Ελληνικα change

Error

×

Κεφάλαιο 20

Main page / Μάγια 1: Φορς-Μινόρ / Κεφάλαιο 20

Περιεχόμενα

    Η Κρίστι έπινε το παγωμένο της χυμό από το λεπτό καλαμάκι, παίζοντας με τα ξυπόλυτα πόδια της ένα μικρό πετραδάκι. Δεν είχε σκοτεινιάσει ακόμα, και ο σκούρο-ρόδινος ουρανός χρωμάτιζε με τις αποχρώσεις του ονείρου την χιονισμένη σειρά των κορυφών.

    – Ο ουρανός μοιάζει με ένα παραμυθένιο θόλο (πόσο ευχάριστη είναι η φωνή της), κοίταξε τη σελήνη, δείχνει, σαν λίκνο.

    – Είσαι τόσο όμορφη, Κρίστι:)

    Εκείνη δεν μίλαγε για λίγο, δεν ντράπηκε και δεν άρχισε να λέει διάφορες βλακείες, ή να απαντάει με κάτι ζορισμένα-κολακευτικό.

    – Σε σκεφτόμουν. – η Κρίστι μιλούσε κάπως απόμακρα, επιλέγοντας ήρεμα της λέξεις. – Δεν είσαι, όπως όλοι οι άλλοι. Δεν ξέρω, τι υπάρχει σε σένα, που δεν υπάρχει στους άλλους… Ίσως να είναι και αδύνατον να το καταλάβει κανείς? Όμως, μου αρέσει να προσπαθώ:), – αυτό σε κάνει ακόμα πιο μυστηριώδης… Εδώ έχουν πολύ ωραίο καφέ, και τιραμισού, θέλεις?

    – Ναι… Και εσύ ταξιδεύεις μόνη σου?

    – Ήρθα εδώ πέντε χρόνια πριν για πρώτη φορά, με το αγόρι μου, και ήταν απαίσια! Μετά από δυο μήνες ζωής μαζί του ορκίστηκα στον εαυτό μου, πως δεν θα παντρευτώ ποτέ. Ήθελα συνέχεια να γνωρίζω κάποιον, να διασκεδάζω, αλλά αυτός είχε άλλα σχέδια. Μου απαγόρευε τα πάντα. Μια φορά βρήκε στα πράγματα μου χασίς και με έδιωξε από το ξενοδοχείο μέσα στη νύχτα… Είχα νευριάσει τόσο πολύ μαζί του, ότι έφυγα στ` αλήθεια, δεν πήρα καν κάποια δικά μου πράγματα, τόσο πολύ με είχε πρήξει… Τώρα έχω αλλάξει. Σπάνια γνωρίζω κάποιον, δεν πηγαίνω σε πάρτι, δεν καπνίζω χασίς – δεν με ενδιαφέρει αυτό πια. Οι περισσότεροι έρχονται εδώ μόνο γι αυτό – φθηνά ναρκωτικά, φθηνό φαγητό και στέγη, σεξ, μουσική, τα βουνά … Στην αρχή το θαυμάζεις, – μετά από χτενισμένη νομοταγής Ευρώπη νιώθεις τον εαυτό σου σε παράδεισο για τους όμοιους σου, για αυτούς, που ζουν με τα ίδια πράγματα με σένα. Όμως, αργότερα καταλαβαίνεις, ότι δεν είναι ο δρόμος προς την ελευθερία, αλλά άλλη μια παγίδα. Όλα αυτά – τα πάρτι, μαριχουάνα, γλυκά αγοράκια με τα ίδια πρόσωπα – έχουν πάτωμα, τοίχους και ταβάνι, σαν κελί, μα πέρα από αυτό το κελί δεν υπάρχει τίποτα άλλο… Και μπορείς, βέβαια, να προσπαθήσεις να καθίσεις όλη σου τη ζωή μέσα σε αυτό, αλλά εγώ βαρέθηκα, και τώρα μου αρέσει συνήθως να κάθομαι μόνη μου… Δική σου σειρά να πεις, ποιος άνεμος σε έφερε εδώ. Και εσύ είσαι μόνη, έτσι δεν είναι?

