Το πέρασμα μας συνάντησε με ζεστό διαπεραστικό άνεμο, με σύννεφα, που έτρεχαν άτακτα και ορμητικά, και με δυνατό ήλιο των βουνών, που άναβε τον ημικύκλιο των μακρινών, και ταυτόχρονα κοντινών χιονισμένων κορυφών. Μετά από όχι πολύ δύσκολη πεντάωρη άνοδο ο στόχος του σημερινού ταξιδιού επιτεύχθηκε. Εγώ έριξα κάτω το σακίδιο και πήγα να περπατήσω λίγο στην επίπεδη και στενή κορυφή. Ο Ραντζ ξάπλωσε στο γρασίδι, ο ύπνος τον έπιασε αμέσως. Είχαμε πολύ καιρό μπροστά μας, για να γυρίσουμε, για αυτό κινήθηκα αριστερά χωρίς βιασύνη, αποφεύγοντας κοφτερές εξοχές του βράχου. Ήθελα να δω καλύτερα την χαράδρα από την άλλη πλευρά του περάσματος. Ανά πάσα στιγμή αυτή έπρεπε να φανεί ολόκληρη από το βουναλάκι δίπλα… όχι, από το επόμενο…άλλο ένα… Εδώ! Η επόμενη άνοδος τελείωσε με κάθετη πλαγιά – δεν μπορούσες να πας ούτε βήμα παραπέρα. Η χαράδρα αποκαλύφθηκε στενή, απότομη, λουσμένη με το φως του ήλιου, και τελείωνε μακριά με ένα σχεδόν κρημνώδες βουνό.
Όταν κοιτούσα μακριά, από εδώ, το πιο ψηλό σημείο, είχα την αίσθηση πτήσης, αιώρησης πάνω από το κενό, και ζήλεψα εκείνα τα δυνατά πουλιά, που μπορούσαν μια να αφεθούν στα ρεύματα του αέρα, με τα φτερά τους σχεδόν ακίνητα, μια πέσουν κάτω με όλη τους τη ταχύτητα, μετατρεπόμενα στιγμιαία σε μια κουκκίδα. Ήθελα και εγώ να πλησιάσω έστω ένα βήμα ακόμα σε αυτή την ομορφιά… έκανα ένα βήμα προς την άβυσσο, άλλο ένα, και τρίτο… και ξαφνικά ανακάλυψα, ότι κάτω πάει ένα καλά περπατημένο μονοπάτι – τόσο απότομο, ότι θα μπορούσε να το δει κανείς, μόνο εάν πλησίαζε πάρα πολύ κοντά.
– Ραντζ!
Εκείνος δεν με άκουγε, ο άνεμος έπαιρνε τους ήχους αλλού.
– Ρααααντζ!!!
Καμία αντίδραση. Πού είναι? Μάλλον ακόμα είναι αραγμένος πίσω από την πέτρα, κρυμμένος από τον ήλιο και τον άνεμο. Αναγκάστηκα να γυρίσω εκεί, όπου τον άφησα στο πέρασμα.
– Ραντζ, είδα ένα μονοπάτι, το οποίο πάει κάτω δεξιά από το πέρασμα. Υπάρχει έξοδος εκεί? Τι είναι σε αυτή την χαράδρα?
– Ναι, υπάρχει ένα μονοπάτι , αλλά δεν θα μπορέσουμε να πάμε εκεί, επειδή δεν θα έχουμε χρόνο να γυρίσουμε, πριν πέσει ο ήλιος.
– Και τι είναι εκεί?
– Πολύ χαμηλά στο βάθος είναι ένα χωριό, Μάλανα, αλλά δεν αφήνουν τους ξένους να έρχονται, αυτά τα μέρη είναι ιερά, και καλό είναι να μην πάτε εκεί.
– Παράξενο… Δεν αφήνουν καθόλου, κανέναν? Έχουν βάλει φρουρούς στα σύνορα?
– Όχι, δεν υπάρχουν φρουροί, φυσικά, αλλά καλύτερα να μην πάμε εκεί, μιας και δεν έχουμε πάρα πολύ καιρό. Μπορούμε να περάσουμε από το χωριό, αλλά μόνο από το κεντρικό μονοπάτι, το οποίο μοιράζει το χωριό στη μέση. Ακόμα και ένα βήμα παραπέρα από αυτό τιμωρείται αυστηρά – στην καλύτερη περίπτωση θα σε αναγκάσουν να πληρώσεις ένα τεράστιο πρόστιμο – περίπου εκατό δολάρια (Πόσα ??!!).
– Και μετά?
– Μετά το μονοπάτι στρίβει δεξιά, συνεχίζεται δίπλα στο ποτάμι, δυο-τρεις ώρες στο βάθος της κοιλάδας, μέχρι να φτάσει στον δρόμο.
– Μπορεί κανείς να βρει ταξί εκεί?
– Δύσκολο να πω με σιγουριά… μάλλον, ναι, αλλά και πάλι δεν θα προλάβουμε…
– Εγώ πιστεύω, όμως, ότι θα προλάβουμε. Κοίτα: δυο ώρες κάτω, τρεις ώρες μέχρι τον δρόμο, άντε, και άλλη μια ώρα εδώ και εκεί, τελικά προλαβαίνουμε, πριν δύσει ο ήλιος, να πιάσουμε ταξί και να γυρίσουμε στο Ναγκάρ. Θέλω να δω αυτό το χωριό, εκτός από αυτό, δεν μου αρέσει να πηγαίνω στον ίδιο δρόμο πέρα-δώθε, σαν ατμοσίδερο. Πάμε, Ραντζ. Θα σε πληρώσω για αυτό το επιπλέον κομμάτι του δρόμου… άλλες διακόσιες ρουπίες, εντάξει?
Παρότι οι διακόσιες ρουπίες τον είχαν φέρει με το δικό μου μέρος, ο Ραντζ είχε αμφιβολίες,. Τελικά, πήρε την απόφαση του.
– Θέλω μόνο να μου υποσχεθείς, ότι στην Μάλανα θα περπατήσεις ΜΌΝΟ στο μονοπάτι, δεν θα φεύγεις από αυτό, δεν θα μιλήσεις με κανέναν, διότι αν γίνει κάτι – δεν θα ζητήσουν από εσένα αποκλειστικά τον λόγο, θα βρω και εγώ τον μπελά μου. Ακόμα και εάν κάποιος, μεγάλος, ή παιδί, θα σε φωνάξει, σε καμία περίπτωση μην αφήσεις το μονοπάτι.
– Μα γιατί να με φωνάξουν, αν ξέρουν, ότι δεν πρέπει να φεύγω από εκεί? Για ποιο λόγο να με προκαλέσουν, αφού αυτό είναι αληθινή απάτη?
– … Έτσι, απλά…
– Εντάξει, Ραντζ, Πάμε.
