Ο Κάρολος Δαρβίνος γεννήθηκε το 1809. Ήταν ένας λαμπρός επιστήμονας, στο έργο του οποίου («Η καταγωγή του ειδών») διατυπώθηκε και μελετήθηκε για πρώτη φορά η θεωρία της εξέλιξης. Η θεωρία αυτή δημοσιοποιήθηκε το 1859, και παρά την υποστήριξη της επιστημονικής κοινότητας της εποχής, υπέστη μανιασμένη επίθεση από την πλευρά των θεολόγων. Στον Δαρβίνο ανήκουν και άλλα επιστημονικά έργα. Η ταφή του έγινε στο Αβαείο του Ουέστμινστερ. Θεός φυλάξοι να γίνω ένα τέτοιο παράγραφο στην εγκυκλοπαίδεια.
Σήμερα, βγαίνοντας από το σπίτι, αμέσως ένιωθα την ξεχωριστή πρωινή μυρωδιά – η μυρωδιά αυτή μαρτυρούσε, η μυρωδιά αυτή υπενθύμιζε, η μυρωδιά αυτή προκαλούσε να απαντήσεις.
Η σοφία, που ενώνει – είναι μια μωρολογία, ανοησία και βλακεία. Ο ηθικισμός, η θρησκοληψία, ο σολιψισμός, αυτοματισμός, η μηχανή του κιμά, το περβάζι, η ανοιχτή τηλεόραση – η σειρά αυτή δεν έχει τελειωμό, είναι υπνωτική, αυτή η τάξη είναι θανάσιμη. Μετά από απομάκρυνση από το ταμείο, ουδέν λάθη αναγνωρίζονται. Ο πελάτης πάντα έχει δίκιο. Σκληρός νόμος, αλλά νόμος. Μην του δίνεις αφορμή. Μην φυτρώνεις εκεί που δεν σε σπέρνουν, άλλα τα λεγόμενα κι άλλα τα γενόμενα, λαγός τη φτέρη κούναγε, κακό της κεφαλής του. Να είσαι έτοιμος. Δέκα φορές μέτρα, μια κόβε. Λατρεύω τη ζωή, λατρεύω τη τρυφερότητα, λατρεύω να τεντώνομαι στο πρωί στο κρεβάτι, λατρεύω να νιώθω τη μοναξιά σαν σωτήριο πόνο, στο τσόφλι του οποίου ίσα-ίσα, ανεπαίσθητα, λάμπει μια ασημένια κλώστη, που οδηγεί στο άγνωστο.
Κοιτάξτε, πως ταιριάζουν τα κίτρινα μπιμπελό, τα έπιπλα-αντίκες, οι πίνακες στις οβάλ κορνίζες, και ένα φρέσκο μπουκέτο λουλούδια μέσα στο γιαπωνέζικο βάζο. Εδώ είναι η καμαρούλα μου, καθίστε όπου σας βολεύει.
Θα ροκάνιζα με τα δόντια μου αυτούς τους τσιμεντένιους τοίχους. Δώστε μου να φάω εκείνο το βάζο, τη ρόμπα με τις παντόφλες, αυτά τα παραδεισένια λιβάδια. Η μανία με τη στολή της ταπεινοσύνης. Παράλογο μένος. Τι σκέφτεται ο σκύλος, πώς μεγαλώνει το πεύκο, που μένει ο σκαντζόχοιρος – μας περιβάλλει ανθρωποποιημένη φύση, μας περιβάλλουν τα απαίσια φαντάσματα της συναισθηματικής αδυναμίας. Εγώ βλέπω αλλιώς. Ο σκύλος – έχει υγρή μύτη, ανεβοκατεβαίνουν τα πλευρά του, η ουρά είναι έτοιμη να χτυπήσει, τα μάτια του πονηρά. Το πεύκο – έχει υγρή μύτη, ανεβοκατεβαίνουν τα πλευρά του, η ουρά είναι έτοιμη να χτυπήσει, πονηρά μάτια. Όλα αυτά εγώ τα βλέπω αλλιώς. Εγώ κοιτάω και αυτή είναι η ουσία της στιγμής. Εγώ δεν ζω, και σε αυτό είναι η ζωή, και σε αυτό είναι η αναπνοή μου. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να είναι; Ένα ελαφρύ χαμόγελο, που έχει ξεφύγει από τα μάτια – περνάει σαν το καπνό της φωτιάς – εξαγνιστικά και επώδυνα.
Θα είμαστε, θα γίνουμε, είμαστε πολλοί, είμαστε λίγοι, χρειαζόμαστε αυτούς, επτά επί οκτώ, γιατί είναι τόσο δύσκολο, και τι – δεν είναι; Όχι. Κατά τη γνώμη μου – όχι. Εμείς παρατηρούμε. Εμείς πάντοτε παρατηρούμε, και τα ίχνη μας είναι δύσοσμα, η βρομιά τους φτάνει και μας περιτυλίγει. Η κραυγή είναι στιγμιαία, αλλά η οσμή της για καιρό ακόμα διεγείρει το σάπιο μυαλό, η συναίσθηση πέθανε, πριν γεννηθεί – γιατί να το χρειαστούν – έχουν τη βρόμα τους. Και είναι αρκετή για αυτούς. Ας βρωμάνε. Ενώ εγώ θα ζήσω αυτήν την συναίσθηση. Η σκέψη, εφόσον έχει γεννηθεί στην ηδονή της συναίσθησης, πρέπει να ζήσει τη ζωή της σεμνά και με όρεξη και να πεθάνει, να διαλυθεί, και εάν η μοίρα της είναι για μια στιγμή, ας είναι αυτή η στιγμή – θα πεθάνει και δεν θα αφήσει κανένα σημάδι μέσα μου, και δεν θα κλείσει το δρόμο για τις άλλες, δεν θα γίνει μαυσωλείο, δεν θα δεθεί κόμπο.
«Αυτή η σπίθα δε θα αρκεστεί ούτε με τον πατήρ, ούτε με τον υιό, ούτε με το άγιο πνεύμα, ούτε με την τριάδα, όσο το καθένα από τα τρία πρόσωπα είναι κλεισμένο στην αυτοτέλεια του. Λέω την αλήθεια, αυτό το φως δεν θα αρκεστεί με το εύγονο έμφυτο της θήκης φύσης. Θα πω και κάτι άλλο, που θα ακουστεί ακόμα πιο παράξενα – ορκίζομαι στην ιερή αλήθεια, ότι για το φως αυτό δεν αρκεί η απλή ακίνητη θεϊκή φύση, η οποία δεν δίνει τίποτε και τίποτα δεν απορροφά, και ακόμα παραπάνω: το φως διψά να μάθει, από που έρχεται αυτή η φύση, διψά για απλή βασιμότητα, για σιωπηλή έρημο, όπου δεν θα βρεις ποτέ τον διαχωρισμό, δεν υπάρχει ούτε πατήρ, ούτε ο υιός, ούτε και το άγιο πνεύμα, στα εσωτερικά έγκατα, στην αδέσποτη μονή – εκεί το φως βρίσκει την γαλήνη του, και εκεί είναι πιο ολοκληρωμένος, παρά στον εαυτό του, διότι το στερέωμα εδώ – απλώς η γαλήνη, στην ουσία της μέσα ακίνητη. Εξαγνισμένο με αυτό, το φωτισμένο πνεύμα κατεβαίνει στο θεϊκό σκοτάδι, στην σιωπή και απερίγραπτη ομόνοια, και σε αυτή τη βύθιση χάνει όλα τα όμοια και ανόμοια, και σε αυτό το κενό το πνεύμα χάνει τον εαυτό του και δεν ξέρει πλέον τίποτα ούτε για τον Θεό, ούτε για το ίδιο, ούτε για το όμοιο, ούτε για το ανόμοιο, επειδή τώρα βυθίστηκε στην Θεϊκή ομόνοια και έχασε όλους στους διαχωρισμούς».
Μου λένε – είσαι κάθαρμα, είσαι αλήτης, πρέπει να σε συνθλίψουν, να σε κόψουν, και το μόνο που μου μένει είναι να ακούω, να ακούω και να καταλαβαίνω – ο γκρεμός είναι απύθμενος. Ο υπέροχος απογευματινός ουρανός, πυκνές νεφώσεις, χλωροί κωνοφόροι θάμνοι, το χιόνι στα πεσμένα φύλλα. Τώρα εσύ η ίδια είσαι ομορφιά, για την οποία μπορείς μόνο να ονειρευτείς, την οποία μπορείς να δεις καμιά φορά, να τη νιώσεις, αλλά ποτέ δεν θα ενωθείς μαζί της. Σαν το δάσος – είναι δίπλα, αλλά δεν είναι δικός μου, σαν τα βουνά – είναι μέσα στην ψυχή μου, αλλά είμαι μακριά από αυτά – εσύ είσαι τώρα για μένα και η θάλασσα και τα βουνά και το δάσος, όλο αυτό είσαι εσύ – τόσο μικρό κοριτσάκι.
