Μέσα από τα πυκνούς θάμνους της μαριχουάνας μου χαμογελούσε ο τεράστιος Σίβα με μπλε πρόσωπο, είχε την συνηθισμένη κόμπρα, τυλιγμένη γύρω από τον μυώδη λαιμό του. Τα μάτια του, μάλλον, θα έπρεπε να εκδηλώνουν την φωτισμένη κατάσταση, αλλά στην πραγματικότητα εκείνος έμοιαζε πιο πολύ με έναν μαστουρωμένο, μέχρι που δεν παίρνει άλλο, χίπη. Πίσω από το κεφάλι του Σίβα είναι ένας μικρός ναός, περικυκλωμένος με δίμετρα δενδρύλλια της κάνναβης, μέσα στα οποία καθόταν ένας σάντχου και κάπνιζε ναργιλέ με όρεξη.
Αυτός σήκωσε τα κόκκινα μάτια του, που γυάλιζαν από τον καπνό, χαμογέλασε, και εκπνέοντας με θόρυβο των καπνό, με χαιρέτησε με μια τραχιά φωνή.
– Καλώς ήρθες στην οικεία του λόρδου Σίβα:) – το χαμόγελο δεν έφευγε από το μελαψό του πρόσωπο. – Θέλεις να καπνίσεις μαζί μου? Θέλεις να μιλήσεις με τον Σίβα μαζί μου?
– Εγώ δεν καπνίζω.
– ??? Εδώ όλοι καπνίζουν.
– Δεν είναι παράνομο αυτό?
– Αυτό απαγορεύεται, βέβαια…τυπικά απαγορεύεται, αλλά πρακτικά ο νόμος αυτός δεν δουλεύει. Και στο ναό του Σίβα επιτρέπεται να καπνίσεις με το νόμο :)
– ?
– Δεν το ήξερες, ότι το κάπνισμα του χόρτου είναι μια από τις τελετές τον Σιβαϊτών? …Ορίστε, τώρα το ξέρεις, να και κάτι σωστό από εμένα:) Εδώ μπορείς να καπνίσεις, όσο θέλεις, έχω πολλούς φίλους από όλο τον κόσμο, και όλοι αυτοί έρχονται εδώ να καπνίσουν μαζί μου. Αυτό αρέσει στον Λόρδο Σίβα.
– Από που το ξέρεις εσύ αυτό?
– Μα είναι οφθαλμοφανές:)
– Είσαι ένας σάντχου?
– Ήμουν κάποτε σάντχου, αλλά τώρα μένω εδώ, προσέχω τον ναό – σκουπίζω το πάτωμα, ξεσκονίζω, φέρνω αρωματικά ξυλάκια στον λόρδο μου Σίβα:)
Εκείνος χαμογελούσε συνέχεια, όμως, έκανε μια αρκετά δυσάρεστη εντύπωση, – σαν να μην μιλούσα με έναν άνθρωπο, αλλά με έναν κάκτο, ο οποίος περνάει καλά εκεί, που τον φύτεψαν, και δεν χρειάζεται τίποτε άλλο. Σε όλες τις επόμενες ερωτήσεις για την πρακτική του ο σάντχου απαντούσε με ανόητες φράσεις του τύπου «Ο Σίβα είναι παντογνώστης, και για αυτό παντοδύναμος», και εγώ βιάστηκα να αποχαιρετήσω και αυτόν, και τον ναό του, που έμοιαζε περισσότερο με το χρωματιστό στέκι του ναρκομανή, παρά με ένα μέρος για πρακτική.
Ναι, αυτό, μάλλον, είναι πολύ βολικό – να κρυφτείς πίσω από διάφορους Σίβες, νομιμοποιώντας με αυτόν τον τρόπο τους πόθους και τα συμφέροντα σου. Θυμάμαι, πως κάποτε στη Μόσχα αποφάσισα να πάω σε μια εσωτερική συγκέντρωση των Σιβαϊτών, – με ενδιέφερε ο, τι έχει σχέση με την λεγόμενη πνευματική αναζήτηση, και έμπαινα σε όλες τις τρύπες, παρακινούμενη από την επιθυμία να βρω έστω κάποια πηγή σε αυτήν τη πέτρινη μοσχοβίτικη έρημο. Περπατώντας σε έναν άστρωτο δρόμο, που οδηγούσε στο πέρασμα, θυμήθηκα εκείνη την ιστορία…
… πήγα σε μια συνέλευση της Σιβαϊτικής «πνευματικής κοινότητας» σε ένα από τα γνωστά σχολεία ύπνωσης της Μόσχας. Ήταν η μέρα της έναρξης, ήρθαν και κάποιοι πρωτάρηδες, αρχάριοι, και κάποιοι άλλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους. Από την αρχή με κατέπληξε το ότι ζήτησαν απ` όλους να συστηθούν κα να μιλήσουν για τη δουλειά τους. Απάντησα με προσοχή, ότι τώρα βρίσκομαι σε αναζήτηση, μη θέλοντας αμέσως να δημιουργήσω ένταση, λέγοντας, ότι δεν καταλαβαίνω, τη σχέση έχει η δουλειά μου με την υποτιθέμενη πνευματική πρακτική. Ο Κόστια, επικεφαλής σε αυτή την κοινότητα, άρχισε να λέει κάτι στην κοπέλα για έναν πνευματικό δάσκαλο από την Ινδία. Έδειχνε σίγουρος για τον εαυτό του και μετρημένος. Όπως και να έχει, δεν γλιτώσαμε την αντιπαράθεση, επειδή σε λίγο άκουσα μια φράση, από την οποία και ξεκίνησαν όλα:
– …υπήρχαν κάποια σημάδια, από τα οποία θα μπορούσες να καταλάβεις, ότι ο Βιτζάι είναι φωτισμένος.
