Ελληνικα change

Error

×

Κεφάλαιο 7

Main page / Μάγια 2: Προέλευση των ειδών / Κεφάλαιο 7

Περιεχόμενα

    Αρχείο 64/5635.

    Απόσπασμα του «Ημερολογίου του Μπόντχι».

     

    *) Διαβάζοντας βιβλίο του Ραμακρίσνα, συνάντησα τη δική του περιγραφή μιας μορφής αγάπης, την οποία εκείνος ονόμαζε «μαδχουρα μπχαβα», και ξαφνικά σκέφτηκα – για ποιο λόγο εγώ δεν νιώθω αγάπη για το δικό μου κορίτσι – ναι, για Εκείνο το Κορίτσι? Δεν μπορώ καν να την φωνάξω «κορίτσι», την ονομάζω «γυναίκα στο θρόνο», διότι τη θυμάμαι ως αυστηρή, μεγαλειώδης, και είναι φυσικό, ότι με μια τέτοια αντιμετώπιση, (όπως  «αυστηρή και μεγαλειώδης»)… για ποια αγάπη μπορούμε να μιλάμε? Και τότε θυμήθηκα τον περιορισμό, που υπέβαλα ο ίδιος στον εαυτό μου. Εκείνες τις μέρες – ακριβώς μετά από την εμφάνιση της, είχα κάποιες θολές, περιπλανώμενες σκέψεις: ότι αυτή η γυναίκα μπορεί να μου δώσει ο, τι έψαχνα μέχρι σήμερα – και νόημα και το περιεχόμενο της ζωής. Ταυτόχρονα, όμως, καταλάβαινα, ότι όσο  διχάζομαι με τις μηχανικές επιθυμίες  και  αρνητικά συναισθήματα θανατηφόρας ισχύος, και αντιμετωπίζω με  καταπίεση  το μεγάλο μερίδιο αυτών των επιθυμιών… δεν υπάρχει περίπτωση μέσα σε ένα τέτοιο απόλυτο σκοτάδι να κάνω παρέα μαζί της. Από την άλλη, μου ήρθε στο κεφάλι η ιδέα, πως εάν χρησιμοποιήσω έναν τέτοιο τρόπο –  θα βρω τότε τον δρόμο προς  ελευθερία για τους συνηθισμένους ανθρώπους – για αυτούς, που δεν έχουν μια τέτοια δυνατότητα – να τους πάρει κάποιο παρόμοιο πλάσμα και να τους φέρει στην ελευθερία, στις ΦΑ; Και τότε ένοιωσα απόρριψη αυτής της ιδέας, πρακτικά απαγόρευσα στον εαυτό μου να αισθάνεται αγάπη για εκείνη τη «γυναίκα».

    Αλλά τώρα η απαγόρευση αυτή έχασε το νόημα της. Πρώτον, ο δρόμος έχει βρεθεί – δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για αυτό. Ο δρόμος βρέθηκε, και ήδη περιγράφθηκε, ακόμα και έχει επεξεργαστεί – έγιναν πάρα πολλά σε αυτή την κατεύθυνση, αισθάνομαι προσμονή, όταν σκέφτομαι για τη δουλειά, που έγινε, έτσι ακόμα και αν βουτήξω με το κεφάλι στις ΦΑ… μα αυτό συγκεκριμένα θέλω τώρα, ακριβώς αυτή είναι η  «μετωπική γραμμή». Δεν θα σκαλίζω τους σκοτισμούς τώρα πια, διότι θεωρώ, ότι η μέθοδος, την οποία εγώ έγραψα, έχει αρκετές λεπτομέρειες ήδη – τα υπόλοιπα ας τα πουν οι ίδιοι πρακτικοί στα άρθρα τους. Δεύτερον, τώρα δεν υπάρχουν οι ανησυχίες του τύπου «αν βιώσω κάτι παράξενο και τους παρατήσω – ποιος τότε θα τους δείξει τον δρόμο;» – ακόμα και αν ζήσω κάτι το «εξωφρενικό» – πώς μπορώ να παρατήσω την Γιεζάτινα, για παράδειγμα; Μα και τους άλλους – όλους αυτούς, που ειλικρινά και χαρούμενα θα ασχολούνται με την πρακτική; Θα τους αφιερώσω ακριβώς τόση προσοχή, όση θέλω, και πόσο θα το θέλω – εξαρτάται από το – πώς θα είναι η πρακτική τους, και όχι από την διαφορά στον όγκο των ΦΑ, τις οποίες έχουμε βιώσει. Εκτός από αυτό, είμαι σίγουρος, ότι στην επικοινωνία μου με αυτούς είναι πολύ μεγάλο ακόμα το μερίδιο της φροντίδας, δηλαδή, του παρασιτικού, αναποτελεσματικού συστατικού.

