Μέσα στον ύπνο άκουσα ένα ευγενικό χτύπημα, και ένα κύμα μαλακού ερωτισμού μου θύμισε τον Ντένι. Φώναξα, πως έρχομαι αμέσως, ντύθηκα γρήγορα και βγήκα έξω. Ο Ντένι με περίμενε δίπλα στα εύθραυστα ξύλινα κάγκελα. Το αγόρι αυτό μου αρέσει αναμφίβολα, θέλω να πάρω το χέρι του και να νιώσω το άγγιγμα των δάχτυλων του… ένα τόσο λεπτό ερωτικό παιχνίδι, που, μάλλον, είναι πιθανό μόνο στην αρχή της γνωριμίας, όταν το πάθος μόλις άρχισε να γεννιέται.
– Γεια σου, Μάγια! – στα μάτια του αναπηδούσε το ίδιο διαβολάκι, που χόρευε κάπου χαμηλά και βαθιά στην κοιλιά μου. – Έχει εδώ κοντά μια ωραία ταβερνούλα, σίγουρα θα θέλεις να φας, έτσι δεν είναι;
– Όχι απλώς θέλω! Πάμε, μουσούδα!
Εκείνος κοντοστάθηκε, όταν άκουσε τη λέξη «μουσούδα», όμως, βλέποντας τη μύτη μου, ζαρωμένη με το πονηρό χαμόγελο, το ξανασκέφτηκε (άντε, πάρε στροφές, συνήθισε την ιδέα, ότι δεν είμαι η κυρία με τις καμέλιες).
Τον έσπρωξα προς την σικάρα, μπήκαμε μέσα και προχωρήσαμε δίπλα στα πλωτά σπίτια, τα οποία άφηναν φωτεινές αναλαμπές στα νερά. Αυτά τα σπίτια-βάρκες, φωτισμένες από μέσα, έμοιαζαν με μεγάλα πλεκτά πορτατίφ, μέσα από τα οποία ζωγραφίζεται τόσο εύκολα κάποια παραμυθένια ζωή. Οι ήχοι του νερού, τα σπάνια κελαηδήματα των νυχτερινών πουλιών φαίνονταν σαν μακρινή μουσική – όλα αυτά με μάγεψαν, κάλυψαν με δαντελένιο ρίγος την επιφάνεια της βαθιάς ησυχίας.
Καθόμασταν τόσο κοντά ο ένας στον άλλο, ότι ένιωθα τη ζεστασιά και μυρωδιά του. Είναι υπέροχο, ότι εκείνος δεν βάζει κολόνια, και μπορώ να καταλάβω, πως μυρίζει στ` αλήθεια – ήρεμα και ζεστά. Σαν να ένοιωσε την διάθεση μου, ο Ντένι απαιτητικά, μα τρυφερά αγκάλιασε τους ώμους μου και με τράβηξε κοντά του… Δεν ήταν φιλί, ούτε κάποιο άλλο συνηθισμένο σενάριο, – απλώς με κράτησε πολύ κοντά του, και αυτό επιτάχυνε τον κυματισμό των ερωτικών συναισθήσεων, το κεφάλι μου γύριζε λιγάκι, και τα πάντα απαντούσαν με αναλαμπές της γαργαλιστικής απόλαυσης μέσα στο στήθος. Η μουσική, που ηχούσε μια πιο κοντά, μια πιο μακριά από εμάς, πέρναγε σιγά-σιγά πάνω στο νερό, ανάμεσα στους λωτούς, με ιδιαίτερη ηδονή εμπλεκόταν σε αυτό το κουβάρι των αισθήσεων, – και η ίδια έμοιαζε με ερωτικά αγγίγματα. Κάτω στην κοιλιά μου, κάπου πολύ βαθιά, χτύπησε η χαμηλωμένη προσμονή, και σε όλο μου το σώμα από πάνω προς τα κάτω κύλησε η γλυκιά, σχεδόν αόρατη αίσθηση – σαν το πυκνό νερό από τα όνειρα.
– Υπάρχει μια βεράντα εδώ με θέα τη λίμνη, φύγαμε?
– Ναι, θα είναι ωραία εκεί. Πάμε!
Πλησιάσαμε στο εστιατόριο. Οι χαμηλές μαλακές πολυθρόνες μοιάζουν με σεζλόνγκ, μπορείς και να καθίσεις, και να μισοξαπλώσεις σε αυτές. Το κάθε τραπέζι είναι χωρισμένο από τα υπόλοιπα με πυκνόφυλλα φυτά στις γλάστρες, η μεγάλη λάμπα ρίχνει το απαλό ζεστό φως της, το οποίο διώχνει το σκοτάδι ίσα-ίσα σε απόσταση του τεντωμένου χεριού. Κάπου στη γωνία ακούγεται σιγανά η μάντρα και βγάζουν καπνό τα αρωματικά ξυλάκια. Κίνησα την πολυθρόνα μου παραπέρα, σήκωσα τα πόδια μου και τα έβαλα στον Ντένι – ακριβώς ανάμεσα στα γόνατα του, Πιάνοντας τα πέλματα μου, εκείνος άρχισε να τα χαϊδεύει, να τα σφίγγει. Έκατσα λίγο πιο χαμηλά, τα πόδια μου μπήκαν ανάμεσα στα δικά του. Ήταν πολύ σφικτά και ζεστά εκεί… Τον κοίταζα στα μάτια και πίεσα ελαφρά με τα δαχτυλάκια των ποδιών μου… ένα υπέροχο παιχνίδι (μόνο μην τελειώσεις, μωρό μου)… Μια τρελή σκέψη μπήκε στο μυαλό μου. Αβίαστα, δίνοντας την κάθε λέξη στην απόσταση μεταξύ μας, εγώ είπα:
– Ντένι, εάν εγώ… θα σου ζητήσω… να ανοίξεις το τζιν σου… να βγάλεις το πέος.. και να τον αφήσεις στα πελματάκια μου… θα το κάνεις?
Κάτω από τα δαχτυλάκια μου η σάρκα του έγινε ακόμα πιο σκληρή – μάλλον, θα άρχισε να πονά από τόση πίεση. Η αναπνοή του Ντένι επιτάχυνε, μια στιγμιαία αμφιβολία, σχεδόν άπιαστη ματιά δεξιά και αριστερά, άλλο ένα δευτερόλεπτο, για να δει, ότι γύρω μας δεν βρίσκεται κανείς. Ακόμα και αν έρθει ο σερβιτόρος, δεν θα μπορέσει να δει τίποτα μέσα στο σκοτάδι, στην βαθιά πολυθρόνα. Τα χέρια του Ντένι κινήθηκαν προς τα κάτω, μα εγώ τον σταμάτησα.
– Δεν κατάλαβες, δεν σου ζητάω να το κάνεις, σε ρωτάω – θα το κάνεις, εάν στο ζητήσω?
Εκείνος κατάλαβε το παιχνίδι μου.
– Βέβαια.
– Θα τον βγάλεις, και θα αφεθείς στα ποδαράκια μου?
– Θα βγάλω…
– Το θέλεις αυτό?
– Ναι…
Κοιταζόμασταν στα μάτια και ανταλλάζαμε τις σύντομες φράσεις, το νόημα των οποίων σήμαινε λιγότερα, απ` ότι η ίδια η προφορά τους, υπό αυτές τις συνθήκες.
– Ντένι, πώς είναι?
– Σε θέλει…
– Το νιώθω… είναι τόσο σκληρό και…δεν πονάς, αφού είναι τόσο στητό, δεν σε πιέζει το τζιν?
– Πονάω λίγο…
– Θέλεις να φιλήσεις τα ποδαράκια μου?
– Ναι…
– Θα μου φιλήσεις το κάθε δαχτυλάκι? Πιάσε, κοίτα, πόσο μικρά, όμορφα είναι τα πόδια μου.
– Θα τα φιλήσω…
– Σκέψου, εάν εσύ το βγάλεις τώρα, και εγώ θα το πιάσω με τα δαχτυλάκια των ποδιών μου… θα μπορέσεις να μην τελειώσεις?
