… Ο άνεμος με ρίχνει από τα πόδια. Αδύνατον να προχωρήσουμε πιο πέρα. Δεν έχουμε ούτε τον χρόνο, ούτε τις δυνάμεις. Εδώ και έξι ώρες κινούμαστε σε λείο πάγο, πάνω στο οποίο ίσα-ίσα καρφώνουν τα δόντια των κραμπόν. Κάθε βήμα – ένα συγκεντρωμένο χτύπημα με το κραμπόν στο πάγο. Τέτοιο περπάτημα εξαντλεί, τα πόδια τρέμουν από ένταση, η κούραση ψιθυρίζει στο αυτί «μην προσπαθείς και τόσο πολύ, θα χάσεις τις δυνάμεις σου», ο φόβος πιέζει: «ένα λάθος βήμα – και θάνατος, χτύπα τα κραμπόν πιο δυνατά». Γαντζώθηκε, κρατάει? ΟK, περνάω το βάρος του σώματος σε αυτό το πόδι, επόμενο βήμα. Μετά από μερικές ώρες δουλειάς στον παγετώνα με το στήσιμο των σκοινιών και στερέωμα των παγόβιδων είμαστε βρεγμένοι τελείως, διότι ο ήλιος λιώνει τον πάγο, το νερό καλύπτει, σαν λεπτή μεμβράνη ολόκληρο τον παγετώνα, και όταν εσύ, εξαντλημένος, ξαπλώνεις πάνω του, ασφαλίζοντας τον επικεφαλή, βρέχεσαι, στην αρχή είναι ακόμα και ευχάριστο σε μια τέτοια ζέστη, μα τώρα, κάτω από τον θυελλώδη άνεμο, τα ρούχα μας μετατράπηκαν σε μια παγωμένη πανοπλία, περπατάμε με τις τελευταίες μας δυνάμεις. Προχτές δίπλα μας προς τα κάτω σχεδόν με τροχάδην πέρασε μια ομάδα με 7 άτομα, – τα τρία από αυτά δεν είχαν πρόσωπα – έπαθαν εγκαύματα από το ψύχος. Δεν ξέρω, πως θα ζήσουν από εδώ και πέρα, εάν καταφέρουν να επιβιώσουν. Γιατί δεν δήλωσα την άρνηση μου να ανέβω και δεν απαίτησα να επιστρέψουμε? Αφού ήταν ξεκάθαρο, ότι πάνω οργιάζει η θύελλα, φοβήθηκα το περιφρονητικό στραβό χαμόγελο του Ολέγκ? Τώρα είναι αργά να το σκέφτομαι αυτό, τώρα πρέπει να επιβιώσω. Ο Ανδρέι προχωράει μπροστά, σαν τανκ, – ελπίζει συνέχεια να βρει έστω κάποιο βράχο, κάποια ρωγμή, στην οποία να μπορούσαμε να στριμωχτούμε, να χωθούμε, να σωθούμε από αυτόν τον φονικό άνεμο, που μας βγάζει την ψυχή. Ο επόμενος στόχος του αποδείχθηκε λάθος – η ρωγμή, την οποία αυτός παρατήρησε, παραήταν στενή, και σαν να μην έφτανε αυτό – ανοιχτή – προσπαθώντας να βρούμε ένα μέρος, όπου θα μπορούσαμε να μπούμε, να κρυφτούμε από τη θύελλα, παραλίγο να πέσει μέσα τελείως, και αυτό θα ήταν κάτι το απολύτως τρελό…. Φαίνεται, ότι ακόμα και εκείνος είναι κοντά στην απελπισία, παρόλο που το κρύβει προσεκτικά – ο πανικός στα βουνά είναι σίγουρος θάνατος, Τι να κάνουμε – πρέπει να στήσουμε τη σκηνή εδώ, δεν έχουμε που αλλού να πάμε, ο ήλιος βασιλεύει ήδη, και εάν δεν μπούμε στη σκηνή μέχρι το σκοτάδι – είναι