– Θα μπορούσα να μάθω, ποια σημάδια είναι αυτά? – μπήκα εγώ στη συζήτηση.
Ο Κόστια γύρισε προς το μέρος μου, στο πρόσωπο του φάνηκαν η αμηχανία και απορία.
– Αυτός ποτέ δεν καλεί κανέναν να έρθει.
– Και αυτό είναι αρκετό, για να υποθέσεις, ότι είναι φωτισμένος?
– Ναι, είναι, επειδή αυτοί, που καλούν, είναι απατεώνες.
– Και εγώ αυτό σκέφτομαι για εκείνους, που τραβούν τον κόσμο να τους δει. Αλλά αυτό σημαίνει, ότι οποίος δεν καλεί – είναι φωτισμένος?
(η φωνή του κόσμου, επιθετικά): «κοπελιά, εάν σας ενδιαφέρει, φωτισμένος είναι η όχι, πηγαίνετε σε αυτόν και δείτε μόνη σας, τι θέλετε πια από τον Κόστια?»
– Συμφωνώ, ότι δεν μπορώ ακόμα να καταλάβω, τι άνθρωπος είναι ο Βιτζάι, βασισμένη μόνο στα λόγια του Κόστια. Άλλο με ενδιαφέρει – γιατί ο Κόστια τον θεωρεί φωτισμένο;
– Ο Βιτζάι πάντα κάνει αυτό, που λέει. Εάν λέει, πως θα έρθει στις έξι, έρχεται ακριβώς στις έξι, – ο Κόστια απέκτησε και πάλι την αυτοπεποίθηση του.
– Δηλαδή, εσύ θεωρείς, ότι η συνέπεια – είναι ένα σημάδι της φώτισης? Και ο συνεπής μπίζνεσμαν – είναι και αυτός φωτισμένος?
– Μα όχι, βέβαια. Όμως, εάν ο Βιτζάι δεν θα ήταν συνεπής, αυτό θα σήμαινε, πως δεν είναι φωτισμένος σίγουρα.
– Ας πούμε, αλλά αυτό σημαίνει, ότι είναι φωτισμένος? Αυτά είναι όλα τα σημάδια – δεν φωνάζει κανένα πουθενά και πάντοτε φτάνει στην ώρα του, ή υπάρχουν και άλλα?
– Όχι, δεν είναι όλα, φυσικά. Βλέπω το φως μέσα του.
– Ο! Είναι παράξενο, ότι δεν ξεκίνησες με αυτό… Και τι είδος φως είναι? Πού το βλέπεις? Πώς? Το βλέπεις με τα μάτια σου?
– Έχω πιο πολύ ανεπτυγμένα κιναισθητικά-αισθητικά κανάλια…
– Αυτό δεν το καταλαβαίνω. Το βλέπεις με τα μάτια, ή αλλιώς?
– … Ε ναι, με τα μάτια.
– Και μπορείς να μου περιγράψεις αυτό, που βλέπεις?
(οι επιθετικές φωνές στο πλήθος): «ορίστε, αρχίσαμε… τι ανάκριση είναι αυτή…γιατί θέλετε να το μάθετε?», «γιατί κάνετε όλες αυτές τις ερωτήσεις? Για ποιο λόγο ήρθατε εδώ?», «υπάρχει διαίσθηση, με τη βοήθεια της οποίας μπορείς να καταλάβεις, τι σόι άνθρωπος βρίσκεται μπροστά σου».
– Και τι είναι η διαίσθηση? – Με αυτή την ερώτηση είχα ξεσηκώσει τελείως τη σφηκοφωλιά. Κυματισμός των συναισθημάτων απ` όλες τις μεριές – «διαίσθηση??? Δεν γνωρίζετε, τι θα πει διαίσθηση???? Όταν βλέπεις και ξέρεις – αυτή είναι η διαίσθηση!»
– Εσείς συγκεκριμένα τι ονομάζετε διαίσθηση? Πώς το νιώθετε, πώς το ξεχωρίζετε από τα αλλά συναισθήματα, πείτε μου με περισσότερες λεπτομέρειες.
– Τα ρεύματα της ενέργειας στα τσάκρα μου πάντα μου λένε για τον άνθρωπο, που βλέπω μπροστά μου, – ο Κόστια και πάλι πήρε την κουβέντα υπό έλεγχο, χαμογελώντας ησυχαστικά στους υπόλοιπους,.
– Ποιο πράγμα εσύ ονομάζεις ως ρεύματα της ενέργειας και τι είναι τα τσάκρα?
– Η τσάκρα στη σανσκριτική γλώσσα σημαίνει ρόδα.
– Πολύ ωραία, και πώς τα αντιλαμβάνεσαι?
(Το πλήθος συγκρατείται με δυσκολία, φωνάζοντας που και που): «Τραβάτε όλη την προσοχή στον εαυτό σας, δεν αφήνετε τους άλλους να μιλήσουν, και οι άλλοι πολλοί θέλουν να κάνουν άλλες ερωτήσεις», «Αφήστε και τους άλλους να μιλήσουν».
– Ώστε δεν σας ενδιαφέρει αυτό το θέμα? Δεν θέλετε να αναζητήσετε την αλήθεια?
