Ελληνικα change

Error

×

Κεφάλαιο 05

Main page / Μάγια 1: Φορς-Μινόρ / Κεφάλαιο 05

Περιεχόμενα

    Η βραχώδη ακτή της λίμνης, πέρα από την οποία αρχίζει ο δρόμος, δείχνει κάπως άχαρη. Ανά δέκα μέτρα στέκονται οι ένοπλοι, τα μισοσπασμένα παλιά αυτοκίνητα αναπηδούν με φασαρία στις λακκούβες, βλέπω τις γδαρμένες μηχανές των ρίκσα και μερικά πορτοκαλί φορτηγά, στολισμένα με τις εικόνες από την ινδική μυθολογία. Μικρά, κάπου μισό-χτισμένα και μισό-βαμμένα σπιτάκια κόλλησαν μεταξύ τους σαν παραβρασμένα πελμένι [ρωσικό φαγητό από ζυμάρι με κιμά, μοιάζει με ιταλικά ραβιόλια] … Μάλλον, άρχισαν να τα κτίζουν πάρα πολύ καιρό πριν, τόσο πολύ, ότι πρόλαβαν να γεράσουν, και τώρα φαίνονται ετοιμόρροπα. Από την πόρτα ενός σπιτιού μια παρεούλα από απίστευτα βρώμικα παιδιά με κοιτάζει με θαυμασμό και περιέργεια… Μήπως δεν πλένονται ποτέ? Είναι ξεμαλλιασμένα, ξυπόλυτα, ντυμένα με κουρέλια, με εντελώς βουλωμένες μύτες, μα μολαταύτα, τα χαρακτηριστικά των προσώπων τους είναι πολύ όμορφα, μόνο που δεν μοιάζουν καθόλου παιδικά… Μέσα στην κοιλιά μου έρχεται μια παράξενη αίσθηση, ένταση, σαν να πέρασε κάτι από εμένα σε αυτούς και ενώθηκε, σε όλο μου το κορμί νιώθω την τρυφερή έλξη και σκληρή απόρριψη ταυτόχρονα. Δεν ξέρω, γιατί, αλλά σίγουρα θέλω να φύγω όσο πιο γρήγορα γίνεται από αυτό το μέρος.

    Και πάλι η ινδική «Βόλγα» με άβολα φουσκωτά καθίσματα, πάλι η φτώχεια, η καθολική καταστροφή και βρωμιά, έτσι, όταν οι συνοικίες τελείωσαν, κατάλαβα με έκπληξη, ότι ανασαίνω με ανακούφιση.

    Πάνω από τον δρόμο βρίσκονται τα βράχια των απότομων πλαγιών των μικρών λόφων, αριστερά είναι η κοιλάδα και τα βουνά, και ατελείωτα λιακωτά των ορυζώνων. Κατά το μήκος της κοιλάδας, ανάμεσα στους γκρίζους βράχους λυγίζει ένας μικρός ποταμός, καταρρίπτοντας τις αντιλήψεις μου για το ότι όλα τα ποτάμια στα βουνά είναι εντυπωσιακά, γρήγορα και ορμητικά.

    – Την εποχή των μουσώνων το ποτάμι αυτό φουσκώνει και γίνεται δέκα φορές πιο φαρδύ – η φωνή του Σάφι σαν έξω από το κάδρο.

    Έχει συννεφιά, και παρά το ότι ο ήλιος βγαίνει συνέχεια, τα μακρινά βουνά είναι κρυμμένα στην ομίχλη, και δημιουργείται η εντύπωση, ότι η κοιλάδα οδηγεί στο πουθενά, πέφτει στο κενό. Κοιτάζω το μέρος, όπου αυτή εξαφανίζεται, και φαντάζομαι, πως δεν υπάρχει τίποτα εντελώς εκεί, τελειώνει ο γνωστός σε μένα κόσμος, και βρίσκομαι σε ένα μικρό νησάκι, περικυκλωμένο απ` όλες τις πλευρές με το αβυσσαλέο άγνωστο. Και ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, όπως μπορείς να φτάσεις στην άκρη του γκρεμού σε ένα πανύψηλο βουνό και να κοιτάξεις κάτω, στην χαράδρα, ή στον ορίζοντα, έχεις την ευκαιρία, κρατώντας την αναπνοή σου, να περάσεις στην άκρη αυτού του νησιού και να αντικρίσεις το άγνωστο, αυτή την απέραντη κενότητα, η οποία μπορεί να φανεί απρόσωπη, μα μόνο με την πρώτη ματιά.

    Που και που στα χωράφια δουλεύουν οι αγρότες, και την πιο βρώμικη δουλειά την κάνουν οι γυναίκες και οι έφηβοι, οι άντρες μόνο επιβλέπουν. Ενδιαφέρον, με τι ασχολούνται οι υπόλοιποι?

    – Σάφι, γιατί μόνο οι γυναίκες δουλεύουν στα χωράφια?

    – Επειδή είναι γυναικεία δουλειά.

    – Πώς και έτσι?

    – Οι γυναίκες πάντοτε δουλεύουν στα χωράφια. Οι άνδρες πουλάνε αυτά, που μαζεύουν οι γυναίκες.

    – Μα η δουλειά στα χωράφια είναι πολύ βαριά, και οι άντρες θα μπορούσαν να βοηθήσουν τις γυναίκες, αφού αυτές έχουν και τις δουλειές του σπιτιού, και μεγαλώνουν τα παιδιά, γιατί να μην ελαφρύνουν έστω και λίγο το βάρος για αυτές;

    Στο πρόσωπο του φάνηκε η δυσαρέσκεια και αρνητική αντιμετώπιση για μένα. Ορίστε, η αληθινή του φύση! Όσο εγώ κρατιέμαι στα στενά όρια, που μου προτείνουν, λαμβάνω την δουλοπρεπή φυσιογνωμία με ζορισμένο χαμόγελο. Αρκεί να κάνω ένα μικρό βήμα πιο πέρα, αμφισβητώντας αυτά, στα οποία αυτός πιστεύει ακράδαντα, βλέπω αμέσως, τι σόι άνθρωπος είναι τελικά. Μια ειλικρινή πράξη βγάζει τις μάσκες και διαλύει την ψευτιά, επιτέλους συγκρούομαι με την πραγματικότητα, και πόσο αναζωογονητική είναι αυτή η σύγκρουση! Από αυτό το ράγισμα στην καθορισμένη τάξη των πραγμάτων πετάνε τα βλαστάρια των αληθινών συλλογισμών, που βασίζονται στην πραγματική πείρα, και όχι στα φαντάσματα, σαν αποτέλεσμα έρχεται το αληθινό ενδιαφέρον για τη ζωή, ζωντανό πάθος, συναρπαστική χαρά της έρευνας. Τελικά, τι είναι πιο ενδιαφέρον για μένα – να ζήσω στο απλό, γνωστό, υποκριτικό χάρτινο κόσμο ή να προκαλέσω το στοιχείο, το οποίο με τόση προσπάθεια με μάθαιναν να μην παρατηρώ; Φαίνεται, πως η απάντηση είναι απλή, μα πόσο τεράστια είναι αυτή η δύναμη – η καθημερινότητα. Σαν γλυκόφωνη σειρήνα προσκαλεί, ξεγελά και σε κοιμίζει με νεκρωτικό ύπνο, δεν μένουν ούτε καν θολές απαντήσεις για το που πήγαινε αρχικά ο δρόμος σου.

    – Ma`am, εδώ είναι τα πάντα, όπως θα έπρεπε να ήταν. Όλοι είναι ευχαριστημένοι με αυτό, και κανείς δεν θέλει να αλλάξει τίποτα. Αυτό θα είναι εναντίον στην θέληση του Αλλάχ.

    Εμ, τώρα τελειώνει η συζήτηση – όταν φτάνουν στη σκηνή ο Αλλάχ ή ο Χριστός, το μόνο που μένει για μένα να κάνω – είναι να αποσυρθώ στη σκιά, γιατί εκτός από το μίσος, υπερασπιζόμενο τις εντολές των θεών του, δεν θα πάρω τίποτε άλλο – ούτε την ενδιαφέρουσα κουβέντα, ούτε την περιγραφή της πείρας, ούτε συμπεράσματα με νόημα.