καταδίκη, δεν μιλάμε πια για τα κομφόρ. Ο Ολέγκ είναι τόσο βασανισμένος, ότι μάλλον, δεν καταλαβαίνει καθόλου, τι κάνει – απλώς τα χέρια και τα πόδια του κάνουν την συνηθισμένη εργασία χωρίς να το ελέγχει ο ίδιος. Ο εγκλιματισμός σε διάφορα ύψη περνάει στον καθένα διαφορετικά, και νομίζω, πως τώρα αυτός πολεμάει με μια έντονη κρίση της νόσου των βουνών. Αποφασίσαμε – μένουμε εδώ, που είμαστε – στη μέση του τεράστιου παγωμένου πεδίου, με κλίση περίπου τριάντα μοίρες. Η πτώση σε μια τέτοια πλαγιά είναι το ίδιο με την ελεύθερη πτώση. Ίσως, να είναι και το καλύτερο? Θα ξεκουραστώ… Με φρίκη διώχνω αυτές τις σκέψεις, μα πόσο πολύ θέλω να κλείσω τα μάτια μου και να ξεχαστώ… Πρέπει να μπω και εγώ στη σειρά – τα παιδιά έχουν όλες τις κινήσεις τους συντονισμένες, εγώ επαναλαμβάνω, ο, τι κάνουν. Καρφώνουμε τις παγόβιδες – αυτές τις δυο για αυτασφάλεια. Καλύτερα δυο. Δεν μπορώ να το κάνω με πουπουλένια γάντια, που είναι τα άλλα μου – δεν ξέρω, πρέπει να το κάνω με γυμνά χέρια… παγώνουν… δεν πειράζει, μετά θα τα φυσήξω, θα τα ζεστάνω. Τα δυο τέταρτα της παγόβιδας μπήκαν στον πάγο. Φτάνει. Όχι, είναι λίγο. Φτάνει… θέλω να τελειώνω πιο γρήγορα με όλα αυτά… Όχι, δεν πρέπει να υποκύψεις, πρέπει να βιδώνεις για τα καλά – μέχρι την κορυφή. Έτοιμο, ως την κορυφή. Κολλάω το χιόνι από πάνω, έτσι το πρωί ο ήλιος δεν θα λιώσει τον πάγο γύρω από την βίδα. Άλλη μια παγόβιδα για τον καθένα – αυτά είναι για τα σακίδια. Επιτέλους, κατεβάζω το σακίδιο… οχ… το κορδόνι του παραείναι μακρύ, και το σακίδιο κρέμεται τώρα ένα μέτρο πιο κάτω από εμένα, πως να το πιάσω…εντάξει, μετά… τώρα πρέπει να φτιάξω τα σκαλιά μέσα στον πάγο. Χτυπάω. Δεν φτάνει, πρέπει πιο βαθιά. Ιδρώτας στάζει στα μάτια μου, ενώ το σώμα είναι καλυμμένο με παγωμένη κρούστα. Πώς μπορώ γενικώς να κάνω κάτι? Ο φόβος του θανάτου? Μάλλον, αυτός δεν υπάρχει πια, μου είναι αδιάφορα όλα, αλλά εκτελώ ακόμα τις δυνατές διαταγές του Αντρέι. Και ο Ολέγκ δουλεύει σιωπηλά, συγκεντρωμένα. Βοηθάει να τελειώσω το σκαλί. Τώρα μπορώ να σταθώ όρθια, κοιτάζοντας σε αυτή την αιωνιότητα, που υψώνεται μπροστά και είναι παντού γύρω μου. Ο αέρας διαπερνάει τα πάντα – το μπουφάν, το αντιανεμικό, το πουπουλένιο γιλέκο, πολαρτέκ κάτω από το γιλέκο – αυτό μοιάζει αδύνατον, αλλά δεν υπάρχουν εμπόδια για αυτόν τον φρικιαστικό άνεμο. Μπορείς ακόμα και να ξαπλώσεις πάνω σε αυτόν, και αυτό κάνω – μια καταπληκτική αίσθηση – ξαπλώνω σε άνεμο! Εάν δεν ασφαλιζόμουν, θα με είχε απλώς φυσήξει από εδώ, όταν έβγαλα το σακίδιο. Τώρα είναι η ώρα να ξεπακετάρω το σακίδιο – θα στήσουμε τη σκηνή. Ανοίγω το κάλυμμα, – πάνω είναι το γκαζάκι, το βγάζω, το δίνω στα χέρια του Ολέγκ – – «πήρες?» – «πήρα», αφήνω τα χέρια μου, βγάζω την τέντα – «πήρες?» – «πήρα». Το κάθε πράγμα μεταδίδεται από χέρια σε χέρια, οποιοδήποτε λάθος – και όλα θα χαθούν στο διάολο, και αυτό σημαίνει θάνατος. Ακόμα λίγο, και ο ήλιος θα δύσει…
Κάθε φορά, όταν εμφανίζεται η επιθυμία να παρατήσω και να διαολοστείλω τα πάντα, καταλαβαίνω, πως δεν είμαι στο σπίτι, πως δεν ασχολούμαι με κάτι, το οποίο μπορείς έτσι απλά να τα αφήσεις στην άκρη ή να το μεταφέρεις σε κάποιον άλλο, δεν υπάρχει ούτε μια πιθανότητα να αποφύγω την ευθύνη για τις πράξεις μου, έτσι μια φορά μετά την άλλη αναγκάζομαι να ξεπερνάω την απελπισία, που παρουσιάζεται. Ο Ολέγκ προσπαθεί ήδη για πέμπτη ή έκτη φορά να ανοίξει τη σκηνή πάνω στις βέργες, ίσως τώρα… όχι, και πάλι ο αέρας τα γυρίζει όλα από την ανάποδη. Ο Αντρέι κάνει το ίδιο από την άλλη άκρη, και αποτυγχάνει επίσης. Ήδη για μια ώρα προσπαθούμε να στήσουμε τη σκηνή, σκαλίζοντας στο σχεδόν κάθετο παγωμένο τοίχο. Ο ήλιος κρύφτηκε τελείως, και εμείς δεν έχουμε τίποτα έτοιμο ακόμα… χωρίς αυτόν σε μια στιγμή το φρικιαστικό ψύχος μας σκέπασε, αφού σαν να μην έφταναν όλα τα αλλά, είμαστε και τελείως βρεγμένοι! Παίρνουμε την απόφαση – να μην στήσουμε τη σκηνή τώρα, αυτό είναι αδύνατον, ο αέρας την φουσκώνει τόσο πολύ, ότι φαίνεται, πως θα μας παρασύρει τώρα, θα μας βγάλει από τις ασφάλειες μας. Πώς δεν έχει σκιστεί η σκηνή? Παράξενο. Στηρίζουμε τις γωνίες της σκηνής με παγόβιδες και απλώς τη ρίχνουμε στον πάγο – θα μπούμε μέσα, σαν να είναι μια μεγάλη θήκη. Τοποθετούμε ακόμα μερικές βίδες μπροστά στην είσοδο, – τώρα μπορούμε να συρθούμε μέσα και να μείνουμε κρεμασμένοι στους ιμάντες μας. Το μποντριέ σε πιέζει, πρέπει να κρεμάσουμε τα σακίδια κάτω από τα πόδια μας, για να μπορέσουμε να στηριχτούμε, αλλά δεν έχουμε πια αντοχές. Βλέπω, πως ο Αντρέι και ο Ολέγκ έχουν ακόμα δυνάμεις! Ενώ εγώ δεν μπορώ πια τίποτα – κρέμομαι αδύναμη, σχεδόν παραμιλώ, τα παιδιά κάνουν κάτι συνέχεια, μα εγώ πλέον αδιαφορώ. Βρίσκω κάποια βάση κάτω από τα πόδια μου, – ναι, το σακίδιο είναι κρεμασμένο πιο χαμηλά, μπορώ να πατήσω πάνω σε αυτό, και