Τη στιγμή, όταν ο ήλιος μόλις προβάλλει από τις κορυφές, τα βουνά, που βρίσκονται στη δύση, φωτίζονται δυνατά, λαμπερά, και αυτά, που είναι κάπως στο πλάι, βυθίζονται στην υγρή, ακαθόριστη ομίχλη, σαν να κολυμπούν σε αυτήν. Είναι κάτι το απολύτως υπέροχο, όταν το βλέπεις, μα δεν έχει κανένα νόημα να το φωτογραφήσεις – βγαίνουν απλώς θολές εικόνες… έτσι η ομορφιά των βουνών, που κολυμπούν στην πρωινή ομίχλη, θα μείνει μόνο στη μνήμη μου.
Σήμερα ξύπνησα με μια καταπληκτική αίσθηση, σαν να έπιασα ξανά κάποια σπίθα… καμιά φορά, όταν ξυπνάω, μένει μια παράξενη αίσθηση από τον ύπνο… και αν δεν βιαστώ, δεν σηκωθώ, μείνω ακίνητη και θα την αφήσω να εκδηλωθεί πιο δυνατά… να αφεθώ σε αυτή την μισοκοιμισμένη νύστα… η αίσθηση αυτή δεν έχει σχέση, απ` ότι φαίνεται, ούτε με την πλοκή του ύπνου, ούτε με οποιοδήποτε άλλο πράγμα στη ζωή μας γενικά… είναι παράξενη, προέρχεται από το βάθος του ονείρου… βιώνεται κάπως ανήσυχα, ίσως και λίγο τρομακτικά… δεν μοιάζει σε κανένα πράγμα, που μου έτυχε να συναντήσω στην κανονική πραγματικότητα ή στην πραγματικότητα του ονείρου… σαν να αναβλύζει από το πιο βαθύ κομμάτι του «εαυτού μου» .. είναι κάποιο μήνυμα από την προσωπικότητα μου για τον εαυτό της μέσα από όλο το πέπλο του ανθρώπινου… θυελλώδη, η, μάλλον, προ-θυελλώδη αίσθηση… αυτή μαζεύεται, για την ακρίβεια, – η πείρα της συναίσθησης της μαζεύεται και ασκεί μαλακή επιρροή σε όλη μου τη ζωή, ανεξάρτητα από την θέληση η απροθυμία μου. Πώς να περιγράψω αυτήν την επιρροή? Γιατί είναι τρομακτική και ελκυστική ταυτόχρονα? Τρομακτική, επειδή φέρνει μέσα της μια απειλή για οτιδήποτε, που δεν έχει αρμονία με αυτήν, για ο, τι είναι εκτός των ορίων της – όσο πιο δυνατή είναι αυτή, τόσο πιο πολύ μοιάζει με επίπεδη σκιά η κανονική μου προσωπική ζωή. Είναι ελκυστική, επειδή κάπου εκεί πάει ο δρόμος μου, επειδή η επαφή με την απευθείας συναίσθηση της δικής μου προσωπικότητας με κάνει πιο πλήρης και πιο γεμάτη με το δικό μου κενό, το οποίο συμπληρώνει τα πάντα, το οποίο ξεχύνεται κάπου έξω από τον εαυτό μου, ατελείωτα μακριά… Είμαστε οι μοναχικοί ταξιδιώτες στους κόσμους του διαχωρισμού, για αυτό για την εξωτερική συνείδηση μοιάζει με τέτοια τρέλα η οποιαδήποτε εμφάνιση της ανάμνησης για αυτά, που εγώ βιώνω κάθε νύχτα στα όνειρά μου…
