Ελληνικα change

Error

×

Κεφάλαιο 21

Main page / Μάγια 1: Φορς-Μινόρ / Κεφάλαιο 21

Περιεχόμενα

    Σε περίπου μια ώρα θα έφτανα στο Ρισικές. Παρά την μια ακόμη άυπνη νύχτα, περασμένη στο λεωφορείο, δεν νύσταζα καθόλου, και ένιωθα τον εαυτό μου τόσο δραστήριο και συγκεντρωμένο, όσο δεν είμαι πάντοτε μετά από αρκετή ξεκούραση. Είναι σχεδόν οκτώ το πρωί, και ο ήλιος είναι τόσο δυνατός, ώστε αν κοιτάξεις στο παράθυρο και γυρίσεις το κεφάλι, χάνεις το φως σου για λίγα δευτερόλεπτα. Τα βουνά εδώ μοιάζουν με μεγάλους φουντωτούς λόφους, με πλούσια τροπική βλάστηση. Έβγαλα το κεφάλι από το παράθυρο, γύρισα το πρόσωπο μου στον ζεστό άνεμο, και είχα την αίσθηση, ότι αυτός με διαπερνά. Το σώμα μου ήταν τόσο ελαφρύ και σε μια τέτοια ετοιμότητα, σαν να βγήκα μόλις από κρύο ντους. Η μυρωδιά της φρεσκάδας – λίγο ψυχρή, απότομη, και ταυτόχρονα πολύ-πολύ λεπτή… όμως, δεν ήταν ένα άρωμα αυτό, ήταν κάτι μέσα στο κορμί μου, σαν να έγινα η ίδια ένα λουλούδι, που αναδύει αυτή την ευωδία, ακόμα και το λεωφορείο, βουτηγμένο για πάντα στην βρόμα και τη σκόνη των ινδικών δρόμων, προκαλούσε κύματα αυτής της αυξανόμενης συναίσθησης. Λες και βρέθηκα μέσα σε δροσερή θάλασσα των χλωρών φύλλων, και εγώ είμαι αυτή η φυλλωσιά. Μέσα στις παλάμες μου – η παγωμένη αίσθηση του δυόσμου, που σε λίγο έγινε τόσο έντονη, ότι πρόλαβα ακόμα και να ανησυχήσω – «πόσο μακριά μπορεί να φτάσει αυτό». Από τις παλάμες η δροσιά ανέβηκε πάνω στα χέρια, και φάνηκε ιδιαίτερα δυνατή στην περιοχή του στήθους και του προσώπου. Η αναπνοή μου έγινε παγωμένη και αυτή, σαν να είχα την μέντα στο στόμα μου. Αυτές οι νέες αισθήσεις δεν με τρόμαξαν, για κάποιο λόγο ήμουν σίγουρη, ότι και αυτό είναι ένα μέρος των αλλαγών, που συνέβαιναν σε μένα.

    Τις τελευταίες μέρες δεν με άφηνε η αίσθηση, ότι ανά πάσα στιγμή πρέπει να συμβεί κάτι άκρως σημαντικό, λες και όλη μου τη ζωή σε αυτό πήγαινα, και επιτέλους έμειναν μόνο λίγα βήματα για αυτό… Λίγα βήματα ακόμα?… Πότε? Μάλλον, κάπως έτσι αισθάνεται το βρέφος μέσα στην κοιλιά της μητέρας, όταν η μήτρα το στενεύει όλο και περισσότερο και το πιέζει απ` όλες τις μεριές το αναπόφευκτο της μετάβασης σε μια τελείως διαφορετική ποιότητα της ύπαρξης. Σφίγγω τις μπουνιές μου, επειδή δεν μπορώ να περιμένω άλλο, δεν ξέρω , τι θα είναι αυτό – η συνάντηση με καταπληκτικά πλάσματα, η ένας απρόσμενος κυματισμός από κάτι μεγαλειώδη θα έρθει από μέσα μου, η θα ξυπνήσω το πρωί σε έναν άλλο κόσμο, όπως το περιέγραφε ο Αουρομπίντο, όμως, ξέρω, ότι ΑΥΤΌ θα έρθει. Μου φαίνεται, ότι είμαι έτοιμη για πάντα, για οποιεσδήποτε αλλαγές στη ζωή, οι οποίες θα συνοδεύονται με ένα τέτοιο χαρούμενο κουδούνισμα και παθιασμένο θαυμασμό. Δεν έχει καμία σημασία, πως εγώ θα ζήσω, ποια διακόσμηση θα είναι γύρω μου, δεν θέλω πια να καθοδηγούμαι με τίποτε άλλο, εκτός από αυτήν την επιθυμία – να ζήσω αυτό, που θέλω να ζήσω. Κατάλαβα, τι ήθελε να μου πει ο σάντχου, κατάλαβα, για ποιες επιθυμίες εκείνος μου μιλούσε – δεν μπορείς να τις μπερδέψεις με τίποτα, και δεν θέλω να το αναλύσω – αν είναι «σωστές», η «λανθασμένες»… Μου κόβεται η αναπνοή, όταν φαντάζομαι, ότι μπορώ να μην υποβάλω τις επιθυμίες αυτές στην λογοκρισία, ότι μπορώ απλώς να τις ακολουθήσω, να αφεθώ, εμπιστευόμενη απόλυτα εκείνη την ξεχωριστή, συναρπαστική συναίσθηση, με την οποία αυτές οι επιθυμίες συνοδεύονται. Θέλω τόσο πολύ να είναι έτσι όλες μου οι αισθήσεις – σαν ρεύματα του ηλιακού άνεμου, σαν ισχυρές ροές του παγωμένου νερού, σαν ακτίνες του ήλιου, για τις οποίες δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο. Το ύφασμα των γεγονότων γίνεται ζωντανό και αισθησιακό, σαν το σώμα του παθιάρικου κοριτσιού, – αραιώνει μπροστά σε χαρούμενες προσδοκίες, ανοίγοντας το βάθος του, παρασέρνοντας πιο μακριά, πέρα από την επίπεδη ξασπρισμένη εικόνα, την οποία εγώ περνάω για μια και μοναδική πιθανή ζωή κάθε πρωί… Πώς? Η – «τι»? Η – ??? Δεν ξέρω, πως να σχηματίσω την ερώτηση, αλλά την αναζήτηση αυτού του ορισμού την βιώνω σαν μια καταπληκτικά δημιουργική κατάσταση. Ίσως, δεν χρειάζεται να βρω κάποιες λέξεις? Όταν αφήνω τις προσπάθειες να επιλέξω την σωστή λεκτική μορφή για αυτή την απορία, η οποία φαίνεται, πως θα φύγει από τα χείλη μου από στιγμή σε στιγμή, η ένταση της επιδίωξης να περάσω όλα τα πιθανά όρια γίνεται όλο και πιο δυνατή… Μήπως αυτή είναι και η «απάντηση»?..