– Με ενδιαφέρει πολύ, αλλά ας το αναβάλλουμε για αργότερα, τώρα πρέπει να ακούσουμε και τους άλλους.
– Όταν εσείς έχετε κάποια αντίληψη, μπορείτε να την ονομάσετε, να την περιγράψετε. Ας πούμε, ότι εγώ νιώθω τρυφερότητα – μπορώ να γεμίσω δέκα σελίδες, εξηγώντας – πως το αισθάνομαι αυτό, τι συμβαίνει παράλληλα, πως η αίσθηση αυτή εκδηλώνεται και τα λοιπά. Συμφωνείτε μαζί μου? Αλλά δεν μπορείτε τώρα να περιγράψετε, τι ακριβώς ονομάζετε διαίσθηση.
– Αφού είναι κατανοητό και προφανές για όλους, γιατί να το περιγράψω?
– Δεν είναι κατανοητό για μένα. Και νομίζω, πως ο καθενός εννοεί κάτι δικό του, αυτός είναι και ο λόγος που ρωτάω, τι εννοείτε εσείς.
– Η δική μου διαίσθηση μου λέει όμως, πως δεν ήρθατε εδώ έτσι απλά. Εσείς θέλετε κάτι, αλλά κρύβετε τις αληθινές προθέσεις σας. Ίσως, είστε ψυχολόγος και κάνετε μια μελέτη για μας. Νιώθω, πως αυτά που λέτε, δεν είναι αλήθεια. Αυτό, μάλλον, είναι το επάγγελμα σας – να κάνετε τέτοιες μελέτες.
– Εσύ θεωρείς τον εαυτό σου άνθρωπο, ο οποίος προσδοκεί να βρει την ελευθερία και την αλήθεια ?
– Εννοείται.
– Και τότε γιατί δεν σου αρέσουν οι ερωτήσεις μου? Αφού εγώ τώρα προσπαθώ να μάθω την αλήθεια.
– Τώρα εγώ θα ελέγξω, πόσο πολύ έχετε Εσείς προοδεύσει πνευματικά! Απαντήστε μου σε μια τέτοια ερώτηση – τι είναι η «ντχαράνα»? – ο Κόστια είχε πλέον αγριεμένο ύφος.
– Δεν έχω ιδέα. Εσύ τι ονομάζεις με αυτή τη λέξη?
– Μεταφράζεται από τη σανσκριτική ως «συγκέντρωση». Τι είναι αυτό?
– Δεν γνωρίζω. Εσύ τι ονομάζεις με αυτό?
– Μα εσείς δεν ξέρετε τίποτα! Θα πρέπει να μαθαίνετε και να μαθαίνετε, δεν έχετε καμία πείρα, πώς μπορώ εγώ να σας εξηγήσω κάτι?
– Δεν ζητάω εξηγήσεις, ζητάω περιγραφές.
(ο κόσμος, επιθετικά): «γιατί ήρθατε εδώ? Εάν έχετε κάποιο απώτερο σκοπό, να μας πληρώσετε, επειδή καθόμαστε εδώ μαζί σας».
– Κόστια, σε κοιτάω τώρα και λέω: έκανες δεκαπέντε χρόνια γιόγκα και αυτή τη στιγμή νιώθεις τέτοιο μίσος για μένα…
(Φωνές στο πλήθος): «Και τι μ` αυτό?», «Αυτή μας κάνει το βαμπίρ», «Εσύ η ίδια έχεις βουλιάξει στο μίσος», «Κοιτάξτε, πως καθόσαστε, η ίδια είστε μέχρι το λαιμό στα προβλήματα, είστε πιεσμένη, ανησυχείτε, αδιαφορείτε για τους άλλους…», «έχετε κακό σκοπό, κάνετε κακό σε όλους και είστε υπεύθυνη για αυτό…», «για ποιο λόγο τα χρειάζεστε όλα αυτά? Γιατί ζητάτε απαντήσεις? Γιατί ήρθατε εδώ?»
Επιτέλους, ο Κόστια έβγαλε το συμπέρασμα:
– Είναι πολύ δύσκολο να συζητάω μαζί σας, εγώ… δεν θέλω να πω, ότι είστε κακός άνθρωπος…
– Μα το σκέφτεσαι, έτσι?
– Πρέπει να ξέρετε τους κανόνες της συμπεριφοράς, την ηθική, πρέπει να είμαστε ευγενικοί μεταξύ μας.
– Με συγχωρείτε, αλλά δεν ήρθα εδώ να πιω τσάι στη κουζίνα, ήρθα να μιλήσω με τους ανθρώπους, που πιστεύουν, ότι αναζητούν την αλήθεια…
Με αυτόν το τρόπο, η κουβέντα συνεχίστηκε περίπου για μια ώρα – όσο περισσότερο εγώ προσπαθούσα να τους συγκρατήσω στην συζήτηση κάποιου συγκεκριμένου θέματος, σε κάτι αντικειμενικό, τόσο πιο πολύ καχύποπτοι αυτοί γίνονταν, και άρχισαν να με κατηγορούν, ότι απαιτώ από αυτούς κάτι, ότι τους καταπιέζω. Ενώθηκαν εναντίον μου, εναντίον σε έναν κακό και πονηρό άνθρωπο. Όλοι τους υποψιάζονταν κάτι φριχτό για μένα, μα τι – δεν ήξεραν, και γίνονταν ακόμα πιο νευρικοί.