    – Εγώ βαρέθηκα να ζω με όλα τα αυτά, που έχτισαν για μένα οι γονείς μου και η κοινωνία, και αποφάσισα να βάλω μια τελεία στην παλιά μου ζωή… ή μια τελεία και κόμμα. Όμως, όσο περνάει ο καιρός εδώ, τόσο πιο πολύ ξεκάθαρα λέω, ότι δεν θέλω να γυρίσω στα παλιά… Καμιά φορά τρομάζω με τη σκέψη, ότι θα ξυπνήσω, και θα αποκαλύψω, ότι η Ινδία δεν ήταν παρά ένα όνειρο, και τώρα πρέπει κα πάλι να πάω για δουλειά.

    Εκείνη γέλασε μελωδικά.

    – Ναι, σίγουρα – αυτή είναι μια εφιαλτική σκέψη! Και όμως – τι αναζητάς εδώ? Μόνο μην μου πεις, πως ψάχνεις την φώτιση.

    – Για να είμαι ειλικρινής, μπορείς να το πεις και έτσι. Η Ινδία είναι από πολύ παλιά το όνειρό μου, και έγινε έτσι, επειδή πάντα με τραβούσε κάτι, που δεν υπάρχει στη Δύση, που δεν υπάρχει στη Ρωσία. Δεν μπορώ να πω τώρα με ακρίβεια, τι με προσελκύει τόσο πολύ ορισμένα, η φώτιση παραείναι ακαθόριστη έννοια… Ξέρεις, όταν διαβάζεις ένα βιβλίο, και ξαφνικά πιάνεις κάτι ζωντανό, σαν να νιώθεις μια κλώστη, η οποία μπορεί να σε οδηγήσει κάπου, όπου θα ζήσεις μια ευτυχισμένη, ενδιαφέρουσα, γεμάτη ζωή. Συνήθως είναι κάποιοι σύντομοι κυματισμοί, η κλώστη κόβεται… Μα καμιά φορά μέσα από την πλοκή φαίνεται μια τέτοια επιβλητική μάζα, τέτοιο μεγαλείο! Είχα αυτή την αίσθηση, όταν διάβαζα τον Καστανέδα, και δεν εμφανιζόταν οπωσδήποτε σε σημεία με περίτεχνες περιγραφές, το αντίθετο – όσο πιο απλές περιγραφές ήταν, τόσο πιο ξεκάθαρα φαινόταν κάτι, το οποίο έμοιαζε να μην έχει καμία σχέση με καμία από τις στροφές της ιστορίας.

    – Αφού και οι ίδιοι – εννοώ τον Καστανέδα, και την Ταισα Αμπελάρ, και τη Φλορίντα Ντόνερ, ότι τα βιβλία τους τα έγραψε ένα πνεύμα, αυτό και περνάει μέσα από την πλοκή…

    – Μιλάς για αυτό έτσι, λες να εξηγεί κάτι :) Λοιπόν, και στην Ινδία με τραβούσε αυτή η ζωντανή κλωστή. Εγώ, φυσικά, σκεφτόμουν, πως μόλις έρθω εδώ, η ζωή θα αλλάξει αμέσως, και περισσότερα απ` όλα δεν περίμενα να συναντήσω εδώ την βαρεμάρα, την καθημερινότητα. Νόμιζα, ότι τα πάντα θα είναι συναρπαστικά και ενδιαφέρον, και όχι μόνο και μόνο επειδή ταξιδεύω πολύ, αλλά και επειδή η Ινδία στην φαντασία μου δεν ήταν απλώς ένα κομμάτι γη, με τους απλούς ανθρώπους, που την κατοικούν… Θα έχεις ακούσει σίγουρα όλες αυτές τις βλακείες για τα δήθεν μαγνητικά πεδία, ότι εδώ η κατάσταση σου αλλάζει αμέσως, και ότι υπάρχουν τόσοι πολλοί φωτισμένοι ακριβώς λόγο κάποιων ιδιαίτερων συνθηκών…

    – Εσύ το θεωρείς βλακείες? – άλλο ένα κομμάτι τιραμισού εξαφανίστηκε πίσω από τα γεμάτα χείλη της. – Ίσως να ισχύει και κάτι τέτοιο? Μπορώ να πω για τον εαυτό μου, ότι η Ινδία με άλλαξε πολύ. Σίγουρα νιώθω διαφορά στη διάθεση μου, όταν επιστρέφω στην Ευρώπη, και όταν πάω στην Ινδία. Εδώ η κάθε μέρα είναι ένα μυστικό πείραμα, κάθε μέρα εμφανίζονται νέες καταστάσεις της συνείδησης.