Ο δρόμος προς τα κάτω ήταν πολύ όμορφος, μα καθόλου απλός. Το μονοπάτι κατέβαινε πάρα πολύ απότομα, έτσι καμιά φορά νόμιζες, ότι πίσω από την επόμενη προεξοχή τελειώνει, μα κάθε φορά, πλησιάζοντας στην άκρη, το ανακάλυπτες ξανά, απομακρυσμένο σε απίστευτο πέταλο. Και στις δυο μεριές του υψώνονταν τα βράχια, γύρω μεγάλωναν πουρνάρια, ανάμεσα στα οποία φύτρωναν τα νησάκια από υπέροχη κάνναβη. Η κάνναβη έχει κατακτήσει ολόκληρη την κοιλάδα Κούλου, μετατρέποντας την σε ένα ιδιότροπο παράδεισο για τους λάτρεις του χόρτου, μα εδώ τα κλαδιά της ήταν ιδιαίτερα πλούσια. (Ίσως, αυτός ήταν και ο λόγος, που οι Ρέριχ σταμάτησαν συγκεκριμένα εδώ?:))
Κατεβαίναμε κατευθείαν κάτω για περίπου μισή ώρα, όταν ξαφνικά είδα δεξιά μέσα στο τοίχο από συμπαγή βράχια ένα σχεδόν αόρατο μικρό μονοπάτι. Ποτέ στη ζωή μου δεν θα μπορούσα να το διακρίνω, εάν δεν με είχε μάθει εν καιρό του ο Ανδρέι να βλέπω τα βουνίσια δρομάκια στα βράχια – αδύνατον να το εξηγήσω. Για παράδειγμα, ο Αντρέι μου δείχνει την πλαγιά και λέει – κοιτά, εκεί είναι το μονοπάτι. Στέκομαι, κοιτάω, ένα λεπτό, δυο – όχι, δεν βλέπω τίποτα, συνηθισμένη πλαγιά, απολύτως μονότονος σορός από πέτρες, χόρτα και θάμνους. Γυρίζω το βλέμμα αλλού, προσπαθώ ξανά. Και μόνο την δέκατη φορά ανακαλύπτω – όντως, υπάρχει ένα περασματάκι εκεί! Μα το βλέπεις όχι ακριβώς με τα μάτια σου, μάλλον, όχι όταν κοιτάζεις κατευθείαν σε αυτό. Για να το δεις, πρέπει να κοιτάς κάπως φευγαλέα, ρίχνοντας τα βλέμματα με την πλαϊνή όραση, και τότε ξαφνικά εμφανίζεται μια λίγο πιο ανοιχτή γραμμή στη πλαγιά. Κοιτάς εκεί κατευθείαν – όχι, δεν έχει τίποτα. Το σαρώνεις με την άκρη του ματιού σου – σίγουρα, υπάρχει η γραμμή. Και να περπατήσεις σε αυτά τα μονοπάτια πρέπει ακριβώς με το ίδιο τρόπο, ανακαλύπτοντας τις στροφές τους με την περιφερειακή σου όραση.
– Ραντζ, κοίταξε εκεί, έχει ένα μονοπάτι, που πάει αυτό?
Τον ρώτησα έτσι απλά, για να σταθούμε ένα λεπτό και να ηρεμήσουμε την ανάσα μας, αλλά η ερώτηση έκανε στον Ραντζ μια μη αναμενόμενη επίδραση. Μου φάνηκε, πως εκείνος τρόμαξε.
– Πάμε Μάγια, δεν έχουμε πολλή ώρα…
– Τι σε τρόμαξε τόσο πολύ?
– Τίποτα, απλώς δεν θα ήθελα να περπατάω στο σκοτάδι στα βουνά, και εγώ…
– Όχι Ραντζ, δεν θα με κοροϊδέψεις εμένα. Για λέγε, δεν σε πληρώνω, για να με διώχνεις, σαν κατσίκα, και μιας και είσαι ο ξεναγός μου, κάνε τη δουλειά σου και μίλα για αυτά, που με ενδιαφέρουν.
– Μα μιλάω…
– Ορίστε, μίλα, μόνο μην μου λες ψέματα, Ραντζ, δεν πληρώνω, για να με κοροϊδεύουνε, και γενικώς δεν είναι φιλικό αυτό.
Η πίεση με την αναφορά της «φιλίας» βοήθησε – οι Ινδοί είναι αρκετά ευαίσθητοι στις λέξεις «φίλος», «φιλότιμο», και τα λοιπά. Όσο άτακτοι και άγαρμποι είναι, τόσο και πολύ ευσυνείδητοι. Κάποτε στον δρόμο από το Δελχί στο Κασμίρ, μέσα στο λεωφορείο για μια φορά μπήκαν οι πωλητές διάφορων μπιχλιμπιδιών, και εγώ θέλησα να αγοράσω λίγες μπανάνες. Οι ινδικές μπανάνες δεν μοιάζουν σε τίποτα με αυτές, που πωλούνται στα μέρη μας – είναι μικρές, περίπου δεκαπέντε εκατοστά, και έχουν μια πικάντικη και γλυκιά γεύση. Και φυσικά, είναι πάρα πολύ φτηνές. Ο πωλητής μου έβαλε την τιμή – είκοσι ρουπίες για τη δεσμίδα, με βάρος ένα κιλό. Στα δικά μας λεφτά είναι κάπου δεκαπέντε ρούβλια [30 λεπτά – παρ. του μεταφρ.], έτσι, χωρίς να το πολυσκεφτώ, εγώ έβγαλα το πορτοφόλι μου, μα κάτι δεν μου άρεσε στα μάτια του πωλητή, και αποφάσισα να ρωτήσω τον Ινδό γείτονά μου – πόσο κάνει μια τέτοια δεσμίδα. «Οχτώ-δέκα ρουπίες, ma`am». Ακούγοντας, ότι ο πωλητής ζητάει για αυτές είκοσι ρουπίες, ο Ινδός άρχισε να τον… ντροπιάζει! Ορισμένα να το ντροπιάζει, και όχι να τον μαλώνει, όπως θα μπορούσαμε να υποθέσουμε. Και ο πωλητής – ενήλικος άντρας, – ένοιωσε ντροπή, μαζεύτηκε ολόκληρος, χαμογελούσε ένοχα, με κοιτούσε ικετευτικά, ζητούσε συγγνώμη από όλους (!) τους επιβάτες του λεωφορείου, πήρε δέκα ρουπίες, είπε πέντε φορές «ευχαριστώ» και έφυγε, ντροπιασμένος. Έτσι και τώρα η παρατήρηση μου για την αφιλοτιμία του Ραντζ έκανε τη δουλειά της, και εκείνος άρχισε να επανορθώνει το λάθος του.
– Αυτό το μονοπάτι οδηγεί σε μια σπηλιά, εκπληκτικό, ότι το παρατήρησες… η σπηλιά αυτή δεν είναι απλή, και καλύτερα να μην την πλησιάσουμε.
– Τι, και εκεί θα ζητήσουν πρόστιμο??
– Όχι, κανένας δεν την φυλάει, και οποιοσδήποτε μπορεί να μπει μέσα… μόνο που δεν θέλει κανείς.
– Φίδια? Αράχνες? Επικίνδυνη χαράδρα? Τι έχει εκεί?
– Πως να στο πω, Μάγια… είναι δύσκολο να σου εξηγήσω… μην νομίζεις, όμως, ότι σου λέω ψέματα, δεν σε κοροϊδεύω…
Εγώ ηρέμησα τον Ραντζ με μια χειρονομία, για να σταματήσει να τραβιέται.
– Αυτή η σπηλιά ονομάζεται «η σπηλιά των κλεμμένων ζωών».
– Ενδιαφέρον όνομα! Είναι επικίνδυνη?