Και στο ξερό κλαδί υπάρχουν λουλούδια.
Στο θόρυβο του ρυακιού, στην βοή των βαγονιών, στο θρόισμα των φύλλων καμία φορά περνάει η καταπληκτική μελωδία των άγνωστων οργάνων – δίχως μοτίβα, δίχως τα συνηθισμένα ανθρώπινα ιδιώματα. Όμως υπάρχει και η άλλη μελωδία – το σύνολο των στιγμιαίων συναισθημάτων, που δεν έχουν επιβαρυνθεί με τίποτα ανθρώπινο (με εκείνο το ιδιαίτερο – υπερβολικά ανθρώπινο), το οποίο καμία φορά δημιουργεί την μεγαλειώδη, σχεδόν αναπάντεχη για το εσωτερικό ανθρώπινο αυτί μελωδία της μοίρας.
Οποίος έχει ακούσει τον ήχο της, ξέρει – δεν υπάρχει πιο μεγαλοπρεπή χορωδία, εκτελούμενη από μυριάδες φωνές, ξέρει – εδώ αγγίζει το πιο μύχιο μυστήριο – παίρνει στα χέρια του την καρδιά του κόσμου.
Ενίοτε μου φαίνεται, ότι δεν υπάρχω. Δηλαδή, δεν υπάρχω καθόλου. Μου φαίνεται, ότι το ελαφρύ φύσημα του αέρα μπορεί να διαλύσει τη σκόνη της ύπαρξης μου και όπως ο καθαριστής σκουπίζει τα φύλλα από το πεζοδρόμιο – έτσι θα σκουπιστεί και αυτό, που κάποτε ονομαζόταν εγώ. Και θα επιστρέψω σε αυτό, από το οποίο είχα δημιουργηθεί – στο χώμα, στον άνεμο, στο χιόνι, στην περιέργεια. Μπροστά από τα μάτια μου επίμονα στέκεται η εικόνα – πως στην απόμερη καλύβα στα βουνά εκτός χρόνου διαμένουν στα βάθη της καρδιάς τους οι γέροντες, η μοίρα των οποίων είναι ασύλληπτη, και τους ήρθε η ιδέα να ενώσουν τα άγνωστα ρεύματα της συνείδησης και να φτιάξουν ένα ζωντανό ον, χαρίζοντας του όλα αυτά, που δίνουν στον άνθρωπο την δυνατότητα να πει, ότι υπάρχει – ο καθένας έδωσε στο παιχνιδάκι του ο, τι μπορούσε – αισθήσεις, εντυπώσεις, αναμνήσεις, σκέψεις, αγάπη – όλοι δώσανε από κάτι και εμφανίστηκε ο άνθρωπος. Θα παραμείνει κάτι, όταν η φαντασία και το ενδιαφέρον τους για το παιχνίδι θα εξαντληθεί; Τα ρεύματα θα επιστρέψουν, και την ίδια στιγμή εγώ απλώς θα εξαφανιστώ. Νομίζω, ότι μου δίνουν μια ευκαιρία να απαντήσω μόνος μου σε αυτό το ερώτημα – θα είμαι αρκετά ενδιαφέρον για αυτούς; Θα μπορέσω να τους κερδίσω με τη δύναμη της ειλικρινείας μου;
Όταν ακούω Matia Bazar, με καταλαμβάνει μια γλυκιά δίψα για θάνατο. Μήπως δεν είναι ο θάνατος καθόλου; Μήπως είναι η ίδια η ζωή; Η καρδιά μου σφίγγει και βλέπω μια αναλαμπή του ήλιου κάπου βαθιά μέσα μου. Ασυναίσθητη αγάπη και θάνατος – πάνε χέρι- χέρι στον άγριο κυματισμό της ευτυχίας.
Ένα άλογο και ένας σκαντζόχοιρος έκαναν βόλτα στην ομίχλη του Κρονστάντ, και από πάνω τους ήταν μόνο ένα φύλλο, και αυτό το φύλλο πετούσε και απομακρυνόταν πάλι σαν το Λουί ντε Μπρολί (Luis de Broglie) από τα παιδικά μου όνειρα, σαν την κακή απεραντοσύνη του Μπερντιάγεφ – σαν το φαλλικό σύμβολο των Ινδών, υπαινισσόταν για το μη υπαινισσόμενο. Δηλαδή, βασικά, η ασπλαχνία και η μαλθακότητα υπήρχαν σε αυτήν την άχαρη εικόνα του τρεμάμενου φύλλου. Έβλεπα το όνειρο: μια χοντρή αράχνη κάθονταν, με κρεμασμένα τα ποδαράκια της. Δυο μήνες πριν είχα γνωρίσει μια κοπέλα με ανδρικό όνομα στη διεύθυνση της. Τότε το είχα γράψει, και τώρα αυτό επέστρεψε. Μια γεύση του ανδρόγυνου. Στέρεο των φυλών. Η Έχιδνα που χαχανίζει. Το νόστιμο βιτριόλι. Εκείνη η αράχνη μας κορόιδευε, γελούσε με τον άμορφο σχηματισμό, τον οποίο οι άνθρωποι ονομάζουν συνείδηση. Η συνείδηση είναι σαν το μανιτάρι, που φυτρώνει στο δέντρο – μοιάζει με μανιτάρι, αλλά στην ουσία είναι απλώς σκέτη κυτταρίνη. Να για πιο πράγμα σκέφτομαι. Πολύ σοβαρά. «Πώς σε φωνάζουν;» – τη ρώτησα. Και που; Επειδή εάν σε φωνάζουν – σε φωνάζουν οπωσδήποτε κάπου. Πώς νιώθει ο άνθρωπος, τον οποίο παθητικά προσκαλούν σε θάνατο; Θυμάμαι το χιόνι, που γλιστρούσε κάτω από τα πόδια μου, τον πάγο, που έχει γείρει και μια σκληρή απόφαση : «εάν δεν αντέξουν οι άγκυρες – θα καρφωθώ με τα δόντια μου». Και υψώνοντας την αξίνα σαν σημαία, πήγαινα στα μέρη, όπου δεν με έχει καλέσει κανείς – και εκεί ήμουν ευτυχισμένος. Ο ωκεανός των ανθισμένων λουλουδιών στην κοιλάδα Τσιναντάλι. Η παλίρροια της ολάνθιστης σακούρας στις παρυφές της Φούτζι – σέρνεται ακόμα εκείνο το σαλιγκάρι, η έχει φτάσει και μαζί με αυτό τελείωσε η υπέροχη εποχή των στοίχων και αιώνιας αγάπης;
Να είσαι σαν ρεύμα, σαν ρυάκι – απλώς να κυλάς.
Όταν βλέπω τον γέρο, που προχωράει αργά στον δρόμο με το βρόμικο κουβά στα χέρια του, με τις παλιές λαστιχένιες μπότες του παρά το καύσωνα, – βλέπω στα μάτια του την κατανόηση του ότι τίποτε δεν είναι εφικτό πια, ότι κανένας στόχος δεν μπορεί να περάσει πια στο κεφάλι του – δεν υπάρχουν ούτε δυνάμεις ούτε και ο χρόνος για την επίτευξη του. Δεν υπάρχει τίποτα – μόνο αυτό που υφίσταται τώρα – αυτός ο δρόμος, αυτή η καυστική ζέστη, ο κόσμος αντανακλάται στο κεφάλι του και δεν αφήνει ίχνος – σαν το φεγγάρι στα νερά. Υπάρχει κάτι σε αυτό, για το οποίο θέλεις να σταματήσεις. Να σταματήσεις, για να σταματήσει ολόκληρος ο κόσμος. Και να το βιώσεις τώρα – όταν υπάρχουν ακόμα δυνάμεις, για να το καταφέρεις, για να το πάρεις σαν τη δύναμη της ζωής, και όχι σαν τη φρίκη της απελπισίας.
