Ελληνικα change

Error

×

Η διακριτική συνείδηση

Main page / Главная / Επιλογή-2005: “τρόπος για να καθαρίσετε τη συνείδηση” / Η διακριτική συνείδηση

Το άλογο δίχως οπλές — δεν είναι άλογο.

Β. Κρεσσε, «Η φροντίδα των αλόγων»

 

Όποτε βλέπω, ότι οι επιστήμονες δεν έχουν την ικανότητα της πραγματικής διάκρισης του ρεαλιστικού από το φανταστικό, ούτε την απάθεια, τότε αισθάνομαι, ότι μοιάζουν με τα άχυρα, η μοιάζουν με τα όρνια, που πλανώνται ψηλά στον ουρανό, μα τα μυαλά τους είναι προσκολλημένα στα κουφάρια, πεσμένα στη γη.

Ραμακρίσνα

Περιεχόμενα

    Περιεχόμενα:

    04-01) Γενική εξέταση της διακριτικής συνείδησης.

    04-02) Πρακτική της λησμόνησης. Πρακτική της δημιουργίας των φωτισμένων εικόνων.

    04-03) Η δομή του εσωτερικού διαλόγου (εδ).

    04-04) Η παύση του εδ.

    04-05) Η ερμηνεία των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων (δεν απαιτείται η γνώση της κβαντικής μηχανικής).

    04-06) Από τη ζωή του Μποντχ.

    04-07) Το ζήτημα της πιθανότητας των νέων ειδών της αντίληψης του γύρο κόσμου.

    04-08) Ο αντίκτυπος της επιθυμίας να διακρίνεις τις αντιλήψεις με τη ΦΑ.

     

     

    04-01) Όποτε εγώ διακρίνω το βιβλίο και το τραπέζι, το μπλε και κίτρινο, αυτό σημαίνει, ότι εκδηλώνεται η ικανότητα για την διάκριση – «διακριτική συνείδηση» («ΔΣ»). Σκέψεις, επιθυμίες, συναισθήματα, αισθήσεις και η ΔΣ συνιστούν το ολοκληρωμένο σύνολο τον αντιλήψεων, το οποίο εγώ ονομάζω με τον όρο «προσωπικότητα».

    Η ΔΣ μπορεί να είναι μηχανική η φωτισμένη. Η μηχανική ΔΣμΔΣ») εμφανίζεται από συνήθεια, αποκτημένη μηχανικά, και με την απουσία των ΦΑ. Για παράδειγμα, βλέποντας ένα δέντρο, λέμε, ότι τα φύλλα, τα κλαδιά και ο κορμός είναι τα μέρη του, δηλαδή διακρίνουμε κάποια σύνολα των αντιλήψεων ως ξεχωριστές ομάδες, συνδεδεμένες μεταξύ τους σε ενιαίο ολόκληρο «δέντρο». Το αμάξι, παρκαρισμένο από κάτω του, δεν καθορίζεται από εμάς ως ένα μέρος του, επειδή όταν βλέπουμε κάποιο δέντρο, σχεδόν πάντοτε βλέπουμε τα φύλλα και κλαδιά, αλλά πολύ σπάνια βλέπουμε το αμάξι. Μια τέτοια διάκριση δεν είναι στην ουσία μΔΣ, διότι βασίζεται στην παρατήρηση και πείρα. Αλλά δεν περνάει από το μυαλό του κανενός να θεωρήσει την αίσθηση της ομορφιάς ως ένα μέρος του δέντρου, παρόλο που κάθε φορά, όταν κοιτάζω σε κάποιο δέντρο, αισθάνομαι τον κυματισμό της αίσθησης της ομορφιάς (φυσικά, εάν νιώθω την ΦΑ ταυτόχρονα), και ο κάθε κυματισμός έχει τη δική του μοναδική απόχρωση, όσο είναι μοναδικό το κάθε φύλλο και κάθε κλαδί. Η αιτία του ότι εμείς δεν διακρίνουμε τον τεράστιο αριθμό των αποχρώσεων της ομορφιάς βρίσκεται στο γεγονός, ότι εμείς την αισθανόμαστε εξαιρετικά σπάνια, και για αυτό δεν σχηματίστηκε η συνήθεια για τον διαχωρισμό των αποχρώσεων, αυτές απλούστατα δεν είχαν παρουσιαστεί. Ο λόγος για το ότι ακόμα και ο άνθρωπος, που αισθάνεται μια πληθώρα των αποχρώσεων της ομορφιάς δεν θεωρεί την αίσθηση της κομμάτι του δέντρου, είναι το παράδειγμα της μΔΣ – έχουμε συνηθίσει υπερβολικά να νομίζουμε την αίσθηση της ομορφιάς «ένα μέρος» του εαυτού μας.

    Κατά τη διάρκεια της απομάκρυνσης των ΑΣ, των θεωριών, μηχανικών επιθυμιών, της «κακής διάθεσης» (σ. σ. αρνητικών αισθήσεων), και κατά τη διαδικασία του βιώματος των ΦΑ, η μΔΣ αφήνει τη θέση της για την ΔΣ, η οποία αρχίσει καθ` αυτό τον τρόπο να αναπτύσσεται, και μολαταύτα:

    α) οι αβάσιμες διακρίσεις επανεξετάζονται και απομακρύνονται. Για παράδειγμα, η διάκριση του στήθους ως «εμφανιζόμενου με ευπρέπεια», εάν οι ρώγες έχουν καλυφθεί, και «εμφανιζόμενου άπρεπα», εάν είναι ακάλυπτες, απομακρύνεται με την εμφάνιση της σαφήνειας για την αβασιμότητα τέτοιας διάκρισης και ως αποτέλεσμα της παρουσίας της χαρούμενης επιθυμίας για την απομάκρυνση της.

    β) οι βασιζόμενες στην πείρα διακρίσεις παρά το γεγονός, ότι παραμένουν, δεν επικρατούν σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αποκλείουν τελείως την εναλλακτική διάκριση. Για παράδειγμα, μπορώ «να βλέπω το δέντρο» σαν σύνολο των κλαδιών και φύλλων, μα μπορώ επίσης σύμφωνα με την επιθυμία μου να αρχίσω «να το βλέπω» και σαν σύνολο των σκιών και ξέφωτων, μέσα από τα οποία προβάλλει ο ουρανός.

    γ) εμφανίζεται η διάκριση όλο και μεγαλύτερης ποσότητας των αποχρώσεων των ΦΑ.

    δ) εμφανίζεται η διάκριση των νέων ΦΑ.

    ε) εμφανίζεται η διάκριση των καινούριων, σταθερών, αλληλένδετων συνόλων των αντιλήψεων, τις οποίες μπορείς να ονομάζεις «τα νέα σύμπαντα». Ανάμεσα σε αυτά — ο κόσμος των συνειδητοποιημένων ονείρων, ο κόσμος των εξωσωματικών αντιλήψεων και πολλά άλλα. Με την εμφάνιση της διάκρισης του νέου κόσμου, έρχεται η κατάσταση, την οποία μπορούμε να ορίσουμε ως «έγινα το τάδε πράγμα». Είναι πιθανή η ταυτόχρονη διάκριση των διαφορετικών κόσμων, δηλαδή την ίδια στιγμή μπορείς να είσαι μια προσωπικότητα (σ. σ. υπάρχει ο διαχωρισμός των 5 ομάδων αντιλήψεων (σκάντχων), από τα οποία αποτελείται η προσωπικότητα), και να είσαι ένα ον σε κάποιο διαφορετικό κόσμο (δηλαδή, είναι παρόν η διάκριση άλλων ομάδων των αντιλήψεων).

    Η πρακτική της κυκλικής αντίληψης της διάκρισηςη ΚΑ της διάκρισης») είναι πολύ αποτελεσματική για την αποδυνάμωση της μΔΣ και ανάπτυξη της φΔΣ. Παραδείγματος χάρη, στο σκοτεινό δωμάτιο περιστρέφεσαι γύρο σου μερικές φορές, και στο τέλος δεν ξέρεις — που βρίσκεσαι — εάν είναι μπροστά σου το παράθυρο, η ο τοίχος. Στην αρχή, παράγεις την βεβαιότητα, ότι απέναντι σου είναι το παράθυρο, μετά την αντικαθιστάς με τη σιγουριά, πως απέναντι σου είναι ο τοίχος. Και έτσι πολλές φορές. Η ο παρτενέρ σου σκύβει και προσποιείται, ότι σηκώνει κάτι και το κρύβει στο χέρι του — στην αρχή δημιουργείς την βεβαιότητα, ότι το κρατάει, και ύστερα — το αντίθετο. Ο σκοπός είναι να σχηματίσεις όσο πιο δυνατή βεβαιότητα γίνεται. «Βεβαιότητα» – αυτή είναι η συγκεκριμένη καταγραφή της ΔΣ, δηλαδή, όταν η ΔΣ είναι σταθερά καταγεγραμμένη, με άλλα λόγια, εμφανίζεται η κατάσταση, την οποία εμείς ονομάζουμε «βεβαιότητα».

    Ένα τυπικό παράδειγμα της μΔΣ — ο διαχωρισμός σε «υποκείμενο της αντίληψης», «αντικείμενο της αντίληψης» και την «διαδικασία της αντίληψης». Η εφαρμογή ενός τέτοιου διαχωρισμού είναι αποτελεσματική για την πραγματοποίηση της καθημερινής δραστηριότητας μας, αλλά είναι ωφέλιμο (απ την άποψη της επίτευξης των ΦΑ, διαύγειας, ανάπτυξης της φΔΣ) να αντιληφθείς, πως είναι μόνο ένας απ` τους τρόπους να ξεχωρίζεις ανάμεσα στο ότι υπάρχει απλώς η αντίληψη, που λέγεται «βλέπω το βουνό», και δεν υπάρχει αντίληψη «βουνό», «εγώ», «βλέπω», έτσι για την ανάπτυξη της φΔΣ φαίνεται αποτελεσματική η πρακτική της αλλαγής της βεβαιότητας για την ύπαρξη του «εγώ», «βλέπω», «βουνό» με την βεβαιότητα για το ότι όλα αυτά δεν είναι κάτι άλλο παρά η ενιαία αντίληψη, την οποία ονομάζουμε «εγώ βλέπω το βουνό».

    Άλλη μια αποτελεσματική πρακτική — η πρακτική του «μη- ποταμών, μη-βουνών». Βγαίνοντας έξω για βόλτα, αντί της λέξης «δέντρο» λες «μη-δέντρο», αντί της λέξης «σκύλος» – «μη-σκύλος», και τίποτε άλλο — μόνο η ανταλλαγή των λέξεων με την προσθήκη «μη», δηλαδή δεν ζορίζεσαι, προσπαθώντας να αισθανθείς κάτι ασυνήθιστο, και ως συνέπεια αυτής της πρακτικής δεν έρχεται η κούραση και εμφανίζονται τα νέα επίπεδα της ελευθέριας της φΔΣ, νέες ΦΑ.

    Ανάλογη πρακτική – η πρακτική της παράλληλης καταγραφής των οφθαλμοφανών πραγμάτων. Βλέποντας το βουνό, λες : «το βουνό είναι παρά πολλές πέτρες». Αυτό είναι αναμφίβολο, μπορείς εύκολα να το διαπιστώσεις. Προσπαθώντας να θυμηθείς το πρόσωπο του ανθρώπου, για τον οποίο νιώθεις έντονη τρυφερότητα, αίσθηση της ομορφιάς, αφοσίωση, λες : «το πρόσωπο του είναι ένα κομμάτι σάρκας», και αυτό είναι απόλυτος σωστό. Στην περίπτωση με τον άνθρωπο έχεις την βεβαιότητα για το ότι αυτός δεν είναι μόνο ένα κομμάτι κρέας, ενώ στην περίπτωση με το βουνό αυτή η βεβαιότητα δεν υφίσταται λόγο επίδρασης της μΔΣ. Αυτή η πρακτική ανοίγει τον δρόμο για τη διάκριση των νέων αντιλήψεων, από τις οποίες αποχωριζόμασταν με τη βοήθεια της μΔΣ, και τώρα μπορούμε να τις διακρίνουμε με την εμφάνιση άλλων αντιλήψεων, που ανήκουν στο σύνολο «βουνό».