    Οι γυναίκες στην Ινδία δεν είναι τίποτε παραπάνω από οικόσιτα ζώα. Και δεν είναι υπερβολή, δεν υπάρχει λόγος για καμία ισότητα! Τα έθιμα, κτισμένα επί χιλιετίες σκοτισμών των προγόνων, εδώ προστατεύονται με τέτοιο ζήλο, ότι ο άνθρωπος με άλλο ήθος στην Ινδία ρισκάρει στην κυριολεξία τη ζωή του. Αλλά δεν το ήξερα ακόμα αυτό. Δεν ήξερα και ότι απαγορεύεται στο ζευγάρι να κρατιέται χέρι-χέρι δημόσια, ο οποιοσδήποτε αστυνομικός μπορεί να τους πλησιάζει και να χτυπήσει στα χέρια με το γκλομπ. Και αυτό συμβαίνει στους δρόμους του Δελχί! Τι να πούμε για το ατελείωτο περιθώριο, εκεί είναι ακόμα λίθινη εποχή, από την οποία θέλεις να τρέξεις σαν τρελός, προσπαθώντας να ξεχάσεις γρήγορα αυτά, που είδες.

    Για το κορίτσι, που παντρεύεται, οι συγγενείς πρέπει να δώσουν χρήματα στον γαμπρό και την οικογένεια του, εφόσον από τώρα αυτοί θα ταΐζουν αυτό το ζώο. Εάν τα χρήματα αυτά δεν υπάρχουν, η οικογένεια της νύφης πάει για απάτη – την παντρεύουν, και δεν πληρώνουν την προίκα μετά. Ακόμα και στον πιο τρελό εφιάλτη δεν θα δεις αυτό, που κάνουν οι συγγενείς των γαμπρών σε αυτή την περίπτωση. Βάζουν την κοπέλα στη πυρά… Την ιστορία αυτή μου διηγήθηκε μια εύπορη Ινδή, η οποία αφιέρωσε τη ζωή της στην μάχη για τα δικαιώματα των γυναικών στην Ινδία.

    Άλλη μια τρομακτική ιστορία – είχε περάσει από ειδήσεις όλου του κόσμου. Στην Ινδία ακόμα ευημερεί ο διαχωρισμός σε κάστες, ακόμα και στην εποχή μας είναι πρακτικά αδύνατον να ενώσεις τη ζωή σου με τον άνθρωπο από την άλλη κάστα. Λοιπόν, ένα αγόρι ερωτεύτηκε την κοπέλα από κατώτερη κάστα, και παρά τις προσπάθειες των συγγενών δεν ήθελε να απαρνηθεί την αγάπη του για αυτήν. Τους τιμώρησαν παραδειγματικά – λίντσαραν στην γενική συνέλευση του χωριού – φυσικά, σύμφωνα με την θέληση των θεών και των προγόνων τους. Βλέπω ξεκάθαρα τα καλά, σοφά πρόσωπα των γερόντων, που βγάζουν την ετυμηγορία – «να απαγχονιστούν και οι δυο». Και αυτό συμβαίνει τώρα, στην εποχή μας. Και εγώ που νόμιζα, ότι ζω στον κόσμο του προόδου και της νοημοσύνης…

    Η σύγκριση ανάμεσα στο ζώο και γυναίκα δεν είναι και τελείως ορθή, εφόσον για το φόνο της αγελάδας ο Ινδός μπορεί να εκτελεστεί, ενώ για το φόνο της γυναίκας στην καλύτερη περίπτωση θα πάει μερικά χρόνια φυλακή. Δεν νομίζω, ωστόσο, ότι οι γυναίκες είναι θύματα της ινδικής κουλτούρας, εκμεταλλευόμενα αλύπητα από τους άνδρες-Ινδούς. Ο καθένας χαλάει τη ζωή του με τον δικό του τρόπο. Ο Ρώσος άνδρας εισπνέει το δηλητήριο και φορτώνεται με αλκοόλ, ο Ευρωπαίος κάθεται στην αποχαυνωμένη επάρκεια, και η Ινδή γυναίκα επιλέγει να είναι το αμίλητο ζώο, η ίδια προστατεύει φανατικά την ντόπια παράδοση και μεγαλώνει τα παιδιά της στην απόλυτη συμφωνία με τα έθιμα των προγόνων της. Η σκληρότητα στον άνθρωπο πολύ συχνά συνδυάζεται με υστερική συναισθηματικότητα, η αυξημένη λύπηση για τον εαυτό του ξαφνικά γυρίζει σε δυνατό μίσος, ενώ η ταπεινή θέση της γυναίκας στην Ινδία συνοδεύεται με την φανατική λατρεία, που νιώθουν τα παιδιά για την μητέρα τους. Κάποιος μπορεί να το θεωρήσει αυτό ένα αρμονικό σύστημα των αντίβαρων, κατά τη γνώμη μου – είναι απλώς οι δυο πλευρές του ίδιου νομίσματος – το ένα δεν είναι καλύτερο από το άλλο.

    …Οι γυναίκες, ντυμένες στα χρωματιστά σάρι, κουβαλάνε πάνω στα κεφάλια τους τεράστια δεμάτια με χόρτα. Λεπτές σιλουέτες με άψογη κορμοστασιά, τυλιγμένες στα έντονα πράσινα, ροζ, κόκκινα, κίτρινα, γαλάζια υφάσματα, απαλά, αβίαστα περιφέρονται στο χωράφι με το χρώμα της σκούρας ώχρας, ανάμεσα στα ζουμερά νησάκια των πράσινων βλασταριών του ρυζιού.

    – Χελλό! – δεν κρατήθηκα και κούνησα το χέρι μου στις γυναίκες και τα κορίτσια, που περπατούσαν στην άκρη του δρόμου. Χαζό, βέβαια… μα τι άλλο να κάνεις, όταν θέλεις να εκφράσεις την συμπάθεια σου, και δεν ξέρεις, πως να το κάνεις!

    Τα ματάκια τους έλαμψαν, τα πρόσωπα φωτίστηκαν με χαμόγελα – για δες, τους άρεσε η αυθόρμητη πράξη… Ενδιαφέρον – πως θα αντιδράσουν, εάν βγάλω μια φωτογραφία με αυτές? Μέσα μου δεν περιμένω, βέβαια, την επιθετικότητα, μα ίσως, κάποια δυσαρέσκεια… Αλλά όχι, στάθηκαν στη σειρά, έφτιαξαν τα σάρι – με την ίδια αστεία, αλλά ωραία σοβαρότητα, χωρίς βιασύνη… να από ποιον θα έπρεπε να μάθουν εκείνα τα παγόνια, ντυμένα στα πλούσια ρούχα! Στέκονται με ύφος. Περιμένουν.

    – Ma`am, είναι ευτυχία για αυτές. Ποτέ δεν τους είχε φωτογραφήσει κανείς, την φωτογραφική μηχανή την είχαν μόνο ακουστά, – επεμβαίνει ο Σάφι.

    – Δεν πιστεύω να φοβούνται?

    – Όχι, ma`am, μα τι λέτε, πως μπορούν να φοβηθούν ΕΣΑΣ – τι ψεύτης, όλες τις φράσεις του τις σχηματίζει και τις λέει έτσι, ώστε να κολακεύει την αίσθηση της σημαντικότητας μου, και άρχισε να το πετυχαίνει αυτό. Ήδη έχω συνηθίσει το ότι είμαι «ma`am», ότι μπορώ να είμαι περιφρονητική, ακόμα και αυταρχική, μα είναι αλήθεια τόσο εύκολο να με καλοπιάσεις με αυτές τις φθηνές κουβεντούλες και γαλίφικο τόνο της φωνής? Αφού είναι προφανές, πως πρόκειται για υποκρισία, και πάλι άρχισα να παρατηρώ, ότι ήδη παίζω σοβαρά αυτό το παιχνίδι .

    – Σάφι, ρώτησε τους – θα πληρώσω, αν χρειάζεται…

    – Ma`am, τους έχετε κάνει ήδη ένα δώρο, θα το θυμούνται σε όλη τους τη ζωή.

