Ελληνικα change

Error

×

Κεφάλαιο 03

Main page / Μάγια 1: Φορς-Μινόρ / Κεφάλαιο 03

Περιεχόμενα

    Ένα δωμάτιο, γεμάτο με άρωμα από τα ευωδιαστά ξυλάκια, μπανιέρα με ζεστό νερό, τσάι με βότανα, καθαρά σεντόνια – ορίστε η κάθαρση. Το καταφύγιο μου για μερικές μέρες… Ο Ραμ είχε δίκιο – ποτέ πριν δεν είχα αισθανθεί τόσο έντονη απόλαυση από τόσο συνηθισμένα πράγματα, όπως το ζεστό νερό ή ένα κρεβάτι. Κοιμήθηκα τόσο βαθιά, ότι όταν ξύπνησα, μου φάνηκε, σαν να έχει περάσει μόλις μια στιγμή, αλλά το ρολόι έδειχνε, πως έχουν περάσει πάνω από τρεις ώρες. Είναι περασμένες έξι, αλλά, αν κρίνω από το σκοτάδι στο δωμάτιο, έξω είναι ήδη νύχτα. Μέσα από τις χοντρές κουρτίνες περνάει το φως, ποιος διάολος ξέρει – από που – στον κόσμο αυτό δεν υπάρχει τίποτα το γνωστό για μένα, ακόμα και η θέση του διακόπτη.

    Η κούραση μου δεν έχει περάσει τελείως και έρχεται που και που με μικρά κύματα, αλλά η περιέργεια με διώχνει. Είναι πιο εύκολο να κρατήσεις μια πεινασμένη τίγρη μακριά από ένα κομμάτι κρέας, παρά εμένα από τη νέα ζωή, που με περιμένει κάπου εκεί. Το φως προέρχεται από μικρά στρογγυλά φωτιστικά. Ακριβώς όπως στο Στάρι Αρμπάτ! – πετάχτηκε η σκέψη και εξαφανίστηκε αμέσως μέσα στη δύνη των νέων εντυπώσεων. [Στάρι Αρμπάτ – η πολυπληθές συνοικία στο κέντρο της Μόσχας].

    Ο Σάφι κάθεται κοντά στην ξύλινη προβλήτα σε μια πλαστική πολυθρόνα. Μιλάει με κάποιον… Να, με είδε και σηκώθηκε άμεσος, πάει προς το μέρος μου.

    – Ξεκουραστήκατε, ma`am?

    – Ναι, όλα είναι καλά!

    – Σας λείπει κάτι?

    (Φυσικά, πάντοτε μου λείπει κάτι! Αυτός είναι και ο λόγος που βρίσκομαι εδώ…)

    – Όχι, έχω τα πάντα μέχρι στιγμής. Ο, τι και να χρειαστώ – θα σας πω.

    – Αν θα σας ενοχλήσει κάτι – να μου πείτε οπωσδήποτε. Θα κάνω ο, τι περνάει από το χέρι μου, ώστε να μπορέσετε να αισθανθείτε, πως βρίσκεστε σε παράδεισο – το είπε με μια τέτοια έμφαση, ότι ένοιωσα την επιθυμία να τον ησυχάσω και να τον πείσω, πως δεν είμαι κακομαθημένη και δεν χρειάζομαι και τόσα πολλά.

    – Τι θα παραγγείλετε για βραδινό? Ζήτω συγγνώμη, αλλά δεν είναι δυνατόν να βρούμε κρέας σήμερα, μόνο αύριο.

    – Θα είμαι ευχαριστημένη με οποιοδήποτε γεύμα από λαχανικά, αλλά να μην είναι καυτερό… Παρακαλώ – όχι καυτερό! – στη μνήμη μου είναι ακόμη νωπές οι αναμνήσεις για τα θαύματα της ινδικής κουζίνας στο Δελχί, μετά από τα οποία δεν ένιωθα την γλώσσα μου για μια ώρα, για αυτό έχει τώρα ζωτική σημασία για μένα να εξηγήσω σε αυτόν τον Ινδό, πως χρειάζομαι κάποιο φαγητό με κανένα είδος μπαχαρικών μέσα.