    Άλλη μια αποτελεσματική πρακτική – η συνεπή απομάκρυνση του μηχανικού εσωτερικού διάλογουΕΔ»). Όσο πιο συχνά υπάρχουν τα ΑΣ, τόσο πιο δύσκολο να το κάνεις, τόσο πιο σπάνια και αδύναμα εμφανίζονται οι ΦΑ.

    Οι φόβοι για το ότι η απελευθερωμένη από τις στερεότυπες καταγραφές ΔΣ θα σε οδηγήσει στον πλήρη αποσυντονισμό, είναι εξίσου αβάσιμοι, όσο και οι φόβοι για το ότι δίχως τα ΑΣ θα γίνεις αναίσθητη – συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.

    Η ανάπτυξη της φΔΣ (σ. σ. η απελευθέρωση της ΔΣ από τις στερεότυπες καταγραφές) έχει αντίκτυπο σε όλες τις ΦΑ, κάτι που μας δίνει μια επιπλέον αφορμή να ονομάσουμε αυτή την ΔΣ φωτισμένη.

    Εγώ ονομάζω ως ειλικρίνεια την χαρούμενη επιθυμία να διαχωρίζεις τις αντιλήψεις και να τις καταγραφείς με ακρίβεια (χωρίς να επινοήσεις, προσθέσεις η εκτοπίσεις τίποτα). Τα ΑΣ, οι θεωρίες και μηχανικές επιθυμίες είναι ασύμβατες με την ειλικρίνεια.

    Ανάμεσα στις ιδιότητες, τις οποίες έχει η ΔΣ, θα τονίσω το εξής: εμφανίζεται η βεβαιότητα για κάτι, υπό τις συνθήκες, στις οποίες δεν υπάρχει η βάση για την συνηθισμένη διάκριση, και ακολουθώντας αυτή τη βεβαιότητα λαμβάνεις τα πλέον επιθυμητά αποτελέσματα. Για παράδειγμα, μπορεί να θέλεις να μάθεις – τι αισθάνεται τώρα κάποιος άνθρωπος, και να νιώσεις την βεβαιότητα (μιας ειδικής μορφής, που διαφέρει παρά πολύ από την θεωρητική, μηχανική βεβαιότητα) για τα πράγματα, που βιώνει. Μπορείς αργότερα να τον ρωτήσεις για τις αντιλήψεις, που είχε τη συγκεκριμένη στιγμή, και να συγκρίνεις την απάντηση του με την δική σου εκδοχή (φυσικά, ο άνθρωπος, που δεν ασχολείται με τη πρακτική, δεν μπορεί να περιγράψει σε σένα με ειλικρίνεια τις αντιλήψεις του, σίγουρα θα θελήσει να συμπληρώσει η να εκτοπίσει τις αντιλήψεις στο μέρος του, η δεν θα θελήσει να τις καταγράψει καν — οι συνηθισμένοι άνθρωποι πάντα λένε ψέματα στον εαυτό τους). Επίσης μπορείς να αναρωτηθείς – πως πρέπει να πράξεις, ώστε να λάβεις το μέγιστο επιθυμητό αποτέλεσμα, και να νιώσεις την βεβαιότητα για τη σκοπιμότητα του ορισμένου τρόπου των ενεργειών και να τον ελέγξεις. Είναι πιθανόν, απλώς ακούγοντας από κάποιον την αναφορά για τον άγνωστο σε σένα άνθρωπο, να αισθανθείς την βεβαιότητα σε σχέση με τις αντιλήψεις του και τα λοιπά. Η προπόνηση αυτής της ικανότητας είναι δυνατή, όπως και η ρύθμιση της, η εκκαθάριση από τις διαστρεβλώσεις, καθορισμένες από τους σκοτισμούς. Μόνο η απόλυτη ελευθερία από τα ΑΣ επιτρέπει την ανάπτυξη αυτής της ιδιότητας της φΔΣ.

     

    Κάθε άνθρωπος έχει την ευκαιρία να βιώσει μια σύντομη εμπειρία της ελευθερίας από τη μΔΣ. Υπάρχει ένα μικρό διάστημα ανάμεσα στον ύπνο και στην επαγρύπνηση, το οποίο εγώ ονομάζω «συγχώνευση». Όταν σε παίρνει ο ύπνος, ξεχωρίζεις τους εξωτερικούς θορύβους — βουίζει ο ωκεανός, τρέχει το νερό στο μπάνιο, κάποιος μιλάει δίπλα. Ξεχωρίζεις και το πρώτο, και το δεύτερο, και το τρίτο, δηλαδή υπάρχουν τα όρια αυτών των αντιλήψεων. Εάν παρακολουθήσεις προσεκτικά τη διαδικασία της βύθισης στον ύπνο, κάποια στιγμή, όταν έχεις σχεδόν κοιμηθεί, μπορείς να καταγράψεις ένα καταπληκτικό φαινόμενο: τα όρια ανάμεσα στις αντιλήψεις εξαφανίζονται, και δεν υπάρχει πια η βοή του ωκεανού, οι ανθρώπινες φωνές και ήχος του νερού στο μπάνιο — υπάρχει μια ενιαία αντίληψη, δίχως όρια — το δίκτυο της μΔΣ έπεσε, είναι σε αδράνεια , και όποτε έχεις κοιμηθεί τελείως, εμφανίζονται οι νέες διακρίσεις, χαρακτηριστικές για τον κόσμο των ονείρων.

    Οι στιγμές της συγχωνεύσεις παραείναι σύντομες – διαρκούν το πολύ μερικά δευτερόλεπτα, εκτός από αυτό, μπορείς μόνο μια φορά στις εκατό να αποκοιμηθείς σταδιακά, και όχι μεμιάς, έχοντας νιώσει αυτή την αίσθηση. Για αυτό είναι σκόπιμο να εφαρμόσεις την πρακτική της βαθμιαίας αποκοίμισης — πέφτεις για ύπνο, και ο συνεργάτης σου σε ξυπνάει λίγα δευτερόλεπτα αφότου έχεις κοιμηθεί (μπορεί να το καταλάβει από τη χαρακτηριστική αλλαγή στην αναπνοή σου). Ως αποτέλεσμα σε μια βράδια είναι δυνατόν να βιώσεις δεκάδες στιγμές της εμπειρίας της συγχώνευσης, και να απομνημονεύσεις την «γεύση» της ελευθερίας από τη μΔΣ.

     

    04-02) Οποιοσδήποτε άνθρωπος σε κάποιο χρονικό σημείο ξέρει με απόλυτη ακρίβεια, ότι έχει το τάδε όνομα, και οι γονείς του έχουν τα τάδε ονόματα, ότι είχε σπουδάσει σε τάδε σχολείο, και οι φίλοι του είχαν τα τάδε ονόματα, είναι τόσον ετών, βρίσκεται στο τάδε μέρος, έχει τους τάδε σκοπούς , οι τάδε άνθρωποι περιμένουν από αυτόν κάποια πράγματα και τα λοιπά. Τεράστια, χαοτική μπάλα απ` τις πληροφορίες, η οποία παράγει τον επίμονο, παρανοϊκό εσωτερικό διάλογο, που τρέφει το ΑΦ, σχηματίζει την μηχανική εικόνα του κόσμου. Μολαταύτα μόνο το μικροσκοπικό μέρος αυτών των πληροφοριών έχει ουσιαστικά ενδιαφέρον και είναι επιθυμητό. Θέλω να θυμάμαι για τις χαρούμενες επιθυμίες, για τις τρέχων έρευνες, και άλλα, αλλά για πιο λόγο να θυμάμαι τώρα — σε ποια πόλη και χώρα βρίσκομαι, πόσον ετών είμαι και πως λένε τους γείτονες μου; Αυτή η πληροφορία μπορεί να μου χρειαστεί κάποια στιγμή, αλλά γιατί να το θυμάμαι συνέχεια;

    Θυμήσου, πως κάποτε ήθελες να θυμηθείς κάτι, μα δεν μπορούσες, και προσπάθησε να δημιουργήσεις μια παρόμοια κατάσταση. Αναρωτήσου «πώς με λένε;» κα δοκίμασε να βιώσεις την κατάσταση της αδυναμίας να το θυμηθείς. Ως συνήθως, αυτό θα είναι σχεδόν ανέφικτο, αλλά με της προπονήσεις θα πετύχεις σταθερά αποτελέσματα. Φτιάξε από αυτές μια τυπική πρακτική — δημιούργησε την λησμόνηση του ονόματος σου κάθε 15 δευτερόλεπτα κατά τη διάρκεια του επιλεγμένου χρονικού διαστήματος και κατέγραψε τον βαθμό της λησμόνησης σε κλίμακα απ το 1 έως 10.

    Η πρακτική της λησμόνησης θα ενδυναμώσει την μνήμη, θα τη μετατρέψει από τον αυτόματο συλλέκτη διάφορων σκουπιδιών σε ευλύγιστο εργαλείο.

    Τις αποκτημένες δεξιότητες μπορείς να τις χρησιμοποιήσεις στην πρακτική της δημιουργίας των φωτισμένων εικόνωνΦωΕ»). Οι εικόνες, που έχουν αντίκτυπο με τις ΦΑ, μπορούν να ενωθούν σε ολοκληρωμένο πίνακα και να χρησιμοποιηθούν ως φωτισμένος παράγοντας. Για παράδειγμα:

    *) ξεχασμένη πόλη της ρωσικής επαρχίας – μια ανάμεσα στις χιλιάδες άγνωστων αόρατων μικρών πόλεων. Ζεστό ξερό φθινόπωρο, το ήσυχο πάρκο, τα πεσμένα φύλλα, ο δρόμος, γεμάτος σκόνη, δίπλα στον οποίο βρίσκονται παγκάκια. Κάπου κάθονται οι ηλικιωμένοι, ενίοτε περνάνε οι νεαρές μαμάδες με τα καροτσάκια και μικρά παιδιά. Σε ένα από τα παγκάκια κάθομαι και εγώ, και μιμούμαι τον γερο 70 χρόνων – τα ρούχα, οι κινήσεις, η μιμική – τα πάντα δείχνουν, ότι είμαι γέρος, ο οποίος έχει πέσει στην άνοια, κούφος, μισότυφλος. Τα πιτσιρίκια καμία φορά τρέχουν δίπλα μου, αλλά για αυτά εγώ δεν είμαι παρά ένα δέντρο, που έχει ξεραθεί, ένα έπιπλο, τα παιδιά δεν μπορούν να θυμηθούν καν, ότι καθόμουν εδώ. Εγώ νιώθω συνέχεια τις εκστατικές ΦΑ, ανακαλύπτω τις νέες ΦΑ, ασχολούμαι με τη πρακτική, που με παρασέρνει στο ατελείωτο ταξίδι. Κανένας δεν νοιάζεται για μένα, κανένας δεν περιμένει τίποτα από εμένα και δεν με προσέχει. Ο κόσμος με έχει φτύσει τελείως, ο υπερήλικος μισοπεθαμένος γέροντας δεν ενδιαφέρει και δεν θα λείψει σε κανέναν. Δεν υπάρχει η ανάγκη να κάνω εντυπώσεις, επειδή αυτές έχουν ήδη δημιουργηθεί — είμαι το μισοπεθαμένο παλιό κούτσουρο. Μπορώ, χωρίς περισπασμούς, να αφοσιωθώ στην πρακτική μου εξ ολόκληρου και να ταξιδεύω στις απερίγραπτες συναισθήσεις.

    Μια δυνατή επιδίωξη, η προσμονή, ο ενθουσιασμός, η χαρά της μάχης έρχονται σαν αναλογία με αυτή την εικόνα. Αλλά εάν «θυμηθώ», ότι εγώ είμαι το νέο, δυνατό παλικάρι, που ταξιδεύει στα Ιμαλάια, όσο περίεργο και να φαίνεται αυτό, οι ΦΑ θα αποδυναμωθούν.