Να ρισκάρεις με τη ζωή – πόσο ασήμαντο. Είναι το μόνο που κάνουν όλοι γύρο μου – πως αλλιώς θα μπορούσες να ονομάσεις την ανόητη μιζέρια τους. Ενώ να ρισκάρεις τον θάνατο – να ρισκάρεις τον θάνατο – αυτό είναι κάτι!
Οι εκρήξεις του γέλιου, τα χτυπήματα των μαστίγιων, τα σκισμένα σύννεφα, η μυρωδιά του σαπισμένου γρασιδιού – έτσι ηρέμησα εγώ το μυαλό μου.
Όταν δεν υπάρχει η μουσική – τότε γεννιέται η μελωδία του σαμάντχι, όταν δεν υπάρχει το πάθος, – γεννιέται το πάθος του σαμάντχι, όταν δεν υπάρχει το μυαλό – γεννιέται το μυαλό του σαμαντχι. Όταν γεννιούνται και τα τρία, πεθαίνουν, και γεννιέται το σαμάντχι. Όταν γεννιέται το σαμάντχι, δεν υπάρχει τίποτε άλλο να πεις.
Όταν σήμερα βγήκα από το σπίτι μου – ένιωθα κάποια μυρωδιά – ήταν η μυρωδιά από τη σκιά του πουλιού, ήταν η μυρωδιά από το θρόισμα του κοντινού δέντρου, ήταν η μυρωδιά της ρωγμής στην άσφαλτο.
Οι τυφλοί βλέπουν μόνο τους τυφλούς, οι κούφοι ακούν μόνο τους κούφους. Μάλλον δεν περιμένω τίποτα πια εδώ. Κάθε μέρα όλο και πιο μακριά. Κάτι ξεγλιστρά ανεπίστρεπτα, και το νιώθω με όλο μου το κορμί, με όλη τη ψυχή – με όλα αυτά, που υπάρχουν μέσα μου. Δεν μπορείς να κάνεις τις τρύπες στα μάτια, για να βρουν το φως τους. Η ανάβλεψη γίνεται από μέσα, έτσι και θα έπρεπε να έρχεσαι – εκ των έσω, και αυτό σημαίνει – εκ των έσω του εαυτού μου, και αυτό σημαίνει – πρέπει να φύγεις, για να έρθεις. Έχετε γεια, λοιπόν.
Η κατάσταση του μυαλού, μη βρισκόμενου κάπου. Η κατάσταση του μυαλού, με την οποία η σκέψη δεν γεννιέται, καθαρή επιφάνεια του ωκεανού, φανερωμένο βάθος. Πεταμένη πέτρα αμέσως βουλιάζει και εξαφανίζεται, και τα νερά απλώς κλείνουν πάνω της και τα κύματα δεν υπάρχουν. Το πρόσωπο του ανθρώπου, σκυμμένου πάνω από τα νερά, συναντά μόνο την αντανάκλαση του, πίσω από την οποία λάμπει το απέραντο βάθος.
Προσπαθώ να βρω τις ασυνήθιστες συναισθήσεις. Για παράδειγμα, να φανταστώ, ότι τώρα θα με σκοτώσουν, και το κρύο, που με πιάνει με αυτή τη σκέψη, και το αραιό δάσος, που θα πρέπει να πάρει το σώμα μου αποκτά μια απόχρωση του απερίγραπτου αρώματος της αιωνιότητας. Υπάρχει σε αυτό ένα απλό όργιο της καταναλωτικής φαντασίας; Δεν νομίζω.
Μάλλον είναι ένας τρόπος να αγγίξεις τις νέες χορδές της κοσμοαντίληψης, να φύγεις από τα στερεότυπα της πρόσληψης. Οι αισθήσεις γίνονται πιο ζωντανές και διάφανες – μέσα τους αρχίζω να βλέπω τον άκαιρο άξονα της ύπαρξης με το ατσαλένιο χρώμα. Η να φανταστώ, ότι κάθομαι κάτω από το δέντρο στο σαμάντχι – με αυτό φεύγει η κάθε λανθασμένη υπευθυνότητα, μπορεί ακόμα και να έρθει το σαμάντχι. Κάποια σύνολα των συναισθήσεων σαν να μετατοπίζουν την αντίληψη σε ένα άγνωστο πλαίσιο. Η τέχνη της δημιουργίας τέτοιων αντιλήψεων είναι αναμφισβήτητα μια ύψιστη τέχνη, και από την άλλη – μπορεί να είναι η ουσία της τέχνης. Φυσικά, ο καθένας το ορίζει για τον εαυτό του, τόσο το περίεργο, ότι ενίοτε πολλοί άνθρωποι βρίσκουν σε αυτό την ίδια εντύπωση.
Μου είναι πολύ οικεία η μορφή της τέχνης, εκφραζόμενη στα γιαπωνέζικα χάι-κου και τάνκα. Η σειρά των εικόνων – και έκρηξη της κίνησης στην διαφορετική συναίσθηση. Ερώτηση – πόσο ποικιλόμορφα είναι τα σύμπαντα, στα οποία ταξιδεύει η αντίληψη μου; Σίγουρα σε αυτά υπάρχει τουλάχιστον ένα κοινό – είναι ο ίδιος ο θαυμασμός μου για το ότι αντιλαμβάνομαι τον κόσμο αλλιώτικα. Η συνήθεια για την μετατόπιση της αντίληψης με προετοιμάζει να βρίσκω τον δρόμο σε αυτό, το οποίο είναι το και το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα μου – στο σαμάντχι.
Ο θόρυβος, που εμποδίζει την συγκέντρωση και την βύθιση στον εαυτό μου – ακούγεται μόνο όποτε ο νους έχει επιβαρυνθεί με τη σκέψη. Όταν ο νους επιστρέφει στη φύση του, όπως ήταν πριν εμφανιστούν οι σκέψεις – δεν υπάρχουν τα εμπόδια. Το ίδιο το εμπόδιο είναι κάτι, που στέκεται μέσα στο ρεύμα και το εμποδίζει. Όταν δεν υπάρχει το ρεύμα, δεν υπάρχει και το εμπόδιο. Όταν δεν υπάρχει ρεύμα, δεν υπάρχει και το εμπόδιο, τότε δεν υπάρχει και η απουσία του ρεύματος και η απουσία του εμποδίου. Συγκεκριμένα τότε πραγματοποιείται το ρεύμα. Οποίος ξέρει – θα το καταλάβει. Γιατί δεν είμαι τώρα στο σαμάντχι; Αυτή είναι η μοναδική ερώτηση, που θέλω να θέτω στον εαυτό μου, όταν γενικά υπάρχουν οι ερωτήσεις.
Όταν σήμερα βγήκα από το σπίτι μου – ένιωθα μια μυρωδιά – ήταν η μυρωδιά του θανάτου.
Κάτι που με θίγει κατευθείαν στη καρδιά – είναι η παροδικότητα όλων αυτών που συμβαίνουν. Τίποτα δεν είναι στέρεο στον κόσμο μου. Και στον κόσμο εκείνων, όπου τα πάντα είναι μόνιμα και στέρεα και εκ των προτέρων καθορισμένα και συνδεδεμένα με την αίσθηση του καθήκοντος η του φόβου – εκεί είναι ακόμα χειρότερα. Εκεί είναι η σαπίλα. Η ανοιχτοσύνη της καρδιάς για τις ανοικτές καρδιές γεννά έναν θαυμάσιο κυματισμό της αγάπης – είναι παράφρονος με την έννοια του ότι δεν υπολογίζει τίποτε, ούτε καν τον εαυτό του. Ο κυματισμός αυτός είναι άκαιρος, επειδή κάθε στιγμή αναγεννιέται εκ νέου και δεν μένει πουθενά αλλού – ούτε στο παρελθόν, ούτε στο μέλλον, ούτε και στο παρόν – ανάμεσα στους καιρούς, δίχως διάρκεια. Όταν η κατάσταση τελείωσε και τα γεγονότα της περασμένης βραδιάς καλύφθηκαν με ένα λεπτό στρώμα σκόνης, τότε ο νέος κόσμος εμφανίζεται μπροστά στα μάτια μου, αλλά στον κόσμο αυτό δεν υπάρχουν πια δυο καρδιές, υπάρχει μόνο τρυφερό κοίτασμα των αναμνήσεων – σαν τη γραμμή της ομίχλης, η οποία αναπόφευκτα θα διαλυθεί κάτω από το ανατέλλον πρωινό ήλιο… Και ο θάνατος και η ζωή ενώνονται τη στιγμή του αναπόφευκτου χωρισμού – και ο θάνατος και η ζωή βρίσκουν εδώ το ουδέτερο έδαφος, στον οποίο υπογράφουν την ειρήνη στο χυμένο αίμα των αισθήσεων και τα χέρια τους ενώνονται πάνω από τα δικά μας και τα βλέμματα μας μπερδεύονται στο σκυθρωπό φως των θαυμάσιων αναλαμπών της αιώνιας αυγής. Είναι η αυγή της νέας ανθρωπότητας, είναι η καταιγίδα των αλλαγών στον χώρο και τον χρόνο, αλλά ο κάθε παρασυρόμενος κόκκος άμμου τρίζει στην μυλόπετρα της Κάλι.
