Ελληνικα change

Error

×

Κεφάλαιο 08

Main page / Μάγια 1: Φορς-Μινόρ / Κεφάλαιο 08

Περιεχόμενα

    ..Το χιόνι ήταν ξερό και κοφτερό, οι σκληροί άνεμοι το έκαναν τόσο συμπαγές, ότι για να βάλεις το πόδι σου έπρεπε να καταβάλλεις ολόκληρη προσπάθεια, ώστε να στερεωθούν καλά-καλά τα καρφιά των κραμπόν. Η μύτη του πιολέ με τρίξιμο έμπαινε μέσα σε χιόνι και γλιστρούσε εύκολα έξω. Η δυτική κορυφή του Έλμπρους μοιάζει με φιλόξενο, εκτυφλωτικά λευκό λόφο πάνω στο λαμπερό μπλε ουρανό. Σε αυτήν είχε κολλήσει ένα σύννεφο, και αυτή η ειδυλλιακή εικόνα σήμαινε, πως εκεί οργιάζει η θύελλα. Φαινόταν, ότι η κορυφή δεν είναι και πολύ μακριά, – εκείνη τη στιγμή μας χώριζε ενάμιση χιλιόμετρο αδιάκοπης υπέρβασης του εαυτού σου, πονοκέφαλου, διαπεραστικής κούρασης, αϋπνίας, πικρού αέρα και μεγαλείου των αλύπητων βουνών.

    Γύρω μου απλωνόταν η εκτυφλωτική γκρίζα ομίχλη. Έπεφτε χιόνι, αλλά ακόμα δεν έπιασε το κρύο. Ήταν μέρα, αλλά δεν έμοιαζε δυνατόν να συνεχίσεις να πηγαίνεις μπροστά, και δεν είχες και τίποτα απολύτως να κάνεις– έχοντας ολοκληρώσει την εγκλιματιστική άνοδο με τα σακίδια, κατεβήκαμε διακόσια μέτρα κάτω και στήσαμε σκηνή. (Με τόσο κόπο σκαρφάλωνες πάνω, και τώρα κατεβαίνεις!!! Αυτή είναι σκέτη βαρβαρότητα!). Όμως, τη νύχτα αφήσαμε σε δύσκολα σημεία κρεμασμένα σκοινιά, έτσι αύριο η αναρρίχηση στο παγωμένο τοίχο δεν θα πάρει 3-4 ώρες, όπως σήμερα, αλλά μια ‘η μίση ώρα. Ξαπλώναμε μέσα στους υπνόσακους και ο καθένας σκεφτόταν τα δικά του. Ο έρπις είχε ήδη πιάσει τον Ολέγκ – εχτές εκείνος δεν άλειψε αρκετά τα χείλη του με αντηλιακό, και το σημερινό ψύχος αποτελείωσε αυτό, που ξεκίνησε ο ήλιος, τα χείλη του πρήστηκαν, έσκασαν, και απ` ότι φαίνεται, ήταν αρκετά επίπονο. Μια ερχόταν, μια υποχωρούσε η υπνηλία, η απόλυτη απάθεια σαν να κρεμόταν στον αέρα. Μέσα στην σκηνή αρκετά γρήγορα έκανε ζέστη, και δεν μπορούσα να καταλάβω ακριβώς, τι αισθάνομαι, και αυτό ήταν ακόμα πιο κουραστικό, απ` ότι αν ήμουν σίγουρα χάλια. Μόλις έκλεινα τα μάτια, αμέσως εμφανίζονταν οι εικόνες από τις μέρες, που είχαν περάσει… βήμα προς βήμα πάνω στα απέραντα χιονισμένα λιβάδια του Έλμπρους – κινούμαστε ασφαλισμένοι, είμαι στη μέση… δέκα βήματα, ξεκούραση, ακόμα δέκα βήματα, ξεκούραση… η ζωή είναι σπασμένη σε κομμάτια από δέκα βήματα… στα πόδια τα ασήκωτα βαρίδια των παπουτσιών «Ασόλο», εκατό βήματα – μεγάλο διάλειμμα, εγώ απλώς πέφτω στο πλάι πάνω στο χιόνι και μένω εκεί, με το ορθάνοιχτο στόμα μου ρουφάω τον αέρα, στερούμενο οξυγόνου, η καρδιά μου χτυπά, κλείνω τα μάτια, χαλαρώνω όλο το κορμί μου και πιάνω την κάθε στιγμή της ξεκούρασης… τι πράγμα είναι αυτό – αδύνατον να ξαποστάσεις, να κοιμηθείς, μόλις κλείσω τα μάτια μου, τα πάντα επαναλαμβάνονται ξανά, και το πιο φριχτό – αυτό με κουράζει, όσο και η πραγματικότητα! Ανατριχιάζω, προσπαθώ να διώξω μακριά την κούραση και να σκεφτώ για κάτι ευχάριστο… τα μάτια κλείνουν… και πάλι εγώ περπατάω προς την κορυφή… τα παιδιά συζητούν κάτι, κουβεντιάζουν, κοιτάνε το βουνό στο μονόκλ… τρομερή περιοχή με τις ρωγμές, η οποία λίγο έλειψε να με ρουφήξει – κάτω από το πόδι ξαφνικά άνοιξε το κενό, το χιόνι έφυγε , έχασα την ισορροπία μου και έπεσα δεξιά, αλλά δεν κύλισα στην ρωγμή, μα συγκρατούμενη με το σχοινί, κόλλησα στο χιόνι με το κεφάλι μου κάτω, τα χέρια για άγνωστο λόγο ήταν πίσω στην πλάτη μου, πιεσμένα με το χιόνι, ανήμπορη να ρίξω το σακίδιο, κρεμόμουν και γελούσα δυνατά – καταλάβαινα, ότι τα παιδιά θα με βγάλουν τώρα, δεν φοβήθηκα καθόλου τότε, αλλά τώρα φοβάμαι… ο ουρανός είναι μπλε-μαύρος…τα πάντα γυρίζουν μπροστά από τα μάτια μου, θέλω να παραμερίσω όλες αυτές τις εικόνες και δεν μπορώ, αυτό με κουράζει ακόμα πιο πολύ, αυτή η καταραμένη αρρώστια των βουνών… κάποια αποκόμματα των φράσεων ενοχλητικά τρέχουν στο κεφάλι μου και δεν υπάρχει ηρεμία…

