1. Εκείνοι βρήκαν ο ένας τον άλλο – μέσα στη σκόνη του δρόμου, μέσα στη δύνη των προσωπικών αποτυχιών, εμπνεύσεων και φασαρίας – εκείνοι βρέθηκαν. Και ήταν καλό. Ενοικίασαν ένα διαμέρισμα, η δουλειά δεν τους κούραζε πολύ – υπήρχε ο χρόνος, υπήρχε η αγάπη, υπήρχε απλώς η ξεκάθαρη αίσθηση, ότι ο κόσμος γυρίζει στη σωστή κατεύθυνση. Αυτοί επέλεξαν ένα δυάρι, στο μικρότερο δωμάτιο έβαλαν όλα τα πράγματα, και στο μεγαλύτερο εγκαταστάθηκαν οι ίδιοι για την ώρα. Στο μικρό δωμάτιο θέλησαν να φτιάξουν κάτι ασυνήθιστο – να μην έχει καθόλου έπιπλα, να είναι στρωμένο με ένα μεγάλο χαλί, με πολύ πράσινο, αέρα και φως – αλλά θα έπρεπε πρώτα να ξεμπερδέψουν με όλα τα άχρηστα.
Ένας μήνας πέρασε. Το δωματιάκι παρέμεινε αμάζευτο – μια το ένα, μια το άλλο – το ξέρετε και από μόνοι σας – η τάξη είναι όταν όλα είναι καθαρά. ενώ εάν δεν έχεις τελειώσει, νιώθεις ότι έχεις κάνει το κόπο, μα η καθαριότητα δεν φαίνεται – αδικία – έτσι και εκείνοι περίμεναν τη στιγμή, που θα έχουν αρκετές δυνάμεις για να πάρουν μια μεγάλη ανάσα και να νικήσουν με ένα χτύπημα.
Άλλος ένας μήνας πέρασε. Το δωμάτιο μετατράπηκε σε ένα ιδιαίτερο σημείο, γύρο από το οποίο περνούσαν διάφορα πειράγματα – τους άρεσε να μιλάνε ειρωνικά για τους εαυτούς τους, και συνέχιζαν να σχεδιάζουν, πόσο καλό θα είναι, όταν τελικά θα καθαρίσουν εκεί. Δημιουργήθηκε κάτι σαν ιδιαίτερο – οικογενειακό – χιούμορ, στο οποίο το δωμάτιο ήταν o ακρογωνιαίος λίθος – ήταν πολύ αστείο και πολλά υποσχόμενο. Τελικά έφτασε η Μέρα – εκείνοι σηκώθηκαν νωρίς και ξεκίνησαν δραστήρια να μαζεύουν. Θεέ, πόσα σκουπίδια πετάχτηκαν, πόση σκόνη, τα ατελείωτα βιβλία… Το βράδυ τους έπιασε στη κουζίνα – όπως λέγεται – κουρασμένοι, αλλά ικανοποιημένοι… Αυτός την αγκάλιασε, και αυτή απάντησε με γέλιο. Περνώντας δίπλα από το δωμάτιο, δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στον πειρασμό να κοιτάξουν για άλλη μια φορά. Το δωμάτιο έλαμπε. Στο πάτωμα έστρωσαν ένα χονδρό χαλί. Στη γωνία – ένας επιβλητικός φίκος. Φωτιστικά με μαλακό φως, μια άνετη πολυθρόνα – μπαίνοντας, νιώθεις μια απαλή, τρυφερή θαλπωρή – για ψυχή και για το σώμα – τίποτε δεν ενοχλούσε το μάτι – αρκετός ελεύθερος χώρος – μεγάλη ευρυχωρία στο μυαλό. Αυτοί στέκονταν στη μέση του δωματίου, αγκαλιασμένοι, και ξαφνικά ένιωσαν – πως δεν είχαν τίποτα κοινό πλέον – ότι η ιδέα αυτή, όπως αποκαλύφθηκε, ήταν το μοναδικό γεφυράκι ανάμεσα τους – και τώρα το γεφυράκι αυτό γκρεμίστηκε και στη θέση του κάπως απρόσμενα δεν βρέθηκε τίποτα. Το ζευγάρι έμεινε εκεί για περίπου είκοσι λεπτά ακόμα, δεν υπήρχε κάτι να συζητήσουν – ακόμα και οι κουβέντες φάνηκαν να μην έχουν πια κανένα νόημα. Την επόμενη αυτοί χώρισαν για πάντα.