Ανέβηκα στην ταράτσα, γεμάτη με γλάστρες για τα λουλούδια. Σιγά-σιγά άρχισε να σβήνει η αντιπάθεια μου για τα πρωινά και τις καθημερινές μέρες, αποκτημένη με πολύχρονο εξαναγκασμό να πηγαίνω στον παιδικό σταθμό, στο σχολείο, στο ινστιτούτο, στη δουλειά… Μου άρεσε πια να ξυπνάω νωρίς το πρωί – όπως στην ατελείωτα μακρινή παιδική ηλικία, όταν δεν έπρεπε να «πηγαίνω» πουθενά. Για ποιο διάολο τα πιο τρυφερά χρόνια της ανθρώπινης ζωής εκμεταλλεύονται τόσο αλύπητα? Γιατί όλα αυτά? Πάντοτε βρίσκονται οι μαζοχιστές, οι οποίοι επαναλαμβάνουν: «ευχαριστώ τη μαμά μου, που πίεζε εμένα, τον χαζό, να πηγαίνω στο τάδε μέρος – κοίταξε με τώρα…». Μα εγώ το βλέπω σαν βασανισμό και νέκρωση για ο, τι ζωντανό υπάρχει, και ποιο είναι το όφελος από το καθισιό σου κάπου, εάν εσύ μετατράπηκες σε κούτσουρο, και η ζωή σου δεν είναι υπέροχη? Όταν ήμουν περίπου δυο χρόνων, ένιωθα ολόκληρο σορό από φωτεινές, γαργαλιστικές με την φρεσκάδα τους συναισθήσεις, ανεξάρτητα από το που ήμουν – μέσα στο κρεβάτι μου, ή στην παιδική χαρά, ή έτρεχα σε ξέφωτο. Μα όταν άρχισαν οι «εργάσιμες μέρες» – ο παιδικός σταθμός, το μουσικό σχολείο, κανονικό σχολείο, πισίνα… τα πάντα χάθηκαν, υποχώρησαν, με αποχαιρέτησαν, αφήνοντας τη θέση τους σε αιώνιο πρωινό βασανισμό από τα νέα καθήκοντα, τα οποία δεν είχαν τελειωμό. Και τι έμεινε μέσα μου από αυτά τα αμέτρητα μαθήματα, βιβλία, διδακτικές ώρες? Με ανάγκασαν να ανταλλάξω ολόκληρη τη ζωή μου με αυτή τη μουντή μπάλα από τυχαίες πληροφορίες… Όταν ήμουν πέντε χρόνων, και θέλησα να μάθω μαθηματικά, έτσι απλά, από μόνη μου – πήρα το βιβλίο, και η επιστήμη έμπαινε στο κεφάλι μου από μόνη της, επειδή εγώ το ΉΘΕΛΑ Η ΊΔΙΑ, αυτό μου ΆΡΕΣΕ, δεν είχα προθεσμίες, δεν είχα τεστ και έλεγχους. Όταν όμως, το ίδιο μάθημα άρχισε στο σχολείο… ένιωθα ναυτία και έκανα εμετό, με δυσκολία έπαιρνα ακόμα και τους πιο μέτριους βαθμούς, Ιδού η διαφορά ανάμεσα στην «καλή εκπαίδευση», δηλαδή βιασμό από καλή πρόθεση, που γεννά όχλους αυτοερωτευμένων ηλιθίων, και στο φυσικό, ακούσιο ενδιαφέρον, το οποίο δένει αρμονικά με τις αντιλήψεις της ομορφιάς, φρεσκάδας, προσμονής και χαράς των νέων αποκαλύψεων. Ακόμα και το κίνητρο αυτού του νόμιμου βιασμού είναι αναπάντεχα χαζό, σώνει και καλά, έτσι ετοιμάζουν τα παιδιά για τη ζωή στον κόσμο των ενήλικων… τους ετοιμάζουν για θάνατο, και όχι για τη ζωή. Ένας καλός επαγγελματίας, ο οποίος κρατάει σταθερά την θέση του κάτω από το ήλιο, θα εμφανιστεί μόνο όταν ο άνθρωπος απολαμβάνει αυτό που κάνει, βάζει την ψυχή του σε αυτό, εκφράζει την προσωπικότητα του, έτσι, εάν κάποτε εγώ θα έχω παιδί – δεν θα το δώσω στο σχολείο. Θα κάνει μόνο αυτό, που τον ενδιαφέρει, και εγώ θα του βοηθάω σε αυτό – συγκεκριμένα θα βοηθάω, και όχι να του το επιβάλλω.
Θυμήθηκα τώρα, και εδώ έχουν Ίντερνετ… θα πάω να δω – ίσως να μου έγραψε η Νατάσα!