– Όχι ότι είναι επικίνδυνη, όχι, αλλά για τον καθένα είναι διαφορετικά, και τις περισσότερες φορές συμβαίνει κάτι τραγικό… εγώ φοβάμαι να πάω εκεί, αλλά ο μεγαλύτερος αδερφός μου πήγε, και μου είπε τα πάντα, που του έτυχαν εκεί… ίσως όχι τα πάντα…, τώρα πια δεν θα μπορούσα να το μάθω. Μετά από αυτό δεν μπορούσε να ζει πλέον, όπως παλιά, έγινε πολύ δυστυχισμένος, έφυγε από τα μέρη μας, και δεν έχουμε τα νέα του εδώ και πολλά χρόνια. Αυτή η σπηλιά κάνει τους ανθρώπους δυστυχισμένους, και η οικογένεια μας υπέφερε από αυτήν. Η σπηλιά έκλεψε τον αδερφό μου.
Έκανε αρκετή ζέστη, και δεν ήθελα τώρα να ακούω τις ιστορίες για τις διαλυμένες οικογένειες, αυτό δεν με άγγιζε ιδιαίτερα. Για τους Ινδούς η οικογένεια ή οι συγγενείς σημαίνει πιο πολλά, απ` ότι για τους Ευρωπαίους, αλλά να ονομάσεις τη ζωή του ανθρώπου χαμένη, μόνο και μόνο επειδή αυτός άφησε για πάντα τους συγγενείς του – αυτό πάει πολύ. Μα κάτι θα συμβαίνει εκεί, αφού οι άνθρωποι έτσι απλά παρατάνε τα πάντα και φεύγουν? Εγώ δεν έχω να αφήσω κάτι, ήδη τα παράτησα όλα και έφυγα (ήρθε και χάθηκε ξανά η γουρουνοειδής φυσιογνωμία του αρχισυντάκτη – τόσο πολύ αταίριαστη ήταν με αυτές τις ομορφιές).
– Εντάξει, Ραντζ, φτάνει με τα μυστήρια. Πρέπει να μάθω ένα πράγμα – αν πάω εκεί (με αυτά τα λόγια το μελαψό πρόσωπο του Ραντζ άσπρισε λίγο), με απειλεί κάποιος κίνδυνος? Εννοώ ένας πραγματικός κίνδυνος, κανονικός, όχι μυστικός. Δεν φοβάμαι τους θεούς και τους δαίμονες, έχουμε έλλειψη από αυτά στη Ρωσία, έτσι θα χαρώ μόνο, αν συναντήσω κάτι τέτοιο.
– Όχι, τίποτα παρόμοιο επικίνδυνο δεν έχει. Να προσέχεις μόνο, εδώ μπορείς να πέσεις και να τραυματιστείς σοβαρά σε αυτές τις κοφτερές πέτρες.
– Αυτό με απασχολεί λιγότερα απ` όλα, ξέρω να σκαρφαλώνω. Εντάξει, δεν θα πάρει πολύ –απλώς θα πάω εκεί, να δω. Και μην με κοιτάς έτσι καταδικασμένα, δεν πιστεύω στα πνεύματα και φαντάσματα.
Το μονοπάτι δεν ήταν ιδιαίτερα κρημνώδες, εύκολο να ανεβαίνω, ενώ θα είναι πιο δύσκολο να κατεβώ… ας είναι, έχω την πείρα. Όσο σκαρφάλωνα, θυμήθηκα, πως πήγα με τον Ανδρέι στο Κοκτεμπέλ, εκεί πίσω από το λόφο με τον τάφο του Βολόσιν υπάρχει ένας μικρός βράχος, το μονοπάτι πάει κοντά σε αυτόν, και μετά ανεβαίνει κάθετα πάνω. Ανεβήκαμε δέκα μέτρα περίπου, κάναμε σεξ, πάνω σε μια προεξοχή, όπου με δυσκολία θα μπορούσε να σταθεί ένας άνθρωπος. Ακριβώς κάτω από τα πόδια μας για τριακόσια μέτρα άνοιγε μια χαράδρα, και αυτό έδινε ιδιαίτερη οξύτητα στις αισθήσεις μας. Πιεσμένη με την πλάτη στον βράχο, με τα χέρια, γαντζωμένα στις πέτρες δεξιά και αριστερά, αγκάλιασα τον Ανδρέι με τα πόδια και κρεμόμουν πάνω του, είχα αφεθεί στις αισθήσεις, που κυλούσαν σε όλο μου το κορμί με κάθε του κίνηση, και απορροφούσα με τον εαυτό μου την καθολικότητα του χώρου, που απλωνόταν προς όλες τις μεριές…
Όταν ανέβηκα περίπου είκοσι μέτρα προς τα πάνω, ανακάλυψα ένα μικρό πέτρινο ράφι, το οποίο πήγαινε πάνω και δεξιά, και σε είκοσι μέτρα με έφερε στην είσοδο της σπηλιάς. Η είσοδος είχε καλυφθεί με πυκνή βλάστηση και κάνναβη, εκτός από αυτό, βρισκόταν σε μια τέτοια θέση, ότι θα μπορούσες να το δεις, μόνο αν πλησίαζες πολύ κοντά. Μέσα είχε ηχώ, ήταν στεγνά, καθόλου τρομακτικά και αρκετά άνετα. Εδώ θα μπορούσες να ξεκουραστείς όμορφα στη σκιά, να διαβάσεις ένα βιβλίο. Ρηχή – τρία μέτρα όλα και όλα, ορίστε και μια θέση, μπορώ να καθίσω. Μάλλον, εδώ θα είχε καθίσει και ο αδερφός του Ραντζ, και οι άλλοι… και τίποτα το ιδιαίτερο. Ευκολόπιστοι είναι αυτοί οι Ινδοί, μα το Θεό. Πάνω από τον απέναντι τοίχο της κοιλάδας πέταγαν πουλιά, καταγάλανος ουρανός… ήταν άνετα εκεί που κάθισα, και σιγά-σιγά άρχισε να με πιάνει η νύστα. Φάνηκε η κούραση από τον δρόμο. Θα κλείσω τα μάτια μου για ένα η δυο λεπτά, και θα φύγω…
Όμως, δεν κατάφερα να λαγοκοιμηθώ, δεν καθόμουν ήσυχα, και όταν δεν βρήκα μια άνετη στάση για ύπνο, αποφάσισα να ολοκληρώσω την επίσκεψη του αξιοθέατου. Με κάποια λίπη διαπίστωσα την απουσία των φαντασμάτων, μυστήριων γεγονότων και γενικώς του οτιδήποτε, άρχισα να κατεβαίνω προσεκτικά. Ήδη στο πέτρινο ραφάκι παρατήρησα, ότι ο Ραντζ δεν φαινόταν πουθενά – μάλλον, και πάλι έπεσε πίσω από καμιά πέτρα και κοιμάται. Δεν ήταν δύσκολο να κατεβαίνω, επειδή σε αντίθεση από τους βράχους της Κριμαίας, όπου σχεδόν η κάθε πέτρα είναι «ζωντανή», τα βουνά εδώ ήταν αρκετά στέρεα, και εάν είχα πιαστεί σε κάποια εξοχή, μπορούσα να κρατηθώ σε αυτήν σταθερά. Σαν να κατέρριπτε την αλαζονεία μου, πολύ κοντά στο μονοπάτι μια πέτρα γλίστρησε κάτω από το πόδι μου, έχασα την ισορροπία μου και σωριάστηκα κάτω, περνώντας, ευτυχώς, μισό μέτρο περίπου, όμως, μολαταύτα, χτύπησα πάρα πολύ επίπονα στον μηρό μου, και, ξεπερνώντας τα δάκρυα που πετάχτηκαν, έκατσα λίγα λεπτά στο χορτάρι, ωσότου δεν έφυγε ο πόνος.