    – Πρέπει να απασχολήσεις τον εαυτό σου με κάτι, – κάποια φωνή με βγάζει επίμονα από την παραπλανητική ομίχλη – α… είναι ο Αντρέι που με ταρακουνά. – Ο καλύτερος τρόπος να εγκλιματιστείς γρήγορα – να βρεις κάτι να κάνεις. Για παράδειγμα, μπορείς να κτήσεις έναν τοίχο ανεμοπροστασίας γύρω από την σκηνή (Τι??!! Α, όχι…) η να ράψεις κάτι, να μιλήσεις, ενώ εάν θα ξαπλώνεις έτσι, θα κουραστείς ακόμα πιο πολύ – παράξενο, αλλά έτσι είναι.

    Από την κάθε κίνηση χτυπάει απαίσια ο πονοκέφαλος, κούνησα το κεφάλι μου, προσπαθώντας να τον διώξω και παραλίγο να ουρλιάξω από απότομη κρίση.

    – Ορίστε, πιες. – Ο Αντρέι μου δίνει δυο χάπια.

    – Τι είναι?

    – Πιες, σου λέω, μην φοβάσαι, είναι το κυανίδιο, θα σου περάσει τώρα…

    Δεν είναι αστείο… παυσίπονο? Καταπίνω, κάνω ένα εργατικό άθλο, ανασηκώνομαι στους αγκώνες μου και κάθομαι.

    – Τι έψαχνες στο Μεξικό? – ρωτάω τον Ολέγκ, ώστε να ρωτήσω έστω κάτι.

    Με κοιτάει προσεκτικά, σαν να με μελετάει, και ξαφνικά μέσα από την εξωτερική σκληράδα στα καμένα από τον έρπη χείλη του φαίνεται χαμόγελο, σαν να ένοιωσε, ότι δεν το λέω από απλή περιέργεια.

    – Τη γνώση, που θα μπορούσε να με βγάλει πέρα από τα όρια αυτού του κόσμου.

    – Γιατί ορισμένα εκεί?