Υπάρχουν δυο-τρία Ίντερνετ-καφέ στο Ναγκάρ, οι τιμές τους είναι πάρα πολύ καλές για ένα μικρό, απομακρυσμένο από τον πολιτισμό μέρος σε υψόμετρο – ενάμιση δολάριο την ώρα, έτσι μπορώ να καθίσω και να κοιτάξω – τι γίνεται στον κόσμο και στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Γνώρισα τη Νατάσα στο λεωφορείο. Αυτή πήγαινε με τους φίλους της πιο μακριά – στο Μανάλι. Την πρόσεξα, όταν μόλις προσπαθούσε να περάσει στην θέση της – έμοιαζε με ένα μωρό, όμορφο, με ζωηρά μάτια. Νόμιζα, ότι είναι από το Ισραήλ, και μετά άκουσα την ρωσική ομιλία. Αυτή καθόταν στην επόμενη από τη δική μου σειρά, λίγο λοξά από το διάδρομο, και ένιωθα πολύ συχνά τα βλέμματα της πάνω μου. Οι συνταξιδιώτισσες της ήταν απολύτως εμετικές κοπέλες – η μια φαντασμένη, και η άλλη σκύλα, και παρατήρησα, ότι το πρόσωπο της Νατάσας γινόταν πιο χαζό, όταν τους μίλαγε. Φτύνοντας τους καλούς τρόπους, έστειλα με αρκετή κρυάδα την σκύλα, που απευθύνθηκε σε μένα με κάποια ερώτηση, και άρπαξα για τον εαυτό μου το μωρό, μετά από αυτό έμαθα, ότι το όνομα της είναι Νατάσκα (υποκοριστικό-περιφρονητικό από τη Ναταλία στα ρώσικα), και ότι της άρεσα αμέσως, οι άλλες δυο συνταξιδιώτισσες της είναι τυχαίες γνωστές, με τις οποίες αυτή ήρθε στην Ινδία με αεροπλάνο και κόλλησε, επειδή και η ίδια δεν ήξερε, πως έχουν τα πράγματα εδώ. Εμείς βρήκαμε κοινά σημεία στη στιγμή, ένιωθα καλά μαζί της, μου άρεσε να αγγίζω τα χέρια της, τους ώμους, να την αγκαλιάζω, να την κοιτώ στα μάτια, και αυτή το ευχαριστιόταν επίσης. Κουβεντιάζαμε για μερικές ώρες. Όπως και εγώ, έτσι και αυτή έψαχνε «αυτό, δεν ξέρω ποιο» – κάτι, που θα γέμιζε τη ζωή της με νόημα, με ουσία, με χαρά, με αναζήτηση, με προσμονή. Όπως και εγώ, αυτή δεν θέλησε να μουχλιάσει στη δουλειά και στο σπίτι, παράτησε τα πάντα και έτρεξε στην Ινδία με την ελπίδα να βρει εδώ έστω κάτι, ή έστω κάποιον, ή τουλάχιστον να ξεκαθαρίσει τα πράγματα για τον εαυτό της, μακριά από την καθημερινή βαβούρα. Ανταλλάξαμε τα e-mail μας, και συμφωνήσαμε, πως οπωσδήποτε θα συναντηθούμε στη Μόσχα. Σίγουρα θα μου είχε γράψει κάτι από το Μανάλι!…Όντως! Το γράμμα από την Νατάσκα…
«Γεια σου, Μάγια! Είναι ένα αληθινό θαύμα, ότι συναντηθήκαμε! Δεν έμεινα τελικά στο Μανάλι – δεν είχα τίποτα απολύτως να κάνω εδώ, και αμέσως τώρα φεύγω για τη Νταραμσάλα, λένε, πως έχει καταληκτικά μέρη εκεί – πολλούς θιβετιανούς μοναχούς, όμορφα βουνά… θυμάσαι, που μου έχεις πει για τον Λομψάνγκ – ίσως, θα τον δω εκεί?:) Θα γράψω, μόλις φτάσω, θα σου πω, πως είναι. Σε έχω ερωτευτεί με τη πρώτη ματιά…
Μάϊκα, σου εύχομαι να πετύχεις στις αναζητήσεις σου, γράψε – τι κατάφερες να κάνεις με τα αρνητικά συναισθήματα, και εγώ θα σου στείλω γράμμα από τη Νταραμσάλα. Σε αγκαλιάζω, σε σφίγγω, σε φιλώ:) Η Νατάσκα σου.»
Εντάξει, εδώ είναι και μερικά άλλα μηνύματα, κάποια είναι από τους γονείς μου… Μπορώ να φανταστώ, τι μου γράφουν. Φορτώνει… Όπως το φαντάστηκα!
