, θέλω κάτι πιο φθηνό, δεν χρειάζομαι την πολυτέλεια, θα είμαι εντάξει με ένα απλό εισιτήριο… ορίστε, έβγαλαν το εισιτήριο μου, εξήγησαν πέντε φορές – ποτέ και από πια αποβάθρα αναχωρεί το τρένο μου, και κούνησαν το χέρι τους, αποχαιρετώντας. Τελικά είναι ωραία να ταξιδεύεις στην Ινδία! Αργότερα έμαθα: στην Ινδία θεωρείται αυτονόητο για ξένο τουρίστα να μην περιμένει μαζί με τους άλλους στην ουρά, αλλά να μπει αμέσως από την είσοδο του προσωπικού, να κάθεται άνετα στην καρεκλά και να παραλαμβάνει το εισιτήριο του.
Είναι τόσο φθηνό! Με αυτή την σκέψη εγώ έτρεξα στην αποβάθρα. Εκατό πενήντα ρουπίες μόνο! Θα τρελαθώ. Για τρία δολάρια μπορείς να περάσεις χίλια χιλιόμετρα με το τρένο! Ουου… εδώ πραγματικά μπορείς να ταξιδέψεις… Κάτι σέρνεται… ο θεέ μου, τι είναι αυτό – για μεταφορά των ζώων? Και γιατί να περνάνε μια τέτοια αμαξοστοιχία από τον κεντρικό σταθμό, ας το πηγαίνανε μέσω κάποιων συμπληρωματικών γραμμών … άντε να το τραβήξουν πιο γρήγορα… δεν κατάλαβα… δεν κατάλαβα… αυτό είναι – το ΔΙΚΌ ΜΟΥ ΤΡΈΝΟ!!?? Το λαμπερό όνειρο για άνετα βαγονάκια, που περνάνε αργά και μαλακά τις πράσινες πεδιάδες με τα καθαρά ποτάμια, πέρασε στην ανυπαρξία. Έμεινα με ανοιχτό το στόμα, προφέροντας τις ακατανόητες λέξεις, όμως, δεν έχω καιρό για χάσιμο – το τρένο έφτασε δεκαπέντε λεπτά πριν από την αποχώρηση, έτσι δεν είχε κανένα νόημα να έρχομαι μια ώρα πριν. Η αποβάθρα άρχισε να βουίζει, τα πλήθη κουνήθηκαν, οι αποσκευές περνάνε πάνω από το κεφάλι μου ξυστά, τα πάντα μπερδεύτηκαν, φούσκωσαν, τρελάθηκαν. Κάπου εδώ πρέπει να είναι το βαγόνι μου, και πάνω του – η λίστα με το όνομα μου. Για κάποιο λόγο δεν ανακάλυψα πάνω στο εισιτήριο μου τον αριθμό του βαγονιού… Κολλάω το εισιτήριο στη μούρη του πρώτου τυχαίου Ινδού, που περνούσε, σαν σφαίρα δίπλα μου, ελπίζοντας να τραβήξω την προσοχή του, αλλά εκείνος ξαφνικά σταματάει και αρχίζει να μελετάει προσεκτικά το χαρτί μου. Λες και η μοίρα του εξαρτάται από αυτό. Δίπλα του παρκάρουν άλλοι δυο Ινδοί ακόμη, και με ενωμένες προσπάθειες αρχίζουν να μου εξηγούν, ότι εγώ έχω το εισιτήριο μεν, αλλά άνευ θέση δεν. Πώς γίνεται αυτό?? Έτσι, γίνεται… Μα πώς? Πώς να ταξιδέψω τότε? Εκεί να πάω? Εντάξει… Η φρουρά μου με συνοδεύει.
Το να πω, ότι το τρένο ήταν βρόμικο, δεν θα σημαίνει τίποτα. Ήταν εξ` ολόκληρου ΤΕΡΑΤΌΜΟΡΦΑ ΟΛΟΧΕΣΤΟ. Ίσως να είναι κάποιο συμπληρωματικό… μα όχι, κανείς δεν εκπλήσσεται, όλα είναι κανονικά… αχά, να ένα βαγόνι κάπως πιο καλό – σκούρα τζάμια, συνοδός με πηλήκιο… δείχνω σε αυτόν το εισιτήριο μου, κουνάει το κεφάλι του αρνητικά και μου δείχνει το διπλανό βαγόνι. Εντάξει, ας είναι διπλανό, τώρα θα ξαπλώσω και θα κοιμηθώ… έτσι θα ταξιδέψω? Έτσι… Εντάξει… ΕΔΏ??!! Παρά τον πνιγερό καύσωνα, η σκέψη παγώνει μέσα στο κεφάλι μου, όταν βλέπω το μέρος, στο οποίο πρέπει να περάσω το ταξίδι μου. Θα ήθελα μα μάθω – τα μαλλιά μου σηκώθηκαν όρθια από το αεράκι, ή από μόνα τους? Θέλω να σταματήσω, μα δεν μπορώ – γύρω μου, από πάνω μου, από κάτω μου – παντού κινούνται άνθρωποι, σάκοι, δοχεία, – όλα τα αυτά με πιάνουν στη δύνη τους και με φέρνουν μέσα στο βαγόνι. Τώρα το βλέπω ΑΥΤΌ από μέσα. Νιώθω, πως δεν είμαι καθόλου καλά, το κεφάλι μου γυρίζει… δεν πρέπει να πέσω – θα με ποδοπατήσουν… δεν υπάρχει ούτε το παραμικρό κομματάκι ελεύθερου χώρου εδώ. Κάτι σαν το δικό μας βαγόνι με τις αριθμημένες θέσεις [είναι το βαγόνι με τα φθηνότερα εισιτήρια, όπου οι επιβάτες έχουν θέσεις να κοιμηθούν το βράδυ, σε ένα βαγόνι χωρίς πόρτες – παρ. του μεταφρ.], όμως, κάθετα υπάρχουν τρεις σειρές από κρεβάτια, και άλλες τρεις στο πλάι του διαδρόμου. Σε καθεμία από αυτές τις θέσεις κάθονται τουλάχιστον τέσσερα-πέντε άτομα, στριμωγμένα πολύ κοντά μεταξύ τους, ώμος στον ώμο, πόδια στα κεφάλια, σαν παζλ, και στο πάτωμα άνθρωποι… με σπρώχνουν στην πλάτη – πίσω μου αγριεμένες μούρες των Ινδών – τι στέκεσαι, δηλαδή, αγελάδα, πέρνα, μα ΠΟΥ να περάσω?? Χωρίς πολλά-πολλά με παραμερίζουν σε μια άκρη, πέφτω σε κάποιες αποσκευές, και δίπλα μου ο κόσμος στριμώχνεται στο βαγόνι, πατώντας κατευθείαν πάνω στα πράγματα, πάνω στους άλλους ανθρώπους! Τι να κάνω… τώρα καταλαβαίνω, γιατί με χάζευαν έτσι εκείνοι οι ταμίες, όταν ζήτησα το πιο φθηνό εισιτήριο… από που να το` ξερα όμως… προσπαθώ να βγω από το βαγόνι στην αποβάθρα, δουλεύοντας αλύπητα με τους αγκώνες μου… είναι αδύνατον να γίνει κάτι τέτοιο κόντρα στο ρεύμα… μου έρχεται η απελπισία, και έπειτα – η οργή, γαμώτο, θα σας δείξω τώρα την γυναίκα από ρωσικές συνοικίες… δεν ξέρω για άλογα, μα αυτή τη μούρη θα τη πατήσω τώρα… και αυτή… ούρλιαξα, σαν αρκούδα, πέταξα, σαν πουλί, έδειξα τα δόντια μου σε κάποια φάτσα με έναν τέτοιο τρόπο, ότι ο καημένος θα χρειαστεί ψυχίατρο τώρα…βγήκα… φουχ… τη μάνα τους… είμαι ζωντανή. Βλέπω μια γυναίκα, που μοιάζει με εισπράκτορα! Την πλησιάζω, δεν χρειάζεται να πω τίποτα – αυτή καταλαβαίνει τα πάντα από το πρόσωπο μου, είναι ήρεμη, σαν παγοθραύστης «Λένιν», να και η μια άλλη ακόμα, χαμογελούν και οι δυο, παίρνουν το εισιτήριο μου, κάτι προσθέτουν σε αυτό, και μου δείχνουν ένα βαγόνι πιο πέρα – όχι, δεν πρέπει να μου δείξετε τίποτα, δεν θα σας αφήσω τώρα! Τώρα θα κυκλοφορώ πίσω από αυτό το καράβι, εσύ είσαι η σωτηρία μου, και δεν θα αφήσω αυτή την ευκαιρία από τα χέρια. Κολλάω σε αυτές, σαν γαϊδουράγκαθο, και οι εισπράκτορες με συνοδεύουν στο σωστό βαγόνι, μπαίνουμε μέσα – θεέ μου, πόσο ωραία είναι εδώ… το ίδιο βαγόνι, όμως, σε κάθε κρεβάτι κάθονται μόνο δυο-τρία άτομα, διώχνουν κάποιον… ορίστε, μου δώσανε τι ΔΙΚΉ ΜΟΥ θέση! Τώρα έχω δικό μου κρεβάτι, ένα, ολοδικό μου… πρέπει να πληρώσω για το εισιτήριο άλλης κατηγορίας, εκείνο ήταν το κοινό, και αυτό είναι το «σλίπερ», πληρώνω – και πάλι φθηνά είναι, μόλις τετρακόσια πενήντα ρουπίες, δέκα δολάρια – και εκατό να ήταν.