    Το Ρισικές προκάλεσε μόνο το επιεικής χαμόγελό μου. Περίμενα να δω μια πόλη των αρχαίων ινδουιστικών ναών, γκριζομάλληδων σεβαστών γιόγκι, και το μόνο που είδα ήταν κάπως πρωτόγονο καρναβάλι-μασκέ. Δεκάδες ναοί και ναΐσκοι, βαμμένοι στα πιο φανταχτερά χρώματα, φαίνονται εδώ και εκεί, σαν να κτίστηκαν σε ένα γιορτινό τραπέζι. Υπήρχαν μικρούλια του ενός τετραγωνικού μέτρου (μια εξέδρα πίσω από περίφραξη, στο κέντρο είναι καρφωμένη μια τρίαινα, από αυτήν κρέμεται κάποιο πατσαβουράκι, καπνίζουν αρωματικά ξυλάκια – ορίστε, είναι έτοιμος ο ιερός τόπος), και οι δεκαώροφες πυραμίδες-ουρανοξύστες, στολισμένες με γιγαντιαίες βιτρίνες «Η τάδε γιόγκα». Στους διαδρόμους, με τους οποίους είναι ζωσμένοι οι ουρανοξύστες, κινείται αδιάκοπα η ανθρώπινη ουρά. Πάνω σε κάθε στήλη, μέσα σε κάθε καφετέρια κρέμονται οι αγγελίες για την έναρξη των σεμιναρίων της κάποιας σχολής γιόγκα, κάποιου μασάζ και τα λοιπά – διήμερα, εβδομαδιαία, δυο εβδομάδων, μηνιαία… οποιασδήποτε διάρκειας. Σε κάθε γωνιά -οι μακριές σειρές των σάντχου, αλλά αυτοί δεν μοιάζουν σε τίποτα με αυτόν, που είχα συναντήσει στο Κούλου, είναι οι κλώνοι των σάντχου του Δελχί: θρασύτατα ζητιανεύουν λεφτά από τους τουρίστες, μουρμουρίζοντας κάτι με λυπητερό, μονότονο μονόλογο, χαμογελούν γαλίφικα, απλώνουν τα χέρια τους και γενικώς δείχνουν απαίσια – οι συνηθισμένοι γύφτοι, ο οποίοι ντύθηκαν σε αυτό το καρναβάλι στα ράσα του περιπλανώμενου μοναχού.

    Εγώ νοίκιασα ένα δωματιάκι στην περιοχή του Λαξμαν Τζουλα – το πιο ευχάριστο και ήρεμο μέρος σε όλο το Ρισικές, δυο χιλιόμετρα μακριά από το κέντρο, πάνω στον Γάγγη. Άλλη μια τουριστική περιοχή, το Σβαργκ Άσραμ, μου φάνηκε υπερβολικά σκονισμένη, θορυβώδης και ακριβή. Τις πρώτες δυο μέρες δεν ήθελα να γνωρίσω κανέναν – περιπλανιόμουν απλώς στα μονοπάτια, τάιζα με καρύδια τους ασυνήθιστους γκρίζους πιθήκους με έκπληκτα-προβληματισμένα πρόσωπα, οι οποίοι στην αρχή απλώς πηδούσαν γύρω μου αρκετά φιλικά, και μετά ένα αρσενικό μου επιτέθηκε, έπιασε τα χέρια μου, άνοιξε το στόμα του, δείχνοντας δυο σειρές από γιγαντιαία δόντια, και έκλεψε όλο το πακέτο με τους καρπούς. Έξυπνο κτήνος… ναι, τα πιθηκάκια εδώ δεν είναι και τόσο άκακα… Φωτογράφιζα τα μικρά κορίτσια- ζητιανάκια, μιλούσα μαζί τους για διάφορα, τραβηγμένη από τα εκπληκτικά όμορφα, εκφραστικά πρόσωπά τους, από τα γεμάτα ζωντάνια μεγάλα μάτια. Καταπληκτικό… όλα τα δικά μας σούπερ-μοντέλα δεν αξίζουν μια μπροστά σε αυτά τα κορίτσια. Χαμογελαστά… τους χαμογελούσα και εγώ και θαύμαζα αυτές τις δημιουργίες της φύσης.

    Ανέβηκα στον καταρράκτη, στάθηκα για λίγο στα νερά της μικρής λίμνης, σκαλισμένης όμορφα μέσα στον βράχο από τα ορμητικά νερά, και λίγο πιο πάνω βρήκα μια σκοτεινή, υγρή σπηλιά. Στο ταβάνι και στους τοίχους στάζει νερό, στα μισά πέφτει κάτω με βαριές σταγόνες, διαλύεται στον αέρα σε λεπτή υγρή σκόνη. Ξάπλωνα στην κοντινή, πέντε λεπτά δρόμου από τη μικρή κεντρική πλατεία, στη μέση της οποίας καθόταν ο μπλε Σίβα. Η παραλία είναι αρκετά όμορφη – λεπτότατη άσπρη άμμο, δίπλα ένας εγκαταλελειμμένος ναός, σαν να βγήκε από το παραμύθι για τον Μόγλη, διάφανο νερό, όπως στην Μεσόγειο θάλασσα, χαλαρό ρεύμα και η θερμοκρασία περίπου δεκαοκτώ βαθμοί. Οι ξένοι τουρίστες περιφέρονται εδώ σαν μια αρκετά συγκεντρωμένη ομάδα, και οι Ινδοί περίεργοι δεν τους ενοχλούν, κάτι που μου άρεσε πολύ, διότι η όψη των ντόπιων, που με χαζεύουν με σκοτισμένο ύφος άρχισε να με εκνευρίζει. Με έχουν πρήξει πια με την άνεση τους! Έρχονται κατά παρέες, κάθονται στη σειρά, σαν πίθηκοι, παρλάρουν μεταξύ τους συνέχεια, και, χωρίς να κρύψουν καθόλου την κτηνώδη περιέργεια τους, κοιτάνε κατευθείαν τα γυμνά χέρια, πόδια, κοιλιές των λευκών γυναικών. Μετά πάνε στους θάμνους (ή να κατουρήσουν, ή να αυνανιστούν), επιστρέφουν, και συνεχίζουν το μπανιστήρι.