«Μάγια, δεν το περιμέναμε, ότι θα μας φερθείς έτσι. Μάλλον, θεωρείς τον εαυτό σου αρκετά ώριμο, για να λαμβάνεις τέτοιες αποφάσεις μόνη σου, αλλά αυτό, που κάνεις, αποδεικνύει ξεκάθαρα, πως είσαι ακόμα παιδί, ένα σκληρό παιδί, το οποίο παρά τις φροντίδες μας και τα παρακάλια, παράτησε τα πάντα και βούτηξε με το κεφάλι σε αυτόν τον φρικτό βάλτο – στην Ινδία. Τι σε τραβάει εκεί? Μάγια, είμαστε σίγουροι, πως είσαι σε μια σέκτα. Γιατί δεν θέλεις να το πεις στ` ανοιχτά? Αφού εκεί πήγαινε το πράγμα. Πάντα σε τραβάγανε οι λάθος δρόμοι – μία στους ροκάδες, μια στους γιόγκι, μετά σε αυτούς τους απαίσιους ταντριστές… Και κάθε φορά ενθουσιαζόσουν τόσο πολύ με τους νέους σου γνωστούς, ότι συνέχεια παγώναμε στον τρόμο – τι είναι τώρα? Μόνο χάρη σε μας κατάφερες να πάρεις καλή μόρφωση και να βρεις μια τόσο εντυπωσιακή δουλειά. Και εσύ? Μας πάτησες σαν χαλάκι στην πόρτα και απέδρασες στην Ινδία. Έχεις ιδέα, τι έγινε με τη μητέρα σου, όταν σε έπαιρνε τηλέφωνο, και της απάντησε αυτή η τσουλά, η Γιάννα? Πως τόλμησες να δώσεις για ενοίκιο το διαμέρισμα της γιαγιάς? Και σε ποιον! Μήπως θέλεις να το πουλήσεις κιόλας? Δεν θα μου έκανε έκπληξη αυτό… Ποιος ξέρει, τι άλλο θα ζητήσουν από εσένα οι κολλητοί σου από τη σέκτα!
Λες, ότι δεν θέλουμε να σε καταλάβουμε, πάντα το έλεγες αυτό… Και ποτέ δεν ήθελες να ακούσεις, να καταλάβεις. Πού θα ήσουν τώρα, εάν δεν υπήρχαμε εμείς? Σε κανένα χαντάκι? Σε κάποιο υπόγειο? Στη φιλάκι? Ποιος ξέρει… Μέχρι στιγμής έχεις καταφέρει να περπατήσεις στην άκρη του γκρεμού και να μην χαθείς στην επόμενη τρύπα, αλλά τώρα μάλλον θα έχεις μπλέξει σε αληθινό μπελά και δεν μας αφήνεις την παραμικρή πιθανότητα να σε βοηθήσουμε. Ας έλεγες τουλάχιστον την αλήθεια! Αυτό από μόνο του θα ήταν ένα βήμα για να συνεννοηθούμε.
Μάγια, η μάνα σου δεν είναι καθόλου καλά, ξέρεις, πόσο κακή είναι η υγειά της. Εάν δεν επιστρέψεις, ανά πάσα στιγμή μπορεί να συμβεί το μοιραίο. Δεν κάνουν πλάκα με αυτά. Εάν είχε μείνει έστω κάτι ανθρώπινο μέσα σου, γύρνα πίσω. Θα μπορέσω να κανονίσω για τη δουλειά, στην περίπτωση ανάγκης έχω μια θέση για σένα – στην βρετανική πρεσβεία. Μάγια, εμείς σε αγαπάμε παραπάνω και από τη ζωή μας, και θα κάνουμε τα πάντα, για να είσαι ευτυχισμένη. Γύρισε πίσω, κοριτσάκι μου, όσο δεν είναι πολύ αργά, μην το φτάνεις στην καταστροφή. Η μαμά και ο μπαμπάς, που σε αγαπάνε».
Γλιστερά δυνατά χέρια βγήκαν από το σκοτεινό υπόγειο. Μέχρι στιγμής κατάφερναν να με χειραγωγήσουν καλά με διάφορους τρόπους – στην αρχή με επιθετικότητα και διαταγές, και εάν αυτό δεν έπιανε, χρησιμοποιούσαν την πίεση με λύπηση, με τύψεις και ενοχές. Δεν θυμάμαι ούτε ένα πάρτι, που να μην είχε δηλητηριαστεί με την αίσθηση της ένοχης για τους γονείς μου, ειδικά για την μαμά μου, για όλα – επειδή δεν τηλεφώνησα, επειδή καθυστέρησα, επειδή μυρίζω, σαν ενήλικη, και όχι, σαν παιδικό σαπούνι.