Για μίση ώρα περίπου συνέρχομαι, ηρεμώ σταδιακά, κοιτάζω γύρω μου, τα χωνεύω, και ζεσταίνομαι ξανά, αυτή τη φορά από την αναπάντεχη άπνοια. Το σλίπερ αποκαλύφθηκε τελικά ένας αρκετά ικανοποιητικός τρόπος μετακίνησης – πάνω σε κάθε κρεβάτι κάθονται τρεις άνθρωποι, οι ελεγκτές μπαίνουν περίπου μια φορά ανά μερικές ώρες, και στις ενδιάμεσες στάσεις ο κόσμος έρχεται, κάθεται χωρίς να ρωτήσει στο κρεβάτι σου, αδύνατον να τους διώξεις – φεύγει ο ένας, και αμέσως η ελεύθερη σου θέση προσελκύει κάποιον άλλο, που περνάει συνέχεια από το διάδρομο. Ο μοναδικός τρόπος να καλύψεις τελείως τη θέση σου είναι να ξαπλώσεις, έτσι μόνο ένα άτομο μπορεί να καθίσει στα πόδια σου. Μάλλον, μπορεί να συνηθίσει κανείς σε αυτό… όμως, όχι τώρα, τώρα εγώ μαθαίνω (έχω γίνει ξεφτέρι !) από τον εισπράκτορα, που περνάει, ότι στο τρένο υπάρχουν και μυστήρια βαγόνια τάξεως «Ει Σι» τριών τύπων – εκεί, και καλά είναι απόλυτη χλιδή και άνεση, παίρνω το σακίδιο μου, τον ακολουθώ σε όλο το τρένο, АС-2 – ναι… αυτό – ναι, οι ξεχωριστές, μισογεμάτες κιόλας καμπινές με κουρτίνες, δροσερά – δουλεύει ο κλιματισμός (ζήτω η ελευθερία από την αποπνικτική ινδική ζέστη!), ο συνοδός με πηλήκιο, καθαρά σεντόνια, ο διάδρομος είναι κλειστός για αλλά βαγόνια… ναι, θα μείνω εδώ. Δεν είναι φθηνά – σαράντα δολάρια, για αυτό και ο κόσμος είναι λίγος – στην Ινδία ελάχιστοι μπορούν να επιτρέψουν στους εαυτούς τους να πληρώσουν τέτοια χρήματα για μεταφορά, και είμαι τελείως μόνη μου στη δική μου καμπίνα, στις διπλανές βλέπω μερικούς ξένους τουρίστες, τους Ινδούς με βαρυσήμαντη εμφάνιση – τώρα θέλω να κοιμηθώ, παραγγέλνω το φαγητό και ξαπλώνω – τώρα σίγουρα θα φτάσω στο Βαρανάσι.
Σκοτεινιάζει… χτυπήματα από τις ρόδες, δροσιά, ησυχία… βούτηξα για λίγες ώρες στη λήθη και γυρίζω πίσω στη ζωή. Α, φέρανε το φαγητό? Πολύ ωραία – είμαι διαβολικά πεινασμένη. Δεν πιστεύω στα μάτια μου! Εγώ παρήγγειλα την ομελέτα και κάτι με κοτόπουλο, και μου έφεραν έξι ολόκληρα πιάτα! Με το κοτόπουλο φέρνουν ακόμα τέσσερα πιατάκια – με ρύζι και διάφορα μείγματα από βρασμένα λαχανικά. Αντί για ψωμί τσαπαλι – νόστιμο! Μόνο που ξέχασαν να μου φέρουν το πιρούνι… ει, το πιρούνι πού είναι ? Τι?? Τι εννοείτε «δεν υπάρχουν πιρούνια»? Δώσε το κουτάλι τότε… ούτε και τα κουταλιά έχετε?? ανοίγω την κουρτίνα στη διπλανή καμπίνα – εκεί κάποιος μασάει ήδη δυνατά, σε εκείνον έφτασαν τα κουταλιά, δηλαδή, και για μένα όχι? Ο!… το αναφώνημα ξέφυγε από το στήθος μου, και μπροστά μου έχω τα ευγενικά-χαμογελαστά βλέμματα – δίπλα μου ταξιδεύει μια ευκατάστατη ινδική οικογένεια, κάθονται στους καναπέδες με τα πόδια σταυρωμένα τούρκικα, μπροστά από τον καθένα είναι ο δίσκος – εκεί είναι το ρύζι με τα λαχανικά, και τα δυο χέρια είναι μέσα στο φαΐ. Το ανακατεύουν, ρίχνουν με τα χέρια τη σάλτσα, ανακατεύουν ξανά, ωσότου το ρύζι δεν γίνει αρκετά εύπλαστο, φτιάχνουν τους βόλους και τους σπρώχνουν στο στόμα τους, όχιιιι… εγώ δεν μπορώ έτσι… αχ, Ινδία-μάνα… Σε κάποιο ψυχοπαθητικό μυθιστόρημα για την Ινδία διάβασα μια τέτοια φράση: «Η Ινδία-μάνα με πήρε όλη!», και τώρα η φράση αυτή γυρνάει στο κεφάλι μου με διάφορους τρόπους με φόντο τα χτυπήματα από τις ρόδες, ωσότου, πασαλειμμένη ως τους αγκώνες μου, εγώ ξεμπερδεύω με τον σορό από φαγώσιμη βιομάζα… Ινδία – τη μάνα σου… Στην μάνας σου Ινδία … μάνα σου η Ινδία… τσίκεν, τη μάνα σου, που είναι η Ινδία … τέλος, χόρτασα… ουφ… τα έχωσα όλα μέσα μου…
Όταν είχα μόλις μπει στο βαγόνι, παρατήρησα, ότι είναι κάπως ασυνήθιστα κοντό, και τώρα, έχοντας συνέρθει από τη ζέστη, με τη κοιλιά μου γεμάτη και με αναμμένη φλόγα μέσα στο στόμα μου από την απερίγραπτα πικάντικη ομελέτα με ρύζι και σάλτσα, πήγα να εξερευνήσω τους κοντινούς χώρους. Παρεμπιπτόντως, η τουαλέτα εδώ είναι σε πάρα πολύ καλή κατάσταση… τίποτα παρόμοιο με τις τουαλέτες στα δικά μας τρένα… να δω, τι υπάρχει από την άλλη… αχά… το βαγόνι μου φάνηκε κοντό, επειδή στο κέντρο ο διάδρομος έχει μια στροφή, τι είναι εκεί… για δες… οι καμπινές «Ει Σι-1» … αυτό είναι… μπράβο στους Ινδούς, μια αληθινή σουίτα, καναπές, μεγάλος χώρος – για ένα η για δυο άτομα, με διαφορετική διακόσμηση – όπως στο πολυτελές ξενοδοχείο. Άδειες. Μάλλον θα είναι ακριβή αυτή η απόλαυση. Στην επόμενη καμπίνα ταξιδεύει κάποιος! Όντως…
Στον καναπέ καθόταν ένας άνθρωπος ακαθόριστης εθνικότητας, με πάρα πολύ ξεχωριστή εμφάνιση, όμως- τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν αρκετά ιδιαίτερα, αλλά κατά έναν περίεργο τρόπο πάρα πολύ όμορφα, σαν να τον τύλιγε ένα άρωμα της ελκυστικότητας. Εκείνος γύρισε το κεφάλι και με κοίταξε. Το βλέμμα του είναι πολύ ενδιαφέρον… καταλάβαινα, ότι δεν είναι ευγενικό να χαζεύω έτσι έναν άνθρωπο, μα δεν μπορούσα να κάνω τίποτα με τον εαυτό μου, και ένοιωσα κάπως ανεγκέφαλα χαρούμενη, και περίεργη ταυτόχρονα. Το γεγονός, ότι στο πρόσωπο του δεν φαινόταν ένταση, επιθετικότητα η δυσαρέσκεια δεν με εξέπληττε πλέον, πρόλαβα ήδη να συνηθίσω λιγάκι σε αυτήν την ιδιότητα των Ινδών, αν και στην αρχή αυτό με είχε σοκάρει – η απόλυτη επιφανειακή απουσία της επιθετικότητας σε όλες τις μορφές της. Ακριβώς, «επιφανειακή». Όταν ζεις για πολύ καιρό δίπλα σε μια κουλτούρα, πρώτον, ξεχνάς, η δεν έχεις καν ιδέα, ότι κάπου αλλού ο κόσμος ζει τελείως διαφορετικά, και δεύτερων, συνηθίζεις τόσο πολύ σε αυτά, που βλέπεις, ότι ουσιαστικά δεν βλέπεις και τίποτα πια. Θυμάμαι, πως φτάνοντας στο σπίτι μετά από το ταξίδι των δυο εβδομάδων στο Έλμπρους, βρέθηκα σε έναν καταπληκτικό κόσμο – εδώ κάθεται ο άνθρωπος στο μετρό και διαβάζει την εφημερίδα του… απίστευτο! Αν είναι δυνατόν – πώς μπορείς να γεμίζεις την εσωτερική σου ησυχία με την ανάγνωση της πολιτικής και της κοσμικής πληροφορίας?? Πώς αυτοί μιλάνε, τι κάνουν… τα πάντα φαίνονται τόσο ασυνήθιστα. Όταν κάνεις μια ανάβαση, λεπτό προς λεπτό περνάει στην εργασία, ώρα με την ώρα δουλεύεις σκληρά, το κάθε σου βήμα μπορεί να είναι και το τελευταίο, η κάθε βλακεία πετάγεται έξω από το κεφάλι σου, και μένει μόνο ο, τι μπορεί να μείνει, όταν φεύγουν όλα τα άλλα – κάτι, που δεν μπορεί να πεταχτεί, που σε γεμίζει από μέσα με διάφανη φρεσκάδα, παγώνει, σαν μια ανέμελη μάζα. Και όσο εσύ πηγαίνεις στο σπίτι σου – αεροδρόμιο, μετρό, λεωφορείο, οδός – δεν σταματάς να εκπλήσσεσαι με αυτά, που συμβαίνουν γύρω σου. Συνέχεια αναρωτιέσαι για το ίδιο πράγμα: «Τι κάνουν?». Όμως, περνάει μια εβδομάδα, και άλλη, και δεν υπάρχει πια αυτή η έκπληξη, συνηθίζεις και δεν αντιδράς πια τόσο έντονα σε αυτούς τους παράξενους τρόπους ζωής, τους οποίους επιλέγουν