    Αναμφισβήτητα, οι γυναίκες αυτές μου έκαναν πολύ πιο ευχάριστη εντύπωση, απ` ότι οι εύπορες Ινδές. Ακόμα και οι ηλικιωμένες είναι ωραίες – λιγνά, μαζεμένα σώματα, σοβαρά πρόσωπα, ωστόσο, χωρίς σημάδι της έγνοιας, όχι νωθρά, δεν έχουν ούτε την θλίψη, ούτε την επάρκεια, και με τίποτα δεν δείχνουν ηλίθιες. Σε όλη την όψη τους υπάρχει μια ιδιαίτερη ομορφιά. Θυμήθηκα τις δικές μας αγρότισσες – μια ζωή με το βρισίδι στο στόμα, αιώνια δυσαρεστημένες, δήθεν πολυάσχολες γεροδεμένες νταρντάνες, στα πρόσωπα των οποίων άφησαν το ανεξίτηλο σημάδι οι ατέλειωτες έγνοιες και εκνευρισμός. Και το σαμογόν [τσίπουρο], βεβαίως. Οι σκέψεις για τις δικές μας γυναίκες προκάλεσαν θολή ανησυχία, αϊ στο καλό τους…

    Τους φωνάζω πιο κοντά, πατάω στην μηχανή το κουμπί «Play», δείχνω στην οθόνη τις φωτογραφίες. Εκείνες μυρίζουν φωτιά, κάψα και παλιά ρούχα. Θεέ μου, πόση χαρά, λαμπερά λευκά χαμογελά, γέλια! Σπρώχνονται αστειευόμενες, μαζεύονται, ξεκαρδίζονται στα γέλια, κρύβουν τα πρόσωπα τους – ντρέπονται. Δεν περίμενα τόση ζωηράδα, νόμιζα, πως είναι κουρασμένες… και για μένα η κούραση σχετίζεται απόλυτα με την κακία, σκοτεινότητα, ενώ για αυτές δεν είναι έτσι…

    Άλλη μια ώρα ευχάριστων, αλλά μονότονων εικόνων, και ο δρόμος γίνεται σερπαντίνα. Πευκοδάση σκαρφαλώνουν πάνω στο έντονα-πράσινο βελουδένιο χαλί του αγριόχορτων. Λατρεύω τα πεύκα! Η μυρωδιά της ρετσίνας, η γεύση των βελόνων, τα πλούσια κλαδιά…καμιά φορά βλέπω σχεδόν, πως αναδύεται από αυτά η χρυσαφένια λάμψη, αναμειγνύεται με το πυκνό άρωμα και παρασέρνει τις αισθήσεις κάπου πολύ μακριά – στις ξεχασμένες εδώ και πολύ καιρό παιδικές αναμνήσεις, στις γωνίες της μνήμης, ή κάπου, που ακόμα πρόκειται να φτάσω.

    Επιτέλους ερχόμαστε σε μια μικρή στρογγυλή πλατεία με θέα στο γήπεδο του γκολφ, στους λόφους, που μοιάζουν με γιγαντιαία πράσινα κύματα, τα οποία περνάνε στα χαμηλά βραχώδη όρη. Αυτή είναι η τελική στάση για τα αυτοκίνητα, και όλως περιέργως, υπάρχουν αρκετά εδώ, παρά το ότι οι τουρίστες δεν φαίνονται πουθενά. Έχει δροσιά χωρίς ήλιο, πάω να πάρω ένα τσάι σε κάποιο από τα ανοιχτά καφέ, δίπλα από τα οποία στέκεται το μακρύ ξύλινο τραπέζι με αλλοπρόσαλλες καρέκλες…Δεν το πιστεύω, είναι ξένος? Αν κρίνω από τα σημάδια, μοιάζει με ξένο. Όσο περπατούσα, πρόλαβα να τον φανταστώ σαν ελκυστικό άντρα. Από τα πρώτα παιδικά μου χρόνια συνέχεια ήθελα να ερωτεύομαι, και ερωτευόμουν οποίους να` ναι όλη την ώρα. Καμιά φορά μου άρεσαν τέτοιοι κάφροι, ντρέπομαι και να θυμηθώ :)

    Όταν έφτασα πολύ κοντά, αυτός πρέπει να ένοιωσε την παρουσία μου και γύρισε. Μηχανικό χαμόγελο, κοινότοπος χαιρετισμός, άδειο βλέμμα, καλόκαρδα-αδιάφορη έκφραση του προσώπου – ένας συνηθισμένος ξένος, με τον οποίο ίσα που μπορείς να συζητήσεις για τις εκδρομές και τιμές. Και όμως, τον χαιρετάω και κάθομαι δίπλα… Γιατί???

    – Από που είσαι? – το ρομπότ με την αντρική φωνή έφτυσε την πρώτη φράση στη σειρά.

    Μα γιατί πάλι «από που είσαι», «που πας», «πόσο καιρό είσαι στην Ινδία»… από πλαστελίνη είναι όλοι τους? Γιατί να μην ρωτήσεις «Τι αναζητάς στα ταξίδια σου;», ή «πες μου – γιατί αυτά τα βουνά φέρνουν μια τέτοια αίσθηση, όταν ξυπνάς τα μεσάνυχτα – και δεν ξέρεις – ή να σηκωθείς να πας μια βόλτα, ή να ξαναπέσεις για ύπνο;», ή το άλλο… Οτιδήποτε μπορείς να ρωτήσεις ή να πεις, αν η ψυχή σου δεν είναι από χαρτόνι, αν τουλάχιστον λίγη ζωή λάμπει κάπου στο βάθος, αλλά, απ` ότι φαίνεται, όλοι αυτοί είναι από χαρτόνι…

    – Από τη Ρωσία, – απαντώ νωθρά, ωστόσο, χαμογελώ με το ζόρι.

    (Τώρα θα πει – «Ο! Ρωσία!!»)

    – Ο! Ρωσία! Δεν είχα πάει ποτέ στη Ρωσία. Νόμιζα, ότι όλες οι κοπέλες εκεί είναι ψηλές και γεροδεμένες, αλλά εσύ μοιάζεις πιο πολύ με Γαλλίδα. Είμαι από την Αγγλία. Είχες πάει ποτέ στην Αγγλία?

    – Όχι, δεν με τράβηξε και πολύ. Τώρα ειδικά… – θα με καταλάβει, όχι? Όχι, δεν κατάλαβε. Τώρα θα πει – «ναι, εδώ είναι τα πάντα τελείως διαφορετικά», λες και δεν καταλαβαίνει, ότι μόνο ο ηλίθιος δεν θα έβλεπε, ότι εδώ είναι τα πάντα διαφορετικά…

    – Ο, ναι! Εδώ τα πάντα είναι τελείως διαφορετικά.

    Γενικά αυτό είναι το στιλ της συζήτησης των χαρτονένιων ανθρώπων – ανταλλάζουν κουβέντες, στις οποίες έχει βαλθεί η στάμπα «κοινώς αποδεκτό» και «ταιριάζει για την συντήρηση της συζήτησης με τις θείτσες και τους θειούληδες από την παλιά καλή Ευρώπη». Ταυτόχρονα καλό είναι να μην τους κοιτάς στα μάτια – δεν εκφράζουν απολύτως τίποτα τέτοιες στιγμές, δηλαδή τίποτα παντελώς, δεν είναι και τα πιο ευχάριστα μάτια, ας το πω μαλακά. Εάν θέλεις να νιώσεις κάποια ζωηράδα στον Ευρωπαίο, που ταξιδεύει στην Ινδία – δείξε του το ζουμερό λουκάνικο ή κάποιο μπιχλιμπίδι, τότε τα ματάκια του θα αρχίσουν να κουνιούνται και θα φανεί κάποιο φωτάκι, το οποίο θα μπορούσες να το περάσεις για ενδιαφέρον προς τη ζωή.

    – Οι άνθρωποι έρχονται εδώ για να αναζητήσουν κάτι, ενώ στην Ευρώπη δουλεύουν – γέλασε με κάτι άγνωστο.

    – Δεν δουλεύω πια.

    – Που?

    Ωραία κουβέντα… τον κοιτάω στα μάτια αμίλητη, αλλά τίποτε δεν άλλαξε σε αυτά – απλώς η βελόνα πέρασε στην επόμενη γραμμή, μιας και η πρώτη δεν έπαιξε σωστά. Ποια είναι η επόμενη ερώτηση?

    – Σου αρέσει το Τζαμμού και Κασμίρ?

    – Όχι, παραείναι τεταμένη η ατμόσφαιρα εδώ – μάλλον, όλοι φοβούνται, ότι μπορεί να ξεκινήσει πόλεμος την οποιαδήποτε στιγμή.