Υπάρχει στο κέντρο αυτής της πέτρας η παλιά καλύβα, στην οποία μένουν αιωνόβιοι γέροντες – οι γενειάδες τους είναι τα ρεύματα της αιωνιότητας και η καρδιά τους απαρνούμενη. Αλλά δεν το θέλω. Καλύτερα να μπω στο μάτι του κυκεώνα και να περιμένω, ωσότου θα με σκίσει σε κομμάτια και θα με σκορπίσει πάνω από τον ωκεανό – τουλάχιστον – έτσι η ψυχή μου θα είναι ελεύθερη στο απέραντο του διαστήματος.
Εγώ ποτέ δεν διαβάζω αυτά, που γράφω.
Γύρο μου για εκατοντάδες χιλιόμετρα το άσπρο χιόνι, άσπρος ουρανός, άσπρες κορυφές – ο άνεμος που βουίζει γυμνώνει τα βράχια και τα σκεπάζει ξανά. Είμαι μόνος μου στη μέση αυτής της φριχτής αιωνιότητας – και δεν μπορείς να κάνεις ούτε βήμα προς τον αγαπημένο σου άνθρωπο – το βαθύ χιόνι θα καταπιεί την οποιαδήποτε προσπάθεια. Τρόμος. Εξαγνιστικός τρόμος. Τον δέχομαι με ευγνωμοσύνη – ξέρω, ότι θα παρασύρει με τη σκληρή του σκούπα ο, τι ασήμαντο, πρόσθετο, και θα μείνει μόνο η αγρία ανάγκη για αγάπη, σκληρό πάθος, το οποίο βιδώνει μέσα του όλο μου το κορμί, όλη την ψυχή μου, και όποτε αυτός ο τυφώνας θα πιαστεί και θα παρθεί στην αιωνιότητα πάνω από της υψηλές κορυφές – τότε θα έρθει η κρυστάλλινη καθαριότητα, μέσα από την οποία φαίνεται αυτό, που δεν μπορεί να κατανοηθεί ούτε από τη καρδιά, ούτε από το μυαλό. Η άγρια νότα του φθινοπωρινού άνεμου. Δεν θα σε ξεχάσω, όσο ζω. Κύματα στα μάτια. Αποκόμματα των στοίχων. Ρίγος. Καρδιοχτύπι. Σφιγμένες γροθιές. Το βλέμμα διαπερνά τα πάντα, ακόμα και το κενό δεν είναι εμπόδιο για αυτό.
Είμαι 30. Έχω ήδη γκρίζα μαλλιά. Τα κοιτάζω και καταλαβαίνω – τα ειλικρινά συναισθήματα δεν περνούν έτσι απλά. Κάποτε το εφόδιο της αντοχής θα τελειώσει. Κάποτε θα αφήσω αυτή τη γη, αυτούς τους ανθρώπους, που αγαπώ πιο πολύ και από τη ζωή μου, αυτά τα ζώα, τα οποία αγαπώ περισσότερα, απ` ότι αγαπώ κάποιους ανθρώπους, αυτά τα βουνά με το απέραντο τρόμο τους, αυτή τη θάλασσα μα τα ψηλά νερά της. Εγώ θα φύγω και αυτοί θα φύγουν και που θα συναντηθούμε όλοι μαζί; Που θα βρεθούμε; Αγαπημένη – εμείς που θα βρεθούμε;
Ασχολίες, τις οποίες εμείς βρίσκουμε για τους εαυτούς μας – θυμάμαι τους καιρούς, όταν πραγματικά με ενδιέφερε κάτι. Με ενδιέφερε η μελέτη των γλωσσών, των μαθηματικών, της φυσικής, έψαχνα κάτι στις ψυχολογικές σπουδές και στην φιλοσοφία των νεοπλατωνικών, αναμασούσα τις ιστορίες των άγνωστων για μένα και μακρινών ανθρώπων, έκλαιγα με την δυστυχία των λογοτεχνικών ηρώων και ήμουν ευτυχισμένος, όταν αυτοί τελικά αποκτούσαν την ευτυχία. Και γνωρίζω πολλούς ανθρώπους, που έκαναν όλα αυτά πριν από εμένα και ακόμη το κάνουν. Δεν υπολογίζω αυτούς, που το κάνουν από ανάγκη – αυτούς που το έκαναν επάγγελμα. Εννοώ αυτούς, που βρίσκουν την έμπνευση σε αυτό. Και δεν το καταλαβαίνω. Διότι εάν κοιτάξεις ειλικρινά σε αυτές τις ασχολίες, γίνονται στάχτη. Μυθικά πρόσωπα η όχι – και πάλι είναι μόνο τα πρόσωπα. Η επιστήμη είναι απλώς μια επιστήμη. Όλα περιορίζονται στο ίδιο το αντικείμενο της μελέτης. Η οποιαδήποτε δραστηριότητα περιορίζεται με το ίδιο το αντικείμενο της. Και αργά η γρήγορα έρχεται η πτώχευση της ψυχής.
Βέβαια, μπορείς ατελείωτα να καταβάλλεις κάποιες προσπάθειες για την υποστήριξη και καλλιέργεια των ενδιαφερόντων σου, αλλά μόνο στις σποραδικές στιγμές της σπάνιας ψυχικής χαλαρότητας. Όμως, όταν η περίοδος της ενεργειακής παρακμής θα περάσει, τότε εκ νέου σε βγάζει στην κορυφή του κύματος και σε φέρνει κάπου. Μήπως είμαι απλώς άρρωστος; Αλλά όχι, βλέπω όλα τα στάδια του δρόμου μου, και βλέπω, ότι όλα ήταν τίμια και ότι δεν υπάρχει άλλη έκβαση, ότι εάν θα ξεκινούσα από την αρχή, θα έπρεπε να ξαναπεράσω όλα αυτά. Εάν αυτό είναι αρρώστια – ας λέγεται έτσι. Τότε, λατρεύω να αρρωσταίνω. Τότε, δεν υπάρχει λόγος να κοιτάω πίσω. Τότε, πρέπει να σηκωθώ και να πηγαίνω. Μπρος τον εαυτό μου. Να προϋπαντήσω το πουθενά. Ανέκαθεν ήθελα να αγαπήσω. Είναι αλήθεια, όσο και να ντρεπόμουν γι` αυτήν μικρός, και όσο και να τη κρύβω από τα αδιάκριτα βλέμματα τώρα. Ανέκαθεν ήθελα να αγαπήσω. Ανέκαθεν πήγαινα να το συναντήσω. Μπορεί κάποιος να πει το ίδιο για τον εαυτό του; Θα ήθελα να δω αυτόν τον άνθρωπο. Απεχθάνομαι τα στοιβάγματα των θεωρητικών, οι οποίοι είναι έτοιμοι να συνοψίσουν τα πάντα στο άθλιο σύμπλεγμα της κατωτερότητας. Πάντοτε βρίσκεται ο πονόψυχος, που με ευκολία θα εξηγήσει την ανάγκη μου; για την αγάπη ως απλή ανάγκη να αγαπήσω τον εαυτό μου, στην απλή συλλογή της προσοχής, στραμμένης προς το μέρος μου, στην απλή ανταλλαγή των ειδών, όπου το βασικό κεφάλαιο είναι η προσοχή και η αίσθηση του αυτοσεβασμού. Στο διάολο να πάνε, ας εξηγούν.