οι άνθρωποι γύρω σου. Όταν πρωτοήρθα εδώ, στην Ινδία, είδα πάρα πολύ ξεκάθαρα τη διαφορά ανάμεσα στους Ρώσους και σε όλους τους άλλους – και Ινδούς, και άλλους ξένους ταξιδιώτες. Τον Ρώσο μπορείς να τον διακρίνεις παντού από επιθετική, εκνευριστική συμπεριφορά. Μπορείς να το αντιμετωπίσεις, όπως θέλεις, μα η αλήθεια δεν παύει να είναι αυτή, και φαίνεται πιο πολύ, όταν όλες οι εθνικότητες έχουν αναμειχθεί σε έναν βαβυλώνιο σορό. Απ ότι φαίνεται, πάρα πολύ λίγοι λαοί μπορούν να συναγωνιστούν με τους Ρώσους στην πληρότητα με τα αρνητικά συναισθήματα της χειρότερης μορφής – αδιαλλαξία, επιθετικότητα, δυσαρέσκεια, οργή, μίσος, σε απίστευτα υψηλή αναλογία, που ανταλλάσσονται με τα αντίθετα – λύπηση για τον εαυτό τους, που φτάνει στην παραφροσύνη, – έτσι άρχισα να βλέπω εγώ τη ζωή ενός Ρώσου στο φόντο των άλλων εθνικοτήτων. Αδύνατον να το περιγράψεις, πρέπει να το ζήσεις αυτό, βρισκόμενος σε ένα άλλο περιβάλλον, και στην Ινδία αυτό εκδηλώνεται ιδιαίτερα δυνατά. Όταν βλέπεις έναν Ρώσο τουρίστα ανάμεσα στους άλλους, εμφανίζεται η αίσθηση της παρουσίας μιας εκρηκτικής φλεγμονής στον δρόμο. Ίσως να είναι η αληθινή μας τραγωδία. Πραγματική. Διότι οποιαδήποτε πρωτοβουλία μπορεί να τιμωρηθεί, οποιαδήποτε σκέψη θα υποστεί κατάκριση, θα καταδικαστεί, η οποιαδήποτε πράξη θα γιουχαριστεί πρώτα από όλα. Στη Ρωσία πρέπει να είσαι ένας σκληρός, πεπειραμένος πολεμιστής, και σε αυτή την ατμόσφαιρα είναι πολύ δύσκολο να μεγαλώνουν άνθρωποι με ταλέντο, καλλιτέχνιδες, απλώς να ζήσεις ως αξιόλογος άνθρωπος. Και εγώ καταλαβαίνω τώρα, ότι η ίδια «προσαρμόστηκα» με επιτυχία σε αυτό το περιβάλλον, απλούστατα έγινα και εγώ σε πολλά μια τέτοια. Θυμάμαι πάρα πολύ καλά, πόσο υπέφερε μια φίλη μου από τους ξυλοδαρμούς του άντρα της, τον μισούσε, τον λυπόταν, αλλά με τίποτα δεν ήθελε ούτε να σκεφτεί να τον αφήσει – μου φαίνεται, πως όταν αυτός δεν βρισκόταν δίπλα της, εκείνη άρχιζε και να βαριέται ακόμα… έχω την εντύπωση, πως όλα αυτά τα πάθη κάνουν τη ζωή μας πιο ενδιαφέρουσα, και το πιο παράξενο – πάρα πολλοί καταλαβαίνουν ξεκάθαρα, ότι είναι βασανισμοί, αλλά να τα απαρνηθούν… – όχι, ποτέ… έτσι και εγώ… έχω καταφέρει εγώ να αρνηθώ έστω ένα, έστω και πιο άχρηστο και δηλητηριώδες αρνητικό συναίσθημα? Για να μιλήσουμε ειλικρινά, ΌΛΗ μου η ζωή είναι φορτωμένη, περασμένη με αυτή την αηδία διάφορων μορφών – λεπτό προς λεπτό, τι να λέμε – δευτερόλεπτο προς δευτερόλεπτο με όλη την έννοια της λέξης είναι ασφυκτικά γεμάτη με αυτά. Η ζήλια, λύπηση, φόβος, οργή, εκνευρισμός, δυσαρέσκεια, θυμός, αγανάκτηση, απορία, προσβολή, κακία, ανησυχία, ανασφάλεια, φθόνος, περιφρόνηση, απέχθεια, ντροπή, καχυποψία, απάθεια, τεμπελιά, θλίψη, απογοήτευση, απληστία, αυτολύπηση, εκδίκηση… ένας βρομερός χυλός, μέσα στον οποίο δεν μπορεί να επιβιώσει τίποτα το ζωντανό… μήπως υπερβάλλω?.. ίσως τα πράγματα να μην είναι τόσο κακά… διότι εμείς έχουμε σταματήσει σχεδόν να θεωρούμαι κακά κάποια ορισμένα αρνητικά συναισθήματα από αυτή τη λίστα. Δηλαδή, αν ο άνθρωπος παραφέρθηκε, έβαλε σε κάποιον τις φωνές, η πέταξε το πιρούνι του – τότε ναι, υπάρχει περίπτωση να παραδεχτεί, ότι η συμπεριφορά του ήταν απαράδεκτη. Αν όμως, ένιωθε έναν μικρό εκνευρισμό, τότε θα πεισμώσει και θα επιμένει μέχρι τέλος, ότι δεν υπήρχε κανένα αρνητικό συναίσθημα, μα και εγώ καμιά φορά κάνω το ίδιο… τι να κάνουμε… ούτε να συζητήσουμε κάτι δεν μπορούμε, επειδή αμέσως θα έρθει η αποξένωση, καχυποψία, και μετά από αυτό το μυαλό δεν μπορεί πια να σκεφτεί ξεκάθαρα… είναι όλα τόσο κακά… ή μου έκαναν τόσο μεγάλη εντύπωση οι ιστορίες του Ντένι? Θυμάμαι, όταν μου έλεγε για τον Λομψάνγκ, πόσο όμορφος ήταν παρά την ηλικία του, αμέσως σκέφτηκα για τους δικούς μας γέρους και γριές στη Ρωσία! Οχ, θεούλη μου… είναι μια τέτοια μιζέρια… η προσωποποίηση της ηλιθιότητας, του μαρασμού, του μίσους, που έφτασαν τον άνθρωπο στο τελευταίο στάδιο της αποσύνθεσης, αμφιβάλλεις, αν υπήρξε ποτέ αυτός ο άνθρωπος … πού είναι σε αυτό το πλάσμα? Να ένα μικρό κοριτσάκι, πηδάει με τη μπάλα του στην αυλή, όμορφο και γεμάτο χάρη, μα σαράντα χρόνια μετά θα γίνει ένα επιβαρημένο με ανίατες αρρώστιες άμορφο, άσχημο, βρομερό κορμί με γυάλινα μάτια, που γκρινιάζει στα εγγόνια του, και σκέφτεται μόνο – που θα βρει άλλο ένα κουτσομπολιό. Και τι εγώ – συγκεκριμένα εγώ,- κάνω, που να μην έκαναν αυτοί οι γέροι, που κάθονται στα παγκάκια έξω από την είσοδο της πολυκατοικίας? Δεν είχα συναντήσει ποτέ πριν έναν άνθρωπο, που να είπε – «ε, ναι, και εγώ θα γίνω ίδιος με αυτόν τον γέρο». Όλοι λένε με μια φωνή – «μα όχι, εγώ θα είμαι τελείως διαφορετικός» …εννοείται, πως ταυτόχρονα καλλιεργούν μέσα τους το ίδιο δηλητήριο, και τελικά γίνονται και αυτοί ακριβός ίδιοι. Μπρρρρ… είναι τρομακτικό να φαντάζομαι τον εαυτό μου μια τέτοια γριά. Πρέπει να κάνω κάτι. ΠΡΈΠΕΙ ΝΑ ΚΆΝΩ ΚΆΤΙ! Αφού ήδη στα τριάντα, στα είκοσι πέντε τους οι άνθρωποι αρχίζουν να γερνάνε μαζικά, να γεμίζουν λίπος, αποκτούν περιούσια, φίλους, συγγενείς, φόβους, έγνοιες, ατελείωτες έγνοιες… αυτό το ανόητο τρέξιμο στο πουθενά, και όλοι μαζί σαπίζουμε και πεθαίνουμε εν ζωή ακόμα. Ανάμεσα στην νιότη και το γήρας περνάνε το πολύ δέκα χρόνια, και ούτε σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα δεν υπάρχει καμία προκοπή, επειδή όλος ο χρόνος του ανθρώπου είναι κλεμμένος με τα καθήκοντα του – πηγαίνει στο παιδικό σταθμό, στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο, στη δουλειά και από τη δουλειά στο σπίτι, στην οικογένεια του… και άντε να πήγαινε παντού, επειδή τον τραβάει εκεί! Όλη τη ζωή μας «θυσιάζουμε» τον εαυτό μας για τις βλακείες των άλλων και τις δικές μας. Δεν θέλω να στεναχωρήσω τη μαμά μου, δεν θέλω να τσαντιστεί η γιαγιά… δεν είναι σωστό κιόλας, και δεν πρέπει… και μετά αναγκάζουμε τα παιδιά μας να θυσιάσουν τους εαυτούς τους, και τα εγγόνια, και έτσι γυρνάει ο φρικιαστικός τροχός της ανθρώπινης μοίρας… Σαμσάρα…
Εδώ και πέντε λεπτά περίπου στέκομαι εδώ και κοιτάζω κατευθείαν αυτόν τον άνθρωπο… και πάλι κατάφερα να αφεθώ και να ξεχάσω για τις ανησυχίες μου, ούτε και εκείνος δε δείχνει κανένα σημάδι δυσαρέσκειας – κάθεται στο καναπέ και κοιτάει μπροστά του, βυθισμένος στις δικές του σκέψεις. Μου αρέσει να τον κοιτάζω…άραγε, αν προσπαθήσω να του μιλήσω, τι θα γίνει? Θα είναι κρίμα, αν όλα αυτά, τα οποία εγώ τώρα είχα φανταστεί, θα εξαφανιστούν, μόλις αυτός ανοίξει το στόμα του, η αύρα της μυστηριώδης ελκυστικότητας θα χαθεί, και μπροστά μου θα εμφανιστεί ένας κοινός πλούσιος Ινδός, η χαζός τουρίστας.
