Έχουν περάσει 15 ώρες από τότε, που έχουμε μπει στο στενό πέρασμα και σερνόμαστε πάνω στην λεπτή σερπαντίνα του δρόμου, όπου με το ζόρι περνάνε λεωφορείο και τζιπ. Η αριστερή πλευρά του λεωφορείου συχνά κρέμεται πάνω από τη χαράδρα, οι ρόδες εκσφενδονίζουν τις πέτρες στην άβυσσο, και εάν βγάλεις το κεφάλι σου έξω από το παράθυρο και κοιτάξεις κάτω, έχεις την πλήρη παραίσθηση, πως οι ρόδες έχουν σχεδόν πέσει και το λεωφορείο ανά πάσα στιγμή θα αρχίσει να κατρακυλά. Οι Ινδοί, που κάθονται δίπλα μου, δεν δίνουν καμία σημασία σε αυτό. Τι είναι – δυνατός χαρακτήρας η απόλυτη αδιαφορία για τη ζωή? Έχω ακούσει, ότι δεν είναι και τόσο σπάνιες οι πτώσεις στις χαράδρες στην Ινδία, και κάθε λίγο και λιγάκι έρχεται μια μικρή τρομάρα, ένας κυματισμός της αδρεναλίνης και σκέψη, ότι Εγώ δεν μπορώ να πεθάνω έτσι – άσχημα, ανόητα, λόγο του λάθους κάποιου απρόσεκτου οδηγού.
Ο εγκλεισμός για τριάντα ώρες μέσα στο λεωφορείο με έχει εξαντλήσει τελείως. Το σώμα πονά από κούραση και αναγκαστικό καθισιό, και δεν έχω πια κανένα ενδιαφέρον για τα βουνά έξω από το παράθυρο. Αυτά είναι τα Ιμαλάια? Όχι πολύ ψηλά, γκρίζα, με αραιά βλάστηση, απολύτως αφιλόξενα και όλα μοιάζουν μεταξύ τους. Αυτά τα βουνά έχουν την ίδια σχέση με τη λέξη «Ιμαλάια», όσο και ένα μήλο με το κοτσάνι του, και όμως – αυτά ηταν, οι πρόποδες τους, βεβαίως, τυλίγονταν στις ρόδες του λεωφορείου μας με τα ατέλειωτα χιλιόμετρα των δρόμων.
Κάτω ένας στενός ποταμός με τσιμεντένιο χρώμα κυλάει στις μεγάλες πέτρες, σπάνια βγαίνει ο ήλιος, και όλες μου οι σκέψεις – πότε θα τελειώσει αυτό το μονότονο τράνταγμα.
Η φασαριόζικη παρέα από ξένους, που γλεντούσαν όλη νύχτα, τώρα δείχνει χάλια – όλοι κουράστηκαν από το εικοσιτετράωρο ταξίδι και ανταλλάζουν βαριεστημένα τις εντυπώσεις, τα σχέδια, πληροφορίες για ξενοδοχεία και τιμές, χωρίς να αντιληφθούν, πως τα έχουν ήδη συζητήσει και δυο, και τρεις φορές. Η κουβέντα έχει τη δική της ζωή και δεν λέει να σταματήσει, φέρνοντας πια όχι τις εντυπώσεις, μα κούραση και ανία. …Δεν θέλω πια ούτε να ακούω τις συζητήσεις, ούτε και να πάρω μέρος σε αυτές. Είναι ωραίο να νιώθεις τον εαυτό σου ξεκρέμαστο στον χώρο και στον χρόνο, μη συνδεδεμένο με κανέναν με κάποιο σχέδιο.