Ποιος θα το διαβάσει αυτό; Ποιος, εκτός από εμένα; Εγώ ο ίδιος δεν το διαβάζω, αλήθεια, οπότε – δεν θα το διαβάσει κανείς; Για ποιο λόγο γράφω τότε; Η ελπίδα για το ότι η κολλά χαρτιού θα βρει τελικά τον παραλήπτη της, μια άθλια ελπίδα, ότι το άπατο κενό μπορεί να περαστεί με ένα φύλλο χαρτιού, το οποίο, πιασμένο με τον άνεμο των γεγονότων, χωρίς βιασύνη θα περάσει τις ασύλληπτες αποστάσεις και θα πέσει σε ΕΚΕΙΝΑ τα χέρια, μπροστά σε ΕΚΕΙΝΑ τα μάτια, και θα είναι προσιτό σε ΕΚΕΙΝΗ τη καρδιά.
Αυτή κολυμπούσε μικρή και ένιωθε ξαφνικά κάτω από τα ποδιά ένα γλιστερό κομμάτι ξύλου. Από τότε αυτή δεν φοβάται να κολυμπήσει, αλλά φοβάται τον πάτο. Δοκιμάστε να κατανοήσετε αυτή την απλή ιστορία, δοκιμάστε να τη διαβάσετε για άλλη μια φορά, να την ζήσετε – θα δείτε, ότι ο κόσμος του ασύλληπτου διαπερνά τη ζωή μας, φέγγει μακριά – ποιος θα τολμήσει να σταθεί στη μέση αυτού του χειμάρρου; Ποιος θα τολμήσει να παρασυρθεί από αυτό; Διπλώνουμε ταπεινά τα φτερά μας – μπορεί να φυσήξει ο άνεμος σε αυτά, και τότε πώς να σταθούμε στη γη; Πώς να κρατηθούμε; Δείξτε μου έναν, που θα μπορούσε να κρατηθεί, ακόμα και ξέροντας, ότι μπροστά είναι κάτι το απερίγραπτο, απίθανο, ανύπαρκτο.
Όταν ο άνεμος είναι στα φτερά – το μόνο που μένει είναι να πετάξεις. Μια απλή ιστορία που έτυχε σε μικρό κορίτσι – ήξερε αυτή τότε, ότι η ιστορία αυτή θα τη συνοδεύει σε όλη τη ζωή, σαν αφοσιωμένος σκύλος; Το αισθανόμαστε, όποτε μας τυχαίνει μια ιστορία, που θα έχει την μυστήρια, αλλά αναπόφευκτη επιρροή σε όλη μας τη ζωή; Ενίοτε ξαφνικά ένα τυχαίο βλέμμα, μια αργή κουβέντα, σχεδόν κουραστική συνάντηση, ανεπαίσθητος δισταγμός – και ξαφνικά καταλαβαίνεις – ΚΑΤΙ συνέβη. Δεν υπάρχουν πια γνωρίσματα. Σε οποίο βάθος και να κοιτάξεις – δεν θα δεις τίποτα – και όμως το ξέρεις – ΑΥΤΟ συνέβη. Είναι μυστήριο. Πραγματικό μυστήριο, και να το πλησιάσεις – μπρρρ, παγώνει το αίμα και σφίγγει η αναπνοή.
Τα εγώ μου γίνονται δυο, όταν είμαι στα βουνά – εγώ και το βουνό, το βουνό – που μετατρέπεται σε εμένα. Οι εαυτοί μου γίνονται δυο, όταν μέσα μου παλεύει η δίψα για τη ζωή και ο πόθος του θανάτου – κάνουν τον διάλογο, σαν εγώ και εγώ. Οι εαυτοί μου γίνονται δυο όταν εγώ αγαπώ – εγώ εκείνος, που αγαπά εμένα, και εκείνος – που εγώ αγαπώ.
Υπάρχει μια αδυναμία, η οποία δεν είναι ο αυτοσκοπός, η οποία είναι αδυναμία μόνο επειδή αποφεύγει την δύναμη ως στοιχείο, που καλύπτει την διαφάνεια της αντίληψης – η αδυναμία αυτή δεν δίνει τίποτα, δεν χάνει τίποτα, η αδυναμία αυτή είναι η ισχύ της ευλυγισίας του ελαστικού κλαδιού. Αυτή η αδυναμία είναι η ευλύγιστη πλευρά της δύναμης. Διάφορες σκέψεις γεννιούνται μέσα μου – όταν εγώ απλώς κοιτάω τον εαυτό μου. Θα τις σάπιζα – είναι ανούσιες και θολές, αλλά … θέλω να τις εκφράσω. Δεν είναι σαν να τις διατυπώνω – εγώ ζω στις λέξεις, όταν τις λέω σε κάποιον, που συμπαθώ.
Ο, τι δεν έχει κατανοηθεί, δίνει διφορούμενα βλαστάρια. Οτιδήποτε διφορούμενο δίνει την πολυσημαντότητα, οτιδήποτε πολυσημαντικό δίνει την συμφωνικότητα, αυτή οδηγεί στην αρμονία, στην διαπεραστικότητα, στην διάλυση, στην εξαφάνιση – τίποτε δεν είναι τόσο διαχρονικό, όσο αυτό, που εξαφανίστηκε.
Έρχεται ο καιρός, όταν τα όνειρα γίνονται απύθμενα, μεγαλειώδη στην πολυσημαντότητα τους, και ξυπνώντας, καταλαβαίνεις – αυτή ήταν η αληθινή πραγματικότητα, και η ψεύτικη πραγματικότητα, η οποία μέχρι προτέρων θεωρείτο ρεαλιστική – ας είναι, και σε αυτήν υπάρχει ένα μέρος της αλήθειας, αλλά και το μερίδιο του άχρηστου είναι τόσο μεγάλο, ότι…
Με την ιδιότητα του κινητήρα μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε διάφορα καύσιμα. Όπως και να έχει, για να κινηθείς – όλα τα μέσα είναι καλά – και το σεξουαλικό θράσος, και οι πόνοι της μοναξιάς και άλλα πολλά. Όμως το αληθινό άλμα μπροστά δίνει μόνο η ενέργεια της αγάπης. Ως τίμιος πειραματιστής, σαν άνθρωπος, ο οποίος δίχως μετάνοια φέρνει τα βάσανα στον εαυτό του, ακόμα και στους άλλους, στην αγονία του στην αναζήτηση της αλήθειας – εγώ δηλώνω – η αγάπη είναι το πιο καταπληκτικό πράγμα, που έχω συναντήσει ως τώρα. Όταν συμβαίνει η διάσπαση – και αυτό συμβαίνει κάποτε – η προσοχή γίνεται ο καλύτερος φίλος της αγάπης, και όλο μου το είναι τρέμει και πάλλεται εν αναμονή της νέας ζωής, και τα όνειρα γίνονται κομμάτι της πραγματικότητας, και τόσα πολλά άλλα. …
Βέβαια, εννοώ συγκεκριμένα εκείνη την αγάπη, η οποία διαφέρει τόσο πολύ από την συνηθισμένη αγάπη – ιδιοκτησία. Σαν μηχανικός της ψυχής μου – λέω στον εαυτό μου – ειδικά αυτόν τον κινητήρα παίρνω εγώ για το αυτοκίνητο μου. Ως μάγος – βλέπω, ότι το απίθανο βάθος έρχεται σε μένα, ως άνθρωπος νιώθω – σε αυτό είναι η πραγματοποίηση μου, σε αυτό είναι η ευτυχία μου.
Εγώ μπορώ να δω και βλέπω πολλά, αλλά απλώς πια δεν κοιτάω εκεί – στο μέλλον, στο – πως και τι θα γίνει. Διότι δεν είμαι ο θεός, είμαι το παιδί, που έχει μόλις γεννηθεί στο σαμαντχι. Και μου είναι δύσκολο να παραμείνω ουδέτερος με αυτά που βλέπω και πολύ συχνά μου φαίνεται, ότι δεν μπορώ να εμποδίσω τη διάνοια μου, το ανόητο ανθρώπινο ένστικτο «να κάνω όπως είναι καλύτερα», και παρεμβαίνω στο κρυφό των κρυφών, παραβιάζοντας το ρεύμα. Για αυτό επέλεξα να αναβάλλω την ενόραση, ωσότου θα είμαι απόλυτα σίγουρος, ότι δεν προσπαθώ ΝΑ ΚΑΝΩ κάτι με αυτό που είδα – αλλιώς τα πάντα χάνονται, εκφαυλίζονται, φεύγει εκείνη η ιδιαίτερη μη – απροβλεπτοτητα.