    (Παρακαλώ, μην αρχίσεις την διήγηση, πως ήταν εδώ δέκα χρόνια πριν…)

    – Ναι, δέκα χρόνια πριν τα πάντα ήταν τελείως διαφορετικά εδώ. Στο Ντάλα-Λεικ δεν θα έβρισκες μέρος να μείνεις – τόσο πολλοί ήταν οι τουρίστες. Και όλοι έρχονταν για μερικούς μήνες, και όχι για τρεις μέρες, όπως τώρα. Δεν θέλαμε να γυρίσουμε σπίτι, εδώ ήταν το σπίτι μας, ο παράδεισος επί της γης για εκείνους, που δεν ήθελαν να καθίσουν στο γραφείο, να κάνουν καριέρα, να φοράνε κουστούμι. Ήταν το πιο ρομαντικό μέρος στον κόσμο, όπου μπορούσες να είσαι ο εαυτός σου. Κάναμε στα νησιά τρελά πάρτι, εδώ φτάνανε οι καλύτεροι ντιντζεηδες από παντού… – το λέει, λες και όλα τα καλύτερα έμειναν στο παρελθόν, και μόνο οι αναμνήσεις υπάρχουν τώρα, ενώ αυτός ζει αληθινά μόνο, όταν θυμάται εκείνες τις μέρες. Και πάλι μύρισε τάφο. Τέλος, δεν μπορώ άλλο, πώς να αποχαιρετίσω γρήγορα αυτόν τον άνθρωπο χωρίς παρόν? …Κάτι άγγιξε την πλάτη μου, και η αίσθηση αυτή προκάλεσε αδύναμο απόηχο στο κορμί. Γυρίζω πίσω, και βλέπω, ότι ένας άντρας μας πλησιάζει, με κοιτάει… μου αρέσει, όταν κοιτάνε έτσι… σαν να μην αμφιβάλει για το ότι θα μπορέσει να με ελκύσει… και όχι επειδή είναι αλαζόνας.

    – Ο, ορίστε ο Ντένι! Ντένι, είναι η Μάγια, είναι από τη Ρωσία, το φαντάζεσαι?

    – Για σου, Μάγια, – ο Ντένι έκατσε απέναντι, και μπόρεσα να τον δω καλύτερα.

    Μάλλον, γύρο στα τριάντα. Ευχάριστο πρόσωπο – δεν μοιάζει καθόλου με αυτά, που θεωρούνται όμορφα, αλλά έχει κάτι το πολύ ελκυστικό για μένα. Λίγο πιο φαρδιά από το συνηθισμένο ζυγωματικά, κάπως παράξενη μύτη (πιθανών, συνέπεια του τραυματισμού), ήρεμα, αλλά όχι αδιάφορα μάτια, στα οποία θέλεις τόσο πολύ να πιάσεις τις σπίθες της εξυπνάδας και σοβαρότητας, χείλη, που θα είναι πολύ ωραία να φιλήσεις… Μου αρέσει ιδιαίτερα, ότι δεν κρατάει συνέχεια αυτό το γλυκανάλατο ψεύτικο χαμόγελο, όπως το κάνουν οι περισσότεροι ξένοι την ώρα της συζήτησης, ακόμα και όταν περπατάνε απλώς σιωπηλοί. Θεωρείται, ότι αυτό το χαμόγελο δηλώνει, πως τα πάντα πάνε καλά, ότι είναι ευχαριστημένοι από την ζωή τους, μακάρι να είχαμε όλοι τέτοια χαμόγελα και μια τέτοια ζωή. Θεός φυλάξει! Δεν βλέπω τίποτα το ευχάριστο σε αυτή την παγωμένη γκριμάτσα – η πιο κοινότυπη κακή συνήθεια, την οποία άρχισα να παρατηρώ και στον εαυτό μου μετά από τόσο λίγο καιρό της συναναστροφής με τους ξένους. Η διάθεση είναι νεκρή και γκρίζα σε αυτές τις στιγμές, και η αίσθηση στο πρόσωπο – κουραστική και ψεύτικη, για αυτό αποφάσισα να ελέγχω προσεκτικά τον εαυτό μου και να χαμογελώ μόνο, όταν το θέλω πραγματικά (και αυτό δεν γίνεται και τόσο συχνά), ενώ τον υπόλοιπο καιρό να αφήσω το πρόσωπο μου ήρεμο και όχι σε ένταση.

    – Έχεις έρθει πολύ καιρό στην Ινδία? – και η φωνή του μου αρέσει πολύ.

    – Σήμερα είναι η πέμπτη μέρα.

    – Πέμπτη μέρα? Μπορώ να φανταστώ, πως αισθάνεσαι – σαν να είσαι στην κόλαση, ε;

    – Όχι, όχι πια. Εδώ έχει λίγο-πολύ ησυχία, ειδικά αν συγκρίνεις με το Δελχί, εάν και δεν με αφήνει η αίσθηση, ότι με κοροϊδεύουν συνέχεια.

    – Το πιο πιθανόν απ` όλα, έτσι και είναι… Πόσο πληρώνεις για το δωμάτιο; Μένεις στο πλωτό σπίτι στο Νταλ-Λεικ, έτσι δεν είναι;

    – Ναι. Είκοσι δολάρια την ημέρα, μαζί με το πρωινό.

    Και οι δυο γέλασαν.

    – Δίκλινο δωμάτιο εδώ αξίζει τρία-τέσσερα δολάρια, και το φαγητό για έναν όλη την ημέρα – πέντε, έξι το πολύ.

    Ακούει ο Σάφι την κουβέντα μας?.. Στέκεται αρκετά κοντά, το πρόσωπο του είναι καχύποπτο, θα μπορούσα να πω – δυσαρεστημένο. Σίγουρα αυτός ο πονηρός ανησυχεί, ότι θα μιλήσουμε για τις τιμές, τι άλλο θα μπορούσε να τον τρομάξει?

    – Μα τι λέτε? Σοβαρά? – η απογοήτευση μου κάλυψε την έκπληξη. Τι διάολο! – πλήρωσα ήδη στο Δελχί για τρεις μέρες διαμονής εδώ.

    – Αυτό είναι ένα συνηθισμένο κόλπο – έρχεσαι στο τουριστικό γραφείο, και αυτοί σου φορτώνουν τα αζήτητα απομεινάρια…Σίγουρα θα τους έχεις πει, πως ήρθες για πρώτη φορά στην Ινδία.

    – Ναι..

    – Με αυτή την ειλικρίνεια μπορείς να υπογράψεις την καταδίκη σου:) Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να το λες αυτό – το λιγότερο θα χάσεις τα λεφτά σου, όπως και σου συνέβη.

    – Με τρόμαζαν με διάφορες φρικτές ιστορίες, ότι λίγες μέρες πριν δυο κοπέλες από τη Ρωσία βρέθηκαν νεκρές, κομμένες στα κομμάτια στο δωμάτιο του ξενοδοχείου…

    – Μα φυσικά…και για αυτό σου πρότειναν το ΔΙΚΌ ΤΟΥΣ ξενοδοχείο, ναι?

    – Ε, ναι.

    – Είναι μάστορες σε τέτοια κόλπα…

    – Μιας και το λέμε, πόσο αξίζει μια βόλτα στη λίμνη με τη σικάρα?

    – Το πολύ διακόσιες ρουπίες. Τέσσερα δολάρια.

    – !… Κατάλαβα …

    – Έχεις τον οδηγό “Lonely Planet”?

    – Όχι, τι είναι αυτό?

    Ο Ντένι έπιασε από το σακίδιο του ένα χοντρό βιβλίο με χρωματιστό περίβλημα και μου το έδωσε. (Με την άκρη του ματιού μου είδα, ότι το πρόσωπο του Σάφι γίνεται λίγο γκρίζο.)

    – Τουριστικός οδηγός. Το πιο χρήσιμο πράγμα. Εδώ είναι όλες οι πληροφορίες για την Ινδία – τιμές, ξενοδοχεία, εκδρομές. Τα πάντα περιγράφονται λεπτομερώς, με χάρτες, δρομολόγια, συμβουλές, αδύνατον να χαθείς με αυτό.

    – Που μπορώ να το αγοράσω?

    – Σε οποιαδήποτε βιβλιοπωλείο! Αν μην τι άλλο, μα τα βιβλιοπωλεία στην Ινδία θα τα χαρείς… εάν φυσικά, σε ενδιαφέρουν τα βιβλία για τον εσωτερισμό.

    Να πάρει, βεβαίως και με ενδιαφέρει η εσωτερική λογοτεχνία! Τον τελευταίο καιρό είναι το μόνο που διαβάζω, παρόλο που καμία φορά ξεφυλλίζω με χαρά τον Γκέσσε ή Κάφκα…Απ` ότι φαίνεται, ο Ντένι και ο Βρετανός βρίσκονται εδώ μαζί από σύμπτωση, και ουσιαστικά δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Κυματίζουν οι ερωτικές φαντασιώσεις, τυλίγονται, παίζουν σαν δελφίνια – μια πηδάνε μαζί στην επιφάνεια, μια βουτάνε στο βάθος. (Και εσύ σκέφτεσαι το ίδιο, έτσι δεν είναι? Ήδη έχεις σκεφτεί αρκετές φορές, πώς είναι το δέρμα μου, όταν το αγγίξεις, αν είναι ωραία τα στηθάκια μου, πόσο σφικτός είναι ο πισινός…) Το κεφάλι μου γυρίζει ελαφρά, και μου αρέσει αυτή η αίσθηση, είναι τελείως αυτόνομη, – ακόμα και αν δεν θα υπάρξει η συνέχεια, δεν θα έρθει η απογοήτευση, αφού δεν περιμένω τίποτα, το απολαμβάνω εδώ και τώρα.