Ήμουν τόσο ευτυχισμένη, όταν πέθανε η γιαγιά – τώρα θα μπορούσα να ζήσω μόνη μου, και ας αναγκάστηκα και εδώ να πολεμήσω για αυτό το δικαίωμα, παρόλο που είχα φτάσει πια στα είκοσι δυο μου… Τώρα και πάλι αυτά τα χέρια θέλουν να με πιάσουν, να με κάνουν πάση θυσία να ζήσω με έναν τέτοιο τρόπο, που να τους κάνει να ησυχάσουν. Τι στο διάολο αγάπη είναι αυτή, εάν σκέφτονται μόνο την ΔΙΚΉ ΤΟΥΣ ησυχία? Γιατί εγώ πρέπει να πνίγομαι με τα ίδια μου τα χέρια για να μείνει ήσυχος κάποιος άλλος, ακόμα και εάν είναι ο θεός ο ίδιος? Δεν μπορούσα να το καταλάβω αυτό ποτέ. Έχω δικές μου αντιλήψεις για τη ζωή, έχω δικές μου επιθυμίες, ανάγκες, και το νόημα της ζωής για τους γονείς μου βρίσκεται, απ` ότι φαίνεται, στο να με παραμορφώσουν, για να γίνει η δική τους ζωή βολική. Για προσπάθησε να πεις, ότι αδιαφορείς για την άνεση τους και την ηρεμία τους. Την ίδια στιγμή θα πέσει πάνω στο κεφάλι σου μια καταιγίδα από «δίκαιο» μίσος – εμείς σε μεγαλώναμε, εμείς σε ταΐζαμε και άλλα τέτοια πολλά – η γνωστή σε όλους σαπίλα, με την οποία χαστουκίζουν τη μούρη κάποιου σε κάθε βολική περίπτωση, όταν δεν έχουν να πούνε κάτι ουσιαστικό.
Εδώ, στην Ινδία, οι ζητιάνοι παραμορφώνουν τα παιδιά τους με πολύ εξεζητημένους τρόπους – σπάνε τα χέρια ή τα πόδια του βρέφους, τα βάζουν στα ειδικά καλούπια, έτσι τα άκρα μετά αναπτύσσονται παράξενα, παραμορφωμένα, με διαφορετικό μήκος η σχήμα; ή ράβουν μαζί τα δάχτυλα, ή ακρωτηριάζουν κάτι, ή, αντιθέτως, φτιάχνουν από τον άνθρωπο κάτι σαν αγελάδα με τέσσερα πόδια – πουθενά αλλού δεν θα μπορούσες να το δεις αυτό… Μα δεν κάνουν το ίδιο πράγμα και με την ψυχολογία των παιδιών τους όλοι οι γονείς της λεγόμενης πολιτισμένης Δύσης? Δεν βάζουν τα ίδια καλούπια και σε όλες τις επιθυμίες μας, στις σκέψεις, στις καλλιτεχνικές παρορμήσεις, μελέτες, σκοπούς? Δεν είναι ο κόσμος γεμάτος με πνευματικά παραμορφωμένους, όλη η ζωή των οποίων είναι φτιαγμένη από κόμπλεξ, φόβους, καταπιεσμένες επιθυμίες και συναισθήματα? Και όλα αυτά – κρυμμένα πίσω από την αλεξίσφαιρη μάσκα του καθωσπρεπισμού και της απόλυτης ψευτιάς. Πίσω από αυτή τη μάσκα κρύβονται τα αθώα παιδιά, όπως συμβουλεύει να σκεφτόμαστε η ψυχολογία – αυτή είναι η ασπίδα του τέρατος, το οποίο για τις δικές του βιασμένες επιθυμίες θα ροκανίσει την καρωτίδα σε οποιονδήποτε, εάν κάποια ωραία μέρα ο θεός θα πάρει ρεπό και θα καταργήσει την ηθική και την ποινική ευθύνη.
Δεν θέλω τώρα να σκεφτώ για τους γονείς, δεν ξέρω, τι να κάνω. Ο Κρισναμούρτι έγραφε, ότι ο αληθινός αναζητητής δεν έχει δεσμεύσεις, ούτε οικογένεια, ούτε σπίτι, ούτε πατρίδα. Ο Σρι Ραμάνα έστειλε πίσω τους γονείς του, όταν εκείνοι ήρθαν να τον «σώσουν». Ο Ραμακρίσνα έλεγε, ότι εάν δεν φρόντισες την οικογένεια σου, προτού γίνεις μοναχός, τότε δεν έχεις καρδιά. Ο Δον Χουάν έστειλε την γυναίκα του με τα παιδιά μακριά, για πάντα… αλλά δεν μπορείς να κρύβεσαι μια ζωή ολόκληρη πίσω από τις αυθεντίες! Είναι καιρός πια να πάρω η ίδια κάποιες αποφάσεις, οι οποίες πάνε κόντρα σε όλες τις βάσεις, πάνω στις οποίες κείτεται αυτό το γεμάτο πύον υβρίδιο – η κοινωνία.