    – Μήπως αυτό συμβαίνει, επειδή εσύ το πιστεύεις? Κάτι σαν την επίδραση του φαινόμενου πλασίμπο… Ίσως, εδώ απλώς αφήνεις τον εαυτό σου να αισθανθεί κάτι μυστικό, την ώρα που η Ευρώπη είναι κάτι το συνηθισμένο, καθημερινό, και εκεί συνήθισες να νιώθεις κάτι άλλο?

    – Αυτή είναι μια τολμηρή σκέψη!

    – Και εγώ πολύ συχνά δεν θέλω να παραδεχτώ, ότι δεν υπάρχει κανένα «απ `έξω», που θα μπορούσε να με επηρεάσει, ότι όλα εξαρτώνται μόνο και μόνο από το πως τώρα εγώ αντιλαμβάνομαι τον κόσμο, μόνο εγώ η ίδια. Με τρομάζει αυτή η ιδέα… Αλλά αν ειλικρινά αναλύσεις τις παρατηρήσεις σου, χωρίς να επινοήσεις διάφορα και χωρίς να τα στολίσεις, πρέπει να παραδεχτείς, ότι δεν βλέπεις καμία εξωτερική επιρροή, η οποία θα άλλαζε την κατάσταση σου. Τώρα μπορώ να κοιτάζω αυτά τα βουνά και να βιώνω κάτι το μυστικό, όπως είπες, και αύριο δεν θα υπάρχει τίποτα τέτοιο, θα είναι η απλή καθημερινότητα.

    – Αυτό σημαίνει, ότι απλώς δεν είσαι σε κατάσταση να αντιλαμβάνεσαι το πεύκα αυτών των βουνών, κάτι το εμποδίζει. Για παράδειγμα, μπορείς να αρχίσεις να αμφιβάλλεις για το ότι είναι η επιρροή απ έξω, αυτό και θα είναι το εμπόδιο. Κοίταξε, δεν το αμφισβητώ:)

    – Και τότε τι αισθάνεσαι ?

    – Αλήθεια θέλεις να το μάθεις? – μέσα στα σκούρα-κερασένια μάτια της άναψαν τα παθιασμένα φωτάκια. – Πάμε γρήγορα!

    Εκείνη με έπιασε δυνατά από το χέρι και τράβηξε πίσω της σε ένα μικρό βουνίσιο σπιτάκι, γεμάτο με βοή του καταρράκτη, που βρισκόταν κοντά.