Ξεροβήχοντας, σηκώθηκα από το χώμα, κουκουλώθηκα στο μπουφάν μου και σύρθηκα στην άκρη του δάσους. Το μπλε γρασίδι, τα δέντρα, φυτεμένα με τις ρίζες προς τα πάνω, η λίμνη, που με έχει πλακώσει με την βαριά ακτή της – με ξεπροβόδιζε, έτριζε, βούιζε και πλατσούριζε. Η ζωή ξεχείλιζε, ο κόσμος πολλαπλασιαζόταν, η καρδιά πονούσε. Πρέπει να κάνω άλλο ένα βήμα. Πρέπει να κάνω μόνο ένα βήμα ακόμα. Δεν ξέρω – που, αλλά πρέπει. Υπάρχει το βήμα, που δεν πρέπει να γίνει κάπου. Εάν το βήμα αυτό πάει κάπου, είναι εξ` αρχής σε λάθος κατεύθυνση. Επαναλάμβανα αυτές τις λέξεις, σαν δόλωμα. Το βήμα δεν μπορεί να γίνει κάπου. Το βήμα απλώς γίνεται και τέλος. Απλώς να γίνει. Το παράλογο. Αυτό το σάπιο ασύλληπτο των απλών πράξεων. Εγώ λατρεύω τις απλές λέξεις, εκτιμώ τις απλές αισθήσεις, εγώ βλέπω την αρχική απλότητα της αγάπης – και τώρα πρέπει να καταβάλλω την προσπάθεια και να μάθω να κάνω τα απλά βήματα.
Για πρώτη φορά η ιδέα για αυτό γεννήθηκε σε μένα παρά πολύ καιρό πριν, όποτε ήταν απλώς ένα ροζ παραμύθι – και ήμουν σε αυτό μάλλον το πειραματόζωο, παρά ο πειραματιστής. Τα χρόνια περνούσαν, το παραμύθι παρέμενε παραμύθι, και ήρθε η στιγμή, όταν δεν μπορούσα πια να βλέπω τον εαυτό μου σαν παθητικό συμμετέχοντα των γεγονότων της φαντασίας μου. Και μετά υπήρχε η μακριά και βαρετή συνηθισμένη ζωή, η οποία καταπίεσε σε πολλά το αυτοφυές μου. Ωστόσο, κάποια στιγμή το παλιό, πεθαμένο μου όνειρο γεννήθηκε με την νέα όψη, κάλυψε τα μάτια μου και δεν μπορούσα πια να σκεφτώ για τίποτε άλλο.
Έτσι, ανάμεσα στο πρωινό και το μεσημεριανό, εγώ πήρα την απόφαση να κτίσω έναν νέο κόσμο. Το συναίσθημα είναι ένα πράγμα, που έχει διάρκεια στο χρόνο, και η βίωση είναι πάντοτε στιγμιαία, πάντοτε υπάρχει μόνο εδώ και τώρα. Η βίωση είναι το σημείο με μηδενική διάρκεια. Είναι η κάθαρση. Όπως η ισχύ του πολεμικού στιλέτου συγκεντρώνεται στην κόψη του – στο σημείο δίχως διάρκεια – έτσι και η ισχύ της βίωσης είναι συγκεντρωμένη στο κλάσμα, εκεί, όπου δεν υπάρχει ούτε το παρελθόν, ούτε το μέλλον.
Μπροστά σε κάποια ανόητη αιωνιότητα – όλα αυτά είναι ματαιότητα. Όπως και να έχει αργά η γρήγορα – σήμερα, αύριο, μεθαύριο – θα πρέπει να καθίσεις μόνος κάπου ήσυχα και να καταλάβεις – τώρα θα κάθομαι και θα μετράω όχι τις ώρες, αλλά τα λεπτά. Και τότε πολύ γρήγορα όλα θα τελειώσουν. Για όλα υπάρχει το όριο.
Εάν δεν προσκολλάσαι σε κάποια συγκεκριμένη στιγμή της ζωής, τα συναισθήματα αφήνουν τη θέση τους για τις συναισθήσεις – επειδή τα συναισθήματα είναι πάντα η συνέπεια, είναι πάντα το προϊών των συναισθήσεων, ακόμα και εάν αυτό περνάει απαρατήρητα. Ωστόσο η καθαρή συναίσθηση διαφέρει καταπληκτικά από τα συναισθήματα – είναι η ίδια η ουσία της ζωής, και η πρακτική της ξεκάθαρης συναίσθησης απέχει μόλις ένα βήμα από το Σαμαντχι. Η μετάβαση στην ξεκάθαρη συναίσθηση αισθάνεται έτσι – σαν να σου κόβεται η ανάσα και πέφτεις σε ένα μέρος με ιδιαίτερο βάθος και ξεχωριστή – απίστευτα γεμάτη πληρότητα ζωής. Το βασικό γνώρισμα αυτής της συναίσθησης – πληρότητα. Πνίγεσαι με την αίσθηση της πληρότητας, νιώθεις, ότι υπάρχει η απόλυτη πραγματοποίηση. Ο κόσμος ανοίγει το απίθανο βάθος του.
Υπάρχει μια ευκαιρία, η οποία συμπεριλαμβάνεται στην αγάπη δίχως ανταπόκριση. Μπορείς να την έχεις, όταν ακολουθείς τις συναισθήσεις σου χωρίς φόβο και παράπονο. Στο πάτο της απελπισίας από την μη αμοιβαία αγάπη κείτεται ένας μεγάλος θησαυρός, και είναι προσιτός μόνο για τους δυνατούς και παθιασμένους ανθρώπους – οι οποίοι μπορούν να κατεβούν τόσο βαθιά για να το πάρουν. Είναι το έργο για δυνατούς ανθρώπους, αλλά συγκεκριμένα σε αυτό μεγαλώνει η δύναμη.
Όταν ακούω γυναικεία φωνή στο δρόμο – μακριά, σχεδόν αόριστα, ασαφές – μπορεί να είναι η επιφώνημα της σκανταλιάς, η το κάλεσμα, – πάντα νομίζω, ότι καλούν εμένα, ότι κάποια δεν αντέχει άλλο να περιμένει και βγήκε έξω και απλώς φωνάζει, ελπίζοντας, ότι εγώ θα την ακούσω. Χαμηλώνω τη μουσική και τις σκέψεις, παγώνοντας μέσα μου, και αφουγκράζομαι και περιμένω, και θέλω να ντυθώ γρήγορα και να βγω έξω για να φωνάξω πίσω – είμαι εδώ!!!
Τα βουνά μου πήραν τον αέρα, η αγάπη μου πήρε τη γη, οι άνθρωποι μου πήραν τη πίστη, ο πόνος μου πήρε την ελπίδα. Όταν ανοίγεις τη γροθιά ανήμπορος, και ο, τι κρατάς – γλιστράει από τα χέρια σου, εγώ κοιτάω τις άδειες παλάμες και βλέπω, πως όλα έχουν χαθεί – μα τα χέρια νιώθουν ξανά, και όλα τα χαμένα ζωντανεύουν πάλι μέσα μου. Υπάρχει κάτι, το οποίο δεν πρέπει να χάνεις, αλλά κάθε φορά ξεχνάω για αυτό. Και κάθε φορά το θυμάμαι, βρισκόμενος εκ νέου σε αυτή τη γη.
Παρατήρησα, ότι ο Ακουταγκαβα, όταν ήθελε να εκφράσει την ανέκφραστη ενότητα των γεγονότων, χρησιμοποιούσε το μόριο «-νο»: «Αρου σιγουραι-νο φουρου μπαν-νο κοτο δες». Εγώ, παρά το ότι εκμεταλλεύομαι τον σύνδεσμο «και» και πολύ συχνά περιφρονώ τα κόμματα – η συνέχεια είναι πιο πολύτιμη από την ορθογραφία για μένα. Όσο πιο μακριά, τόσο πιο πολύ με ενοχλούν τα κόμματα, όταν δεν είναι η έκφραση της φυσικής παύσης.