– Εσύ δεν μοιάζεις με Ινδό.
Εκείνος γύρισε το κεφάλι προς το μέρος μου. Όχι, καλύτερα να μην ανοίξει το στόμα του, μα τον θεό, ένα τέτοιο βαθύ βλέμμα – ας ονειρευτώ ακόμα λίγο. Έστρωσα ένα ψεύτικο χαμόγελο και σκόπευα να βγάλω το συνηθισμένο γλυκανάλατο «μπάι-μπάι» από μέσα μου.
– Εγώ δεν είμαι Ινδός.
Ωραία… η φωνή του δεν με απογοήτευσε. Απ ότι φαίνεται, αυτός δεν σκοπεύει να φτερνίζεται, να ρεύεται, να ξύνεται στα τέτοια του κιόλας…
– Από που είσαι τότε (για δες, κάτι ηλίθιες ερωτήσεις που κάνω… και η ίδια εκνευρίζομαι, όταν ο κάθε τυχαίος αρχίζει πρώτα από όλα να φωνάζει «Hello», και μετά «Where are you from») Αν κρίνω καλά από τα αγγλικά σου, πρέπει να είσαι από Αυστραλία η από τη Νέα Ζηλανδία?
– Είμαι πεπεισμένος κοσμοπολίτης.
Εντάξει… η λέξη «κοσμοπολίτης» ήδη μας λέει κάτι – τέτοιες λέξεις δεν βρίσκονται έτσι απλά, και ο πρώτος τυχόν δεν τις έχει στη τσέπη του… ας προσπαθήσουμε χωρίς υπεκφυγές…
– Μου αρέσει η ατμόσφαιρα, που σε περιβάλλει, αν θα είχα ποιητική διάθεση, θα έλεγα, ότι λάμπεις με κάτι δυνατό και μαλακό. Τι σκέφτεσαι?
Με μια κίνηση του χεριού του εκείνος με προσκάλεσε να καθίσω στον καναπέ απέναντι. Όσο εγώ βολευόμουν, παρατήρησα τα χέρια του – δεν ήταν περιποιημένα, όμως, όχι και ατσούμπαλα, ευχάριστα στην όψη. Η κίνηση του είχε χάρη, δεν ήταν επιτηδευμένη, ωστόσο. Ο άνθρωπος δεν μου χαμογελούσε, αλλά δεν ήταν και σοβαρός – γενικώς θα μπορούσα να πω, ότι το πρόσωπο του δεν εξέφραζε τίποτα το συγκεκριμένο, παρά το αυτό έκανε μια ορισμένη αίσθηση σαν κάτι χαμογελαστό, φωτεινό… σαν το χαμόγελο της Κιάρα… Μου κάνει εντύπωση, ότι το πρόσωπο του λες και έχει μια ιδιαίτερη δομή, ακόμα και χωρίς οφθαλμοφανή μιμική δηλώνει μια συγκεκριμένη διάθεση ή κατάσταση.
Και του τα είπα όλα αυτά. Μου φαίνεται, ότι με κοιτάει με ενδιαφέρον… ή κάνω λάθος? Και πάλι, ένα τέτοιο πρόσωπο… σαν να δείχνει ενδιαφέρον συνέχεια, μάλλον όχι για κάτι συγκεκριμένο, αλλά γενικώς, σαν να περιμένει κάτι, ναι, αυτό ταιριάζει πιο καλά – δηλώνει την προσμονή.
– Για ποιο πράγμα σκέφτεσαι? Πώς σε λένε? Εγώ είμαι η Μάγια.
– Τώρα δεν σκέφτομαι για τίποτα.
– Και τι κάνεις τότε?
– Τι εννοείς, όταν λες «κάνεις», μάλλον – τις ίδιες τις σκέψεις?:)
– …Ναι… πιθανόν, ναι.
– Ο συνηθισμένος άνθρωπος σκέφτεται συνέχεια, αδιάκοπα. Σαν να περπατάει για πολλή ώρα, και μετά κάθεται σε μια καρεκλά, μα τα πόδια του συνεχίζουν τη κίνηση από μόνα τους πια, ασταμάτητα. Όταν εγώ κάθομαι στον καναπέ, τα πόδια μου σταματούν να κινούνται.
– Δηλαδή, εσύ σταματάς τον εσωτερικό σου διάλογο? Εγώ προσπάθησα να το κάνω μερικές φορές, ωστόσο δεν κατάφερα να μην σκέφτομαι τίποτα ούτε για ένα λεπτό. Τι να λέμε για αρκετά λεπτά… – Γέλασα, για να ρίξω την αδύναμη ένταση. Δίπλα του δεν θέλω καθόλου να αισθάνομαι ένταση. – Είχα διαβάσει πολλά για το ότι εάν σταματήσεις τον εσωτερικό διάλογο, αρχίζει να συμβαίνει κάτι πολύ ξεχωριστό… έχεις ακούσει ένα τέτοιο όνομα – «Καστανέδα»?
Αυτός έγνεψε καταφατικά.
Καλά, άρα – είναι δικός μας άνθρωπος. Έεετσι…
– Τι γίνεται με σένα, όταν σταματάς τον εσωτερικό διάλογο?
– Αυτό δεν είναι τόσο απλό ερώτημα, Μάγια. Όταν εσύ μιλάς για τον εσωτερικό διάλογο, τι συγκεκριμένα εννοείς?
– ?? Δηλαδή? Αυτό και εννοώ – τον εσωτερικό διάλογο.
Αυτός κούνησε το κεφάλι του, και κατάλαβα, ότι αυτό το νεύμα σημαίνει κάτι διαφορετικό από την κατάφαση.
– Κρίνοντας από αυτά, που λες, μπορώ να πω με σιγουριά, ότι δεν σου είναι γνωστή η σιωπή του μυαλού, επειδή όταν ο άνθρωπος ξεκινά την εργασία της παύσης της λειτουργίας του αδιάκοπου εσωτερικού διάλογου, ανακαλύπτει , πως δεν υπάρχει κάποιος ενιαίος διάλογος, αλλά μερικά επίπεδα, τελείως διαφορετικά στις ιδιότητες τους, και απαιτούνται διαφορετικές προσπάθειες, για να σταματήσει ο τυφλός μηχανισμός της αναπαραγωγής αυτών των επιπέδων.
Εγώ άκουγα προσεκτικά, χωρίς να πω ούτε λέξη, και εκείνος συνέχισε.