    Οι άστεγοι Ινδοί – άντρες, γυναίκες, γέροι, και ειδικά τα μικρά αγόρια και κορίτσια προκαλούν συνήθως μια ουδέτερη αντίδραση σε μένα, η συμπάθεια κάποιες φορές. Σταθερή απέχθεια άρχισαν να προκαλούν οι σεξουαλικά πεινασμένοι – αγόρια και άντρες – θρασύτατοι, ηλίθιοι, θορυβώδεις, με μάτια σαν γυαλί και χρυσές αλυσίδες, και οι εύποροι Ινδοί, με το πιγκουΐνικο περπάτημα τους, με τις κοιλιές, κρεμασμένες ανάμεσα στα πόδια, οι οποίοι προχωρούσαν αργά, σαν σαλιγκάρια στους δρόμους, με ύφος βαρυσήμαντο και περιφρονητικό, και αυτοί μιλούσαν συνέχεια μεταξύ τους, λες κα μασάνε τσίχλα – χωρίς καμία έκφραση. Γενικώς, είναι ένας γρίφος, βέβαια… για ποιο λόγο οι Ινδοί πουθενά δεν βρίσκονται μόνοι τους, ένας-ένας, μα πάντοτε πηγαίνουν παντού σε αγέλες με πέντε-δέκα άτομα? Και για πιο πράγμα, στο διάολο, μπορούν να μιλάνε αδιάκοπα? Ωθούμενη με την περιέργεια, ακολούθησα στα κρυφά ένα ζευγαράκι: ο άντρας με αρκετή άνεση κρατούσε την κοπέλα του από το χέρι (στις τουριστικές περιοχές οι Ινδοί καμιά φορά επιτρέπουν στους εαυτούς τους μια τέτοια ακάλυπτη προστυχιά) και της έλεγε συνέχεια κάτι, κάνοντας χειρονομίες κατά καιρούς. Για καλή μου τύχη, το ζευγάρι μιλούσε στα αγγλικά. Τα αγγλικά είναι μια από τις κρατικές γλώσσες στην Ινδία, και πολύ συχνά οι Ινδοί από πλούσιες η αριστοκρατικές οικογένειες μιλάνε μεταξύ τους σε αυτήν. Η λυπημένη κοπέλα, με το κεφάλι της σκυμμένο, προχωρούσε, χωρίς να πει κουβέντα, όμως, που και που έγνεφε, κρατώντας την συζήτηση, σπάνια έλεγε λίγες λέξεις. Όσο εγώ έκανα την ρέμπελη, περιπλανώμενη άσκοπα περίεργη, που τυχαία τους είχε κολλήσει για ένα λεπτό με την ροή των βαριεστημένα κινουμένων ανθρώπων, στο κεφάλι μου έτρεχαν διάφορες εκδοχές. Μάλλον, είχαν γνωριστεί λίγο καιρό πριν, και αυτός της μιλάει για τον εαυτό του. Η είναι ανδρόγυνο, και αυτός μοιράζεται τις σκέψεις του για το που θα ήταν καλύτερο να στείλουν για σπουδές τον γιο τους, δεν έχουν κατασταλάξει και οι δυο σε κάτι ακόμα, ως εκ τούτου και οι εκφραστική χειρονομία. Φτάνοντας πολύ κοντά, άκουσα, ότι ο άνδρας με τόνους και πολύ αίσθηση… διαβάζει τα κείμενα στις βιτρίνες! Λιγάκι μπερδεμένη, πήγα παραπέρα και για δέκα λεπτά περίπου προσπαθούσα να καταλάβω – «μα πώς γίνεται αυτό??». Άλλο ένα πολιτισμικό σοκ, τέλος πάντων.

    Περπατώντας στο Ρισικές, έπαιρνα μαζί μου το τετράδιο, όπου συνέχιζα να καταγράφω τις πρώτες μου προσπάθειες στην μελέτη των αρνητικών συναισθημάτων και τις σκέψεις για αυτό το θέμα.

     

    «** Οκτωβρίου

    Σαν να κουβαλάω συνέχεια κάτι…, μοιάζω με εύσωμη γυναίκα, φορτωμένη με τσάντες. Θέλω να αφήσω τη θέση μου και να τρέξω, σαν πάνθηρας, και αντί αυτού συνεχώς υπολογίζω, μετράω και αναλύω την αντίδραση μου σε όλα. Προχωράω στο δρόμο, και το κάθε τι προκαλεί κάποια αντίδραση – συναισθήματα, σκέψεις. Μπορώ για μίση ώρα, καμιά φορά και περισσότερο, να νιώθω την δυσαρέσκεια και δεν το βλέπω μπροστά μου. Ήταν πολύ ανόητο, φυσικά, να σκέφτομαι, ότι δεν έχω πολλά αρνητικά συναισθήματα. Εάν δεν αντιλαμβάνομαι τέτοια τέρατα, όπως η δυσαρέσκεια, τι να πούμε για μικρότερα συναισθήματα, τα οποία, απ` ότι κατάλαβα, εμφανίζονται όλη την ώρα… Χτες ήμουν στο δρόμο και ξαφνικά συνειδητοποίησα, ότι ένας διάολος ξέρει πόση ώρα ήδη έχω την αίσθηση, ότι μέσα μου καρφώνονται αδιάκοπα μικρά θραύσματα γυαλιού, και εγώ συνεχίζω να κινούμαι έτσι, πληγωμένη, αλλά η κατάσταση αυτή είναι τόσο συνηθισμένη, ότι εύκολα μπορώ να σκέφτομαι κάτι, να φαντάζομαι διάφορα, να ονειρεύομαι ταυτόχρονα. Όμως, μόλις παρατήρησα το « σπασμένο γυαλί», άρχισα να σκέφτομαι, σε τι μπορεί να οφείλεται αυτό, και αναγκάστηκα να κάνω μια πολύ δυσάρεστη ανακάλυψη – νιώθω αντιπάθεια σχεδόν για κάθε άνθρωπο, τον οποίο εγώ συναντάω στο δρόμο, – για κάποιον λιγότερο, για κάποιον άλλο – περισσότερο. Ποτέ πριν δεν είχα σκεφτεί, ότι οι άνθρωποι δεν μου αρέσουν τόσο πολύ. Και έχει ενδιαφέρον ένα πράγμα ακόμα – όταν εγώ σκέφτηκα να προσπαθήσω να σταματήσω να αισθάνομαι αυτή την αντιπάθεια, αμέσως κάτι ξεσηκώθηκε μέσα μου, αντιστάθηκε με νύχια και με δόντια, και θέλησα αμέσως να γυρίσω στην συνηθισμένη «πληγωμένη» κατάσταση. Τα αρνητικά συναισθήματα, σαν σιχαμερά τέρατα κόλλησαν στο σκοτεινό δωμάτιο, και νομίζεις, ότι δεν τα ακούς και δεν τα βλέπεις, μα μόλις ανάψεις τα φώτα, όλα τους αρχίζουν να κουνιούνται, να δείχνουν τα δόντια τους, να τσιρίζουν. Και θέλεις να κλείσεις την πόρτα σε αυτό το δωμάτιο πολύ γρήγορα και να ζήσεις, όπως παλιά. Όμως, δεν μπορώ… Δεν μπορώ να ξεχάσω αυτά, που είδα, διότι αυτό το δωμάτιο – είμαι εγώ. Νιώθω, λες και έμαθα, πως έχω μέσα μου πολλά σκουλήκια… και πώς μπορείς μετά από αυτό να ζήσεις, όπως παλιά? Πώς μπορείς να χαρείς έστω κάτι, εάν δεν μπορείς ξανά, όπως πριν, να κάνεις τον εαυτό σου να μην βλέπει, να μην δίνει προσοχή, να ξεχάσει, ότι τα σιχαμερά σκουλήκια τον τρώνε ασταμάτητα?