– …
– Θα μπορέσεις?
– Ίσως…
– Δεν θα μπορέσεις… φαντάσου – το καλύπτω με τα πελματάκια μου, το σφίγγω, το χαϊδεύω, το ζεστό κύμα σε χτυπά από μέσα, και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα με αυτό, αφήνεσαι άβουλος στην απόλαυση και τελειώνεις… εγώ νιώθω, πως χωρίς καμία ντροπή ανασηκώνεται το πέος σου κάθε φορά, όταν ο επόμενος πίδακας του σπέρματος βγαίνει από μέσα του… κατευθείαν στα καλτσάκια μου… ζεστό…
– Περίμενε, στοπ…σταμάτα…αλλιώς θα γίνει τώρα…
Μπαμ!! Με όλη μου τη δύναμη χτύπησα το τραπέζι με τη μπουνιά μου. Ο Ντένι ανατρίχιασε και παραλίγο να φύγει από τη θέση του. Οι Ινδοί-σερβιτόροι πετάχτηκαν, σαν κοτόπουλα κάπου στο βάθος του εστιατόριου, αλλά σώπασαν αμέσως.
– Ντένι, – εγώ μάζεψα τα πόδια μου, έγειρα μπροστά και τον κοίταξα στα μάτια με ένα ναζιστικό βλέμμα. – Ας τελειώσουμε εκείνη τη συζήτηση, που είχαμε δίπλα στο ρυάκι για το θιβετιανό Λάμα σου. Θα βάλουμε μια τελεία, για να μην μείνει τίποτα ανείπωτο στο παρελθόν. Θα είμαι άκρως ειλικρινής και ανοιχτή μαζί σου, επειδή εσύ με ανάβεις, σε συμπαθώ, και όχι μόνο ερωτικά, για αυτό ας πούμε όλη την αλήθεια. Έτσι απλά να πάψεις να αισθάνεσαι τα αρνητικά συναισθήματα… η συμβουλή αυτή μου φαίνεται σαν κορυφή του παραλόγου – είναι το ίδιο με το να προτείνεις να αγαπήσω όλους τους ανθρώπους, για αυτό ή ο Λάμα σου είναι συνηθισμένος πολυλογάς, τους οποίους εγώ δεν αντέχω, ή εσύ δεν κατάλαβες κάτι καλά.
Μάλλον, η καταιγίδα μέσα στο τζιν του Ντένι κόπασε αμέσως, εκείνος έφερε την πολυθρόνα πιο κοντά, έσφιξε τις μπουνιές του και τις ακούμπησε πάνω στο τραπέζι.
Πέρασε ένα λεπτό της σιωπής.
Δεύτερο.
– Ντένι?
– Εντάξει, θα σου πω το τέλος της ιστορίας, και θα σκεφτούμε μαζί, τι σημαίνει όλο αυτό.
– Μα…δεν ξέρω να σκέφτομαι μαζί…
– Μάγια?
– Τι? Μάγια τι? – Ήθελα να πω και κάτι ακόμα, δεν ξέρω, κάποια αγριάδα, ή απλώς ξαφνικά μου ήρθε να κλάψω… για μια στιγμή λεπτό τα πάντα φάνηκαν ανόητα, ελεεινά- κάθονται δυο ηλίθιοι και λένε τα παραμύθια τους, κλαίγονται ο ένας στον άλλον, ενώ η ζωή περνάει δίπλα, μην μιλάς… Εντάξει, Ντένι, ξέχασε το… Λοιπόν, που είχαμε μείνει?
Για ένα λεπτό ακόμα ο Ντένι, έχοντας βγάλει αστεία λίγο τη γλώσσα του έξω, με κοιτούσε πολύ προσεκτικά, ήρθε η εικόνα από τον παιδικό σταθμό – ένας μπόμπιρας κάθεται στο γιογιό, και με τον ίδιο τρόπο έχει βγάλει λιγάκι τη γλώσσα του έξω… κρυώνω, είναι αργά το βράδυ, πλακόστρωτο πάτωμα, όλα είναι ξένα…ναι, όλα είναι ξένα – αυτή την αίσθηση κουβαλάω με υπερηφάνεια όλη τη ζωή μου – να νιώθω τον εαυτό μου απολύτως ξένο σε αυτά τα έξω από τα δικά μου θαμπά, μίζερα νερά.
– Όταν άκουσα αυτή την συμβουλή από τον Λομψάνγκ, ένοιωσα και απορία, και απογοήτευση – το ίδιο περίπου με σένα. Εάν θα μου το έλεγε κάποιος σε ένα τραπεζάκι της καφετέριας, θα έκανα ο, τι έκανες και εσύ εκεί, στα βουνά – θα σηκωνόμουν και θα πήγαινα σπίτι μου. Αλλά μου το έλεγε ο άνθρωπος, η παρουσία του οποίου μιλάει καλύτερα από οποιεσδήποτε λέξεις. Δεν θα μπορέσω, βέβαια, να μεταδώσω την ατμόσφαιρα, αλλά εκείνος… δεν ξέρω, πως να το πω, – δίπλα του ένοιωσα κάτι, που ανταποκρινόταν μέσα μου ιδιαίτερα δυνατά, κάποια στιγμή ήθελα ακόμα και να κλάψω στην αγκαλιά του, όπως κλαίνε τα παιδιά στην αγκαλιά της μάνας τους, και όχι από λύπηση για τον εαυτό μου, αλλά από βαθιά έξαρση, σαν να βρήκα το νησί των θησαυρών μου, και όλο αυτό συνέβαινε με μένα! Και εγώ δεν είμαι της κατενθουσιασμένης συναισθηματικότητας, δεν κλαίω τις νύχτες στο μαξιλάρι μου, δεν διαβάζω ποιήματα μεγαλόφωνα και δεν χτυπιέμαι στο στήθος, απαγγέλνοντας στους δρόμους :) Στο κάτω-κάτω είμαι πολύ πρακτικός και δεν έχω τάση για… όπως το είπες, για αφρώδη και ανούσιο ενθουσιασμό, αυτό είναι και ένας λόγος παραπάνω να μην μπορώ να προσπεράσω έτσι απλά τα αισθήματα, που ένοιωσα παρουσία του, δικαιολογώντας τα πάντα με έλλειψη ύπνου ή με υπερβολική ευαισθησία… Του είπα με λύπη, προβλέποντας κάποιο βαρετά-ευγενικό τέλος της συζήτησης, πως, κατά τη γνώμη μου. αυτό είναι αδύνατον – να απομακρύνω όλα τα αρνητικά συναισθήματα, και εκείνος μου απάντησε, άτι δεν έχει σημασία – τι σκέφτομαι εγώ για αυτό, άλλο είναι το σημαντικό – είμαι έτοιμος να θέσω έναν τέτοιο στόχο για τον εαυτό μου και να τον πετύχω πάση θυσία, ή δεν είμαι έτοιμος? Έχω καταλάβει, ότι αυτό είναι ένα πρόβλημα ύψιστης σημασίας, στην περίπτωση, εάν δεν βρεθεί η λύση, δεν θα υπάρξει τίποτα απολύτως, κανένας δρόμος, κανένας βουδισμός, χριστιανισμός, καμία φώτιση – γενικώς τίποτα, ή μήπως δεν το καταλαβαίνω αυτό, δεν αισθάνομαι έτσι?
– Ντένι, – τον διέκοψα ανυπόμονα, – εντάξει, είναι σημαντικό, πολύ σημαντικό πρόβλημα, μα είναι αδύνατον να το λύσεις, έχεις δει πουθενά τους ανθρώπους, οι οποίοι το έλυσαν?
– Και εγώ τον ρώτησα ακριβώς το ίδιο πράγμα! Εκείνος απάντησε – «εσύ έχεις δει κάπου τους ανθρώπους, που να το είχαν θέσει σκοπό και να προσπαθούσαν να το πετύχουν με όλη την σοβαρότητα και αυταπάρνηση? Ωστόσο, εάν θέλεις να δεις τον άνθρωπο, ο οποίος και έθεσε, και πέτυχε αυτόν τον σκοπό, βρίσκεται μπροστά σου».