– Το πρώτο επίπεδο – το ονομάζουμε «δυνατός εσωτερικός διάλογος», ή «οι δυνατές σκέψεις». Αυτές είναι προφερόμενες νοητικά, λογικά ολοκληρωμένες φράσεις ή μισά των φράσεων. Από την ολοκλήρωση αυτών εμείς περιμένουμε κάποια αποτελέσματα, και κτίζουμε πάνω σε αυτές κάποια μελλοντικά συμπεράσματα. Εφόσον οι σκέψεις αυτές έχουν αιτία, σκοπό και νόημα, από την μια άποψη είναι τεχνικά εύκολο να τις σταματήσουμε στην αρχή, η στη μέση, και να της παύσουμε με αυτόν τον τρόπο, και από την άλλη υπάρχει μια δυσκολία, η οποία συγκαταλέγεται στο ότι το νόημα αυτών έχει για μας κάποια αξία, και ίσως να είναι «κρίμα» να τη χάσουμε, ακόμα και εάν το νόημα αυτό να είναι μηδαμινό, διότι όσο μηδαμινό και να είναι – είναι τελικά κάποιες εντυπώσεις, και εάν μέχρι τότε εσύ δεν έχεις δουλέψει με την επιθυμία των μηχανικών πνευματικών εντυπώσεων, δεν θα είναι καθόλου απλό για σένα να ξεπερνάς την αίσθηση της απώλειας.
Σταμάτησε, σώπασε, προσεκτικά και ταυτόχρονα ήρεμα με κοιτάει στα μάτια. Τι προσπαθεί να βρει εκεί? Προσπαθεί να καταλάβει – αν εγώ καταλαβαίνω αυτά, που μου λέει. Καταλαβαίνει, ότι το καταλαβαίνω. Και πώς εγώ καταλαβαίνω, ότι αυτός καταλαβαίνει, πως εγώ καταλαβαίνω? Πόσο παράξενη είναι αυτή η αίσθηση μέσα στην κοιλιά μου…
– Υπάρχει άλλη μια πολύ σημαντική λεπτομέρεια. Είναι πολύ δύσκολο να απομακρύνεις το επίπεδο των δυνατών σκέψεων, επειδή για κάποιον, που δεν έχει κάνει προσεκτική εργασία στην απομάκρυνση των αρνητικών συναισθημάτων, επειδή τα αρνητικά συναισθήματα… – σταμάτησε να μιλάει, επειδή είδε στο πρόσωπο μου ολόκληρη καταιγίδα όχι αρνητικών, όμως, άλλων συναισθημάτων.
– ?!?!?!
Θέλω να πω κάτι, μα δεν γίνεται τίποτα, ανοιγοκλείνω το στόμα μου με τα μάτια μου ορθάνοιχτα από το σοκ – δεν το πιστεύω, μιλάμε για την πρακτική του ευθύ δρόμου?
– Τι? – μάλλον, κατάφερα να τον καταπλήξω με την πλούσια μιμική μου.
– Γνωρίζεις τον Τάι? – σιωπήσαμε και οι δυο, και αυτή η ερώτηση άνοιξε τον δρόμο για την μετέπειτα συζήτηση.
Αυτός έγειρε πίσω στον καναπέ και με κοίταξε πολύ πιο σοβαρά τώρα. Εάν νωρίτερα ο άνθρωπος αυτός έμοιαζε με γάτο, που παρατηρεί μια μύγα, τώρα ήταν ένας γάτος, που είδε μια άλλη γάτα. Η μήπως ένα ποντίκι?
– Είχες πάει στο σπίτι των ονείρων?
– Πού?
– Κατάλαβα.
– Τι κατάλαβες? Σε παρακαλώ, πες μου, τι κατάλαβες, επειδή εγώ η ίδια δεν καταλαβαίνω απολύτως τίποτα, – λέω εγώ και νιώθω, ότι τα λόγια μου δεν είναι σωστά, δεν έχουν ζωή μέσα τους, όμως, δεν ξέρω – γιατί.
Με παρατηρεί πολύ προσεκτικά, όμως δεν κοιτάει πάνω μου, αλλά κάπου μέσα μου, – μου φάνηκε, ότι το βλέμμα του κυριολεκτικά μπαίνει μέσα στην ψυχή μου, όμως, αυτό με ζέσταινε και ξαφνικά θέλησα να τον αγκαλιάσω σφιχτά, σαν παιδί, δυνατά, τρυφερά, θέλησα τόσο πολύ, ότι τρόμαξα ακόμα από αυτή την απρόσμενη παρόρμηση.
– Βλέπω, ότι σίγουρα δεν έχεις ασχοληθεί με καμία πρακτική…
– Ναι, δεν είχα, άκουσα πολλά για αυτήν, όμως, δεν είχα τις λεπτομερείς οδηγίες, για αυτό εγώ…
– Εάν εσύ ξέρεις για την συγκεκριμένη πρακτική, τότε ήδη γνωρίζεις σχεδόν τα πάντα απαραίτητα, για να αρχίζεις να ασχολείσαι με αυτή – αυτός είναι και ο λόγος, που ονομάστηκε έτσι, οι λεπτομέρειες φαίνονται στην διαδικασία, έτσι η αναφορά σου για την άγνοια περί των οδηγιών – είναι μια απλή δικαιολογία, στην ουσία, άρνηση από την πρακτική.
Και δεν είχα τίποτα να του απαντήσω σε αυτό – δεν είχα μια ορισμένη κατανόηση για αυτά, που μου έλεγε, όμως, δεν ήθελα να του φέρνω αντιρρήσεις, ήθελα να τον αφήσω να μιλήσει – ίσως θα μπορέσω να μάθω κάτι σημαντικό από αυτόν? Όμως, ο συνομιλητής μου σταμάτησε να μιλάει. Καθόμασταν έτσι για περίπου πέντε λεπτά ακόμα, και αν εγώ ταλαντευόμουν ανάμεσα στην επιθυμία να του κάνω κάποια ερώτηση για τον Τάι άλλη μια φορά, ή να μην μιλήσω για λίγο ακόμα, εκείνος, προφανώς, ένοιωσε απολύτως άνετα, και ήταν γεμάτος με μια ξεχωριστή πληρότητα, στην οποία δεν υπάρχει θέση για φασαρία και ανησυχία. Ακριβώς! Η ίδια μάζα της γνήσιας, δροσερής ηρεμίας, η οποία με έπιανε στην κορυφή του Έλμπρους. Αναγνώρισα αυτή την αίσθηση, θα την αναγνώριζα ανάμεσα στις χιλιάδες άλλες.
Το τόλμησα.
– Ξέρεις τον Τάι? Μπορείς να μου πεις για αυτόν? Ποιος είναι? Γιατί ονομάζεις εκείνο το μέρος σπίτι των ονείρων, τι σημαίνει αυτό?
– Νομίζω, ότι σου έχει πει τα πάντα, που ήθελε – και για τον εαυτό του, και για εκείνο το μέρος.
– Μα ακόμα δεν καταλαβαίνω τίποτα! – ή με την απελπισία, ή με προσδοκία φώναξα εγώ.
– Αυτό δεν με αφορά, – η φράση αυτή είχε σκληρό νόημα, παρόλα αυτά, δεν θύμωσα καθόλου.
Εκείνος έδειχνε να είχε χάσει κάθε ενδιαφέρον για μένα, και σκέφτηκα αμέσως, ότι αυτό συμβαίνει από τις φωνές μου και απαιτήσεις να μου δώσει μια απάντηση, ακόμα και μετά από την ξεκάθαρη δήλωση του, ότι δεν θα απαντάει στις ερωτήσεις για τον Τάι.
Αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να φύγω, φυσικά. Που να φύγω… Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Στην αρχή η συνάντηση με τον Ντένι – απλή γνωριμία, η οποία αναπτύχθηκε ξαφνικά σε ένα τελείως διαφορετικό επίπεδο… Ο σάντχου στην κοιλάδα Κούλου – όνειρο? Διότι αυτός μου υπέδειξε το Ρισικες, όπου εγώ συνάντησα τον Τάι… Και τώρα άλλη μια συνάντηση. Αυτό μοιάζει να μην κάνει καμία έκπληξη στον συνταξιδιώτη μου – όταν του ανέφερα το όνομα του Τάι, σαν να κατάλαβε τα πάντα – και για ποιον λόγο εγώ βρέθηκα στην καμπίνα του επίσης. Ίσως να είναι σχεδιασμένα επίτηδες όλα αυτά?
Στο κεφάλι μου άρχισαν να τρέχουν οι εικόνες των συνωμοτών, που κάνουν σχέδια, πως να με παγιδεύσουν, παρακολούθηση των λεωφορείων, αριθμοί των βαγονιών… Όχι, αυτοί δεν μπορούσαν να ξέρουν τίποτα για τα σχέδια μου… Μα και τι σημασία έχει – επίτηδες, ξε-επίτηδες, από αυτό εξαρτάται η ζωή μου, και αυτή δεν είναι απλώς μια ηχηρή λέξη. Δεν πρέπει να χάσω δευτερόλεπτο, πιάνομαι από την κουβέντα, την οποία εκείνος άρχισε.
– Εσύ μου έλεγες για τον εσωτερικό διάλογο, ποια άλλα επίπεδα υπάρχουν σε αυτόν?