οι ζώνες δεν με σφίγγουν τόσο πολύ πλέον. Θα πεθάνουμε, όπως και να έχει. Δεν μπορούμε να ανάψουμε το γκαζάκι, και πώς θα πίνουμε? Αφυδάτωση – σίγουρος θάνατος. Δεν θα αντέξουμε τη νύχτα αυτή χωρίς νερό – θα ψοφήσουμε από δίψα, και εγώ δεν θέλω πια τίποτα – μόνο να πιω κάτι, αλλιώς θα σηκωθώ και θα πηδήξω στο κενό, δεν μπορώ άλλο… νερό… πολύ νερό, μια ολόκληρη λίμνη, σκύβω, πλατσουρίζω – ευτυχία, – πολύ νερό! Είναι παραζάλη, παραζάλη…ανατριχιάζω, συνέρχομαι από τον ύπνο, τα παιδιά φτιάχνουν κάτι, μάλλον, κάποιος βγήκε έξω, μάζεψε χιόνι στη ρωγμή και έφερε μέσα, είναι ήδη απόλυτο σκοτάδι έξω, τα πάντα γίνονται στα τυφλά, οι μπαταρίες στους φακούς με αυτό το κρύο χαλάνε αμέσως, μπορούμε να έχουμε λίγο φως μόνο από έναν φακό, που δουλεύει από μηχανή μέσα στη λαβή. Λιώνουμε το χιόνι στα μπολάκια πάνω στις κοιλιές μας, σιγά-σιγά μαζεύεται νερό, μια-μια γουλιά. Πέρασε μια ώρα ακόμη.. η δυο? … καταφέραμε να σβήσουμε λίγο τη δίψα μας. Μαζεύουμε την είσοδο της σκηνής, μα και πάλη η οπή είναι τεράστια – έχει περίπου είκοσι με τριάντα εκατοστά διάμετρο – μέσα σε αυτή την τρύπα περνάνε τα σκοινιά, πάνω στα οποία κρεμόμαστε. Αέρας με μια μανιασμένη δύναμη περνάει μέσα, σφίγγουμε τα σκοινιά με καραμπίνερ, όχι… και πάλι η τρύπα είναι μεγάλη, μέσα από αυτήν περνάει το χιόνι… μικροσκοπικοί κόκκοι του χιονιού, μα ποσά πολλά είναι… να κρατηθούμε ως την αυγή… Μετά από δυο ώρες η σκηνή είναι γεμάτη με χιόνι – μέχρι πάνω! Ξαπλώνουμε, σκεπασμένοι με το χιόνι. Τα στρώματα του χιονιού λιώνουν κοντά στο σώμα και μετατρέπονται σε πάγο. Ένα παγωμένο φέρετρο… Σπρώχνουμε το χιόνι στις άκρες, αυτό γίνεται πιο πυκνό, αλλά απ` έξω φέρνει και φέρνει ακόμα, και στο τέλος είμαστε κλεισμένοι μέσα σε αυτό – δεν μπορούμε να κινηθούμε πουθενά – το καλό είναι, ότι τώρα ζεσταθήκαμε, – το χιόνι μας προστατεύει από το ψύχος. Δεν έχουμε χρόνο – μόνο ένα ατελείωτο παραμιλητό, είναι αιώνιο, όπως είναι αιώνια και αυτά τα βουνά, και δεν ξέρω πια– πού είναι η πραγματικότητα, και πού είμαι εγώ.
Πρωί… είναι το πρώτο πρωί ή δεύτερο? Είναι πρωί τελικά? Σύμφωνα με την ώρα είναι, αλλά το ίδιο σκοτεινό, – η θύελλα δεν κοπάζει, αντιθέτως, γίνεται πιο δυνατή. Δεν καταλαβαίνω, πότε ο Αντρέι και ο Ολέγκ βγήκαν από τη σκηνή, να σπάσουν τους παγωμένους τοίχους, να απελευθερώσουν τα σακίδια, να βγάλουν ζαμπόν και τυρί, μα όπως και να έχει, στο στόμα μου τώρα έχω