    …Πόσο ζεστά είναι τα χείλη της, φιλιέται, σαν αγόρι, και όλες οι κινήσεις του δικού μου κοριτσιού από τη Πορτογαλία είναι τολμηρές, δεν είναι κοριτσίστικες. Είναι τόσο ωραία να αφεθώ στα χέρια της, που σχεδόν σκίζουν τα ρούχα, βγάζοντας τα από πάνω μου… Νιώθω, σαν να το περίμενα όλη μου τη ζωή αυτό… Εκείνη δαγκώνει τη ρώγα μου, ζωγραφίζει με ανυπόμονα νυχάκια στην πλάτη μου… με σπρώχνει, και εγώ πέφτω πάνω στο κρεβάτι… Γδύνεται γρήγορα και έρχεται σε μένα, επιτέλους μπορώ να κολλήσω όλο μου το σώμα πάνω στο δικό της. Τόσο σφριγηλή, μυώδη, ευλύγιστη, – το χέρι μου γλιστράει στους δυνατούς, λεπτούς μύες της πλάτης, αγγίζω το μικρό της ποπό και το σφίγγω με τα χέρια μου, παίρνοντας από την Κρίστι έναν χαμηλόφωνο αναστεναγμό… Ακόμα πιο κάτω, ανάμεσα στους γυμνούς γλουτούς, που λιώνουν στις παλάμες μου – η ζεστή τρυπούλα του πισινού της τρέμει και υποκύπτει στο δαχτυλάκι μου, από το φιλί της μέσα μου μπαίνει το αναφώνημά της, τώρα ακόμα πιο μακρύ και χαμηλό… Τα χέρια της σαν να πέφτουν μέσα στο σώμα μου, την πηδώ τρυφερά στο κωλαράκι με την άκρη του δαχτύλου μου, και ξέρω, ότι το μουνάκι της είναι το ίδιο υγρό, όσο και το δικό μου… Θέλω τόσο πολύ να το δω αυτό, να το ακουμπήσω… Την γυρίζω λίγο, για να μπορέσω να την πηδάω και με τα δυο μου χέρια… Γαμάω ένα κορίτσι με το δαχτυλάκι μου στον ποπό! Απίστευτο… με ανάβει… Πώς γλιστράει αυτό μέσα στο στενό παθιάρικο τρυπάκι… μάλλον, θα τελειώσω και μόνο από το ότι και τα δυο μου δάχτυλα νιώθουν ένα το άλλο μέσα από ένα λεπτό τοίχωμα… Η τίγρη με μαστουρωμένα μάτια σχεδόν τελειώνει από κάτω μου, αλλά βγαίνει από την φυλακή των χαδιών μου, ανοίγει τα μπούτια μου και ρουφάει με τα χείλη και με τη γλώσσα της τα ζεστά μου, υγρά χειλάκια… Κάνει εκεί κάτι το απερίγραπτο, δεν καταλαβαίνω, που τελειώνει η γλώσσα της και που είναι τα χείλη, και που είναι το αεικίνητο δαχτυλάκι, το οποίο σφίγγεται με τον ερχόμενο οργασμό, όμως, εγώ σταματώ, θέλω να μείνω στην κορυφή ακόμα, παρόλο που είναι τόσο δύσκολο τώρα – θέλουμε να τελειώσουμε μαζί, έλα, έλα, λίγο ακόμα…. Κρατήσου, κορίτσι μου, που γρυλίζεις, θέλω να σε γλείψω και άλλο. Απλώς μείνε ξαπλωμένη τώρα, και εγώ θα δαγκώσω τα δαχτυλάκια στα πόδια σου… Πόσο νόστιμα είναι τα πατουσάκια… Και τα δικά σου… Χαϊδεύουμε τα ποδαράκια μας, γλύφουμε τα πέλματα, ρουφάμε δάκτυλα, θέλω και πάλι να ανέβω πάνω της, να γλείψω την ανυπακοή κλειτορίδα της, να αφήσω τον εαυτό μου στα δάχτυλα και τα χείλη της… Πιάνω και με τα δυο χέρια τα στήθη της, τα σφίγγω, μια δυνατά, μια τρυφερά, πιέζω τις ρώγες της ανάμεσα στα δάχτυλα, αφήνω, σφίγγω ξανά…. δαγκώνω ελαφρά… όχι, τώρα εγώ… τώρα εγώ θα είμαι αυταρχική και δυνατή, θα σε πάρω, παλιοκόριτσο μου, θα σε βιάσω! Η φωνή σχεδόν φεύγει από τα χείλη της, οι κινήσεις των χεριών και των ποδιών έγιναν τελείως άτακτες, καταλαβαίνει τώρα – πού είναι, με ποιον είναι ?…την πιέζω στο κρεβάτι, τρίβω δυνατά την κοιλιά, τα βυζάκια, τα μπούτια της, θέλω περισσότερα, θέλω κάτι πιο δυνατό, πιο έντονο, και απρόσμενα και για μένα την ίδια της δίνω ένα χαστούκι, όχι δυνατό, και άλλο, και άλλο! Κολλάω στα χείλη της, δαγκώνω την γλώσσα και την ρουφάω… δεν αναστενάζει πια, γρυλίζει, ή κλαίει… κάτσε… τελικά απελευθερώθηκε, χώθηκε μέσα μου με δυο δάχτυλα, πιέζει με το άλλο της χέρι και ανεβαίνει πάνω μου, ακουμπώντας το πολύ ερεθισμένο κατάυγρο μουνάκι της στο πρόσωπο μου, και καταλαβαίνω, ότι τώρα δεν θα σταματήσουμε πια, επειδή δεν έχουμε πλέον δυνάμεις να αντέξουμε αυτό το πάθος, που αναβλύζει, σαν λάβα, και τις δυο μας τράβηξε η δύνη, γύρισε, έπνιξε, έβγαλε από την ανάποδη και πέταξε κάπου, όπου δεν υπάρχουν λόγια, και είναι μόνο η χαρά και μια βουβή κραυγή…