Και ένα μήνυμα από τον Μαξ… Μάλλον, αυτό δεν θα προλάβει να ανοίξει, ήδη ανοίγεται για ένα λεπτό περίπου. Μα όχι, – είμαι τυχερή :)
«Θα πάρω το μουσικό κέντρο, τηλέφωνο και τους μισούς δίσκους. Προειδοποίησε τη Γιάννα, ότι θα τηλεφωνήσω και θα περάσω να τα πάρω. Μαξ»
Αυτό είναι ο, τι κατάφερε να μου γράψει μετά από δυο χρόνια μαζί… Απορώ – δεν είχε κάτι άλλο να πει? Νόμιζα παλιά, ότι είχαμε κοινά ενδιαφέροντα, προσδοκίες, μα πώς μπορούσε να μου γράψει ένα τέτοιο μήνυμα άνθρωπος, ο οποίος θα μου ήταν έστω και λίγο οικείος? Δικαιολόγησα την αντίδραση του για το ταξίδι μου με το ότι η κατάσταση δεν ήταν και από τις απλές, και η ίδια αντιδρούσα ανάλογα, όταν κάποιος με παράτησε, – και εγώ ήθελα να τον κάνω να πονά, παρόλο που στις υπόλοιπες περιπτώσεις δεν είμαι εκδικητική… Για αυτό, παρά τις προσβολές, μου έμεινε η φωτεινή ανάμνηση του Μαξ, η οποία έγινε σκόνη μετά από αυτό το σύντομο μηνυματάκι. Αυτές οι γραμμές έβγαλαν στην επιφάνεια των φαντασιώσεων και των μυθικών αντιλήψεων μου την όχι και τόσο ελκυστική πραγματικότητα – δυο χρόνια είχα σχέση με τον εαυτό μου, προσθέτοντας στον άνθρωπο τα χαρακτηριστικά, που με ενδιέφεραν, την ώρα που ο ίδιος ήταν κάτι κενό, κρυμμένο πίσω από την αυτάρεσκη φυσιογνωμία ενός όμορφου αγοριού…
Τέλος, φτάνει για σήμερα. Η σχέση πέθανε οριστικά, και εγώ χάζευα άσκοπα, αφηρημένα τη νεκρή οθόνη. Το παρελθόν μου με έπιανε από τα μπατζάκια, το μέλλον πρόβαλλε μόνο για πέντε μέτρα μπροστά και έπεφτε σε μια πυκνή ομίχλη… Και στο παρόν δεν είχαν εμφανιστεί ακόμα κάποιες συγκεκριμένες επιθυμίες, για το τι θέλω να κάνω. Ήταν μεσημέρι, και έπρεπε να απασχολήσω τον εαυτό μου με κάτι. Σίγουρα ήθελα να μείνω για λίγο ακόμα στο Ναγκάρ, και μετά να ακολουθήσω τη συμβουλή του σάντχου και να πάω στο Ρισικες.
Και τι πρέπει να κάνω, εάν αυτή τη στιγμή έχω μερικές αντίθετες μεταξύ τους επιθυμίες? Πώς να τις ακολουθήσω, εάν «εγώ» θέλω να πάω να ξαπλώσω κάτω από το δέντρο, και πάλι «εγώ» θέλω να πάω στο Μανάλι, και το ίδιο «εγώ» θέλει να γυρίσει στο δωμάτιο και να κοιμηθεί? Σκέφτηκα, ότι ο σάντχου μου έδωσε πολύ λίγες πληροφορίες, αρνήθηκε να με συναντήσει για άλλη μια φορά, και σχεδόν αμέσως ένοιωσα δυσαρέσκεια, ακόμα και αρνητική αντιμετώπιση για αυτόν. О! Αρνητικά συναισθήματα! Επιτέλους κατάφερα να τα παρατηρήσω τη στιγμή της εμφάνισης τους και ταυτόχρονα να θυμηθώ τη λεγάμενη πρακτική. Ακόμα και η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει πιο δυνατά, – αμέσως τώρα θα μπορούσα να δοκιμάσω να τα απομακρύνω… Μα πώς? Σκεφτόμουν τον σάντχου και καταλάβαινα, ότι αντί της συμπάθειας, η οποία με γεμίζει με θέληση να πετύχω τον στόχο μου, αισθάνομαι τον εαυτό μου παγωμένο με αρνητική αντιμετώπιση. Δεν μπορώ πια να αναλύσω αντικειμενικά τα λόγια του και τις πράξεις, τώρα τα πάντα βλέπονται από τον φακό αυτής της παγωμένης