Πρώτη φορά θα μπορούσα να γυρίσω και να φύγω. Και τίποτα από όλα αυτά δεν θα υπήρχαν. Θα ερχόταν απλώς η πυκνή θλίψη για το ανεκπλήρωτο, σαν προδοσία του εαυτού μου, αλλά μάλλον δεν θα ήταν και τόσο πολύ επώδυνο. Όμως αυτή η επιλογή δεν είναι για μένα. Ενώ η άλλη, προφανώς είναι…
Όταν κάθομαι στο δάσος δίπλα στη φωτιά, όποτε έχω έρθει εκεί με τη σκηνή για δυο μέρες η για δυο ώρες, για να καθίσω στη φύση κάτω από τα θορυβώδη δέντρα και να διαβάσω, ή να σκεφτώ στην ήρεμη απομόνωση για τη ζωή μου, όταν οι σκέψεις μου είναι συγκεντρωμένες και δεν επιστρέφουν στις έγνοιες της πόλης – σε τέτοιες στιγμές είμαι μαζεμένος, νιώθω τη μυρωδιά του φρέσκου άνεμου, αισθάνομαι, πόσο ίσια στέκονται τα πεύκα και πόσο δυνατά στρώνονται τα βρύα, και η φρεσκάδα απ` έξω γίνεται η φρεσκάδα από μέσα. Όταν επιστρέφω, φέρνω όλα ταύτα μαζί μου. Δεν θέλω να αισθάνομαι τίποτα δικό μου, και για αυτό εκεί, όπου οι άλλοι δεν μπορούν ούτε ένα λεπτό να ξεφύγουν από την φασαρία, εγώ νιώθω σαν ταξιδιώτης δίπλα στη φωτιά – ελεύθερος, συγκρατημένος, απομονωμένος, γεμάτος φρεσκάδα.
Μια σειρά με ονόματα, που θα παραμείνουν κοντά σε μένα παρά το οτιδήποτε – δημιουργοί αυτού, που ζει μέσα μου, αυτού που ζει από εμένα: Ακουταγκαβα, Κόμπο Αμπέ, Καβαμπάτα, Φάουλς, Καστανεδα, Νίκολ, Λιόσα , Φρις, Κρισναμούρτι, Σουζο (Seuse), Ταουλερ (Tauler ), Όσσο, Νίτσε, Ραμακρισνα, Μιλαρεπα, Γκαζντανοφ (Gazdanov). Είναι μια υπνωτική ακολουθία, προφέροντας τη, εγώ παγώνω και η καυστική πάχνη καλύπτει την καρδιά – εγώ νιώθω τον εαυτό μου εσωτερικά, βλέπω την ατελείωτη σειρά, ακούω τη βροντερή σιωπή που περνάει από καρδιά σε καρδιά, ακούω πως η βροντή αυτή απλώνεται με κρυστάλλινη ησυχία, και έχει το χρώμα του αίματος.
Καμιά φορά, όταν ξυπνάς, στην μισοκοιμισμένη υπνηλία μπορείς να αφήσεις αυτή την αίσθηση να φανερωθεί πιο ξεκάθαρα. Δεν είναι συνδεδεμένη ούτε με το σενάριο του ονείρου ούτε με οτιδήποτε άλλο – είναι παράξενη, προερχόμενη από το ίδιο το βάθος, βιώνεται κάπως ανήσυχα, είναι υπερβολικά διαφορετική απ` ο, τι έχεις αντιμετωπίσει στην άγρυπνη πραγματικότητα η στην πραγματικότητα του ύπνου. Νομίζω, ότι αυτή έρχεται από τα πιο ενδόμυχα. Άγρια αίσθηση – τρομακτική και ελκυστική ταυτόχρονα. Τρομακτική, επειδή έχει μέσα της την απειλή για ο, τι είναι απ` έξω – όσο πιο δυνατή η αίσθηση της ατομικότητας, τόσο πιο πολύ μοιάζει αυτή με μια επίπεδη σκιά. Ελκυστική, επειδή προς τα εκεί πάει ο δρόμος μου, διότι αυτό είναι – πέρασμα στην ευθεία αίσθηση του κενού, που γεμίζει τα πάντα.
Μοναχικός ταξιδιώτης στα σύμπαντα της διαχωριστικότητας.
Θεωρείται, ότι η γυναίκα ζει με συναίσθημα. Η αλήθεια είναι, ότι το συναίσθημα ζει με αυτήν. Θεωρείται, ότι ο άντρας πρέπει να είναι δυνατός. Στην πραγματικότητα η δύναμη απαιτεί τον άντρα στο τραπέζι – χρειάζεται τροφή. Η δύναμη παίρνει στο ένα χέρι το πιρούνι – τιμή και το μαχαίρι – αξιοπρέπεια, και τον καταβροχθίζει με όρεξη. Η δύναμη, οι αισθήσεις – θέλουν να ζήσουν και χρειάζονται τη τροφή για αυτό. Αλλά εγώ δεν έχω τη τάση για τέτοια αυτοθυσία – βγαίνω έξω από το πιάτο, παρατώ εκεί τα ρούχα μου και φεύγω. Ας γιατρέψει ο άνεμος τις πληγές μου, ας σβήσει το όνομα μου, γραμμένο στην άμμο, και τότε η δύναμη δεν θα με βρει. Παίζω κρυφτούλι. Είμαι ξανά παιδί. Εγώ κάνω φούσκες, χαζεύω τον ήλιο, και κουνάω τα δαχτυλάκια μου στο νερό. Η γυαλιστερή ηχηρή επιφάνεια του μου λέει κάτι, αλλά δεν το έχω ανάγκη.
Η μανία – ιδού ο πιστός μου φίλος. Δεν καταλαβαίνω τους ανέλπιστα ευγενικούς ανθρώπους, οι οποίοι χτίζουν τις σχέσεις με τους άλλους όπως αντιμετωπίζει το τσακάλι τη τροφή του – ας είναι σάπιο κρέας, αλλά κρέας. Δεν δέχομαι την ευγένεια για την ίδια την ευγένεια, επικοινωνία για την επικοινωνία. Μπορώ να γίνω απότομος, μπορώ να γίνω τρυφερός, μπορώ να γίνω μανιασμένος, όταν η μανία στοχεύει στο γκρέμισμα του τοίχου ανάμεσα στον εαυτό μου και τη δική μου βλακεία. Που πήγαν οι μανιασμένοι άνθρωποι; Που είναι οι όρχεις σου, άντρα; Που είναι τα νύχια σου, γυναίκα; Η μανία δεν είναι επιθετικότητα, δεν είναι το μίσος και εκνευρισμός, είναι ασύμβατη με όλα αυτά τα σκουπίδια.. Μίσος, εκνευρισμός, επιθετικότητα – είναι καταστροφικές αισθήσεις, σε αποδυναμώνουν, σε κάνουν ανήμπορο, επειδή στην ουσία ανήκουν στην άλλη πλευρά της κτητικής δίψας, εκφράζουν τις καταναλωτικές απαιτήσεις από τον κόσμο. Εάν ο κόσμος δεν είναι όπως τον θέλω εγώ – αυτό με κάνει ευέξαπτο η επιθετικό. Η μανία είναι κάτι άλλο. Η μανία είναι η υπεράνθρωπη συγκέντρωση όλων των δυνάμεων στην προσπάθεια να σπάσεις το κάλυμμα, είναι η επιδίωξη του φωτός, της λάμψης. Η μανία είναι το τελευταίο απελπισμένο άλμα με τη πλήρη ένταση των δυνάμεων της αγάπης και της τρυφερότητας. Εκείνος, που δεν μπορεί να γίνει απέραντα τρυφερός, δεν μπορεί να γίνει μανιασμένος, δεν μπορεί να είναι μανιασμένος κάποιος, που δεν είναι έτοιμος να δώσει τη ζωή του για την ίδια τη ζωή. Δεν μπορεί να είναι μανιασμένος κάποιος, που είναι ανίκανος να θυσιάσει τον εαυτό του για τον πρώτο τυχόντα, στο βλέμμα του οποίου βλέπει την αντανάκλαση της μοίρας του. Η μανία είναι μια αίσθηση, για την οποία είναι ικανός μόνο αυτός, ο οποίος έχει προσδοκίες, που καταθέτει όλη τη ψυχή του στην ικανότητα για αγάπη και στην ανάγκη να αγαπά, – όλα τα άλλα παραείναι ασήμαντα, για να προκαλέσουν τη μανία, και ο μικρολόγος δεν μπορεί να είναι μανιασμένος. Δεν μπορεί να είναι μανιασμένος, οποίος δεν μπορεί να συγκεντρωθεί. Η μανία είναι παράλογη, για αυτό είναι ικανή να με βγάλει εκτός τον ορίων του θανάτου μου. Μανιασμένος Βούδα. Η μανία καταβροχθίζει με τα σωθικά όλα τα κενά και αόριστα – ο μανιασμένος άνθρωπος δεν νοιάζεται για την ευγένεια και τους κανονισμούς – αυτός ροκανίζει με τα δόντια τον τοίχο – για ποια ευπρέπεια μιλάμε! Η μανία δεν μπορεί να στραφεί σε κάτι ασήμαντο και επινοημένο – θα γυρίσει και θα φύγει. Είναι από μόνη της επιλεκτική – γεννιέται σε σύγκρουση με τον θάνατο. Συγκεκριμένα για αυτό το λόγο η μανία δεν στρέφεται κατά του αλλού ανθρώπου, μπορεί μόνο να καταπολεμήσει την βλακεία, η οποία σκοτώνει τη ψυχή και αποξηραίνει την καρδιά – και εδώ δεν παίζει πια κανέναν ρόλο – σε ποιον ανήκει αυτή η βλακεία, σε μένα η σε σένα.
