…Ατελείωτοι λόφοι, καλυμμένοι με κυανόχρωμο γρασίδι, και πάνω τους – ο μεσημεριανός ζεστός ουρανός, σκισμένος με σύννεφα, που τρέχουν ορμητικά. Γύρισα με τον βλέμμα μου αυτόν τον κόσμο, ο οποίος υπήρχε μόνο για μένα, και άκουσα το γνωστό κουδούνισμα, προερχόμενο από πουθενά – ή από το κεφάλι μου, ή ο κόσμος αυτός άρχισε να ηχεί. Ένοιωσα, πως χάνω την ισορροπία, τα πάντα γύρω μου άρχισαν να διαλύονται και να φεύγουν στο μοβ σκοτάδι. Ο ήχος δυνάμωνε, και όλο μου το σώμα τώρα βούιζε, σαν τεντωμένη χορδή, την οποία ακουμπούν ελαφρά με το δάχτυλο…
Κοιμάμαι τώρα; Κοίταξα γύρω μου, τα έβλεπα όλα ξεκάθαρα και σταθερά, και όμως, ήταν το όνειρό μου.
– Είναι ένα όνειρο? – φώναξα εγώ, και ο ήχος της φωνής μου ακούστηκε πάρα πολύ μακριά.
– Κοιμάμαι και δεν κοιμάμαι! – εγώ το είπα, ή το σκέφτηκα μόνο?
Ξύπνησα το επόμενο δευτερόλεπτο, ήταν πολύ ήσυχα και εγώ διψούσα. Θέλησα να τεντώσω το χέρι μου προς το μπουκάλι με νερό, αλλά δεν κατάφερα να το κάνω – το χέρι μου ήταν σαν μολυβένιο. Τρόμαξα, σκέφτηκα, ότι αρρώστησα, ήθελα να φωνάξω τον Σάφι, μα το στόμα μου δεν άνοιγε, σαν να μην υπήρξε καν – ούτε γλώσσα, ούτε χείλη, ούτε δόντια. Και τότε κατάλαβα, ότι κοιμάμαι ακόμα, και αμέσως βρέθηκα στο άλλο όνειρο. Η γοτθική εκκλησία με πανύψηλα ταβάνια και πολύχρωμα βιτρώ βούιζε και κουνιέται από τη φωνή του κληρικού, τα μάτια του οποίου είναι φωτισμένα από το πάθος. Υγρό από την εκστατική απόλαυση κορμί κουνιέται στον ίδιο ρυθμό με την βροντερή φωνή, και η κάθε κίνηση προκαλεί κύματα έξαρσης. Σαμπάλα! Σαμπάλα! – ακούστηκε στη θάλασσα των αναστεναγμών το ξόρκι της κάθαρσης.
– Σαμπάλα! – φώναξα και εγώ, καθισμένη στο κρεβάτι, εμπνευσμένη με το ότι μου άνοιξε ο μελλοντικός δρόμος.
Χρειάστηκαν δυο λεπτά, για να αποτινάξω την παραίσθηση και να συνέλθω. Τέλεια… έτσι σε λίγο θα πάω στην αναζήτηση της χαμένης Ατλαντίδος… Τα υπολείμματα του ονείρου έπεσαν, σαν σκόνη, και κατάλαβα, ότι ήταν απλώς ένα όνειρο.
Η Σαμπάλα είναι ένας μύθος… Ωστόσο, κάπου είχα διαβάσει, ότι ο Ρέριχ βρήκε τον δρόμο προς αυτόν τον μύθο. Ρέριχ, Ρέριχ… Ο Ρέριχ ζούσε στην κοιλάδα Κούλου!
Ντύθηκα γρήγορα και πήγα στην πόλη, για να αγοράσω το “Lonely planet”. Ο Ντένι είπε, ότι στο κέντρο της πόλης υπάρχουν μερικά καλά βιβλιοπωλεία, και όντως βρήκα εύκολα ένα από αυτά.
Χτύπησε το κρεμαστό κουδουνάκι, ενοχλημένο από την βαριά τζάμινη πόρτα, την οποία εγώ έσπρωξα και μπήκα σε ένα αληθινό βασίλειο των βιβλίων. Ήταν μισοσκότεινα μέσα, δροσερά και κάπως μεγαλόπρεπα ήρεμα, – απολύτως διαφορετικός κόσμος, που δεν έμοιαζε σε τίποτα με εκείνο το χάος, που έκανε φασαρία και κορνάριζε έξω από τα κλεισμένα με ξύλινα παντζούρια παράθυρα. Πίσω από μικρή ξύλινη πόρτα, κρυμμένη ανάμεσα στα ψηλά ράφια, βγήκε κάποιος και με χαιρέτησε φιλόξενα.