Τα χωριά, οι άνθρωποι, η ατέλειωτη σειρά από τα σπιτάκια δίπλα στον δρόμο… αυτοί ζουν εδώ… γεννιούνται, ζουν, γεννάνε και πεθαίνουν – ακριβώς εδώ…ασύλληπτο…όταν ήμουν μικρή, έκανα τις βόλτες τα σκοτεινά βράδια του φθινοπώρου ή του χειμώνα, κοιτούσα στα φωτεινά παράθυρα των σπιτιών, έριχνα μια ματιά: οι σιλουέτες των ανθρώπων… μιλάνε, τρώνε, περπατάνε, κάνουν χειρονομίες…αυτοί ζούνε εκεί…Για κάποιο λόγο κάθε φορά ένοιωσα τρομερά άβολα, σαν να έχει αλλάξει η κανονική μου αντίληψη, έπαυα να είμαι ο εαυτός μου και γινόμουν εκείνος ο άνθρωπος, να, αυτός…για την ακρίβεια, γινόμουν κάτι το «ανάμεσα» από εμάς – κρεμασμένη στη μέση, και αυτό προκαλούσε τη φρίκη – φρίκη, μην χάσω την δική μου μοναδική προσωπικότητα, τον εαυτό μου. Δεν το πιστεύω, πως αυτοί ζουν εκεί… είναι δυνατόν να υπάρχει η ζωή πέρα από τον εαυτό μου, εκεί, όπου εγώ δεν υπάρχω και δεν θα υπάρχω ποτέ ? Κάτι σε αυτό σχετιζόταν με το φόβο του θανάτου από τα πρώτα παιδικά μου χρόνια: ξαπλωμένη στο κρεβάτι, έκλαιγα, φανταζόμουν, πως όταν πεθάνω, η ζωή θα συνεχιστεί, αλλά όχι για μένα, εγώ δεν θα υπάρξω πια ΠΟΤΕ… Έτσι και δεν κατάφερα να συμβιβαστώ με αυτό το «ποτέ» – αδύνατον να το αποδεχθείς, μπορείς να το καλύψεις, να το πετάξεις, να ζορίσεις τον εαυτό σου να μην το σκέφτεται, και ποιος ξέρει – τι άλλο ξεχνάω ακόμα, ολόκληρα κομμάτια από τη ζωή μου σκόπιμα ρίχνονται στην Λήθη…
Οι άνθρωποι και τα σπίτια τους τρέχουν δίπλα μου – χάρτινα σπιτάκια «Αντι-Μπάρμπι», γυρισμένα από την ανάποδη. Όλη η ζωή τους – στην παλάμη, μπροστά σου. Πλένονται, τρώνε, διαβάζουν, καθαρίζουν, μαλώνουν, κλαίνε, γελάνε, και όλα τα αυτά φαίνονται από το παράθυρο του λεωφορείου – μια γιγαντιαία παράσταση μήκους δυο χιλιάδων χιλιόμετρων, στην οποία εγώ δεν υπήρχα και δεν θα υπάρξω ποτέ.