– Θα ήθελα πολύ να τον δω… έχει πολύ ενδιαφέρον – άνθρωπος, που σταμάτησε τελείως να βιώνει τα αρνητικά συναισθήματα… εάν δεν είναι η φθηνή αλαζονεία… Και πώς μπορεί κανείς να βρει αυτόν τον Λάμα, αφού είναι κάπου εδώ, στην Ινδία, στο Νεπάλ?
Ο Ντένι χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι του.
– Και να καθόταν στο διπλανό δωμάτιο… τι σημασία έχει… άκουσε, τι έγινε μετά.
Το διαβολάκι, που καθόταν μέσα μου, ξαφνικά κούνησε την ουρά του, και έκανα σημάδι στον Ντένι να σωπάσει, κατέβασα τα ραντάκια, που κρατούσαν το φορεματάκι μου, από τους ώμους, και το άφησα να γλιστρήσει κάτω σιγά-σιγά. Κάτω από το βλέμμα του οι γυμνές μου ρώγες σκλήρυναν και στέκονταν όρθια, προκλητικά.
– Θέλεις να τις αγγίξεις?
Η σιωπή του έλεγε πιο πολλά από οποιαδήποτε λόγια.
– Η να τις γλύψεις, να ρουφήξεις, να παίξεις… να πιάσεις δυνατά και τρυφερά, να κρατήσεις τα στηθάκια μου στα χέρια σου, να τα σφίγγεις και να με κοιτάς στα μάτια – θέλεις?
Λατρεύω τις αντιθέσεις…
Έμεινα έτσι για περίπου μισό λεπτό και ντύθηκα. Ο Ντένι ξεροκάταπιε και συνέχισε.
– Χωρίς να περιμένω πολλά, ρώτησα – μπορώ και εγώ να το μάθω, δηλαδή, μπορώ να το μάθω από κάποιον? Υπάρχει δυνατότητα να με διδάξει ο ίδιος, ή να μου πει – ποιος μπορεί να γίνει ο δάσκαλος μου? Για να κάνω την καλή εντύπωση, είπα, πως νομίζω, ότι είμαι άνθρωπος ήδη αρκετά ελεύθερος από τα αρνητικά συναισθήματα, και με τις οδηγίες του έμπειρου δάσκαλου πιθανόν να μπορέσω να πετύχω πολλά, γρήγορα.
Ο Λομψάνγκ σκεφτόταν κάτι και ένα λεπτό κοιτούσε επίμονα κάπου, το βλέμμα του σαν να περνούσε από μέσα μου: «Έλα αύριο και πάλι εδώ, στις πέντε το πρωί. Τα πάντα θα φανούν πολύ πιο ξεκάθαρα».
Ο σερβιτόρος έφερε τους χυμούς, τα ψημένα λαχανικά και τόσο λαχταριστό κοτόπουλο! Τα επόμενα δεκαπέντε λεπτά δεν δίναμε καμία προσοχή στις ιστορίες και στα ερωτικά μας. Αναμασούσαμε, ροκανίζαμε το κοτόπουλο, σαν λύκοι, παίρνοντας ο ένας από τον άλλο τα πιο νόστιμα κομμάτια, γρυλίζαμε και γελούσαμε. Σε λίγο το κοτόπουλο πήρε τη θέση, που του προορίσαμε στα στομάχια μας, ο ρυθμός της καταβρόχθισης μειωνόταν, μειωνόταν… και σταμάτησε τελείως. Τελείωσα τον χυμό μου και έπεσα πίσω στην πολυθρόνα.
– Και τι έγινε μετά?
Ρίχνοντας που και που βλέμματα στα γυμνά μου γόνατα, ο Ντένι συνέχισε.
– Πέντε η ώρα το πρωί, η ανατολή μόλις άρχισε να προβάλει σιγά-σιγά πίσω από τα ψηλά βουνά, έκανε αρκετά κρύο, τα πάντα ήταν απολύτως ήσυχα και απίστευτα όμορφα. Έφτασα στην γόμπα, δεν με συνάντησε κανείς, αλλά οι πόρτες ήταν ξεκλείδωτες. Ανέβηκα στον δεύτερο όροφο, και μπήκα στον διάδρομο, που οδηγούσε στο δωμάτιο του Λομψάνγκ. Σκεφτόμουν – μήπως τον ξυπνήσω, μιας και είναι σκοτεινά ακόμα. Έκανα λίγα βήματα στο διάδρομο, και ξαφνικά κατάλαβα, πως κάτι δεν πάει καλά. Προχώρησα ακόμα λίγο και σταμάτησα – η αίσθηση του «κάτι δεν πάει καλά» γινόταν πιο δυνατή. Ποτέ στη ζωή μου δεν ένοιωσα τίποτα παρόμοιο. Αισθανόμουν, ότι από όλες τις γωνίες κάποιος με παρακολουθεί, και μάλιστα με ένα κακό, βαρύ, επικίνδυνο βλέμμα. Ναι, έφερνε σίγουρα τον κίνδυνο. Στεκόμουν εκεί και αναθεωρούσα τις αισθήσεις μου. Αυτές δυνάμωναν όλο και πιο πολύ, και δεν ένιωθα πια καθόλου καλά. Θυμάμαι, πως πετάχτηκε η έκπληξη – ακόμα εχτές τα πάντα εδώ ήταν ποτισμένα με τη ζεστασιά του ήλιου, κάποια εκστατική ανεμελιά, τι άλλαξε τώρα, και γιατί?
Έκανα δυο βήματα ακόμα, και ξαφνικά ένας αδύναμος, αλλά κοφτερός πόνος με πέρασε, σαν βελόνα. Παραλίγο να φωνάξω. Οι αμφιβολίες είχαν πια χαθεί. Ένιωθα με απόλυτη σιγουριά, ότι κάποιος με μισεί. Κάποιος μοχθηρός, σκοτεινός κάθεται εκεί και με μισεί. Μισεί τους πάντες, και αυτό το μίσος έμοιαζε να στάζει από παντού. Τότε φοβήθηκα πραγματικά, γύρισα και προχώρησα μερικά βήματα προς την έξοδο. Δίπλα στη σκάλα σταμάτησα, η αναπνοή μου ηρέμησε και κατάλαβα, ότι το μίσος εξαφανίσθηκε, έμεινε μόνο η αίσθηση της παρατεταμένης κακοπροαίρετης αφιλοξενίας.
Στεκόμουν εκεί και δεν ήξερα – τι να κάνω μετά. Είναι δυνατόν να έπεσα τόσο έξω για έναν άνθρωπο? Αυτή η σκέψη γύριζε στο κεφάλι μου ασταμάτητα. Πώς μπορούσα να περάσω τον Λομψάνγκ για ένα φωτισμένο πλάσμα, την ώρα που γύρω του υπάρχει μια τέτοια ατμόσφαιρα του μίσους?
Στο μυαλό μου άρχισαν να ανοίγονται στιγμιαία οι εικόνες από διάφορες φρικιαστικές ιστορίες. Μάλλον, θα έχεις ακούσει ήδη, ότι στην Ινδία εξαφανίζονται κατά καιρούς οι ξένοι τουρίστες?
– Ναι, είδα μερικές αγγελίες για τους τουρίστες που είχαν χαθεί.
