– Θέλετε το κανονικό γεύμα ή για τους χορτοφάγους?
– Τι? Α… Ναι, για τους χορτοφάγους…
– Συγνώμη, μας τελείωσε, θα πάρετε το κανονικό?
Ορίστε, ως συνήθως – οι καλές προθέσεις…
– Με τι κρέας?
– Κοτόπουλο.
Ας είναι κοτόπουλο – πεινάω πολύ τώρα.
Το ηλιοβασίλεμα έξω από το παράθυρο λάμπει ατάραχα πάνω από τη λαϊκή το σαββατοκύριακο – φωνές, πρόσωπα, μουσική, κομμάτια της κουβέντας – στο κεφάλι μου κυριαρχεί το συνηθισμένο επίμονο χάος.
…- Να πάρει, Μάγια, καίγεται το τεύχος, και ακόμα να δω το άρθρο σου! Τα έχω βαρεθεί αυτά, τέλος πάντων! – ξανά και ξανά οι φωνές από το τηλέφωνο …
– Έρχομαι!
Πετάω το κινητό μέσα στην τσάντα, παρκάρω, περνάω το λόμπι, χτυπάω νευρικά το κουμπί του ασανσέρ, περιμένω – 10…9…8… Πόσο θα κρατήσει πια αυτό?…Γραφείο του αρχισυντάκτη, το πρόσωπο της νέας βοηθού του, το μακιγιάζ της θυμίζει τα φανάρια του δρόμου, – μου δείχνει με μια περιφρονητική γκριμάτσα:
– Εκείνος δεν είναι εδώ.
Άρα, ξέρω ποιος τρέχει τώρα γύρο από το γραφείο μου… ξέρω ακριβώς…
– Εσείς ο ίδιος με στείλατε στα εγκαίνια του εστιατορίου, Βσέβολοντ Βλαντίμιροβιτς! Έτσι και εγώ δεν πρόλαβα να διορθώσω το κείμενο, σας είχα πει το πρωί, ότι εάν πάω, δεν θα το προλάβω. Σας το είχα πει…
– Μάγια, τα εγκαίνια, οι εκθέσεις…το ξέρω, είναι βαρετά! Μάγια, είμαι δεκαπέντε χρόνια μέσα σε όλα αυτά, ως εδώ έχει φτάσει – κούνησε απελπισμένα το κεφάλι, δείχνοντας με το χέρι το λαιμό. – Αλλά αυτό είναι το ψωμί μας, το ξέρεις το ίδιο καλά με μένα, από που και ως που τα παράπονα; Ας βγάλουμε το ψωμί μας, να οικονομήσουμε, θα πας κάπου στην Αργεντινή να κάνεις το ρεπορτάζ για τις αμαζόνες… Βασικά, δεν καταλαβαίνω, γιατί μου παραπονιέσαι συνέχεια; Δεν σ` αρέσει αυτή η δουλειά?