    – Ήρθε η ώρα για σένα να θυμηθείς κάτι, – αυτή με κοίταξε στα μάτια, και κατάλαβα, πως τώρα θα συμβεί κάτι σημαντικό, ανησυχητικό και χαρούμενο. – Θα σε πάω σε ένα μέρος, έχεις ξαναπάει ήδη μια φορά εκεί, αλλά το ξέχασες…

    …Ποιος είναι? Κοιτάζω αυτό το, χωρίς καμία αμφιβολία, πολύ γνωστό πρόσωπο, αλλά δεν μου φτάνει μια πολύ μικρή προσπάθεια, για να καταλάβω, ποιος είναι… Εκείνη χαμογελάει, είναι τόσο χαρούμενη, επειδή μπορεί επιτέλους να μου αποκαλύψει, ότι…

    – …ήταν πολλά χρόνια πριν. Εσύ ήσουν ακόμα πολύ μικρή. Εμείς ήρθαμε εκεί μαζί, – έκανε την κίνηση με το κεφάλι, δείχνοντας το εαυτό της, και αυτός ήταν μαζί μας επίσης… Τον ξέρω, μα ποιος είναι??? Εκείνος σήκωσε τα μάτια του…

    – Εκείνη η μέρα άλλαξε ολόκληρη τη ζωή μου, – χαμηλή φωνή, σπασμένη λίγο από το άγχος… – Αυτή η Γυναίκα…

    – Θα τα δει όλα μόνη της, – τον διέκοψε εκείνη. – Πάμε, – με πήρε από το χέρι… Στέγνη, ζεστή παλάμη, την οποία δεν θέλεις να αφήσεις.

    …Βράδυ. Είναι όλα τόσο παράξενα! Μια ασυνήθιστη λάμψη γύρω-γύρω, από που έρχεται αυτή? Είναι ήδη σκοτεινά, όμως, βλέπω τα πάντα, σαν να είναι φωτισμένα… Το σπίτι! Το καρδιοχτύπι μου έδειξε, ότι γνωρίζω αυτό το μέρος. Ένα ξύλινο σπίτι, μοιάζει με κινεζικό ναό. Θέλω να πάω πιο γρήγορα, όμως, δεν μπορώ – με τυφλώνουν τα δάκρυα…Το χέρι της σφίγγει το δικό μου, με κάνει να καταλάβω, πως αυτή ξέρει, τι αισθάνομαι αυτή τη στιγμή. Για ποιο λόγο κλαίω? Δεν ξέρω… Σαν να έσπασε ένα φράγμα, και… τώρα θα σκάσω από αυτή την επίπονη αίσθηση, έντονη προσμονή, ότι αμέσως τώρα θα θυμηθώ κάτι, που θα ανατρέψει όλες μου τις αντιλήψεις για τον εαυτό μου…Η πόρτα ανοίγει διάπλατα από μια μικρή κίνηση, αυτή αφήνει το χέρι μου, και ένα φύσημα του αέρα με σπρώχνει μέσα στο σπίτι… Όχι, περίμενε, μην φεύγεις, αλλά εκείνη δεν είναι εκεί πια, ο αέρας την πήρε… Στο βάθος του μισοσκότεινου δωματίου μια άλλη πόρτα ανοίγει αθόρυβα, εγώ κλαίω γοερά και πέφτω πάνω Της εξαντλημένη. Αυτή είναι γριά, και όμως, δεν με αφήνει να πέσω, με αγκαλιάζει σφιχτά.

    – Ορίστε, ήρθες επιτέλους. Είσαι και πάλι εδώ, κοριτσάκι μου. Κλαις… Δεν πειράζει, γίνονται αυτά.