– Αυτό συμβαίνει αρκετά συχνά. Η Ινδία θεωρείται χώρα με ασφάλεια, και πάρα πολλοί ταξιδεύουν εδώ μόνοι τους, ακόμα και οι κοπέλες, αλλά στην πραγματικότητα αυτή η ασφάλεια υπάρχει μόνο στα ορισμένα όρια. Όλα είναι εντάξει στο Μέιν Μπαζάρ, ή στο Ταμέλ, μα κάνε ένα βήμα παραπέρα, και θα βρεις τις απολύτως φανταστικές τρώγλες, όπου κανένας δεν μπορεί να εγγυηθεί για την ασφάλεια σου. Ακόμα περισσότερα κινδυνεύεις, αν παίρνεις ναρκωτικά… Άκουγα, ότι τους λευκούς ανθρώπους τους κλέβουν καμιά φορά για ανθρωποθυσίες. Μου περνούσαν οι σκέψεις, ότι και ο Λομψάνγκ ασκεί κάποια λατρεία, αφού στην αρχαία θιβετιανή παράδοση «μπον» υπήρχαν λειτουργίες, συνδεδεμένες με τις ανθρωποθυσίες… ή τα είχα φαντάζει αυτά από τον φόβο μου? Η μορφή του Λομψάνγκ άρχισε να αντικαθίσταται από κάτι κακό, εμφανίστηκε η συγκεκριμένη επιθυμία να φύγω από εδώ όσο πιο γρήγορα μπορώ, προσπάθησα ακόμα να θυμηθώ – πόσο ψηλή είναι η πόρτα στην πύλη του μοναστηριού, θα καταφέρω να σκαρφαλώσω πάνω σε αυτήν, αν είναι ήδη κλειστή, για να ξεφύγω?
Μετά από ένα λεπτό ακόμη κατάφερα τελικά να ξεπεράσω τον φόβο, θυμήθηκα τα χθεσινά βιώματα μου, και για άλλη μια φορά δοκίμασα να πλησιάσω το δωμάτιο του Λομψάνγκ. Τα πάντα επαναλήφθηκαν. Αλλά αυτή τη φορά ξύπνησε μέσα μου η αμοιβαία απέχθεια, υπερνίκησα τον φόβο μου, συγκεντρώθηκα, και αποφάσισα να συναντήσω τον Λομψάνγκ πρόσωπο με πρόσωπο, οποίος άνθρωπος και να είναι τελικά – ο μοχθηρός αρχηγός σέκτας, ή ένας σοφός δάσκαλος. Όταν έκανα μερικά βήματα στον διάδρομο, και πάλι αναγκάστηκα να σταματήσω. Το κεφάλι μου έσπαγε κυριολεκτικά από τις άγριες επιθέσεις του πόνου, – τόσο δυνατό ήταν το μίσος, το οποίο ένιωθα τώρα με το κάθε κύτταρο του σώματος μου. Έσκυψα μπροστά, σαν να πάλευα με μια θύελλα, η οποία προσπαθούσε να με ρίξει κάτω, και προχώρησα δυο βήματα ακόμα. Τώρα η πόρτα του Λομψάνγκ βρισκόταν λίγα μέτρα μακριά μου, αλλά η απόσταση αυτή σε μένα φαινόταν απέραντη. Δεν μπορούσα να κάνω ούτε ένα βήμα, είχα ομίχλη στο κεφάλι μου, στα μάτια μου έπλεαν κόκκινοι λεκέδες, ένιωθα – ακόμα λίγο – ή θα πεθάνω, ή θα λιποθυμήσω. Ο πόνος και φόβος με παρέλυσαν, και τώρα δεν μπορούσα καν να φύγω – ούτε και να κουνηθώ, νόμιζα, ότι θα πεθάνω από κάτι φριχτό, εάν θα μετακινηθώ έστω μια ίντσα μπροστά η πίσω. Οι δυνάμεις μου με άφηναν, ένιωθα, ότι πεθαίνω, σκεφτόμουν, πως από το μίσος, που με στοίχειωνε, σε λίγο θα βράσει το αίμα μου.
Η ιστορία του Ντένι με είχε συναρπάσει, μου μεταδόθηκε ακόμα και ο φόβος του, ένιωθα τον εαυτό μου ανασφαλή μέσα στο σκοτάδι, που μας περιέβαλε, το φως της λάμπας άρχισε να μοιάζει απειλητικό.
– Ξαφνικά όλα τελείωσαν. Σαν να έβγαλαν από μέσα μου τα πάντα – τον φόβο, το μίσος, και πόνο – τα πάντα. Τρυφερή δροσιά έμπαινε μέσα μου σαν μικρό ρυάκι, γέμισα με φρεσκάδα, με την συναίσθηση της ομορφιάς. Αναγνώριζα και πάλι τις αποχρώσεις εκείνων των αισθήσεων, που βίωσα εχθές, μιλώντας με τον Λομψάνγκ. Η πόρτα στο δωμάτιο του άνοιξε, και εγώ πέρασα πάνω από το κατώφλι, σχεδόν πέφτοντας στα χέρια του.
– Μα πώς γίνεται αυτό?? Πώς το ένα συνδυάζεται με το άλλο – ένα τόσο φρικτό μίσος και η ελευθερία από τα αρνητικά συναισθήματα?
– Και εγώ ακριβώς αυτό ρώτησα, όταν συνήλθα και ήπια ένα φλιτζάνι τσάι με σιχαμερή γεύση, το οποίο εκείνος με κέρασε αμέσως. Η απάντηση του με είχε σοκάρει. Μου είπε, ότι όλος αυτός ο τρόμος, τον οποίο εγώ ένοιωσα – ήταν τα δικά μου αρνητικά συναισθήματα! Το «μόνο», που εκείνος είχε να κάνει, ήταν να γεμίσει τον χώρο του διαδρόμου με απρόσωπη δύναμη, η οποία οξύνει τα πάντα, που περνάνε μέσα από το πεδίο της. Είπε, ότι παρά τις αντιλήψεις μου για τον εαυτό μου, σαν σχετικά άκακο πλάσμα, αδιάκοπα καλλιεργώ, υποστηρίζω μέσα μου ένα τεράστιο φάσμα των πλέων ποικιλόμορφων αρνητικών συναισθημάτων, και ακόμα και όταν εγώ νομίζω, ότι είμαι ελεύθερος από αυτά, ακόμα και τότε, συνέχεια βιώνω τα αρνητικά συναισθήματα του φόντου, του βάθους, – διάφορες μορφές των ανησυχιών, προβληματισμών και τα λοιπά. Εγώ, βέβαια, διαφώνησα μαζί του, και είπα, ότι δεν λέω ψέματα, μιλάω απολύτως ειλικρινά, και ως σοφός άνθρωπος που είναι, πρέπει να καταλάβει, ότι είμαι αληθινός μαζί του, δεν προσπαθώ να ωραιοποιήσω τον εαυτό μου, μα όταν πήγαινα να τον συναντήσω, σκεφτόμουν πολύ θετικά, απολύτως ειλικρινά ένιωθα έμπνευση, την βαθιά συμπάθεια, περιέργεια, και δεν είχα κανενός είδος μυστικά, κρυμμένα κάπου στο βάθος αρνητικά συναισθήματα, έτσι ακόμα και εάν αυτό το απαίσιο μίσος εκδηλώθηκε, αυτό δεν προήλθε από εμένα, ήταν κάτι το ξένο, και το βίωνα σαν ξένο.
– Αυτό τα πράγματα δείχνουν περίεργα, αφού εσύ δεν ξέρεις τίποτα, πως και με τι εκείνος «γέμισε» τον διάδρομο… Και τι σου απάντησε?
– Μου είπε, ότι πιστεύει, πως εγώ πραγματικά νιώθω τα πράγματα που του είχα περιγράψει, ωστόσο και πάλι, με όλη μου την ειλικρίνεια παραπλανούμαι, και αυτό το παράδειγμα θα έπρεπε να είναι το μάθημα για μένα, για να δω, πόσο βαθιά μπορεί να μπει μέσα σε έναν άνθρωπο αυτός ο ιός, που ονομάζεται «τα αρνητικά συναισθήματα», αφού εκείνος δεν τα παρατηρεί καν. Τότε και εγώ συμφώνησα, ότι τα αρνητικά συναισθήματα πράγματι είναι ένας ιός, όμως, αργότερα έχανα συνέχεια αυτή την σαφήνεια, η οποία φαίνεται τόσο απλή και προσιτή, όταν υπάρχει.