    Όσο πιο συγκεκριμένη είναι η ΦωΕ, τόσο πιο εύκολο είναι να τη συγκρατήσεις, να τη συνδέσεις αναλογικά με τη ΦΑ. Η μνήμη του συνηθισμένου ανθρώπου, η ικανότητα του για αντίληψη είναι τρομακτικά αδύναμη, και ωσότου αρχίσεις να την αναπτύσσεις, δεν θα γίνει σοβαρό εργαλείο στην πρακτική. Θα απαριθμήσω κάποιες ασκήσεις, που αναπτύσσουν τη μνήμη και την φαντασία:

    1) το παιχνίδι του «χοντροκέφαλου» 5х5 στο μυαλό (παίζουν δυο παίκτες — στο τετράγωνο 5х5 στο κέντρο γράφουμε τη λέξη με 5 γράμματα. Οι παίκτες με τη σειρά προσθέτουν το γράμμα στις υπάρχουσες, για να φτιάξουν όσο πιο μακριά λέξη γίνεται, η οποία μπορεί να διαβαστεί όπως να` ναι, μα όχι διαγώνια. Νικάει ο παίκτης, που στο τέλος έχει το μεγαλύτερο σύνολο των γραμμάτων).

    2) το παιχνίδι του τρισδιάστατου «χοντροκέφαλου» 3х3 νοητικά

    3) το σκάκι

    4) το νοητικό σκάκι

    5) η λεπτομερής απομνημόνευση των αντικειμένων

    Εάν φαντάζομαι ένα ξέφωτο χωρίς την προηγούμενη προετοιμασία, η εικόνα του θα είναι εξαιρετικά αόριστη – ο υποθετικός θάμνος θα είναι σαν ένας ακαθόριστος πράσινος λεκές και τίποτα παραπάνω. Για αυτό βρήκα έναν πραγματικό πράσινο θάμνο και τον παρατήρησα προσεκτικά, τον απομνημόνευσα με κάθε λεπτομέρεια, και μετά από αυτό η γενική εικόνα έγινε πιο σταθερή, ο αντίκτυπος της με τις ΦΑ δυνάμωσε.

    Για να απομνημονεύσεις ένα τόσο περίπλοκο αντικείμενο, σαν θάμνος, πρέπει να προσφύγεις στην ανάλυση — να τον διαχωρίσεις σε υποθετικά συστατικά κομμάτια, να τους δόσεις ορισμό.

    Η περιγραφή του θάμνου, την οποία έβαλα στην ΦωΕ μου, αρχίζει έτσι:

    Το πρώτο κλαδί: πάει κάθετα προς τα πάνω, έχει μέγεθος λίγο πιο μεγάλο απ` την παλάμη μου, με το σχήμα του ματιού, στη μέση — η «γλώσσα», γυρισμένη αριστερά, πετάει μπροστά, το «φτερό» αρχίζει πιο πάνω από τη «γλώσσα» και πέφτει προς τα πίσω.

    Το δεύτερο κλαδί : αρχίζει, απ` όπου και το πρώτο, πάει απ` το πρώτο δεξιά προς τα πάνω με τη γωνία των 30 μοιρών, έχει το σχήμα του στενού ματιού, κάτω έχει δυο «αυτιά», δεξί και αριστερό, το αριστερό περνάει από πίσω το δεξί και απλώνει πάνω του έτσι, ότι φαίνεται σαν ένα κομμάτι του δεξιού κλαδιού, η άκρη του αριστερού αυτιού και άλλες δυο δίπλα στις γωνίες του τρίγωνου είναι ξερές, πιο πάνω — μια επίπεδη γλώσσα με τέσσερις στρώσεις με φτερό, στη βάση – οι μικρές σταγόνες της ρετσίνας, τα τρία φύλλα αριστερά — κάτω από τη γλώσσα — σχηματίζουν μια σκάλα, το φύλλο δεξιά απέναντι από το μεσαίο σκαλί έχει κυρτωθεί λίγο προς τα πίσω.

    Και ούτω καθεξής. Ο θάμνος έχει συνολικά 30 κλαδιά. Πέρα από αυτό εγώ τον χωρίζω σε μεγάλα τετράγωνα και κάνω τη συνολική περιγραφή τους — στην αρχή πολύ γενικευμένη, και μετά, όταν θα τον απομνημονεύσω ολόκληρο, μπορώ να επιστρέψω και να κάνω την περαιτέρω λεπτομερή ανάλυση του θάμνου. Ο κάθε όρος έχει τη συγκεκριμένη σημασία — π. χ., το «φτερό» – το φύλλο, που στέκεται κάθετα με το πεδίο, στο οποίο βρίσκονται τα υπόλοιπα «φύλλα» του θάμνου, το «αυτί» – το φύλλο, που έχει δυο φορές μεγαλύτερο μάκρος από τα διπλανά φύλλα, η «γλώσσα» – τα τελικά φύλλα του κλαδιού, που βρίσκονται στο πεδίο, κάθετο με το πεδίο της αρχής του κλαδιού, και τα λοιπά. Όταν απομνημονεύω τον θάμνο, τον «παρατηρώ» με συνέπεια από πάνω προς τα κάτω, επαναλαμβάνοντας δυνατά τη περιγραφή (ο βοηθός μου μπορεί να ακολουθεί στο κείμενο — εάν έχω θυμηθεί τα πάντα), μολαταύτα δεν προσπαθώ να θυμηθώ το κείμενο, αλλά «παρατηρώ» τον θάμνο νοητικά, σαν να το περνάω με το φως του φακού. Κάθε φορά, που σταδιακά τον επαναφέρω απο τη μνήμη μου, παρατηρώ, ότι το «οπτικό πεδίο» μου διευρύνεται — το «φως» του φακού φαρδαίνει, αρχίζω να βλέπω ολόκληρο το κλωνάρι, και όχι τα κομμάτια του. Ύστερα «βλέπω» δυο κλαδιά ταυτόχρονα και ούτω καθεξής. Στο τέλος, όταν στην ΦωΕ φαντάζομαι τον θάμνο, όλη η εικόνα ζωντανεύει αισθητά, ειδικά εάν νιώθω συμπάθεια για το φυτό, και συγκεκριμένα τέτοια αντικείμενα συμβουλεύω να προσθέσεις στην ΦωΕ, τα αντικείμενα, που έχουν αντίκτυπο με τις ΦΑ.

    Έπειτα εγώ επιλέγω το παγκάκι, το περιγράφω και το απομνημονεύω με τον ίδιο τρόπο, και τα λοιπά. Στην αρχή η δουλεία προχωράει με πολύ αργό ρυθμό, αλλά η τέχνη του να πιάνεις και να παράγεις τις μορφές τελειοποιείται.

    Στο συνειδητοποιημένο όνειρο μπορώ να δημιουργήσω την αντίληψη αυτού του ξέφωτου και να βρεθώ εκεί, κάτι που θα μου επιτρέψει να μπω εύκολα στις ΦΑ και να αποκτήσω μια ενδιαφέρων εμπειρία.

     

    04-03) Μπορούμε να διαχωρίσουμε πρόχειρα τον εσωτερικό διάλογο (εδ) σε δυο στρώσεις:

    1) ο δυνατός εσωτερικός διάλογος (δεδ) αποτελείται από τις ολόκληρες προφερόμενες νοητικά λέξεις, και αυτές οι σκέψεις διαρκούν συνήθως από μερικά δευτερόλεπτα μέχρι αιωνιότητα, μέχρι την απόλυτη εμμονή. Το περιεχόμενο του δεδ κατά κανόνα είναι κατανοητό για τον άνθρωπο, δηλαδή μπορεί να απαντήσει στην ερώτηση «τι σκέφτεσαι τώρα;».

    2) ο τυφλός εσωτερικώς διάλογος αποτελείται από τα κομμάτια των λέξεων και εικόνων, που έχουν διάρκεια του 1/30 του δευτερόλεπτου μέχρι το ένα τρίτο η το μισό του δευτερόλεπτου, έτσι είναι δύσκολη η κατανόηση του περιεχομένου αυτών των αποσπασμάτων.

    Όποτε ο άνθρωπος θέλει να σκεφτεί για κάτι, και έχει αρχίσει να το σκέφτεται, ονομάζουμε τον εσωτερικό διάλογο τέτοιου είδους «επιθυμητό εσωτερικό διάλογο» («εεδ»). Όλα τα αλλά είδη θα τα ονομάσουμε παρασιτικά η μηχανικά (μεδ).

    Όσο πιο ξεκάθαρα διαχωρίζεται η σκέψη, τόσο πιο δυνατή η ευκρινής είναι εξ ` ορισμού.

     

    04-04) Όλα τα ΑΣ, τα οποία βιώνει ο άνθρωπος, και το μόνιμο ΑΦ, που υπάρχει, τροφοδοτούν αδιάκοπα τον εδ, κάνοντας τον ατελείωτο, πυκνό, εξαντλητικό. Αδύνατον να τον σταματήσεις, η να κάνεις έστω μια στιγμιαία παύση — είναι ανέφικτο — ο εδ είναι εξαιρετικά πυκνός και δεν έχει διαλείμματα. Ο άπειρος στον διαχωρισμό των αντιλήψεων του άνθρωπος καμία φορά μπορεί να σκεφτεί, ότι πετυχαίνει να σταματήσει να σκέφτεται — παρόλο που απλώς δεν παρατηρεί τα συμπυκνωμένα στρωματά του τεδ — με τον ίδιο τρόπο ο άνθρωπος, που ζει για χρόνια στο ΑΦ, δεν το αντιλαμβάνεται και νομίζει, ότι δεν νιώθει το ΑΦ.

    Ο μοναδικούς τρόπος να κατορθώσεις την εμφάνιση διαλυμάτων στο εδ είναι να πετύχεις τον μόνιμο ΦΦ. Δεν είναι και τόσο δύσκολο. Αν καταστρέφεις επίμονα και αποφασιστικά τους κυματισμούς των ΑΣ, αν θυμηθείς τον εαυτό σου στις ΦΑ και καταφέρνεις δεκάδες κυματισμούς των ΦΑ κατά διάρκεια της ημέρας, σταδιακά το ΦΦ θα αρχίζει να εμφανίζεται και να στερεοποιείται. Την περίοδο, όποτε το ΦΦ θα γίνει μόνιμο και δυνατό, ο μεδ θα αρχίσει να αποδυναμώνεται.

    Η παύση του εδ είναι το αγαπημένο θέμα των εσωτερικών, δηλαδή των ανθρώπων, που δεν θέλουν να αλλάξουν τίποτα στους εαυτούς τους, δεν θέλουν να σταματήσουν να βιώνουν τα ΑΣ, δεν θέλουν να αισθάνονται τις ΦΑ, δεν θέλουν να πετύχουν την διαύγεια και ειλικρίνεια, και το μόνο που επιθυμούν είναι να κάνουν την εντύπωση με διάφορες εσωτερικές εκφράσεις και να θεωρούν τους εαυτούς τους σπουδαίους. Είναι σχεδόν αδύνατον κα κρύψεις, ότι αισθάνεσαι το ΑΣ, ειδικά με μακροχρόνια επαφή. Πώς μπορεί ένας συνηθισμένος άνθρωπος να ελέγξει – έχει κάποιος τον εδ η όχι; Δεν μπορεί – αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίο οι εσωτερικοί αγαπούν τόσο πολύ αυτό το θέμα. Εντωμεταξύ μπορώ να πω με 100% σιγουριά – ωσότου ο άνθρωπος δεν μάθει να απομακρύνει άψογα (δηλαδή σε λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο) τα ΑΣ, ωσότου δεν αρχίσει να αισθάνεται δεκάδες κυματισμούς των ΦΑ την ημέρα, δεν αρχίσει να νιώθει το μακροχρόνιο δυνατό ΦΦ, ακόμα και οι μικρές παύσεις του εδ είναι απόλυτος ανέφικτες — όχι μόνο του τεδ, αλλά και του δεδ. Μπορεί, με κάποιες απίθανες προσπάθειες, για ένα-δυο δευτερόλεπτα να σταματήσει μόνο τις πιο δυνατές σκέψεις, μα όχι κάτι παραπάνω από αυτό.