    Είναι δύσκολη δουλειά για ταξιδιώτη στην Ινδία – να περάσει στον μάγειρα τη σκέψη, ότι δεν θέλει πικάντικο το φαΐ του. Η φράση «not spicy» μπορεί να ερμηνευτεί ως «άνευ μπαχαρικά», και ινδική κουζινα χωρίς αυτά είναι σαν το γάμο χωρίς νύφη. Η επιθυμία «not too hot» κατανοείται ως «όχι πολύ ζεστό», και το στομάχι σου δεν θα χαρεί και τόσο πολύ με κρύα τροφή. Το αποκορύφωμα όλης της επιχείρησης, συνοδευόμενης με πολύπλοκη μιμική, θα είναι το ευτυχισμένο πρόσωπο του μάγειρα, ο οποίος επιτέλους κατάλαβε – τι θέλεις, ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάς, πως ο, τι για τον Ινδό «δεν είναι πολύ καυτερό», εσένα μπορεί να σε κάψει παντελώς εσωτερικά.

    Ο Σάφι έγνεψε καταφατικά.

    – Το κατάλαβα, κατάλαβα, όχι καυτερό… Όλοι οι ξένοι έτσι ζητάνε, για αυτό μην ανησυχείτε – κανένας δεν ηταν δυσαρεστημένος με το φαγητό εδώ. Η μητέρα μου μαγειρεύει πολύ καλά.

    – Θέλω και κάτι γλυκό με εκείνο το τσάι με βότανα, όπως στο δωμάτιο.

    Εκείνος χαμογέλασε με ικανοποίηση.

    – Αυτό είναι ειδικό τσάι – από το Κασμίρ. Σας άρεσε?

    – Ναι, τι έχει μέσα?

    Μου απαρίθμησε μια σειρά από ονομασίες, οι οποίες δεν σήμαιναν τίποτα.

    – Μπορώ να το αγοράσω στο μαγαζί?

    – Όχι, όχι! Στα μαγαζιά – δεν είναι το ίδιο, στα μαγαζιά είναι τυποποιημένο. Τα βότανα για αυτό το τσάι μαζεύουν στα βουνά οι αδερφές μου. Θεωρείται, πως μόνο οι ανύπαντρες κοπέλες μπορούν να το φτιάξουν, αλλιώς η γεύση του δεν θα είναι τόσο καλή.

    – Γιατί μόνο οι ανύπαντρες?

    (Μα ναι… εδώ η ανύπαντρη σημαίνει παρθένα, κατάλαβα…)

    – Επειδή είναι ακόμα αγνές.

    – Ναι, φυσικά… , – δεν μπορώ να είμαι ειλικρινής σε τέτοιες καταστάσεις, συμφωνώ χαζά, χαμογελάω, αλλά μέσα μου αρρωσταίνω και από το δικό του ηλίθιο ήθος, και από τη δική μου συμπεριφορά. Παρόλα ταύτα, δεν μπορώ να σταματήσω την συζήτηση, κόλλησα στην φιλική σάπια κουβέντα. – Έχεις μεγάλη οικογένεια?

    – Ναι, έχω τέσσερα αδέρφια και τρεις αδερφές, και πάρα πολλούς ξάδερφους και ξαδέρφες! Και ακόμα τόσα ανίψια! Ma`am, σε λίγο θα γίνει κάποιος γάμος εδώ, παντρεύεται ένας από τα ξαδέρφια μου, θα ηταν μεγάλη χαρά για την οικογένεια μου να Σας προσκαλέσουμε.

    Να δω έναν ινδικό γάμο… γιατί όχι, μου αρέσει αυτή η ιδέα, αν και δεν φαντάζομαι, σε τι μπορεί να μοιάζει αυτό, έχω δει σε κάτι έργα, αλλά άρχισα ήδη να καταλαβαίνω, πως οι ινδικές ταινίες, αν κρίνω καλά, δείχνουν την ζωή με αρχή το ακριβώς αντίθετο. Camera Obscura!

    – Εάν θα είμαι ακόμα εδώ, θα έρθω οπωσδήποτε.

    – Δεν εξαρτάται από εσάς, εάν θα είσαστε εδώ?