– Όσον αφορά τον ιό συμφωνώ, αλλά είναι τελείως άγνωστο, πως να τον καταπολεμήσεις, αφού πάρα πολύ συχνά δεν μπορείς καν να παρατηρήσεις την ύπαρξη του.
– Ο Λομψάνγκ είπε, ότι η δουλειά για την παύση των αρνητικών συναισθημάτων αρχίζει από εκείνα, τα οποία βρίσκονται στην επιφάνεια, εκδηλώνονται φανερά, και εάν αυτή η δουλειά θα γίνει με επιτυχία, σταδιακά μπορείς να μάθεις να διακρίνεις και τα πιο λεπτά στρώματα των αρνητικών συναισθημάτων και τα διαλύσεις. Επανέλαβε για άλλη μια φορά, ότι εάν πραγματικά δεν θα είχα τα αρνητικά συναισθήματα μέσα μου, δεν θα υπήρξε κάτι να ενδυναμωθεί, και τότε αντί για μίσος θα αισθανόμουν εξίσου έντονα αυξανόμενη ευδαιμονία.
– Ναι…Πιθανών, ο Λομψάνγκ όντως είναι πολύ ασυνήθιστος άνθρωπος… Δεν μου απάντησες, όμως – πού βρίσκεται τώρα, ή τουλάχιστον εμφανίζεται κάποιες φορές; Θέλω να τον βρω!
Και η ίδια δεν είχα καταλάβει, ότι όσο ο Ντένι έλεγε την ιστορία του, σχηματίσθηκε το ενδιαφέρον μου για τον Λομψάνγκ, η καχυποψία σχεδόν εξαφανίστηκε.
– Ντένι, θέλω να τον βρω!
Όσο πιο πολύ επαναλάμβανα αυτή τη φράση, τόσο πιο πολύ επίμονη γινόταν η επιθυμία μου.
– Είμαι απολύτως σίγουρη, πως θέλω να τον βρω, και ήδη με ξέρεις λιγάκι – εάν έχω αποφασίσει κάτι, δεν θα παραιτηθώ, μέχρι να κάνω ο, τι περνάει από το χέρι μου. Εσύ ξέρεις – πού μπορώ να τον βρω?
– Και ναι, και όχι.
– Όχι, άσε τους βαθυστόχαστους συλλογισμούς σου για άλλες καταστάσεις, γίνε πιο απλός, παρακαλώ. Είμαι σαν τη βδέλλα – αν σου κολλήσω, δεν θα σε αφήσω ήσυχο:) – και το βλέμμα μου πήγε πιο κάτω. Ο Ντένι αναστέναξε και γέλασε.
– Άσε με να το πω, δεν με καταλαβαίνεις. Όταν τον αποχαιρετούσα, ο Λομψάνγκ είπε, ότι εάν θελήσω, θα μπορέσω να τον βρω, και μου το υπόσχεται, αλλά δεν θέλει να έχει καμία σχέση με τους κοινούς φαντασιόπληκτους, για αυτό πρέπει να περάσω κάτι σαν εξέταση, προτού τον συναντήσω ξανά και προτού επιστρέψουμε στην κουβέντα για τη φοίτηση μου. Η εξέταση αυτή θα έχει δυο στάδια, και το πρώτο – είναι συγκεκριμένα να τον βρω. Ο Λομψάνγκ είπε, ότι θα μπορέσω να τον βρω, οδηγούμενος από την επιθυμία μου να τον συναντήσω, και από τα σημάδια, τα οποία θα βρεθούν στον δρόμο της ζωής μου. Αρνήθηκε να προσθέσει κάτι πιο λεπτομερές για τα σημάδια αυτά, συμπλήρωσε μόνο, ότι τα σημάδια θα φανούν για οποιοδήποτε άνθρωπο, ο οποίος αναζητά την αλήθεια, και ταυτόχρονα ξεκινάει την ειλικρινή και αλύπητη πρακτική της απομάκρυνσης όλων των αρνητικών συναισθημάτων, και όταν τα σημάδια θα εμφανιστούν, ακόμα και αν έρθουν οι αμφιβολίες για την ύπαρξη τους, θα είναι επιφανειακές και δεν θα καταφέρουν να καλύψουν τις επιθυμίες, που θα οδηγήσουν τον αναζητητή παραπέρα. Τα σημάδια θα έρθουν και θα δείξουν τον δρόμο μόνο αν όλη μου η ζωή, όλες οι δυνάμεις και η επιδίωξη μου θα είναι στραμμένη στην αδιάλλακτη απομάκρυνση των αρνητικών συναισθημάτων όλων των ειδών, τα οποία θα δω στον εαυτό μου.
– Και η δεύτερη εξέταση?
– Η δεύτερη εξέταση θα είναι το ίδιο πράγμα, που ένοιωσα σε εκείνο τον διάδρομο. Εάν θα καταφέρω να τον βρω και μπορέσω να «περάσω τον διάδρομο» , αυτό και θα σημαίνει, ότι η επίτευξη μου είναι άξια της προσοχής του, και τότε εκείνος και οι φίλοι του θα αφιερώσουν στην εκμάθηση μου τόση προσοχή, όση θα χρειαστεί.
– Αυτό είναι όλο? Με αυτά έφυγες από εκείνον?
– Όχι ακριβώς. Μιλήσαμε λίγο για τον θιβετιανό βουδισμό, με ενδιέφερε πολύ να πάρω τις πληροφορίες από τα πρώτα χέρια, χωρίς διαστρεβλώσεις. Για παράδειγμα, ήθελα να μάθω, εάν είναι η αλήθεια το ότι κάποιοι θηβετιανοί δάσκαλοι μετενσαρκώνονται από την μια ζωή στην άλλη. Πως γίνεται η αναγνώριση, ότι το συγκεκριμένο παιδί – δεν είναι απλώς ένα παιδί, αλλά υπήρξε κάποτε ως Λάμα. Ο Λομψάνγκ απαντούσε στις ερωτήσεις μου χωρίς ιδιαίτερες λεπτομέρειες, και σχεδόν όλα από αυτά, που μου είπε, τα ήξερα ήδη από τα βιβλία, που είχα διαβάσει, όμως, τώρα ήταν πιο πραγματικό, πιο αισθητό. Θέλησα να ζήσω ανάμεσα στους θιβετιανούς για μερικούς μήνες και να μάθω την γλώσσα τους, για να είμαι πιο κοντά στους φορείς αυτής της πρακτικής, την οποία παρουσίαζε ο Λομψάνγκ, αλλά, εκείνος με απέτρεψε, λέγοντας, πως αυτό δεν έχει νόημα. Παρόλο αυτό, με συμβούλεψε να μείνω για λίγο καιρό στη Νταραμσάλα – μικρή πόλη στην Ινδία, όπου τώρα βρίσκεται η οικεία του Δαλάι Λάμα και μερικά θιβετιανά μοναστήρια ακόμη. Παρεμπιπτόντως, θα πάω εκεί φέτος. Θα γραφτώ στα μαθήματα της θιβετιανής γλώσσας και θα πάρω κάποιον από τους μονάχους να μου κάνει ιδιαίτερα. Δεν το έκανα μέχρι τώρα, επειδή σύμφωνα με τον Λομψάνγκ δεν υπάρχει καμία ανάγκη σε αυτό, διότι δεν χρειάζεται απολύτως καμία γνώση της θιβετιανής γλώσσας, για να απομακρύνω τα αρνητικά συναισθήματα. Αρνήθηκε να μιλήσει με λεπτομέρειες για τον ιδρυτή αυτής της πρακτικής, είπε μόνο, ότι σε αντίθεση με άλλες θιβετιανές σχολές, οι ιδρυτές των οποίων μετενσαρκώνονται σχεδόν πάντοτε εντός των ορίων του Θιβέτ – Δαλάι Λάμα, Κάρμαπα, Τράσι Λάμα, Παντσέν Λάμα, εκείνος ταξιδεύει στις μετενσαρκώσεις του σε διάφορες κουλτούρες, και η πρακτική αυτή ονομάζεται «η πρακτική του ευθύ δρόμου», διότι δεν στηρίζεται σε καμία θρησκεία, ούτε σε δόγμα, μα μόνο στην δική της πείρα, και πραγματικά οποιοσδήποτε άνθρωπος μπορεί να προσφύγει σε αυτήν, αρκεί να έχει την απαραίτητη επιμονή, και, σε περίπτωση επιτυχίας, κατά διάρκεια μιας ζωής θα μπορέσει να αποκτήσει τις ακατανόητες για τον κοινό άνθρωπο ικανότητες, μεταξύ άλλων και την ικανότητα της διατήρησης της συνείδησης μετά, την ώρα, η ΑΝΤΊ του θανάτου, ικανότητα της συνειδητοποιημένης μετενσάρκωσης, ή απευθείας μεταμόρφωσης, διατηρώντας έτσι την ακεραιότητα της πείρας τους, και η ζωή τέτοιων ανθρώπων γίνεται τόσο ασυνήθιστη και τόσο γεμάτη με καταπληκτικές συναισθήσεις και περιπέτειες του νου, ότι δεν έχει νόημα να το συζητήσει μαζί μου τώρα. Η ουσία αυτής της πρακτικής βρίσκεται στο ότι εσύ μπορείς να μάθεις να αντικαθιστάς τις αντιλήψεις με τις άλλες, σύμφωνα με τη θέληση σου, και εάν στη ζωή του κανονικού ανθρώπου η αλλαγή των αντιλήψεων συμβαίνει αυτόματα, χωρίς την συνειδητή συμμετοχή του, ο άνθρωπος, που ασχολείται με την πρακτική, είναι ικανός να ελέγξει αυτή την διαδικασία απόλυτα. Όταν σκέφτομαι για αυτό, μου κόβεται η ανάσα – πως μπορεί να αλλάξει η ζωή μου, εάν θα μπορέσω να νιώσω αυτά, που μου αρέσουν, να σκέφτομαι μόνο για αυτά, που θέλω να σκέφτομαι, ακόμα και να θέλω συγκεκριμένα αυτά, που πραγματικά επιθυμώ! Μα και η ιδέα αυτού του ταξιδιού είναι συναρπαστική από μόνη της.