    – Σίγουρα θα έχεις διαβάσει τον Καστανέδα? – αφού εγώ κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά, εκείνος συνέχισε, – ήθελα να βρω τους μάγους. Σκεφτόμουν, ότι εάν φτάσω σε εκείνα τα μέρη, και καταφέρω να δημιουργήσω την πρόθεση, θα μπορέσω να έρθω στην επαφή. (Εμμ…είναι με τα καλά του; Βρήκα και εγώ με ποιον να πάρω τα βουνά…τώρα θα πάει να βρει τους μάγους…) Δεν ξέρω, αν η πρόθεση μου ήταν σκατένια, η οι μάγοι είχαν εκλείψει, αλλά δεν συνέβαινε τίποτα. Μια εβδομάδα μετά την άλλη πήγαινα από περιοχή σε περιοχή σε αυτή την αγρία και όχι πολύ φιλόξενη χώρα, όμως, δεν συνάντησα ποτέ ούτε έναν άνθρωπο, που έστω και στο περίπου να είχε σχέση με μαγεία. Μου τύχαιναν μόνο οι συνηθισμένοι άνθρωποι, μέχρι τα αυτιά τους βουτηγμένα στην καθημερινότητα. Δεν μπορούσα να μείνω στις πόλεις λόγο της βρομιάς και του θορύβου, δεν σταμάτησα στα τουριστικά κέντρα, επειδή ήταν ακριβά και ανόητα, ενώ να ζήσω μακριά από τις πόλεις και τους τουρίστες – επικίνδυνο. Θα μπορούσα να σου πω πολλά για αυτά τα ταξίδια, αλλά τίποτα από αυτά δεν έχουν σημασία, μιας και δεν με ενδιέφεραν τα ταξίδια υπό την κοινότυπη έννοια της λέξης.

    Πήγα σε σχεδόν όλα τα μέρη, τα οποία είχε περιγράψει ο Καστανέδα, με εξαίρεση, φυσικά, αυτά, για τα οποία αυτός δεν έδειξε τα ονόματα. Μπορείς να φανταστείς την απογοήτευση μου, όταν βρήκα τα πιο συνηθισμένα μέρη, την πιο συνηθισμένη ζωή και όχλους με μαστουρωμένους τουρίστες. Νόμιζα, ότι ήμουν έτοιμος για αυτό, αλλά ανακάλυψα, πως έκανα λάθος.

    Για λίγη ώρα σώπασε, με βλέμμα χαμηλωμένο, σαν να του ήταν δύσκολο να συνεχίσει, και πάλι μου ήρθε η εμπιστευτική συμπάθεια – αυτός αναζητούσε, τι και εάν οι αναζητήσεις αυτές έμοιαζαν τρελές, όπως και να έχει, αυτό προκαλεί περισσότερη συγκίνηση, παρά η σταθερή, ήσυχη ζωή, μέσα στην οποία κακοπερνάει η ανθρωπότητα, σπαταλώντας τις δυνάμεις της στις ατέλειωτες προσπάθειες να καλυτερέψει τις συνθήκες και να βιώσει την επάρκεια από τα αποκτημένα. Θυμήθηκα μια παλιά μου γνωστή, η οποία στην αρχή έκανε παρέα μαζί μου, έτρεχε στην αυλή, και φαινόταν ίδια με μένα, αλλά μετά παντρεύτηκε αστραπιαία και ξαφνικά βρήκε το νόημα της ζωής της στο να φτιάξει πρώτα το σαλόνι, το χολ, την κουζίνα, το μπάνιο… και ύστερα να ξεφορτωθεί τον βαρετό άντρα της, χωρίς να χάσει, όμως, το παραμικρό σκαμπό, ραφάκι, φωτιστικούλι η κουρτινάκι…