    Μέχρι στιγμής δεν κατάφερα ούτε για μια φορά να κάνω κάτι με τα αρνητικά συναισθήματα (ΑΣ). Ο Ντένι μου έλεγε, ότι μόνο μετά από έναν χρόνο (και αυτό – σε κάποιες εξαιρετικές καταστάσεις!) άρχισε να καταφέρνει να σταματάει την αίσθηση των ΑΣ, αλλά δεν ένοιωσε εκείνη την ήπια χαρά, την οποία είχε αναφέρει ο Λομψάνγκ. Και τι είναι αυτό, τέλος πάντων – η ήπια χαρά?… Εγώ δεν κατάφερα να κάνω τίποτα απολύτως ακόμα, και άρχισα να αμφιβάλλω, ότι κάτι τέτοιο είναι δυνατόν γενικώς. Όλη την ώρα έχω τάση να κάνω κάτι το εξωπραγματικό για μια φορά, και να βρεθώ εκεί, όπου τα ΑΣ απλώς δεν θα εμφανίζονται. Αυτό μου φαίνεται όλο και πιο συχνά πιο πραγματικό, και ότι εγώ όπως είμαι τώρα, μπορώ βήμα προς βήμα να πάψω να αισθάνομαι τα ΑΣ, αρχίζει να μοιάζει πρακτικά ακατόρθωτο. Ο Καστανέδα, παρεμπιπτόντως, δεν έγραφε πουθενά για την απομάκρυνση των ΑΣ! Ασχολιόταν με τελείως διαφορετικές πρακτικές, και τα ΑΣ άρχισαν να εμφανίζονται όλο και πιο σπάνια… Αλλά εγώ δεν έχω προς το παρόν άλλη επιλογή, δίπλα μου δεν βρίσκεται ο Ντον Χουάν η ο Ραμακρίσνα, ο οποίος, απ` ότι είχα διαβάσει, με ένα άγγιγμα άλλαζε την αντίληψη του ανθρώπου. Για αυτό το μόνο, που μπορώ να κάνω – είναι να προσπαθήσω να πετύχω κάτι μόνη μου…

    Μήπως, στην ουσία εκδηλώνω την αδυναμία μου, όταν σκέφτομαι για κάποιο θαύμα, που θα άλλαζε όλη μου τη ζωή, σαν μαγικό ραβδάκι? Ίσως και οι σκέψεις αυτές εμφανίζονται, επειδή είμαι απλώς μια τιποτένια, η οποία προτιμάει να περιμένει τους μάγους και τους άγιους, αντί να πολεμήσει για την ελευθερία της? Αυτό μου μοιάζει πολύ με την αλήθεια, αν κρίνω από αυτή την αυτάρεσκη, ηλίθια κατάσταση, στην οποία πέφτω, όταν κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια και αρχίζω να περιμένω την ζωή μου να αλλάξει χωρίς μάχη.

    Εχτές κατάλαβα ξεκάθαρα, ότι δεν μου αρέσει καθόλου να αντιπαθώ τους ανθρώπους, αφού αυτή δεν είναι κάποια εκτίμηση, αυτή είναι η ΔΙΚΉ ΜΟΥ κατάσταση, ΕΓΏ δηλητηριάστηκα με την αντιπάθεια. Πρέπει κάπως να καταλάβω μια για πάντα, ότι δεν έχει καμία σημασία, τι σόι άνθρωποι είναι αυτοί, και αν υπάρχει αφορμή για τους αντιμετωπίσω αρνητικά. Εγώ θέλω να βιώνω την φρεσκάδα, χαρά, ελαφρότητα, δεν θέλω να είμαι συνέχεια φορτωμένη με την μόνιμη κρίση και μόνιμη αντιπάθεια για τους άλλους ανθρώπους».

     

    Η επικοινωνία μου με τους ντόπιους σοφούς δεν πήγε καθόλου καλά από την αρχή. Πρώτα πήγα στον ναό, που βρισκόταν και αυτός στη Λαξμαν Τζουλα, δίπλα στην γέφυρα, που ένωνε την δυτική όχθη του Γάγγη με την ανατολική. Ο ναός έκανε την εντύπωση του αρκετά σοβαρού, και εγώ, πατώντας με ξυπόλυτα πόδια σε δροσερά μαρμάρινα πατώματα, κοίταζα προσεκτικά τα αστεία αγάλματα μέσα στις πέτρινες αχιβάδες, όταν από το βάθος του ναού ήρθε ένας άνθρωπος, που με πληροφόρησε, ότι είναι ο Δάσκαλος. Ήδη είχα παρατηρήσει, ότι εδώ, στο Ρισικές, σε κάνει να νιώθεις άνετα αυτή η καλοσύνη, με την οποία αντιμετωπίζουν όλους τους επισκέπτες των ναών χωρίς εξαίρεση – ακόμα και εάν κάνεις κάτι λάθος, δεν θα σε στραβοκοιτάξει κανείς, και μόνο εάν περνάς τελείως τα όρια, θα σου δείξουν με χαμόγελα, τι επιτρέπεται και τι όχι. Για αυτό δεν έμεινα κατάπληκτη, όταν ο δάσκαλος της γιόγκα άρχισε να με βοηθάει να δω τον ναό καλύτερα, μιλώντας για το ένα και για το άλλο. Εννοείται, ότι η συζήτηση πάρα πολύ γρήγορα πέρασε στο θέμα της αναζήτησης της αλήθειας και της φώτισης, και εκείνος με προκάλεσε στο εσωτερικό του ναού. Φτάσαμε σε έναν χώρο του διαλογισμού – είναι το μέρος, όπου γίνεται η εκμάθηση, και οι συζητήσεις με τους φοιτητές. Ο Δάσκαλος με έβαλε να καθίσω σε ένα μαξιλάρι, κάθισε και ο ίδιος απέναντι μου, και δίνοντας μου κάποιες φωτοτυπίες, άρχισε να διηγείται, ότι κάνει προσωπικά διάφορα μαθήματα, και ότι έχει επινοήσει ο ίδιος μια σειρά από επιτυχημένες πρακτικές. Μετά από πέντε λεπτά της ομιλίας του, απρόσμενα για τον εαυτό μου ανακάλυψα, ότι είμαι σε κατάσταση αυξανόμενης ανίας, ακόμα και υπνηλίας. Τι είναι αυτό, ίσως να μην είχα κοιμηθεί καλά? Προσπάθησα να συγκεντρωθώ, αλλά δεν έγινε τίποτα. Τα λόγια του δάσκαλου τρέχανε μονότονα, σαν να έβγαιναν από μαγνητόφωνο; φαινόταν, ότι τα είχε επαναλάβει αμέτρητες φορές, και τώρα θα μπορούσε να συνδυάσει αυτή την ασχολία με το διάβασμα της πρωινής εφημερίδας. Όταν προσπάθησα να πω έστω μερικές λέξεις, ανακάλυψα, ότι δεν υπήρχε χώρος για παύσεις στην ομιλία του, και αυτό δεν μου άρεσε καθόλου. Ο ρόλος του σιωπηλού ακροατή δεν με ικανοποιούσε, ειδικά όταν το νόημα αυτής της συζήτησης μου διέφευγε πίσω από μια σειρά κάποιων αρκετά αφηρημένων δηλώσεων, και ήταν απολύτως άγνωστο, εάν αυτές θα μπορούσαν να εφαρμοστούν σε κάτι ή να χρησιμεύσουν πρακτικά. Τη στιγμή εκείνη ήμουν απολύτως σίγουρη, ότι ήρθα σε λάθος μέρος, και οποίο και να ήταν το πράγμα, που δίδασκε αυτός ο άνθρωπος – δεν με ενδιέφερε ούτε ο ίδιος, ούτε η σχολή του, αλλά ντρεπόμουν να σηκωθώ και να φύγω έτσι απλά, εκτός από αυτό, ήθελα να ελέγξω την αντιμετώπιση, που ανέπτυξα για τον εαυτό του – τελικά, δεν έχω εμπιστοσύνη στις αισθήσεις μου… από τη μια μεριά, θα ήθελα πολύ να τις εμπιστεύομαι, να αφουγκράζομαι, όταν αυτές εμφανίζονται σαν από πουθενά, όπως το αεράκι, που φέρνει την φρεσκάδα της άμεσης αντίδρασης, και από την άλλη, λες και με πρήζει ένας στεγνός και βαρετός σκεπτικός συνέχεια: «ποιος ξέρει τι μας λένε οι αισθήσεις σου… δεν πρέπει να τις εμπιστεύεσαι, μπορεί να κάνεις λάθος…». Ναι, αυτό μοιάζει πολύ με τη φροντίδα της μαμάς! Ακριβώς έτσι σε κουράζει, και έρχεται ο φόβος – και αν όντως έτσι είναι, και αυτή έχει δίκιο, δεν πρέπει να εμπιστεύομαι τυφλά τις επιθυμίες μου, μα πρέπει να κάνω το τάδε και το εκείνο, επειδή έτσι είναι το σωστό, πιο σίγουρο…Γαμώτο… να στείλεις την μαμά με τις φροντίδες της όσο πιο μακριά μπορείς, και ξαφνικά να την ανακαλύψεις στο ίδιο σου το κεφάλι… ναι…