    – Στα βουνά εδώ μπορείς να πάρεις άλογο, – απευθύνεται μόνο σε μένα ο Ντένι!

    Και αμέσως εμφανίζεται η αμηχανία για τον Άγγλο, παρότι δεν μου είναι συμπαθής και αδιαφορώ για εκείνον – λόγο του ότι εμείς (ορίστε και το «εμείς» φάνηκε ήδη :)) σκοπεύουμε να τον «παρατήσουμε». Δεν ξέρω, αν το κατάλαβε, η όντως αναζητούσε κάτι άλλο (δεν θέλω να το αναλύσω αυτό, θέλω να τον ξεφορτωθώ γρήγορα), μα όπως και να έχει με τη φράση «Ο! Αυτό δεν είναι για μένα» εκείνος εξαφανίστηκε για πάντα από τα μάτια μου. Η ατμόσφαιρα έγινε πιο πυκνή, ο ουρανός φάνηκε πιο μαλακός και λαμπερός, εμείς με τον Ντένι παρατηρούσαμε ο ένας τον άλλον σιωπηλά, ενώ το Κασμίρ μετατράπηκε απλώς σε ένα παρασκήνιο για τον άπιαστο χορό των βλεμμάτων.

    – Ντένι… – εγώ πνίγηκα και άρχισα να βήχω, να που στέγνωσε και ο λαιμός μου…, – Ντένι, θα χρειαστούμε τον ξεναγό? – εννοείται, πως με τίποτα δεν θέλω να είναι μαζί μας ο Σάφι, αλλά αν χαθούμε…

    – Όχι, δεν χρειάζεται ξεναγός. Στα τουριστικά μέρη στην Ινδία γενικώς σπάνια χρειάζεται οδηγός, εκτός, φυσικά, εάν θέλεις να πας στα βουνά για λίγες μέρες, μα και έτσι – οι περισσότερες εκδρομές στα βουνά είναι τόσο καλά περπατημένες, ότι είναι απίθανο να χαθείς. Οι Ινδοί, βεβαίως, σκουραίνουν τα χρώματα, λέγοντας, ότι ο οδηγός είναι απαραίτητος ακόμα και για να πας στην τουαλέτα. Και στο δρόμο σαν από σύμπτωση θα σε πάνε στο μαγαζί του θείου η του αδερφού τους. Μην τους εμπιστεύεσαι τυφλά – καμιά φορά είναι πολύ πονηροί, όμως, στις περισσότερες φορές – ακίνδυνοι.

    – Πολύ ωραία λοιπών:) Πάμε, θα πω στον οδηγό μου να με περιμένει εδώ.

    Ο Σάφι προσποιείται το χαμόγελο, πίσω από το οποίο προβάλλει ολοφάνερα και η δυσαρέσκεια, και η ανησυχία. Οπότε, κατάλαβε, πως έχασε, ότι δεν έχει πια την εμπιστοσύνη μου, και το πιο τρομακτικό – δεν τον έχουν πια ανάγκη. Με ζορισμένη φωνή άπαντα, ότι θα με περιμένει μόνο για τρεις ώρες.

    – Για ποιο λόγο τις βάζεις δικούς σου όρους? – Ο Ντένι κοιτάει αυστηρά, αλλά όχι άγρια, και αυτό αμέσως προκαλεί κυματισμό της συμπάθειας μέσα μου. – Δεν σε είχε πληρώσει για όλη την ημέρα?

    – Ναι, αλλά…

    – Δεν μπορεί να υπάρξει κανένα «αλλά» εδώ. Μάγια, πόσο τον πλήρωσες?

    Τα έχω χάσει, – δεν θέλω να μπω σε αντιπαράθεση… Να πω στον Ντένι, ότι ο Σάφι δεν είναι απλός περαστικός, και ότι δεν θέλω να βλέπω το δυσαρεστημένο πρόσωπο του για δυο μέρες ακόμα? Όμως, δεν υπάρχει χρόνος να τα σκεφτώ όλα… Ας γίνει ο, τι γίνει!

    – Πενήντα δολάρια.

    Το πρόσωπο του Σάφι μαύρισε – μάταια προσπαθεί να κάνει τον ήρεμο. Άρχισε να μοιάζει με το σχολιαρόπαιδο, που μισεί τον δάσκαλο, ωστόσο καταλαβαίνει, ότι σε αυτή την κατάσταση με τίποτα δεν μπορεί να δείξει την κακία του. Μάλλον, θα έσφιξε και τα δόντια του…

    – Πενήντα δολάρια?? Αμάξι με οδηγό για ολόκληρη την ημέρα αξίζει δέκα πέντε δολάρια, και εσύ θεωρείς, ότι η δική σου δουλειά κοστίζει τριάντα πέντε? Και για τριάντα πέντε δολάρια δεν συμφωνείς να καθίσεις εδώ, πίνοντας τσάι για όσο χρειαστεί?

    Σωπαίνει, χαμηλώνοντας το βλέμμα του, εγώ νιώθω αμηχανία, συμπάθεια και κάποια νέα για μένα χαρά ταυτόχρονα. Κοιτάζω τον Ντένι – είναι ήρεμος και σίγουρος για τον εαυτό του. Άκρως σπάνιες ήταν στη ζωή μου οι περιπτώσεις, όταν έβαζα τους ανθρώπους σε μια τέτοια άβολη για εκείνους κατάσταση, και όχι επειδή τους συμπαθούσα πάντοτε, αλλά επειδή ήταν τρομακτικό να περνάω ορισμένα όρια, παρόλο που, φυσικά, έβρισκα δικαιολογίες για τον εαυτό μου με τον έναν η τον άλλο τρόπο. Και τώρα ένοιωσα ξαφνικά, ότι μου αρέσει αυτή η κατάσταση, ότι σε αυτήν ακούγεται ο παλμός της ζωής, και η δική μου αφύσικη αμηχανία – είναι τα τσόφλια, τα οποία θέλεις να πετάξεις, σαν κάτι τελείως ξενικό.

    Έτσι και δεν ακούσαμε την απάντηση του Σάφι, και ο Ντένι του είπε, πως θα γυρίσουμε μετά από πέντε-έξι ώρες.

    Στενός δρόμος με άσφαλτο οδηγεί στα βουνά, είναι ακόμα βρεγμένος από την χτεσινή βροχή. Ο ουρανός είναι τυλιγμένος με πυκνή ομίχλη, αλλά ήδη είναι αισθητός ο ερχομός του ήλιου – ανά πάσα στιγμή θα διαπεράσει το πέπλο. Στα τεράστια χωράφια του γκολφ αραιά και που φαίνονται οι σιλουέτες με τα μπαστούνια. Το δάσος με τα πεύκα, που σκαρφαλώνει στις πλαγιές, γεμάτες πέτρες – αδύνατον να τον περπατήσεις, μπορείς μόνο να τον χαζεύεις… Ακόμα και εδώ, μακριά από την βρόμικη πόλη και τους στρατιώτες με όπλα, πάνω στο κάθε κλαδί κρέμεται η ένταση… 220:) – έχεις την αίσθηση, πως μόλις το αγγίξεις, θα σε τινάξει το ρεύμα.

    – Ντένι, σου αρέσει εδώ?

    – Έχω μια διπλή αίσθηση. Εάν κατεδαφίσεις τα πάντα, που έχουν χτίσει οι άνθρωποι, μάλλον, θα είναι ωραία εδώ. Έτσι όμως… όχι, είναι κάπως ανήσυχα.

    – Και εγώ έτσι νιώθω, μα με τίποτα δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί… Αφού εδώ στα βουνά τα πράγματα θα έπρεπε να ήταν αλλιώς, απ` ότι στην πόλη… Μήπως φταίω εγώ, που δεν μπορώ να χαλαρώσω, να πετάξω το βάρος από τις εντυπώσεις?

    – Νομίζεις, ότι η διάθεση των ανθρώπων δεν επηρεάζει το γενικό πνεύμα αυτού του μέρους?

    – Δεν ξέρω… και πως θα μπορούσα να το μάθω? Πως μπορεί να μετρηθεί κάτι τέτοιο?

    – Μέσα από τις αισθήσεις σου, φυσικά, δεν υπάρχει άλλος τρόπος.