Σε λίγο θα βραδιάσει πάλι… Θα τελειώσει κάποτε αυτό? Το λεωφορείο σταματά για μια ακόμη φορά, και στο διάδρομο εμφανίζεται άνθρωπος, που κάνει ήχους, οι οποίοι μοιάζουν με κάτι σαν προσευχή, ή κάποια έκκληση. Διάλειμμα για φαγητό? Δεκαπέντε λεπτά σκληρού εδάφους κάτω από τα πόδια. Έχω συνηθίσει ήδη, ότι σε κάθε στάση μέσα στο σαλόνι του λεωφορείου μπαίνουν μερικοί Ινδοί και με αρκετό θράσος σπρώχνουν στο πρόσωπο μου διάφορες φαγώσιμες μπούρδες, τις οποίες πουλάνε, έτσι δεν κοίταξα καν σε αυτόν τον τύπο. Ο άνθρωπος ηταν αρκετά επίμονος, έτσι στο τέλος πρόσεξα, ότι στα χέρια του κρατάει μια μικρή ταμπέλα. Κοιτάζω λίγο πιο προσεκτικά – και για δες! – οι ήχοι, τους οποίους εγώ πέρασα για τα κομμάτια της ντόπιας κουλτούρας, στην ουσία ηταν η προσπάθεια του να εκφωνήσει τα γραμμένα. Με ένα πλατύ χαμόγελο, μου λέει κάτι … ναι, τον λένε Ραμ. Πολύ καλά, Ραμ, ας είναι. Για πρώτη φορά από τη στιγμή που πάτησα σε αυτή τη γη το χαμόγελο του Ινδού μου φαίνεται σωστό. Αντίο, διαολεμένη σακαράκα!!!… Έτσι μπορεί και να ξεμάθει να περπατάει κανείς… Δεν το πιστεύω! – η παλιά «Βόλγα»…Όχι, μοιάζει μόνο με αυτή, αλλά και πάλι έχει πλάκα. Μόλις τρίτη μέρα στην Ινδία, και ήδη έχω την εντύπωση, σαν να έχουν περάσει ήδη δέκα – σχεδόν κάθε βήμα και κάθε γύρισμα του κεφαλιού συνοδεύονται με τις φράσεις «Δεν μπορεί!», «Απίστευτο!», «Αν είναι δυνατόν!». Στην άκρη του κόσμου να βγεις από το χάος της ανατολικής χροιάς και να βρεθείς μέσα στην σπασμένη σοβιετική παλιατζούρα! Στο αυτοκίνητο τρίζει κάτι, που πολύ απόμακρα μοιάζει με μουσική, ο οδηγός τραγουδά χαρούμενα, ακόμα και χορεύει λιγουλάκι στην θέση του – φεύγουμε, αντίο, σκονισμένο λεωφορείο!
Λίγη ώρα αργότερα στις άκρες του δρόμου άρχισαν να φυτρώνουν άχαρα πέτρινα κτίσματα.
– Είμαστε ήδη στην πόλη?
– Ναι, ma`am, – στον τόνο της φωνής του πιάνω τις νότες δουλοπρέπειας.
– «Ma`am»? Αχ, ναι…
Υπενθυμίζω στον εαυτό μου, πως τώρα μετατράπηκα σε «ma`am», όπως κάθε λευκή γυναίκα στην Ινδία. Σε αυτή τη λέξη «ma`am» η κοινώς αποδεκτή μορφή της ευγένειας συνορεύει τόσο στενά με την υποταγή του σκλάβου, ότι άθελα της φέρνει στη ζωή ακόμα και τα πιο κρυφά ένστικτα της διαταγής. Στην καθωσπρέπει Ευρώπη, ας μην πω πια για την συντηρητική Ρωσία δεν θα μπορέσεις να νιώθεις κάτι τέτοιο. Αργότερα είχα δει πολλές φορές – πως ανάβουν να μάτια των άχαρων, άνοστων ευρωπαίων γυναικών με τη βαθιά σκοτεινή φλόγα από αυτά τα μικρά, αλλά ταιριαστά με δίψα για εξουσία σημάδια της δουλοπρέπειας.
– Αυτή είναι η πόλη??!
– Ναι, ma`am!
– Και που θα μείνω? – τρομάζω με τη σκέψη, ότι θα αναγκαστώ να μείνω σε κάποια τρώγλη.
– Θα φτάσουμε σε μια μεγάλη λίμνη, ma`am, και εκεί έχει βάρκες – μεγάλες βάρκες-σπίτια.
Ο οδηγός μιλάει σπασμένα αγγλικά, ή είναι τόσο πρωτόγονη η ομιλία του? Συνέχεια έρχεται η σκέψη – μα τόσο χαζός είναι? με θεωρεί εμένα χαζή?
– Αυτή η λίμνη ονομάζεται Νταλ-λεικ – έτσι είναι, μου μιλάει, λες και είμαι ένα δίχρονο παιδί.