    – Περίπου δυο χρόνια των άκαρπων αναζητήσεων με έφεραν επιτέλους σε ένα καθόλου αξιοθέατο μέρος. Δεν υπήρχαν ούτε τα ξεχωριστά κτίρια, δεν είχε κάποια ιδιαίτερη φυσική ομορφιά, αλλά εκεί βρισκόταν κάτι, που με τραβούσε, σαν μαγνήτης. Μικρή πόλη στον βορρά του Μεξικού, ήμουν περαστικός και δεν συγκράτησα καν το όνομα της, και μετά, όταν θέλησα να το μάθω, αυτό στάθηκε αδύνατον. Έφτασα σε αυτή την πόλη αργά το πρωί, και σε λίγο θα έπρεπε να πιάσει πολύ ζέστη. Έφαγα σε μια απαίσια ταβέρνα και έκανα βόλτες. (Τελικά, παραείναι γεμάτος με δυσαρέσκεια, απογοήτευση, δεν υπάρχει η χαρά της αναζήτησης, περισσότερο ψυχική συντριβή). Σκεφτόμουν, ότι ήρθε η ώρα να γυρίσω σπίτι μου, παρά το γεγονός, πως είχα αποφασίσει σοβαρά να μην επιστρέψω, ωσότου δεν βρω αυτό, που έψαχνα. Όμως, αυτά τα δυο χρόνια με είχαν εξαντλήσει τόσο πολύ, υπήρχε τόση απάτη και πόνος από τα γκρεμισμένα άπιαστα όνειρα μου, ότι όλο και πιο συχνά εμφανιζόταν η επιθυμία να παρατήσω τα πάντα και να γίνω κανονικός άνθρωπος. Από αυτές τις σκέψεις ένιωθα ακόμα πιο χάλια, αλλά δεν μπορούσα πια να συνεχίσω τις αναζητήσεις, ούτε και να τις παρατήσω, αυτό μου φαινόταν ίδιο με την αυτοκτονία.

    – Γιατί σκεφτόσουν, πως μόνο εκεί θα έβρισκες αυτό, που ψάχνεις?

    – Επειδή αυτό το μέρος με τράβαγε, εκεί σπούδαζε ο Καστανέδα.

    – Όμως, όταν είδες την πραγματικότητα, νόμιζες όπως παλιά, ότι μόνο εκεί θα βρεις κάτι?

    – Δεν ξέρω, τι υπήρξε, όταν το είδα. Δεν θυμάμαι. Η δεν θέλω να θυμηθώ. Μάλλον, τα πάντα μπερδεύτηκαν εκεί – και η ελπίδα, και η ματαιοδοξία, και ο φόβος να χάσω το τελευταίο στήριγμα, επειδή ήμουν σίγουρος, ότι θα το έβρισκα.

    – Και τι συνέβη τελικά σε κείνη την πόλη?

    Ο Ολέγκ κοιτούσε στον τοίχο της σκηνής, προφανώς, ζυγίζοντας – να το πει η όχι. Το πρόσωπο του ήταν πάρα πολύ σοβαρό, και εγώ πάγωσα, μην τυχών και γυρίσω τη ζυγαριά υπέρ της σιωπής. Αυτό το θέμα δεν ενδιέφερε καθόλου τον Αντρέι, ενώ στην αρχή έκανε, ότι ακούει, τώρα δεν μπορούσε πια να αντισταθεί στην υπνηλία, που τον έπιασε, και κοιμήθηκε μισοκαθιστός, με αστείο ανοιχτό στόμα. Αλλά ο Ολέγκ δεν το παρατήρησε αυτό.

    – Βρήκα αυτό, που έψαχνα.

    – ???

    – Ναι, το βρήκα, σε αυτό το ξεχασμένο από τον θεό μέρος, βρήκα αυτό, που έψαχνα δυο χρόνια ανάμεσα στα αρχαία ερείπια και μυστηριώδη βουνά.

    – Και τι βρήκες?