    – Εννοείται… Μάλλον, ναι, φυσικά:) Γενικώς, είναι δυνατόν να καταλάβουμε – τι είναι ο κόσμος χωρίς τις αισθήσεις μας? Αφού ο, τι και να καταλάβω, και πάλι αυτό θα είναι οι ΔΙΚΕΣ μου αισθήσεις, ΔΙΚΕΣ ΜΟΥ αντιλήψεις. Σκέφτομαι συχνά για αυτό. Αλλά βλέπω και κάτι άλλο ακόμα – οι αντιλήψεις μου δεν είναι το κάτι ακλόνητο. Σήμερα μπορεί να είναι το ένα, αύριο – άλλο, παρόλο που η κατάσταση είναι ίδια και απαράλλακτη. Για παράδειγμα, αυτά τα μέρη. Δεν είμαι καθόλου σίγουρη, πως αύριο θα τα δω ίδια, όπως είναι σήμερα, άρα αυτό σημαίνει, ότι δεν έχω τις αφορμές να θεωρήσω, ότι όντως τα πάντα εδώ έχουν εμποτιστεί με ένταση, αφού αυτές είναι οι λεπτομέρειες της δικής μου και μόνο στιγμιαίας κοσμοαντίληψης. Και όμως…. και εσύ λες, ότι το ίδιο αισθάνεσαι, αλλά και αυτοί οι συλλογισμοί σαν να γλιστράνε στην επιφάνεια, χωρίς να αγγίξουν την ουσία, αναρωτιέμαι, αν γενικώς μπορούν οι σκέψεις ποτέ να την αγγίξουν? Τι είναι η «ουσία»? Σαν να την καταλαβαίνω, αλλά δεν μπορώ να την εκφράσω… η να την πιάσω… μπερδεμένα τα πράγματα:)

    – Παρόλα ταύτα σήμερα με αυτόν τον τρόπο το αντιλαμβάνεσαι αυτό το μέρος. Η κατάσταση σου, τα πρόσωπα των ανθρώπων, τα βουνά, ο αέρας, οι τόνοι των περαστικών, τα βλέμματα τους – μέσα σε όλα τα αυτά νιώθεις την ένταση, έτσι δεν είναι?

    – Ναι, έτσι. Αλλά από αυτό δεν βγαίνει, ότι η ένταση αυτή υπάρχει παρά την αντίληψη μου.

    Μπήκε σε βαθιές σκέψεις…στο πρόσωπο του δεν αντανακλάται καμία δυσαρέσκεια η απογοήτευση, και αυτό είναι ευχαριστώ, αληθινά ευχάριστο. Η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων, με τους οποίους έτυχε να μιλήσω για διάφορα θέματα, παρουσιάζει την τεράστια επιθετικότητα, όταν έστω και παραμικρός, σχεδόν αόρατος κίνδυνος απειλεί την εικόνα του κόσμου ή την άποψη τους, και όποτε αδυνατούν να εξηγήσουν κάτι, αρχίζουν να ανησυχούν ή να εκνευρίζονται. Όταν δεν υπάρχει σαφήνεια σε κάτι, συνήθως προσφεύγουν στην πιο βολική, άνετη εξήγηση. Οι άνθρωποι αρνούνται να αποχωριστούν καμία από τις πεποιθήσεις τους, ακόμα και εάν μιλάμε για μια τέτοια βλακεία, όπως τα προτερήματα του πλυσίματος στο χέρι σε σύγκριση με το πλυντήριο ρούχων. Θυμάμαι, ότι κάποτε για τρεις ώρες προσπαθούσα να υπερασπιστώ το πλυντήριο ως ένα μέσο να εξοικονομήσω χρόνο και να σώσω την πλάτη μου, την ώρα που οι συνομιλητές μου, ένα νεαρό ζευγάρι, μιλούσαν υπέρ του πλυσίματος στο χέρι ως μοναδικό πιθανό τρόπο να πετύχεις την αληθινή καθαριότητα και λάμψη. Μετά από τρεις ώρες είχαμε φτάσει στο τελειωτικό μίσος μεταξύ μας, χωρίς να βρούμε ούτε ένα σημείο, όπου θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε σε κάτι, και ύστερα από αυτή τη συζήτηση δεν είχαμε συναντηθεί ποτέ ξανά. Τι να πούμε για τα πιστεύω των ανθρώπων, στα οποία κρατιέται όλη η περίτεχνη κατασκευή των ζωτικών αρχών – για την οικογένεια, για τις σχέσεις ανάμεσα στους άντρες και γυναίκες, για το μεγάλωμα των παιδιών και τα λοιπά. Οι συνομιλητές μου πάντοτε εύρισκαν την ευκαιρία να αισθανθούν την μια η την άλλη μορφή της απόρριψης, εάν υπερασπιζόμουν την άποψη, η οποία διαφωνούσε με τις δικές τους συνηθισμένες πεποιθήσεις. Πάνω από αυτό – ειδικά στην περίπτωση, όποτε η ένσταση ήταν βάσιμη, εμφανιζόταν η πιο δυνατή μορφή της αντιπάθειας, έτσι κατάλαβα, πως πρακτικά οποιαδήποτε επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων δεν είναι παρά μια απλή σύγκρουση των σχημάτων, δεν είναι καν επικοινωνία ουσιαστικά. Οι άνθρωποι ως παράλληλες ευθείες – ποτέ δεν διασταυρώνονται στην επικοινωνία αυτή, παρόλο που νομίζουν, ότι έρχονται στην επαφή με τους άλλους.

    – Αυτή είναι μια γνωστή άποψη – ότι ο κόσμος δεν υπάρχει έξω από τους εαυτούς μας, αλλά δεν το έχω κατανοήσει ακόμα – είπε ο Ντένι μετά από λίγα λεπτά σιωπής. – Αφού είναι απολύτως ξεκάθαρο, ότι ο κόσμος δεν θα σταματήσει να υπάρχει, εάν δεν θα υπάρχω εγώ. Για παράδειγμα, μπορώ να πεθάνω αύριο, και ξέρω σίγουρα, ότι ο κόσμος θα μείνει, μιας και κάθε μέρα πεθαίνει κάποιος, και ο κόσμος είναι ακόμα εδώ. Οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν, μα ο κόσμος μένει. Θα εξαφανιστεί μόνο ο δικός μου κόσμος… ωστόσο και αυτό είναι ένα μεγάλο μυστήριο – πώς γίνεται αυτό? Μάλλον, είναι το πιο δύσκολο πράγμα, που θα μπορούσαμε να φανταστούμε – ότι Εγώ μπορώ να εξαφανιστώ, να πάψω να υπάρχω… είναι πέρα από την κατανόηση μου, απλώς δεν θέλω να το σκεφτώ, δεν ξέρω – πως να σκεφτώ για αυτό.

    – Μου είναι ευχάριστο να συζητάω μαζί σου, Ντένι. Ακόμα και εάν δεν φτάσουμε σε κανένα συμπέρασμα … και πάλι – είναι ωραία. Δεν ξέρω καν τι μου αρέσει τόσο πολύ – μάλλον, η ειλικρίνεια?

    – Παράξενο…

    – Τι συγκεκριμένα?

    – Το ότι μιλάς για την ειλικρίνεια, όπως μιλάνε για το ποιο σημαντικό… θα σου πω – γιατί, αλλά θέλω πρώτα να πω, ότι…

    Ο Ντένι σιώπησε και σταμάτησε, εγώ έκανα το ίδιο, και για κάμποσο καιρό απλώς στεκόμασταν εκεί και κοιτάζαμε ο ένας τον άλλον. Σιωπή, η οποία εγκαταστάθηκε μεταξύ μας για αυτά τα λίγα λεπτά, δεν ήταν καθόλου βαριά, δεν είχε ένταση, όπως γίνεται πάντα.

    – Αφού η ειλικρίνεια δεν είναι μόνο στα λόγια σου, Ντένι, αλλά και στην σιωπή σου. Καταλαβαίνεις, τι εννοώ?

    – Όχι, δεν καταλαβαίνω.

    Μικρός κυματισμός της απογοήτευσης.

    – Δεν καταλαβαίνεις?

    – Όχι… αλλά το αισθάνομαι! Αισθάνομαι πολύ καλά!:)

    Μας έπιασαν τα γέλια, και μικρά βουνίσια κοράκια κράτησαν τον ήχο, παίρνοντας τον στις κορυφές, στα λιβάδια.

    – Παίζεις μαζί μου:) – τον σπρώχνω με τον ώμο μου για πλάκα.