Αν μ` αρέσει η δουλειά? Η ερώτηση αυτή έρχεται όλο και πιο συχνά, και γίνεται όλο και πιο επίκαιρη, – θέλω πάρα πολύ να τελειώσω με την δημοσιογραφία μια και καλή, μα πάντοτε βρίσκονται διάφορα «αλλά», ξανά και ξανά τρέχω έξω από το σπίτι μου μέσα στα γκρίζα πρωινά της πόλης, και επιστρέφω από ιλιγγιώδη βαβούρα αργά το βράδυ. Οι νέοι δημοσιογράφοι δεν βλέπουν τη θέση μου ούτε στα πιο τρελά τους όνειρα, και εγώ την ήθελα, όντας φοιτήτρια, μα τώρα όλο και λιγότερο καταλαβαίνω, γιατί τα χρειάζομαι όλα αυτά… Ορίστε ο αρχισυντάκτης μιας μεγάλης εφημερίδας – ολόκληρη η ζωή του πέρασε στην παλαβωμένη φασαρία των «καυτών» τευχών, υστερικών πελατών για διαφημίσεις, μέσα στα ντουμανιασμένα μέχρι τον μυελό των οστών γραφεία της εφημερίδας, με μπιφτέκια και καφέ του κυλικείου, τους εκκεντρικούς και αιώνια βιαστικούς υπαλλήλους, μέσα στο γρήγορο πέρασμα του οτιδήποτε, το οποίο μόλις πριν από δυο λεπτά έμοιαζε το πιο σημαντικό, στην αφάνεια. Και τώρα ? Είναι μόλις σαράντα ετών, και μοιάζει με στημένη λεμονόκουπα, ζυγίζει κοντά στα εκατό κιλά, τα μάτια του είναι φαγωμένα από τη νικοτίνη, είναι πάντα χάλια – μια κινούμενη μάζα του εκνευρισμού και δυσαρέσκειας. Έτσι και τώρα στέκεται μπροστά μου ( νομίζει, ότι εγώ στέκομαι μπροστά του – τυπικός εγωκεντρισμός του homo faber), είναι στο τσακ να με φτύσει από την αγανάκτηση, και δεν υπάρχει καμία ευκαιρία να του εξηγήσω έστω κάτι. Σαν κουρδισμένος μηχανισμός, που δεν σε ακούει, ίσως και να μην σε βλέπει. Όταν αυτός ουρλιάζει, τα μάτια του είναι τρομακτικά άδεια και ανόητα. Μήπως δεν ηταν κάποτε και αυτός εμπνευσμένος από την δημοσιογραφία; Αναρωτιέμαι – θέλω και για μένα μια τέτοια μοίρα;…
– Με ακούς καθόλου τελικά?? Τι με κοιτάς, σαν αρνί? Να την εκεί, ονειρεύεται… Τι θα γίνει, τέλος πάντων – προσπαθώ να μιλήσουμε σαν άνθρωποι… Άντε κουνήσου, σε περιμένουν όλοι, χωρίς το κείμενο σου η μίση σελίδα πάει κατά διάολου, τι να βάλω εκεί – τα όνειρα σου; Κανόνισε να σε στείλω για μια εβδομάδα να γράψεις τις επικεφαλίδες – θα δούμε, τι θα πεις τότε…
– Σκασίλα μου για τη μίση σελίδα σας, – πλησιάζω στο παράθυρο, κοιτάζω κάτω, – η μυρμηγκοφωλιά ζει, δεν σταματάει ούτε για μια στιγμή.
– Τι?? Δεν σου επιτρέπω!
Δεν κοιτάω καν προς το μέρος του, μα και τι να δω… και έτσι είναι φανερό, πως τώρα έχει φουσκώσει και κοκκίνισε από το κακό του. Στην αρχή μου βγήκε ανησυχία, μιας και δεν είχα σκεφτεί ακόμα για τίποτε, πως θα ζήσω μετά… στις γωνίες του γραφείου, σαν αρουραίοι απ` τις φωλιές, κοιτάνε οι συνεργάτες – κάποιοι με φόβο, άλλοι με αγανάκτηση. Αλλά ταυτόχρονα μέσα μου ξύπνησε και τέτοια χαρά…σαν να σηκώθηκε άνεμος, φυσάει στην πλάτη μου και με σπρώχνει επίμονα, εμπρός στο στοιχείο της ζωής.
Ξαφνικά ένιωσα μια έντονη επιθυμία να διώξω την ανησυχία μακριά και να κοιτάξω για τελευταία φορά στα μάτια του, να του πω, πως είμαι ένα νεαρό θηλυκό, θέλω να ζήσω, να κοιμηθώ, να φάω πατάτες με ψάρι, να κάνω βόλτες και θέλω να γαμιέμαι τέλος πάντων όχι μόνο τα σαββατοκύριακα… Οχ, αυτή θα ηταν μια βουβή σκηνή… Μα έγινε αλλιώς, – το μυαλό άρχισε αμέσως την τρελή του δουλειά – στην αρχή να επεξεργάζεται όλες τις κινήσεις, τα λόγια, για να κρύψω την παραλυτική νευρικότητα και να δείχνω καθώς πρέπει……
– Τσάι, καφέ, κρασί? – η αεροσυνοδός με κοιτάει στα μάτια με συμπάθεια.