    Τελικά τόλμησα να κάνω στον δάσκαλο μερικές ερωτήσεις και τον διέκοψα αποφασιστικά. Εκείνος υποχώρησε ευγενικά μπροστά στην πίεση μου, δεν ήξερα ακόμα – ορισμένα τι να τον ρωτήσω, και δεν μιλούσα για ένα λεπτό περίπου, διαλέγοντας, τι να πω. Και τότε με χτύπησε, ότι σχεδόν ποτέ στη ζωή μου δεν έπαιρνα τις αποφάσεις ΜΌΝΗ ΜΟΥ, και όχι υπό επιρροή αυτών των μαμάδων-σκεπτικών-φόβων μέσα στο κεφάλι μου. Δηλαδή, σχεδόν ποτέ δεν ακολουθώ τις τάσεις μου, οι οποίες παρόλο που βιώνονται χαρούμενα και συνοδεύονται με προσμονή, δεν έχουν στηριχθεί με κανένα αυθεντικό βάρος, και για αυτό δεν σημαίνουν τίποτα στα μάτια του σκεπτικού. Έτσι στο τέλος εγώ παίρνω αυτό, που παίρνω – την αυξανόμενη μιζέρια, ανοησία – αυτό, από το οποίο απέδρασα εδώ στην Ινδία… και τώρα… καλά λένε – δεν μπορείς να ξεφύγεις από τον εαυτό σου , και όντως – και τι, ότι είμαι τώρα στην Ινδία, και όχι στη δουλειά, αφού και πάλι συνεχίζω να ζω με τον ίδιο τρόπο, συνεχίζω να περιφρονώ στο όνομα του «σωστού-μίζερου» όλες αυτές τις χαρούμενες μελωδικές επιθυμίες, που μου έρχονται καμιά φορά. Όχι, στο διάολο. Αν και ιδέα δεν έχω – τι θα κάνω τώρα και για ποιο πράγμα να ρωτήσω, – θα περνάω κατευθείαν, θα ρωτάω για οτιδήποτε, ο, τι μου έρθει στο κεφάλι, και θα δούμε, τι θα βγει.

    Είχα ήδη ανοίξει το στάμα μου, όταν θυμήθηκα, ότι λέγοντας κάτι για τον Σίβα, τον διαλογισμό και τα λοιπά, ο Δάσκαλος ανέφερε την αιώνια ευδαιμονία. Στο κεφάλι μου ήρθε μια τρελή σκέψη, την οποία εγώ έδιωξα στην αρχή, ως αγενής, και μετά έδιωξα με αγανάκτηση «αυτόν», που την έδιωξε – όχι πια, θα κάνω τις ερωτήσεις, που θέλω, και ας πάει στο διάολο η μαμά στο κεφάλι μου.

    – Πείτε μου, Δάσκαλε – όταν μιλούσατε για την αιώνια ευδαιμονία, έτσι ήταν γραμμένο στα βιβλία, η είναι δική Σας προσωπική πείρα? Βιώνετε Εσείς προσωπικά την συναίσθηση της Ευδαιμονίας?

    – Η ζωή που ζω – αυτό είναι η ευδαιμονία – ο Δάσκαλος με κοίταξε με πολυσήμαντο ύφος, έγειρε πίσω στα μαξιλάρια και χαμογέλασε.

    (Ναι…και τι να ρωτήσω τώρα?) Τελικά έχει κάτι το ψεύτικο στο χαμόγελο του, κάτι επιτηδευμένο, δεν μου αρέσει με τίποτα ούτε το πως μιλάει, ούτε πως χαμογελάει – σίγουρα, ήρθε ώρα να το παραδεχτώ – δεν μου αρέσει καθόλου αυτός, παρά το ότι είναι τόσο μεγάλος δάσκαλος σε αυτόν τον μεγάλο ναό… Δάσκαλος… τώρα τον φαντάζομαι χωρίς τα λεύκα του ράσα, μέσα στο πλήθος, ή στην παραλία, να χαζεύει τις γυναίκες, και αμέσως βλέπω τον πιο συνηθισμένο Ινδό – πρωτόγονο, με βαρύ, ζωώδη βλέμμα – αυτόν τον άνθρωπο φοβάμαι??? Τον κοιτάζω ξανά, και σκέφτομαι, ότι είναι ένας δάσκαλος μπροστά μου, εμφανίζεται η ανησυχία, – είναι σεβαστός άνθρωπος, δεν μπορώ να του μιλάω έτσι άπλα… ταλαντευόμενη έτσι πέρα-δώθε μερικές φορές, κατάλαβα: πείθοντας τον εαυτό μου, ότι είναι ο Δάσκαλος, έπεφτα θύμα της απλούστατης ψυχολογικής χειραγωγίας, – αν μου λένε, ότι αυτό το προϊών είναι το καλύτερο, αρχίζω να πιστεύω, ότι είναι πράγματι το καλύτερο, και παύω πια να εκτιμώ τα φαινόμενα αντικειμενικά. Αποδεικνύεται, ότι εγώ δεν διαφέρω σε τίποτα από όλους εκείνους τους ανεγκέφαλους, τους οποίους μπορείς τόσο εύκολο να ξεγελάσεις με τη διαφήμιση, ενώ εγώ πάντοτε νόμιζα, πως δεν περνάνε αυτά τα κόλπα μαζί μου, ότι έστω σε αυτό διαφέρω από τους υπόλοιπους…

    Μόλις το αντιλήφθηκα αυτό, λες και έσπασαν τα φρένα μου – από εκείνη τη στιγμή η κουβέντα μας περνούσε γρήγορα και απλά. Ξεφορτώνοντας τον φόβο να παραδεχτώ στον εαυτό μου την αντιπάθεια για τον συνομιλητή μου, ξαφνικά ένοιωθα ελαφριά και ελεύθερη, η ντροπαλότητα μου έφυγε, και εγώ άρχισα να μιλάω μαζί του, όπως θα μιλούσα, ας πούμε, με έναν γείτονα από την πολυκατοικία μου, και φάνηκε, ότι συγκεκριμένα αυτή η μέθοδος της συζήτησης – ως ίσος προς ίσο – παρουσίασε με τον πιο προφανή τρόπο τα πράγματα, τα οποία εγώ ήθελα να ξεκαθαρίσω. Διευκρίνισα, ότι δεν μιλάμε για την εκτίμηση του τρόπου ζωής, αλλά για την ίδια τη συναίσθηση – ή αυτή υπάρχει, ή όχι. Ο Δάσκαλος μου απάντησε σε αυτό, ότι ο τρόπος της ζωής του είναι η ίδια η ευδαιμονία, και έπειτα από αυτό γύρισε στην λεπτομερή περιγραφή της μεθόδου του. Αποφάσισα να επιμείνω στα δικά μου, και ευγενικά, πλην ακλόνητα διέκοψα και πάλι, κοιτάζοντας τον στα μάτια ρώτησα, αν έχει αυτή τη στιγμή, η σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή πραγματική, ορισμένη, σαφής συναίσθηση της ευδαιμονίας, για την οποία μου μιλούσε.