     

    04-05) Φαντάσου, ότι κάτι τρέχει συνέχεια μπροστά στα μάτια σου. Είναι παρά πολύ, αυτό το «κάτι», και είναι τόσο ασταμάτητο, ότι δεν μπορείς να διακρίνεις τίποτα γύρο σου — απλώς δεν μπορείς να δεις μια ορισμένη μορφή. Μπροστά σου κινούνται οι χρωματιστές τελείες, γραμμούλες, πολύγωνα — τα οπτικά χαοτικά σκουπίδια. Και περασμένες μέσα από όλα αυτά οπτικές αντιλήψεις του δωματίου, στο οποίο βρίσκεσαι, με τίποτα δεν μπορούν να συναρμολογηθούν σε μια εικόνα. Ένας τέτοιος άνθρωπος θα ήταν πρακτικά τυφλός, παρόλο που η όραση του λειτουργεί κανονικά και θα μπορούσε κάλλιστα να αντιλαμβάνεται τον γύρο κόσμο, εάν δεν υπήρχε αυτή η παρασιτική ευκινησία. Και εάν δεν ήξερε για την ύπαρξη του δωματίου, δεν θα μπορούσε να μαντέψει, ότι αυτό υπάρχει, εφόσον είχε βασιστεί μόνο στην ερμηνεία των οπτικών αντιλήψεων του. Μπορούμε να φέρουμε ένα παρόμοιο παράδειγμα και με τους ήχους — εάν όλη την ώρα άκουγες χαοτικά δυνατούς θορύβους, ανάμεσα σε αυτούς δεν θα μπορούσες να ξεχωρίσεις μια μελωδία η μια νοήμον ομιλία — θα άκουγες μόνο τους συριγμούς, παρεμβολές, ρόγχους και άλλα ακουστικά σκουπίδια. Υπενθυμίζω, ότι τα μάτια μας δεν αντιλαμβάνονται τις εικόνες, αλλά τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα. Το φως, ως αντανάκλαση από τα αντικείμενα, πέφτει στα μάτια μας, και ύστερα συμβαίνει κάτι μαγικό — εμφανίζεται η αντίληψη της εικόνας. Πώς γίνεται αυτό — δεν το γνωρίζουμε και μάλλον δεν θα μάθουμε ποτέ, επειδή όσα περισσότερα πράγματα ανακαλύπτει η επιστήμη, τόσο πολύ διευρύνεται η σφαίρα της γνώσης, τόσο μεγαλώνει η έκταση της επαφής της γνώσης αυτής με το άγνωστο. Αυτή η εικόνα περιγράφει με πολύ μεγάλη ακρίβεια, τι συμβαίνει στην επιστήμη. Η επιστήμη είναι αυτό, που μας επιτρέπει να καταλάβουμε — πόσο πολλά δεν ξέρουμε ακόμα.

    Φυσικά, έχουμε πολλά τέτοια μυστήρια φαινόμενα γύρο μας. Πώς με το νερό, τα ορυκτά, αέρα και φως του ήλιου βγαίνει από το σποράκι αυτή η πράσινη μουσούδα, ατελείωτα ανόμοια με το φως, νερό, ορυκτά; Πώς από τον αέρα και γρασίδι γίνεται αυτή η αστεία χνουδωτή μούρη — διόλου πράσινη; Πώς η θέληση να σηκώσεις το χέρι οδηγεί στο ότι οι μυς αρχίζουν να συσπώνται συντονισμένα, και το χέρι ανεβαίνει; Το πώς από τα ηχητικά κύματα, που φτάνουν στα αυτιά μας, φτιάχνονται οι λέξεις — είναι και αυτό ένα τέτοιο μυστήριο.

    Με βεβαιότητα μπορούμε να πούμε το εξής: α) στα μάτια μας μπαίνουν τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα, β) ως αποτέλεσμα εμφανίζεται η αντίληψη των εικόνων. Ας προσθέσουμε τον όρο «ερμηνεία» σχετικά με αυτό το φαινόμενο, και θα ονομάσουμε με αυτή τη λέξη όλες τις μυστήριες διαδικασίες, οι οποίες οδηγούν στην μετατροπή των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων σε εικόνες. Οπτικές μορφές — η συνέπεια της ερμηνείας των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, που λαμβάνει το σώμα μας.

    Σκέψου τώρα, ότι σαν αποτέλεσμα της μακροχρόνιας και δυνατής αίσθησης του φωτισμένου φόντου ο μεδ άρχισε να μειώνεται, και στο τέλος παρουσιάστηκαν οι διασπάσεις μέσα σε αυτό. Θα υπάρξουν κάποιες αλλιώτικες σκέψεις – όχι του εεδ η του μεδ — αλλά προερχόμενες από μια τελείως διαφορετική πηγή; Πρώτου απαντήσω σε αυτή την ερώτηση, προτείνω να κάνουμε μια μικρή παρέκβαση και να διαβάσουμε την επόμενη παράγραφο.

     

    04-06) Η συναναστροφή μου με τις μουσούδες κατά τη διάρκεια μερικών ετών αναπόφευκτα οδήγησε στην παρατήρηση από αυτές μιας ολόκληρης σειράς των περίεργων συμπεριφορών μου. Επειδή ήταν υπερβολικά ασυνήθιστες, κατά κανόνα γινόταν ο εκτοπισμός, ο «υποβιβασμός» αυτών, που οι μουσούδες είδαν – ένας τυπικός μηχανισμός, ο οποίος επιτρέπει να διατηρείς την συνηθισμένη εικόνα του κόσμου. Για να εμποδίσουν τη λειτουργία αυτού του μηχανισμού, οι μουσούδες άρχισαν να κρατάνε σημειώσεις, και τώρα χρησιμοποιώ ένα μέρος από αυτές.

    (Προσοχή: όλο το βιβλίο μου είναι γραμμένο έτσι, ώστε ο αναγνώστης μπορεί να επαληθεύσει με την πείρα του τα πράγματα, στα οποία αναφέρομαι. Αυτά, για τα οποία μιλάει η επόμενη παράγραφος, δεν είναι δυνατόν να επαληθευτούν από μη-μουσούδα, αλλά δεν απαιτείται κάτι τέτοιο — αυτό το κομμάτι είναι απλώς η εικονογράφηση του επόμενου, στο οποίο και πάλι δεν θα ισχυριστούμε τίποτα, απλώς θα συστηθεί μια σειρά από ερωτήματα, οι απαντήσεις στα οποία θα μπορούσε να δώσει κανείς, βασιζόμενος στην δική του πείρα).

    1. Ο Μποντχ ρώτησε την Α. – εάν αισθάνεται τώρα την προσμονή. Η Α. απάντησε, πως όχι, δεν αισθάνεται και άρχισε να δημιουργεί την προσμονή, σκεπτόμενη την άνοδο της Τσο-Οιγια, και μετά την κατάδυση. Ο Μποντχ εντωμεταξύ κάτι έγραφε στο σημειωματάριο του. Η Α. είπε, ότι δημιούργησε την προσμονή έντασης 3-4. Ο Μποντχ ρώτησε — ποιους ΦΠ (φωτισμένους παράγοντες) είχε χρησιμοποιήσει η Α. για αυτό. « Την άνοδο της Τσο-Οιγιας [ένα βουνό στα Ιμαλάϊα] και την εκπαίδευση της κατάδυσης» – αποκρίθηκε η Α. Ο Μποντχ έδειξε το σημειωματάριο — και ήταν γραμμένο εκεί : 1. κατάδυση. 2. Τσο-Οιγια. Δηλαδή, σημείωσε τους δυο φωτισμένους παράγοντες, και όχι ένα η τρία. Και συγκεκριμένα αυτούς, που είχε χρησιμοποιήσει η Α.

    2. Ο σιδηροδρομικώς σταθμός του Βαρανάσι. Από τα μεγάφωνα δηλώνουν την άφιξη του τρένου πρώτα στο χίντι, μετά στα αγγλικά, και έτσι συνέχεια, τρεις φορές. Η Β. άνοιξε το στόμα της, για να πει, ότι το επαναλαμβάνουν για τέταρτη φόρα, και την ίδια στιγμή ο Μποντχ είπε: «στα μέρη μας δεν το επαναλαμβάνουν τόσο συχνά». Στην Ινδία πάντοτε επαναλαμβάνουν τις πληροφορίες για πολλές φορές στους σταθμούς — ούτε πριν, ούτε μετά από αυτή την περίπτωση ο Μποντχ δεν το είχε σχολιάσει.

    3. Καθόμαστε και οι τέσσερις στο βαγόνι. Έχουμε μαζί μας 3 ψωμάκια — 2 στο πακέτο, το τρίτο το τρώει ο Μποντχ. Μιλάμε. Η Γ. σκέφτεται κάτι. Ξαφνικά ο Μποντχ σταματά, γυρίζει προς το μέρος της και λέει : «δεν συμφωνώ». Η Γ. είπε, ότι την ίδια στιγμή σκεφτόταν: «Να ζητήσω το ψωμάκι απ` τον Μποντχ η όχι».

    4. Η Δ. γράφει ένα άρθρο, που μοιάζει επιστημονικό. Σκέφτηκε, ότι θα δείχνει καλή η φράση «διάφορων ειδών» και ξεκίνησε να γράψει αυτές τις λέξεις. Τότε λέει και ο Μποντχ: «μπορούμε να προσθέτουμε τις λέξεις τύπου «τέτοιου είδους»…

    5. Στο εστιατόριο για τον Μποντχ έφεραν ταυτόχρονα τη σούπα και μια πίτσα. Εκείνος είπε, ότι ήθελε τη σούπα με ένα ψωμάκι. Η Ε. την ίδια ώρα σκεφτόταν, ότι η πίτσα γενικώς είναι απλώς ένα τοστ με τομάτες και τυρί. Ποτέ πριν εκείνη δεν είχε παρόμοιες σκέψεις και θεωρούσε την πίτσα κάποιο ξεχωριστό φαγητό.

    6. Μιλάμε οι τέσσερις μας. Κάποιος διέκοψε τον Μποντχ μια φόρα, και μόλις συνέχισε να μιλάει, τον διέκοψαν και πάλι. Ο Μποντχ σώπασε με αστεία μούρη, όλοι χαχάνισαν. Ξεκίνησε και πάλι να μιλάει, και σταμάτησε ξανά με αστεία γκριμάτσα. Η Ζ. είπε, ότι είχε ήδη ξεχάσει για τις διακοπές και σκόπευε να επέμβει ξανά, κάνοντας του μια ερώτηση.

    7. Η Η. ρώτησε την Σίτα (το κοριτσάκι από το Νεπάλ), πόσο γρήγορα εκείνη γράφει στη γλώσσα της. Η Σιτα απάντησε, πως γράφει πολύ γρήγορα. Η Η. άρχισε να σκέφτεται, εάν μπορεί να προσλάβει τη Σιτα ως μεταφράστρια για τα χίντι. Αποφάσισε, πως η Σιτα δεν ταιριάζει για αυτή τη δουλεία, επειδή δεν ξέρει αρκετά καλά αγγλικά. Ταυτόχρονα ο Μποντχ λέει: «μα τα αγγλικά της είναι κακά».

    8. Η παρέα των πέντε — η Η., η Θ., ο Μποντχ, η Ι και η Κ. βρίσκονταν στο ίντερνετ-καφέ. Οι Ι. και Κ. τελείωσαν νωρίτερα απ` τους άλλους και βγαίνοντας έξω, άρχισαν να συζητάνε, σε ποιο εστιατόριο θα ήθελαν να πάνε για φαγητό (συνήθως όλοι έτρωγαν στο ξενοδοχείο, αλλά εκείνη τη βράδια αποφάσισαν να πάνε σε ένα εστιατόριο). Η Κ είπε, ότι θέλει να φάει στο «Monsoon», αλλά δεν θα το προτείνει καν, επειδή ο Μποντχ δεν θα πάει εκεί (έχει πει προηγούμενος αρκετές φορές, πως δεν του αρέσει καθόλου αυτό το μέρος). Η Ι. γέλασε και είπε, ότι και αυτή θέλει να πάει στο «Monsoon», και ότι δεν το είχε αναφέρει για τον ίδιο λόγο. Ο Μποντχ δεν θα μπορούσε να ακούσει αυτή τη συζήτηση, επειδή καθόταν στη μακρινή γωνία μέσα στην καφετέρια, και εκείνες μιλούσαν έξω, δίπλα στην είσοδο. Αργότερα — όταν όλοι βγήκαν στο δρόμο — η Θ. μίλησε για κάποιο εστιατόριο, στο οποίο ήθελε να πάει, και η παρέα πήγε εκεί. Στον δρόμο ο Μποντχ, μιλώντας στην Κ. και Ι, είπε: «Εάν θέλετε, πάμε στο «Monsoon»».