– Και πώς τον λένε τον ιδρυτή αυτής της πρακτικής, ή πώς τον φωνάζουν εκείνοι – ο πατριάρχης, ο επικεφαλής Λάμα? Πού είναι τώρα? Πώς να βρει κανείς τους άλλους μοναχούς αυτής της σχολής? Τι πρέπει να κάνεις, για να πάψεις να αισθάνεσαι τα αρνητικά συναισθήματα, αφού εάν είναι μια «σχολή» , θα πρέπει να έχουν και κάποιες δοκιμασμένες μεθόδους? Τι θα γίνει, εάν θα σταματήσω να τα αισθάνομαι – μήπως και μετατραπώ σε ένα ασυναίσθητο κούτσουρο, ή κάποιες άλλες αντιλήψεις θα έρθουν στη θέση τους? Θα έρθουν από μόνες τους, η θα αναγκαστώ και πάλι να εφαρμόζω κάποια πρακτική… – τον έχεις ρωτήσει για αυτά ?
Οι ερωτήσεις έπεφταν βροχή, έτσι δεν παρατήρησα αμέσως το χαμόγελο του Ντένι.
– Μάγια, βεβαίως και εγώ προσπάθησα να ρίξω όλες τις απορίες στον Λομψάνγκ, όμως, σε αντίθεση με την άυπνη νύχτα, η οποία αιωρείται από πάνω μας τώρα, ο χρόνος της συνάντησης μου μαζί του έφτανε στο τέλος, διότι στις έξι άρχιζε η θρησκευτική τελετή, στην οποία εκείνος έπρεπε να βρεθεί. Πρότεινε να συγκεντρωθώ σε μια-δυο ερωτήσεις, μου έδωσε το δικαίωμα της επιλογής τους, να μου απαντήσει, και έπειτα από αυτό να αποχωριστούμε. Κάθε φορά, όταν θυμάμαι εκείνη τη στιγμή, αισθάνομαι φόβο, ότι αν υπερνικούσε η περιέργεια και θα ρωτούσα κάποια βλακεία, τώρα θα μπορούσα να χάσω την ευκαιρία να μάθω κάτι το σημαντικό.
– Μήπως ήταν και αυτό κάποιου είδους εξέταση; Αφού αν μετά από όλα αυτά, που άκουσες, θα άρχιζες τις ερωτήσεις του τύπου «οι μονάχοι μπορούν να πετάξουν», αυτό και θα σήμαινε, ότι είσαι απλώς ένας συνηθισμένος ηλίθιος?
– Πάρα πολύ πιθανόν. Έκανα δυο ερωτήσεις. Η πρώτη – ποιο είναι το όνομα του ιδρυτή της σχολής, και εάν ζει η μετενσάρκωση του, υπάρχει πιθανότητα να τον βρω; Ο Λομψάνγκ εκφώνησε ένα όνομα, το οποίο δεν μου είπε τίποτα, και προσέθεσε, ότι εκείνος είναι μετενσαρκωμένος, δηλαδή ζει κάπου, μα είναι ανώφελο να τον ψάξω, ωστόσο, μπορώ να απευθυνθώ σε αυτόν.
– Τι πάει να πει «το όνομα, που δεν σημαίνει τίποτα»?
– Μου είπε, ότι τον άτροπο αυτόν τον λένε Μπόντχι, αλλά το «μπόντχι» στα θιβετιανά σημαίνει «φωτισμένη συνείδηση», έτσι δεν είναι ένα όνομα γενικώς, και δεν καταλαβαίνω, πως θα μπορούσα να αναζητήσω τον άνθρωπο με αυτό – να ρωτάω το κόσμο «μήπως ξέρετε – ζει κάπου εδώ η «φωτισμένη συνείδηση»?:)
– Και τι σημαίνει «μπορείς να απευθυνθείς σε αυτόν»?
– Δεν έχω ιδέα, αυτή την φράση δεν την πολύ ανέλυσα.
– Και μετά?