φαγητό, το αναμασάω αργά, δεν έχει καμία γεύση, δεν υπάρχει τίποτα, και συγκεντρώνω την προσοχή μου στο να μην μου πέσει από τα χέρια το επόμενο φλιτζάνι με χιόνι, το οποίο προσπαθώ τώρα να λιώσω και πάλι με τη ζέστη του κορμιού μου. Ναι, πριν ήταν πρωί, είναι μέρα πια, ή μήπως βράδυ? Τώρα πρέπει να επιβιώσουμε μέχρι το επόμενο πρωί – έχουμε την ευκαιρία… Μπισκότο – μέσα στο στόμα μου είναι μπισκότο, και το ροκανίζω – πώς μες στο σκοτάδι αυτοί κατάφεραν να το βγάλουν από το σακίδιο, τόσο χαμηλά στα πόδια μας? Τι γεύση είναι αυτή… ας πάει στο διάολο, δεν είμαι για τις γεύσεις τώρα… μα τι στο καλό? Θεέ μου, αυτό είναι βενζίνη! Τα παιδιά προσπαθούσαν να βγάλουν το μπουκάλι με βενζίνη για να ανάψουν γκαζάκι, έχυσαν βενζίνη πάνω στα μπισκότα, και εμείς τα φάγαμε? Ναι, και αυτοί το κατάλαβαν πολύ αργά… νιώθω ναυτία – είμαι χάλια – τώρα θα κάνω εμετό… ας φάμε κάτι άλλο… είναι τόσο σημαντικό να ανάψουμε το γκαζάκι– τότε θα έχουμε νερό, τότε τα χείλη μου θα σταματήσουν να μοιάζουν με ένα πρησμένο παπούτσι, και ο βήχας θα πάψει να σκίζει το λαιμό μου… μια ξαφνική επίθεση πόνου στην καρδιά, και άλλη, και άλλη – τι είναι αυτό τώρα? Ίσως – από την δηλητηρίαση με βενζίνη? Τώρα είναι βράδυ ή νύχτα? Πρωί? Δεύτερο πρωί. Δεν αλλάζει τίποτα, όλα είναι όπως παλιά. Δεν θέλω να ζήσω πια, θέλω να πεθάνω. Αφήστε με να πεθάνω. Το σώμα μου στέγνωσε, δεν υπάρχει νερό ούτε για τα δάκρυα. Είναι τόσο όμορφα κάτω! Πόσο ευτυχισμένη ήμουν εκεί! Υπάρχει όσο νερό θέλεις, πατάτες, ξινόγαλα, αυγά μάτια… το σεξ… κάποτε έκανα και σεξ, δεν μπορώ να το πιστέψω, πως δε θα το ξανακάνω!… ποτέ ξανά δεν θα με αγκαλιάσει κανείς, δεν θα κυλιόμαστε στο ζεστό κρεβάτι, δεν θα αισθανθώ πάθος ή τρυφερότητα… πρέπει να τα παρατήσουμε όλα και να πάμε κάτω! Μπορούμε να το κάνουμε ακόμα, αν τα αφήσουμε όλα και θα ξεκινήσουμε να κατεβαίνουμε. Όπως να` ναι, αλλά θα φτάσουμε – χωρίς χέρια, πόδια, πρόσωπα, μα θα μείνουμε ζωντανοί, μπορούμε να προσπαθήσουμε ακόμα! Εγώ σηκώνομαι, βγαίνω από τη σκοινί, πάω κάτω – περπατάω άνετα, θα μπορέσω να φτάσω. Α… είναι παραμιλητό, παραμιλητό… οι κυματισμοί της ξεκάθαρης συνείδησης είναι όλο και πιο σύντομοι, πιο σπάνιοι, σήμερα περνάω σχεδόν όλη την ώρα στο παραμιλητό, είναι τόσο όμορφο, έχω υπέροχα λεπτές συναισθήσεις – της μελωδικής χαράς, της ευδαιμονίας, ευτυχίας, του θαυμασμού της ζωής. Πόσο καιρό είμαστε εδώ? Τρεις μέρες? Τρεις μέρες!!… σε λίγο θα έρθει το επόμενο πρωί, και εάν δεν αλλάξει τίποτα, θα πεθάνουμε. Δεν υπάρχουν συναισθήματα, ούτε σκέψεις, – η κρυστάλλινη απόλαυση μου λέει με ψηλή απαθή φωνή – σήμερα θα πεθάνεις, σε λίγο θα απελευθερωθείς από όλα τα πάθη.