    – Θα με περάσεις για τρελό..:) Όμως, τι σημασία έχει… Τώρα όλα χάθηκαν ήδη, δεν υπάρχει κανένα νόημα σε τίποτα. Και από το γεγονός, ότι εσύ θα με νομίσεις τρελό, δεν θα αλλάξει το παραμικρό… Περπατούσα αργά στο δρόμο, και σκεφτόμουν, που να κρυφτώ από τη ζέστη, μέχρι τώρα δεν είδα ούτε ένα πάρκο, ούτε κάποια γωνία, που να μπορούσα να κρυφτώ στη σκιά. Τις τελευταίες λίγες μέρες δεν κοιμήθηκα καλά, έβλεπα στον ύπνο μου εφιάλτες, και πολύ συχνά καθόμουν στο μπαλκόνι και κάπνιζα ένα τσιγάρο μετά το άλλο…Έφτασα στις αληθινές τρώγλες, το κεφάλι μου ήταν βαρύ, και κάποια στιγμή μου φάνηκε, ότι λιποθυμώ, μάλλον είχα πάθει θερμοπληξία. Σταμάτησα και στηρίχθηκα σε έναν άγριο πέτρινο τοίχο. Λες και βγήκε από τη γη, μπροστά μου εμφανίστηκε ένα ξυπόλυτο, βρόμικο κοριτσάκι με γδαρμένα γόνατα. Κοίταξε συμπονετικά με μεγάλα όμορφα μάτια της, και έκανε μια κίνηση με το χέρι, καλώντας με να την ακολουθήσω. Δεν καταλάβαινα τίποτα από την βοή στο κεφάλι μου, πήγα μπροστά, στερεώνοντας το βλέμμα μου στο βρόμικο κίτρινο φόρεμα της. Δεν χρειάστηκε να περπατήσω για πολλή ώρα. Εκείνη έσπρωξε με το μελαψό της χέρι μια σκουριασμένη πορτούλα, και εγώ βρέθηκα σε ένα μικρό κήπο με ψηλά καρποφόρα δέντρα. Ήθελα να πέσω αμέσως στη σκιά, διότι τα πόδια μου με κρατούσαν με το ζόρι, αλλά το κοριτσάκι τράβαγε το μανίκι μου και επέμενε να περάσω μέσα στο σπίτι. Δεν θυμάμαι, τι σπίτι ήταν αυτό, αλλά ήταν σκοτεινά και δροσερά μέσα. Μόλις μπήκα στο χολ, με έπιασε η απόλυτη αδυναμία, και για λίγα δευτερόλεπτα έχασα το φως μου – μπορεί να το έπαθα και επειδή μπήκα από τον αλύπητα φωτισμένο με ήλιο δρόμο. Το κοριτσάκι φώναξε κάτι, και η ζωηρή φωνή της απάντησε με ηχώ σε όλο το σπίτι. Αμέσως ακούστηκαν βήματα, και ένοιωσα, πως με κρατούν δυνατά και ευχάριστα χέρια. Με πήγανε στο δωμάτιο, έβαλαν στην πολυθρόνα, ένοιωσα λίγο καλύτερα και μπορούσα να διακρίνω τις λεπτομέρειες και το άτομο, που με έφερε.

    Ήταν μια γυναίκα – γεροδεμένη ινδιάνα ή μιγάς, όχι πολύ ψηλή. Το πρόσωπο της ήταν αυστηρό, και όμως φιλικό, παρά την απουσία του παραμικρού χαμόγελου. Με έβαλε να καθίσω στο αχυρένιο στρώμα και με σπασμένα ισπανικά μου είπε, πως θα φέρει νερό. Έμεινα μόνος μου στο μισοσκότεινο δωμάτιο, και ξαφνικά φοβήθηκα – μα πού βρίσκομαι τελικά? Πλησίασα το παράθυρο, άνοιξα ξύλινα παντζούρια, αλλά είδα μόνο τα δέντρα και κάπου κοντά τον ψηλό τοίχο του κήπου. Η γυναίκα γύρισε πολύ γρήγορα, μου έδωσε το ποτήρι με κρύο νερό και ρώτησε, τι κάνω σε αυτή την πόλη. Εγώ απάντησα, ότι είμαι περαστικός. Δεν ήθελα να την τρομάξω με ιστορίες για το ότι ψάχνω του μάγους και τους σαμάνους, ήμουν ήδη μαθημένος από την πικρή πείρα, – οι ντόπιοι απλώς με κορόιδευαν, όταν τους έκανα ερωτήσεις τύπου «ξέρετε, πως να πάω σε έναν σαμάνο?» Όμως, αυτή ήξερε, ότι εγώ ήρθα μόνο για αυτό. Έπινα το γλυκόξινο νερό, το σώμα μου γινόταν όλο και πιο βαρύ. Νύσταξα, και εκείνη με έβαλε σε ένα στρώμα, το οποίο μου φάνηκε πολύ βολικό, παρόλο που ήταν αρκετά σκληρό, όταν ξάπλωνες πανό του. Για λίγη ώρα ακόμα άκουγα τη φωνή της, που μια τραγούδησε, μια έλεγε κάτι σε άγνωστη για μένα γλώσσα, μπλεκόταν με μένα, δημιουργώντας την αίσθηση της απόλυτης ασφάλειας. Και ξαφνικά βρέθηκα σε κάποιον έρημο τόπο, αλλά δεν ήταν όνειρο αυτό! Είναι δύσκολο να το πιστέψεις, και όμως δεν ήταν όνειρο.