Προάστια!… Ωστόσο, στην Ινδία τα προάστια δεν διαφέρουν και τόσο πολύ από το κέντρο της πόλης, ειδικά αν αυτή η πόλη είναι μικρή, η Σρι Ναγκάρ – πρωτεύουσα της πολιτείας Τζαμμού και Κασμίρ, αλλά έτυχε να διαπιστώσω, ότι η βρώμα και η φτώχια εδώ είναι παντού ίδιες – τι στο κέντρο, τι στην περιφέρεια.
Κατεστραμμένοι παντελώς δρόμοι, μισογκρεμισμένα και μαυρισμένα από την υγρασία σπίτια, ατελείωτες χωματερές … μάλλον, έτσι θα μπορούσα να φανταστώ μια κανονική πόλη μετά από πυρηνική επίθεση. Με τίποτα δεν μπορώ να συνηθίσω, ότι εδώ είναι βρόμικα παντού, ακόμα και η φύση μοιάζει σκονισμένη και άχαρη… Δεκαπέντε λεπτά θολής ανησυχίας και κρίσεων του φόβου, και φτάνουμε επιτέλους κοντά σε μια μεγάλη λίμνη – πλατύς χρωματιστός λεκές ανάμεσα στις τρώγλες και τα πάρκα, ο οποίος προσφέρει την ηρεμία και δροσιά στην τεταμένη ατμόσφαιρα του φασαριόζικου δρόμου, γεμάτου με τις φιγούρες των πολεμόχαρων ενόπλων.
– Η Βενετία του Κασμίρ! – Ο Ραμ χαμογελάει με ικανοποίηση, τα μάτια του λάμπουν, όταν μου δείχνει τη λίμνη, προσπαθώντας να προκαλέσει των κυματισμό των συναισθημάτων μέσα μου και την αναγνώριση της ομορφιάς του «δικού του» μέρους.
Επιτέλους μπορώ να δω καλύτερα αυτό το πλάσμα – δεν είναι ψηλός, μάλλον, μικροκαμωμένος, και με τίποτα δεν μπορείς να καταλάβεις την ηλικία του. Ντυμένος καλά, για τα δικά τους μέτρα, μα πάρα πολύ πρόχειρα, όπως και η απόλυτη πλειοψηφία των Ινδών. Δεν έχει ρυτίδες, το δέρμα του είναι λείο, λες και είναι πολύ νέο αγόρι, όμως το βλέμμα του είναι κάθε άλλο παρά παιδικό. Υπάρχει ζωηράδα στην συμπεριφορά του, αλλά στα μάτια του βλέπω κάτι, που ακόμα λίγο – και θα περάσει μέσα μου με θλίψη, ωστόσο, παραείμαι κουρασμένη για αυτό τώρα, και προτιμώ να συγκεντρωθώ και πάλι στην θέα.
Στη λίμνη σε με μακριές σειρές, που φτάνουν στην ομίχλη του λωτού, στέκονται τα πλωτά σπίτια, house boats, με ονομασίες, που προκαλούν τόσο χαρακτηριστικά για όλους τους αρχάριους στην αναζήτηση της αλήθειας συναισθήματα. …«Καταφύγιο του Σίβα», «Χορεύτρια Σάκτι», «Το χαμόγελο της Λάξμι», «Πρεμα Παραδαις», «Κοιμισμένος Κρίσνα»… Μπαίνω σε μια μεγάλη βάρκα, η οποία μοιάζει πάρα πολύ με γόνδολα, μόνο με ινδικές ζωγραφιές και περίτεχνη τέντα, με μεγάλη χαρά πέφτω πάνω στο μικρό καναπέ με μαξιλάρια και θέλω να πλέω σε αυτή τη βάρκα πολύ ώρα, επιτέλους μπορώ να χαλαρώσω και από το ταξίδι, και από το άγχος… μπορείς να ζήσεις σε αυτή τη λίμνη! Ο σιωπηλός γοντολιερης έβαλε το κουπί στο νερό και μας πήγε αργά κάπου στα στενά αυτού του υγρού Χάρλεμ.