– Του ζήτησα να μου πει, τι συγκεκριμένα πρέπει να κάνεις, για να σταματήσεις τελείως την αίσθηση των αρνητικών συναισθημάτων. Περίμενα οτιδήποτε – ότι θα μου δείξει κάποια στάση της γιόγκα, ή να εξηγήσει, πως πρέπει να αναπνέω, ή να ψιθυρίσει στο αυτί μια μάντρα, ή ακόμα να κάνει κάτι τελείως μαγικό – αλλά και πάλι εκείνος με κατέπληξε, λέγοντας το εξής (ελπίζω, να μην έχω μπερδέψει κάτι): υπάρχουν τρεις αιτίες, για τις οποίες οι άνθρωποι βιώνουν τα αρνητικά συναισθήματα. Η πρώτη – θέλουν να τα βιώνουν. Δεύτερη – από λανθασμένο συμπέρασμα. Τρίτη – από συνήθεια. (Ο βουδισμός και ψυχανάλυση μισά-μισά?) Έτσι, για να σταματήσεις να τα βιώνεις, πρέπει πρώτα απ` όλα να προσδιορίσεις συγκεκριμένα, ότι δεν θέλεις να αισθάνεσαι πια το ένα ή το άλλο συναίσθημα. Αρκεί να ξεκινήσεις από ένα, για το οποίο έχεις την απόλυτα συγκεκριμένη επιθυμία υπό οποιεσδήποτε συνθήκες να μην το νιώσεις ποτέ ξανά. Δεύτερον, πρέπει να αναθεωρήσεις όλα τα λανθασμένα συμπεράσματα, από τα οποία βγαίνει, ότι αυτό το αρνητικό συναίσθημα «πρέπει», ή είναι «σωστό» να βιώνεις. Για παράδειγμα, μπορεί να νομίζεις, ότι ο γείτονας σου πρέπει να σε χαιρετάει, και εάν εκείνος δεν το κάνει, νιώθεις δυσαρέσκεια και σκέφτεσαι, ότι είναι «δίκαια», εντωμεταξύ αυτό δεν είναι κάτι άλλο παρά η δική σου ελεύθερη επιλογή – τι να αισθάνεσαι, και τι όχι. Και το τρίτο, και πιο σημαντικό – είναι αναγκαίο να σπάσεις την υπάρχουσα συνήθεια να βιώνεις εκείνο το συναίσθημα, το οποίο δεν θέλεις να νιώσεις πια, και να δημιουργήσεις μια νέα – τη συνήθεια να μην το αισθάνεσαι ποτέ ξανά. Εκείνος με προειδοποίησε, ότι δεν μπορώ να το πετύχω με τη πρώτη, ούτε και με την εκατοστή προσπάθεια, μα στην τριακοστή θα παρατηρήσεις, ότι κάτι έχει αλλάξει στο πως εξελίσσεται το συναίσθημα σου, διότι θα έχεις δημιουργήσει μια νέα συνήθεια πια – η συνήθεια «προσπαθώ να απομακρύνω το ανεπιθύμητο συναίσθημα», και αυτή η συνήθεια από μόνη της θα επηρεάζει πλέον τη ζωή σου, η ίδια θα γίνει η πηγή της εξουσίας, αλλά σε αντίθεση με άλλες συνήθειες, αυτή είχε επιλεχθεί από εσένα, για αυτό έχει την ιδιαίτερη δύναμη, μια ξεχωριστή « ιδιότητα», και, δυναμώνοντας, θα σε οδηγήσει στο τέλος σε ένα αποτέλεσμα, και όσα περισσότερα αρνητικά συναισθήματα θα βγάλεις από τη ζωή σου, τόσο πιο σύντομα θα ακούσεις ένα ειδικό κάλεσμα μέσα σου, γεμάτο με ευδαιμονία, που σε προσελκύει σε άγνωστες συναισθήσεις.
– Ναι… για πες μου κάτι – ακόμα και ο Φρόιντ έγραφε, ότι τα καταπιεσμένα αρνητικά συναισθήματα μας βγαίνουν σε κακό, και πόσο κακό! Τα άγχη, οι νευρώσεις… και το ξέρω και από τον εαυτό μου – τι πάει να πει να καταπιέσεις τα συναισθήματα σου, καλύτερα να τα εκφράσεις και έστω έτσι να τα ξεφορτωθείς. Μάλλον, όχι, δεν είναι καλύτερο… τα ίδια σκατά. Οι Ιάπωνες στα γραφεία τους βάζουν μανεκέν με πρόσωπα των προϊστάμενων, για να τα χτυπάνε οι υπάλληλοι, με πόδια, χέρια, τηγάνια, βγάζοντας έτσι την πίεση. Οι Ιάπωνες δεν είναι χαζοί, και εάν αυτοί το είχαν σκεφτεί, άρα, είχαν μελετήσει προσεκτικά το ζήτημα.
– Καλά, συμφωνώ, και εγώ, όταν το άκουσα από τον Λομψάνγκ, μου φάνηκε πάλι, ότι χάνω τον χρόνο μου μάταια. Θυμήθηκα έναν γνωστό μου από το πανεπιστήμιο, ο οποίος, όταν έμαθε, ότι εγώ ενδιαφέρομαι για τον θιβετιανό βουδισμό, με ρώτησε περιφρονητικά: «είμαι περίεργος, τι πράγματα θα μπορούσαν να μας μάθουν οι άπλυτοι κτηνοτρόφοι? Αυτοί ακόμα καίνε τις φωτιές με βοϊδίσια σκατά, και οι ίδιοι σε αυτά τα σκατά ζουν. Τα έχεις χάσει τελείως, Ντένι, συγκρίνεις αυτά τα σαμάνικα μπιχλιμπίδια και την ΚΟΥΛΤΟΎΡΑ! Ο Γκαίτε, Σοπενχάουερ, Καντ, Ρουσσώ…- δηλαδή, λες: «δεν είναι αυτά, που χρειάζομαι, – ας πάω να συναναστραφώ με τους βρομερούς γελαδάρηδες»… να κάνεις καλό μπάνιο, όταν γυρίσεις, γιατί θα λερώσεις τα έπιπλα στο σπίτι σου».
Ο Λομψάνγκ έπιασε αμέσως την ερώτηση μου και απάντησε, ότι η καταπίεση και απομάκρυνση – είναι δυο τελείως διαφορετικές διαδικασίες. Κατά τη καταπίεση του συναισθήματος συνεχίζεις την αίσθηση της, ή αρχίζεις να νιώθεις ένα άλλο αρνητικό συναίσθημα, ενώ κατά την απομάκρυνση ακριβώς παύεις να το αισθάνεσαι, τελείως – δεν είναι εκεί πια, δεν έχεις τίποτα να κρύψεις, σαν να «μπαίνεις» στην κατάσταση της ελευθερίας, στην οποία το αρνητικό συναίσθημα δεν υπάρχει, θυμάσαι τον εαυτό σου, που βιώνει την χαρά η την τρυφερότητα, και εκείνη τη στιγμή δεν χρειάζεται να καταπιέσεις τίποτα, εάν τα έχεις κάνει όλα σωστά, αμέσως μετά από την απομάκρυνση νιώθεις μια ιδιαίτερη ήπια χαρά. Εκείνος προσέθεσε, ότι το πιο δύσκολο είναι να υπερνικήσεις την πολυετή συνήθεια να βιώνεις το αρνητικό συναίσθημα, είναι περίπλοκο, μπορεί ακόμα και να φανεί εξωπραγματικό, ωστόσο αυτό είναι δυνατόν, και ύστερα από αυτό ο Δρόμος ανοίγεται μπροστά σου… Πες μου εσύ τώρα, τι σκέφτεσαι για όλη αυτή την ιστορία.
– Ακούγεται υπέροχο… και στην πρακτική? Προσπάθησες να το κάνεις?
– Προσπάθησα, βέβαια… πολλές φορές, αλλά μέχρι στιγμή δεν έχω καταφέρει να αισθανθώ αυτό, που ο Λομψάνγκ ονόμασε «ήπια χαρά». Είπε, ότι όταν αυτή η συναίσθηση θα έρθει, δεν θα την μπερδέψω με τίποτε άλλο, και ότι η «ήπια χαρά» δεν είναι μια ποιητική έκφραση, αλλά η ακριβής περιγραφή της αντίληψης. Το πολύ-πολύ κατάφερα να φτάσω στην κατάσταση, όταν δεν συμβαίνει τίποτα – δεν υπάρχει τίποτα το αρνητικό και τίποτα το θετικό, και τέλος πάντων, αυτό είναι καλύτερο, παρά να είσαι απογοητευμένος, ή επιθετικός.
– Και για ποιο λόγο τότε είσαι τόσο σίγουρος, ότι είναι δυνατόν γενικώς? Πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος από τότε, που έμαθες για αυτήν την πρακτική, και τίποτα δεν έχει αλλάξει στη ζωή σου μέχρι τώρα…
– Αυτό δεν είναι αλήθεια. Σου είπα, ότι κάτι άλλαξε. Άρχισα να νιώθω τον εαυτό μου κάπως πιο ελεύθερο, πολύ πιο σπάνια πέφτω στις καταστάσεις της απελπισίας, της απάθειας. Άρχισα πολύ πιο συχνά να παρατηρώ τα αρνητικά μου συναισθήματα στις περιπτώσεις, όταν παλιότερα αυτά περνάγανε σαν κάτι το απολύτως φυσιολογικό – τώρα λες και σκοντάφτω πάνω σε αυτά.