    Ο Αντρέι ροχάλισε, γυρίζοντας στην άλλη μεριά. Ο Ολέγκ σταμάτησε, σώπασε για μερικά δευτερόλεπτα, αλλά συνέχισε, ρίχνοντας μου ένα σχεδόν ντροπαλό βλέμμα.

    – Είχα ζήσει τα συνειδητοποιημένα όνειρα μερικές φορές, για αυτό ξέρω, τι είναι, αλλά ΑΥΤΌ ήταν τελείως διαφορετικό, ήταν πραγματικότητα. Ήμουν στην ίδια έρημο, όπως και εδώ, τώρα, είμαι δίπλα σου. Είχα πλήρη έλεγχο του σώματος μου, μπορούσα να δω όλα αυτά, που ήθελα, άγγιζα την ξερή πετρώδης γη, τσίμπαγα τον εαυτό μου, έκανα τα πάντα, για να βεβαιωθώ, πως ο` τι μου συμβαίνει – γίνεται σε επαγρύπνηση. Δεν είχα και τώρα δεν έχω καμία αμφιβολία για το ότι δεν ήταν όνειρο – με πάθος επανέλαβε ο Ολέγκ, – αλλά θα ήταν καλύτερα, αν ήταν ένα απλό όνειρο, τότε δεν θα υπήρξε τόσος πόνος, θα γυρνούσα απλά στο σπίτι μου και θα προσπαθούσα να γίνω ένας συνηθισμένος άνθρωπος… Περπάτησα στην έρημο, φαίνονταν τα μακρινά βουνά, και εγώ ήξερα, ότι τώρα οπωσδήποτε θα γίνει κάτι, αλλά δεν φοβόμουν, επειδή το περίμενα τόσο καιρό. Πολύ σύντομα είδα τον άνθρωπο, που πήγαινε προς εμένα. Όταν έμειναν λίγα μέτρα ανάμεσα μας, κατάφερα επιτέλους να τον δω ξεκάθαρα, ήταν Ινδιάνος με ρούχα δουλειάς, σαν να ξέφυγε για λίγα λεπτά από την δουλειά στα χωράφια, να πει δυο κουβέντες μαζί μου, και μετά να ξαναγυρίσει στα δικά του. Με πλησίασε πολύ κοντά, σχεδόν πρόσωπο με πρόσωπο, και να με πάρει ο διάολος – είχε ακριβώς την ίδια εμφάνιση με τους μάγους του Καστανέδα, όπως τους είχα φανταστεί εγώ! Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα μάτια του, ήταν τα μάτια του θεού! (Τελικά, δεν είσαι με τα καλά σου, παλικάρι…). Μου είπε μόνο λίγες φράσεις – «μπορείς να πας μαζί μου, και τότε δεν θα ξαναγυρίσεις ποτέ πίσω, μα αυτή τη στιγμή ο πατέρας σου πεθαίνει από τον καρκίνο, και δεν έχει δίπλα του κανέναν, που να μπορούσε να ελαφρύνει τον πόνο του». Αμέσως με έπιασε τέτοιος πόνος, μια τέτοια λύπηση για τον πατέρα μου, που παραλίγο να κλάψω. Ήταν πραγματικό χτύπημα – πως θα μπορούσα να πάω μπροστά, όταν ήξερα, ότι ο πατέρας μου, που μου έδωσε τη ΖΏΗ, αυτή τη στιγμή σβήνει μέσα στον πόνο? Και πώς να μπορούσα να αρνηθώ αυτήν την μοναδική ευκαιρία να απελευθερωθώ από την ηλίθια, μίζερη ζωή, να φύγω στην αιωνιότητα? Δεν μπόρεσα να επιλέξω, και έχασα την ευκαιρία μου…

    Ο Ολέγκ σταμάτησε να μιλά, και έμοιαζε τελείως στεναχωρημένος, σαν να έζησε μόλις τώρα ξανά την τραγωδία του. Ξαφνικά κατάλαβα, ότι δεν το είχε πει σε κανέναν, ήμουν η πρώτη, που άκουσα την ιστορία του, πρώτη, που έμαθε για αυτό το επινοημένο η πραγματικό γεγονός, αλλά κάτι δεν ήταν φανταστικό σίγουρα – εκείνος ο πόνος, ο οποίος τον εμπόδιζε να μιλήσει.