Η βάρκα έστριψε στο βάθος των πλωτών τετραγώνων, και ξανά, και ξανά… – είναι σαν δρόμοι στο νερό. Σχεδόν δεν φαίνονται οι άνθρωποι, μα και αυτοί που υπάρχουν, με κοιτάνε, σαν να είμαι ένα μυστήριο ον από άλλο κόσμο. Κάποιος χαμογελάει, αλλά θα έλεγα, πως οι περισσότεροι από τους περίεργους ανησυχούν ή δυσανασχετούν ακόμα. Πιθανών, η δυσαρέσκεια τους έχει ως αιτία το γεγονός, πως λόγο του πόλεμου ο αριθμός των τουριστών εδώ όλο και μειώνεται, και τώρα έχει σχεδόν φτάσει στο μηδέν… Ο τουρισμός είναι η βασική πηγή των εισόδων τους, και όταν βλέπουν, ότι συνοδεύομαι, στα πρόσωπα τους αντανακλάται η βασανιστική γνώση – ήδη πάω κάπου, κάποιος άλλος έχει πιάσει τον πελάτη στα δίχτυα του… Η συνεχόμενη αναμονή της πιθανής σύρραξης με το Πακιστάν, συχνές τρομοκρατικές επιθέσεις των ανταρτών από το Κασμίρ μετέτρεψαν αυτόν τον παράδεισο της δεκαετίας του ογδόντα σε άχαρο τοπίο των άπληστων αλητών, και δεν αρέσει αυτό στους τουρίστες, όπως δεν αρέσει και σε μένα αυτό.
(Ποιος διάολος με έφερε εδώ??)
Ο γονδολιέρης τραγουδάει κάτι μονότονα, αλλά εκφραστικά. Δεν μπορώ να ρίξω την υπερένταση μετά από τόσο μακρύ ταξίδι, ίσως αν ξαπλώσω στα μαξιλάρια; Ο Ραμ γνέφει καταφατικά, συμπληρώνοντας με τα γεροντίστικα αγγλικά του κάτι σαν «ηταν μακρύς ο δρόμος Σας, ma`am, μα έτσι θα είναι πιο γλυκιά η ξεκούραση Σας…» Τακτικά πλατσουρίσματα του νερού, απαλό κούνημα της βάρκας, η σιωπή της λίμνης… μεγάλοι λωτοί, που περνάνε δίπλα…
Τα μάτια έκλεισαν, ακόμα θυμάμαι – που βρίσκομαι… για λίγο ακόμα θυμάμαι… και τώρα πια οι εικόνες του ονείρου διαπέρασαν την πραγματικότητα, και μέσα στην μαργαριταρένια αντανάκλαση της λίμνης βλέπω τον εαυτό μου σε μια άγνωστη πόλη, δίπλα μου περπατάει ο Ραμ και διηγείται κάτι. Είναι ο ξεναγός μου, κάπου με πάει. Φτάνουμε σε ένα πολύ παράξενο κτήριο, και δεν μπορώ να καταλάβω, για ποιο λόγο μου φαίνεται τόσο ασυνήθιστο? Γυρίζω προς τον Ραμ, για να ρωτήσω, αλλά δεν είναι πουθενά. Στρέφω και πάλι το βλέμμα μου στο κτήριο – σαν μισογκρεμισμένο παλάτι, ή σαν αρχαίος ινδουιστικός ναός, ξεχασμένος από του θεούς και τους ανθρώπους, και κάτι σίγουρα γνωστό υπάρχει σε αυτό το μέρος… από μακριά έρχεται η αδύναμη μυρωδιά της καυτής πέτρας, βρεγμένου ξύλου… όλα αυτά τόσο οικεία, και τόσο μάκρυνα ταυτόχρονα …
– Καλώς ήρθατε, μαιμ! – με αυτές τις λέξεις η βάρκα χτύπησε στις τσιμεντένιες κολόνες, στις οποίες στηρίζονταν τα σκαλιά, που οδηγούσαν στο σπίτι.