    Ακριβώς με τις ίδιες ερωτήσεις όλη μου τη ζωή με έπρηζε η μάνα μου. Με τίποτα δεν μπορούσε να καταλάβει, ότι δεν ξέρω, τι ώρα θα γυρίσω από κάποιο πάρτι – από που να ξέρω, ποτέ θα μου έρθει η επιθυμία να την κάνω από εκεί? Μπορεί να θελήσω να φύγω σε πέντε λεπτά, μπορεί όμως, να βρω εκεί ένα παθιάρικο αγόρι και να χαθώ μαζί του για μια-δυο εβδομάδες? Και πως μπορώ να το σχεδιάσω αυτό? Πάντοτε ένιωθα αποστροφή για αυτόν τον τρόπο ζωής, που εκείνη προσπαθούσε να μου φορτώσει – ήθελε να κάνω, ο, τι έλεγε εκείνη – αν αποφάσισε να είμαι στο σπίτι στις εννιά, πρέπει να είμαι πίσω το πολύ στις δέκα, και μιας και έχω υποσχεθεί σε κάποιον (πόσο μάλλον σε εκείνη) να γυρίσω στις εννιά, ακόμα και εάν Σίβα ο ίδιος θα εμφανιστεί μπροστά μου σε όλες τις υποστάσεις του – πρέπει να τηρήσω την υπόσχεση, την οποία της έχω δώσει. … «Ζήτα συγγνώμη, τέλος πάντων, και κάνε αυτό, που υποσχέθηκες…» Τέτοια ήθελε να γίνει η ζωή μου, μα να πάρει – ας δοκιμάσει να με πιάσει τώρα!

    – Θα είμαι εδώ η όχι – εξαρτάται από αυτό που θέλω, και πως μπορώ να ξέρω, από τι εξαρτώνται οι επιθυμίες μου?

    Σώπασε, φάνηκε κατάπληκτος, επειδή δεν περίμενε να ακούσει από εμένα τόσο βαθυστόχαστη απάντηση σε μια τόσο απλή ερώτηση. Οι τουρίστες εδώ σπάνια λένε κάτι βαθυστόχαστο, εκτός και εάν έχουν δυσπεψία. Κάμποσο καιρό ακόμα ο Σάφι δεν λέει τίποτα, μάλλον, από ευγένεια, για να καταλάβω, ότι εκείνος σέβεται τις βαθιές σκέψεις, μετά αλλάζει το θέμα και με καλεί πιο κοντά στο νερό – εκεί, όπου έχουν βάλει τις πολυθρόνες.

    Μου σύστησε τον Άλεν ως αδερφό του… Δεν μοιάζει καθόλου με Ινδό, παρότι είναι μελαχρινός και με μαύρα μαλλιά. Θέλω να φλερτάρω λιγάκι. Κοιτάζω πιο προσεκτικά, μα όχι… Ελαφριά απογοήτευση, – ο Άλεν δεν είναι καθόλου του γούστου μου. Δεν αντιλαμβάνομαι τους Ινδούς για πιθανούς εραστές…

    Τελικά πόσο ωραίο είναι, ότι ο Σάφι και ο αδερφός του, τον οποίο εγώ αντιλαμβάνομαι μόνο με την άκρη του μυαλού μου, σφύζοντας το χέρι του και χαιρετώντας μηχανικά, καταλαβαίνουν, ότι όσο λιγότερα εκείνοι θα εμποδίζουν τις σκέψεις και τα καπρίτσια μου, τόσο περισσότερο καιρό θα μείνω εδώ.

    Παγώνω, αφουγκράζομαι τις αισθήσεις μου, λες και απ` το πουθενά έρχεται η κατάσταση της ανέμελης χαύνωσης, όταν δεν θέλεις να κάνεις, ούτε και να πεις τίποτα, και δεν είναι η τεμπελιά, η απάθεια, μα κάτι το απολύτως αντίθετο. Είναι καταπληκτική αυτή η ανεμελιά – δραστήρια, αλλά η δουλειά της είναι κρυφή, εκφράζει τον εαυτό της μέσα από τους ελιγμούς της πυκνότητας της ζωτικής αίσθησης, σαν πληρότητα της αντίληψης των αρωμάτων και τόνων, και δεν μπορείς να τη μετρήσεις και να τη περιγράψεις με λόγια, μα όσο ξεκάθαρα νιώθω αυτή την πυκνή ροή της ανεμελιάς, η οποία λες και ενώνεται με τα σκούρα κύματα της λίμνης κάτω από τα πόδια μου, παίρνει μέσα της και το όνειρο μου με τις εικόνες του ναού, και όλη τη φασαρία των πρώτων συγκεχυμένων εντυπώσεων για την Ινδία. Πόσο θαυμάσιο είναι, όταν η βαβούρα του έξω κόσμου γλιστράει στην επιφάνεια μιας αόρατης σφαίρας, και μέσα από αυτήν εγώ ζω τη δική μου ζωή – εκεί ο ήλιος είναι τρυφερός, οι χρυσαφένιες, λαμπερές, λεπτότατες κλωστές έχουν κεντήσει τον τρυφερά-γαλάζιο, ψηλό ουρανό. Μακάρι να κρατούσε για πάντα αυτό… Να ηταν αυτή η συναίσθηση πάντοτε μαζί μου… αυτό είναι πιθανό, απίθανο;… η ζωή είναι μια αλλαγή του βαθύ και του ρηχού, και που να βρω εγώ λίγο περισσότερο από αυτό το βάθος? Σίγουρα όχι στις συζητήσεις με Σάφι και τον αδερφό του.