    – Όταν συνήλθα από εκείνη την φρικιαστική διχόνοια, είδα, ότι κάθομαι στο πεζοδρόμιο, δίπλα σε έναν άγριο τοίχο, και γύρω μου μαζεύτηκαν τα ντόπια παιδιά. Μάλλον, αυτοί νόμιζαν, ότι μέθυσα, και κορόιδευαν την αδεξιότητα μου. Τα αυτιά μου βουίζανε, όλο το κορμί πονούσε, λες και έφαγα ξύλο, τα πόδια λύγιζαν… Με μεγάλη δυσκολία έφτασα στο ξενοδοχείο, χωρίς να συναντήσω στο δρόμο ούτε έναν άνθρωπο, που να μπορούσα να απευθυνθώ για βοήθεια. Εκεί έπεσα στο κρεβάτι και κοιμήθηκα, σαν νεκρός. Δεν ξέρω, για πόση ώρα με πήρε ο ύπνος, αλλά ξύπνησα σε μια άλλη πόλη, σε άλλο ξενοδοχείο, στ` άλλο κρεβάτι. Δεν μπορούσα να θυμηθώ, πως έφτασα ως εδώ. Μάλλον, σε αλλοπρόσαλλη κατάσταση πήγα με λεωφορείο, μετά έπινα μπύρα…παρά πολλή μπίρα… μιλούσα με κάποιον… και κάποιος με έφερε εδώ. Χωρίς να πλυθώ, έπιασα το σακίδιο μου, και πήγα στο ρεσεψιόν να μάθω, από ποτέ ήρθα. Ο πορτιέρης μου έδωσε το βιβλίο του, και έδωσε ταυτόχρονα το σήμα στο αγόρι να καλέσει την αστυνομία, καθίκι. Στο βιβλίο βρήκα την υπογραφή μου δίπλα σε μια ημερομηνία, η οποία δεν μου εξηγούσε και πολλά – δεν μπορούσα να θυμηθώ τίποτα. Αυτό με εξόργισε, και άρχισα να μαλώνω με τον πορτιέρη, χωρίς να ξέρω και ο ίδιος, τι θέλω, και θα τον χτυπούσα, εάν δεν φοβόμουν τους αστυνομικούς, που θα έπρεπε να φτάσουν από στιγμή σε στιγμή. Βγήκα από το ξενοδοχείο, πήρα το πρώτο τυχαίο ταξί, ήρθα στον σταθμό και μόνο εκεί σκέφτηκα – μα για ποιο λόγο φαντάστηκα, ότι ο πορτιέρης κάλεσε τους μπάτσους? Κάποια ατέλειωτη σειρά από φαντασμαγορικές σκέψεις και ανόητες πράξεις… αγριάδα, σχεδόν τρέλα… δεν με ενδιέφερε τίποτα πια σε εκείνη την χώρα, και σύντομα έφυγα για το σπίτι μου.

    – Και ο πατέρας σου? Ήταν αλήθεια, ότι είναι βαριά άρρωστος?

    – Ήταν αλήθεια, μα άργησα και εκεί – όταν γύρισα, πρόλαβα μόνο το μνημόσυνο.

    Μετά από αυτή την ιστορία άρχισα να αντιλαμβάνομαι τον Ολέγκ ακόμα πιο σκοτισμένα, απ` ότι πριν. Ήμουν σίγουρη, πως ο, τι συνέβη, δεν είναι παρά μια συνηθισμένη παραίσθηση – μάλλον, είχε φάει κάτι στο Μεξικό, υπάρχουν πολλά δηλητηριώδη πράγματα εκεί. Έχοντας σοβαρές αμφιβολίες για την ψυχική του υγειά, αποφάσισα να μιλήσω με τον Αντρέι για αυτό, διότι η αναρρίχηση – δεν είναι μια βόλτα στο πάρκο, απ` όπου ανά πάσα στιγμή μπορείς να γυρίσεις σπίτι σου.