    Ο Δάσκαλος, μάλλον, για πρώτη φορά στη ζωή του υπέστη μια τέτοια ανάκριση. Μου φάνηκε, ότι κανένας πριν δεν επέτρεψε ποτέ στον εαυτό του να διακόψει μια τόσο καλά φτιαγμένη ομιλία, και τη στιγμή, όταν αυτός σκόπευε να γυρίσει την ταινία λίγο πίσω και να την βάλει να παίξει ξανά, στο βλέμμα του πέρασε η ανησυχία, σχεδόν πανικός. Το βλέμμα του ξαφνικά ξέφυγε από το δικό μου, άρχισε να κοιτάει το ταβάνι, μα ύστερα με λίγο περισσότερη σιγουριά δήλωσε, πως όντως, φυσικά, τη νιώθει πάρα πολύ συχνά. Επειδή αυτός άρχισε και πάλι να διηγείται για τις ανακαλύψεις του στην πρακτική του διαλογισμού (αυτές ξεκινούσαν από το ότι δεν χρειάζεται οπωσδήποτε να κάθεσαι στη στάση του λωτού την ώρα του διαλογισμού, μπορείς να βάλεις το πόδι σου έτσι – και μου έδειξε – πως, και έτσι – μου έδειξε και τον άλλο τρόπο, αλλά μπορούσα να κάθομαι και αλλιώς), τον διέκοψα ξανά και ζήτησα να μου περιγράψει αυτό, που εκείνος βιώνει, αφού ο καθένας, λέγοντας τη λέξη «ευδαιμονία» μπορεί να εννοεί κάτι δικό του – το είχα διαπιστώσει πολλές φορές αυτό, μιλώντας με διάφορους ανθρώπους, ασχολούμενους (η προσποιούμενους, ότι ασχολούνται) με διάφορες πρακτικές. Η ερώτηση μου ολοφάνερα τον έπιασε απροετοίμαστο, για κάποιο λόγο τα μάτια του και πάλι έσπευσαν να γυρίσουν στο ταβάνι (κάτι, που μου θύμισε απίστευτα εκείνη την αυθόρμητη παιδική αντίδραση, όταν το σχολιαρούδι κοιτάζει ψηλά, αφού δεν έχει διαβάσει το μάθημα), μετά φόρεσε ένα γλυκανάλατο χαμόγελο, και μου είπε, ότι είναι απερίγραπτο, και δεν υπάρχουν λέξεις, που θα μπορούσαν να μεταδώσουν αυτό, που εκείνος βιώνει. Τι να σου πω… πολύ βολική μέθοδος να αποφύγεις την απάντηση, όμως, σε μένα αυτά τα υποκριτικά κόλπα δεν κάνουν καμία εντύπωση τώρα, – και εγώ μπορώ να σου παρουσιάσω την ενσάρκωση του διαβόλου, αλλά μπορείς να ξεγελάσεις με αυτό μόνο τους ασυναίσθητους και κενούς ανθρώπους. Εγώ εμπιστεύομαι τις αισθήσεις μου, και όχι την ψευδαίσθηση, και αυτός ο άνθρωπος σίγουρα μου φαινόταν τσαρλατάνος… Ας προσπαθήσω να κάνω άλλη μια ερώτηση.

    Του ζήτησα να περιγράψει την συναίσθηση του κενού, για την οποία είχε μιλήσει τόσο πολύ τώρα, αναφέροντας την εδώ και εκεί. Αυτή τη φορά ο δάσκαλος ήταν έτοιμος να απαντήσει, και μου είπε, ότι κάποιες φορές, κατά διάρκεια του διαλογισμού, που διδάσκει εδώ, ανοίγει τα μάτια του, και βλέπει το κενό, και κάποιες άλλες τα ξανανοίγει – και βλέπει τον συνηθισμένο κόσμο. Κατάλαβα τότε, ότι δεν σχημάτισα με αρκετή ακρίβεια την ερώτηση, και επανέλαβα για άλλη μια φορά – όχι το τι βλέπει, αλλά τι αισθάνεται, τι βιώνει. Εκείνος μου απάντησε, ότι που και που βλέπει το κενό, δηλαδή, ανοίγει τα μάτια, και δεν βλέπει τίποτα. Και είδα την αλήθεια! Αν κάποιος θέλει να επινοήσει κάποια αντίληψη, η οποία δεν υπάρχει, φυσικά και δεν του μένει τίποτε άλλο, εκτός από το να φτιάξει η περιγραφή της από τις παλιές, ήδη γνωστές ! Έτσι, αν κάποιος θέλει να πει, πως έχει την συναίσθηση του κενού, με ποιο τρόπο θα μπορούσε να το φανταστεί αυτό? Αντί της συναίσθησης θα μιλάει για την «έννοια» του κενού, ή για την «όραση» του κενού, λες και η συναίσθηση βρίσκεται στην όραση, ή στην ακοή, ή στην όσφρηση! Είναι το ίδιο με το να ακούσεις ένα κιλό! Είχα συναντήσει τόσες φορές στη ζωή μου αυτά τα παραμύθια… τόσες φορές η ίδια έλεγα ψέματα στον εαυτό μου, όταν προσπαθούσα να επινοήσω αυτά, που δεν υπήρχαν στην πραγματικότητα, και τώρα έχω αλλεργία για βαρύγδουπες και ηχηρές δηλώσεις, οι οποίες σώνει και καλά περιγράφουν την αληθινή πείρα.