αποξένωσης. Τα βλέπω όλα, και τον φακό, και τον ίδιο μηχανισμό, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα με αυτόν. Και τι να κάνω? Να πως έχουν τα πράγματα στην πραγματικότητα! Ενώ εγώ νομίζω, ότι πάντα έχω την επιλογή – τι να αισθάνομαι, και τι – όχι, ανακαλύπτω, ότι δεν είναι στα χέρια μου να επιλέξω?! Αυτή τη στιγμή η αρνητική αντιμετώπιση με έχει πιάσει από τον λαιμό και δεν με αφήνει, παρά το ότι η επόμενη και η ίδια «εγώ» ΔΕΝ ΘΈΛΕΙ να την νιώθει. Αυτή είναι αληθινή βία! Κατά του «εαυτού» μου! (Υπήρξε γενικά εκείνος ο σάντχου?…)
Βαριανασαίνοντας, ανέβαινα την μακριά και απότομη πέτρινη σκάλα, σφίγγοντας τα δόντια μου από την ένταση και απελπισία, λόγο της κατάστασης των πραγμάτων, που μου είχε αποκαλυφθεί. Τώρα έβλεπα ξεκάθαρα – τα αρνητικά συναισθήματα – δεν είμαι «εγώ», είναι τα διαολεμένα παράσιτα, προσκολλημένα σε μένα, αλλά δεν μπορείς να τα ξεφορτωθείς με μια ελαφριά κίνηση, εδώ χρειάζεται κάτι πιο σοβαρό, απ` ότι η επιθυμία να μην τα αισθάνεσαι, η οποία έρχεται ανάμεσα στην νύστα και όρεξη για βόλτα στο Μανάλι. Ένιωθα τον εαυτό μου ένα άγριο μαστάνγκ, που σκοπεύει να πετάξει από τη σέλα τον αλαζονικό γελαδάρη.
Σκάβοντας το χώμα με τις οπλές, με δαγκωμένα τα ινία και χλιμιντρίζοντας από τον ενθουσιασμό, που με γέμιζε, εγώ έφτασα στο δωμάτιο, κάθισα πάνω στο κρεβάτι και αποφάσισα να μην πάω πουθενά, – δεν ήθελα να βγω από αυτή την απελπισία στην συνηθισμένη ελαφρότητα της ζωής.
Μετά από δυο λεπτά έπιασα τον εαυτό μου, ότι τελικά θέλω πάρα πολύ να πάω κάπου, και ανακάλυψα, ότι ήδη άρχισα να σκέφτομαι, πως δεν έχει κανένα νόημα να κάθομαι μέσα στο δωμάτιο και να κλωσάω την απελπισμένη κατάσταση, σαν κότα. «Εγώ» το σκέφτομαι αυτό, η «αυτά» σκέφτονται έτσι, σαν να το σκέφτομαι «εγώ»? Οι σκέψεις μου προχωρούσαν, και εγώ τις παρατηρούσα, και κάποιος άλλος ακόμα παρατηρούσε το απασχολημένο με την παρατήρηση «εγώ»… ναι… ορίστε, τι σημαίνει να πας κόντρα στο ρεύμα – τα πάντα γύρω σου αρχίζουν να βράζουν και να σείονται. Εντάξει, θα περάσουμε… Λοιπόν – τι νόημα έχει το καθισιό στο δωμάτιο? Αφού σίγουρα στη δύνη των διάφορων καταστάσεων εμφανίζονται τα αρνητικά συναισθήματα, και αυτό σημαίνει, ότι ξανά και ξανά θα προσπαθώ να τα απομακρύνω. Ο Λομψάνγκ έλεγε στον Ντένι, ότι αυτό είναι πολύ δύσκολο, ότι στην αρχή μπορεί και να μην καταφέρει να κάνει τίποτα, αλλά μου αρέσει να το κάνω, μου αρέσει να προσπαθώ, μου αρέσει ακόμα και να νιώθω την απελπισία από το ότι δεν γίνεται τίποτα, – και πάλι το αισθάνομαι σαν πρόοδο. Τώρα μπορώ να αντισταθώ στα αρνητικά συναισθήματα, και σε αυτή την αντιπαράθεση ήδη υπάρχει κάτι νέο, κάτι, που δεν υπήρχε πριν, και σε αυτό βρίσκω κάποιο μέρος της ελευθερίας από την συσχέτιση με αυτά. Ακριβώς έτσι το βιώνω – την ίδια στιγμή, όταν ήρθε η αγανάκτηση και η απελπισία από την αποτυχία να σταματήσω