Ο Ραντζ δεν ήταν στο μονοπάτι. Δεν θα μπορούσε να φύγει χωρίς εμένα, άρα… εντάξει, κατάλαβα, το αγόρι χρησιμοποίησε την μοναξιά, που προέκυψε, και κάνει την ανάγκη του πίσω από καμιά πέτρα.
Την ίδια στιγμή πρόσεξα, ότι κάποιος κατεβαίνει το μονοπάτι, και μάλιστα πολύ γρήγορα. Κυριολεκτικά σε λίγα λεπτά αυτός πέρασε την απόσταση, για την οποία εγώ χρειάστηκα μίση ώρα, δεν μπορούσα να πιστέψω στα μάτια μου, πως είναι δυνατόν να μετακινείσαι σε ένα τόσο δύσκολο μονοπάτι με τέτοια ταχύτητα. Όταν ο άνθρωπος με πλησίασε, είδα, πως είναι από τους λεγόμενους «σάντχου», και μ` όλα τ` άλλα ήταν ξυπόλητος! Σε αυτές τις κοφτερές πέτρες με γυμνά πόδια! Οι σάντχου είναι περιπλανώμενοι μοναχοί, όλη η περιούσια τους – τα πορτοκαλί ράσα και μπιτόνια, στο οποίο αυτοί κουβαλάνε το φαγητό. Και το μπαστούνι. Είχα δει τέτοιους στο Δελχί, αλλά εκεί αυτοί έκαναν την εντύπωση των συνηθισμένων παλιάτσων, οι οποίοι ζητιανεύουν ξεδιάντροπα τα χρήματα από τους τουρίστες, η φωτογραφίζονται μαζί τους – επί πληρωμή, φυσικά. Αυτός ο σάντχου δεν είχε τίποτα κοινό μαζί τους. Όχι πολύ ψηλός, μετρημένος και ακριβής στις κινήσεις του, όλη η όψη του αποπνέει αποφασιστικότητα. Όταν έφτασε πολύ κοντά, πήγα να κάνω λίγο στην άκρη, αλλά μπέρδεψα σε μια πέτρα και παραλίγο να πέσω σε ίσιο μέρος. Ο σάντχου κοίταξε από πάνω, το βλέμμα του με κατέπληξε. Πόσο θα μπορούσε να κρατήσει αυτή η ματιά – άντε, μισό δευτερόλεπτο, δευτερόλεπτο, όχι παραπάνω, το πολύ δυο, μα ήταν στοχευόμενη κατευθείαν μέσα μου, και όχι επιφανειακά, βαθιά, συγκεντρωμένα. Αξιολογούμε τα πρόσωπα, πράγματα, κορμιά από την όψη τους, αλλά μπορούμε να αξιολογήσουμε την αληθινή, ζωντανή ματιά μόνο και μόνο από αυτά, που αυτή προκαλεί μέσα στους εαυτούς μας. Το βλέμμα του σάντχου ήχησε, σαν καμπάνα στην καρδιά μου, ένα ζεστό κύμα κύλησε στο σώμα μου και προκάλεσε μια δυνατή παλίρροια από συμπάθεια και τρυφερότητα. Αυτό ήταν περισσότερο περίεργο, διότι εκείνος δεν είχε την εμφάνιση τους ενός γλυκού αγοριού, και από που ήρθε αυτή η ξαφνική τρυφερότητα για τον σκονισμένο, γέρο, κοκαλιάρη ταξιδιώτη? Δεν ήταν, βέβαια, κάποια ερωτική τρυφερότητα, αλλά και με τι να την παρομοιώσω… σαν χιονισμένη, στροβιλιστική, ορμητική θύελλα στο παγοδρόμιο, όπου εγώ πήγαινα μικρή, ο πάγος αντανακλά το φως από τους προβολείς, και όλα γυρίζουν – δεν ξέρω – μέσα μου, ή γύρω από εμένα.
Μαγεμένη με τις ερχόμενες ξαφνικά συναισθήσεις, κοιτούσα στα μάτια τον σάντχου, κολλημένη, σαν καπάκι ανάμεσα σε δυο μεγάλους βράχους πάνω στο μονοπάτι, εμποδίζοντας τον δρόμο του. Ίσως ο σάντχου να μιλάει αγγλικά? Μικροσκοπική, αλλά υπάρχει μια πιθανότητα για αυτό – άκουσα, ότι στο Βαρανάσι υπάρχουν οι σάντχου με ανώτατη μόρφωση, και μιλάνε άπταιστα αγγλικά.
– Καταλαβαίνεις αγγλικά?
Ο σάντχου δεν απάντησε τίποτα, απλώς με κοίταζε. Και όμως, από μια σχεδόν άπιαστη κίνηση των βλεφάρων του, μου φάνηκε, ότι με καταλαβαίνει.
– Δεν είμαι τουρίστρια, όχι απλή τουρίστρια δηλαδή, δεν θα σου κάνω χαζές ερωτήσεις, με ενδιαφέρει μόνο… (γαμώτο, πώς να το πω…) η αλήθεια, καταλαβαίνεις? Θέλω την αλήθεια, κάτι πραγματικό, θέλω αυτό, που βλέπω στα μάτια σου.
Και πάλι ένα ανεπαίσθητο βλεφάρισμα. Ποιος τον ξέρει… από έναν άνθρωπο με τόσο συγκρατημένη και αδιαπέραστη μιμική αυτή η κίνηση μάλλον θα σημαίνει κάτι… έκπληξη? Τι να του πω τώρα… αφού αυτός θα φύγει, και εγώ θέλω να του μιλήσω, να του πω ότι είμαι Ρωσίδα, – συνήθως οι Ινδοί γουρλώνουν τα μάτια τους, ανοίγουν τα στόματα και ουρλιάζουν χαρούμενα – «αα…Ρωσία!!», μα αυτό είναι μαρασμός. Ένιωθα από την μια μεριά απόλυτη ηλιθιότητα, άγνοια – τι να πω, ώστε να μην φύγει, και από την άλλη – μια απίστευτη σαφήνεια – σαν από κάποιο άλλο κομμάτι της συνείδησης μου.
– Μπορείς να μου πεις κάτι για την πρακτική σου, για τη θρησκεία σου?
Εκείνος συνέχισε να με κοιτάει κατευθείαν στα μάτια, αλλά όχι πια με εκείνο το ερμητικά κλειστό βλέμμα, αλλά σαν να έβλεπε κάτι μέσα μου ή προσπαθούσε να το δει. Την ίδια στιγμή εγώ κατάλαβα, ότι οι ελπίδες μου είναι αβάσιμες. Αυτός είναι απλώς ένας περιφερόμενος μοναχός, όχι μόνο τα αγγλικά, ούτε και το Χίνδι δεν ξέρει μάλλον, μιλώντας μόνο σε κάποια δική του διάλεκτο, ξεχασμένη ακόμα και από τον θεό…
– Ακολούθησε τις επιθυμίες σου! – ακούστηκε μια σωστή, σταθερή και καλοσυνάτη φωνή. Τελικά, μιλάει αγγλικά αυτός!