    9. Η Λ. διάβαζε το βιβλίο, ο Μποντχ σε κάποια απόσταση από αυτήν ξάπλωνε κάτω σε ένα ξέφωτο. Η Λ. των ρώτησε: «Πώς μεταφράζεται η λέξη extention;». Όταν έφτασε στην συλλαβή «-te», ο Μποντχ την διέκοψε και είπε «διεύρυνση». Είναι αδύνατον να αντιδράσεις τόσο γρήγορα — πρέπει να ξέρεις εκ των προτέρων, ποια λέξη ήθελε να πει η Λ.

    Είχαμε κάνει μερικά πειράματα. Στην αρχή κάποιος έλεγε μια πολύ απλή αγγλική λέξη – την πιο απλή από τις πιθανές, και ο άλλος προσπαθούσε να την μεταφράσει στιγμιαία. Φάνηκε, ότι χρειάζεται μισό δευτερόλεπτο μετά από την εκφώνηση της λέξης αφότου ο άνθρωπος έχει τελειώσει, και μόνο έπειτα μπορείς να απαντήσεις. Απλουστεύσαμε το πείραμα ακόμα πιο πολύ — ο ένας έλεγε μια απλή ρώσικη λέξη, και ο άλλος έπρεπε να την επαναλάβει όσο πιο γρήγορα μπορεί , και πάλι στα ρωσικά. Αλλά και έτσι περνάει ένα κλάσμα του δευτερόλεπτου αφότου η λέξη έχει ακουστεί. Δεν υπήρχε περίπτωση υπό καμία συνθήκη να διακόψεις τον άλλον.

    10. Έφεραν το τσάι για τον Μποντχ και την Μ. Η Μ. ήθελε πολύ ένα τσάι και αποφάσισε να ζητήσει να πάρει το φλιτζάνι του Μποντχ. Παράξενη πράξη, επειδή στο εστιατόριο έφερναν το τσάι παρά πολύ γρήγορα και οι σερβιτόροι εμφανίζονταν αμέσως με το σημάδι — θα ήταν πιο απλό για εκείνη να το παραγγέλλει για τον εαυτό της. Η ίδια παραξενεύτηκε, ότι της ήρθε μια τέτοια επιθυμία — να ζητήσει το τσάι του Μποντχ. Όσο η Μ. συλλογιζόταν για την ερώτηση, ο Μποντχ σκέφτηκε και είπε – «μπορώ να μοιραστώ το τσάι μου». Εκείνη ένιωθε τόσο έκπληκτη, ότι άρχισε να ρωτάει την Ν. και την Ξ., εάν είχαν ζητήσει τσάι από τον Μποντχ, εάν είχε απαντήσει κάτι σχετικό, η απλώς πρόφερε αυτές τις λέξεις. Εξίσου παράξενη είναι και η πράξη του Μποντχ, διότι δεν κάνουμε οικονομία στο τσάι, φυσικά, και είναι πολύ δύσκολο να υποθέσεις, ότι εκείνος αποφάσισε να πει το τσάι του αργότερα, και να δώσει το φλιτζάνι, που είχε, για να μην κρυώσει. Το πιο πιθανό θα ήταν απλώς να μην πιει, αλλά να παραγγείλει ένα άλλο. Ακόμα, η φράση του δεν ήταν προσφορά -«μήπως θέλει κάποιος να πάρει το δικό μου τσάι:». Η φράση του ήταν μια απάντηση σε συγκεκριμένη ερώτηση — αν θα μοιραστεί το τσάι του.

    11. Κάναμε παζάρια για ένα μεγάλο, σπάνιο και ακριβό πετράδι. Η πωλήτρια σε σύγχυση έτρεξε κάπου στο βάθος του μαγαζιού, πήρε ένα τετράδιο και γύρισε στο ταμείο. Έκοψε ένα φύλλο, το κοίταξε, το άφησε κάτω, άρχισε να κόβει το επόμενο. Ο Μποντχ είπε: «Τώρα θα αρχίσει να μαντεύει». Η Ο. γέλασε, επειδή τα λόγια του Μποντχ ακούστηκαν σαν αστείο, και η ίδια η υπόθεση, ότι η πωλήτρια θα αποφασίσει για την άξια των 600 δολαρίων, μαντεύοντας, φάνηκε παράλογη. Η πωλήτρια εντωμεταξύ έσκισε το φύλλο σε μικρά κομματάκια και άρχισε να γράφει πάνω τους διάφορα ποσά, και μετά τράβηξε ένα και δήλωσε τον αριθμό, που είχε γράψει σε αυτό. Ούτε πριν, ούτε μετά οι πωλητές δεν φέρονταν τόσο περίεργα κοντά μας, για αυτό είναι αδύνατον να προβλέψεις μια τέτοια συμπεριφορά λόγο εμπειρίας. Πάνω από αυτό — οι πωλητές πραγματικά συχνά κρατάνε χαρτί ( η το μηχανάκι), αλλά όχι για να μαντέψουν, φυσικά, αλλά για να προσποιηθούν την βασανιστική διαδικασία της μέτρησης για την πιθανή έκπτωση.

    12. Είχαμε πάει στο γιαπωνέζικο εστιατόριο. Η Π. άρχισε να αναπολεί την χτεσινή σύμπτωση με το τσάι — όταν ο Μποντχ είπε, πως μπορεί να το μοιραστεί. Την ίδια στιγμή, ο Μποντχ, σαν να ήθελε να αστειευτεί, λέει τη συγκεκριμένη φράση: «μπορώ να μοιραστώ το τσάι».

    13. Η Ρ. συνήθως αντιμετώπιζε σκεπτικά τέτοιου είδους συμπτώσεις, αλλά μετά από την περίπτωση με το τσάι η γνώμη της άλλαξε. Το βράδυ, στο εστιατόριο, άρχισε να μιλάει για αυτό, και ο Μποντχ είπε: «στην ουσία και αυτά μπορούν να εξηγηθούν». Αλλά η Ρ. ένιωθε την βεβαιότητα, ότι ειδικά αυτήν τη σύμπτωση είναι αδύνατον να την εξηγήσει λογικά. Και ξεκίνησε να συλλογίζεται, με ποιον τρόπο θα μπορούσε να εξηγηθεί τότε. Η Ρ. σκέφτηκε: «Και τι, βγαίνει, ότι ο Μποντχ ξέρει, για πιο πράγμα σκέφτονται οι άνθρωποι;». Ταυτόχρονα ο Μποντχ είπε: «Παραδέξου, ότι δεν μπορούμε να το εξηγήσουμε, λέγοντας πως ξέρω, τι σκέφτονται οι άνθρωποι».

    14. Η Σ. κάποτε έπρεπε να πάρει τον Μποντχ από το αεροδρόμιο — τον είδε να πλησιάζει την ουρά στο τελωνείο, και περίμενε, ποτέ θα τη περάσει. Θα διένυε έναν ανοιχτό χώρο μετά από το τελωνείο, για να την πλησιάσει. Ο Μποντχ έφτασε στο τέλος της ουράς και δεν φαινόταν πίσω της, η Σ. τον έχασε από το οπτικό πεδίο, μα ΣΕ 2 ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ ο Μποντχ εμφανίστηκε μπροστά απ` τη μύτη της. Η ίδια στην αρχή δεν κατάλαβε, ότι είναι αυτός, επειδή με τίποτα δεν γινόταν να βρεθεί μπροστά της, χωρίς να περιμένει στη σειρά, χωρίς να περάσει απ` το τελωνείο η, τουλάχιστον, χωρίς να διανύσει τον ανοιχτό χώρο, τον οποίο η Σ. παρατηρούσε, και απ` όπου ο Μποντχ δεν είχε περάσει. Βέβαια, μπορούμε να υποθέσουμε κάτι εξωφρενικό, που δεν είχε συμβεί στην Σ. ποτέ πριν — λιποθυμία η κάτι άλλο, αλλά δίπλα της ήταν και ο Τ.

    15. Ένα παρόμοιο συμβάν είχε και η Υ. στο σταθμό στην Ινδία: αυτή καθόταν μια θέση μακριά από τον Μποντχ, και αυτόν από τη πόρτα χώριζαν περίπου τρία μέτρα. Εκείνος, καθισμένος, διάβαζε ένα βιβλίο. Μια γυάλινη πόρτα οδηγούσε από το δωμάτιο των ξένων στην κοινή αίθουσα. Κάποια στιγμή η Υ. θέλησε να μάθει τη γνώμη του Μποντχ για μια τουρίστρια, τον κοιτούσε, και σκεφτόταν την ερώτηση. Εκείνη την ώρα η τουρίστρια σηκώθηκε και πήγε κάπου. Η Υ. γύρισε το κεφάλι της για ένα δευτερόλεπτο κυριολεκτικά, και άρχισε να λέει: «Κοιτά αυτή τη τουρίστρια…», κοίταξε, αλλά εκείνος έλειπε απ` τη θέση του και από το δωμάτιο επίσης. Δεν θα προλάβαινε σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα να σηκωθεί, να φτάσει στην πόρτα, και να απομακρυνθεί τόσο πολύ, ώστε να μην φαίνεται απο το τζάμι.

    16. Η Φ. αναπολούσε, με ποια αγόρια είχε κοιμηθεί. Ανέφερε, πως δεν μπορεί να θυμηθεί τα τρία η τέσσερα από αυτά. Ο Μποντχ είπε — περίεργο, ότι δεν μπορείς να θυμηθείς. «Ναι, υπήρχαν περίπου τρία αγόρια ακόμα, αλλά δεν μπορώ να πω, ποια» – απάντησε η Φ. Ο Μποντχ σώπασε για λίγη ώρα και λέει: «Με έναν ξανθό έβγαινες ποτέ; Ένιωθε πολύ συχνά δυνατά ΘΣ, έμεινε στο παλιό σπίτι δίπλα στον δρόμο». (Ο Μποντχ ονόμασε και κάποια άλλα γνωρίσματα του αγοριού — τώρα δεν θυμάται κανείς — ποια.) Η Φ. μαζεύτηκε και ξαφνικά άρχισαν να τις έρχονται οι αναμνήσεις, ότι πραγματικά, υπήρχε ένα τέτοιο αγόρι – συγκεκριμένα ξανθό, και ζούσε στο παλιό σπίτι και τα λοιπά, και εκείνη τον επισκεπτόταν και ήθελε να κοιμηθεί μαζί του, αλλά δεν το κατάφερε τελικά. Ο Μποντχ είπε: «για αυτό δεν ένιωθα τόσο σίγουρος».

    17. Στο εστιατόριο η Χ. ανέλυσε τη συμπεριφορά της στο μετρό και συμφώνησε με τον Μποντχ, ότι ένοιωσε έναν ανεξέλεγκτο κυματισμό των ΘΣ και κατά συνέπεια ηλιθιότητας. Ήθελε να αρχίσει να πει σε όλους, ότι πέφτει στην τρελή κατάσταση των ΘΣ μετά από την εκδήλωση της πρωτοβουλίας για κάτι, και ήταν έτοιμη να ανοίξει το στόμα της, όταν ο Μποντχ τη κοίταξε και είπε «Χ., αυτό δεν έχει ενδιαφέρον».

    18. Πριν από τρία χρόνια η Ψ. ζούσε με τον Μποντχ για περίπου ένα μήνα. Την είχε καταπλήξει τότε — με το που ξεκινούσε να προσπαθεί σε κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση η εάν της ερχόταν η επιθυμία να απομακρύνει κάποιον ορισμένο σκοτισμό, ο Μποντχ έπιανε τη κουβέντα μαζί της και της εξηγούσε, ποιος είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να το κάνει, η πως να εφαρμόσει κάποια ανακάλυψη. Της έλεγε, πως γίνονται κάποιες πράξεις, και έβγαινε, ότι μιλούσε για μια συγκεκριμένα δική της ανακάλυψη, που είχε κάνει πολύ πρόσφατα, καμιά φορά ακόμα και πριν από μίση ώρα η μια ώρα, και δεν το είχε πει σε κανέναν. Αυτό έγινε 30 η 40 φορές.