    Νύχτωνε, από τον Γάγγη φύσηξε δροσιά, και δεν είχα τίποτε άλλο να κάνω πια σε αυτό το μέρος. Τα χρωματισμένα κουκλάκια των ελεφάντων και αστείων ανθρώπων δεν μπορούσαν να με διασκεδάσουν περισσότερο, ούτε και το κουκλάκι του Δασκάλου. Ετοιμαζόμουν να φύγω, τον ρώτησα κάτι τελευταίο – αν αισθάνεται καμιά φορά τα αρνητικά συναισθήματα. Τα μάτια του Δάσκαλου άνοιξαν λίγο πιο πολύ από το συνηθισμένο, και το βλέμμα πάλι πήγε στο ταβάνι, μου φάνηκε, πως τώρα αυτός προσπαθούσε με δυσκολία να αποφασίσει- να πει, ή να μην πει ψέματα. Ωστόσο, μάλλον, έχοντας καταλάβει, ότι δεν θα καταφέρει να πει ψέμα αυτή την φορά, διότι αυτή η Ευρωπαία σκύλα, που κάθεται απέναντι του, και πάλι θα τον στριμώξει στον τοίχο με κάποια ερώτηση. Έτσι μου απάντησε, πως, φυσικά, τα αισθάνεται καμιά φορά, αλλά! Με τη λέξη «αλλά» το πρόσωπο του απέκτησε την αίσθηση της ολοκληρωτικής φώτισης και πάλι. Αλλά δεν τα αισθάνεται έτσι απλά, τα έχει, όμως, δεν συμμετέχει, δεν νιώθει καμία ευθύνη για αυτά, όπως δεν νιώθει καμία ευθύνη ο σκύλος, όταν γρυλίζει σε κάποιον, δηλαδή, δεν στεναχωριέται για αυτό. Έτσι και αυτός – νιώθει τα αρνητικά συναισθήματα, όμως, απέχει από την συμμετοχή.

    Εγώ είχα σχεδόν υποχωρήσει με αυτή την φράση, ήδη άρχισα να φαντάζομαι, τι εκείνος εννοεί, όμως, ένιωσα, ότι πλέω σε λάθος κατεύθυνση, μακριά από την σαφήνεια, από την ειλικρίνεια, τη στιγμή, όταν θέλω τόσο πολύ να πιστέψω αληθινά στο ότι μπορούμε να νιώθουμε τα αρνητικά συναισθήματα, και ταυτόχρονα να είμαστε φωτισμένοι, αφού αυτό σημαίνει, πως δεν υπάρχει καμία ανάγκη να τα καταπολεμήσουμε… Αλλά όχι, δεν θέλω να ακούω πια για κάποια μυθική μη-συμμετοχή, έζησα με αυτό περίπου δυο χρόνια, και δεν βρήκα τίποτα, εκτός από την ασταθή λήθη και θολή επάρκεια. Χωρίς να κρύψω πια τον σκεπτικισμό μου, του είπα, ότι είναι βλακεία αυτό, και αν αυτός βιώνει τα αρνητικά συναισθήματα, την ίδια στιγμή αυτόματα συμμετέχει σε αυτά. Ο Δάσκαλος υποχώρησε γρήγορα από την άποψη αυτή σε μια πιο ενισχυμένη θέση, – παραδέχτηκε, ότι έχω απόλυτο δίκιο, αλλά εννοούσε, πως δεν αισθάνεται υπεύθυνος για τα δικά του αρνητικά συναισθήματα, τα περνάει για αναπόσπαστο κομμάτι του κόσμου, όπως και ο σκύλος αντιλαμβάνεται κάτι… δεν έμεινα να ακούσω μέχρι τέλος, τι αντιλαμβάνεται εκεί ο σκύλος, σηκώθηκα και έφυγα έτσι απλά. Ο επικεφαλής του ναού αποδείχθηκε δειλός και ψεύτης, και κοινός απατεώνας. Σε όλη την διάρκεια της συζήτησης εκείνος προσπαθούσε να μου δώσει τα φυλλάδια, στα οποία ήταν τυπωμένες οι όμορφες φράσεις και προσκλήσεις για φοίτηση στην σχολή του. Αντί της ορισμένης αμοιβής, φυσικά. Και όχι μικρής αμοιβής!

    Εγώ πήγα στην γέφυρα, σταμάτησα στη μέση. Ήταν τόσο όμορφο να κοιτάζω κάτω, στο ζωντανό στοιχείο, αληθινό, ισχυρό, στα φουσκωμένα νερά, που χτύπαγαν σε μεγάλα βράχια, στις μικρές δύνες, που γύριζαν κοντά από αυτά. Από την κουβέντα αυτή έμεινε ένα δυσάρεστο ίζημα, σαν να πήγαινα σε γιορτή, και βρέθηκα στον υπόνομο, σαν να με είχαν προσβάλει. Βλακεία, και όμως στεναχωριέμαι, όπως κα να έχει, για σήμερα η επιθυμία μου να επισκέπτομαι τους ναούς και τους δασκάλους χάθηκε παντελώς.

    Τη νύχτα απόλαυσα κάτι πολύ σπάνιο για αυτά τα μέρη – πήγα σε πυκνό σιβηρικός δάσος , μέσα στο δριμύ ψύχος του Γενάρη. Διότι γύρω στις μια μετά από μεσάνυχτα από τον Γάγγη άρχισε να φυσάει αέρας από τα βουνά, βοριάς, και όταν είσαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι του ξενοδοχείου, έχεις την απόλυτη ψευδαίσθηση της χιονοθύελλας έξω από το παράθυρο. Ο άνεμος αυτός, φυσικά, είναι ζεστός στην πραγματικότητα, ωστόσο, μπορεί να τραβήξει τα πράγματα από το μπαλκόνι. Αναγκάστηκα να σηκωθώ και να μαζέψω τα ρούχα από τα σκοινιά στη ταράτσα. Με συνοδεία τα ουρλιαχτά του νυχτερινού στοιχείου, εγώ είχα την έμπνευση, έβγαλα το ημερολόγιο μου και προσπάθησα να περιγράψω τις τελευταίες ανακαλύψεις μου, την δίκη μου τρέχον κατάσταση.

     

    «** του Οκτώβρη.

    Όλα με κοιμίζουν. Παίρνω πρωινό, μεσημεριανό, βλέπω τηλεόραση, δουλεύω, ταξιδεύω, και όλα τα αυτά με κοιμίζουν, με νανουρίζουν μονότονα, καμιά φορά σαν να ξυπνάω και τα βλέπω όλα… Μακάρι να μην έβλεπα τίποτα… Ενίοτε έχω τις δυνάμεις και την ικανότητα απλώς να το δω όλο αυτό.

    Όλα με κοιμίζουν – το σεξ ή η απουσία του σεξ, η δουλειά ή η απουσία της – δεν έχει σημασία. Πόσο παράδοξο είναι αυτό. Πάντοτε σκέφτομαι, πως τώρα κάνω αυτό και αυτό, και αισθάνομαι το τάδε και εκείνο, και αν θα κάνω κάτι ή δεν θα το κάνω – τότε οπωσδήποτε θα αρχίσω να ζω κάπως αλλιώς. Μια θλιβερή παραπλάνηση, την οποία σπάνια καταφέρνεις να αναγνωρίσεις – αφού πρέπει να έχεις αρκετές δυνάμεις για αυτό, αρκετές επιθυμίες, ώστε να πράξεις με τον έναν και με τον άλλο τρόπο, και μόνο έπειτα από αυτό να διαπιστώσεις, πως δεν υπάρχει διαφορά. Δεν είναι αρκετό απλώς να κάνεις αυτό και εκείνο το πράγμα – αφού εγώ εκατοντάδες φορές ήμουν σε διάφορες αντίποδες καταστάσεις, Δυστυχώς – κάθε φορά επαναλαμβάνεται το ίδιο πράγμα. Με την θανατηφόρα συνέπεια, βυθίζομαι στο ένα, αρχίζω να αναζητώ τη λύτρωση σε κάτι άλλο, και φτάνοντας σε αυτό το άλλο, ονειρεύομαι ξανά το πρώτο. Αυτό μπορεί να συνεχιστεί για χρόνια, και πάρα πολλοί, μάλλον, περνάνε όλη τη ζωή τους έτσι. Αναποφασιστικότητα στην ακολούθηση των επιθυμιών μου – σε αυτό πιθανόν να βρίσκεται ο λόγος του ότι η απόκτηση της πείρας παρατείνεται σε χρονικό διάστημα, το οποίο παραείναι μεγάλο για την ανθρώπινη ζωή. Καμιά φορά μου φαίνεται, ότι ανεβαίνω ΠΆΝΩ από όλα αυτά, και τότε βλέπω την κενότητα όλων των εκδοχών. Η ουσία δεν είναι στις εκδοχές.