Πόσο παράξενο είναι να ακούσεις από έναν πλανόδιο μοναχό μια τέτοια συμβουλή! Περισσότερα περίμενα το αντίθετο – μια πρόταση για έναν ασκητικό τρόπο ζωής. Εκείνος είπε, σαν να άκουσε τις σκέψεις μου:
– Ναι, είμαι ένας σάντχου, αλλά όχι επειδή απαγορεύω στον εαυτό μου να γίνω ένας κανονικός άνθρωπος, όχι επειδή εμποδίζω τις επιθυμίες μου, αλλά ορισμένα λόγο του ότι τις αφήνω να εκδηλωθούν, και αυτές με οδήγησαν εδώ, στο μέρος που βρίσκομαι τώρα, και θα με οδηγήσουν παραπέρα. Δεν υπάρχει τίποτα, εκτός από τις επιθυμίες, που θα μπορούσε να μας φέρει κάπου.
– Όμως, εάν ακολουθήσεις ΟΛΕΣ τις επιθυμίες σου, δεν θα μετατραπείς σε ένα υποχείριο των καπρίτσιων σου?
– Και εσύ τι ονομάζεις καπρίτσιο? Μια επιθυμία, την οποία σε έχουν μάθει να θεωρείς ασήμαντη? Επιθυμίες είναι σαν ζωντανά πλάσματα. Εάν τα καταπιέζεις σκόπιμα για πάρα πολύ καιρό, αυτά πεθαίνουν, και μαζί τους πεθαίνει και ο, τι άλλο υπάρχει σε άνθρωπο, το μόνο που μένει είναι ένα άρρωστο κορμί, άρρωστα συναισθήματα, άρρωστος νους. Οι άνθρωποι απαγορεύουν τα πάντα στους εαυτούς τους, απαγορεύουν, απαγορεύουν… κατευθύνουν και αναγκάζουν τους άλλους, θέλουν κάτι από τα παιδιά τους, εύχονται την κάθε ευτυχία σε αυτά και για πάρτι τους, φυσικά, μα τελικά, από αυτούς ποιος είδε αυτή την ευτυχία? Μόνο οι δικές του ελεύθερες επιθυμίες μπορούν να οδηγήσουν τον άνθρωπο στην ευτυχία. Και όταν είναι ελεύθερες, τότε είναι και χαρούμενες, τότε μέσα σε αυτές εκδηλώνεται μια ιδιαίτερη φρεσκάδα, μια ξεχωριστή ισχύ, οι επιθυμίες από άπιαστα όνειρα μετατρέπονται στην πραγματική δύναμη, ενώ ο άνθρωπος γίνεται αληθινός δημιουργός, και πλάθει τον κόσμο μέσα και έξω από τον εαυτό του – και πάλι σύμφωνα με αυτό, που εκείνος θα θελήσει να κάνει.
Δεν περίμενα με τίποτα να ακούσω κάτι τέτοιο από έναν μοναχό! Με κατέπληξε και το νόημα των λέξεων του, και το πάθος, με το οποίος αυτές είχαν ειπωθεί. Δεν υπήρχε κανένας θεατρινισμός, ήταν ξεκάθαρη, διαυγή βούληση. Όσο αυτός μίλαγε, είχα ξεχάσει ακόμα και τον πόνο και σταμάτησα να κρατάω τον χτυπημένο μου μηρό. Θα είχα ξαφνιαστεί λιγότερο, εάν θα έβλεπα έναν ελέφαντα να μιλάει. Η συζήτηση με είχε συναρπάσει.
– Και τι πρέπει να κάνουμε με το ότι πολλοί άνθρωποι έχουν τις επιθυμίες, που στοχεύουν στην καταστροφή, στην πρόκληση του πόνου, στην ικανοποίηση της απληστίας, τι πρέπει να κάνουμε – να τις αφήσουμε και αυτές να εκδηλωθούν?
– Εσύ έχεις την επιθυμία να καταστρέφεις και να προκαλείς πόνο?
– Εγώ δεν την έχω, αλλά…
– Τότε γιατί με ρωτάς?
– Ρωτάω για τους άλλους…
– Δεν μιλάω τώρα με τους άλλους – τώρα μιλάω με σένα και ακολουθώ τις επιθυμίες μου αυτή τη στιγμή, και εάν θα ήταν κάποιος άλλος μπροστά μου, θα είχα κάποια άλλη επιθυμία τότε.
Δεν είχα κάτι να απαντήσω σε αυτό.
– Εκτός από αυτό, όταν ο άνθρωπος είναι τόσο άρρωστος, ότι νιώθει την επιθυμία να σκοτώσει, να κλέψει, να κάνει ζημιά, – συνέχισε ο σάντχου, – αυτό από μόνο του σημαίνει, πως μέσα του ζει μια τεράστια ποσότητα άλλων σκοτισμών, οι οποίοι όλοι μαζί είναι οι φυσικοί περιοριστές του. Ενώ εγώ… και απ` ότι φαίνεται, και εσύ – ευχαριστιέμαι περισσότερα, όταν γύρω μου υπάρχουν χαρούμενοι άνθρωποι, που αναζητούν και βρίσκουν τον δρόμο τους, μου αρέσει να τους βοηθάω, μα μόνο σε αυτό, που, κατά τη γνώμη μου, μπορεί να τους οδηγήσει στην αληθινή απελευθέρωση.
– Και εγώ ακριβώς έτσι θέλω να ζήσω.
– Εσύ σκέφτεσαι, ότι το θέλεις, αλλά είμαι σίγουρος, ότι δεν είναι έτσι, αλλιώς ακόμα και η εμφάνιση σου θα ήταν διαφορετική, θα ήταν αλλιώτικο το βλέμμα σου, οι κινήσεις, τα λόγια – τα πάντα. Εσύ θέλεις την φώτιση και την ελευθερία «γενικώς», μα πώς ζεις την κάθε σου στιγμή? Μάλλον, δεν θα κάνω λάθος, αν πω, ότι στην καλύτερη περίπτωση αφιερώνεις το ένα εκατοστό του χρόνου της ζωής σου για την αναζήτηση της ελευθερίας, και τον υπόλοιπο καιρό περνάς στην ανόητη βαβούρα των σκέψεων, που δεν σημαίνουν τίποτα, των κινήσεων, που δεν έχουν καμία σημασία – το συνηθισμένο συμπλήρωμα του χρόνου με τις εντυπώσεις, οι οποίες δεν σου φέρνουν ούτε χαρά, ούτε αίσθηση πληρότητας, μα όλο και πιο δυνατά σε δένουν σε αδιάκοπη δύνη της εσωτερικής μιζέριας και σπασμωδικών προσπαθειών να ξεφύγεις από αυτήν. Είναι βλακεία να στεναχωριέσαι, επειδή δεν σου ανοίγεται η αλήθεια, αφού το μεγαλύτερο μέρος της ζωής σου δεν την αναζητάς. Δεν υπάρχει συμβιβασμός εδώ. Η εδώ και τώρα, – εκείνος έδειξε με το δάχτυλο την γη κάτω από τα πόδια του, – κάνεις αυτό, που θέλεις, ή εδώ και τώρα ζεις μηχανικά, και η στιγμή αυτή πέφτει σε μια μεριά της ζυγαριάς, ή στην άλλη. Εάν το καταλάβεις αυτό – όχι στα λόγια, αλλά πρακτικά, στην ουσία αρχίζοντας να μάχεσαι για την κάθε στιγμή της ζωής σου……
Ο σάντχου με έκανε λίγο πιο πέρα και σκόπευε πια να φύγει, όταν ξαφνικά σταμάτησε για λίγο και γύρισε.