– Όχι, μόνο νερό… ευχαριστώ…
…- Μάγια, δεν είσαι τόσο τρελή, ώστε να παρατήσεις έτσι μια Τέτοια δουλειά! Σεριόζα, έχει μπει σε σέκτα, σου λέω – δεν μπορείς να ξεγελάσεις την καρδιά της μάνας, φέρε μου γρήγορα τα χάπια … Μάγια, πρέπει να μου πεις τα πάντα, θα τα λύσουμε όλα, και δεν θα είσαι αναγκασμένη να αφήσεις τη δουλειά και να πας πουθενά, σε καμία Ινδία…. Θα πας μόνη σου??? Θα σε περιμένει εκεί κάποιος? … Εγώ έχω την παράνοια?! Τι κωλόπαιδο είσαι, πως τολμάς να μιλάς έτσι στη μάνα σου?! Θα σε κλειδώσω, μέχρι να σου φύγει η βλακεία… Πατέρα! Γιατί δεν μιλάς, πες της εσύ τουλάχιστον κάτι!!
Το πρόσωπο του πατέρα μου είναι στεναχωρημένο … δεν ήταν κάποτε διαφορετικό, όχι τέτοιο, όχι παγωμένο σε αυτή την νεκρωτική γκριμάτσα?
– Για πες, έχεις μπλέξει με τους εμπόρους? Θα μεταφέρεις τα ναρκωτικά από την Ινδία? Έχω δικούς μου ανθρώπους στο εΦμπιΑι, θα σε παρακολουθούν… Τώρα θα δεις … – σταμάτησε, μια αδύναμη χειρονομία, κοκκινισμένο πρόσωπο.
Θα δεις – τι? Δεν το ήξερε και ο ίδιος. Απλώς η παλιά λατέρνα έπαιξε μέχρι το τέλος της μελωδίας, κουρδισμένης ακόμα στα παιδικά του χρόνια… Μα αυτός είναι απλά ρομπότ! Ας ηταν μόνο αυτός…
Η Ινδία πλησιάζει λεπτό προς λεπτό, όλο και περισσότερο θολώνει η μορφή του γραφείου, των μαθημάτων της γιόγκα, ρείκι, ψυχολογικών σεμιναρίων, αντρικών προπονήσεων, φιλοσοφικών συζητήσεων στην κουζινα μέχρι το πρωί και μέχρι αηδίας, και δεν είναι πια τόσο σημαντικό, ότι η αναζήτηση των ομοϊδεατών μου είχε ολοκληρωθεί με φιάσκο, – εγώ αρχίζω μια νέα ζωή. Κάτι μέσα μου γνωρίζει σίγουρα, ότι δεν θα επιστρέψω ποτέ ξανά πίσω.
…- Άντε φύγε, μικρή πουτάνα! Το ήξερα πάντα, ότι θα βρεις κάποιον άλλον, και σκασίλα σου για τα αισθήματα μου… Δεν με αγάπησες ποτέ αληθινά. Τα συλλυπητήρια μου στον νέο σου αγαπημένο, αφού και αυτόν έτσι θα τον πετάξεις…
– Έχετε κουβέρτες? Θέλω να κοιμηθώ λίγο.
– Ναι, μισό λεπτό να σας φέρω μια.