    – Βέβαια. Και σου αρέσει αυτό. Το ήξερα από την πρώτη στιγμή, όταν είδα τα μάτια σου.

    – Και εγώ…

    – Λοιπόν τι έχουμε για την ύπαρξη του κόσμου γύρο μας? Που είχαμε μείνει?

    – Στο ότι μου υποσχέθηκες να πεις κάτι για την ειλικρίνεια, το ξέχασες?

    – Ναι… εγώ προσπάθησα να προσδιορίσω – τι είναι το πιο σημαντικό για μένα, το πιο πολύτιμο, κάτι, που με τίποτα δεν μπορείς να χάσεις, να λησμονήσεις. Μυαλό – μπούρδες, συμφωνώ να ζήσω χωρίς να είμαι και πολύ έξυπνος. Ομορφιά? Όχι…Ειλικρίνεια. Ειλικρίνεια – αυτό είναι το πράγμα, το οποίο θα επέλεγα αναπόφευκτα. Χωρίς αυτήν είμαι πτώμα. Μου φαίνεται ακόμα, πως δεν υπάρχει καμία αυτού καθαυτού βλακεία, δεν υπάρχει η ασχήμια, δεν υπάρχει η ασυναισθησία – όλα αυτά είναι απλώς η συνέπεια της απώλειας του πιο σημαντικού – της ειλικρινείας με τον εαυτό σου.

    Τον τράβηξα από το χέρι.

    – Ντένι, μάλλον έτσι και το πάθος εξαρτάται από την ειλικρίνεια?

    – Παίζεις μαζί μου, ε?:)

    – Και αυτό σου αρέσει:) …Πάμε παραπέρα. Λοιπόν, δεν μπορώ να πω, ότι ο κόσμος δεν υπάρχει πέρα από τον εαυτό μας, λέω απλώς, ότι δεν ξέρω, εάν υπάρχει και κάτι άλλο εκτός από την αντίληψη μου η εκτός από εμένα, και δεν γνωρίζω καν τον τρόπο να το μάθω αυτό. Εάν υπάρχει η αντίληψη αυτών των βουνών – αυτό σημαίνει, ότι υπάρχει και κάποιο «εγώ», και υπάρχουν «αυτά» «εκτός από εμένα», και υπάρχει κάποια διαδικασία της «αντίληψης» ανάμεσα σε αυτά και τον «εαυτό μου»? Τι είναι τι «εκτός», τι είναι «από εμένα»? Το μόνο, που μπορώ να πω, είναι το ότι εκεί βρίσκεται ένα τέτοιο πράγμα, το οποίο εγώ ονομάζω «αντίληψη του βουνού», για αυτό η ίδια η ερώτηση για την ύπαρξη κάποιου αντικειμένου «εκτός από τον εαυτό μου» είναι λανθασμένη, άκυρη, διότι προέρχεται από το εκ των πρότερων αντίληψη ως γεγονός, πως υπάρχω «εγώ», υπάρχει το «εκτός» και ξεχωριστά από όλα τα αυτά υπάρχει η αντίληψη, και εμείς τυχαίνει να μην ξέρουμε τίποτα για αυτό…Δεν καταλαβαίνω, πως να τη φέρω πρακτικά στη ζωή μου, μιας και δεν μπορώ να αρχίσω να σκέφτομαι τώρα, ότι υπάρχει ορισμένα η «αντίληψη του βουνού», και όχι «εγώ», «αντιλαμβανόμενη» το «βουνό». Μήπως αυτό είναι τελικά η ανειλικρίνεια? Για λόγους της ευκολίας στην έκφραση να προσφύγεις στο εκ των πρότερων ψέμα? Και όμως… δεν είμαι και ειδική στην ψυχολογία, μπορώ να πω το εξής – υπάρχει η αντίληψη, και αυτό είναι ο, τι γνωρίζω, και απλώς δεν γνωρίζω, εάν υπάρχει κάτι άλλο εκτός από αυτό.

    Ο Ντένι έπιασε γρήγορα τη σκέψη μου.

    – Εντάξει, άρα εγώ μπορώ να πω μόνο, ότι σε αυτό το μέρος υπάρχει μια τέτοια αντίληψη, η οποία ονομάζεται «νιώθω τη ζέστη του ήλιου», ή «βλέπω τον ουρανό», ή «ακούω τη φωνή», ωστόσο δεν γνωρίζω – τι είναι ο ήλιος, ο ουρανός, η φωνή από μόνο τους. Φαίνεται σωστό, αλλά για να είμαι ειλικρινής, όλα τα αυτά δεν είναι κάτι άλλο από τις αφηρημένες σκέψεις, τις οποίες δεν καταλαβαίνω αληθινά.

    – Και εγώ:) Άρα τι έχουμε τώρα… εάν εσύ θα γυρίσεις την πλάτη σου, το βουνό θα μείνει εκεί, και μπορείς να το επαληθεύσεις, όταν θα γυρίσεις ξανά. Και αυτό σημαίνει, ότι αυτό υπάρχει, όταν εσύ δεν το αντιλαμβάνεσαι.

    Γελάσαμε και οι δυο, αισθανόμενοι, ότι αναπόφευκτα βουλιάζουμε στην ολισθηρή ασάφεια.

    – Όχι, αυτό σημαίνει, ότι τι στιγμή, όταν εγώ γυρίζω, δεν έχω την αντίληψη, ονομαζόμενη «βλέπω το βουνό», και όταν ξαναγυρίζω πίσω – αυτή εμφανίζεται και πάλι.

    – Μα αφού εσύ θυμάσαι, πως αυτό είναι πίσω σου, απλώς δεν το βλέπεις.

    – Εγώ μπορώ να σκεφτώ, πως εάν γυρίσω, θα έρθει η αντίληψη του βουνού, ενώ τώρα υπάρχει μόνο η αντίληψη της σκέψης για το βουνό ή της νοητικής μορφής του βουνού. Κάποτε είχα διαβάσει μια φράση, η οποία μου έμεινε για πολύ καιρό, – ο Ντένι ενθουσιάστηκε και επιτάχυνε το βήμα του, – η φράση έλεγε το εξής: «ποτέ δεν ξέρω, τι είναι πίσω μου, διότι συνέχεια κοιτάω μπροστά. Και ποιος ξέρει, ίσως τα πάντα, που βλέπω τώρα, παύουν να υπάρχουν, όταν εγώ στρέφω αλλού το βλέμμα μου».

    – Δεν μπορείς να ξέρεις τίποτα για αυτό, μπορείς μόνο να μιλήσεις για τα πράγματα, που αντιλαμβάνεσαι… τι να κάνουμε με αυτά, Ντένι?

    – Για την ώρα τίποτα , – σοβάρεψε αυτός, – αλλά για μένα δεν είναι απλώς οι αφηρημένες σκέψεις, προσπαθώ να πιάσω το σημάδι της σαφήνειας σε αυτό, και καμιά φορά το πετυχαίνω, σπάνια, όμως.

    Μάλλον, φτάσαμε σε αδιέξοδο. Ενδιαφέρον – μπορεί ο άνθρωπος να φωτίσει των εαυτό του, να φτάσει στην αλήθεια μόνος του, ή οπωσδήποτε πρέπει να υπάρχει κάποιος, που θα του εξηγήσει τα πάντα και θα του δείξει? Η πρώτη σκέψη μου αρέσει πιο πολύ, αλλά δεν μπορώ να την επαληθεύσω με το παράδειγμα τον εαυτό μου.

    – Ξέρεις, η κουβέντα μαζί σου με ενδιαφέρει πραγματικά. Αυτό με εκπλήσσει συνέχεια :) Έχεις σκεφτεί και διαβάσει πολύ, έτσι δεν είναι?

    – Ναι, διάβασα πολλά βιβλία… και ύστερα σκεφτόμουν για αυτά, που διάβασα, και πάλι σκεφτόμουν, και μετά σταμάτησα να διαβάζω, διότι αυτό δεν άλλαζε τίποτα στη ζωή μου. Η λογοτεχνία δεν μου έδινε τίποτα, εκτός από τα συναισθήματα, σπάνια πετύχαινα κάτι πραγματικά σημαντικό… μπορώ να σου πω μερικά ονόματα, αλλά δεν νομίζω να σου πουν κάτι, είναι οι Ρώσοι συγγραφείς – ο Μπούνιν, Ναμπόκοφ, Γκασδάνοφ…

    – Έχω ακούσει για τον Μπούνιν και τον Ναμπόκοφ!