– Υπάρχει μια παραβολή, θα σου την πω. Σε ένα χωριό στα βουνά ζούσε ο σοφός, και του άρεσε να γράφει για τα πράγματα, που είχε ανακαλύψει στα ταξίδια της συνείδησης του, όμως, δεν είχε κανέναν να διαβάσει τα γραμμένα. Για να έχει το προς το ζην του, ο σοφός έπιανε ψάρια, και τα πωλούσε στην αγορά, τυλίγοντας τα στις σελίδες από το βιβλίο του, και η μοίρα εκείνων των φύλλων ηταν άγνωστη, δεν ήξερε, που πήγαν αυτά: ίσως κάποιο να πήγε στα σκουπίδια, κάποιο άλλο θα σκιστεί και θα λιώσει, μα τρίτο ίσως και να πέσει στα χέρια κάποιου, και τα λόγια, γραμμένα σε αυτό, θα φτάσουν στην καρδιά, που ψάχνει, και θα αφήσουν σε αυτήν το σημάδι του – ποιος ξέρει? Και εφόσον αυτή ήταν η επιθυμία του, και αφού ήταν ζωντανή και ελεύθερη, εκείνος συνέχισε να το κάνει μέρα με τη μέρα, σε όλη του τη ζωή. Τώρα, όταν εγώ μιλάω με σένα, και εγώ κάνω το ίδιο – ακολουθώ την επιθυμία μου, ανεξάρτητα από το τι θα μπορούσα να σκεφτώ για τη μοίρα σου και για τη μοίρα των λέξεων, που είπα. Δεν περιμένω τίποτα – κάνω αυτό, που θέλω και προχωράω μπροστά.
– Είπες «η επιθυμία ήταν ζωντανή και ελεύθερη». Και πώς να την ξεχωρίσω…
– Υπάρχουν επιθυμίες, νιώθοντας και πραγματοποιώντας τις οποίες, αισθάνεσαι χαρά και προσμονή, ενδιαφέρον, νιώθεις το μυστήριο αυτού, που σε περιμένει. Και υπάρχουν επιθυμίες, οι οποίες σου δίνουν την ανακούφιση.
Εγώ περίμενα τη συνέχεια, μα φαινόταν, ότι αυτός είπε, ό, τι ήθελε να πει.
– Ήταν πολύ ωραία να σε συναντήσω, – του μίλησα, κοιτάζοντας τον στα μάτια. – Ποσά πολλά εξαρτώνται από τα τυχαία γεγονότα…
– Τυχαία? Τι εννοείς με αυτή τη λέξη?
– Μα… το κάτι που έτυχε :)
Ο σάντχου με τρύπησε και πάλι με το βλέμμα του, και είχα την εντύπωση, ότι η απάντηση μου δεν είχε καμία σχέση με αυτό, που θα μπορούσε να διατηρήσει το ενδιαφέρον του.
– Περίμενε, τώρα. Ένα τυχαίο γεγονός είναι η απουσία της σχέσης ανάμεσα στα δυο φαινόμενα, δεν υπάρχει σύνδεση αιτία-συνέπεια, αυτό ήθελα να πω. Το ότι εγώ βρέθηκα εδώ τώρα – είναι τυχαίο, επειδή είχα τις ίδιες πιθανότητες να βρεθώ σε κάποιο άλλο μέρος.
– Εσύ έχεις μια τέτοια αντίληψη, όπως «απουσία σχέσης», ή «με την ίδια πιθανότητα»? Για παράδειγμα, εγώ τώρα βλέπω τα βουνά, και μπορώ να τα περιγράψω – είναι όμορφα, ψηλά. Νιώθω τις επιθυμίες μου και επίσης μπορώ να τις περιγράψω, αντιλαμβάνομαι τις σκέψεις μου, και τα λοιπά – όλες αυτές οι αντιλήψεις ορισμένα υπάρχουν και δεν θα δυσκολευτώ καθόλου να τα περιγράψω με όση λεπτομέρεια χρειαστεί. Τι αντιλήψεις είναι «η απουσία της σχέσης» και «με την ίδια πιθανότητα»? Περιέγραψε τις, αφού τις έχεις.
Χώνευα τα λόγια του σιωπηλά. Μου ήταν γνωστή αυτή η μέθοδος, αλλά δεν θα μου ερχόταν ποτέ στο μυαλό να την εφαρμόσω για τόσο απλά πράγματα.
Εκείνος συνέχισε:
– Εσύ έχεις την αντίληψη της σκέψης: «απουσία της σχέσης», όμως, μάλλον δεν έχεις την ίδια την αντίληψη. Αυτή είναι μια τεράστια διαφορά.
– Ναι, όντως δεν βλέπω καμία «σχέση», ούτε και καμία «απουσία σχέσης», μπορώ μόνο να υποθέσω, πως αυτή…
– «Αυτή» – ποια είναι? Η «σχέση»? Πώς μπορείς να μιλήσεις για μια αντίληψη, την οποία δεν έχεις? Είναι ένα ψέμα, μια αυταπάτη, πάνω στην οποία και χτίζεται η λανθασμένη νόηση. Εάν θέλεις, μπορείς να μιλήσεις για τη σκέψη περί της «σχέσης», επειδή υπάρχει λέξη «σχέση», μα για την ίδια τη «σχέση» δεν μπορείς να πεις απολύτως τίποτα, – τίποτα! Ούτε ότι αυτή υπάρχει, ούτε και ότι δεν γνωρίζεις καν – υπάρχει «αυτή», η δεν υπάρχει.
– Μα πως, περίμενε…
Εγώ ήθελα να σκεφτώ προσεκτικά, τι να του απαντήσω, για να μην φανώ χαζή κα πάλι.
– Κοίτα, εγώ μπορώ να δω, ότι στην αρχή συμβαίνει το ένα, και μετά από αυτό – το άλλο, και αυτό γίνεται συνέχεια υπό τις ίδιες συνθήκες. Εγώ πετάω μια πέτρα και ακούγεται ο ήχος από το χτύπημα της στη γη. Μπορώ να υποθέσω, ότι ανάμεσα σε αυτά τα δυο φαινόμενα υπάρχει σχέση?
– Μπορείς. Αλλά αυτό δεν σημαίνει, ότι πλέον έχεις μια τέτοια αντίληψη, ως «σχέση». Και όταν εσύ δεν βλέπεις καμία νομοτέλεια στα γεγονότα, αυτό δεν σημαίνει, ότι βλέπεις κάποια «απουσία της σχέσης», άρα, απλώς δεν μπορούμε να πούμε τίποτα για τη συνάντηση μας, – τυχαία είναι η μη τυχαία. Υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα σε αυτές τις δυο στάσεις. Η στάση πρώτη – να σχηματίζεις άποψη, όταν δεν έχεις βάσεις για αυτήν – έτσι σχηματίζεται η λανθασμένη νόηση, και η στάση δεύτερη – να μην σχηματίζεις άποψη, εάν δεν έχεις αρκετές βάσεις για αυτό. Εάν θα επανεξετάσεις όλες σου τις απόψεις και πεποιθήσεις, θα ανακαλύψεις, ότι ένα τεράστιο μέρος από αυτές δεν βασίζεται σε τίποτα απολύτως, και εσύ τις υποστηρίζεις απλώς από συνήθεια, ή λόγο της επιθυμίας να ταιριάζεις με τις απόψεις των άλλων ανθρώπων και τα λοιπά.
– Άκουσε, θα ήθελα πάρα πολύ να μιλήσουμε για αυτό περισσότερο, και μιας και εσύ πας κάτω, ίσως να μπορούσαμε να κατεβούμε μαζί και να κουβεντιάσουμε? Η κάτι άλλο – εγώ σταμάτησα στο Ναγκάρ, τι θα έλεγες, αν θα σε καλούσα εκεί?