Πρωί… ηλιόλουστο, καθαρό, άπνοια, εμείς βγαίνουμε, πιάνουμε τον ήλιο με το στόμα μας, ανάβουμε το γκαζάκι, ζουμί κότας… αυτή είναι η ευτυχία, ο θεός ο ίδιος – ζωμός κοτόπουλου. Δεν πήγαινα να κατουρήσω για τρεις μέρες, τώρα το σώμα μου ζωντανεύει ξανά, δεν έχω κουράγιο να πάω παραπέρα και κατουράω εδώ, με απόλαυση, που δύσκολα μπορεί κανείς να περιγράψει. Μαζεύουμε τα σακίδια, είμαστε γεμάτοι ενέργεια, πρέπει να κατεβούμε, τώρα μόνο κάτω, σε εκείνα τα πράσινα λιβάδια και κρυστάλλινα ποταμάκια, να ξαπλώνουμε, να μαυρίσουμε, να κοιτάμε τον ουρανό, να πίνουμε, να τρώμε. Θέλω πράσινη σούπα από τσουκνίδες, θέλω βραστά αυγά, θέλω νόστιμες μυρωδάτες τηγανητές πατάτες. Ο Ολέγκ πάει πρώτος στο σύνδεσμο, στη μέση είμαι εγώ, ο Αντρέι πάει τελευταίος, Πόσο θαυμάσια λάμπει ο ήλιος. Κραυγή. Ποιος φωνάζει? Που είναι ο Ολέγκ??!! Αστραπιαία απομακρύνεται κάτω μια τελεία – ένας ελαφρύς ψίθυρος πάνω στον πάγο – και πάλι σκοτάδι… Έτσι – απλά, μέσα σε ένα δευτερόλεπτο το βουνό κατάπιε τον άνθρωπο… δεν καταλαβαίνω, πως γίνεται αυτό… ζήσαμε τόσα πολλά, και… μα πως… πάμε πιο κοντά στο κρεμασμένο σακίδιο του Ολέγκ και βλέπουμε μια τρύπα στο πάγο – καταλαβαίνουμε, βιάστηκε, δεν βίδωσε μέχρι κάτω την παγόβιδα, το πάνω στρώμα του πάγου έσπασε, σαν λεπτός φακός, και από κάτω του ήταν πάγος ασταθής, με φουσκάλες αέρα, και δεν κατάφερε να κρατήσει τη μισομπηγμένη βίδα. Γίνεται ποτέ στα βουνά περίπλοκος θάνατος? Ένα απλό λάθος, και απλός θάνατος, εκείνος δεν υπάρχει πια, και εγώ δεν μπορώ να το καταλάβω. Λες και μέσα σε ένα όνειρο, βγάζουμε όλα τα πράγματα του από το σακίδιο, παίρνουμε μαζί μας μόνο αυτό, που θα μας χρειαστεί στο πίσω δρόμο, τα υπόλοιπα τα ρίχνουμε κάτω. Δεν έχουμε σκέψεις, ούτε λόγια να πούμε, μα τα χέρια κάνουν τη δουλειά τους – εμείς πρέπει να καταφέρουμε να επιβιώσουμε, μπροστά μας είναι πολλές μάχες ακόμα, και τώρα δεν έχουμε πλέον περιθώριο για λάθη – εάν ο ένας πέσει σε ρωγμή, ο άλλος δεν θα μπορέσει πια να τον βγάλει μόνος του. Τι ήταν αυτό εκεί? Ένα τετράδιο? Το ημερολόγιο του Ολέγκ! Θα το πάρω μαζί μου. Ο Αντρέι μου λέει να βιαστώ, και εμείς κατεβαίνουμε.