– Υπάρχει ακόμα ένα επίπεδο των δυνατών τυφλών σκέψεων – συνέχισε αυτός σαν να μην έγινε τίποτα – μετά το επίπεδο των επιταχυνόμενων σκέψεων, επίπεδο των σκέψεων-σύμβολων… θα τα ανακαλύψεις αυτά και μόνη σου, εάν αρχίσεις να ασχολείσαι με την πρακτική, δεν έχει νόημα να μιλάμε για αυτά τώρα – δεν έχεις καμία δυνατότητα να σταματήσεις ακόμα και το πιο επιφανειακό επίπεδο των δυνατών σκέψεων, ωσότου δεν πετύχεις την άψογη απομάκρυνση όλων των εμφανιζόμενων αρνητικών συναισθημάτων. Το μόνο που θα κάνουν όλες αυτές οι συζητήσεις είναι να δώσουν τη νέα τροφή στον εσωτερικό σου διάλογο.
– Πώς να τον σταματήσω?
– Θα μπορέσεις να το κάνεις μόνο, όταν η επιθυμία αυτή θα είναι η πιο δυνατή απ` όλες. Αλλιώς δεν θα γίνει τίποτα. Τώρα είναι ανόητο να μιλήσουμε πιο προσεκτικά για αυτό – όσο εσύ βιώνεις τα αρνητικά συναισθήματα, δεν θα καταφέρεις να κάνεις τίποτα.
Κατάλαβα, ότι δεν πρέπει να επιμείνω για συνέχεια. Στον τόνο της φωνής του με έναν καταπληκτικό τρόπο συνδυάζονται η απαλότητα, ακόμα και τρυφερότητα, και η σκληρή σιγουριά, κάτι ακλόνητο, έτσι δεν έχω πια την επιθυμία να πηγαίνω κόντρα στην απόφαση του.
– Όταν ήμουν με τον Τάι, δεν είχα τα αρνητικά συναισθήματα… Είχα κάτι… Τώρα δεν μπορώ να πω τίποτα για αυτό, δεν μπορώ να το θυμηθώ. Τι βιώνεις εσύ?
– Θα σου πω μερικά λόγια για αυτό, επειδή διαπίστωσα, πως υπάρχει μέσα σου κάτι, που ανταποκρίνεται. Υπάρχει κάποιο πλάσμα εκεί, στο οποίο θα μπορούσαν να απευθυνθώ. Είδα μέσα σου όχι μόνο δυο αφτιά, όχι μόνο την απλή περιέργεια, όχι μόνο τον επιφανειακό αφρό – και εσύ πρέπει να ένοιωσες το Κάτι μέσα σου να απαντάει στο δικό μου Κάτι…
– !! Ναι, μα είναι καταπληκτικό, ότι εσύ το ξέρεις, νόμιζα, ότι είναι μόνο ΔΙΚΉ ΜΟΥ συναίσθηση, από που θα μπορούσες να το μάθεις αυτό – και εσύ διαβάζεις τις σκέψεις?
– Αυτές δεν είναι οι σκέψεις, είναι οι συναισθήσεις, και δεν ανήκουν σε κανέναν, δεν προέρχονται από κανέναν, δεν συγκαταλέγονται πουθενά και δεν στοχεύουν σε τίποτα. – Αυτός τόνισε ιδιαίτερα τη λέξη «συναισθήσεις». – Αυτές δεν έχουν κανένα ανάλογο στον κόσμο των σκέψεων και των συναισθημάτων – είναι κάτι το απολύτως διαφορετικό, κοίταξε – το νιώθεις? – κάτι τελείως αλλιώτικο.
Και με βύθισε ξανά στην άβυσσο του βλέμματος του, και πάλι κατευθείαν από το βάθος του είναι μου υψώθηκε ένα κύμα της διαπεραστικής τρυφερότητας, κάλυψε τα πάντα, και πράγματι, δεν προοριζόταν σε κανέναν συγκεκριμένα, παρόλο που αγκάλιαζε τον οποιονδήποτε, για τον οποίο μπορούσα να σκεφτώ, και όντως, μου φάνηκε παράλογη η σκέψη, ότι «εγώ την αισθάνομαι» – η τρυφερότητα δεν ερχόταν από πουθενά, από κανένα «εγώ», ούτε και από κάποιο άλλο μέρος.
– Πώς το κάνεις αυτό?
– Είμαι ο ειδικός. Είμαι ο φορέας αυτής της συναίσθησης, και ειδικός σε αυτήν.
– Και τι σημαίνει αυτό?
Πέρασε ο συνοδός, έριξε μια ματιά. Για κάποιο λόγο ένιωθα αμήχανα – και αν αυτός σκεφτεί κάτι… να πάρει, τι με νοιάζει εμένα, τι εκείνος θα σκεφτεί… η ανησυχία αυτή, σαν μια λεπτή γλώσσα έγλειψε την μαγεία αυτού, που μόλις βίωσα, και ένοιωσα εκνευρισμένη με τον εαυτό μου, και για τον συνομιλητή μου, και για τον συνοδό, δεν ξέρω γιατί, και δεν βρήκα τίποτε καλύτερο να κάνω, παρά να τον ρωτήσω – πόσο πιο ακριβά κοστίζει το ταξίδι στο АС-1, σε σύγκριση με το АС-2. Περίμενα, ότι ο συνοδός θα πει γρήγορα κάποιον αριθμό και θα φύγει, μα έκανα λάθος. Ο συνοδός στρογγυλοκάθισε στο καναπέ, αργά, με κοσμική αξιοπρέπεια έβγαλε ένα βιβλιαράκι, γεμάτο αριθμούς, ένα στυλό και άρχισε να αντιγράφει κάποια ψηφία από αυτό, να τα υπολογίζει και να κάνει κάποιες άλλες χειραγωγίες.
– Περίπου!! – απελπισμένα εκφώνησα εγώ, όμως, εκείνος δεν έδωσε καμία σημασία! Δυο λεπτά αργότερα η τελετή είχε τελειώσει, και στο φως του κύριου φάνηκε η άξια της επιπλέον χρέωσης με την απόλυτη ακρίβεια. Ήταν όντως ακριβή – γύρω στα 80 δολάρια, και εγώ σίγουρα δεν είχα σκοπό να πληρώσω τόσα για αυτή την περιττή άνεση. Με έξυπνο ύφος εγώ ευχαρίστησα τον συνοδό, και αυτός έφυγε επιτέλους.
– Τι σημαίνει «ειδικός»?
Παρατήρησα, ότι ο συνομιλητής μου δεν έδειξε ούτε ένα σημάδι δυσαρέσκειας για το ότι εγώ φέρθηκα τόσο ανόητα με τον συνοδό. Κάθε φορά, όταν η ομιλία του σταματούσε, εκείνος παρέμενε ίδιος, όπως και πριν – ήρεμος, γεμάτος με την εσωτερική ενέργεια, ακτινοβολούσε με σταθερή τρυφερότητα, και όταν άρχιζε να μιλάει ξανά, ακουγόταν, σαν να μην είχε σταματήσει ποτέ. Κάποια εκπληκτική ανεξαρτησία από τις συνθήκες.
– Εν συντομία, η πρακτική του ευθύ δρόμου – είναι η ανταλλαγή των ανεπιθύμητων αντιλήψεων με τις επιθυμητές. Δηλαδή, εάν αυτή τη στιγμή εσύ δεν θέλεις να αισθάνεσαι κούραση, και ας πούμε, θέλεις να νιώσεις την άνευ όρων συμπάθεια, τότε κάνεις μια προσπάθεια, και «μπαίνεις» στην κατάσταση, που επιθυμείς, σαν να θυμάσαι τον εαυτό σου μέσα σε αυτό εδώ και τώρα, εάν είχες ήδη την εμπειρία της συναίσθησης της.
– Ανταλλαγή των ανεπιθύμητων με τις επιθυμητές… μα περίμενε, αν τα πράγματα έχουν έτσι, βγαίνει, ότι είμαι καταδικασμένη να γυρίζω αιώνια στον ίδιο κύκλο? Τι θα γίνει, όταν εγώ θα βιώνω μόνο τις επιθυμητές αντιλήψεις? Τέλος? Η θα συνεχίζω να ανακατεύω μια το ένα, μια το άλλο? Και που υπάρχει σε όλο αυτό μέρος για κάτι το νέο, κάτι άγνωστο? Απ` όσο καταλαβαίνω, η κάθε πρακτική – είναι η κίνηση σε κάτι το καινούριο, όχι?
– Σωστά, η πρακτική του ευθύ δρόμου είναι η κίνηση προς κάτι νέο. Και ταυτόχρονα είναι η πρακτική της κίνησης από κάτι γνωστό προς κάτι γνωστό.
– ?.. Αλλά…
– Από γνωστό σε γνωστό, Μάγια. Δεν μπορείς να επιθυμήσεις κάτι, για το οποίο δεν ξέρεις τίποτα. Μπορείς να θελήσεις μόνο κάτι, που έχεις ζήσει κάποτε, και συγκεκριμένα μια τέτοια μέθοδος δίνει σε αυτή την πρακτική την απίστευτη αποτελεσματικότητα της.