– Ραμ?!
– Καλημέρα, ma`am!
– Δουλεύεις στο βιβλιοπωλείο?
– Μεταξύ άλλων. Αυτό είναι το μαγαζί του αδελφού μου, τον αντικαθιστώ συχνά εδώ.
– Κατάλαβα. Τότε βοήθησε με να βρω τον οδηγό. Θέλω να πάω στο Κούλου, ξέρεις κάτι για αυτό το μέρος?
– Ξέρω, βέβαια… Είναι πολύ όμορφο μέρος. Εκεί ζούσαν οι ρήσοι, και ακόμα ο ίδιος ο Κρίσνα.
– Ωραία… Είναι εύκολο να βρω στέγη εκεί?
– Υπάρχουν πολλά ξενοδοχεία και πάρα πολύ χασίς
– Δεν με ενδιαφέρει το χασίς.
– Παράξενο να το ακούσω από μια ξένη, εδώ όλοι καπνίζουν. Και όλοι πάνε στην Κούλου, επειδή εκεί φυτρώνει στους δρόμους παρά πολύ καλό χόρτο.
– Άρα, έχουν ξενοδοχεία εκεί?
– Ο ναι, πάρα πολλά. Μπορείτε να διαβάσετε τις λεπτομέρειες στο βιβλίο. Ορίστε, – μου έδωσε ένα τεράστιο βιβλίο, – θα Σας το αφήσω μόνο δέκα δολάρια. Δεν είναι καινούριο, όμως, αλλά για το καινούριο δεν μπορέσω να κάνω έκπτωση.
– О`κει, θα το πάρω, και ίσως και κάτι ακόμα…
– Τι Σας ενδιαφέρει? Γιόγκα, ιατρική, αστρολογία, σαμανισμός, ψυχολογία, φιλοσοφία, αρχαία κείμενα, Καστανέδα?
– Έχεις διαβάσει Καστανέδα?
– Όχι, αλλά έχω ακούσει τα πάντα από τους ξένους.
– Και γιατί δεν τον διαβάζεις? Βαρετό?
– Εγώ, ma`am, διαβάζω μόνο το Μπαγκαβάτ-Γκίτα, αφού λατρεύω τον Κρίσνα.
– Α-α, κατάλαβα…
Η συλλογή των βιβλίων όντως ήταν συγκλονιστική – καθόλου σαβούρα, κίτρινος τύπος ή αστυνομικά μυθιστορήματα. Όλα τα ράφια, από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι, ήταν γεμάτα με βιβλία εσωτερικά, τα πιο πολλά στα αγγλικά. Δεν είχα πολύ χρόνο για να τα μελετήσω, για αυτό έβγαλα από τις πολύχρωμες σειρές αυτά, που γνώριζα – μερικούς τόμους του Καστανέδα και την βιογραφία του Ραμακρίσνα με φωτογραφίες.
– Θα μπορέσω σήμερα να φύγω για Κούλου?
– Ναι, ma`am. Θα σχεδιάσω, πως θα βρείτε τον σταθμό των λεωφορείον, αυτά φεύγουν για Κούλου τρεις φορές την ημέρα. Μπορεί και να μην πάει απευθείας δρομολόγιο σήμερα, αλλά θα κάνετε την μετάβαση στο Τζαμμού, δεν είναι δύσκολο. Από εκεί σίγουρα περνάνε τα λεωφορεία για Κούλου.
– Πόσο κρατάει ο δρόμος?
– Γύρω στις είκοσι ώρες.
– Οχ, όχι αυτό!!! – οι αναμνήσεις για τριάντα ώρες του δρόμου προς Κασμίρ είναι ακόμα τόσο φρέσκες, ότι όλο μου το κορμί μαζεύτηκε τρομαγμένο.
– Το Κασμίρ είναι μακρινό από όλον τον κόσμο:) Δεν θα μετανιώσετε, αν πάτε στο Κούλου, είναι πανάρχαιο και πολύ μυστήριο μέρος. Και είναι πολύ, πολύ όμορφα εκεί.
– Ραμ, μήπως δουλεύεις για τον Κρίσνα?:))) – με καλούσε τόσο πολύ στο Κούλου, όπως κάνουν οι πωλητές, που παίρνουν ποσοστά, τραβώντας τους τουρίστες στα μαγαζιά.
– Υπό κάποια έννοια, ma`am :)
– Τι να κάνω, ας είναι είκοσι ώρες!