    Όπως και πριν, δεν γνωρίζω – τι αναζητώ και προς τα που πηγαίνω. Ξέρω κάτι, αλλά δεν είναι αρκετό. Ξέρω, ότι η ζωή, η συνηθισμένη ζωή – όπως την ξέρουν όλοι, όσους εγώ γνωρίζω, – είναι ένα σύνολο από τετραγωνάκια, είναι τα παιχνιδάκια, στα οποία εμείς παίζουμε μέχρι το τέλος των ημερών μας. Το κουτσό. Η άσφαλτος είναι μοιρασμένη σε τετράγωνα, και εμείς πηδάμε σε αυτά, όπως μας είχαν μάθει. Έξω από αυτά τα τετράγωνα δεν υπάρχει ζωή για μας – εκεί κρύβεται το μυστήριο, τρομακτικό ή απλώς άγνωστο.

    Κατά καιρούς με πιάνει μανία – μανία μαζί με την απελπισία. Και αν δεν θα βρω ποτέ την έξοδο? Δεν μπορώ σε κανέναν να ρίξω το φταίξιμο. Ακόμα και αν δίπλα μου θα είχα εκατοντάδες σοφούς – θα γινόταν η ζωή μου διαφορετική τότε? Δεν ξέρω τίποτα για αυτό.

    Βιώνω με συνέπεια το ίδιο σύνολο των συναισθημάτων, την ίδια σειρά σκέψεων, σκοπών, κινήτρων. Όμως – υπάρχει ένα στοιχείο εδώ. Ξέρω από την πείρα μου, ότι αν με έντονη προσπάθεια διακόψω την συνέπεια σε οποιοδήποτε της κρίκο, έρχεται η αίσθηση, ότι ο κόσμος αποκτά κάποιο άγνωστο μέχρι στιγμής βάθος. Σε αυτές τις στιγμές εγώ κατακτώ νέες περιοχές τις ζωής, νέους κλάδους της συνειδητοποίησης, οι οποίοι νωρίτερα μου ήταν απρόσιτοι. Από μόνη της η συναίσθηση αυτών των νέων στρωμάτων της συνειδητοποίησης είναι εξαιρετικά συναρπαστική. Προφανώς, έχει κάτι το ιδιαίτερο μέσα της, εφόσον διαφέρει τόσο πολύ από όλα τα άλλα, που μπορείς να ανακαλύψεις ή να συγκεντρώσεις. Τα νέα στρώματα της συνειδητοποίησης στην αρχή είναι πάντοτε δύσκολα για την συναίσθηση – είναι πολύ ξενικά, απλώς απερίγραπτα ξενόφερτα. Είναι η ίδια αίσθηση, όπως στην παιδική ηλικία – σου τυχαίνει κάτι, καταλήγεις στο νοσοκομείο, και εκεί είναι όλα τόσο αλλιώτικα, τόσο ξένα, δεν είσαι σπίτι, δεν είναι οι δικοί σου κοντά, αυτοί, που είναι τρυφεροί και προσεκτικοί με εσένα – είναι η αίσθηση της απόλυτης απόρριψης από τον γνωστό κόσμο. Μάλλον, όχι – δεν είναι σωστή η λέξη «ξενική». Αν θα ήταν ξενική, δεν θα ήταν τόσο ελκυστική… καλύτερα ταιριάζει το «ασυνήθιστη». Οξεία διαπεραστική αίσθηση μη-οικειότητας. Παρά το δυσκολοχώνευτο χαρακτήρα της, εδώ βρίσκεται κάτι, το οποίο δεν μπορεί να βρεθεί κάπου αλλού, για αυτό σε τραβάει πίσω ακλόνητα – εκεί, όπου δεν υπάρχει η αίσθηση του οικείου, αίσθηση του γλυκανάλατου-κοντινού, αίσθηση της χορτάτης ασφάλειας και σάπιας γνώσης.

    Γνωρίζω σαφώς, ότι αυτό, που εγώ αναζητώ, κείτεται κάπου πέρα από αυτούς τους κόσμους, έξω από τα τετραγωνάκια του κουτσού. Εκεί είναι μια τέτοια απίθανη φρεσκάδα, εκεί είναι η αληθινή άπλα, εκεί ίσως και να βρω κάτι, ίσως και όχι, μα πρέπει να πάω οπωσδήποτε. Πρέπει να φτάσω κάπου εκεί. Δεν είναι τόσο απλό, όμως, Απόλυτη απομάκρυνση των αρνητικών συναισθημάτων… είναι δυνατόν κάτι τέτοιο? Παλιά θα έλεγα « όχι» , μα τώρα δεν το ξέρω.

    Γιατί δεν αρχίσω να ασχολούμαι με αυτή την πρακτική αμέσως τώρα? Τι χρειάζομαι? Είμαι γεμάτη με αρνητικά συναισθήματα, το κατάλαβα αυτό, μα από ποια μεριά να τα πιάσω? Πόσο ακόμα θα πηγαίνω γύρω-γύρω? Πάντοτε υπάρχει ο πειρασμός να γλιστρήσεις σε κάποιες άλλες επιθυμίες… ναι… άρα, εγώ νομίζω, ότι η άσκηση αυτής της πρακτικής θα μου στερήσει κάτι το ενδιαφέρον? Τι?? Το θέλω ή δεν το θέλω τελικά? Αυτή είναι η ερώτηση, στην οποία εγώ πρέπει να απαντήσω, και όχι να προσποιούμαι, ότι υπάρχουν κάποια εμπόδια. Θέλω ή δεν θέλω να το κάνω – να κηρύξω τον πόλεμο στα αρνητικά συναισθήματα? Τόσες διαφορετικές επιθυμίες… τόσες πολλές… αναρωτιέμαι, αν θέλω να είμαι σαν μια αγελάδα, τυφλωμένη από το πάθος να έχει δίκη της φωλιά ή καριέρα, και να τρέχω προς το όνειρο μου, ώστε, κατακτώντας το, να νιώθω υπερκορεσμό, να ξεράσω, να επινοήσω για τον εαυτό μου έναν νέο ορισμό της ευτυχίας και να τρέξω πιο πέρα? Απαίσιο, θλιβερό θέαμα, στο οποίο αναγνωρίζω τόσο εύκολα τον εαυτό μου. Θέλω να παγώσω, να αισθανθώ την ανησυχητική φρεσκάδα του ανέμου στο πρόσωπό μου, να αφεθώ σε αυτό και να ψάξω για ΚΆΤΙ.»