2. Ήταν μια φοβερή πλάκα. Σίγουρα θα τη γνωρίζετε – πλησιάζεις κάποιο κορίτσι και του λες – «Μου αρέσεις…», και μετά από παύση – όσο αντέχει κανείς – για να μην προλάβουν να χαχανίσουν οι συμμαθητές, αλλά να προλάβει να ντραπεί και να συγχυστεί το κοριτσάκι, και προσθέτεις «…ειδικά για να σε κυνηγάω με τη σκούπα στο διάδρομο». Όλοι το γνώριζαν αυτό το αστείο, ωστόσο κάθε φορά έκανε όλο και πιο δυνατό εφέ. Όταν ήρθε μια νέα κοπελίτσα στη τάξη τους, ήξερε με βεβαιότητα, ότι θα παίξει αυτό το παιχνίδι μαζί της.
Εκείνη μάζεψε τη σάκα της, σκεπτόμενη συγκεντρωμένα κάτι, και πήγε προς την είσοδο. Εκείνος στάθηκε στο δρόμο της. Αυτή προσέκρουσε στον ώμο του, και ξαφνιασμένη από την αντίσταση, κάπως άβολα στηρίχτηκε στο θρανίο. Αυτός τη κοιτούσε στα μάτια. Φάνηκε – ότι όλοι κατάλαβαν τη κωμωδία, που επρόκειτο να συμβεί, και προσμένοντας το βροντερό γέλιο, εκείνος είπε: «Μου αρέσεις…» Και σταμάτησε, κρατώντας τη παύση… Το ήξερε, ότι όσο μεγαλύτερη είναι, τόσο πιο δυνατό θα είναι το χτύπημα. Πλάγια έβλεπε, ότι όλοι ετοιμάζονται να λυθούν στα γέλια, αποβάλλοντας την ένταση του μαθήματος από πάνω τους. Εκείνη δεν κοκκίνισε, η παύση αναβαλλόταν. Απλώς στεκόταν και κοιτούσε – κάπου στο βάθος – κάπου βαθιά μέσα του…
Εκείνοι περπατούσαν στο δρόμο – τα βροχόνερα ήδη άρχιζαν να στεγνώνουν.
3. Αυτός μπήκε στη πόλη το πρωί. Κάποιος μπορεί να δει κάτι συμβολικό σε αυτό, και κάποιος όχι. Εγώ προσωπικά προτιμώ να βλέπω τα πράγματα απλά – μπήκε και μπήκε. Ήδη πρόβαλλε ο ήλιος, και η άσφαλτος των στενών σοκακιών είχε ζεσταθεί λιγάκι. Η θέρμη αυτή δεν σε ζέσταινε, πιο πολύ υποσχόταν να σε ζεστάνει. Και η υπόσχεση αυτή του ήταν συμπαθητική. Τον καταλαβαίνω – η υπόσχεση είναι πάντοτε κάτι πιο φρέσκο, κάτι πιο διαπεραστικό από οποιαδήποτε οριστικότητα – μόνο αν η οριστικότητα αυτή δεν είναι άδεια στην ίδια τη βάση της, όπου τα πάντα μπορούν να πέσουν ανα πάσα στιγμή. Φυσικά και συναντούσε άλλους ανθρώπους – που έχετε δει τη πόλη χωρίς ανθρώπους – αλλά τα πρόσωπα τους ήταν καλυμμένα με ομίχλη – ελαφριά ομίχλη, η οποία σε κάποιους έκρυβε τα χαρακτηριστικά του προσώπου, ενώ σε κάποιους άλλους τα πρόσωπα δεν φαίνονταν καν. Μπορεί – να ήταν απλώς οι αναθυμιάσεις, περασμένες με τις ακτίνες του ήλιου, που έφτιαχναν αυτή την περίεργη εικόνα. Εκείνος περπατούσε δίχως κάποιο συγκεκριμένο σκοπό – είχε μόλις γεννηθεί και δεν είχε σκοπό ακόμα.