    – ? Συνήθως γνωρίζουν μόνο τον Ντοστογιέφσκι, δεν ξέρω, τι τραβάει τους ανθρώπους στα βιβλία του, σκέτη μαυρίλα… Λοιπόν, τότε άρχισα να διαβάζω τα βιβλία για την ψυχολογία, θρησκεία, για διάφορες πρακτικές, αλλά και πάλι δεν βρήκα ούτε ένα, ύστερα από το οποίο να μην εμφανίζεται η αίσθηση της θολούρας και απάτης – γενική ασάφεια σε όλα – και στους όρους, και στους τρόπους της επίτευξης των περιβόητων φωτισμένων καταστάσεων… Και όμως – διάβασα πέντε φορές τους έντεκα τόμους του Καστανέδα και θα το κάνω ξανά, αλλά αυτό μοιάζει με κολύμπι στα ζεστά νερά – πας πάνω- κάτω, διότι δεν υπάρχει ούτε και εκεί η απάντηση στην ερώτηση «τι να κάνεις ακριβώς». Όσο για την φιλοσοφία… όλοι αυτοί οι Γκέγκελ, Καντ – απόλυτη βλακεία, δεν έχω καν λόγια να πω. Σκουπίδια. Έχεις διαβάσει?

    – Διάβασα, βέβαια:) Ο Σοπενχάουερ, Νίτσε, Καντ, Σαρτρ… Για κάμποσο καιρό η φιλοσοφία ήταν το πάθος μου… καλλιτεχνική λογοτεχνία με είχε εμπνεύσει επίσης – τον τελευταίο καιρό – ο Κορτασάρ, Λιόσα…

    – Αυτό είχε αλλάξει τη ζωή σου?

    – Ναι.

    – ?? Ναι?

    – Ναι.

    – Και πως?

    – Σταμάτησα να πιστεύω, πως η φιλοσοφία ξέρει κάτι, και η ψυχολογία κάτι μπορεί – αυτό με έκανε να συνέλθω.

    – Α, ναι … Και εγώ το ίδιο λέω:) Σκάλιζα σε αυτόν τον βαλτό περίπου γα τρία χρόνια, ωσότου δεν κατάλαβα τελικά, ότι τα πάντα είναι ένα παιχνίδι με φαντάσματα, αφηρημένες έννοιες, και δεν ξέρεις, πως να τις σχετίσεις με τη ζωή σου. Δοκίμασα και έτσι, και αλλιώς – καταλαβαίνεις μάλλον, πως γίνεται αυτό:) – όχι, δεν κολλάει καθόλου… Και έτσι τώρα δεν διαβάζω πια – δεν υπάρχει τίποτα. Ίσως, θα γράψω κάτι η ίδια, εφόσον, φυσικά, θα βρω αυτό, για το οποίο θα ήθελα να γράψω:)

    – Ενδιαφέρουσα ιδέα:) Όμως θέλεις να κάνεις κάτι αληθινό, ώστε να μην έχει ούτε ίχνος από εκείνη την υποσχόμενη πολλά πολυσημαντικότητα, από την οποία είναι φτιαγμένη ολόκληρη η λογοτεχνία. Όλη την ώρα περιμένεις, ότι τώρα, ανά πάσα στιγμή θα συμβεί η πρόοδος σε κάποια νέα κατανόηση, στην ανακάλυψη, μάταια, όμως – δεν ανακαλύπτεται ΤΙΠΟΤΑ το συγκεκριμένο στο τέλος…Η καλλιτεχνική μορφή χρησιμοποιείται από τους συγγραφείς όχι ως καμβάς, αλλά ως παραβάν, πίσω από το οποίο κρύβουν την απόλυτη άγνοια για το νόημα της ζωής τους, και το πιο φοβερό – όλα αυτά τα περίπλοκα γυρίσματα της πλοκής δημιουργούνται ανάμεσα σε πολλά άλλα για να καλυφθεί το ίδιο το γεγονός αυτής της άγνοιας. Απλώς άλλο ένα κραυγαλέο ψέμα. Όταν για πρώτη φορά μάζεψα το θάρρος να πω στον εαυτό μου, ότι θεωρώ ψεύτες όλη αυτή την «αφρόκρεμα» της ανθρώπινης κουλτούρας… κάποια στιγμή μου φάνηκε ακόμα, ότι οι άνθρωποι είναι αδιέξοδος σε αυτόν τον κλάδο της εξέλιξης.

    – Έτσι δεν απέχεις και πολύ από την μισανθρωπία.

    – Αυτό είναι κοντά στην αλήθεια. Ωστόσο, ταυτόχρονα με την πλήρη απογοήτευση στους ανθρώπους και τη δική τους κουλτούρα έμεινε μέσα μου η πολύ δυνατή επιθυμία να βρω τέτοιους ανθρώπους και τέτοια τέχνη, για τους οποίους θα ένοιωθα την αληθινή συμπάθεια, για αυτό και δεν έγινα μισάνθρωπος τελικά.

    – Ξέρεις, είχα συναντήσει τους σύγχρονους φιλόσοφους και τους «σοφούς». Είχε ενδιαφέρον να δω – πως ζουν αυτοί οι άνθρωποι, αυτή μάλλον θα είναι μια ιδιαίτερη ζωή, η ζωή του σκεπτόμενου… όχι, τα πάντα είναι ίδια – πατάτες στη κουζίνα, γυναίκα με τα ρόλει στο κεφάλι, χωλότητα, θλίψη, ματαιοδοξία, επιθετικότητα, φθόνος…

    – Η σύζυγος με τα ρόλει – είναι φρικτό:)

    Το σώμα μου αποκρίθηκε στο γέλιο του με γλυκό κύμα, που πέρασε από κάτω μέχρι πάνω. Ο δρόμος άρχισε να ανεβαίνει, και σε λίγο είχαμε φτάσει στο τελεφερίκ.

    Είχα πολύ καιρό να πάω στα βουνά! Το Έλμπρους… Ύστερα από εκείνη την ανάβαση νόμιζα, ότι δεν θα πλησιάσω ούτε το λοφίσκο ξανά, δεν θα τολμήσω να πάω εκεί ούτε για πεζοπορία. Το αλύπητο στοιχείο, που ρούφηξε την ησυχία από τα όνειρα μου για μερικούς μίνες…

    – Με άλογο ή τελεφερίκ?

    Περίεργο, γιατί έχουν δυο ταμεία για τα εισιτήρια? Δεν πιστεύω στα μάτια μου, – το ένα είναι για τους γυναίκες, το άλλο – για τους άντρες! Συμβαίνει ακόμα κάτι τέτοιο?

    – Αυτό είναι το συνηθισμένο φαινόμενο για την Ινδία, – γέλασε ο Ντένι, – ειδικά για το μουσουλμανικό κρατίδιο. Και στα ντόπια λεωφορεία , – από την μια μεριά – τα καθίσματα για τους άνδρες, από την άλλη – για τις γυναίκες.

    Ο διάδρομος για τα ταμεία είναι διαχωρισμένος με τα σιδερένια χερούλια. Αυτή είναι η κοινωνία – οι γυναίκες με τους άνδρες απαγορεύονται να σταθούν στην ίδια ουρά! Μου θυμίζει πιο πολύ την παράνοια, παρά θρησκοληψία. Όχι, ας παίξετε σε αυτά τα παιχνίδια χωρίς εμένα! Θα πλησιάσω στο ταμείο μαζί με το αγόρι μου, μπορείτε να με συλλάβετε, αν θέλετε.

    – Ντένι, τι θα μου κάνουν για αυτό?:) – υπάρχει μια μικρή ανησυχία, όμως.

    – Τίποτα, αφού είσαι ξένη!

    Γυρίζω το κεφάλι μου καλού-κακού. Μερικοί τουρίστες-Ινδοί μας χαζεύουν λίγο περισσότερα από τα βουνά ή κάτι άλλο, αλλά δεν κάνουν ούτε την παραμικρή κίνηση προς το μέρος μας.

    Στο σαλόνι του τελεφερίκ μπαίνουν μερικοί άνθρωποι ακόμη, κάνουν, πως δεν μας βλέπουν, μιλάνε στην παράξενη γλώσσα, που μοιάζει με τους ήχους κάποιων εξωτικών ζωών, χαχανίζουν σαστισμένα. Εκατό τοις εκατό συζητάνε για εμάς. Σίγουρα αυτοί είναι τελείως άκακοι, και πάλι, όμως, είναι μια πολύ άβολη αίσθηση. Στο διάολο να πάνε, ας χαζεύουν, δεν καταλαβαίνω μια τέτοια ασυναισθησία… όταν εγώ βρέθηκα στα βουνά για πρώτη φορά, δεν μπορούσα να κοιτάξω τίποτε άλλο, εκτός από την κορυφή, που μας περίμενε.