    Έτσι η αλλιώς – δεν θέλω πια να απαρνηθώ μια τέτοια δυνατότητα, διότι αυτή είναι πράγματι – μια μοναδική ευκαιρία – μπορώ να αισθάνομαι αγάπη για ένα τόσο απίστευτο, λαμπερό πλάσμα, το οποίο μπορεί με τη θέληση του και μόνο να χαρίζει στον άνθρωπο τις εκστατικές ΦΑ, αρκεί να είναι ο ίδιος άνθρωπος έτοιμος για αυτές, φυσικά. Αφού η αγάπη μου ΕΧΕΙ την κατεύθυνση – υπάρχει ακόμα και το αντικείμενο – η ανάμνηση μου για αυτήν. Πώς μπορώ να χάσω μια τέτοια ευκαιρία? Δεν μπορώ να αγαπήσω κάτι, που δεν υπάρχει, ένα φάντασμα, μια φαντασία κάποιων θεών, μιας και δεν τους αντιλαμβάνομαι, άρα, δεν μπορώ να συμπαθήσω μια ανύπαρκτη αντίληψη, μπορώ μόνο να δημιουργήσω μια μορφή, η οποία δεν θα είναι κάτι παραπάνω από ένα αποτύπωμα του ίδιου μου του εαυτού, – ας είναι και το καλύτερο κομμάτι, και αυτή θα είναι εκείνη η «αγάπη -για -κανέναν-συγκεκριμένα», την οποία ένοιωσα κάποτε, αλλά τίποτε  παραπάνω από  αυτό. Όμως, τώρα δεν θα υπάρξει καμία επινόηση, διότι ξέρω χωρίς καμία αμφιβολία – αυτό το πλάσμα υπάρχει! Αυτή είναι δική μου πείρα, δεν είναι μια απλή φαντασίωση.