    Το πρόσωπο της είναι γεμάτο ρυτίδες, Αυτή με χαϊδεύει, αλλά στα μάτια και στο χαμόγελο της δεν υπάρχει ούτε ίχνος από λύπηση. Κλαίω με λυγμούς από τις αισθήσεις, που με γεμίζουν, και Αυτή με κοιτάει, σαν να ήμουν παιδί, που κλαίει, επειδή έπεσε, όταν προσπαθούσε να μάθει να περπατά, – Αυτή ξέρει, ότι δεν είναι καν ο πόνος, είναι απλώς η σκόνη μπροστά από το κατώφλι της αιωνιότητας…

    Οι τρεις νεαρές γυναίκες με συγκρατημένη, αλλά φιλική περιέργεια με παρατηρούν από την πόρτα. Μοιάζουν σαν τρίδυμα μεταξύ τους – με μακριές μαύρες πλεξούδες, μακριά μαύρα φορέματα…. Τις κοιτάζω καλύτερα – όχι, είναι τελείως διαφορετικές, μόνο από απόσταση δείχνουν ίδιες… Γελάνε.

    – Δεν είμαστε τρίδυμα, απλώς θέλαμε για λίγο να μοιάζουμε:)

    – Δεν τις θυμάσαι?:) Μα φυσικά, δεν τις θυμάσαι, είναι οι γυναίκες του γιου μου.

    Στη γωνία του δωματίου εμφανίστηκε ένας πολύ ψηλός άνθρωπος, οι γραμμές του οποίου σχεδόν αμέσως θόλωσαν, και άρχισε να φαίνεται σαν μακρύ κερί με αδύναμη κίτρινο-λευκή λάμψη.

    – Ορίστε, βλέπεις, ήδη έχεις αρχίσει να θυμάσαι, – Αυτή συνέχιζε να με χαϊδεύει.

    Αισθανόμουν, σαν να γύρισα σε ένα μέρος, το οποίο πάντοτε ήταν το σπίτι μου. Ποτέ και πουθενά δεν ένιωθα τόσο άνετα και τόσο ασφαλής. Η φροντίδα με την οποία είχαν ποτιστεί τα πάντα εδώ, έφτασε σε μια τέτοια ένταση, ότι μου κόστιζε μια τεράστια προσπάθεια να σταματήσω τα ποτάμια από δάκρυα, τα οποία ήρθαν από τελείως νέες για μένα αισθήσεις. Αυτό δεν έμοιαζε καθόλου με συναίσθημα… Δεν υπήρχαν καν συναισθήματα εδώ! Δεν έμοιαζε και με τις δικές μου συνηθισμένες αντιλήψεις. Κάτι άλλο, όχι τα συναισθήματα, πως να το πω…Δεν ήταν μεγαλειώδη, απλώς κάτι άλλο… Τα πάντα ήταν διαφορετικά, και ο κόσμος αυτός μου φαινόταν τόσο γνωστός. Πώς μπορούσα να τον ξεχάσω?

    …Μέσα στο δωμάτιο μπουσούλαγαν μωρά και με κοίταζαν με τα μάτια των γέρων. Κανένας δεν τα πρόσεχε… Κατάλαβα αμέσως, ότι είναι τα εγγόνια Της… Και εγώ? Ποια είμαι εγώ τελικά?

    Σπρώχνω της πόρτες, οι οποίες ανοίγουν μέσα στη νύχτα με το μοβ ουρανό. Η δεν είναι νύχτα αυτό? Πετρώδεις λόφοι, ένας κύκλος από βράχους στο χρώμα της άμμου, εκπέμπει σχεδόν αόρατο μαλακό φως… Πόσο ωραία είναι εδώ, – τέτοια γαλήνη και τόσο υπέροχα, όμορφα! Πάνω σε μια μεγάλη προεξοχή κάθεται μια ηλικιωμένη, ντυμένη με άσπρα κουρέλια, κοιτάει απόμακρα στο πορφυρό ουρανό και θηλάζει ένα βρέφος… Δεν είναι άνθρωποι! Αυτή η γριά και το βρέφος – απλώς μοιάζουν από μακριά με τους ανθρώπους! Πόσο καλά τους ξέρω, μου είναι οικείοι και γνωστοί, νιώθω μια έντονη συμπάθεια για αυτούς…