– Και τι γίνεται, όταν…
– Μην βιάζεσαι με τα συμπεράσματα. Ας πούμε, εσύ ανταλλάζεις την αντίληψη της «δυσαρέσκειας» με την «άνευ όρων συμπάθεια», και κατά τη διαδικασία της εξάσκησης αυτής της ανταλλαγής κάποια στιγμή παρατηρείς, ότι σαν να άναψε, πετάχτηκε κάτι καινούριο, διαπεραστικό, φρέσκο, κάτι που δεν είχες νιώσει ποτέ πριν. Σε αυτή τη νέα αντίληψη μπορείς για λόγους ευκολίας να δώσεις κάποια ονομασία, η, συγκρίνοντας την με περιγραφές των άλλων ανθρώπων, να κανονίσετε μεταξύ σας για κάποια ενιαία ονομασία, η ουσία όμως, βρίσκεται στο ότι μέσα στην κίνηση από το γνωστό ανεπιθύμητο σε γνωστό επιθυμητό, απρόσμενα, από μόνο του, εμφανίστηκε κάτι το τέλειος νέο, άγνωστο μέχρι στιγμής, και τώρα έγινε γνωστό, μπορείς πλέον να θελήσεις και να επιδιώξεις την αίσθηση του εκ νέου, πιο συχνά, χρησιμοποιώντας τις ίδιες πρακτικές της απευθείας ανταλλαγής των αντιλήψεων, τώρα κινείσαι ξανά από γνωστό σε γνωστό, και πάλι θα έρθει κάτι νέο, και έτσι γίνεται το ταξίδι της συνείδησης.
– Καταπληκτικό…- η εικόνα αυτή εμφανίστηκε τόσο ξεκάθαρα μπροστά στα μάτια μου, ότι μου κόπηκε η αναπνοή. – Σε αυτό, που μου είπες, υπάρχει τέτοια ισχύ, τέτοια απεριόριστη χαρά, δεν καταλαβαίνω – γιατί… μάλλον, επειδή αυτό σημαίνει, πως δεν υπάρχουν κανενός είδος εμπόδια, ούτε και εξωτερικοί όροι, δεν χρειάζεσαι ούτε δάσκαλους, ούτε και τους θεούς, ούτε θεωρίες – ο κόσμος ανοίγεται μέσα στον ίδιο σου τον εαυτό, απλώς επειδή υπάρχεις! Ο… είναι συγκλονιστικό…
Κάθομαι με λιγάκι τρελαμένο ύφος και χαμογελάω χαζά, και αυτός μου χαμογελάει πίσω… πόσο πολύ μου αρέσει όλο αυτό…
– Τι – ένοιωσες την ελευθερία?
– …
– Όταν ξεκινάς την πρακτική της ανταλλαγής των σκοτισμένων αντιλήψεων, εννοώ τα αρνητικά συναισθήματα, μηχανικές επιθυμίες, μηχανικό εσωτερικό διάλογο, και άλλα παρόμοια, λοιπόν, όταν αρχίζεις τα αντικαθιστάς με τις αντιλήψεις φωτισμένες – όπως η λαμπερή συμπάθεια, ήπια χαρά, ανεμελιά και τα λοιπά, τη στιγμή εκείνη μέσα σου ακούσια, για κλάσματα του δευτερόλεπτου εμφανίζονται οι αναλαμπές των Συναισθήσεων, και στον καθένα πρώτα από όλα εμφανίζεται κάτι δικό του, κάποια δική του απόχρωση ενός ορισμένου επιπέδου των Συναισθήσεων. Οι αναλαμπές αυτές είναι πιο πολύ νεύματα για κάποια μελλοντικά επιτεύγματα, παρά το σχέδιο για τις άμεσες εργασίες. Είναι σαν μια ένδειξη για το τι συγκεκριμένα θα είναι χαρακτηριστικό για αυτόν τον άνθρωπο, τι θα του έρθει στο μέλλον πιο απλά, γρήγορα, πλήρες και σταθερά. Όσο θα προχωράει η πρακτική της απομάκρυνσης των σκοτισμένων αντιλήψεων οι αναλαμπές των Συναισθήσεων δυναμώνουν, εμφανίζονται νέα νησάκια των φωτισμένων καταστάσεων ενδιάμεσα, και στο τέλος θα κατέχεις ολοκληρωτικά την τέχνη της δημιουργίας της Συναίσθησης σε αυτό το μέρος. Στο μέλλον θα μπορέσεις να δεις, πως η μια Συναίσθηση προσελκύει την εκδήλωση των άλλων, και παρόλα ταύτα συγκρατεί κάποια δικά της ξεχωριστά χαρακτηριστικά. Σε κάποιον είναι πιο οικείο και πιο… μυστικό το βίωμα της Κολλώδης Ευδαιμονίας, σε κάποιον άλλον – της Λαμπερής Συμπάθειας, σε τρίτο – της Σφαίρας του Κενού, και τότε αυτός ο άνθρωπος μπορεί να γίνει ειδικός σε αυτή την Συναίσθηση, φορέας των ιδιοτήτων της, κάποιου είδος πρωτότυπο, το διαπασών της.
– Τώρα αρχίσω να καταλαβαίνω λίγο, τι συνέβη με μένα εκεί… στο σπίτι των ονείρων… Μπορεί ο άνθρωπος να είναι ειδικός σε μερικές Συναισθήσεις ?
– Φυσικά! Όμως, αν σε αυτό, που είναι το χαρακτηριστικό του, σε κάτι, που εκδηλώνεται ακούσια πρώτα απ` όλα, εκείνος θα επιτύχει σχετικά γρήγορα και εύκολα, τότε σε άλλη συναίσθηση μπορεί να χρειαστεί να καταβάλλει πολύ περισσότερες προσπάθειες, για αυτό πολύ συχνά προσφεύγουμε στην ανταλλαγή, στην αμοιβαία εκπαίδευση. Για παράδειγμα, εγώ μπορώ να «συντονιστώ» στον καθαρό ήχο της γνωστής σε μένα Συναίσθησης και να βοηθήσω έναν άλλο άνθρωπο – όπως έκανα μόλις τώρα, δωρίζοντας τη σε σένα, και εκείνος, με τη σειρά του, μπορεί να με βοηθήσει να αντιληφθώ αυτό, που εκδηλώνεται σε εκείνον. Αυτή είναι η μια από τις λειτουργίες του ειδικού – να μεταδίδει τον συντονισμό του σε άλλους πρακτικούς.
– Λέγοντας λειτουργία, δεν εννοείς κάποιο καθήκον? Αυτή η λέξη είναι κάπως… λειτουργία..:)
– Βέβαια, δεν μιλάμε για κανένα καθήκον. Η λέξη «λειτουργία» όντως μπορεί να μην είναι και καλύτερη, μάλλον, πιο σωστό θα ήταν να πω «το δώρο», «η ευκαιρία». Εννοώ, ότι πολύ συχνά σε έναν φορέα της ορισμένης Συναίσθησης έρχεται η φωτισμένη επιθυμία να μεταδώσει την τέχνη του σε έναν άλλο αναζητητή, ο οποίος έχει την ανάλογη θέληση να μάθει.
– Ποιες άλλες λειτουργίες έχει ο ειδικός?
– Υπάρχουν μερικές, και είναι αρκετά οφθαλμοφανείς. Για παράδειγμα, ο ειδικός ασχολείται με την εξερεύνηση των διάφορων αποχρώσεων της δεδομένης Συναίσθησης, αυτές ανοίγονται ευκολότερα σε αυτόν, και του είναι πιο απλό να συντονισθεί με ακρίβεια σε αυτές τις αποχρώσεις, η καθεμία από αυτές κρύβει μέσα της ένα μυστήριο, πληρότητα ζωής, διότι η συναίσθηση του, πρώτα, είναι αυτοτελές, όπως είναι αυτοτελές η κάθε εκδήλωση της Συναίσθησης, και δεύτερον, η κάθε απόχρωση – είναι δρόμος για άλλες αντιλήψεις, δρόμος σε άλλες διαστάσεις των Συναισθήσεων, και η τέχνη του συντονισμού και πάλι μπορεί να μεταδοθεί στους άλλους πρακτικούς.
Είχα αγαπήσει πια και αυτό το τρένο, και τους Ινδούς, και τις αγελάδες, που με έσπρωχναν στην ουρά, εκείνους τους τρελαμένους άγριους, οι οποίοι με τρόμαξαν τόσο πολύ στο κοινό βαγόνι, αγάπησα αυτούς, που κάθονταν στο κρεβάτι μου μέσα στο σλίπερ, που, τέλος πάντων, με έδιωξαν από εκεί με την επιμονή τους, αγάπησα και την πικάντικη ομελέτα, που με έβγαλε για βόλτες στο διάδρομο. Μου φαινόταν, ότι θα μπορούσα να κάθομαι όλη μου τη ζωή σε αυτή την καμπίνα. Όμως, οι ερωτήσεις ήταν πολύ περισσότερες, από τον χρόνο, και εγώ το καταλάβαινα ξεκάθαρα αυτό.
– Υπάρχει ένας όρος στον βουδισμό – η «μυσταγωγία», και είχα ακούσει, ότι κάποιοι μοναχοί έχουν, σύμφωνα με τα λόγια τους, σορούς από αυτές τις μυσταγωγίες, και εάν ερμηνεύσεις αυτές ως τέχνη του συντονισμού για ορισμένες Συναισθήσεις, όπως μου λες τώρα, τότε, η λέξη «μυσταγωγία» επιτέλους αποκτά κάποιο νόημα, όμως, τελείως συγκεκριμένο, χωρίς κάποιο μυστικισμό…
– Ναι, μάλλον, θα μπορούσαμε να περάσουμε μια τέτοια αναλογία, και ανάμεσα σε αυτούς, που ασχολούνται με την πρακτική του ευθύ δρόμου, βρίσκονται πολλοί βουδιστές, δηλαδή, υπάρχουν πολλοί, που τυπικά ανήκουν σε κάποιες βουδιστικές σχολές.