Μετά έγινε ακόμα κάτι περίεργο. Όλη η παρέα μεταφέρθηκε σε άλλη αίθουσα. Η προσοχή στράφηκε πια σε έναν δημοφιλή κοκαλιάρη ειδικό στην ύπνωση από τη Μόσχα (ας τον ονομάσω Γ). Αυτός προσπαθούσε με κάθε ευκαιρία να δείξει, ότι είναι ένα απλό παιδί, αλλά έτσι γινόταν ακόμα πιο πολύ φαντασμένος και στημένος. Τα μικροσκοπικά του κλέφτικα ματάκια επίσης προσπαθούσαν να πείσουν, πως μπορούν να βλέπουν οποιοδήποτε, μα παρόλα αυτά δεν έμοιαζαν λιγότερα με δυο ορθάνοιχτες οπές, που υποκρίνονται, ότι είναι δυο ανθρώπινα μάτια. Όλοι μιλούσαν γλυκά, γελούσαν. Άρχισε η τελετουργία του τσάι, με κάποιους ειδικούς κανόνες. Επικεφαλής ήταν ο Γ. Εγώ αρνήθηκα να συμμετάσχω, επειδή δεν μου αρέσουν καθόλου οι τελετές.
Ο Γ. ανήγγειλε με αριστοκρατικό ύφος, ότι αυτή εδώ η τελετή αφιερώνεται στον μέγα δάσκαλο Σίβα, δημιουργό των πάντων. Εγώ αμέσως ένοιωσα την επιθυμία να του κάνω μια ερώτηση για τον «Σίβα», αλλά ταυτόχρονα ένιωσα την ανησυχία. Να πάρει, αυτός κάνει ύπνωση, είναι αυθεντία, ποιος ξέρει, τι πράγμα μπορεί να κάνει σε μένα, δεν μπορώ καν να φανταστώ, τι. Όπως και να έχει, είναι σημαντική προσωπικότητα, ορίστε, έχει ακόμα και τη δική του σχολή, άρα, όλα αυτά δεν έγιναν από το τίποτα, μιας και όλοι τρέφουν τέτοιο σεβασμό για αυτόν. Έφτασαν κιόλας και άλλα άτομα, περίπου τριάντα μαζί με τους υπόλοιπους… αλλά δεν αντέχω να μένω με τον φόβο στα σπλάχνα, είναι σαν βαρίδι, το οποίο κουβαλάς για πολύ καιρό ακόμα, και δεν μπορείς με τίποτα να το ξεφορτωθείς, έτσι δυο λεπτά αργότερα έσφιξα ιδρωμένες από το άγχος χούφτες μου και του έκανα μερικές ερωτήσεις, στις οποίες εκείνος αρνιόταν κατηγορηματικά να απαντήσει, παρά το μόνιμο χαμόγελο στο πρόσωπο του. Εγώ επέμενα, και όταν εκείνος προσπάθησε να κάνει, πως δεν καταλαβαίνει, ότι απευθύνομαι συγκεκριμένα σε αυτόν, χαμογελώντας γλιστερά στην γειτόνισσα του, γυρνώντας το πρόσωπο του με κάθε τρόπο, για να μην με βλέπει, εγώ τον φώναξα με το όνομα του και απαίτησα να λύσει της απορίες μου. Στο τέλος ο Γ. μου είπε, ότι θα απαντάει σε ερωτήσεις μόνο μετά από τρίτο φλιτζάνι, όταν θα μπούμε στο διάστημα του τσαγιού.
Όταν μπήκαμε στο διάστημα του τσαγιού, ο Γ. ζήτησε απ` όλους να συστηθούν και να πουν, με τι ασχολείται ο καθένας. Πάρα πολλοί έλεγαν, ότι τους ενδιαφέρει μόνο η απελευθέρωση. Ο Κόστια, που για τον εαυτό του ανέφερε σεμνά, ότι είναι «γιόγκι», είπε επίσης, πως τον βασανίσει η διχόνοια στην πατρίδα του, ότι γύρω βασιλεύει το χάος, και ότι αυτός ονειρεύεται να δημιουργήσει μια τέτοια κοινωνία, όπου όλοι θα είναι ενωμένοι και όλα θα είναι πολύ καλά. Κάποια αλλά άτομα είπαν, ότι όλη τους η ζωή είναι η λατρεία του Σίβα. Ο ίδιος Γ. είπε, πως μόλις πριν λίγο καιρό ασπάστηκε τον Σιβαϊσμό και επιτέλους βρήκε τον εαυτό του…
– Και ποιον ή τι εσείς ονομάζετε «Σίβα»? – εγώ αποφάσισα τελικά να ξεκαθαρίσω τα πράγματα.
Ο Γ. αμέσως ένιωθε δυσαρέσκεια, αλλά προσπάθησε να μην το δείξει. Κατά τη διάρκεια όλης της μετέπειτα συζήτησης αυτός δεν με κοίταζε στα μάτια, όταν των ρωτούσα κάτι, γύριζε αλλού και επέμενε να υποκρίνεται, ότι δεν καταλαβαίνει, πως κάνω ερωτήσεις συγκεκριμένα σε αυτόν, ωστόσο, χαμογελούσε και υποκρινόταν, πως είναι απολύτως ήρεμος..
– Ο Σίβα είναι ο μέγας γιόγκι.
– Δηλαδή, λατρεύετε μια ιστορική προσωπικότητα?
– Όχι, δεν υπήρχε τέτοια ιστορική προσωπικότητα.