Εγώ τινάχτηκα και ξύπνησα. Μικρή ξύλινη αποβάθρα μπροστά από το σπίτι, και πάνω της – ο νεαρός Ινδός, ντυμένος στα λευκά – φαρδύ παντελόνι και μακρύ πουκάμισο, που έφτανε σχεδόν ως τα γόνατα.
– Πώς ηταν το ταξίδι Σας?
Δεν ήθελα να του πω, ότι με κορόιδεψαν στο τουριστικό γραφείο στο Δελχί, και υποσχέθηκαν είκοσι ώρες ταξίδι αντί τριάντα, και πόσο δύσκολο είναι – να καθίσεις τριάντα ώρες πρακτικά στην ίδια στάση, και πόσο άβολο είναι σε αυτή τη στάση να κοιμηθείς, (ούτως η αλλιώς τα ξέρεις όλα αυτά από μόνος σου, τι να λέμε τώρα – ας μου ετοιμάσεις καλύτερα γρήγορα μια μπανιέρα με ζεστό νερό, μεγάλο μαλακό κρεβάτι και χνουδωτές πετσέτες…), του απαντάω με ένα ευγενικό «ΟΚ» και βγαίνω από τη βάρκα, αρνούμενη το εξυπηρετικό χέρι του Ραμ. Δεν με αφήνει μια ακαθόριστη αίσθηση, ότι κάτι πολύ σημαντικό έχει γίνει με μένα στο όνειρο μου, και εάν δεν με είχαν ξυπνήσει, οπωσδήποτε θα ανακάλυπτα το μυστικό αυτού του ναού… Ελαφρύς εκνευρισμός με τον άνθρωπο στα λευκά… Ο Ραμ αντάλλαξε μερικές κουβέντες μαζί του, συνοδεύοντας την ομιλία του με έντονες χειρονομίες, και μετά πήδηξε εύκολα στην βάρκα και έδωσε σήμα, πως πρέπει να ξεκινήσουν. Η βάρκα έφυγε από την αποβάθρα, και είδα και πάλι κάτι θλιμμένο στα μάτια του. Έπαψε να μοιάζει χαζός, και τον λυπήθηκα, όπως λυπούνται ένα στεναχωρημένο παιδί…
– Αντίο, ma`am! Ποιος ξέρει, ποτέ και πως θα ξανασυναντηθούμε, αλλά εάν κάποτε θα χρειασθείτε ξεναγό – η καρδιά μου χτύπησε αυτή τη στιγμή – ρωτήστε των Σάφι – έδειξε τον άνθρωπο με τα λευκά – θα σας πει, πως μπορείτε να με βρείτε.
Μου πρότεινε να γίνει ξεναγός μου – σαν να κρυφάκουσε το όνειρο μου! Πολύ παράξενες συμπτώσεις… μπορεί αυτό να μην έτυχε απλώς, και ο αέρας άρχισε να βουίζει επίτηδες… Τι και αν δεν μπορώ να βρω μια συγκεκριμένη ερμηνεία αυτών των συμπτώσεων, και πάλι – αυτές δεν μου φαίνονται ανόητες – την ίδια στιγμή, όταν όλα αυτά συμβαίνουν, εγώ βιώνω κάτι, που με βγάζει από τα όρια της καθημερινότητας και των συνηθισμένων νομοτελειών της ζωής. Στην ίδια τη στιγμή βρίσκεται ήδη ο οιωνός για το ότι υπάρχει και κάτι άλλο ακόμα, ας είναι απρόσιτο τώρα για την κατανόηση μου, αλλά εάν το προσέξω, ποιος ξέρει, που θα οδηγήσουν τα σημάδια αυτά?