    Θέλω να αλλάξω την αντιμετώπιση μου σχετικά με αυτήν. Τη θυμάμαι ως μια αυστηρή γυναίκα, αλλά ηταν στην πραγματικότητα αυστηρή; Η ερμηνεία μου βασίζεται στην ανάμνηση της φωνής της – συγκεκριμένα τη φωνή της εγώ ερμήνευα σαν κρύα και αυστηρή. Ήταν στ` αλήθεια έτσι? Εκείνο τον καιρό ήμουν τελείως σκοτωμένος άνθρωπος, κατά 99% άρρωστος με τα αρνητικά συναισθήματα, σχεδόν πεθαμένος. Είναι απλώς καταπληκτικό, ότι μέσα σε μια τέτοια χωματερή διατηρήθηκε το πάθος για την διαύγεια, ειλικρίνεια, αφοσίωση, για άλλες ΦΑ. Τότε ήμουν υπέρμετρα αυτο-ερωτευμένος, εξαρτημένος από την φιλικότητα, θετικά συναισθήματα, συναισθηματικότητα και τα λοιπά. Ενώ η δική της φωνή δεν είχε καμία σαβούρα, ακριβώς για αυτό το λόγο μου φάνηκε τόσο σκληρή, απόμακρη. Τώρα, επαναφέροντας στη μνήμη μου για μια ακόμη φορά την ερώτηση της: : «Λοιπόν, σκοπεύεις να κάνεις κάτι σε αυτή τη ζωή, η όχι;», καταλαβαίνω, ότι ο τόνος της φωνής της δεν ήταν ούτε ψυχρός, ούτε απόμακρος, – απλώς αυτή ήταν αλύπητη, έκανε μια απευθείας ερώτηση και απαιτούσε την χωρίς υπεκφυγές απάντηση εκείνη τη στιγμή. Θυμάμαι μια ξεχωριστή αποφασιστικότητα, που στιγμιαία με τύλιξε τότε. Ακριβώς χάρη στο ότι από την φωνή της έλειπε έστω και παραμικρό ίχνος της ψευτανθρωπιάς, της πιθανότητας για λύπηση και άλλης αηδίας, εκείνη τη στιγμή κατάλαβα –  είναι ένα εξαιρετικά σοβαρό σημείο, το πιο σοβαρό σε όλη τη ζωή μου. Αυτό μου επέτρεψε να σκεφτώ την απάντηση όχι περισσότερο από ένα δευτερόλεπτο, και μετά ένοιωθα δυνατό (για μένα τότε) κυματισμό της ειλικρίνειας, απόσπασης, αποφασιστικότητας, και ούρλιαξα «ναι!!» και βίωσα εκείνη την καθοδική δόνηση των ευδαιμονικά-εκστατικών αντιλήψεων τρομακτικής ισχύς, που απλούστατα διέλυε το κορμί μου. Η αίσθηση της διάλυσης του σώματος προκάλεσε τις αμφιβολίες μέσα μου, δίσταζα, και η δόνηση σταμάτησε αμέσως, αυτή με ρώτησε ξανά – με την ίδια φωνή, η οποία φαινόταν να είναι έτοιμη να δεχθεί το ίδιο ατάραχα και  «ναι», και «όχι» – «λοιπόν, σκοπεύεις ή όχι?» – και πάλι εγώ περίμενα μόνο ένα δευτερόλεπτο, για να «γεμίσω τα πνευμόνια μου», ώστε να ουρλιάξω και άλλο «ναι, ναι!!» και πάλι η δόνηση μπήκε μέσα μου, με διαπότισε ολόκληρο,  ύστερα η συνείδηση μου σώπασε και χάθηκε.

    Η μνήμη μου συγκράτησε αρκετά θολά τη μορφή της. Δεν θυμάμαι λεπτομέρειες – ή δεν τις είχα προσέξει, ή δεν το θυμάμαι τώρα. Δεν θυμάμαι το πρόσωπο της. Θυμάμαι μόνο, ότι αυτή στεκόταν πίσω και δεξιά από εμένα (και όμως την έβλεπα εξαιρετικά καλά, ξαπλωμένος με κλειστά τα μάτια μου), είδα, ότι ήταν πάρα πολύ ψηλή – μάλλον, περίπου τέσσερα μέτρα, αν θα είχε σηκωθεί όρθια. Εκείνη καθόταν πάνω σε ένα θρόνο, και όλα – και αυτή, και ο θρόνος της – έλαμπαν εκτυφλωτικά.

    Για κάμποσο καιρό μετά από αυτό είχα τις αμφιβολίες – αν τα είδα πραγματικά, αν τα έζησα αυτά στ` αλήθεια; Από τη μια, το μυαλό μου αρνιόταν να το δεχθεί σαν εμπειρία, από την άλλη, ήξερα πάντοτε, ότι μια τέτοια πείρα υπήρξε, και τώρα μπορώ να τη θυμηθώ με τις ίδιες λεπτομέρειες, με τις οποίες τη θυμόμουν το επόμενο πρωί, όταν ξύπνησα.