    – Εσύ δεν φοβάσαι να ταξιδεύεις μόνη σου? – η φωνή του Άλεν είναι βαθιά και ευχάριστη.

    – Όχι, γενικώς σπάνια φοβάμαι κάτι.

    – Όλες οι ευρωπαίες είναι έτσι?

    – Δεν ξέρω… μάλλον, όχι. Όχι. Τις κοπέλες συνήθως τους ενδιαφέρει κάτι, που δεν απαιτεί την γενναιότητα.

    – Εσένα τι σε ενδιαφέρει?

    – Δεν ξέρω. Η αναζήτηση του κάτι, στο οποίο ακόμα δεν μπορώ να δώσω όνομα.

    – Πνευματική αναζήτηση… Κατάλαβα. Είσαι βουδίστρια? – αυτή η ερώτηση με έκανε να γελάσω. Γιατί οι άνθρωποι συνέχεια συνοψίζουν τα πάντα σε κάτι κοινότοπο, ακόμα και αν δηλώνεις στα ανοιχτά, πως τίποτε το ορισμένο δεν σε ελκύει;

    – Όχι, δεν είμαι βαθιά θρησκευόμενη. Εσύ? – γιατί το ρωτάω αυτό, αφού ξέρω ήδη, πως με αυτόν τον άνθρωπο δεν θα καταφέρω να έχω την συζήτηση με ενδιαφέρον;

    Έντονη πείρα της επικοινωνίας με τους ανθρώπους τον τελευταίο χρόνο οδήγησε στο ότι συχνά μου είναι αρκετές οι μια-δυο φράσεις, για να καταλάβω, πόσο με ενδιαφέρει ο άνθρωπος, με τον οποίο μιλάω. …Η είναι και πάλη η αλαζονεία μου?

    – Είμαι μουσουλμάνος. (Και τι σημαίνει αυτό, κατά τη γνώμη του?? Αλλά, οποία είναι η ερώτηση – τέτοια είναι και απάντηση…) Το Τζαμμού και Κασμίρ είναι μουσουλμανικές πολιτείες. Αύριο θα έχουν μια μεγάλη θρησκευτική γιορτή εδώ. Σε αυτή τη λίμνη υπάρχει ένα νησί, και εκεί βρίσκεται το μεγαλύτερο μουσουλμανικό τέμενος, αύριο θα έρθουν πάρα πολλοί άνθρωποι. Από νωρίς το πρωί θα ψέλνουν, θα προσεύχονται, και όταν θα σκοτεινιάσει – η λίμνη θα είναι γεμάτη με πλεούμενα κεριά, πάρα πολύ ωραία. Ήρθες σήμερα, έτσι δεν είναι? Υπάρχουν πάρα πολύ όμορφα μέρη στα βουνά, εκεί μπορούμε να πάρουμε άλογο…

    – Αχ, ωραία! Μου αρέσει αυτό.

    – Ο Σάφι θα σε πάει εκεί όποτε θέλεις.

    – Δεν αμφιβάλλω για αυτό…, – εντάξει, κατάλαβα, αυτή ηταν η διαφήμιση:)

    – Να και ο ιάπωνας φίλος μου!