Κάποιες φορές μια η πρόσοψη του σπιτιού, μια τα αποκόμματα της ακατανόητης ομιλίας έφερναν σε αυτόν κάτι περισσότερο από μια απλή εντύπωση – μάλλον, θα μπορούσες να το πεις ανάμνηση, μα φυσικά δεν ήταν ανάμνηση, επειδή μόλις πριν από λίγο έχει γεννηθεί και απλούστατα δεν είχε τίποτα να θυμάται. Όταν η θάλασσα τον ξέβρασε στην ακτή, όταν τα δέντρα έσκυψαν και τον άφησαν από τα κλαδιά τους στη γη, τα χόρτα υποχώρησαν μπροστά του και η πορεία ήταν ξεκάθαρη και αυτό ήταν παρά πολύ απλό. Όποτε τα χόρτα τελείωσαν, η σκόνη του δρόμου στρώθηκε μπροστά του, η πορεία παρέμενε ξεκάθαρη. Καμία σκέψη δεν ερχόταν στο στέρνο του – και δεν του άρεσαν οι σκέψεις στο κεφάλι – δεν τις συμπαθούσε τόσο πολύ, ότι αυτές το ένιωθαν από μακριά και προσπαθούσαν να τον αποφύγουν. Από το βάθος τέντωναν τα περίεργα κεφάλια τους διάφορα όντα – αλλά και αυτοί βουτούσαν όσο πιο βαθιά γινόταν, όταν η προσοχή του έστρεφε το σύντομο βλέμμα της σε αυτούς. Την ώρα που περνούσε την μακριά κίτρινη πρόσοψη με άσπρα περβάζια, βαλμένα ανάποδα, βγήκε στην επιφάνεια το ψάρι με το όνομα Μοναξιά – γύρισε μερικές φορές το κεφάλι του, ο ουρανός ήταν καθαρός. Εκείνος δεν είχε ούτε το καλάμι, ούτε ένα αγκίστρι, ούτε την επιθυμία να ψαρέψει – και το ψάρι έφυγε, κουνώντας την ουρά στο ρυθμό των βημάτων του, και από όλα αυτά ένιωθε τόσο καλά, ότι ο δρόμος λύγισε από τη χαρά του και αυτός αναγκάστηκε να κάνει μια μικρή παράκαμψη γύρο από τη τρύπα στην άσφαλτο.
Στο στήθος του έχει μια τρύπα. Δηλαδή, φυσικά και ξέρουμε όλοι, ότι δεν υπάρχουν καθόλου τρύπες εκεί, μπορούμε και να το ακουμπήσουμε με το χέρι, εάν αυτός τα χάνει και δεν ξέρει – έχει τη τρύπα στο στήθος η όχι – όμως, ήταν μια τρύπα στο στήθος του – και φυσούσε ο άνεμος μέσα της, άνεμος τραβηγμένος και μοβ, ο όποιος, βγαίνοντας από τη πλάτη, έκανε στροβίλους και μπέρδευε τα μαλλιά του, που τόσο αστεία στέκονταν όρθια στο σβέρκο του.
Το κοριτσάκι καθόταν στο περβάζι του παράθυρου στο δεύτερο όροφο, με κρεμασμένα τα πόδια. Βέβαιος, και η μαμά και ο μπαμπάς της έχουν πει, ότι δεν κάνει να κάθεσαι έτσι, αλλά αυτή δεν έδινε μια για τον μπαμπά και τη μαμά, και εάν αυτοί θα πέθαιναν σε μια στιγμή – φυσικά και θα έκλαιγε, αλλά μόνο για λίγο – έτσι κλαίνε, όταν στο παιδικό σταθμό ξεριζώνουν τον ξηρό θάμνο, κάτω από το οποίο είχε συνηθίσει να κάθεται και να χαζεύει πάνω από τα κεφάλια. Αυτή καθόταν ήδη πάνω από μια ώρα – ο ήλιος είχε ζεστάνει τα ποδαράκια της, από αυτά ερχόταν ένα μαλακό γαργαλητό, περνούσε πιο ψηλά κάτω από τη φουστίτσα της και έλιωνε απαλά στις μασχάλες. Έτσι λένε – στις μασχάλες; Η λένε κάπως αλλιώς; Όπως και να έχει – στις μασχάλες τις υπήρχε μια ζέστη και γλύκα.