– Όχι, δεν έχω μια τέτοια επιθυμία.
– Κρίμα… γιατί οι συναντήσεις είναι τόσο σύντομες…
– Νομίζω, επειδή εσύ τη συγκεκριμένη στιγμή δεν είσαι τίποτα. (Δηλαδή!??) Δεν έχεις κάνει καμία δουλειά με τον εαυτό σου, δεν έχεις συγκεντρώσει πείρα, και ίσως, αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίο σε μένα δεν έρχεται καμία επιθυμία να συνεχίσω την συζήτηση μαζί σου. Αν θα έχεις μια ευκαιρία ακόμα να δεις κάποιους ανθρώπους, που γνωρίζουν πολλά – άγνωστο, αλλά το εάν αυτοί θα έχουν την επιθυμία να μιλήσουν μαζί σου εξαρτάται αποκλειστικά από εσένα, αναλόγως με αυτό, που εσύ θα κάνεις με τα πράγματα, που έμαθες… Πήγαινε στο Ρισικές.
Τα τελευταία του λόγια ο σάντχου είπε βιαστικά και μπερδεμένα, σχεδόν ταχύγλωσσα.
– Στο Ρισικες? Γιατί? Για ποιο πράγμα? Πότε?
Αλλά ο σάντχου έτρεχε ήδη ορμητικά κάτω στο μονοπάτι με μια τέτοια ταχύτητα, σαν να μην είχε σταματήσει καν. Ήταν αδιανόητο να προσπαθήσω να τον φτάσω – θα έσπαγα αμέσως τα πόδια μου, και ο χτυπημένος μου μηρός άρχιζε να υπενθυμίζει για τον εαυτό του, το αιμάτωμα εκδηλώθηκε σε όλο της το πράσινο-μπλε μεγαλείο. Μα που είναι ο Ραντζ?? Το ερώτημα αυτό άρχισε να με ενοχλεί σοβαρά πια, εγώ κοίταξα πάνω, κάτω, ξαφνικά το κεφάλι μου άρχισε να γυρίζει και… ξύπνησα! Ξύπνησα στη σπηλιά! Άρα, όλη αυτή την ώρα εγώ κοιμόμουν… Να πάρει… Παραλίγο να χτυπήσω με το κεφάλι μου στην οροφή, βγήκα έξω, πέρασα το πέτρινο ραφάκι, κοίταξα στο μονοπάτι και είδα τον Ραντζ, ο οποίος σκόπευε να ρίξει πάνω το επόμενο πετραδάκι.
– Μάγια, μήπως σε πέτυχα? Άρχισα να ρίχνω τις πέτρες, επειδή δεν σε έβλεπα για πέντε ολόκληρα λεπτά.
– Πόσα??!! Πέντε λεπτά?
– Ναι, πέντε λεπτά, ή περίπου τόσα.
Κατεβαίνοντας στο μονοπάτι, πήγα πολύ κοντά στον Ραντζ.
– Ραντζ, ήσουν εδώ όλη την ώρα?
– Φυσικά, σε έβλεπα, όσο μπορούσα.
– Και δεν είχε περάσει κανείς?
– Όχι.
– Και δεν είδες έναν σάντχου εδώ?
Ο Ραντζ ανησύχησε.
– Σάντχου? Όχι, δεν πέρασε κανένας εδώ… Είσαι καλά, Μάγια? Δείχνεις παράξενη. Τι συνέβη?
Να πάρει… Εγώ κάθισα σε μια πέτρα, έπιασα το κεφάλι μου με τα χέρια και άρχισα να σκέφτομαι. (Δεν μπορώ απλώς να το πιστέψω, μα πως, ηταν ένα όνειρο? Υπάρχουν ΤΈΤΟΙΑ αληθοφανή όνειρα… αδύνατον.)
– Μάγια, απάντησε μου, είσαι καλά?
– Ξέρεις, Ραντζ, τώρα και εγώ καταλαβαίνω, γιατί την ονόμασαν «σπηλιά των κλεμμένων ζωών». Δεν θυμάσαι, τι συγκεκριμένα έλεγε ο αδερφός σου?
– Τίποτα το συγκεκριμένο, σχεδόν παραμιλούσε, μάλλον, κάτι κακό συνέβη εκείνη την ημέρα με το κεφάλι του, έλεγε για κάποια κοπέλα, την οποία είχε συναντήσει εδώ, την αγάπησε, έζησε μαζί της, είχαν παιδιά και σπίτι, ήταν ευτυχισμένος, αλλά μετά τα πάντα εξαφανίστηκαν, και τι σημαίνουν όλα αυτά, δεν κατάλαβα ποτέ. Μέχρι τότε εκείνος για πολύ καιρό δεν μπορούσε να βρει μια σύζυγο, και ήθελε τόσο πολύ να έχει οικογένεια, γυναίκα και παιδιά, ότι ίσως και να έχασε τα λογικά του απ` αυτό…
– Μάλλον, το κατάλαβα. Η σπηλιά έκλεψε από τον αδερφό σου μια ζωή, επειδή στην αρχή του έδωσε αυτό, που έψαχνε, αλλά επειδή αυτός έψαχνε κάτι, από το οποίο εκείνος ήθελε να φτιάξει το δεκανίκι για τη ζωή του, αντί να ψάξει την ίδια τη ζωή στον εαυτό του, η σπηλιά του άφησε μόνο τις αναμνήσεις, χωρίς να αλλάξει κάτι μέσα του, και που να πήγαινε τώρα εκείνος με αυτό το κενό στη ζωή… και από εμένα η σπηλιά δεν πήρε τίποτα, επειδή αυτό, που μου έδωσε, δεν μπορεί να αφαιρεθεί, αφού δεν είναι ούτε περιούσια, ούτε οικογένεια – είναι αυτό, που είμαι εγώ στην ουσία, ένα μέρος του εαυτού μου, η κατανόηση μου, ο δικός μου σκοπός.
Ο Ραντζ έδειχνε τρομοκρατημένος.
– Μάγια, ας προχωρήσουμε, δεν καταλαβαίνω, τι μου λες, και νομίζω, ότι δεν πρέπει να μείνουμε εδώ και άλλο, πάμε.
Σχεδόν ικετευτικά με τράβηξε από το μανίκι, πράγματι, έπρεπε να φύγουμε, δεν είχα τίποτε άλλο να κάνω εδώ. Εγώ έσκυψα να σηκώσω το σακίδιο και παραλίγο να φωνάξω από απότομο πόνο. Άγγιξα τον μηρό μου – πάνω του υπήρχε μια μεγάλη ζουμερή μελανιά.
Μετά από μια ώρα καθόδου στην απότομη πλαγιά άρχισα να αμφιβάλλω, ότι ήταν μια καλή ιδέα – να κάνω ένα διπλό τρεκ σε μια μέρα. Η κάθοδος φαίνεται πιο απλή από την άνοδο. Όταν ανεβαίνεις, κουράζονται οι μύες, αλλά το πόδι πατάει μαλακά στο μονοπάτι, βλέπεις, που πατάς, και σχεδόν δεν υπάρχει πιθανότητα να τραυματιστείς. Από αυτή την διαβολεμένη κάθοδο βουίζανε οι πατούσες και τα γόνατά μου, τα πόδια έτρεμαν από την χαρακτηριστική για αυτόν τον κόπο κούραση, όταν με φόρα προσγειώνεσαι σε κάποιο ανάχωμα ή πέτρα. Δεν είχαμε χρόνο για ξεκούραση – έπρεπε να φτάσουμε στον δρόμο, προτού σκοτεινιάσει.