– Τότε ποιον προσκυνάτε λοιπόν?
– Τον θεό, όπως και να το πείτε – μπορείτε να τον λέτε και Μπράχμα.
– Και τι είναι τελικά?
– Υπάρχει μια τέτοια μορφή…
– Ώστε λατρεύετε μια μορφή?
– Όχι.
– Ίσως, τον βλέπετε με κάποιον τρόπο?
– Όχι, δεν βλέπω.
– Λοιπόν, τι εστί «Σίβα»?
– ΠΩΣ ΤΟΛΜΆΤΕ ΝΑ ΛΈΤΕ «ΤΙ», όταν μιλάτε για τον Σίβα! Άντε να διαβάσετε μερικά βιβλία. Εάν Εσείς δεν έχετε γνώσεις, γιατί δεν καθόσαστε ήσυχα σε μια γωνία και δεν ακούτε?
– Επειδή δεν καταλαβαίνω, για ποιο πράγμα εσείς μιλάτε. Λατρεύετε κάτι, που εσείς ονομάζετε «Σίβα». Μπορείτε να μου εξηγήσετε, τι είναι αυτό?
– Σίβα – είναι τα πάντα, ακόμα και αυτό το τσάι.
– Και τότε γιατί δεν λέτε Σίβα, Σίβα, Σίβα, και λέτε – φερτέ μου ένα φλιτζάνι τσάι?
– Αδύνατον να το εξηγήσω με τα λόγια! Απλώς θέλετε να καταλάβετε τα πάντα με το νου! Και ο Σίβα δεν μπορεί να κατανοηθεί έτσι!
– Συγνώμη, ποιον ή τι δεν μπορώ να καταλάβω με το νου μου? Εσείς μπορείτε να το περιγράψετε? Έστω με κάποιον τρόπο?
Όσο αυτός απέφευγε να απαντήσει, εγώ πρόσεξα τους δυο πιστούς υπηρέτες του Σίβα, οι οποίοι σχεδόν πιάστηκαν στα χέρια, πολεμώντας για το προνόμιο να τελέσουν την πούντζα [προσευχή στους θεούς στην ινδουιστική θρησκεία], μαλώνοντας με άγρια ψιθυριστά. Αυτό υπερχείλισε το ποτήρι, και δήλωσα ανοιχτά, ότι θεωρώ την άποψη του ψεύτικη και δειλή, και ότι ο καθένας εκεί μέσα προσπαθεί να εξυπηρετήσει το δικό του συμφέρον και δεν ασχολείται με κανέναν τρόπο με την αναζήτηση της αλήθειας… Άρχισε ένας χαμός! Οι καλοσυνάτοι Σιβαϊτές διέκοψαν τον σαματά τους δίπλα από το μόλις φτιαγμένο βωμό, και, κοκκινίζοντας από το μίσος, άρχισαν να με αποκαλούν βαμπίρ, απαιτούσαν να σωπάσω, όμως, δεν τολμούσαν να με διώξουν – ποιος ξέρει γιατί, μάλλον, φοβόντουσαν. Όπως και να έχει, το ενδιαφέρον μου είχε κοπάσει, και πήγα προς την έξοδο. Πίσω μου ακούονταν οι φωνές: «Φτάνει να μας κανείς τον βαμπίρ!», «Αδύνατον να της εξηγήσεις κάτι! Το μόνο που ήθελε είναι να αντιμιλήσει…», «είσαι μια κακία, κρύα, σκληρή βαμπίρισσα», «δεν μας αρέσει η παρέα σας», «δεν έχει μέσα της ούτε την καλοσύνη, ούτε ζεστασιά», «γενικώς γιατί ήρθατε εδώ? Να μας κοροϊδέψετε ίσως?» Φεύγοντας, ένιωθα την αληθινή ελευθερία λόγο του ότι δεν είμαι στην ίδια κιβωτό με αυτούς τους σαπισμένους από το μίσος «κυνηγούς της αλήθειας»…
…Ξετινάζοντας από πάνω μου την μυρωδιά της αποσύνθεσης αυτών των αναμνήσεων, ανακάλυψα, πως είχα σκαρφαλώσει ψηλά και έφτασα σε ένα ακόμα ντόπιο αξιοθέατο – στον αρχαίο ναό της Κάλι. Πριν πάω στην Ινδία, με κάθε σκέψη για το ινδουιστικό ναό στο σώμα μου περνούσε ένα μικρό κύμα της έξαρσης και προσμονής. Στη φαντασία μου οι ναοί αυτοί δεν ήταν απλώς πέτρες, ούτε επιτεύγματα της αρχιτεκτονικής επιστήμης, όμως, στην πραγματικότητα αποδείχτηκαν ακριβώς τέτοια πράγματα.
Ο, θα ήθελα να μάθω, ποιος είναι αυτός? Μοιάζει με γιάκ – μεγαλόσωμο τριχωτό κοντό ζώο, σαν τεράστιο χνουδωτό παιχνίδι, το οποίο θέλεις να χαϊδεύεις και να αγκαλιάσεις. Τα γιάκ ήταν σκεπασμένα με στολισμένους χασέδες και στέκονταν ακίνητα δίπλα στους ιδιοκτήτες τους, που καλούσαν ο καθένας με τον δικό του τρόπο τους τουρίστες να φωτογραφηθούν με τα ζώα. Εγώ πλησίασα ένα από αυτά, τα μάτια του έμοιαζαν με δυο στρογγυλά και υγρά αμύγδαλα. Χάιδεψα την μαλακή και πολύ ωραία στην αφή μουσούδα και ένιωθα με τη παλάμη μου την δυνατή και ζεστή ανάσα του. Κάποιος με τράβαγε επίμονα από το μανίκι… Αγόρι!