    19. Η Ω. ξεκίνησε την απομάκρυνση της ανίας. Βρισκόταν στο μικρό δωμάτιο και συλλογιζόταν, για ποιο λόγο αισθάνεται την ανία τώρα, γιατί είναι τόσο ελκυστική για αυτήν. Μετά εμφανίστηκε η απροθυμία να την νιώθει, η Ω. πλησίασε στην αφίσα με τα βουνά, προσπάθησε να ξεφορτωθεί την ανία, αλλά ξεχάστηκε με κάτι και δεν το έκανε. Σκεφτόταν για αυτό και πήγε στη κουζίνα. Ο Μποντχ, χωρίς να τη κοιτάξει, ρώτησε – «δηλαδή, την κατάσταση «δεν έχει ενδιαφέρον η ζωή» δεν θα τη απομακρύνεις;»

    20. Η Α. αποφάσισε, ότι οι συγκεκριμένες συμπτώσεις είναι κάποια μυστική διαδικασία για όλους — και για τον Μποντχ επίσης. Τότε ο Μποντχ της είπε: «Καλά, τότε δεν θα υπάρξουν ποτέ πια συμπτώσεις». Η Α. απάντησε: «Το «ποτέ» είναι μια αόριστη έννοια, θέλω να σας παρατηρώ για μια βδομάδα». Ο Μποντχ: «Μάλιστα, ας είναι μια εβδομάδα». Πράγματι, αυτή η εβδομάδα πέρασε χωρίς να συμβούν οι συμπτώσεις (συνήθως υπήρχαν 3-4 περίεργα συμβάντα η συμπτώσεις την ημέρα).

    21. Ο Β. ήθελε να ηχογραφήσει τη φωνή του Μποντχ. Εκείνος, όμως, δεν το επιθυμούσε. Ο Β. ωστόσο το έκανε στα κρυφά. Και ο υπολογιστής τσέπης, τον οποίο ο Β. χρησιμοποιούσε για την ηχογράφηση, χάλασε και δεν λειτουργούσε για δυο μέρες, παρά τις προσπάθειες του ιδιοκτήτη του να το φτιάξει (ο Β. ασχολείται με αυτά επαγγελματικά). Ύστερα από αυτό, ο Β. ζήτησε αστειευόμενος από τον Μποντχ να τον συγχωρέσει. Ο Μποντχ αποκρίθηκε με τον ίδιο τόνο, ότι τον συγχωρεί, και ο υπολογιστής άρχισε να λειτουργεί κανονικά. Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός, ότι μετά από αυτό το γεγονός το μηχάνημα δεν έπαθε καμία βλάβη ποτέ ξανά και δουλεύει ως τώρα. Γύρο στα 15 άτομα το είχαν παρατηρήσει — αυτό έγινε στο ταξίδι στα Ιμαλάια.

    22. Όλη την εβδομάδα η Γ. σκεφτόταν, ότι θέλει να γράψει ένα βιβλίο για τον Μποντχ, κάτι σαν το «Μποντχ με τα μάτια των μουσούδων». Δεν το είχε πει σε κανέναν, αλλά είχε την χαρούμενη επιθυμία της έντασης 5-6 για αυτό. Στο τέλος της εβδομάδας πήγε να συναντήσει τον Μποντχ στο αεροδρόμιο. Όταν εκείνος την είδε, της είπε : «Θα γράψεις το βιβλίο «Ο Μποντχ και εγώ», το οποίο παρόλο που θα είναι χαζό, θα είναι και αληθινό».

    23. Η Δ. άνοιξε τη μπαλκονόπορτα, κοίταξε τα σακίδια, την έκλεισε. Είχε την επιθυμία να απομακρύνει τους οικιακούς μαρασμούς, για αυτό δεν την έκλεισε μηχανικά, αισθανόμενη τους χαοτικούς περισπασμούς, αλλά συγκεντρώθηκε στο να την κλείσει δυνατά και να κλειδώσει. Όταν τράβηξε τη κουρτίνα, ο Μποντχ ρώτησε: «Σίγουρα έκλεισες το μπαλκόνι;»

    – Ναι.

    – Είσαι σίγουρη για αυτό;

    – Ναι (περίεργο, γιατί ρωτάει για αυτό, δεν υπάρχει το παραμικρό ρεύμα, για να υποθέσεις, ότι το μπαλκόνι είναι ανοιχτό).

    – Σίγουρα το έκλεισες;

    Η Δ., κοιτώντας τον Μποντχ, (επειδή ήταν σίγουρη για 10, ότι το μπαλκόνι είναι κλειστό, και ήθελε απλώς να του το δείξει), τράβηξε το χερούλι — η πόρτα άνοιξε.

    24. Η περιγραφή της Ε. : «Στεκόμουν στη στάση του λεωφορείου, περίμενα τον Μποντχ. Ήμουν πρώτη στη σειρά, και ανυπομονούσα να φτάσει, γι` αυτό συνέχεια κοίταζα δεξιά, ψάχνοντας τον ανάμεσα στους ανθρώπους που περνούσαν. Καμιά φορά γύριζα αριστερά, για δυο δευτερόλεπτα το πολύ: να δω, εάν έρχεται το λεωφορείο, και μηχανικά έβλεπα εκείνα τα τρία άτομα, που περίμεναν στην αριστερή ουρά. Για άλλη μια φορά, κοιτάζοντας τους ανθρώπους δεξιά, γύρισα αριστερά, και πάλι δεξιά. Την ίδια ώρα ο Μποντχ με έσπρωξε στον ώμο από πίσω. Εάν φανταστείς, ότι σε δυο δευτερόλεπτα, όσο εγώ κοιτούσα δεξιά, αυτός πέρασε όλη αυτή την απόσταση, που βρισκόταν στο οπτικό μου πεδίο (και ήταν μεγάλο εκεί, έβλεπα τους ανθρώπους, που περπατούσαν δίπλα στα πρώτα κιόσκια απ` τον δρόμο), και ότι με αυτή τη ταχύτητα έτρεξε πίσω μου – κάτι τέτοιο είναι απλώς αδύνατον, και ακόμα κάτι περίεργο — δεν έδειχνε καθόλου λαχανιασμένος.»

    25. Η περιγραφή της Ζ. : «Είπα στον Μποντχ να με ξυπνήσει τη νύχτα. Με ξύπνησε:). Θυμάμαι, ότι στις πρώτες στιγμές είχα πολύ ξεκάθαρη συνείδηση. ΚΑΘΟΛΟΥ υπνηλία. Δεν βρίσκομαι σε μια παρόμοια κατάσταση ποτέ αμέσως μετά από το ξύπνημα. Το πρωί συνήθως έχω την υπνηλία 5-6, τη νύχτα — υπνηλία 10. Συχνά δεν μπορώ να σηκωθώ αμέσως, ενώ τότε απ` την πρώτη στιγμή, που άνοιξα τα μάτια μου, υπήρχε η σαφήνεια της συνείδησης 10, θυμάμαι με ακρίβεια μια οπτική αντίληψη — η σιλουέτα του Μποντχ στην πόρτα, το φως πίσω από τη πλάτη του. Κάποια άγνωστη κρυστάλλινη καθαριότητα στις αντιλήψεις μου — ακόμα και την ημέρα δεν αισθάνομαι ποτέ έτσι. Κάτι του είπα, και εκείνος έφυγε. Η συνείδηση αμέσως έγινε θολή για 6, μετά για 10, εμφανίστηκε η υπνηλία, και σηκώθηκα με δυσκολία. Και δεν θυμάμαι — πως με ξυπνούσε — με φώναξε η είπε κάτι. Είναι σίγουρο, ότι δεν με άγγιξε, επειδή βρισκόταν στη πόρτα σε απόσταση μερικών μέτρων.»

    26. Η περιγραφή του Η.: «Παίζουμε σκάκι με τον Μποντχ. Μετά την πρώτη κίνηση, ενώ ήμουν αφηρημένος, ο Μποντχ ρώτησε: «τι, σκέφτεσαι την δέκατη έκτη κίνηση;». Γέλασα και είπα, ότι η πληθώρα των πιθανών επιλογών είναι τόσο μεγάλη, ότι δεν μπορώ να φανταστώ καν έναν τέτοιο αριθμό. Εκείνος απάντησε, πως κανένας δεν αναλύει όλες τις πιθανές κινήσεις, μόνο τις πραγματικές πορείες της ανάπτυξης των συνδυασμών. Εγώ αποκρίθηκα, λέγοντας πως και η ποσότητα των πραγματικών εκδοχών είναι φανταστική, ακόμα και ο υπολογιστής-πρωταθλητής στο σκάκι δεν μπορεί να τις υπολογίσει. Τότε μετά από μια μικρή παύση ο Μποντχ είπε: «θα κάνεις την 16-τη κίνηση με το άλογο». Και προσέθεσε μετά από μια ακόμα πιο μικρή σιωπή: «από μαύρο τετράγωνο σε άσπρο». Κανένας δεν έδωσε την ιδιαίτερη σημασία, επειδή το παράλογο αυτής της πρόγνωσης ήταν προφανές.

    Είχαμε παίξει για αρκετή ώρα, και ο Μποντχ είπε ξαφνικά: κοίτα, ήταν η 16η κίνηση, με άλογο από μαύρο τετράγωνο σε άσπρο. Αρχίσαμε να μετράμε τις κινήσεις, αλλά δεν μπόρεσα να επαναφέρω την παρτίδα με ακρίβεια, και ο Μποντχ δεν με βοήθησε σχεδόν καθόλου, έτσι εγώ παρέμενα αβέβαιος, ότι ήταν συγκεκριμένα 16η, και όχι 15η κίνηση.

    Μολαταύτα ο Μποντχ έπαιζε, με το ζόρι κοιτώντας τη σκακιέρα — μιλούσε παράλληλα με δυο μουσούδες, διάβαζε κάποιο μήνυμα στο ταχυδρομείο και τα λοιπά, και μόνο μετά απ` τη κίνηση μου έριχνε μια μάτια και έκανε γρήγορα τη δική του — το επίπεδο του παιχνιδιού του στο σκάκι του επιτρέπει να κερδίζει και έτσι, δηλαδή δεν μπορούμε να υποθέσουμε, ότι αυτός με κάποια απίστευτη νοητική προσπάθεια κατάφερε να οδηγήσει το παιχνίδι σε μια τέτοια κατάσταση, ώστε να με αναγκάσει να κάνω τη συγκεκριμένη 16η κίνηση.

    Οι μουσούδες, η προσοχή των οποίων είχε τραβηχτεί από αυτό το παράξενο γεγονός, έδειχναν κάπως μπερδεμένες, και παρόλο που το συμβάν παραήταν ασυνήθιστο, προφανώς αποφάσισαν να αρκεστούν στις σκέψεις τύπου «περίεργη, αλλά προφανώς σύμπτωση». Μάλλον ο Μποντχ το κατάλαβε, και προτού ξεκινήσουμε το επόμενο παιχνίδι, σκέφτηκε για δυο δευτερόλεπτα και είπε, ότι η 9η κίνηση θα είναι με αξιωματικό. Άρχισα να μετράω της κινήσεις. Ταυτόχρονα σκεφτικά, ότι μπορώ απλούστατα να μην κουνάω τους αξιωματικούς καθόλου — υπήρχε ένα παιδιάστικο ενδιαφέρον «να την φέρω στον Μποντχ». Τελικά, αποφάσισα, ότι δεν θα χρησιμοποιήσω τον αξιωματικό στην 9η κίνηση — στην αρχή πάντα υπάρχουν τόσες πολλές εκδοχές της προόδου, ότι είναι παρά πολύ απλό. Το παιχνίδι προχωρούσε τέλειος ήρεμα, δεν υπήρχαν καθόλου αναγκαστικές κινήσεις, και για 8η κίνηση, όταν εγώ χρησιμοποίησα τον αξιωματικό, ο Μποντχ είπε: «είδες — είναι η 9η κίνηση». Έφερα αντίρρηση : «Όχι, είναι 8η! Εγώ μέτρησα επίτηδες!». Ο Μποντχ πρότεινε να πάρουμε μια άλλη σκακιέρα και να επαναλάβουμε την παρτίδα, μετρώντας τις κινήσεις, κάτι που κάναμε. Και η διαολεμένη κίνηση βγήκε 9η! Δεν καταλαβαίνω — πως μπορούσα να κάνω λάθος στη μέτρηση.»