    Είναι ένα όνειρο? … ΕΊΝΑΙ ΌΝΕΙΡΟ!!! Υπάρχουν τόσο αληθοφανή όνειρα? Τον ξέρω αυτόν τον κόσμο! Οι αναμνήσεις πέφτουν πάνω μου σε μια ορμητική και δυνατή δύνη. Εδώ δεν υπάρχει ήλιος… Σε αυτόν τον μικροσκοπικό πλανήτη, χαμένο στις γωνίες του σύμπαντος, δεν υπάρχει ήλιος, εδώ είναι πάντοτε η μοβ νύχτα… Δεν γίνονται πόλεμοι και δεν υπάρχουν συναισθήματα, τα πάντα είναι διαφορετικά… Ατελείωτοι αμμώδεις λόφοι, ένας κοντινός πλανήτης, που μοιάζει με Σελήνη… και αυτοί δεν είναι άνθρωποι! Δεν μπορώ να το πιστέψω, ακόμα συνειδητοποιώ τον εαυτό μου στον ύπνο?

    – Γιαγιά! Γιαγιά! Το θυμήθηκα! – τρέχω μέσα στο σπίτι… Την ονόμασα γιαγιά???

    Τα μωρά έχασαν την ανθρώπινη μορφή τους… οι φωσφοριζέ μοβ βόλοι με χαζεύουν, και εγώ τα είδα όλα αυτά πολλές φορές, τον ξέρω αυτόν τον κόσμο.

    – Άντε, έλα, πήγαινε με στη γιαγιά! Πιο γρήγορα, χάνω την συνειδητοποίηση… Πιο γρήγορα! … – ο ήλιος ήδη με ξύπνησε, μα με όλο μου το είναι ήμουν ακόμα εκεί – στον μικροσκοπικό πλανήτη με πορφυρό ουρανό και αμμώδεις λόφους, που εκπέμπουν το μαλακό, σχεδόν άπιαστο φως.

    Για πολλή ώρα ακόμα ξάπλωνα, μη θέλοντας να αποχωριστώ με το μοβ άρωμα, που ξεγλιστρούσε, με την αραιωμένη αίσθηση του μη-ανθρώπινου κόσμου. Όταν βλέπω τέτοια όνειρα, γίνεται απολύτως ξεκάθαρη η αχρησία της υπόθεσης, την οποία περνάνε η ψυχολόγοι για επιβεβαιωμένο με πειράματα συμπέρασμα, πως τα όνειρα είναι η ένωση των αντιλήψεων του ξύπνιου. Δεν ξέρω, τι είναι περισσότερο πραγματικό – ο πορφυρός πλανήτης η κοιλάδα Κούλου. Πώς να μετρήσω την πραγματικότητα – μη-πραγματικότητα και του ενός και του αλλού? Εάν βασιστώ στο βάθος και την ένταση των συναισθήσεων, τότε φυσικά, εκείνος ο πλανήτης είναι πιο πραγματικός από αυτή την κοιλάδα. Συνήθως βλέπω τα κανονικά όνειρα, στα οποία δεν έχω κανένα έλεγχο – αυτό μοιάζει με κατάσταση, όταν εγώ θα είχα μεθύσει τελείως, όντας ξύπνια. Μα όποτε «ξεμεθώ» στον ύπνο μου, τότε δεν υπάρχει καμία σύγχυση, όλα τα χρώματα γίνονται μαγευτικά όμορφα, και οι μορφές – ολοκληρωμένες και ζωντανές. Δεν ξέρω, τι πρέπει να κάνω, για να γίνει μόνιμη η συνειδητοποίηση του εαυτού μου στον ύπνο, αλλά δεν έχω καμία αμφιβολία, ότι εάν αυτό θα συμβεί, δεν ξέρω, σε ποια ζυγαριά θα ζυγίσω αυτούς τους δυο κόσμους, για να καταλάβω, ποιος είναι περισσότερο πραγματικός. Όταν σκέφτομαι για αυτό, ο κόσμος του ξύπνιου σαν να κάνει ένα βήμα εμπρός στον κόσμο του ονείρου, – σαν να μετατοπίζεται μια συνηθισμένη ρύθμιση, και κάθε φορά έρχεται μια τρελή σκέψη – ίσως ανάμεσα σε αυτά δεν υπάρχει κανένα σύνορο?