– Τι θέλεις?
– Κρόκος, πολύ φθηνά, – μου έδειξε ένα μικρό κουτάκι.
Μου άρεσε αυτό το παλικαράκι, δεν είχε αυτό το αλαζονικό θράσος, που κάνει όλους τους πωλητές τις Ινδίας να μοιάζουν, σαν αδέρφια. Τον φώναξα παραπέρα να ρωτήσω για τη ζωή του, και αυτός με ακολούθησε υπάκουα.
– Εσύ μιλάς αγγλικά?
– Λιγάκι.
– Πηγαίνεις σχολείο?
– Όχι.
– Δεν μαθαίνεις τίποτα, δηλαδή?
– Σχολείο – όχι.
Ναι, μάλλον μιλάει πολύ λίγο αγγλικά.
– Πόσο χρονών είσαι?
– 12… Ma`am, έχω το πιο φθηνό κρόκο και είναι πολύ καλό.
Σαν του κοριτσιού ήταν τα μάτια του, όταν αυτό ονειρεύεται τους πρίγκιπες, […Λογοκρίνονται…]
– Εντάξει, ζιζάνιο, κράτα πενήντα ρουπίες, έτσι απλά… θα πάω στο ναό, είναι προς τα εκεί?
– Ναι, εκεί… Ma`am, έχω το πιο φθηνό κρόκο… – γουρουνάκι! Σαν να μην παρατήρησε, ότι του είχα δώσει τα λεφτά και συνεχίζει την δική του βαρετή προσπάθεια να μου φόρτωση το εμπόρευμα.
Κούνησα το χέρι μου και έφυγα, διώχνοντας τα άλλα αγόρια, τους ιδιοκτήτες των γιακ και απλούς ζητιάνους.
Έβγαλα τα παπούτσια μου, σύμφωνα με ντόπιους κανόνες, και ένα δροσερό πέτρινο μονοπάτι με οδήγησε στον κέντρο των χρωμάτων, κουδουνιστών βραχιολιών, αρωμάτων, πορτοκαλί λουλουδιών, μουσικής, συναισθημάτων, υγρών κορμιών, ινδικών κοριτσιών με μεγάλα μάτια, ξεραμένων στα ταξίδια σάντχου… Πήγα κοντά στο ναό και κοίταξα μέσα, – η κούκλα, που αντιπροσώπευε την θεά Κάλι, βούλιαζε στις σειρές από λουλούδια, αρωματική ομίχλη και πολύχρωμες ρουπίες. Οι θρησκεύτηκες γιορτές στην Ινδία – είναι τα αληθινά γλέντια, όπου οι άνθρωποι γελάνε και χορεύουν. Τρομάζω να θυμηθώ, πως είναι οι χριστιανικές γιορτές, πάντοτε ήθελα να μείνω όσο πιο μακριά γίνεται από αυτό το σκότος. Τα καλλιεργημένα πάθη και δοξασμένη αίσθηση της προσωπικής χωλότητας – δεν είναι για μένα αυτό, ωστόσο, και ο ινδουισμός με την πιο προσεκτική ματιά δεν μου προκάλεσε τίποτα, εκτός από μια ελαφριά συμπάθεια για την επιφανειακή άνεση του. Δεν ήθελα να ασχοληθώ περισσότερα με αυτή την θρησκοληψία, – η συντριπτική πλειοψηφία των ινδουιστών μου έκαναν εντύπωση ως ανώριμα πλάσματα, τα οποία δεν αναζητούσαν την αληθινή χαρά στις τελετές τους, μα κάποιο στήριγμα για την καθημερινότητα τους.
Τι ωραία ποδαράκια! Μικρά και τόσο περιποιημένα…Το βλέμμα μου γλίστρησε πιο ψηλά και ανακάλυψε ένα σφριγηλό ποπό, καλυμμένο με το τζιν, και ακόμα πιο ψηλά – ξεδιάντροπα όρθιες μέσα από το λευκό φανελάκι ρώγες… τα ανυπάκουα βέλη των χρυσαφένιων μαλλιών… Σαν μαγνήτης με τράβηξε κάτι σε αυτό το διαβολάκι με λεπτά πατουσάκια.
– Γεια σου:)
Τα ζωηρά καστανά ματάκια, απ` ότι φαίνεται, κατάλαβαν τα πάντα, ή έψαχναν και αυτά το ίδιο με μένα?
– Γεια:) Είμαι η Κρίστι.
– Με λένε Μάγια.
– Αυτό μοιάζει με παιδική γιορτή, έτσι δεν είναι?
– Ναι, μοιάζει πολύ!
– Παρόλο που είκοσι λεπτά πριν εδώ έσφαξαν μια κατσίκα. Το είδες?
– Όχι. Θυσία?
– Ναι, αφού είναι ο ναός της Κάλι. Γιόρταζαν τον γάμο εδώ σήμερα. Πρώτη φορά είδα, πως σκοτώνουν ένα ζώο.
– Και πώς σου φάνηκε?