– Ξέρεις τον Λομψάνγκ?
Αντί για απάντηση μου έριξε ένα τέτοιο βλέμμα, που στην αρχή με έκανε να το βουλώσω, και μόνο λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, λες και συνήλθα από ένα γερο χαστούκι, κατάλαβα, ότι και πάλι ρώτησα κάτι, που για μένα δεν έχει καμία σημασία, κάτι, που προήλθε αποκλειστικά και μόνο από την περιέργεια μου.
– Ποιες άλλες λειτουργίες εκτελούν οι ειδικοί?
– Συλλέγεις τις πληροφορίες, Μάγια?
Απ` ότι φαίνεται, ο συνομιλητής μου δεν σκόπευε πια να πει τίποτε άλλο, και πράγματι – θα έπρεπε να παραδεχτώ, ότι το ενδιαφέρον μου για αυτό το θέμα είναι υπερβολικά αφηρημένο, μιας και η ίδια… τι έχω κάνει εγώ η ίδια σε αυτή την πρακτική? Τίποτα, απολύτως τίποτα…
– Ναι, έχεις δίκιο, άρχισα απλώς να συλλέγω τις εντυπώσεις, αντί να συγκεντρωθώ στην ίδια την πρακτική… πρέπει να ξεκινήσω… συνέχεια μου φαίνεται, ότι δεν έχω αρκετές πληροφορίες, αρκετές οδηγίες, όμως, στην ουσία ποιες οδηγίες χρειάζομαι πια, όταν γνωρίζω κυριολεκτικά τα πάντα! Ξέρω, ότι αυτή τη στιγμή, για παράδειγμα, νιώθω ανησυχία. Ξέρω επίσης, τι είναι η ήρεμη βεβαιότητα – την είχα νιώσει πολλές φορές. Γνωρίζω πολύ καλά, ότι το πρώτο είναι ανεπιθύμητο για μένα – δηλαδή, δεν θέλω να το αισθάνομαι. Γνωρίζω, ότι το δεύτερο είναι για μένα επιθυμητό – εγώ θέλω να το νιώσω… τότε, τι άλλο χρειάζομαι πια? Γιατί τρέχω από τον εαυτό μου με διάφορες δικαιολογίες?
– Επειδή δεν έχεις ακόμα τη συνήθεια να καταβάλλεις τις προσπάθειες. Άρχισε να εκτελείς τις προσπάθειες της ανταλλαγής των αντιλήψεων, και θα αρχίσει η στερέωση αυτής της συνήθειας μέσα σου, μπορείς να το κάνεις αμέσως τώρα – εννοώ, ότι πάντοτε μπορείς να το κάνεις «εδώ και τώρα», και για αυτό δεν χρειάζονται κάποιες συνθήκες, οποιεσδήποτε συνθήκες είναι καλές, για αυτό είναι τόσο αποτελεσματική η πρακτική του ευθύ δρόμου, μπορείς να την ασκείς συνέχεια, παντού, και πάντα.
– Θα προσπαθήσω… οπωσδήποτε θα προσπαθήσω.
Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκα την κουβέντα μου με τον δάσκαλο της γιόγκα στο Ρισικες. Θα είχε ενδιαφέρον να κάνω τις ίδιες ερωτήσεις και σ` αυτόν. Πώς θα αντιδράσει, ακούγοντας τις? Δεν ήθελα τόσο πολύ να τον δοκιμάσω, οσο να δω, να απορροφήσω την διαφορά ανάμεσα στην ειλικρίνεια και το ψέμα.
– Εσύ νιώθεις κάποτε την ευδαιμονία? Η το κενό?
Το βλέμμα του δεν υποχώρησε ούτε για μια στιγμή, δεν προσπάθησε να ξεφύγει κάπου πάνω η δεξιά, εκείνος σκέφτηκε για λίγα δευτερόλεπτα, ωστόσο, δεν υπήρξε κανένα σημάδι της σπασμωδικής αναζήτησης της «σωστής» απάντησης.
– Ναι, βιώνω αυτές τις συναισθήσεις.
– Τι, αυτή τη στιγμή?
Και άλλη μια παύση για λίγα δευτερόλεπτα.
– Ναι, αυτή τη στιγμή.
– Και για πιο πράγμα σκέφτεσαι, όταν σε ρωτάω, διότι εάν το βιώνεις αμέσως τώρα, τότε μπορείς και να απαντήσεις τώρα, μιας και δεν θα σκέφτεσαι, αν σε ρωτήσω – έχεις ένα χέρι ? Θα έχεις έτοιμη την απάντηση σε αυτό.
Αποφάσισα μέχρι τέλος να κρατηθώ στη στάση του ειλικρινή ερευνητή, παρόλο που έπιασα τον εαυτό μου με τον φόβο να δω τα σημάδια δυσαρέσκειας στο πρόσωπο του. Όμως, δεν έγινε τίποτα τέτοιο, το πρόσωπο του παρέμενε ήρεμο, εξέπεμπε συμπάθεια και σοβαρότητα, εκείνος δεν επιτάχυνε τις απαντήσεις, έκανε τις παύσεις προτού απαντήσει, όπως και πριν.
– Στην περίπτωση με το χέρι και οι δυο ξέρουμε πολύ καλά, τι εννοούμε, όταν λέμε «χέρι». Είναι διαφορετικά με το κενό και ευδαιμονία – πρώτον, δεν ξέρω, τι εννοείς εσύ υπό αυτές τις λέξεις, και δεύτερον, αυτές οι συναισθήσεις έχουν μια πληθώρα από επίπεδα, αποχρώσεις, και όταν εγώ σκέφτομαι, απλώς επιλέγω μια τέτοια μορφή της απάντησης, η οποία θα ήταν η πλέον ανάλογη με την ερώτηση σου.
Εγώ ένοιωσα κάτι σαν κορεσμό, ίσως και υπερκορεσμό από αυτή τη συζήτηση, ήθελα να γυρίσω στη θέση μου και να κοιμηθώ, είχε κιόλας νυχτώσει, και για πρώτη φορά δεν ήρθε η σπασμωδική επιθυμία να πιαστώ από αυτόν τον άνθρωπο και να μην τον αφήνω. Με γέμιζε μια παράξενη σιγουριά, ανεξάρτητη, και όχι για κάτι το συγκεκριμένο. Πιθανόν, αυτό να είχε σχέση με το ότι πρώτη φορά στη ζωή μου έβλεπα τόσο ξεκάθαρα, πως εγώ είμαι ο δημιουργός της ζωής μου, των καταστάσεων μου, και ποιο είναι το νόημα να πιάνομαι από τους ανθρώπους, όταν και από μόνη μου είμαι απλώς μια διάφορων σκοτισμών? Μου φτάνει και ότι αυτοί οι άνθρωποι υπάρχουν, και όταν εγώ θα διώξω τις κλούβιες αντιλήψεις μου, οπωσδήποτε θα βρω τον δρόμο προς αυτούς – δεν ξέρω ακόμα, πως, μα θα το βρω σίγουρα.
– Πηγαίνεις στο Βαρανάσι? – δεν ήθελα να τον αποχαιρετήσω, μα δεν ηταν και σωστό να σηκωθώ και να φύγω χωρίς να πω τίποτα.
– Όχι, εγώ πάω πιο μακριά – στην Μποντγκάγια, να συναντήσω τους φίλους μου, και ελπίζω, ότι δεν είναι η τελευταία μας συνάντηση.
– Και εγώ το ελπίζω πάρα πολύ! Εάν έρθω στην Μποντγκάγια – που θα μπορούσα να σε βρω εκεί?
– Ψάξε κάπου στα ξέφωτα κοντά στο δέντρο του Μπόντχι – εκεί μαζευόμαστε και ξαπλώνουμε στο γρασίδι.
– Ξέρεις, τι θέλω να σου πω ? Το ότι υπάρχεις εσύ, οι φίλοι σου, η πρακτική και τέτοιοι άνθρωποι, που ασχολούνται με αυτή – είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή μου τώρα.
Η κατανόηση αυτή μόλις τώρα είχε έρθει στο μυαλό μου, και ήθελα να του το πω, χωρίς να ανησυχώ ή να περιμένω κάτι. Εμφανίστηκε η αίσθηση της αρχής του κάτι νέου, αληθινά νέου, που δεν έχει καμία σχέση με την παλιά μου ζωή. Τώρα νιώσω τον εαυτό μου σαν ένα νεογέννητο πλάσμα, μπροστά στο οποίο ανοίγεται ένας τεράστιος, ανεξερεύνητος κόσμος, και όσο εγώ πήγαινα στην καμπίνα μου, με το κάθε μου βήμα δυνάμωνε εκείνη η παιχνιδιάρικη χαρά, διάχυτη συμπάθεια. Μάλλον, την κόλλησα από εκείνον? Η είναι το δώρο του? Όπως και να έχει, ένοιωσα την αληθινή, και όχι σαχλό-συναισθηματική ευγνωμοσύνη, τρυφερότητα, η οποία περνούσε από το πουθενά στο πουθενά μέσα μου, και την μαγευτική προσμονή, μέσα σε κάθε κίνηση.