    27. Η περιγραφή του Θ.: «Βλέπαμε μια ταινία χτες. Έδειχναν το μεγάλο όμορφο κτήριο — το γραφείο ενός ομίλου. Εγώ σκεφτικά: «το μουσουδογραφείο του μέλλοντος», και την ίδια στιγμή ο Μποντχ είπε αυτή τη φράση».

    28. Η περιγραφή της Ι.: «Εγώ, ο Μποντχ, η Κ. και η Λ. ταξιδεύαμε με διώροφο λεωφορείο, όπου υπάρχουν τα κανονικά καθίσματα, και από πάνω οι διθέσιες κουκέτες, όπως στο τρένο, στις οποίες μπορείς να κοιμηθείς. Εγώ και ο Μποντχ ήμασταν σε τέτοια κουκέτα — η μια πλευρά της είναι το παράθυρο, οι δυο άλλες είναι τοίχοι- χωρίσματα, και η τέταρτη δεν υπάρχει, είναι ο διάδρομος, απομονωμένος με κουρτίνα.

    Καθόμασταν, στηριζόμενοι στα πλαϊνά χωρίσματα, πρόσωπο με πρόσωπο. Κάποια στιγμή αργότερα ο Μποντχ άλλαξε θέση, για να βλέπει το παράθυρο, δηλαδή, βολεύτηκε με τη πλάτη στην κουρτίνα. Δεν έδωσα μεγάλη προσοχή σε αυτό, επειδή εμείς αλλάζαμε συχνά (παρόλο που δεν έχουμε καθίσει ποτέ έτσι — η στάση αυτή είναι δύσκολη, επειδή δεν μπορείς να στηριχτείς σε τίποτα.

    Λίγα λεπτά αργότερα παρατήρησα, ότι ο Μποντχ μοιάζει να κάθεται απόλυτος φυσιολογικά, δεν υπάρχει τίποτα ασυνήθιστο στη στάση του σαν τη πιασμένη πλάτη — ίσια η καμπουριασμένη. Οι σκέψεις αυτές τράβηξαν τη προσοχή μου, και μου πέρασε από το μυαλό — για ποιο λόγο εξ αρχής έδωσα σημασία για το ότι αυτός κάθεται άνετα; από που αυτές οι σκέψεις στον εσωτερικό διάλογο; Και τότε κατάλαβα, ότι ο Μποντχ κάθεται, στηρίζοντας το σώμα του στο τοίχο πίσω. Αλλά δεν υπήρχε κανένας τοίχος εκεί! Μόνο η κουρτίνα, που κουνιόταν απ` το αεράκι, και πίσω της — ο διάδρομος!

    Τα μάτια μου πετάχτηκαν κυριολεκτικά έξω κα κρέμασε το σαγόνι μου. Το σοκ ήταν τόσο ισχυρό, ότι σκεφτικά πως θα λιποθυμήσω. Ο Μποντχ με πείραζε, αστειευόταν, μα εγώ ένιωθα μια τέτοια ταραχή, ότι δεν μπορούσα να κάνω η να πω τίποτα. Όταν μπόρεσα να μιλήσω ξανά, το πρώτο πράγμα που είπα, ήταν : «μάλλον, σφίγγεις τους μύες σου». Ο Μποντχ πρότεινε να τον ακουμπήσω. Τον εξέτασα ολόκληρο — κοιλιά, πλάτη, μπούτια — ΟΛΟΙ οι μύες ήταν απόλυτος χαλαροί. Έκατσα πάνω του, στηρίχθηκα, τον έσπρωχνα, αλλά ο Μποντχ καθόταν με την ίδια άνεση και δεν έγειρε πίσω ούτε στο ελάχιστο, όπως θα γινόταν, εάν αυτός έσφιγγε την κοιλιά του. Δεν θα μπορούσε να κρατήσει την ισορροπία απ` τα χτυπήματα, χωρίς να κάνει πίσω ούτε ένα εκατοστό. Ο Μποντχ έκανε πλάκα μαζί μου, και μετά σήκωσε τα πόδια του και τα έβαλε πάνω στο παράθυρο, έτσι εάν είχε κρατηθεί σε αυτή τη στάση χάρη στους μύες του, με τα ποδιά ψηλά θα έπρεπε την ίδια στιγμή να γκρεμοτσακιστεί στο διάδρομο.

    Καθόμουν πάνω του για μια ώρα περίπου. Και ένιωθα συνέχεια την ίδια έκπληξη (μπορούσα μόνο να κινηθώ και να μιλήσω), που ένοιωσα, όταν τον είδα να «αιωρείται». Ο ίδιος, ωστόσο, ήταν ήρεμος, η φωνή του δεν έτρεμε απ` την ένταση, κουβέντιαζε μαζί μου, αστειευόταν, με πείραζε.

    Μερικές φορές αυτός έσκυβε μπροστά, για να σφίξει τις πατούσες μου, και μετά έγερνε ξανά στην κουρτίνα. Οι κινήσεις του ήταν απαλές, σαν να ακουμπούσε σε αόρατο τοίχο, δηλαδή στην αρχή μια μαλακή συνεχόμενη κίνηση προς τα πίσω, και μετά — ανεπαίσθητο τράνταγμα της πλάτης σε ανύπαρκτο τοίχο.»

    29. Η περιγραφή της Μ. : «Φτάσαμε με τον Μποντχ και την Ν. στο σταθμό του μετρό και πήγαμε προς την έξοδο. Η Ν. και εγώ τρέξαμε πάνω στις κυλιόμενες σκάλες, και πρόλαβα να τραβήξω απο το μανίκι τον Μποντχ, που ακολουθούσε την αργή κίνηση των ανθρώπων, που περίμεναν να ανέβουν τις σκάλες. Ανέβαινα τα σκαλιά και κοιτούσα μπροστά — να δω, εάν ο Μποντχ έφτασε στις σκάλες, και αν ναι — βιάζεται να ανέβει η στέκεται ακίνητος. Πέρασαν οι σκέψεις για την περίπτωση στο αεροδρόμιο, για την οποία μου είχε μιλήσει η Ν. όταν ο Μποντχ μεταφέρθηκε πέρα απο τη σειρά, το τελωνείο και το διάδρομο μπροστά από τη μύτη της. Ο Μποντχ δεν ήταν εκεί. Ήμουν πια πάνω, σταμάτησα δίπλα στις κυλιόμενες σκάλες και άρχισα να τον αναζητώ. Δεν τον είδα. Περίμενα για μερικά λεπτά, νομίζοντας, ότι η ουρά για τη σκάλα ήταν μεγαλύτερη, απ` ότι μου φάνηκε πριν. Ύστερα πήγα πιο κοντά στην περίφραξη, κοίταξα γύρο της και στην έξοδο. Πουθενά ο Μποντχ. Βγήκα έξω απο το σταθμό και είδα τον Μποντχ να στέκεται δίπλα στη Ν.! Δεν μπορούσα να τον χάσω, επειδή ΕΠΙΤΗΔΕΣ όλη αυτή την ώρα των έψαχνα. Μεταφέρθηκε, και δεν πήρε τις αναθεματισμένες σκάλες, και βρέθηκε επιτόπου στην είσοδο με τη Ν.»

    Προσθήκη απο τη Ν. : «όταν έτρεχα πάνω στις σκάλες, γύρισα να κοιτάξω — που είναι η Μ. και ειδικά ο Μποντχ (γνωρίζοντας την ιδιότητα του για τη μεταφορά). Είδα, ότι η Μ. ανέβηκε πίσω μου, και ότι ο Μποντχ δεν ήταν στις σκάλες. Εμφανίστηκε η σκέψη, ότι ο Μποντχ απλώς θα στέκεται στις σκάλες και δεν θα ανεβαίνει με τα πόδια. Για μισό λεπτό έβλεπα τις διπλανές σκάλες, και σε αυτή την ώρα η απόσταση ανάμεσα σε μένα και την Μ. μειώθηκε τόσο, ώστε ο Μποντχ δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητος, εφόσον ήταν κάπου στη μέση. Έκανα μεταβολή και κατευθύνθηκα προς την έξοδο, και τότε είδα, ότι με ακολουθεί ο Μποντχ. Δεν μπορούσα να πιστέψω, ότι είναι δυνατόν κάτι τέτοιο, αλλά ο Μποντχ ήταν δίπλα μου. Άρχισα να αναζητώ με το βλέμμα μου την Μ. Σκεφτικά, μήπως και εκείνη έμαθε να μεταφέρεται έτσι; Και τότε η Μ. βγήκε έξω και μας είδε.»

    30. Η περιγραφή της Ξ. : «Την ίδια μέρα στη φωλιά — έβγαλα τη σαλάτα απο το ψυγείο και κοίταξα στο τραπέζι, ψάχνοντας για πιρούνι. Λίγα πράγματα ήταν εκεί — δυο μαχαίρια και κουταλάκια του γλυκού. Κοίταξα προσεκτικά δυο φορές. Πήγα να πάρω το πιρούνι. Ο Μποντχ όλη αυτή την ώρα έπινε τσάι και έτρωγε σάντουιτς δίπλα στο τραπέζι. Γύρισα εκεί. Έπιασα λίγη σαλάτα με το πιρούνι μου και είδα, ότι δίπλα υπάρχει άλλο ένα πιρούνι, με το οποίο ο Μποντχ μόλις είχε σκαλίσει τη σαλάτα. Τα μάτια μου πετάχτηκαν έξω — είχα κοιτάξει επίτηδες δυο φορές και δεν υπήρχε κανένα πιρούνι εκεί, ο Μποντχ δεν είχε κουνηθεί. Αλλά, γαμώτο, κράταγε στα χέρια του ένα πιρούνι.

    Δεν μπορώ να παραγράψω αυτές τις δυο περιπτώσεις λόγο της αφηρημάδας μου, επειδή επίτηδες πρόσεχα, έλεγχα. Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν ήμουν προσεκτική για 90%, η για 99%, ήμουν 200% συγκεντρωμένη».

    31. Ο Μποντχ και η Ο. αράζανε στη μπανιέρα. Η Ο. έκατσε με τη πλάτη στον Μποντχ, ανάμεσα στα πόδια του. Εκείνη είχε τον χαοτικό εσωτερικό διάλογο, και θυμήθηκε το ανέκδοτο, στο οποίο ο άντρας με πονοκέφαλο απο μεθύσι ήρθε στο μαγαζί, και είδε την ταμπέλα: «Η μπύρα τελείωσε». Ο άντρας νευρίασε: «δεν γράψανε ανθρώπινα «η μπύρα τελείωσε», μόνο γράψανε «η μπύρα τελεί-ι-ωσε! [με κοροϊδευτική έκφραση]». Και ακούει τον Μποντχ να της λέει με την ίδια έκφραση: «Η μπύρα τελει-ι-ωσε!» Η Ο. τινάζεται έξω απο τη μπανιέρα και πέφτει πίσω. Αναγκάστηκαν να σκουπίζουν μετα.