– Παράξενη αίσθηση. Νομίζω, ότι αν αυτό δεν συνέβαινε εδώ, στην Ινδία, σίγουρα θα με έκανε να σιχαθώ, μα εδώ τα πάντα αντιλαμβάνονται διαφορετικά… Εδώ ο θάνατος δεν προκαλεί φρίκη. Κάποτε είδα ένα ανθρώπινο πτώμα στον δρόμο, στην Πορτογαλία, και μετά δεν μπορούσα να συνέλθω, όλη η ζωή μου γύρισε ανάποδα, για τέσσερις μέρες ονειρευόμουν να γίνω ξανά ο άνθρωπος, που ήμουν πριν από εκείνο το πτώμα. Είχα την εντύπωση, ότι έβγαλαν τα πάντα από μέσα μου, και έμεινε μόνο κενό – ούτε χαρά, ούτε φόβος, τίποτα. Και δεν μπορείς να κρυφτείς πουθενά από αυτό το κενό… Ενώ εδώ στο Βαρανάσι κάψανε μερικά πτώματα μπροστά μου, και δεν ένοιωσα τίποτα, δηλαδή, τίποτα απολύτως. Έτσι και τώρα δεν έχω καμία αποστροφή για τον θάνατο, κανέναν φόβο, όμως, εμφανίστηκε κάτι άλλο… πως να το περιγράψω… Κατάλαβα ξαφνικά, ότι ο θάνατος είναι αναπόφευκτος, καταλαβαίνεις? Στα μάτια του ζώου, που πέθαινε, είδα τη σκιά του θανάτου, τη σκιά αυτής της δύναμης, η οποία δεν θα σταματήσει μπροστά σε τίποτα. Μου φάνηκε, ότι ο χρόνος σταμάτησε… και ήθελα να αφουγκραστώ αυτή τη στιγμή… Ταξιδεύω στην Ινδία εδώ και πολύ καιρό, και συνέχεια συμβαίνει κάτι, που με τίποτα δεν ταιριάζει με τις συνηθισμένες αντιλήψεις μου για τη ζωή, μάλλον, για αυτό και περιφέρομαι, – σε αυτές τις στιγμές κάτι σταματάει στην αδιάκοπη ροή του συνηθισμένου κόσμου, το μάτριξ κάνει σφάλμα, και μπορείς να κοιτάξεις ΠΊΣΩ του.
Αυτή πατούσε από το ένα πόδι στο άλλο, και τα μάτια μου γλιστρούσαν συνέχεια – μια στις γυμνές πατούσες της, μια στις ρώγες, οι οποίες τώρα ήταν πολύ κοντά. Από το τόνο της φωνής της εγώ καταλάβαινα, ότι αυτή νιώθει τα βλέμματα μου και της αρέσει το παιχνίδι, που άρχισε. Τα σώματα μας σαν να κολλούσαν με παιχνιδιάρικο ερωτισμό, η κάθε λέξη δεν προοριζόταν μόνο για τα αυτιά, και η κουβέντα μετατράπηκε σε ένα συναρπαστικό παιχνίδι. Λες και είχαμε πιαστεί από τα χέρια και γυρίζαμε, κοιτάζοντας η μια την άλλη στα μάτια, ο κόσμος γύρω μας έμοιαζε με πολύχρωμη δύνη, που υψώθηκε προς τις κορυφές των πεύκων.
– Και τι βλέπεις εσύ εκεί, πίσω από το μάτριξ, πώς το βιώνεις?
– Σαν να έχω βγει από το κουκούλι μου και μπορώ να δω τον κόσμο και τον εαυτό μου από μια άλλη οπτική γωνία, από μια άλλη άποψη. Σαν να στεκόμουν όλη την ώρα στην ίδια θέση και έβλεπα τα πάντα από ένα ορισμένο σημείο, και κάθε μέρα θα είχα μόνο αυτή την θέα, αλλά ξαφνικά βρέθηκα κάπου αλλού, και φαίνεται, πως βλέπω τα ίδια πράγματα, αλλά είναι ένας τελείως διαφορετικός κόσμος.
– Είχες ποτέ σου κάποιες ξεχωριστές αντιλήψεις?
– Ποιες αντιλήψεις? – μπήκε σε σκέψεις αυτή…
Δεν μου έκανε για άνθρωπο, ο οποίος ροκανίζει τον εαυτό του, για να καταλάβει, τι σόι πλάσμα είναι, τι την τραβά. Της άρεσε να κολυμπά στις δικές τις ασυνήθιστες καταστάσεις, και αυτό, προφανώς, της ήταν αρκετό. Δεν έβλεπα μέσα της την απελπισμένη προσδοκία, μα ούτε και την φυτική επάρκεια όμως. Σίγουρα μου άρεσε να βρίσκομαι κοντά της, η θέληση της να απολαμβάνει το κάθε βήμα της με ξεσήκωσε, ήθελα να γελάω, να κάνω κωλοτούμπες, να παίζω μαζί της, να γίνουμε σαν δυο ζωάκια, τυλιγμένα σε μια χνουδωτή μπάλα από ουρές, πατούσες και αυτιά.
– Θα έλεγα έτσι: το ενδιαφέρον για τη ζωή σε τέτοιες στιγμές γίνεται ιδιαίτερα δυνατό, ιδιαίτερα ζωντανό. Εμφανίζονται διάφορες καλλιτεχνικές ιδέες… ξέρεις, εγώ ζωγραφίζω, και αυτό είναι ένας από τους λόγους, για τους οποίους πήγα στην Ινδία – εδώ η ζωή προβάλλει σε πιο διαφορετικές μορφές: οι χιονισμένες κορυφές, τα λιβάδια με τους φοίνικες, ο ωκεανός, τα ποτάμια στα βουνά… Και εδώ οι άνθρωποι έχουν τέτοια πρόσωπα!… Θέλω να φτιάξω το πορτραίτο σου, θα έρθεις?:)
– Φυσικά, θα έρθω.