    Εγώ δεν είχα προσέξει, ότι έφτασε μια βάρκα στην προβλήτα μας. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα από αυτήν βγήκε ο νεαρός χαμογελαστός ιάπωνας – άρα, θα έχω και την ευκαιρία να εξασκηθώ λιγάκι στα γιαπωνέζικα, που μέχρι τώρα υπήρχαν για μένα μόνο στις σελίδες του βιβλίου.

    – Κονμπανβα! – αμέσως ξεφώνησα εγώ.

    – Ο! – ο ιάπωνας έκανε ένα χαρούμενο επιφώνημα, γέλασε , – Κονμπανβα!

    – Ηκαγκα ντες κα?

    – Γκενκι ντες. Ανατα βα?

    Σήκωσα τους ώμους μου αμήχανα. Μου δίνει το χέρι του:

    – Μποκου βα Χιρο ντες.

    Από τα γρήγορα γιαπωνέζικα καταφέρνω να πιάσω μόνο μερικές λέξεις και φράσεις, αλλά και αυτές είναι αρκετές, για να καταλάβω, για ποιο πράγμα μιλάει ο Χιρο. Απαντάω, βέβαια, αρκετά απλά, αλλά αυτό δεν με εμποδίζει να νιώθω περηφάνια για την πολυμάθεια μου και με την άκρη του ματιού μου να εξετάζω το καλοκαμωμένο κορμάκι του, να τον γδύνω νοητικά, και ορκίζομαι, πως εκείνος το νιώθει!

    Ο Άλεν με εμφανή θαυμασμό παρακολουθεί την σύντομη κουβέντα μας, φτιαγμένη από τις πιο απλές προτάσεις, του τύπου «Από που είσαι?», «Πόσο χρόνων είσαι?», «Με ποιον ταξιδεύεις?», «Σου αρέσει η Ινδία?», αλλά για τον άνθρωπο, που δεν ξέρει ούτε λέξη στα γιαπωνέζικα, αυτή φαίνεται σίγουρα εντυπωσιακή. Εδώ και πολύ καρό είχα ανακαλύψει ένα απλό κόλπο, που μου επιτρέπει να βγάλω από τον άνθρωπο το πέπλο της σημαντικότητας και να βρω σε αυτών τον συνηθισμένο κυνηγό των αυθεντιών και εντυπώσεων. Μόλις εκφωνήσεις μερικές φράσεις σε διάφορες ξένες γλώσσες, κατά προτίμηση σπάνιες, και τα μάτια του συνομιλητή σου αρχίζουν να λάμπουν με ενδιαφέρον, ακόμα και σεβασμό. Οι άνθρωποι τέτοιου είδους γίνονται αμέσως αδιάφοροι για μένα, συνήθως βγαίνουν ανώριμοι και αβοήθητοι. Μπορείς να μου προσάψεις την βιασύνη στην έκδοση των συμπερασμάτων, φυσικά, μα αυτό δεν είναι το συμπέρασμα, είναι το σημάδι, κάποιου είδους τεστ, μιλώντας ειλικρινά – θα μπορούσε κανείς να ψάξει για ενδιαφέρον συνομιλητή σε κάποιον, που τα μάτια του ανάβουν, όταν βλέπει το χρυσαφένιο μπιχλιμπίδι? Μάλλον, όχι.

    Κρύο… κρύο, κρύο, κρύο. Τα πάντα είναι λάθος, όλα είναι στραβά. Δεν ήθελα αυτό, δεν πήγαινα για αυτό. Πήγα στο Κασμίρ…τι χαζή… είναι ωραία εδώ… ναι, ωραία, αλλά η ομορφιά αυτή είναι σάπια, και δεν άφησα τη δουλειά μου, για να κουνιέμαι εδώ σε ένα ταψί στη μέση του πολύχρωμου λάκκου. Η σκλήθρα συνεχίζει να πονά σε όλες τις μεριές ταυτόχρονα.