Ξαφνικά είδα από μακριά μερικά σπίτια, τα οποία έδεναν τόσο αρμονικά με τα βουνά με το χρώμα και το υλικό τους, ότι θα μπορούσες και να μην τα παρατηρήσεις καν.
– Η Μάλανα!
Το κρύο αεράκι της ανησυχίας πέρασε από την ράχη μου. Κοιτάζοντας γύρω-γύρω, παρατήρησα, ότι τα δενδρύλλια της μαριχουάνας εδώ έγιναν ακόμα πιο πλούσια, σε λίγο φάνηκαν και οι κάτοικοι του χωριού – άντρες, οι οποίοι έκοβαν τα φυτά αυτά με τα δρεπάνια. Χωρίς να χαμογελάσουν η να εκφράσουν κάποιο άλλο συναίσθημα, εκείνοι χαιρέτησαν τον Ραντζ, και δεν έριξαν ούτε ένα βλέμμα σε μένα.
– Κοιτά να δεις, σε όλη την Ινδία οι άνδρες με χαζεύουν ασταμάτητα, και εδώ δεν με κοίταξε κανείς. Δεν τους αρέσω μήπως, ή έχουν κάποια ιδιαίτερη σχέση οι άντρες και γυναίκες εδώ?
– Ιδιαίτερη σχέση, ακριβώς… Εδώ μπορείς να παντρευτείς τόσες φορές, όσες θέλεις, αρκεί να έχεις μόλις είκοσι ρουπίες, τις οποίες προσφέρεις κάθε φορά στους θεούς. Μπορείς να παντρευτείς και για μια νύχτα μόνο, αν θέλεις. Επιτρέπεται και να χωρίζεις ελεύθερα. Χωρίς να πληρώσεις τίποτα.
– ! Και τα ήθη?
– Οι άνθρωποι εδώ έχουν τα δικά τους ήθη, εδώ τα πάντα είναι διαφορετικά από οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου. Βασικά το χόριο αυτό είναι καταραμένο, λένε, πως ανήκει στους δαίμονες.
– Και τι σημαίνει αυτό?
– Ότι είναι καλύτερα να μείνεις μακριά από αυτό το μέρος.
– Γιατί, τι μπορεί να συμβεί?
– Εδώ μπορεί να συμβεί οτιδήποτε. Πέρυσι είχαν καταιγίδα, και σε ένα σπίτι πέθαναν όλοι, όσοι ήταν εκεί τότε. Για ποιο λόγο – άγνωστο, ενήλικες και παιδιά, εφτά άτομα συνολικά. Οι κάτοικοι πέταξαν τα σώματά τους από ένα βράχο, και από τότε σχεδόν κάθε νύχτα σε εκείνο το σπίτι ακούγονται διάφορα. Οι χορικοί έβαλαν στο σπίτι φωτιά, μα τα πράγματα χειροτέρεψαν, – οι ήχοι άρχισαν να ακούγονται από τους θάμνους, από τις γωνίες, έτσι, όταν πέσει το σκοτάδι, δεν θα δεις κανέναν έξω. Να ήταν μόνο αυτό! Εδώ συμβαίνουν τόσα…
– Ίσως να καπνίζουν κάνναβη υπερβολικά ?
– Μάλλον, το αντίθετο – για αυτό εκείνοι καπνίζουν τόσο πολύ… δεν θέλω καν να σκεφτώ, γιατί γίνονται όλα αυτά τα διαολεμένα πράγματα εδώ, έρχομαι στο χωριό σπάνια, και πάντα το περνάω όσο πιο γρήγορα μπορώ.
Εμείς μπήκαμε στο χωριό. Δίπλα στο κακοπερασμένο μονοπάτι κυλάει ένα ρυάκι, λίγο πιο πέρα βρίσκονται ξύλινα διώροφα σπίτια με μπαλκόνια χωρίς κάγκελα, πάνω στα οποία με τα πόδια τους κρεμασμένα κάθονται οι γυναίκες με αυστηρά πρόσωπα και βλέμματα βαριά. Όλες αυτές είναι απασχολημένες με την ίδια δουλειά – παραγωγή του χασίς, που έπειτα μεταφέρεται σε όλη την Ινδία και πέρα από τα σύνορα της. Δυνατή τριβή των φύλλων της μαριχουάνας ανάμεσα στις παλάμες οδηγεί στο ότι μετά από λίγο καιρό στα χέρια μένει ένα χοντρό στρώμα της λαδερής φυτικής μάζας. Αυτή την μάζα μαζεύουν από τα χέρια τους και φτιάχνουν παστίλιες προς πώληση. Ντόπια παιδιά όλων των ηλικιών είναι απασχολημένα με την ίδια δουλειά, – κάποια στέκονται δίπλα στον δρόμο και τρίβουν με τα μικρά τους παλαμάκια τα κλαδιά της μαριχουάνας, που κρέμονται στο μονοπάτι, και κάποια από αυτά τα παιδάκια τρέχουν να μας συναντήσουν, προτείνοντας να αγοράσουμε διάφορες ποικιλίες του χασίς, προσπαθούν να με πείσουν, ότι εδώ μπορώ να την αγοράσω σε πιο χαμηλή τιμή. Ζήτησα τον Ραντζ να διώξει μακριά μου τους εμπόρους ναρκωτικού με μύξες, και έδειξα έναν μικρό ναό όχι πολύ μακριά από το χωριό.
– Είναι ναός?
– Ναι, αλλά απαγορεύεται η είσοδος, και η φωτογράφηση επίσης. Ξέχασα να πω – να μην ακουμπήσεις καμία πέτρα εδώ. Ντόπιοι κάτοικοι πιστεύουν, ότι σε κάποιες πέτρες μένουν πνεύματα, και τα προσκυνούν, αν εσύ αγγίξεις μια τέτοια πέτρα, θα έχεις προβλήματα – θα χρειαστεί να πληρώσεις, και το ποσό μπορεί να είναι αρκετά μεγάλο – εξαρτάται από την διάθεση των κατοίκων της Μάλανα.
– Μπορώ τουλάχιστον να δω μια από αυτές τις πέτρες?
– Θα σου έδειχνα μια, αν ήξερα, όμως, δεν το ξέρω.
Δίψασα, και περνάγαμε δίπλα από ένα μικρό μαγαζάκι – μισοσκότεινο παράθυρο σε μια σπασμένη τρώγλη, μέσα έλαμπαν οι συσκευασίες της σοκολάτας και κόκα-κόλας. Μόλις δυο βήματα χώριζαν το μονοπάτι από το μαγαζί, και τα έκανα σχεδόν, αλλά ο Ραντζ με έσωσε, πιάνοντας με δυνατά από τον ώμο.
– Ούτε και εκεί δεν επιτρέπεται! Στο είχα πει – μην φεύγεις από το μονοπάτι. Δώσε μου τα λεφτά.
Του έχωσα τα χρήματα, εκείνος τα έδωσε στον ντόπιο, ο οποίος στεκόταν δίπλα, χωριάτης τα πέταξε στο στραβό παράθυρο, από εκεί ένα μελαψό χέρι του έδωσε μπουκάλι με νερό.
Σε λίγο φτάσαμε στην άκρη του χωριού, και εκτός από την μαριχουάνα και σκοτισμένους ανθρώπους εγώ δεν είδα τίποτα τελικά. Ορίστε η μυστηριώδη Μάλανα…