– Εγώ μένω εκεί – εκείνη έδειξε την κατεύθυνση με το χέρι της, και πρόσεξα, πόσο όμορφα είναι τα χέρια της, γυμνασμένα, έμοιαζαν με πόδια ενός δυνατού, αλλά με χάρη ζώου, – στα βουνά. Εκεί μπορείς να ξαπλώσεις στο γρασίδι, να μαυρίσεις… Πίνεις κρασί?
– Καμιά φορά.
– Έχω τέλειο κρασί από Πορτογαλία, θα έρθεις αύριο το βράδυ?
Και βέβαια θα έρθω αύριο το βράδυ, κανονίσαμε την συνάντηση σε μια ιταλική καφετερία, μισοκρεμασμένη πάνω από πράσινη χαράδρα, με αντανάκλαση των χιονισμένων κορυφών στα μεγάλα σκούρα τζάμια των παραθύρων. Άφησα την Κρίστι κάτω από το μεγάλο δέντρο, δίπλα στο ναό της Κάλι, εκείνη ήθελε ακόμα να κολυμπήσει στον ωκεανό των προσώπων και εντυπώσεων, ενώ εγώ θέλησα να περπατήσω για λίγο μόνη μου, να δοκιμάσω να πιάσω κάποια ενδιαφέρον ιδέα. Η ερωτική συμπάθεια για αυτό το κορίτσι προκαλούσε κυματισμούς έμπνευσης, και ανυπομονούσα να την αφουγκραστώ, να πιάσω το μαλακό κύμα της, που ταυτόχρονα σε τραβάει επίμονα, και να διαφεύγω στους ανοιχτούς ορίζοντες της ζωής, η οποία γίνεται όχι κάπου απ` έξω, μα στην ίδια την ουσία του εαυτού μου.
«** του Σεπτέμβρη
Καμιά φορά πιάνω τον εαυτό μου με το ότι έχω την ικανότητα να αφήνομαι εξ` ολοκλήρου σε κάποιον άνθρωπο, στον οποίο νιώθω έστω κάτι κοντινό για μένα – ξέρω να δώσω όλη την προσοχή μου, να μπω στην αντίληψη του, να ενωθώ μαζί του, για να τον νιώσω εσωτερικά. Αλλά η ικανότητα αυτή εξαφανίζεται στιγμιαία, μόλις προβάλλει κάποια προσωπική αντιμετώπιση για τον άνθρωπο αυτό. Δηλαδή, εάν κάπου στο βάθος της ψυχής μου θέλω κάτι από αυτόν – χάνω αμέσως την ικανότητα να τον νιώσω. Δεν είναι απαραίτητα κάποια ειλικρινά πραγματική επιθυμία να πάρω κάτι – για παράδειγμα, μπορεί να είναι η επιθυμία να ζήσουμε κάτι όμορφο μαζί, η ακόμα η θέληση να αισθανθώ χαρά από το ότι κατάφερα να συναναστραφώ με κάποιον, που έχει ενδιαφέρον – ακόμα και αυτές οι επιθυμίες μέσα σε κλάσμα του δευτερόλεπτου βαραίνουν και προσγειώνουν. Μόνο η ελαφριά και ειλικρινή χαρά από την αίσθηση του ανθρώπου, – μόνο ο μαλακός ερωτάς για τη ζωή, για την κατάσταση, η απόλαυση του ανθρώπου, περίπου ίδια με εκείνη, όταν βλέπεις έναν μεγάλο χαδιάρικο σκυλί, όταν δεν περιμένεις τίποτα, τίποτα και απλώς ζεις τη στιγμή – αλλά αυτό δεν είναι κανένα εμπόδιο.
Είναι αρκετά δύσκολο να βρεθείς σε αυτή την κατάσταση, και ο μηχανισμός της μεταφοράς σε επιθυμία να λάβεις κάτι μπαίνει σχεδόν απαρατήρητα, και συνήθως το παρατηρείς, όταν είναι πλέον πολύ αργά. Για αυτό στις πιο σημαντικές για μένα στιγμές, προσπαθώ να αναλύσω την κατάσταση μου και να την ελέγξω για παρουσία των αναγκών της κτήσης. Αυτό οδηγεί σε έναν στιγμιαίο κυματισμό φρεσκάδας. Γενικώς μοιάζει με την προσπάθεια να πέτυχες με τη μύτη του μολυβιού σε μια μικρή τελεία – κοντά, πολύ κοντά, δεν το πέτυχα, και πάλι δεν πέτυχα, είναι κάπου εκεί, και ξαφνικά – μπαμ, αμέσως αυτό συνοδεύεται με έκρηξη της πρωτόγονης φρεσκάδας των αισθήσεων.
Έχει ενδιαφέρον, ότι αυτή η συναίσθηση συνοδεύεται με μια πολύ παράξενη γαργαλιστική απόλαυση κάπου στο λαιμό – σαν ένας μικρός οργασμός. Περίεργη αίσθηση. Πολύ διαπεραστική και χαρούμενη. Είναι πολύ ωραίο, ότι συνάντησα την Κρίστι – και πάλι το έζησα αυτό, μου αρέσει να περιμένω τη αυριανή μας συνάντηση».