Στη μέση αυτού του κύκλου υπάρχει μια καλύβα, στην οποία ζουν οι πανάρχαιοι γέροντες – οι γενειάδες τους είναι τα ρεύματα της αιωνιότητας και η καρδιά τους απαρνούμενη. Το γήρας τους ευνοεί – δεν μπορεί να προσεγγίσει την τελειότητα της απλότητας τους – είναι πέρα από τις δυνάμεις του να γεράσει αυτό, που δεν γαντζώνεται στη νιότη, η ενέργεια δεν μπορεί να τους εγκαταλείψει, επειδή οι ίδιοι την απέστειλαν, οι δυνάμεις δεν μπορούν να τους προδώσουν – οι ίδιοι πριν από πολύ καιρό τις πρόδωσαν, πέφτοντας στα χέρια της απέραντης αδυναμίας. Το όριο της δύναμης βρίσκεται στην εξ` αρχής αδυναμία – ποιο πράγμα θα μπορούσε να νικήσει αυτή τη βροντώδη δύναμη της απόλυτης αδυναμίας; Όταν ο άνθρωπος παραδίνει τα πάντα, γίνεται άτρωτος, – όπως είναι άτρωτο το άλσος, όπως είναι άτρωτα τα αγριολούλουδα. Μπροστά σε αυτό το γεγονός γκρεμίζονται τα βουνά και διαλύονται τα βράχια χιλίων ετών.
Ουράνια – γαλάζιες εκτάσεις της γης του Μπόντχι – τι άλλο χρειάζεται;
Πόσο περίεργο – εγώ τρώω και πίνω – και η ζωή παρά ταύτα φεύγει από μένα. Τι θα μείνει μετά; Φυσικά, ναι, φυσικά… Εγώ είμαι που χαμογελάω και συγκατανεύω στην μνήμη, που πρόθυμα μου φέρνει:
Τι θα μείνει μετά από μένα;
Τα λουλούδια – την άνοιξη,
Η κουκουβάγια – το καλοκαίρι,
Το καθαρό και κρύο χιόνι – το χειμώνα.
Η φυσική αναισθησία – η ανέμελη κρύα έρημος – υπάρχει μέσα στον κάθε άνθρωπο και όταν τα βάσανα γίνονται αναπάντεχα – η ψυχή από μόνη της βρίσκει τον δρόμο και γλιστράει προς αυτή την κρύα σιγή. Βουλιάζοντας εκεί, αισθάνεσαι σχεδόν απόλαυση – δεν υπάρχει ο πόνος, δεν υπάρχει τίποτα. Σχεδόν απόλαυση. Άδεια, κρυστάλλινη, όμως παραλίγο ευτυχία. Το τίποτα, που κουδουνίζει. Και μόνο αυτό το «σχεδόν» παραμένει μοναδικό συννεφάκι στον ανέμελο ουρανό. Θα μπορέσω να δεχτώ αυτό το «σχεδόν»;
Ο καθένας έχει μια αδυναμία. Και συγκεκριμένα αυτό είναι που τον κάνει δυνατό.
Φαντάσματα, φαντάσματα γύρο μου… Πώς να μην γίνω μισάνθρωπος; Όλοι τρέμουν από το φόβο, πως αν κάνουν ένα βήμα παραπέρα, τους περιμένει το άγνωστο, και έτσι όλοι κάθονται στα αυγά τους. Εγώ τα άφησα – και τι; Στ` αλήθεια το δίλημμα είναι – η πρέπει να φύγω από τους ανθρώπους, η να γυρίσω στα αυγά; Ο άνθρωπος νομίζει, ότι κτίζει το γεφύρι ανάμεσα στην παλιά και την καινούρια ζωή – αλλά αυτό το κενό δεν περνιέται με γεφυράκια, η κάθε γέφυρα οδηγεί πίσω, και ποτέ δεν είναι ολοκληρωμένη – παραείναι μεγάλη η απόσταση ανάμεσα στο γνωστό και το άγνωστο – απλώς είναι διαφορετικοί τρόποι να ζήσεις. Όλα αυτά τα κτίσματα των γεφυρών δεν είναι παρά ένας υπέροχος τρόπος της καθησύχασης και αποχαύνωσης. Το κενό προσπερνιέται μόνο με το άλμα – άλμα ανέλπιστο, καταδικασμένο. Ποιος θα πει – είμαι έτοιμος; Ποιος από αυτούς, που το είπαν θα πηδήξει; Όλοι αυτοί, που πήδηξαν, το πέτυχαν, αλλά δεν μπορείς να το ξέρεις, μέχρι να το κάνεις. Δεν μπορώ πια να επιστρέψω, που τέτοια …στη φυλακή οικειοθελώς… για αυτό νιώθω, πως αργά, αλλά σταθερά φεύγω – όλο και πιο μακριά. Ο, τι με ταράζει, εκείνα τα ορίζοντα, που απλώνονται μπροστά μου – δεν έχω κάποιον να τα δείξω, πρέπει τουλάχιστον να σηκώσω το βλέμμα, και θα χάσω από το οπτικό πεδίο το πεζοδρόμιο με τις μπορντούρες. Κάθε ώρα απομακρύνομαι τελείως – μόνο η αγάπη μπορεί να κτίσει την απίστευτη σύνδεση πάνω από τους απίστευτους γκρεμούς – πιστεύω μόνο στην αγάπη με τη πρώτη ματιά και χωρίς δισταγμούς.
Όταν κοιτούσα στα μάτια της και έβλεπα εκεί την απέραντη αγάπη – τι ήταν αυτό στ` αλήθεια; Τώρα πρέπει να ρωτήσω τον εαυτό μου για αυτό – όχι, πρέπει να μου δώσω την απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Όταν τη κοιτούσα στα μάτια – τι έβλεπα εκεί πραγματικά; Μπορεί τα μάτια της να ήταν απλώς ένας καθρέφτης, κοιτάζοντας στον οποίο είδα μόνο την αντανάκλαση της τρέλας μου; Μάτια, καλυμμένα με καθρέφτη – υπάρχει κάτι σε αυτό – αισθάνεσαι την ανία – θα δεις ανία, αισθάνεσαι το πάθος – θα δεις πάθος. Μα το δικό σου πώς είναι, πως είναι η δική σου καρδιά – αυτή δεν προσπαθεί να βγει έξω, δεν τραβά τα γυαλιστερά καλύμματα; Προφανώς – όχι, μάλλον – ο φόβος και ο θάνατος ήδη χόρεψαν εκεί στη γιορτή τους.
Ο αδύναμος κρίκος ΔΕΝ σπάει. Μόνο αν είναι η λεπτή αίσθηση της διαπεραστικής αγάπης .
Απεχθάνομαι να συνοψίζω την αίσθηση στην απλή κατανόηση. Η κατανόηση περιορίζει, κόβει και συγκεκριμενοποιεί. Ούτως η αλλιώς, η κατανόηση απορρίπτει ολόκληρο τον κόσμο για χάρη της. Ενώ η αίσθηση – αντιθέτως – φέρνει μέσα της ολόκληρο τον κόσμο, αρνούμενη την ατομικότητα. Όλα τα πράγματα εμφανίζονται από την άγνωστη άβυσσο και ανα πάσα στιγμή μπορείς να τη κοιτάξεις. Εγώ προτιμώ να κοιτάω στην άβυσσο μέσα από την αγάπη – όχι, η ίδια η αγάπη είναι η άβυσσος. Όταν η αίσθηση φτάνει στο υψηλότερο σημείο – σιωπάς. Αλλά ανακαλύπτεις, ότι υπάρχει ακόμα και πιο ψιλό, και ακόμα, και ακόμα…
«Αν ρωτήσουν – θα πεις.
Δεν ρωτήσουν – δεν θα πεις.
Τι είναι κρυμμένο στην ψυχή σου,
Ευγενή Μποντχιδάρμα?»