– Ε… για να είμαι ειλικρινείς, είναι κάποιες γενικές φράσεις, με τι οποίες οι άνθρωποι αρέσκονται τόσο πολύ να απατούν τους εαυτούς τους… Και εγώ μπορώ να πείσω τον εαυτό μου για το οτιδήποτε, αλλά ύστερα αργά ή γρήγορα θα έρθει η νηφαλιότητα, αφού μπορείς να φανταστείς την «φώτιση» μέχρι ένα συγκεκριμένο σημείο, και η αλήθεια θα βγει, όπως και να έχει. Το είχα δει πολλές φορές – αρχίζεις να διαβάζεις κάποιο βιβλίο για τη γιόγκα… μα το καταλαβαίνεις και ο ίδιος, πως γίνεται αυτό.
– Νηφαλιότητα? Τι εννοείς?
– Διαβάζεις, ονειρεύεσαι, φαντάζεσαι τον εαυτό σου φωτισμένη, χαρούμενη, ισχυρή, γυρνάς εμπνευσμένη μια-δυο μέρες, και μετά η πραγματικότητα σε καταπλακώνει, και πάλι σηκώνεις τα βάρη σου και τρέχεις, σαν τρελή…
– Καταπλακώνει η πραγματικότητα… η αλήθεια είναι, ότι δεν καταπλακώνει τίποτα, είναι απλώς ένας τρόπος να εκφράζεσαι, απλώς συμβαίνει κάτι, το οποίο δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις, και απ` όσο κατάλαβα, τώρα μιλάμε για το σπάσιμο της συνήθειας, την οποία εσύ ονόμασες «πραγματικότητα», αφού πραγματικές είναι μόνο οι συνθήκες, και όχι η ανάγκη να αισθάνεσαι τα αρνητικά συναισθήματα. Εδώ και βρίσκεται εκείνο το άγκιστρο, πάνω στο οποίο θα μπορούσες να πιαστείς, βλέπεις? – Ο Ντένι έκανε μια παύση και έβαλε λίγο χυμό στο ποτήρι του. – Να σου βάλω?
– Όχι, δεν θέλω …. βλέπω τι?
– Κοίταξε, ας πούμε, έσπασες το ποτήρι σου. Σε μια περίπτωση μπορείς να στεναχωρηθείς ή να νευριάσεις, ενώ στην άλλη – να βάλεις τα γέλια.
– Μα φυσικά, επειδή αυτό εξαρτάται…
– Και εγώ για αυτό σου λέω! Αυτό εξαρτάται! Από αυτό, από εκείνο, από το άλλο… δηλαδή, δεν υπάρχει μια στέρεα νομοτέλεια, ότι εάν συμβεί κάτι, αυτό οπωσδήποτε θα προκαλέσει την στεναχώρια. Η αντίδραση σου εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, αλλά αυτό και σημαίνει, ότι υπάρχει η εξ αρχής πιθανότητα της επιλογής.
– Και τι με αυτό?
– Αυτό σημαίνει, ότι όποτε σε «καταπλακώνει η πραγματικότητα», και αυτό είναι ένα σύνολο κάποιων γεγονότων, και εσύ επίσης μπορείς να επιλέξεις – τι να αισθανθείς.
– …
– Το καταλαβαίνεις?
– Εντάξει… και πώς τελείωσε εκείνη η ιστορία?
– Ο Λομψάνγκ σηκώθηκε, και εγώ κατάλαβα, ότι η συζήτηση έφτασε στο τέλος της. Το βλέμμα του έγινε αυστηρό και λίγο απόμακρο. Αποχαιρετιστήκαμε, αλλά με σταμάτησε κοντά στην έξοδο. Πήρε μολύβι και χαρτί, ζωγράφισε ένα σήμα και μου είπε, ότι αυτό είναι το σύμβολο της πρακτικής του ευθύ δρόμου. Μετά έκανε μια μικρή υπόκλιση, πήρε και με τα δυο του χέρια το δικό μου χέρι, το έσφιξε και είπε αντίο. Το πρόσωπο του απέκτησε μια έκφραση αυστηρής, δραστικής ομορφιάς, η οποία απέχει από κάθε συναισθηματικότητα.
Την ίδια μέρα άφησα το μοναστήρι και γύρισα στο Μουκτινάτχ, όπου σχεδίαζα να δουλέψω λίγο με αυτά, τα οποία άκουσα από τον Λομψάνγκ, και μετά, εάν εμφανιστούν οι απορίες, να δοκιμάσω να επισκεφθώ ξανά εκείνο το μοναστήρι, ταυτόχρονα να μάθω λίγο τη θιβετιανή γλώσσα, όμως, στο Μουκτινάτχ συνάντησα μια πάρα πολύ συμπαθητική κοπέλα από Ιρλανδία (ορίστε, ήδη με κάρφωσε με μια λεπτή βελόνισα η ζήλια, καλό θα ήταν να την απομακρύνω, μα πώς?), έτσι οι μόνες θιβετιανές λέξεις, τις οποίες εμείς μάθαμε μαζί, ήταν «χαϊδεύω» – «τσουρτσουρ-ντζε», «φιλάω» – «ο-ντζε» και «αγκαλιάζω» – «ταμ»…
– «Ταμ»?:) Αστείο. Στα ρωσικά «ταμ» σημαίνει «there» [εκεί].
Ήρθε ο σερβιτόρος, έφερε τον λογαριασμό και μάζεψε τα πιάτα από το τραπέζι. Ο Ντένι έβγαλε τα λεφτά… με κοίταξε ερωτηματικά.
– Κάτι δεν πάει καλά?
– Δεν θα πληρώσεις για τον εαυτό σου? – η ερώτηση του με έπιασε απροετοίμαστη
– Εμμμ… ναι, γιατί όχι, φυσικά και θα πληρώσω… πόσο χρωστάω?
Ο Ντένι χαμογέλασε.
– Όχι, δεν με κατάλαβες σωστά. Εσύ νόμιζες, ότι θα πληρώσω εγώ για σένα, έτσι δεν είναι?
– Ναι, έτσι – έκανα ένα στραβό χαμόγελο εγώ, προσπαθώντας να κρύψω, ότι μου είναι δυσάρεστη μια τέτοια τσιγκουνιά από την πλευρά του. Ίσως δεν του φτάνουν τα λίγα χρήματα? …
– Φυσικά, εγώ θα πληρώσω, μου είναι περίεργο, επειδή οι Ευρωπαίες κοπέλες πάντα πληρώνουν για τον εαυτό τους, ακόμα και αν πάρουμε ένα αναψυκτικό, και εάν εγώ προσπαθήσω να πληρώσω για κάποια, αυτό εκλαμβάνεται σχεδόν σαν προσβολή, σαν διάκριση, σαν ανικανότητα και φτήνια.
– Τι βλακεία! – ένιωθα και πάλι όμορφα και άνετα μαζί του, – εντάξει, το καταλαβαίνω, όταν μιλάμε για σημαντικά έξοδα, αλλά εδώ… να κάθομαι και στα σοβαρά να μοιράζω τα δυο δολάρια με το αγόρι μου?
– Συμφωνώ με αυτό, αλλά… όπως έλεγε και ο Λομψάνγκ – ένα συνηθισμένο λανθασμένο συμπέρασμα προκαλεί στις κοπέλες τα συνηθισμένα αρνητικά συναισθήματα:)
Ξαφνικά μαζεύτηκε η κούραση – ή από την μακριά κουβέντα, ή οποία απαίτησε τόσο πολλή προσοχή, ή γενικώς η μέρα βγήκε υπερβολικά γεμάτη με εντυπώσεις… Ήθελα να κοιμηθώ… ή να μείνω λίγο ακόμη με τον Ντένι.
– Θα έρθεις μαζί μου? – εκείνος έκανε την ερώτηση αυτή τόσο ανέμελα, ότι μου ήρθε να γελάσω δυνατά και μελωδικά, σαν παιδί.
– Θα έρθω, εάν υπόσχεσαι, ότι θα με αφήσεις να κοιμηθώ έστω λιγάκι:)
– Αν είναι μόνο λιγάκι:), – εκείνος με έσφιξε στην αγκαλιά του, και αμέσως σταμάτησα τελείως να νυστάζω.