Όταν αυτός έφτασε στην δεντροστοιχία από λεύκες, εκείνες του πέταξαν στο πρόσωπο μια χούφτα από χνούδι. Αυτό του φάνηκε τρομερά αστείο, αλλά δεν το έδειξε, βέβαια – ας νομίζουν, ότι αυτός αδιαφορεί, ότι σκέφτεται για κάτι δικό του και μια χούφτα χνούδι για εκείνον – ε, κάτι ασήμαντο… ενώ τα πόδια του τον πήγαν στο διπλανό σοκάκι. Το βλέμμα του αμέσως έπεσε στα ποδαράκια του κοριτσιού. Ήταν τόσο νόστιμα, τα τρυφερά δαχτυλάκια, που έπαιζαν το δικό τους άγνωστο παιχνίδι, τα λεπτά τριχακια στις κνήμες και γάμπες, τα οποία μπορείς να δεις, μόνο αν πλησιάσεις τόσο πολύ, ώστε να μπορείς να αισθανθείς τη μυρωδιά του δέρματος. Αυτός ήρθε, σταμάτησε και σήκωσε το κεφάλι ψηλά. Τα ροζ λαγουδάκια χοροπηδούσαν κάτω από τη φούστα της και την εμπόδιζαν να συγκεντρωθεί. Τότε αυτός κοίταξε πιο ψηλά και είδε τα ματάκια της. Και τότε οι ουρανοί άνοιξαν και χτύπησε η βροντή.
***
– Εγώ σε ξέρω;
– Εγώ σε ξέρω;
– Εγώ σε ξέρω.
– Εγώ σε ξέρω.
– Ήταν ομίχλη, ήταν η πασχαλιά, ήταν το μαύρο χώμα, το βλέμμα μου ήταν διάφανο, η φωνή μου με πρόδωσε, ανέβηκε ένας κόμπος, το στέρνο ξεφώνισε, γύρισε ο στροβιλισμός, εγώ ξύπνησα και χτυπούσα το κεφάλι μου. Ήθελα να αποκοιμηθώ ξανά, ήμουν έτοιμος να δώσω τα πάντα για ένα λεπτό του ύπνου ακόμα – περίμενα τόσο, ονειρευόμουν τόσο, και τι – όλα αυτά θα μου δοθούν σε μια στιγμή του ονείρου; Όνειρο, καθαρό σαν δάκρυ – δάκρυα, ανώφελα, σαν το όνειρο..
– Δεν ήξερα για σένα, δεν σε είδα, στη σταγόνα του νερού δεν έβλεπα την αντανάκλαση σου, στη βοή του αέρα δεν άκουγα τη φωνή σου, είχα ονειρευτεί… Ο σκληρός φλοιός του δέντρου, το γρήγορο νερό του ρυακιού, ο απέραντος ουρανός – έτσι σε έψαχνα. Καθόμουν, με κρεμασμένα τα ποδαράκια, ο ήλιος έμπαινε στα μάτια μου, μια αναλαμπή του με τύφλωσε, και κατέβασα το βλέμμα μου. Έτσι σε βρήκα.
– Τι μπορούμε να πούμε ο ένας στον άλλο;
– Δεν είναι ανάγκη να μιλάμε.
– Το μπορούμε να κάνουμε ο ένας για τον άλλο;
– Τα πάντα έχουν γίνει ήδη.
– Πόσο ωραία.
– Πόσο ωραία. Μα τόσο νωρίς, τόσο απλά θα ζήσω τη ζωή μου; Με αυτόν το τρόπο, τόσο απλά;
– Αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο έτσι απλά.
– Και μετά τι;
– Μετά το τίποτα. Απλώς τίποτα. Συμβαίνει καμία φορά, ότι δεν υπάρχει τίποτα μετά. Υπάρχει μόνο ποιο βαθιά, μόνο αλλιώς. Τώρα – αλλιώς.
– Φοβάμαι, χαίρομαι, νιώθω πόλη γεμάτη και πλήρη.
– Ζεσταίνομαι, κρυώνω, είμαι ήρεμος.