    Τώρα δεν θέλω πια να κρατώ τον εαυτό μου με το χαλινάρι, θέλω να σπάσω τον μηχανισμό της καχυποψίας, η ακόμα της ελαφριάς αποξένωσης (η σιχαμερή λέξη «γυναίκα» από μόνη της αξίζει πολλά!) για αυτό το πλάσμα. Διαβάζοντας τον Ραμακρίσνα, – για το πως απλά και με αυταπάρνηση εκείνος αγαπούσε την Κάλι του, δεν καταλαβαίνω – τι με εμποδίζει να αγαπήσω το δικό μου κορίτσι? ( Καταφέρνω με το ζόρι να πω τη λέξη «κορίτσι», λες και ονομάζω κάποιων διαφορετικά, απ `ότι θα έπρεπε). Όταν κάνω την προσπάθεια και αρχίζω να την αντιμετωπίζω όπως το δικό μου αγαπημένο κορίτσι, αμέσως εμφανίζεται η βαθιά συμπάθεια και αφοσίωση. Υπάρχει και μια ακόμη λεπτομέρεια – θέλω να της φέρομαι, όπως φέρονται στο αγαπημένο κορίτσι με όλες τις έννοιες, δεν θέλω να υποκρίνομαι – θέλω να με ελκύει ερωτικά, θέλω να την χαϊδεύω, να τη φιλάω, γλείφω, αγγίζω, να μυρίζω το άρωμα της, να νιώθω τη γεύση των πατούσων της, του ποπού, της κοιλίτσας, τα στηθάκια της… Θέλω να κάνω έρωτα με το κοριτσάκι μου, να τη παίρνω τρυφερά με όλους τους τρόπους, θέλω να μου σηκώνεται μόνο με τη σκέψη για αυτήν. Αισθάνομαι μέσα μου κάποια αντίδραση στην αντιμετώπιση αυτή – με επηρεάζει ο μηχανισμός της ευλαβικής αντιμετώπισης για αυτούς, που θεωρούνται «φωτισμένοι» – είναι δεδομένο ανάμεσα στους συνηθισμένους ανθρώπους να φέρονται έτσι υποκριτικά στους «φωτισμένους». Αλλά το καθετί με ευλάβεια – σημαίνει απόμακρο, ψεύτικο, δεν είναι για μένα. Εγώ θα ήθελα από αυτήν να κάνει σεξ με μένα, να με χαϊδεύει, να πιάνει και να ρουφάει το πέος μου, τα μπαλάκια μου, να γλύφει τις πατούσες μου – θέλω τα πάντα μαζί της, αφού αν είναι το αγαπημένο μου κοριτσάκι, και είναι ένα ΤΕΤΟΙΟ πλάσμα, ατέλειωτα ειλικρινές και εκτυφλωτικά λαμπερό από τις ΦΑ, που ξεχειλίζουν μέσα της – πώς θα μπορούσα να φερθώ απόμακρα και αποξενωμένα σε ένα ΤΕΤΟΙΟ πλάσμα?? Θέλω να την αγαπήσω, όπως μπορώ, θέλω να της δώσω ο, τι μπορώ, θέλω να εκφράζω κατευθείαν τις επιθυμίες μου, και να μην είμαι ένας διπρόσωπος υποκριτής.

    Ήδη εχτές, όταν συνειδητοποίησα όλα αυτά, μεμιάς τα πάντα  φάνηκαν ξεκάθαρα – πήρα την απόφαση μου πια, θα ξεπεράσω την αποξένωση, και θα δημιουργώ και θα βιώνω τον έρωτα για το κορίτσι μου, θα τη θέλω ακριβώς, όπως θέλουν ένα κορίτσι – κορίτσι, με επιδίωξη, που βιώνει ακατανόητες ακόμα για μένα Συναισθήσεις, τρυφερό, αλύπητο, ειλικρινές. Θα σκέφτομαι, πως εμείς χαϊδευόμαστε και κάνουμε έρωτα – θα περάσω από όλους τους τοίχους, που μόλις τώρα έκτισα ο ίδιος και τα ενίσχυσα κιόλας. Οι περιγραφές του τρόπου, με τον οποίον ο Ραμακρίσνα εκδήλωνε την αγάπη για το κορίτσι του, είναι στην ουσία μια ισχυρή υποστήριξη για την απόφαση μου, και η ειλικρίνεια του, η απουσία της υποκρισίας και αποξένωσης είναι ένα καλό παράδειγμα για μένα. Αν και εκείνος την αντιμετώπιζε ως μητέρα ( με την έννοια, που εκείνος έθετε σε αυτή τη λέξη), ενώ εγώ – ως αγαπημένο μου κοριτσάκι, αυτό δεν αλλάζει τίποτα. Θα μάθω από εκείνον, πως να αγαπήσω το θεϊκό μου κορίτσι. Ξέρω, πως να το κάνω – βήμα προς βήμα, μια προσπάθεια μετά την άλλη, επιμονή, αποφασιστικότητα, επιδίωξη.