    32. Η Π., η Ρ., και ο Μποντχ γύριζαν απο το γύρο του Έβερεστ και περνούσαν δίπλα στον οικισμό Σανασα. Σταμάτησαν δίπλα στο μονοπάτι, για να θαυμάσουν τα βουνά, και πολύ κοντά τους — σε περίπου εφτά μέτρα — υπήρχε ένας μακρύς πάγκος με διάφορα ντόπια κοσμήματα, αναμνηστικά και αλλά ψιλοπράγματα. Η Π. στεκόταν και κοιτούσε στον πάγκο. Ο Μποντχ ήταν ένα μέτρο μακριά απο αυτήν και κοιτούσε προς αντίθετη κατεύθυνση. Λίγη ώρα αργότερα ο Μποντχ της λέει: «Θέλεις αυτό το γιακ [θιβετιανό βόδι];». Δεν ήταν τόσο πολύ ερώτηση, όσο ρητορική παρατήρηση, επειδή ο τόνος ανέβαινε στο τέλος της πρότασης, και όχι στην αρχή. Τέλος πάντων, και αυτό δεν έχει πολύ σημασία. Σε όλο τον πάγκο υπήρχαν μόνο δυο μικροσκοπικά γιακ ανάμεσα στις δεκάδες άλλα μικροαντικείμενα, και η Π. σκέφτηκε, πως θέλει να αγοράσει ένα γιακ μόλις ένα δευτερόλεπτο πριν την ρωτήσει για το ίδιο πράγμα ο Μποντχ. Ωστόσο εκείνος δεν είχε αφορμή να προϋποθέσει, άτι η Π. θα θέλει ένα γιακ: δεν είχαν συζητήσει ποτέ για κάτι τέτοιο. Επίσης ο Μποντχ δεν έβλεπε, προς τα που κοιτάει η Π. – προς το πάγκο η τα βουνά, πόσο μάλλον σε τι συγκεκριμένα πάνω στον πάγκο. Πριν απο το ταξίδι είχαμε αγοράσει κάποια κοσμήματα μα δεν ενδιαφερόμασταν ποτέ για τα παιχνίδια-γιακ.

    33. Η περιγραφή της Τ. : «Ο Μποντχ ξάπλωνε στη μπανιέρα. Απ` το λουτρό μέχρι το δωμάτιο είναι περίπου τέσσερα μέτρα. Εγώ καθόμουν πάνω σε ένα στρώμα στο βάθος του δωματίου, δίπλα μου ήταν και οι Υ., Φ., και η Χ. Από το CD πλειερ, παρατημένο δίπλα στη πόρτα ακουγόταν μουσική. Οι Φ. και η Χ συζητούσαν για το χορό. Εγώ είπα στην Υ., ότι όποτε βλέπω, πόσο ωραία μούρη και σώμα έχει ο Μποντχ, εμφανίζεται η επιθυμία να δημιουργώ την βεβαιότητα-500, χάνονται οι σκέψεις αμφισβήτησης για το ότι μπορούμε να ζήσουμε 500 χρόνια. Όταν ο Μποντχ βγήκε απο το μπάνιο, μου είπε αμέσως: «δεν θέλεις πρώτα να δοκιμάσεις να δημιουργήσεις την βεβαιότητα-150, δεν είναι πολύ πιο εύκολο αυτό;» Με ΤΙΠΟΤΑ δεν μπορούσε να ακούσει αυτά, που έλεγα πριν, υπήρχε μια μεγάλη απόσταση ανάμεσα μας, η πόρτα ήταν κλειστή, στο κέντρο του δωματίου μιλάγανε η Φ. και η Χ., έπαιζε η μουσική, και εγώ μιλούσα με την Υ. πολύ σιγά.»

    34. Η περιγραφή της Ψ. : «Ο Μποντχ με ρώτησε, για ποιο λόγο δεν μένω πια σε κάποιο διαμέρισμα. Του είπα: «επειδή έχει πολύ παλιά έπιπλα, σοβιετικής εποχής», αλλά στην αρχή της φράσης, κάπου στη λέξη «επειδή», ο Μποντχ είπε : «πέταξε τα!». Είναι αδύνατον να το μαντέψεις — αυτός δεν είχε πάει ποτέ σε εκείνο το διαμέρισμα και εγώ δεν είχα πει σε κανέναν, πως είναι εσωτερικά. Μπορούν να υπάρχουν χιλιάδες λόγοι για να μην μένει κανείς κάπου».

    35. Η Ω. δεν είχε επαφή με τον Μποντχ για παρά πολύ καιρό, και μετά του έγραψε μερικά γράμματα. Πέρασαν μερικές μέρες, και η Ω., θέλησε να δει τον Μποντχ παρά πολύ, την ίδια μέρα πήγε στο ταχυδρομείο και παρέλαβε ένα γράμμα απο αυτόν, που έγραφε : «Εάν το θέλεις, έλα».

     

    04-07) Φυσικά, δεν μπορούμε με μια και μοναδική εξήγηση να δικαιολογήσουμε όλα τα προαναφερόμενα συμβάντα, αλλά σε σχέση με κάποια απο αυτά μπορούμε να κάνουμε υποθέσεις, που να τα εξηγούν, εάν σκεφτούμε το παρακάτω.

    Το σώμα μας μπορεί με κάποιο μυστήριο τρόπο να λαμβάνει τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα και ερμηνεύοντας τα να τα μετατρέπει σε εικόνες. Τα ακουστικά κύματα — σε ήχους. Την αλληλεπίδραση των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων σε απτικές αισθήσεις (επειδή η αίσθηση του αγγίγματος του δάκτυλου στο τραπέζι είναι το αποτέλεσμα της ερμηνείας της αλληλεπίδρασης των ηλεκτρονικών περιβλημάτων των μορίων, απο τα οποία αποτελείται το δέρμα και το τραπέζι). Εάν μπροστά απο τα μάτια μας συνέχεια θα κινείται κάτι — η λειτουργία του ερμηνευτικού μηχανισμού θα παραβιαστεί και εμείς δεν θα μπορούμε πλέον να διακρίνουμε τις μορφές. Το ίδιο συμβαίνει με τους ήχους και με τις άλλες αισθήσεις. Μήπως η αδιάκοπη κίνηση του χαοτικού εσωτερικού διάλογου εμποδίζει τη λειτουργία ενός ακόμη είδους της ερμηνείας; Είναι πιθανόν, με την εξαφάνιση του μεδ να έρχονται άλλου είδους σκέψεις, οι οποίες είναι στην ουσία ερμηνείες των αλληλεπιδράσεων, που υπάρχουν ήδη, του σώματος με τον γύρο κόσμο; Για παράδειγμα, εγώ πηγαίνω να αγοράσω μια κάρτα των απεριόριστων διαδρόμων, και ξαφνικά εμφανίζεται μια σκέψη – «οι κάρτες τελείωσαν». Έρχεται η εικόνα, σαν να κάνει κάποιος μια κίνηση με τα χέρια του και λέει- «τι να κάνουμε τώρα, έτσι έγινε, δεν προλάβαμε να εκτυπώσουμε αρκετές», και η εικόνα ενός άλλου ανθρώπου, που σφίγγει το κεφάλι του με τα χέρια και φωνάζει κάτι σαν απάντηση. Μολαταύτα εγώ δεν είμαι σε γκρίζα κατάσταση, δεν προσπαθώ να καλύψω την ανία με άσκοπες ασχολίες- είναι συγκεκριμένες σκέψεις και εικόνες, οι οποίες εμφανίστηκαν ακούσια, πάνω στον αδιάκοπο φωτισμένο φόντο, στις ενδιαφέρον ανακαλύψεις, στην γεμάτη ζωή. Έρχομαι στο ταμείο και μου λένε – «δεν πρόλαβαν να εκτυπώσουν τις κάρτες». Και μια τέτοια κατάσταση — πρώτη φορά σε μερικά χρόνια. Μπορούσε το κορμί μου με κάποιο μυστήριο τρόπο να ερμηνεύσει τις ορισμένες αντιλήψεις έτσι, ώστε στο τέλος δημιουργούνται οι σκέψεις και οι μορφές, που φέρνουν σε μένα την πληροφόρηση, η οποία με ενδιαφέρει;

    Ο συγκεκριμένος τρόπος της αντίληψης όντως δείχνει περίεργος, μυστήριος. Αλλά αν το σκεφτείς λίγο, δεν είναι εξίσου περίεργη και μυστήρια και η συνηθισμένη οπτική αντίληψη;

    Η υπόθεση για την πιθανότητα να αντιλαμβάνεσαι τον κόσμο καθ` αυτό τον τρόπο μπορεί να φανεί φανταστική, μόνο επειδή εσύ σταμάτησες να εκπλήσσεσαι. Έπαψες να αντιλαμβάνεσαι σαν μυστήριο, σαν θαύμα αυτά που συμβαίνουν γύρο σου – μετέτρεψες τα πάντα σε ρουτίνα. Διότι στην πραγματικότητα αυτά τα θαύματα δεν είναι καθόλου σπάνια. Εγώ κοιτάζω μακριά και βλέπω έναν ελέφαντα. Ο ελέφαντας είναι ένα χιλιόμετρο μακριά μου, αλλά το ξέρω ότι αυτός υπάρχει εκεί, ξέρω πως είναι, πως και που πάει, τι τρώει και τα λοιπά! Σκέψου — πόσο πολύ θα μπορούσε αυτό να σοκάρει κάποιον, που δεν έχει ούτε την όσφρηση, ούτε την ακοή, ούτε την όραση! Έχουμε την όραση — έναν καταπληκτικό μηχανισμό της ερμηνείας των περασμένων απο τα μάτια κυμάτων του φωτός. Και αυτό είναι εκπληκτικό.

    Ο άνθρωπος, που ανακαλύπτει για πρώτη φορά στον εαυτό του αυτή την ικανότητα, συγκλονίζεται, φυσικά — είναι σαν να ζεις χωρίς τα αυτιά, μάτια, γλώσσα και μύτη και ξαφνικά πέφτει πάνω σου ολόκληρος καταρράκτης τέτοιων τρόπων να αντιλαμβάνεσαι τον κόσμο, τον οποίο δεν θα μπορούσες καν να φανταστείς. «Το παρελθόν», «το μέλλον», «τα άγνωστα γεγονότα», και πολλά άλλα — όλα τα πράγματα, που έμοιαζαν εξ` αρχής απίθανα, γίνονται προσιτά εδώ — με την μορφή της άμεσης γνώσης, με τη μορφή της άμεσης αντίληψης. Δεν θα ήταν ενδιαφέρον να ερευνήσεις όλα αυτά;

    Είναι εφικτό, ΜΟΝΟ όταν εσύ:

    *) καταφέρεις την άψογη απομάκρυνση όλων των ΑΣ

    *) 40, 100, 200 φορές την ημέρα θυμάσαι τον εαυτό σου στην κατάσταση των ΦΑ, «μπαίνεις» μέσα σε αυτές, δηλαδή, τις «δημιουργείς»

    *) βιώνεις τον αδιάκοπο, έντονο φωτισμένο φόντο

    *) αισθάνεσαι το μόνιμο φόντο της απόλαυσης στο κορμί σου

    *) πάντοτε εξετάζεις κριτικά την οποιαδήποτε ιδέα, που δε είχε μελετηθεί νωρίτερα — εάν είναι βάσιμη, εάν έχει αντιφάσεις, εάν υπάρχει η λογική σαφήνεια και τα λοιπά, δηλαδή δεν είσαι δογματικός άνθρωπος

    *) αναζητάς και προσπαθείς να πραγματοποιήσεις τις χαρούμενες επιθυμίες, ασχολείσαι με την επιλογή των επιθυμιών

    *) βιώνεις σχετικά με όλα τα αυτά τις διασπάσεις του μηχανικού χαοτικού εσωτερικού διάλογου.

     

    04-08) Η επιθυμία να διαχωρίζεις τις αντιλήψεις, με όποια μορφή και να εκδηλώνεται, ΠΑΝΤΑ μετατοπίζει τις αντιλήψεις προς τις ΦΑ, δηλαδή ο όγκος των ΦΑ αυξάνεται. Για παράδειγμα, εάν εγώ σκέφτομαι, ότι τώρα θα μπορούσα να νιώθω τις ΦΑ, αναρωτιέμαι — πως γίνεται ο κυματισμός των ΦΑ κάποια στιγμή η προσπαθώ να καταλάβω — τι αισθάνομαι τώρα, ώστε να μην υπάρχουν οι δυνατές ΦΑ — όλοι οι παρόμοιοι συλλογισμοί, συνοδευόμενοι με την ιδιαίτερη προσοχή για τις τρέχων αντιλήψεις, τις προσπάθειες του διαχωρισμού των αντιλήψεων, οδηγούν στις αναλαμπές των ΦΑ. Και όσο πιο πετυχημένα πραγματοποιείται ο διαχωρισμός, τόσο πιο συχνές και δυνατές αναλαμπές έρχονται. Με αυτό τον τρόπο είναι εύκολο να διαπιστώσεις, ότι ο διαχωρισμός έχει αντίκτυπο με τις ΦΑ.