– Θα μας αφήσουν?
– Δεν μπορούν να κάνουν τίποτα. Κοιμούνται. Κοίταξε τα μάτια τους.
– Δεν μπορούν να κάνουν τίποτα… κοιμούνται…πόσο ωραία…πόσο ωραία…δηλαδή, γίνεται, γίνεται, γίνεται! Μπορώ, να επαναλάβω χίλιες φορές – «γίνεται!»
***
Όταν άρχισε η βροχή, στο ανοιχτό παράθυρο χύθηκε το νερό και το χαλί βράχηκε λίγο – θα χρειαστεί στέγνωμα – μπορεί να μουχλιάσει ξανά – μπορεί να στεγνώσει με την ηλεκτρική σκούπα η τουλάχιστον με το σεσουάρ!
4. Σκυμμένος, αυτός πετάχτηκε από το πίσω μέρος του σκουπιδοτενεκέ – σίγουρα δεν τον περίμενε κανείς εδώ – όλοι σκορπίστηκαν, τρέχοντας. Ένας από αυτούς από έκπληξη έτρεχε κατευθείαν προς αυτόν. Αυτός πάτησε τη σκάνταλη. «Τρα-τα-τα-τα-τα» – το ξύλινο όπλο πίεσε τη κοιλιά του αγοριού, τα μάτια του φανέρωναν τον τελειωτικό πανικό – παρόλο που τον είχαν σκοτώσει, συνέχισε να τρέχει. «Τρα-τα-τα-τα-τα» – ακουστικέ πίσω του – «μην ζεις πια – πέθαινε!». Εκείνο καθυστέρησε τα βήματα. «Σταμάτα να ζεις!».
Στους θάμνους αγρία, διαπεραστικά τραγούδησε το κοράκι.
5. Ψιχάλιζε η βροχή – μια πιο δυνατά, μια πιο αδύναμα – ξαφνικά οι σταγόνες άρχισαν να χτυπούν όλο και πιο γρήγορα – και όλος ο κόσμος γύρο από τη στάση του λεωφορείου ζωντάνεψε – οι άνθρωποι βιάζονταν να μπουν κάτω από το πλησιέστερο στέγαστρο. Με την άκρη του ματιού μου είδα, πως δυο ηλικιωμένες γυναίκες αποχαιρετούσαν η μια την άλλη – όπως πρέπει – προφανώς για μερικά λεπτά τα χείλη τους αναμασούσαν τις συνηθισμένες φλούδες των λέξεων, τα πρόσωπα τους αγαθά-πλίνθινα. Εκείνη, που περίμενε το λεωφορείο, μάζεψε τις τσάντες της βιαστικά και άρχισε να κουτσαίνει. Ξαφνικά το πρόσωπο της άλλης αλλοιώθηκε, και με μια ψηλή φωνή φώναξε – «δεν θα έρθει άλλο λεωφορείο». Ο αέρας γέμισε με ανησυχία, δημιουργήθηκε μια δύνη – δυο γυναίκες γυρίζανε μέσα σε αυτήν, ενώ τους περικύκλωνε η ήσυχη μάζα του όχλου. «Δεν θα έρθει το άλλο λεωφορείο» – συνέχιζε να φωνάζει αυτή, επίμονα και ανόητα. Η γυναίκα, που έτρεχε, γύρισε το κεφάλι της – αυτή χαμογελούσε, και από το χαμόγελο της θα μπορούσες να δεις – πόσο φοβάται και ντρέπεται – ντρέπεται, επειδή έχει φοβηθεί τρομερά. «Δεν θα έρθει το άλλο λεωφορείο» – φώναξε για άλλη μια φορά η άλλη γυναίκα, έκανε τη στροφή και έφυγε. Όλοι ρουφήχτηκαν στο λεωφορείο. Η δύνη εξαφανίστηκε.
Όταν έφτανα στο σπίτι μου, συνάντησα έναν γερο με το σκύλο – περίεργο… Και λένε ότι γυρίζει με τη κοσσα… Και δεν θα έπρεπε να βολτάρει εδώ – τα κατάλαβα όλα και έτσι. Τι αδιακρισία! Έφερνα στη τσάντα μου τα νόστιμα λουκούμια, εντωμεταξύ!