την αίσθηση της αποξένωσης και δυσαρέσκειας, ένοιωσα δυνατή και συγκεντρωμένη, είδα το πρόσωπο του εχθρού μου και ας έχασα αυτή τη μάχη, τώρα ξέρω, ότι έχω κάτι να πολεμήσω, και το πιο σημαντικό – για ποιο λόγο να το κάνω. Για άλλη μια φορά συνέκρινα τις δυο αντιλήψεις για τον σάντχου – τη χτεσινή και σημερινή. Χτες η κάθε ανάμνηση για αυτόν πήγαινε σαν τσιριχτό βέλος κατευθείαν στο κέντρο του στόχου, ενώ σήμερα – σαν γυναικεία φουρκέτα, καρφωμένη όπως να` ναι στο καπριτσιόζικο κεφάλι, – στην δυσαρέσκεια, στην κακία…
Θέλω να πάω στο Μανάλι! Δεν έχω ιδέα, τι να κάνω εκεί… Νιώθω άβολα, επειδή δεν έχω συνηθίσει να κάνω έτσι, έμαθα πάντοτε να δίνω στον εαυτό μου αναφορά για το που πάω και γιατί, και εδώ μιλάμε για ταξίδι… Πετάω τα απαραίτητα στο σακίδιο, εμφανίζεται η ανησυχία… Σταματάω τις προετοιμασίες, προσπαθώ να απομακρύνω την ανησυχία, με τίποτα, γαμώτο, δεν το καταφέρνω, αυτή γίνεται όλο και πιο έντονη, αυτό μου έλειπε τώρα… Κυματισμός της αποξένωσης για τον Ντένι – τι πρακτική είναι αυτή, που κάνει τον πόνο πιο δυνατό? – Αίσθηση της ενοχής για την αποξένωση, που ήρθε, ΠΩΣ να σκοτώσω αυτά τα τέρατα, που να τα πάρει ο διάολος??? – Δυνατή δυσαρέσκεια για το ότι είμαι σε μια τόσο σκοτισμένη κατάσταση –ΠΩΣ??? – Λύπηση για τον εαυτό μου, επειδή δεν μπορώ να κάνω κάτι με όλο αυτό. Όλο νέα και νέα τέρατα εμφανίζονται, σαν από το κέρας της Αμαλθείας. Πέφτω στο κρεβάτι και κλαίω από απελπισία. Είμαι σπασμένη, όχι, κατεστραμμένη, με έχει σχεδόν εξαφανίσει αυτή η αγέλη των αρνητικών συναισθημάτων, και δεν μπορώ, θέλω, αλλά ΔΕΝ ΜΠΟΡΏ να κάνω τίποτα με αυτά, και δεν έρχεται καν η ζωτική απελπισία ήδη, – η κάθε σκέψη για την τωρινή μου κατάσταση στάζει με δάκρυα. Λοιπόν…σταματάω την έκφραση του πόνου στο πρόσωπο μου… δεν τινάζω πια τα χέρια και τα πόδια μου… σταματάω την υστερική. Δεν αντέχω τις υστερικές! Παίρνω το τετράδιο, καταγράφω αυτά, που συνέβησαν, καθυστερώ λίγο, προτού γράψω «δεν έγινε τίποτα, γαμώτο», και όμως, το γράφω τελικά, και την ίδια στιγμή η κατάσταση αλλάζει χωρίς την παραμικρή προσπάθεια από το μέρος μου, – θέλω να γελάσω, και πάλι στα μάτια μου είναι τα δάκρυα, μα όχι από την απελπισία πια, αλλά από χαρά. Μάλλον, άρχισα να τρελαίνομαι. Τελικά υπάρχει διαφορά – απλώς να χεστείς σε μια κατάσταση, και να χεστείς και να το καταγράψεις στο ημερολόγιο σου, δηλαδή, δοκίμασα να κάνω αυτό και αυτό, βγήκε το τάδε και το εκείνο, – μάλλον, πιο συγκεκριμένα – δεν πέτυχε και δεν βγήκε. Μικρή, αλλά ανακάλυψη, και δεν το χωράει ο νους μου, γιατί γίνεται έτσι, μα γενικά δεν με νοιάζει, το σημαντικό είναι το ίδιο το γεγονός, πως έτσι γίνεται: η γραπτή αναφορά αυτού, που μου συμβαίνει, μετατρέπει την ήττα σε μια μικρή νίκη. Ωραία! Θέλω να μοιραστώ με κάποιον την ανακάλυψη μου. Σκουπίζω τα δάκρυα, και τρέχω έξω να σταματήσω τον ρίκσα για το Μανάλι.