Μαύρα παραθυράκια του αεροπλάνου, όλοι έπεσαν ξεροί, έχουν ανοίξει αστεία μερικές δεκάδες στόματα… Η κουβέρτα είναι κάπως άγρια, δεν πειράζει, θα βολευτώ…
…Οι πόρτες του γραφείου έκλεισαν. H δροσερή αυγουστιάτικη βράδια δεν μοιάζει συνηθισμένη – ο κόσμος άλλαξε, μέσα στον αέρα κουδουνίζει μια ανησυχητική και χαρούμενη προσμονή, και όλη η καλοκαιρινή μεγαλοαστική φασαρία της οδού Πoύσκινσκαγια είναι σαν χάρτινο παρασκήνιο, που μπορεί να πέσει ανά πάσα στιγμή. Τα πάντα έγιναν ημιρεαλιστικά, ασήμαντα σε σύγκριση με αυτό, που απελευθερώθηκε και τώρα με καλεί στο άγνωστο. Ανάμεσα στα σπίτια ανάβει το ηλιοβασίλεμα και για μια σύντομη στιγμή λάμπει μέσα από τα κτίρια – σαν να με καλεί από παντού. Για που?
Κατέρρευσε το όνειρο για την επαναστατική δημοσιογραφία, που γυρίζει ανάποδα τα συντηρητικά μυαλά, ανατινάζει τις προκαταλήψεις, καίει με το πνεύμα των νέων ιδεών, νέων ανακαλύψεων… ηταν ολοφάνερο από την αρχή, μα εγώ πίστευα σε αυτό μέχρι τέλος, έκλεινα τα μάτια σε κάτι το οφθαλμοφανές – αυτό είναι δειλία, βέβαια, μα πώς να παραδεχτείς στον εαυτό σου, ότι εδώ και πολύ καιρό δεν κάνεις αυτό, που ήθελες να κάνεις πραγματικά; Πώς να ανοίξεις τα μάτια και να δεις, ότι έχεις αφομοιωθεί με την απρόσωπη βιομάζα, πώς να σταματήσεις την κατρακύλα και να βγεις από αυτήν την θανάσιμη δύνη?…
– Φτάσαμε στο Ασχαμπάντ?
Νυσταγμένη, περνάω τον διάδρομο, πέφτω πάνω στο κάθισμα. Τρεις ώρες στην αίθουσα, μετά ακόμα τρεις ώρες πτήσης – μετά από έξι ώρες θα είμαι στο Δελχί… Δελχί… πόσο εξωτικό, δεν μπορώ να το πιστέψω – «εγώ πάω στην Ινδία», για δες!.. και ποιος μαλάκας σκέφτηκε να βάλει αυτά τα τρυπητά γυμνά σιδερένια καθίσματα στην αίθουσα αναμονής? Ούτε να κάτσεις, ούτε να ξαπλώσεις… Θα τον κρέμαγα από τα μπαλάκια εκείνον τον κρετίνο, που τα επινόησε αυτά… προσπαθώ να βολευτώ μια ώρα, μόνο οι εφιάλτες περνάνε στο μυαλό μου.
…Ηταν τρομακτικό να βουτήξω έτσι με το κεφάλι στην απόλυτη αβεβαιότητα, να ακολουθήσω το ανήσυχο και επίμονο κάλεσμα, ακυρώνοντας όλα τα σίγουρα και τα γνωστά. Έτσι έφυγα από τη δουλειά, επί έναν μήνα περπατούσα στο δάσος, έμπαινα στο Ίντερνετ, κοιτούσα – με τι ζει ο κόσμος, διάβαζα… μπορούσα και πάλι να διαβάζω πολύ, αλλά τα παλιά βιβλία δεν ταίριαξαν, και τα νέα – τέτοια, ώστε να με παρασύρουν, δεν έτυχαν στα χέρια μου, έτσι στην αρχή του Σεπτέμβρη είχα ήδη στην τσέπη μου το διαβατήριο, εισιτήριο με ανοιχτή ημερομηνία για έναν χρόνο και ινδική βίζα. Αποχαιρέτησα την ολόκληρη παλιά μου ζωή, έκλεισα την πόρτα του σπιτιού μου, και αυτή χάθηκε αμέσως στην ατέλειωτη αλυσίδα των γεγονότων και φαινομένων.