    Ο Σάφι με καλεί για δείπνο, και εγώ φεύγω, χωρίς να προλάβω να δείξω την ρηχότητα της γνώσης των γιαπωνέζικων μου, κουνώντας την ουρά μου, σίγουρη, πως με συνοδεύουν βλέμματα, γεμάτα ενδιαφέρον… Πάνω στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι βρίσκονται γυαλισμένα σαν καθρέπτες κατσαρολακια με φαγητό. Και όλα είναι τόσο νόστιμα… σκέτες λιχουδιές για τον χορτοφάγο. Ο Σάφι ρίχνει μια ματιά κατά καιρούς, ελέγχει, μήπως έχω τελειώσει. (Όλα καλά, Σάφι, μην με πρήζεις, θα σε φωνάξω, όταν καταπιώ, μην ενοχλείς τη μικρή ma`am). …Ουφ, τελείωσα, φέρε το γλυκό… Ο Σάφι φέρνει πάνω στο δίσκο μια μικρή γυαλιστερή φόρμα, μέσα στην οποία, σύμφωνα με τις προσδοκίες μου, πρέπει να βρίσκεται το επιδόρπιο. Με ευλάβεια ο Σάφι βάζει Αυτό μπροστά μου και δηλώνει περήφανα, ότι είναι ειδικό επιδόρπιο από το Κασμίρ. Φανταστείτε την έκπληξη μου, όταν βρίσκω μέσα την πηκτή κρέμα από σιμιγδάλι! Γυρίζω στον Σάφι, ο οποίος, προφανώς, περίμενε μια πιο χαρούμενη αντίδραση σε αυτό το σπάνιο πιάτο.

    – Μα αυτή είναι η κρέμα από σιμιγδάλι!

    – Ναι, ma`am, αυτή η κρέμα είναι το παραδοσιακό γλυκό στο Κασμίρ.

    – Στη Ρωσία αυτό το γλυκό δίνουν στα παιδιά κάθε πρωί – δεν θέλω να τον στεναχωρήσω, για αυτό αποφασίζω να μην του πω, πως νιώθουν τα ρώσικα παιδιά για αυτό το επιδόρπιο.

    – Έξοχα! Το γλυκό θα σας θυμίσει την πατρίδα!

    Δεν έχω καμία όρεξη να φάω τη κρέμα, όπως δεν θέλω και να προσβάλλω τον φιλόξενο Σάφι, έτσι για κάμποσο καιρό μένω αμήχανη, και τελικά αποφασίζω να πω την αλήθεια.

    – Σάφι, δεν θέλω να σε στεναχωρήσω, αλλά αυτό το γλυκό δεν μου αρέσει. Το έτρωγα τόσο συχνά μικρή, ότι το βαρέθηκα πολύ από τότε.

    – Λυπάμαι πολύ, ma`am, μακάρι να το ήξερα νωρίτερα…

    – Μην ζητάς συγγνώμη, από που να το ήξερες, ότι δεν θα μου αρέσει?

    – Τι μπορώ να κάνω για εσάς?

    (Ελπίζω να μην γυρίσεις προς τον τοίχο μετά από αυτή την ερώτηση και δεν θα κοιμηθείς…)

    – Μπισκότα έχεις?

    – Ο ναι, έχω μπισκότα, θα τα φέρω τώρα.

    Δόξα το θεό, η συνάντηση των πολιτισμών έφτασε στο χαρούμενο τέλος.

    Δεν νυστάζω ακόμα, θα πάω να μιλήσω με τον Χιρό και Άλεν. Θέλω λίγες εντυπώσεις ακόμα. (Από που τόσο χοντρό ψέμα? – θέλω πολλές, πάρα πολλές εντυπώσεις!)

    Η δροσιά από τη λίμνη και τα βουνά γύρο της, αόρατα μες στο σκοτάδι, έγινε ακόμη πιο αισθητή. Όλοι τυλίχτηκαν σε μεγάλες μάλλινες κουβέρτες και κάθονται στην προβλήτα, κουβεντιάζοντας για το τίποτα…Δεν μπορώ να συνηθίσω στο ότι δεν χρειάζεται να βιαστώ πουθενά αύριο, ότι μπορώ να πάω για ύπνο όποτε θέλω, επειδή αύριο θα κοιμηθώ, όσο τραβάει η ψυχή μου… Και όχι μόνο αύριο, αλλά και μεθαύριο, και μια εβδομάδα, και έναν μήνα αργότερα. Μπροστά μου – το άγνωστο, και είμαι έτοιμη ακόμα και να μην επιστρέψω ποτέ ξανά από την Ινδία, και αυτή η αβεβαιότητα με γεμίζει με χαρούμενη προσμονή, διότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να συμβεί κάτι, που θα αντιστρέψει όλες τις αντιλήψεις μου για τον κόσμο. Το περιμένω αυτό.